Ο Δίας µοίρασε χαρίσµατα σε όλους τους θεούς µα δε νοιάστηκε πολύ για τους ανθρώπους. Όµως ο Προµηθέας, γιος του τιτάνα Ιαπετού και της Θέµιδας, επειδή αγαπούσε και λυπόταν τους ανθρώπους, ανέβηκε στον Όλυµπο κι από το εργαστήρι του Ήφαιστου έκλεψε τη φωτιά, την έβαλε µέσα σ’ ένα κούφιο καλάµι και την έδωσε στους ανθρώπους. Και τους έµαθε µε τη φωτιά να λιώνουν τα µέταλλα και να φτιάχνουν εργαλεία.
Ο Δίας τότε θύµωσε πολύ. Πήγε τον Προµηθέα σ’ ένα ψηλό βουνό, τον Καύκασο, και τον έδεσε πάνω σε ένα βράχο µε χοντρές αλυσίδες που του έφτιαξε ο Ήφαιστος. Και κάθε µέρα έστελνε έναν αετό που του έτρωγε το συκώτι. Τριάντα χρόνια έµεινε δεµένος ο Προµηθέας στον Καύκασο, ώσπου κάποτε πέρασε από κει ο Ηρακλής και τον ελευθέρωσε.
Αλλά ούτε και οι άνθρωποι γλίτωσαν απ’ το θυµό του Δία. Σκέφτηκε να τους στείλει συµφορές. Γι’ αυτό διέταξε τον Ήφαιστο να φτιάξει µια γυναίκα από χώµα και νερό. Της έδωσε ζωή κι όλοι οι θεοί της έδωσαν δώρα: η Αθηνά σοφία, η Αφροδίτη οµορφιά, ο Ερµής πονηριά κτλ. Την ονόµασαν Πανδώρα κι ο Δίας την έστειλε στη γη, δίνοντάς της ένα πιθάρι, που εκεί µέσα είχε κλείσει όλες τις συµφορές.
Η Πανδώρα, αφού κατέβηκε στη γη, γεµάτη περιέργεια άνοιξε το πιθάρι. Χύθηκαν τότε έξω όλες οι συµφορές: το µίσος, η απάτη, ο πόλεµος, η πείνα, οι αρρώστιες. Στον πάτο όµως του πιθαριού ο Δίας είχε βάλει την Ελπίδα, που φώλιασε στις καρδιές των ανθρώπων, για να τους δίνει θάρρος και παρηγοριά να συνεχίζουν τη ζωή τους.
Δείτε τώρα τα παρακάτω βίντεο