Δημοσιεύθηκε στην 25 ΜΑΡΤΙΟΥ

Ο Εθνικός Ύμνος και ο Εθνικός Ποιητής της Ελλάδας

ΠΑΤΗΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΥΜΝΟ .

Ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας είναι απόσπασμα από το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν » του Διονύσιου Σολωμού. Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν » γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο και έναν χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Συνδυάζει στοιχεία από τον ρομαντισμό και τον κλασικισμό, οι στροφές που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες, ενώ στους στίχους παρατηρείται εναλλαγή τροχαϊκών οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων. Αποτελείται  από 158 στροφές ή 632 στίχους.

Δεν καθιερώθηκε αμέσως ως εθνικός ύμνος, αλλά πέρασαν αρκετά χρόνια.

Πρώτη φορά μελοποιήθηκε το 1828 από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Από τότε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές, αλλά και στα σπίτια των Κερκυραίων αστών και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου. Μάλιστα, ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο, ο οποίος υπέβαλε το έργο του στο βασιλιά Όθωνα το Δεκέμβριο του 1844. Ο Μάντζαρος το 1861 επανεξέτασε για 5η φορά το έργο, αυτή τη φορά σε ρυθμό εμβατηρίου κατά παραγγελία του Υπουργού Στρατιωτικών.

Μόνο όταν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επισκέφθηκε την Κέρκυρα το 1865 μετά την ενσωμάτωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, άκουσε την εκδοχή για ορχήστρα πνευστών της αρχής της πρώτης μελοποίησης που έπαιζε η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας και του έκανε εντύπωση.Ακολούθησε Βασιλικό Διάταγμα του Υπουργείου Ναυτικών (Υπουργός Δ. Στ. Μπουντούρης) που το χαρακτήρισε « επίσημον εθνικόν άσμα » και διατάχθηκε η εκτέλεσή του «κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού ». Επίσης ενημερώθηκαν οι ξένοι πρέσβεις, ώστε να ανακρούεται και από τα ξένα πλοία στις περιπτώσεις απόδοσης τιμών προς τον Βασιλιά της Ελλάδος ή την Ελληνική Σημαία. Από τότε θεωρείται ως εθνικός ύμνος της Ελλάδος. Από αυτές οι δυο πρώτες είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης αποδίδονται τιμές χαιρετισμού.

Από τις 18 Νοεμβρίου 1966 καθιερώθηκε και ως εθνικός ύμνος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

ΠΑΤΗΣΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΤΕ Ύμνος εις την Ελευθερίαν- Διαβάζει ο Δημήτρης Μυράτ, συνοδεία ορχήστρας.

1
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.

2
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

3
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.

4
Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου ἔμεινε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.

6
Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ᾿ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,

7
κι ἔλεες «πότε, ἅ! πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιές;»
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.

8
Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.

9
Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.

10
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή,
δὲν εἶν᾿ εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῆ.

11
Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια
ἀλλ᾿ ἀνάσασιν καμιὰ
ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.

12
Ἄλλοι, ὀϊμέ! στὴ συμφορά σου,
ὅπου ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νά ῾βρῃς τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἐλέγαν οἱ σκληροί.

13
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποὺ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.

14
Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.

15
Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή!

16
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798. Πατέρας του ο κόντες Νικόλαος Σολωμός με καταγωγή από οικογένεια Κρητικών προσφύγων, μητέρα του η υπηρέτρια του πατρός του, Αγγελική Νίκλη με ρίζες από τη Μάνη. Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από την πρώτη σύζυγό του, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Παντρεύεται την Αγγελική Νίκλη , με την οποία απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο και τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο της Ιονίου Βουλής.

Υπό τον εποπτεία του δασκάλου του, αβά Σάντο Ρόσι, ο Σολωμός πέρασε μετά το θάνατο του πατέρα του υπό την κηδεμονία του κόντε Διονύσιου Μεσάλα, ο οποίος μετά από έναν χρόνο, τον έστειλε στην Ιταλία για σπουδές. Εκεί, αρχικά γράφτηκε στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης στη Βενετία, όπου όμως αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες, λόγω της αυστηρής πειθαρχίας που επιβαλλόταν στους μαθητές. Έτσι, ο Ρόσι, που είχε ταξιδέψει μαζί του, τον πήρε στην Κρεμόνα όπου και ολοκλήρωσε τις μαθητικές τους υποχρεώσεις. Στα τέλη του 1815 γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας, από όπου αποφοίτησε δύο χρόνια μετά. Επηρεασμένος από την ιταλική λογοτεχνία – και γνωρίζοντας άριστα την ιταλική γλώσσα, άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα στα ιταλικά. Γρήγορα το έργο του αναγνωρίστηκε, ενώ πλέον ο ίδιος είχε αρχίσει να γοητεύεται και από τον γαλλικό διαφωτισμό.

Επιστρέφοντας στη γενέτειρα του, εντάχθηκε πολύ γρήγορα στους λογοτεχνικούς κύκλους που αναπτύσσονταν ταχύτατα εκείνη την εποχή. Άρχισε να συλλέξει δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας, προκειμένου να τα μελετήσει και να ανακαλύψει υλικό που θα εξέλισσε και τη δικό του έργο. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες, καθώς όχι μόνο δεν μπορούσε να κάνει καλή χρήση της ελληνικής γλώσσας, αλλά και δεν έβρισκε ποιητικά έργα στη δημοτική γλώσσα, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει ως πρότυπο.

Ωστόσο η στιγμή που άλλαξε τη ροή του συγγραφικού του έργου, ήταν η συνάντησή του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, το 1822. Προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ στη Ζάκυνθο, ο Τρικούπης θέλησε να γνωρίσει τον Σολωμό. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό «Ωδή για την πρώτη λειτουργία». Ο Τρικούπης παρέμεινε σιωπηλός και λίγο μετά του αποκρίθηκε: «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη το Δάντη του». Μάλιστα ήταν εκείνος που βοήθησε τον Σολωμό στη μελέτη των ελληνικών ποιημάτων, προκειμένου να εξελίξει τη χρήση της ελληνικής γλώσσας.

Λένε, ότι ένας ποιητής πρέπει να γράψει πολλά έργα, ακόμη και συλλογές για να καταφέρει να κερδίσει την αναγνώριση. Δεν συνέβη το ίδιο με τον Σολωμό. Τον Μάιο του 1823, ολοκληρώνει τον « Ύμνο εις την Ελευθερίαν », εμπνευσμένος από την ελληνική επανάσταση του 1821. Το ποίημα δημοσιεύεται στην Ελλάδα το 1824 και ένα χρόνο μετά στην Ευρώπη. Η φήμη του Σολωμού εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα και στην αλλοδαπή.

Το 1828 ο Σολωμός μετακόμισε στην Κέρκυρα. Αρκετοί είναι ωστόσο εκείνοι που υποστηρίζουν, ότι ο Σολωμός σχεδίαζε να φύγει από τη Ζάκυνθο, αναζητώντας ένα πιο πνευματικό περιβάλλον, αλλά και την απαραίτητη απομόνωση για να συνεχίσει το έργο του. Εκεί, ξεκίνησε να μελετά τη γερμανική ρομαντική φιλοσοφία και ποίηση, διαβάζοντας τις ιταλικές μεταφράσεις των έργων σπουδαίων συγγραφέων.

Ολοκληρώνει τα ποιητικά έργα του,  « Ο Κρητικός », « Ελεύθεροι Πολιορκημένοι », « Ο Πόρφυρας », τα οποία κατά πολλούς, είναι και τα καλύτερα έργα του. Το 1849, βραβεύθηκε με το μετάλλιο του Τάγματος του Σωτήρος

Το τέλος του Διονυσίου Σολωμού ήταν άδοξο. Το 1851 εμφάνισε σημαντικά προβλήματα υγείας,  και μετά και την τρίτη εγκεφαλική συμφόρηση που έπαθε το 1856 δεν έβγαινε καν από το σπίτι. Απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 1857. Η είδηση του θανάτου του μεταφέρθηκε αστραπιαία σε όλη τη χώρα, η οποία τον πένθησε με τιμές.

Δημοσιεύθηκε στην ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Ε΄

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Ο Ακάθιστος Ύμνος (Χαιρετισμοί), είναι ένα μεγάλο και σπουδαίο ποίημα, γραμμένο τον 6ο αιώνα μ.Χ.

Ο Ακάθιστος ύμνος, γνωστός ως «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» ,  ψάλλεται από τους χριστιανούς πιστούς σε όρθια , προς τιμήν της Θεοτόκου και της απευθύνει επαίνους, ευχαριστίες και προσευχές. Ψάλλεται στους ναούς τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε «οίκος» ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα).

Ποιητής των Χαιρετισμών είναι μάλλον ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, ένας από τους μεγαλύτερους ελληνόγλωσσους ποιητές όλων των εποχών. Το ποίημα είναι μελοποιημένο (έχει μουσική), και ανήκει στο είδος της κλασικής μουσικής του Βυζαντίου που λέγεται «κοντάκιο». Ο Ακάθιστος ύμνος θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας. Είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας. Η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και πλουτίζεται από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.

Το  626 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος ήταν ο αρχηγός της εκστρατείας του βυζαντινού στρατού κατά των Περσών. Η  Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνιδιαστικά  από τους Αβάρους. Γνωρίζοντας την απουσία του στρατού, οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες, τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου, ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή αρωγή, δημιούργησε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ αντεπίθεση των αμυνόμενων προξένησε τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι. Την 8η Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη ως τότε απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του « τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ ».

«Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΝ ΥΠΕΡΟΧΟ ΥΜΝΟ  ΕΔΩ 

Πολύ όμορφοι Χαιρετισμοί έχουν γραφεί και για πολλούς άλλους Αγίους, αλλά οι Χαιρετισμοί της Παναγίας είναι η βασική έμπνευση για όλους τους άλλους που έχουν γραφεί κατόπιν. Τους Χαιρετισμούς τους απαγγέλλει ο ιερέας. Πριν, οι ψάλτες έχουν ψάλει ένα άλλο περίφημο μουσικό και ποιητικό έργο, που λέγεται «κανόνας των Χαιρετισμών» (οι κανόνες είναι ένα άλλο είδος βυζαντινής κλασικής μουσικής), δημιουργός του οποίου είναι ένας ακόμη κορυφαίος ποιητής και μουσικός του Βυζαντίου, ο Άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος.