κοκωβιός ο [kokovjós] O17 : 1. είδος μικρού ψαριού, που συγγενεύει με το γωβιό. 2. (μτφ., παρωχ.) άνθρωπος χαζός και ελαφρόμυαλος, που προκαλεί το γέλιο με τη συμπεριφορά του. [αρχ. κωβιός με αναδιπλ.]
Πηγή: Tριανταφυλλίδης – On line
Ελπίζω ότι η Greenpeace προστατεύει μόνο το 1.
Αφήστε μια απάντηση