Έτσι, λοιπόν, μια φορά και έναν καιρό, υπήρχε ένα τζίνι κλεισμένο σε ένα μπουκάλι. Μετά τα πρώτα εκατό χρόνια ορκίστηκε πως όποιος θα το ελευθερώσει θα αποκτήσει πλούτη αμύθητα. Μα κανείς δεν βρέθηκε. Ύστερα από άλλα εκατό χρόνια πήρε δεύτερο όρκο. Όποιος τον ελευθέρωνε θα είχε όλους τους κρυμμένους θησαυρούς της γης. Και πάλι μάταια ώσπου πέρασαν τρείς αιώνες. Τότε υποσχέθηκε πως όποιος τον ελευθέρωνε θα τον έκανε πανίσχυρο μονάρχη εκπληρώνοντας του κάθε μέρα τρείς επιθυμίες. Μα ούτε και τότε φάνηκε κανείς. Τότε τον έπιασε θυμός μεγάλος και είπε: «όποιος έρθει από δω και πέρα να με ελευθερώσει, θα θανατωθεί…»
Έτσι ακριβώς νιώθει ένα μικρό παιδί όταν «εγκαταλείπεται». Οι γονείς ενός τρίχρονου αγοριού έλειψαν αρκετές εβδομάδες στο εξωτερικό. Το αγόρι μιλούσε πολύ καλά πριν την αναχώρηση τους και εξακολουθούσε να μιλά καλά με τη γυναίκα που το φρόντιζε και με τους άλλους. Όταν, όμως, οι γονείς του επέστρεψαν, δεν είπε ούτε μια λέξη σε αυτούς ή οποιονδήποτε άλλο για τρείς εβδομάδες.
Ένα παιδί δεν μπορεί να δεχτεί ότι ο θυμός του μπορεί να το κάνει να μην μιλά και να επιθυμεί να εκδικηθεί αυτούς από τους οποίους εξαρτάται η ύπαρξή του. Αν το κατανοούσε, θα σήμαινε ότι πρέπει να αποδεχθεί πως τα συναισθήματα του μπορούν να κυριαρχήσουν τόσο πολύ πάνω του που να μην τα ελέγχει- και αυτό είναι μια σκέψη τρομακτική. Η ιδέα ότι μέσα μας μπορεί να κυριαρχούν δυνάμεις πέρα από τον έλεγχο μας είναι απειλητική για να είναι αποδεκτή από εμάς, πόσο μάλλον από ένα παιδί. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσονται οι σκέψεις του τζίνι κάνει την ιστορία ψυχολογικά αληθινή για το παιδί. Κατανοεί μέσα από το παραμύθι τι του συμβαίνει, ανακουφίζεται από τα ακατανόητα καταστροφικά του συναισθήματα και κατορθώνει να λυτρωθεί και να ξαναβρεί τον παλιό του εαυτό.
Ανάλογα με τις συγκρούσεις, τα άγχη, τους φόβους και τα βάσανα κάθε παιδικής ψυχής, υπάρχει και το κατάλληλο παραμύθι που δρα λυτρωτικά και θεραπευτικά. Και την επιλογή αυτού του παραμυθιού, κανείς μας δεν ξέρει να την κάνει καλύτερα από το ίδιο το παιδί!
Πηγή: Είμαστε γυναίκες