Τα παραμύθια μας – Συμμετοχή στο διαγωνισμό: Ανιέλα, η μάγισσα που αγαπούσε τα βιβλία!

Α΄ παραμύθι

 

Φιλιώ Παντελή(Ε1)

Νιόβη Τερζή(Ε1)   

Μαρία Ντάφλα(Ε1)

Βασίλης Σπυρίδης (Ε1)                                                                                                                                   

 

                           <<Η χώρα των βιβλίων>>

 

Μια  φορά κι έναν καιρό στη χώρα των βιβλίων, εκεί  όπου κανένα βιβλίο δεν λείπει, εκεί που τα δέντρα είναι  φορτωμένα με βιβλία, εκεί που όλοι ήταν χαμένοι στον κόσμο των βιβλίων, κάτι μυστηριώδες έγινε.

     Εκείνη τη μέρα όλοι είχανε πάει στα σπίτια τους και δεν διάβαζαν κανένα βιβλίο απ’ όσα είχαν. Ούτε  ένα τόσο δα παραμυθάκι δεν ήθελαν  να διαβάσουν ,ούτε μια μικρούλα ιστοριούλα.

     Με το καιρό τα βιβλία άρχισαν σιγά, σιγά  ένα, ένα να εξαφανίζονται. Αφού πέρασε αρκετός καιρός όλα τα βιβλία που υπήρχαν σε  εκείνη την πόλη χάθηκαν.

    Τότε οι βιβλιοφάγοι Λόλα, Λίνα, Νάντια και Μπίλι  αποφάσισαν ότι κάτι πρέπει να κάνουν  πιο γρήγορα μπορούσαν έβγαλαν ένα σχέδιο.

    Την άλλη μέρα κιόλας άρχισαν να βάζουν το σχέδιο τους σε σειρά. Συζήτησαν για λίγο και μετά φώναξαν όλους τους κατοίκους  της μαγικής χώρας των βιβλίων και τους εξήγησαν ότι πρέπει να αρχίσουν και πάλι να διαβάζουν βιβλία , όπως διάβαζαν και παλιά.

    Οι κάτοικοι της <<χώρας των βιβλίων >> άκουσαν τις συμβουλές που τους είπαν οι βιβλιοφάγοι αλλά οι πιο πολλοί δεν έδωσαν σημασία. Αυτό όμως απογοήτευσε τους βιβλιοφάγους. Εκείνη τη στιγμή οι βιβλιοφάγοι αποφάσισαν να πάνε μόνοι τους στο πιο μακρινό μέρος της<< χώρας των βιβλίων >> στο απόμακρο μαγικό δάσος.

    Το ταξίδι τους άρχισε με πολύ περιπέτεια και μυστήριο. Στη συνεχεία της περιπέτειάς τους προσπαθούσαν να λύσουν το πρόβλημα  με τα χαμένα βιβλία

    Μετά από πολλές μέρες ήταν κουρασμένοι και εξαντλημένοι απ’ το ταξίδι τους. Εκεί που περπατούσαν στο << μαγεμένο δάσος >>  τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:

 

Ότι κι αν γίνει

θύελλες, βροχές

εμείς θα προχέαμε

στις πράσινες πλαγιές.

    Περπατούσαν μέσα στο μαγεμένο δασός και ξαφνικά συνάντησαν μπροστά τους την μάγισσα που την έληγαν Βιβλιοκαταστροφίνα .Αυτή τους είπε:

    Μάγισσα: Γεια σας παιδιά!

    Βιβλιοφάγοι: Γεια σου κακιά μάγισσα!

    Μάγισσα: Τι θέλετε εδώ στο μαγεμένο δάσος;

    Βιβλιοφάγοι: Ήρθαμε να μάθουμε ποιος εξαφάνισε τα βιβλία μας.

    Μάγισσα: Αφού θέλετε να το μάθετε θα σας το  πω εγώ.

    Μπόλι: Τότε πες μας ,ποιος εξαφάνισε τα βιβλία;

    Μάγισσα: Εντάξει  εγώ είμαι αυτή που εξαφάνισε τα βιβλία.

    Λόλα: Μα γιατί το έκανες αυτό;

    Μάγισσα: Επειδή ζήλευα όλη αυτή την ενέργεια των βιβλίων.

   Λίνα: Αφού ήθελες τόσο πολύ την ενέργεια των βιβλίων, γιατί δεν μας                            το είπες;

   Μάγισσα: Γιατί την ήθελα όλη για τον εαυτό μου.

    Νάντια: Και πού τα πήγες όλα τα βιβλία;

    Μάγισσα: Στην χώρα των μαγισσών. Όμως, στην χώρα των μαγισσών,                              χρειάζεστε νεραϊδομαγία για να μπείτε. Και απ ότι θυμάμαι,

                       όλες οι νεράιδες, εκτός από δύο είναι φυλακισμένες.

    Μπίλι: Πάμε γρήγορα παιδιά, να βρούμε τις νεράιδες πριν από

                  τις μάγισσες!   

    Μάγισσα: Νομίζετε! Εμείς θα φτάσουμε πρώτες!                               Τότε εμφανίστηκαν οι  δύο νεράιδες μπροστά τους…

    Νεράιδα: Γεια σας βιβλιοφάγοι! Τι κάνετε εδώ;

    Λόλα: Εσάς ψάχναμε.

    Νεράιδα: Γιατί;

    Λίνα: Γιατί θέλαμε, αν μπορείτε, να έρθετε μαζί μας στην 

               μαγισσοχώρα. 

    Νεράιδα: Μετά χαράς! Θα έρθουμε, αλλά γιατί;

     Νάντια: Γιατί όπως ξέρουμε οι μάγισσες έχουν κλέψει όλες τις νεράιδες εκτός από εσάς.

    Νεράιδες: Εντάξει τώρα που ξέρουμε το λόγο θα έρθουμε.

  Ξεκίνησαν το ταξίδι τους για τη χωρά των μαγισσών και ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους ένα μικρό ξωτικό!

    Ξωτικό: Γεια σας παιδάκια τι κάνετε εδώ ;

    Βιβλιοφάγοι : Ψάχνουμε να βρούμε τη χωρά των μαγισσών.

    Ξωτικό: Για να βρείτε τη χωρά των μαγισσών πρέπει πρώτα να λύσετε το αίνιγμα μου!

    Βιβλιοφάγοι: Εντάξει  θα το λύσουμε!

    Ξωτικό: Ακουστέ προσεκτικά:

                                        Γριά δεν είναι καμπούρα έχει

                                        άνδρας δεν είναι, μουστάκια έχει

                                        στο παράθυρο κάθεται , τέσσερα

                                        πόδια έχει και όλα τα προσέχει.

    Ξωτικό:Tείναι; Έχετε πέντε ευκαιρίες.

    Οι βιβλιοφάγοι σκάφτονταν …

    Μπιλι: Μήπως είναι αλεπού;

     Ξωτικό: Όχι!

    Λόλα: Περίμενε, νομίζω πως το βρήκα !Είναι ….ο σκύλος!    

    Ξωτικό :Όχι !Χα ,χα ,χα.

    Λίνα: Νομίζω ότι είναι το λιοντάρι!

    Ξωτικό: Με τίποτα!

    Νάντια: Όχι, όχι, όχι είναι η τίγρης!

    Ξωτικό: Ούτε με σφαίρες !

  Οι βιβλιοφάγοι ξανασκεφτήκαν την τελευταία τους απάντηση και είπαν: Είμαστε σίγουροι για την απάντηση μας.

    Ξωτικό: Για πείτε μου!

     Βιβλιοφάγοι: Είναι η γάτα!

    Ξωτικό: Σωστά ,  δυστυχώς! Τώρα παιδιά μπορείτε να περάσετε.

  Συνέχιζαν το ταξίδι τους και μετά από πολλή ώρα κούρασης και εξάντλησης συνάντησαν μπροστά τους ένα δράκουλα.

    Νεράιδες :Παιδιά , παιδιά κοιτάξτε ο χειρότερος μας εχθρός.

    Δράκουλας: Πως και από εδώ παλιοί μου εχθροί;

    Νεράιδες: Ε , να ψάχνουμε τη χωρά των βιβλίων.

    Δράκουλας: Εγώ ξέρω που είναι.

   Βιβλιοφάγοι :Σε παρακαλούμε πες μας που είναι!

    Δράκουλας: Σιγά μην σας πω. Εκτός και αν…

    Βιβλιοφάγοι :Εκτός και αν , τι;

     Δράκουλας: Αν με βοηθήσετε.

    Βιβλιοφάγοι: Σε τι.

    Δράκουλας: Λοιπόν ακουστέ.

    Βιβλιοφάγοι: Για πες.

    Δράκουλας: Θέλω τη βοήθειά σας , για να κτίσω το ξενοδοχείο μου.

   Μπιλι: Εντάξει θα σε βοηθήσουμε.

   Δράκουλας: Σας ευχαριστώ παΐδια.

    Λόλα: Πότε θα αρχίσουμε το κτίσιμο;

    Δράκουλας: Μπορούμε να αρχίσουμε από σήμερα

    Λινά: Εντάξει , συμφωνώ. 

    Δράκουλας: Ας αρχίσουμε γρήγορα  , πάμε .

    Νάντια: Που θα το κτίσουμε;

    Δράκουλας: Να , εδώ μπροστά!    

 Τότε οι βιβλιοφάγοι μαζί με το δράκουλα άρχισαν το κτίσιμο .Μέρα με τη μέρα το ξενοδοχείο γινόταν όλο και πιο ωραιότερο. Αφού πέρασαν κάποιες εβδομάδες το ξενοδοχείο κτίστηκε .

    Δράκουλας: Αντιιό παιδιά! Τώρα που με το ξενοδοχείο μπορώ να σας πω που είναι η χώρα των μαγισσών.

    Βιβλιοφάγοι: Που είναι;

    Δράκουλας: Θα πάτε δυο χιλιόμετρα ίσια μπροστά. Έπειτα θα στρίψτε αριστερά και φτάσατε.

  Οι βιβλιοφάγοι ακλούθησαν το δρόμο που τους έδειξε ο δράκουλας και έφτασαν στη χώρα των μαγισσών.

  Με το που έφτασαν εκεί , ελευθέρωσαν όλες τις νεράιδες πήραν  πίσω όλη την ενεργεία  των βιβλίων .Από τότε όλοι διάβαζαν βιβλία όπως παλιά και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλυτέρα.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Β΄ παραμύθι

 

 

5o Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

        Βασιλική-Μαρία Κελεσίδου(Ε1)

        Στέλιος Μερενίδης(Ε1)

        Ελένη Λουκάκη(Ε1)

        Δημήτρης Λαγωνίκας(Ε1)

        Στέργιος Παγωνίδης(Ε1)

 

 Ο  ΧΑΜΕΝΟΣ  ΠΑΡΑΜΥΘΟΚΟΣΜΟΣ

 

 

 

    Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα δεκάχρονο αγόρι που το λέγανε Νικόλα. Έκανε βόλτα στο πάρκο όταν είδε ένα παλιό σπίτι. Καθώς ήταν περίεργος μπήκε μέσα. Είδε ένα τεράστιο βιβλίο με χοντρές σελίδες. Ο τίτλος του ήταν << ο χαμένος  παραμυθόκοσμος>>. Με φοβερό ενδιαφέρον, άρχισε να διαβάζει. Όταν έφτασε στην τελευταία σελίδα, βγήκε από  μέσα ένα φωτεινό γαλάζιο διαμάντι που τον θάμπωσε.          

    Άπλωσε το χέρι του και ένιωσε μια ψύχρα. Το διαμάντι άρχισε να τον ρουφάει μέσα. Αυτός προσπάθησε να φύγει προς τα πίσω αλλά δεν το κατάφερε. Τον ρούφηξε μέσα ολόκληρο. Έπεσε σε μια πολύ μικρή λιμνούλα. Βγήκε απ’ το νερό κι άρχισε να περπατάει. Ξαφνικά αντίκρισε μπροστά του μια μισογκρεμισμένη ταμπέλα με λειψά γράμματα. Έγραφε: ”Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΟΚΟΣΜΟΣ”.

      Σε εκείνο το μέρος είχε πολύ κρύο και πολλή ομίχλη. Ξάφνου άκουσε μια φωνή:

(Ξωτικό)  -Τι κάνεις εδώ πέρα; Εάν δε φύγεις θα βρεις το μπελά σου! Ακούστηκε κι εμφανίστηκε ένα ξωτικό φάντασμα.

(Νικόλας)  -Μα δεν μπορώ να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου, δεν ξέρω πως!

(Ξωτικό)  -Τότε θα σε σκοτώσω, είπε  και  μ’ ένα χτύπημα του χεριού του κάλεσε 200 ξωτικά φαντάσματα.

      Ο Νικόλας φοβισμένος, άρχισε να τρέχει, μα δε μπόρεσε να απομακρυνθεί, γιατί το ξωτικό τον τράβηξε πίσω δένοντάς τον με μια αλυσίδα.

(Ξωτικό)  -Δε θα σ’ αφήσω να φύγεις.

       Τότε εμφανίστηκε πίσω από ένα βράχο ένας παράξενος άνθρωπος, που καβαλούσε έναν τεράστιο φλογοβόλο δράκο.

        Ο περίεργος άνθρωπος έσωσε το Νικόλα και τον πήγε σε μια σπηλιά γεμάτη δράκους, μάγους και μάγισσες. Τη σπηλιά τη φυλούσαν δυο επικίνδυνοι γίγαντες. Ο Νικόλας περπατούσε σαστισμένος εδώ και κει. Ξαφνικά έπεσε σε μια τρύπα. Έπεσε σε ένα βούρκο από ζεστή σοκολάτα. Άρχισε να τον ρουφάει κι εκείνος φώναξε:

(Νικόλας)  -Βοήθειααααααααα!!!!! Τραβήξτε με έξω!

Τότε φάνηκε ο spiderman. Του κόλλησε έναν ιστό και τον τράβηξε έξω. Κατόπιν, τον πήγε σε ένα σπίτι φτιαγμένο από ζαχαρωτά.

Τον άφησε κάτω και του είπε:

(Spiderman)  -Εδώ ήταν το σπίτι της κακιάς μάγισσας. Τώρα κατοικούν τα δυο αδέρφια, ο Χάνσελ και η Γκρέτελ.

(Χάνσελ)  -Γειά! είμαι ο Χάνσελ κι αυτή είναι η αδερφή μου η Γκρέτελ.

(Γκρέτελ)  -Γειά σου! Αυτό είναι το σπίτι μας. Έλα μέσα να γνωριστούμε. Πώς σε λένε;

(Νικόλας)  -Είμαι Νικόλας. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω.

(Γκρέτελ)  -Πώς βρέθηκες εδώ; Ρώτησε η Γκρέτελ.

Ο Νικόλας άρχισε να διηγείται την ιστορία του στα δύο παιδιά.

(Νικόλας)  -Καθώς έκανα βόλτα στο πάρκο, είσα ένα παλιό σπίτι. Από περιέργεια μπήκα μέσα. Εκεί βρήκα ένα τεράστιο παλιό βιβλίο με χοντρές σελίδες. Ξεκίνησα να το διαβάζω. Όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα, ένα φωτεινό γαλάζιο διαμάντι, πετάχτηκε από το βιβλίο και καθώς προσπάθησα να το πιάσω, αυτό με ρούφηξε μέσα. Και να’μαι.

(Χάνσελ)  -Και πώς θα γυρίσεις πίσω;

(Νικόλας)  -Δεν ξέρω.

(Γκρέτελ)  -Θα σε πάμε στο Μεγάλο. Αυτός θα ξέρει τι να κάνει.

(Νικόλας)  -Ωραία. Σας ευχαριστώ.

    Καθώς περπατούσαν, άκουσαν μια φωνή να λέει:

(Ξωτικό)  -Γειά. Ποιον θα θέλατε;

(Χάνσελ)  -Θέλουμε το Μεγάλο.

Τότε εμφανίστηκε μπροστά τους  ένας κοντός άνθρωπος. Ένας νάνος.

(Μεγάλος)  -Εγώ είμαι ο Μεγάλος. Τι με θέλετε;

(Νικόλας)  -Θέλω να με βοηθήσεις να γυρίσω πίσω στον κόσμο μου.

(Μεγάλος)  -Μμμμ! Για να σκεφτώ… Τι θα μου δώσεις για αντάλλαγμα;

     Τότε ο Νικόλας θυμήθηκε πως ο Χάνσελ και η Γκρέτελ έμεναν σ’ ένα ζαχαρένιο σπίτι.Γύρισε λοιπόν πίσω στο ζαχαρένιο σπιτάκι, πήρε όσα γλυκά μπορούσε να κουβαλήσει  και κίνησε να τα πάει στον <<δήθεν>>  Μεγάλο.

      Καθώς προχωρούσε, συνάντησε ένα κορίτσι.

(Νικόλας)  -Γειά! Είμαι ο Νικόλας. Κι εσύ;

(Αλίκη)  – Εγώ είμαι η Αλίκη. Τι κάνεις εδώ πέρα;

(Νικόλας)  -Πάω στο Μεγάλο να του δώσω αυτά τα γλυκά.

(Αλίκη)  -Να έρθω κι εγώ μαζί σου;

(Νικόλας)  -Ναι, άμα θέλεις!

    Στο δρόμο της επιστροφής, η Αλίκη πρότεινε να τραγουδήσουν και ο Νικόλας συμφώνησε. Έτσι άρχισαν να τραγουδάνε.

Μ’ ένα βιβλίο γιορτάζω

Σε όλους το φωνάζω

 

Μ’ ένα βιβλίο πετάω

Στον κόσμο τριγυρνάω

Υπέροχα περνάω

Διάβασε και εσύ

Ένα βιβλίο καλό

Μέσα στις σελίδες του

Θα βρεις το μυστικό

Με ένα βιβλίο γιορτάζω

Τρελά διασκεδάζω

 

Μ’ενα βιβλίο φωνάζω

Τ’ άσχημα χλευάζω

Τον κόσμο τον αλάζω

Διάβασε και εσύ

Η ανάγνωση μπορεί

Σε λίγες ώρες μόνο ώρες

Να αλάξεις την ζωή

(Νικόλας ) – Ως αντάλαγμα θα σου δώσω αυτά τα γλυκά.

(Μεγάλος) – Εντάξει δέχομαι.

(Αλίκη ) – Πού θα πας;

(Νικόλας)- Θα γυρίσω πίσω στο σπίτι μου αλλά θα έρχομαι δύο φορές το χρόνο να σας επισκέπτομαι.

     Η Αλίκη τον αποχαιρέτησε.

    Τότε ο μεγάλος με μία κίνηση του χεριού του έριξε μια αστραπή πάνω στον Νικόλα και τον έστειλε πίσω στο παλιό σπίτι.

       Ο Νικόλας είπε:

(Νικόλας) – Ουφ! γύρισα επιτέλους.

Ο Νικόλας όταν βγήκε από το παλιό σπίτι πήγε αμέσως στους φίλους του να διηγηθεί την μεγάλη περιπέτεια που έζησε. Άραγε θα τον πιστέψουν οι φίλοι του;

                                                                                                                          ΤΕΛΟΣ

 

 Γ΄ παραμύθι

 

ΤΟ  ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ    ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ

ΤΑΞΗ:Ε1

 

 

Λευτέρης Χρυσόπουλος                                                                                                            

Αλκιβιάδης Πιπιλακίδης

Κατερίνα Συροπλάκη

Έφη Χάιτα

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια παρέα από αγόρια και κορίτσια. Τα ονόματα τους ήταν αστεία και είχαν ομοιοκαταληξία και ήταν: ο Ρίκο Κοκορίκο, ο Γιο Αυγό, η Νικόλ  Τρολ, η Νόρα Τώρα και ο σκύλος τους ο Ντικ. 

Αυτά τα παιδιά καθημερινά μετά το σχολείο μαζεύονταν στο παρκάκι της γειτονιάς τους. Όμως στην άλλη άκρη του πάρκου υπήρχε ένα  τρομακτικό και σκοτεινό  εγκαταλελειμμένο σπίτι. Κανένα παιδί δεν τολμούσε να παίξει εκεί.

Μέχρι που μια συνηθισμένη μέρα ο Ρίκο Κοκορίκο καθώς έπαιζε ποδόσφαιρο με τον Γιο Αυγό έκανε ένα δυνατό σουτ και η μπάλα πετάχτηκε στο εγκαταλελειμμένο  σπίτι.

 

Το  τζάμι έσπασε και τα παιδιά άρχισαν να μαλώνουν ποιος θα πάει να πάρει την μπάλα. Αποφάσισαν να μπουν όλοι μαζί στο σπίτι. Αφού μπήκαν ακολούθησε και ο σκύλος τους ο Ντικ.

 Τα βήματα τους ήταν διστακτικά στην αρχή. Μέσα στο σπίτι όλα ήταν μέσα στην σκόνη και τα έπιπλα σκεπασμένα με σεντόνι. Η  Νικόλ και η Νόρα μπήκαν σ’ ένα δωμάτιο.

 

Είχε μια   βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία και ένα μεγάλο γραφείο. Η μπάλα δεν ήταν εκεί. Όταν βγήκαν απ’ το δωμάτιο, είδαν κάτι  σκεπασμένο με σεντόνι να έρχεται επάνω τους.

 

Άρχισαν να τσιρίζουν και τότε το κάτι ξεσκεπάζεται και ήταν τα αγόρια που γελούσαν κοροϊδευτικά. Όλοι μαζί ανέβηκαν στις σκάλες για τον δεύτερο όροφο.

 

Άνοιξαν μια πόρτα, ο Ντικ ανέβηκε στο κρεβάτι. Φαινόταν ότι ήταν δωμάτιο μικρού αγοριού. Στους τοίχους είχε αφίσες παλιές του ΠΑΟΚ και κασκόλ κιτρινισμένα.

 

Μπροστά σ’ ένα μπαούλο ο Ντικ άρχισε να γαβγίζει. Είχε μέσα μπάλες, στρατιωτάκια, τανκς και στον πάτο ένα κρανίο και οστά. Τα παιδιά φοβήθηκαν αλλά ήταν όλα πλαστικά. Συνέχισαν να ψάχνουν την μπάλα και μπήκαν σε ένα δωμάτιο.

 

Εκεί, ήταν όλα κοριτσίστικα , είχε κούκλες, νεράιδες, λουλουδένιες κουρτίνες και σεντόνια. Η μπάλα δεν ήταν εκεί και βγήκαν στον διάδρομο. Άκουσαν βήματα να ανεβαίνουν στις σκάλες.

Τα παιδιά απ’ την τρομάρα τους κόλλησαν στη θέση τους. Σε λίγο αντίκρισαν έναν παππού που να κρατάει μια μπάλα και να ρωτάει: «Παιδιά αυτή η μπάλα είναι δική σας;» .

Αργότερα τους εξήγησε ότι είναι ο ιδιοκτήτης. Μένει τώρα στο εξωτερικό με τα παιδιά του. Σύντομα θα έρθει όλη η οικογένειά του και ήθελε να δει σε τη κατάσταση είναι το σπίτι και η αυλή.

Τα παιδιά τον ευχαρίστησαν και ξεκίνησαν να φύγουν. Εκείνος τα ζήτησε να έρχονται να παίζουν στην αυλή, να γνωρίσουν τα εγγόνια του και να γίνουν φίλοι. 

 Τα παιδιά αφού γνώρισαν τον Ζακ, την Τόνια και τον Μάικ (τα εγγόνια του παππού) έγραψαν δυο τραγούδια για τα παιδιά.

Τα  τραγούδια ήταν τα εξής:

Ρικ Κοκορικ Κοκορικ Κοκορικο

Ρικ Κοκορίκο

Ήτανε στην φάρμα με κότες τόσο δα, τον είχε η κυρία, η κυρία Μαρία που ήταν σε κηδεία με άλλα δυο παιδιά και έτσι το ΄σκασε και γνώρισε τον Γιο.

Γιο, γιο ,γιο οι φίλοι με φωνάζανε αυγό και έτσι πήρα το παρατσούκλι λεγόμενο αυγό. Και έτρωγα ένα πανίσχυρο αυγό για να γίνω δυνατός       γιο.

Νικόλ Νικόλ Τρολ που όταν η ομάδα της βάζει γκολ πανηγυρίζει  και φωνάζει το βάλαμε κι’ αυτό και η Νόρα Νόρα Τώρα την κοιτάει και της λέει κάτσε κάτω τώρα.

 

Τα παιδιά τους ευχαρίστησαν για τα ωραία τους τραγούδια και έμειναν φίλοι για πάντα.

  

                                                                                                                       ΤΕΛΟΣ!!!

 

Δ΄ παραμύθι

 

5ο Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

 

 

 

Αφροδίτη Αβραμίδου(Ε1)

Εμμανουέλα Δρένου(Ε1)

Θεοδώρα Γλυκίδου(Ε1)

 

Μια μέρα ο Νίκος και η Αλίκη έπαιζαν με τη μπάλα μέσα στο σπίτι

και κατά λάθος έσπασαν ένα βάζο. Η μαμά τους, τους έβαλε τιμωρία

στο δωμάτιο τους. Τα παιδιά βαριόταν πολύ.

 

Νίκος: Βαριέμαι πολύ! Τί να κάνουμε; Έχεις καμιά καλή ιδέα;

Αλίκη: Να τραγουδήσουμε.

Νίκος και Αλίκη: (Ένα, δύο τρία, πάμε)

                            Τι να κάνουμε τώρα,

                            για να περάσει η ώρα.

                            Αφού η μαμά μας έβαλε τιμωρία

                             ας διαβάσουμε μερικά βιβλία.

                             Τα βιβλία μας ταξιδεύουν,

                             για άλλους τόπους μας μαθαίνουν

                            μας αρέσουνε πολύ

                             και θα σας πούμε το  γιατί.

 

   «Γιατί το βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος των παιδιών. Μορφώνει, ψυχαγωγεί, καλλιεργεί το μυαλό και την ψυχή».

 

 Nίκος: Τραγουδήσαμε. Τώρα τι να κάνουμε;

Αλίκη: Ααα! Νίκο! Κοίτα! Ένα φανταστικό βιβλίο με εικόνες!

Νίκος: Να δω;

Αλικη: Ορίστε.

Νίκος: Τι όμορφο! Πού το βρήκες; Δεν το έχω ξαναδεί.

Αλίκη: Δεν ξέρω, πρώτη φορά το βλέπω κι εγώ.

Νίκος: Λες να είναι μαγικό; Άνοιξε το!

Αλίκη: Εντάξει… Ααα! (Τους ρούφηξε το βιβλίο ). Αχ Νίκο, κοίτα τι ωραίο μέρος!

Νίκος: Πού είμαστε;

Αλίκη:  Κοίτα! Η Σταχτοπούτα!

Νίκος: Και δίπλα της είναι ο Πινόκιο κι όλοι οι ήρωες της Disney,

           είμαστε στην Παραμυθοχώρα!

Σταχτοπούτα: Γεια σας παιδιά, από πού ήρθατε;

Νίκος: Ήρθαμε από τον κόσμο των ανθρώπων. Μας ρούφηξε ένα βιβλίο.

Πινόκιο:  Αλήθεια; Wow! Κι εμένα κάποτε με είχε ρουφήξει ένα!  Ωχ…

Άριελ:     Μην τον ακούτε, λέει ψέματα. Μεγαλώνει η μύτη του.

Αλίκη:     Γιατί όμως λες ψέματα;

Πινόκιο:  Δε λέω ψέματα! Με ρούφηξε χθές… ( όσο μιλάει η μύτη του

               μεγαλώνει περισσότερο).

Αλίκη:     Ναι, ναι… Τέλος πάντων, τι είναι αυτό που ακούγεται;

Άριελ:     Ήρθε η κακιά μάγισσα τρέξτε!

Μάγισσα:  Γεια σας. Χα χα χα! Ποια παιδιά είναι αυτά;

Άριελ:     Ήρθαν απ’τον κόσμο των ανθρώπων. Μην τα πειράξεις!

Μάγισσα:  Ώστε έτσι… Αν δε φύγετε θα μπερδέψω τα παραμύθια!

Σταχτοπούτα: Δε θα φύγουν. Δε θα κάνεις ότι θέλεις!

Μάγισσα:  Καλά, θα δείτε.

 

Η Μάγισσα φεύγει, Ξαφνικά ακούγεται ένα μπαμ! Όλα τα παραμύθια μπερδεύτηκαν!

 

Νίκος: Τι ήταν αυτό που ακούστηκε;

Άριελ: Η κακιά μάγισσα μπέρδεψε τα παραμύθια.

 

Η Χιονάτη μπήκε στο παραμύθι της Σταχτοπούτας,

 η Σταχτοπούτα μπήκε στο παραμύθι του Πινόκιο, ο Πινόκιο μπήκε στο παραμύθι της Άριελ και η Άριελ μπήκε στο παραμύθι του Πίτερ Παν.

 

Αλίκη: Έκανε αυτό που είπε.

Νίκος: Καλύτερα να φύγουμε.

Σταχτοπούτα: Δεν μπορείτε να φύγετε. Μόνο εσείς μπορείτε                     να μας βοηθήσετε.

Αλίκη:  Πώς όμως;

Άριελ: Πρέπει να τελειώσετε το παραμύθι που σας ρούφηξε.

          Η Μάγισσα το έβαλε σ’ένα ψηλό βουνό. Πρέπει να το πάρετε και να διαβάσετε το τέλος του.

Νίκος: Ώραια, πάμε, γρήγορα!

Έτσι ξεκίνησαν, το βουνό δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά ήταν πολύ ψηλό. Τα παιδιά δυσκολεύτηκαν να ανέβουν, όμως τα κατάφεραν. Πήραν το βιβλίο και το άνοιξαν γρήγορα, πριν έρθει η μάγισσα.

Αλίκη: Να το τέλος.

Νίκος: Έχει όμως και μια ερώτηση.

 

« Θα θέλατε να μείνετε εδώ, σ’αυτό το ωραίο μέρος για πάντα, ή να γυρίσετε στο σπίτι σας; »

 

Αλίκη και Νίκος: Να γυρίσουμε στο σπίτι μας!

 

 

 Έτσι τα παραμύθια έγιναν όπως πριν. Τραγουδώντας τα παιδιά φτάσαν στα σπίτια τους.

 

 Τα βιβλία μου εγώ

τα φροντίζω, τα αγαπώ

περιμένουν σ’ένα ράφι

κάποιος για να τα διαβάσει.

 

Τα διαβάζω για καλό

είναι όμορφα γι’αυτό

τα βιβλία τα δικά μου

είναι η οικογένεια μου!

 

Τα βιβλία αυτά εγώ

τα διαβάζω και ξεχνώ

όλη την ώρα μου αφιερώνω

τα διαβάζω και ξεχνώ το χρόνο!

 

                                                                                                                          ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχετικά με 5o Δ.Σ. Ευόσμου

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2013-2014
ΠΟΛΙΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΠΕ86


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Διάφορα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *