Αλφαβητικός κατάλογος με μερικές χιλιάδες λέξεις και τα συνώνυμά τους.
Αλφαβητικός κατάλογος
Αναζήτηση λέξεων
- Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το ευρετήριο λέξεων του περιηγητή (browser) πατώντας Ctrl + F
- Στις smart devices (κινητά-τάμπλετ) μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το ευρετήριο λέξεων του περιηγητή (browser) από το μενού της ιστοσελίδας (3 κάθετες τελείες ή 3 οριζόντιες γραμμές ) την Εύρεση στη σελίδα.
Α
- αβαρία
- ζημιά, βλάβη, φθορά, λύμη, αποτριβή
- αβγατίδι
- μάτισμα
- αβγατίζω
- αυξάνω
- αβελτηρία
- αφροσύνη, ανοησία, κακοφραδία, παλαβάδα
- αβρός
- ευγενικός, απαλός, τρυφερός, πράος, μειλίχιος
- άβυσσος
- χάος, χάσμα, χαράδρα, χέραβος [αβυσσώδης=χασματώδης]
- αγαθοεργία
- ευεργεσία, φιλανθρωπία, αλτρουισμός
- αγαθοπιστία
- ευπιστία
- αγαλλίαση
- ικανοποίηση, ευαρέσκεια, ευδοκία
- αγανάκτηση
- δυσφορία, δυσαρέστηση, δυσθυμία
- αγανός
- αραιός, μανός, πράος, απαλός
- άγαρμπος
- άξεστος, άχαρις, ακαλαίσθητος, άκομψος
- αγγαρεία
- καταναγκασμός, επιβολή, αναγκοθέτηση
- αγγελία
- ανακοίνωση, πληροφορία, είδηση, μήνυμα
- αγγίζω
- ψηλαφώ
- αγέλη
- κοπάδι, στίφος, μπουλούκι, πληθύς, συρφετός
- αγένεια
- απρέπεια, προστυχιά, χυδαιότητα, ασχημοσύνη
- αγέρας
- πνοή, φύσημα, άημα
- αγέρωχος
- υπερήφανος, υπερόπτης, μεγαλόπρεπος
- αγιογδύτης
- αισχροκερδής, τοκογλύφος, ιερόσυλος
- άγιος
- ιερός, ενάρετος, σεμνός, σεπτός, αγνός, άμωμος
- αγκυλωτός
- κυρτός
- αγκυλώνω
- τσιμπώ
- αγκυροβολώ
- αράζω
- άγληνος
- αόμματος, τυφλός, άοπτος, αλαός
- άγνοια
- απειρία, αμάθεια, αδαημοσύνη, ανεπιστημοσύνη
- αγνός
- άσπιλος, τίμιος, κόσμιος, χρηστός, ενάρετος, ακήρατος
- αγνωστικιστής
- αγνοϊστής, αγνωσιακός
- αγόγγυστος
- υπομονητικός, ανεκτικός, καρτερικός
- αγορά
- παζάρι, εμποροπανήγυρη, τσαρσί, ωνή
- αγόρευση
- ομιλία, δημηγορία, διάλεξη
- άγος
- μίανση, βεβήλωση
- άγουρος
- ανώριμος, αγίνωτος, αμέστωτος, απέπαντος
- άγρα
- κυνήγι, θήρα, θηροσύνη, αγρεσία
- αγριεύω
- θυμώνω
- αγροίκος
- αγενής, άξεστος, βάναυσος, αμόρφωτος
- αγρυπνώ
- ξενυχτώ
- αγύρτης
- απατεώνας, τσαρλατάνος, αλήμων
- αγυρτεία
- κομπογιανιτισμός
- αγχήρης
- κοντινός, γειτονικός, διπλανός, πλαϊνός
- αγχόνη
- κρεμάλα
- άγχος
- αγωνία, ανησυχία, αδημονία
- αγωγή
- εκπαίδευση, καθοδήγηση, ανατροφή
- αγωγός
- σωλήνας
- αγώνας
- άμιλλα, μόχθος, μάχη, σταδιοδρομία, πάλη
- αγωνία
- άγχος, ανησυχία, αδημονία, δυσφροσύνη
- αγωνιστής
- αθλητής ή μαχητής
- αγωνιστικός
- μαχητικός
- αδαής
- ανίδεος, αμαθής, ανεπιστήμων, απληροφόρητος
- αδάμαστος
- ατίθασος, απειθάρχητος, ανημέρευτος
- αδαμιαία
- γυμνική
- αδάπανος
- ανέξοδος, φειδωλός, τσιγκούνης
- άδεια
- απαλλαγή, συγκατάθεση
- αδέκαρος
- πτωχός, αχρήματος, πένης, ενδεής, λιποδεής
- αδέκαστος
- αδιάφθορος, δίκαιος, ανερίθευτος, θεμιστός
- αδέξιος
- ανίκανος, ανεπιτήδειος, άχρηστος
- αδερφοσύνη
- αγάπη, φιλία, στοργή
- αδημονία
- ανυπομονησία, ανησυχία, δυσφροσύνη
- αδηφαγία
- λαιμαργία, πολυφαγία, λιχνεία
- αδιάλειπτος
- ασταμάτητος, αδιάκοπος, αέναος, διατελής
- αδιαντροπιά
- αναίδεια, αναισχυντία, ξετσιπωσιά
- αδιάπτωτος
- αμείωτος, αχαλάρωτος, ανελάττωτος
- αδιαχώρητο
- πήχτρα
- άδραγμα
- πιάσιμο, άρπαγμα
- αδρόμισθος
- μεγαλόμισθος, υψηλόμισθος
- αδρός
- χοντρός, άφθονος, παχυλός, αθρόος
- αδυσώπητος
- ανελέητος, σκληρός, άλιστος, ωμόφρων
- αειφόρος
- αιωνοθαλής (= ο ευρισκόμενος πάντοτε σε ακμή)
- αειχρόνιος
- αιώνιος, παντοτινός, αέναος, διαρκής
- αέναος
- αδιάλειπτος,ασταμάτητος, αδιάκοπος
- αηδία
- σιχασιά, αποστροφή, στύγος, βδέλυγμα, μίσος
- αθάνατος
- αιώνιος, παντοτινός, ανώλεθρος, ακατάλυτος
- άθελα
- ακούσια, αβουλήτως, βιαίως, ακοντί, στανικά
- αθέτηση
- παραβίαση, αναίρεση, κατάργηση
- άθηλυς
- ανδρικός, αρσενικός, αρρενωπός
- αθιβολή
- αμφιβολία, διχοστασία, δισταγμός, διαπόρηση
- άθικτος
- ανέπαφος, απείραχτος, άψαυστος, αναφής
- άθλιος
- ελεεινός, δυστυχής, λευγαλέος, λυπρός
- αθροίζω
- συγκεντρώνω
- αθυροστομία
- αυθάδεια, θρασυστομία, αναίδεια
- αιγίδα
- προστασία, φροντίδα
- αίγλη
- λάμψη, δόξα, κλέος, κύδος
- αιγλήτης
- ακτινοβόλος, φωτοβόλος, λαμπερός
- αιμοβόρος
- αιμοχαρής, αιμοδιψής, αιματολάπτης
- αισθηματικός
- ευαίσθητος, τρυφερός
- αίσθηση
- αντίληψη
- αισθησιακός
- ηδονικός
- αισχρός
- αδιάντροπος, φαύλος, αίσυλος, σχέτλιος
- αίτηση
- παράκληση, απαίτηση
- αιφνίδιος
- αναπάντεχος, ανέλπιστος, αδόκητος
- αιχμή
- μύτη
- αιώνιος
- παντοτινός, αϊδιος, άφθιτος, ατελεύτητος
- αιώρα
- κούνια
- ακάματος
- άοκνος, ακαταπόνητος, αναπαύδητος
- ακανθώδες
- περίπλοκο, δυσχερές
- άκαρδος
- άσπλαχνος, ασυγκίνητος, άπονος, άστοργος
- ακατάγνωστος
- αθώος, αναιτίατος, ανεπίληπτος
- ακατάλυτος
- αιώνιος, άφθαρτος
- ακατάπαυστος
- αδιάκοπος, ασταμάτητος, άληκτος
- ακέραιος
- ολόκληρος, ακομμάτιαστος, έκπλεος
- ακηδία
- αθυμία, αδιαφορία, απροθυμία, μεθημοσύνη
- ακίβδηλος
- ανόθευτος, γνήσιος, καθαρός
- ακινησία
- στασιμότητα, αδράνεια, στατικότης, απραξία
- ακλεής
- άσημος, αφανής, ακυδής, άδοξος, άγνωστος
- άκλαυτος
- αθρήνητος, άγοος, αστένακτος
- άκληρος
- άτεκνος, ακτήμων, πτωχός
- ακλόνητος
- σταθερός, αδιάσειστος, απλανής, ασάλευτος
- ακμαιότης
- σφριγηλότης, ευρωστία, ευεξία, ρωμαλεότης
- ακόλουθος
- οπαδός, στασιώτης, θιασώτης
- ακονίζω
- τροχίζω
- ακόρεστος
- αχόρταγος, άπληστος, φιλοκερδής
- ακούμπισμα
- στήριξη, επέρειση
- ακούσιος
- άθελος, αβούλητος, καταναγκαστικός
- ακρογιαλιά
- παραλία, ακροθαλασσιά, κυματωγή, ακτή
- ακρόσοφος
- πολυμαθής, πολύγνωρος, πάνσοφος
- ακρότητα
- υπερβολή, αμερικανιά
- ακρώρεια
- κορυφή, βουνοκορφή, ακροβούνι, τεπές
- αλαζόνας
- εγωιστης, υπερόπτης, οιηματίας, φρυαγματίας
- αλάλητος
- άφωνος
- αλάνης
- αλήτης, πλάνης, αλήμων, χαμίνι, σουρτούκης
- αλαπαδνός
- αδύναμος, ανίσχυρος, αχαμνός
- αλάρδωτος
- άσιτος, νηστικός, άφαγος, ατάιστος, άβρωτος
- αλγεινός
- λυπηρός, οδυνηρός, αλγηρός
- άλειμμα
- επίχρισμα
- αλέξημα
- αρωγή, βοήθεια, υπεράσπιση, συνδρομή
- αλεξίπυρος
- άφλεκτος, άκαυστος, ακαής
- αλήθεια
- αψεύδεια, πραγματικότητα
- αληθής
- αψευδής, πραγματικός, ανυπόκριτος, έτυμος
- αλίευση
- ψάρεμα
- αλκή
- δύναμη, ορμή, ισχύς, ρώμη
- αλλαγή
- μεταβολή, μετατροπή, αλλοίωση, μεταποίηση
- αλλαξοπιστία
- αλλαξοθρησκεία, εξωμοσία
- αλλαξόπιστος
- προσήλυτος
- αλληλεγγύη
- αλληλοβοήθεια, αλληλοσυμπαράσταση
- αλληλένδετος
- αλληλεξαρτώμενος, διάλληλος
- αλληλεπιδραστικός
- διαδραστικός
- αλλοδαπός
- ξένος, αλλοεθνής, επείσακτος, έπηλυς
- άλλοθι
- αλλού, αλλαχού
- αλλοιώνω
- μεταβάλλω
- αλλόκοτος
- ασυνήθιστος, ιδιόρρυθμος, αήθης
- αλλοτριώνω
- εκποιώ, αποξενώνω, απομακρύνω
- αλλοτρίωση
- αποξένωση, εκποίηση, απομάκρυνση
- αλματώδης
- γοργός, ταχύς
- άλμευση
- πάστωμα, ταριχεία
- αλμπάνης
- πεταλωτής
- αλτρουισμός
- φιλανθρωπία, αγαθοεργία, φιλευσπλαχνία
- άλωση
- κατάκτηση
- αμαυρώνω
- ευτελίζω
- αμβλύνω
- ελαττώνω
- άμβλωση
- έκτρωση
- αμείβω
- πληρώνω
- αμείλικτος
- αδυσώπητος, σκληρός, ωμόφρων
- αμέλεια
- αδιαφορία, ολιγωρία, αφροντισιά
- αμελής
- αδιάφορος, ολίγωρος, οψίνους, αποκηδής
- αμελλητί
- αμέσως, πάραυτα, αυθωρί, αυτοστιγμεί
- αμέρεια
- αδιαιρεσία, αδιαιρετότητα
- αμέριμνος
- ανέμελος, ξέγνοιαστος, άφροντις
- αμέριστος
- αδιαίρετος, ολόκληρος, ακέραιος, άρτιος
- άμεσος
- γρήγορος, αστραπιαίος, ανυπέρθετος
- αμηχανία
- δυσκολία, ενδοιασμός, δισταγμός
- αμήχανος
- πελαγωμένος
- αμιγής
- ανόθευτος, καθαρός, άκρατος, χαλίκρητος
- άμιλλα
- ανταγωνισμός, αναμέτρημα, σύγκριση, ζήλος
- αμοιβαιότητα
- ανταπόδοση
- αμοιβή
- πληρωμή, αποζημίωση, μισθαποδοσία
- αμυδρός
- θαμπός, θολός, μουντός
- αμυχή
- γρατσουνιά
- αμφιβολία
- αβεβαιότητα, ταλάντευση, ενδοιασμός
- αμφιρρέπεια
- αμφιταλάντευση
- αμφισβήτηση
- διαφωνία, αντίρρηση, αντιλογία
- αμφίφυλος
- αρσενικοθήλυκος
- άμωμος
- άμεμπτος, ανεπίληπτος, άσπιλος, αναιτίατος
- αναβάπτιση
- αναδημιουργία
- αναβολή
- μετάθεση, μεταφορά, μεταγωγή
- ανάβρα
- πηγή, νάμα, κρουνός, πίδακας
- ανάγνωσμα
- διάβασμα
- αναγέννηση
- αναδημιουργία, ανάπλαση
- αναγκαίος
- υποχρεωτικός, επιτακτικός, αναπόφευκτος
- ανάγκη
- υποχρέωση, χρεία, ένδεια, έλλειψη, χητεία
- αναγωγή
- ανύψωση
- ανάγωγος
- αγενής, άξεστος, αδιάκριτος, αγροίκος
- ανάδελφος
- λιπάδελφος
- αναδιάταξη
- αναδιάρθρωση, ανασυγκρότηση
- αναδίφηση
- έρευνα, ψαχούλευμα, αναζήτηση
- ανάδοχος
- νονός
- ανάθεμα
- κατάρα, κατήραμα, αρά, κάτευγμα
- ανάθεση
- παραχώρηση, παράδοση
- αναθεώρηση
- επανεξέταση, ξανακοίταγμα
- αναίδεια
- αδιαντροπιά, ξετσιπωσιά, αναισχυντία
- αναιμωτί
- αναίμακτα
- ανακαινίζω
- αναμορφώνω
- ανακαλύπτω
- φανερώνω
- ανακάτεμα
- ανάμιξη, σύγκραση, κύκηση, σμίξη
- ανάκληση
- ματαίωση, ακύρωση, αναίρεση
- ανακουφίζω
- ελαφρύνω
- ανάλγητος
- άπονος, άσπλαχνος, σκληρόκαρδος
- ανάλυση
- χωρισμός, διασάφηση, αναστοιχείωση
- ανάμιξη
- ανακάτωμα, σύγκραση, σύμφυρση, κυκεών
- ανάμνηση
- ενθύμηση
- αναμονή
- προσδοκία, ελπίδα, προσμονή, απεκδοχή
- ανάξεση
- ανασκάλισμα
- αναπηρία
- ελάττωμα, κουσούρι, μειονέκτημα
- αναπολώ
- νοσταλγώ
- αναπόσβεστος
- ανεξάλειπτος, αδιάγραπτος, ανεξίτηλος
- ανάπτυξη
- πρόοδος, ανέλιξη, άπλωμα, ξετύλιγμα
- αναργυρία
- αχρηματία, αναπαραδιά, αψιλία
- ανάρρωση
- δυνάμωμα, τόνωση, ζωήρεμα
- αναρχία
- ακυβερνησία, αταξία, απειθαρχία
- ανασκευάσιμος
- ανατρέψιμος
- αναστοχασμός
- επανεξέταση
- αναστροφή
- ανατροπή
- ανάσχεση
- σταμάτημα, συγκράτηση, αναχαίτηση
- ανάταση
- ανύψωση
- άναυδος
- άλαλος, άφωνος, ενεός, βωβός, μυνδός, σύξυλος
- αναφαίρετος
- αναπόσπαστος, αξεχώριστος
- αναφιλητά
- λυγμοί
- αναφορικά
- σχετικά
- αναχώρηση
- απομάκρυνση, φυγή, απόκλιση, αλάργεμα
- αναψηλάφηση
- επανεξέταση
- ανδραγαθία
- ηρωισμός
- ανείκαστος
- ανεξιχνίαστος
- ανείπωτος
- άρρητος, ανεκδιήγητος, άφατος, δύσλεκτος
- ανελέητος
- άσπλαχνος, αδυσώπητος, αμείλικτος
- ανέλλην
- αλλοεθνής, αλλόφυλος, αλλογενής
- ανεμοδόχος
- αεραγωγός
- ανενδότως
- ανυποχώρητα
- ανεξάρνητος
- ομολογούμενος
- ανεξίλαστος
- ανεξευμένιστος, σκληρόκαρδος, ωμόφρων
- ανέξοδα
- τζαμπατζήδικα
- άνεση
- ευρυχωρία, χαλάρωση, ευκολία, ευχέρεια
- ανεύρεση
- ξετρύπωμα, ανακάλυψη
- ανέχεια
- ένδεια, πενία, φτώχεια, απορία
- ανήκεστος
- αγιάτρευτος, αθεράπευτος, δύσκηλος
- ανθρωπιστής
- φιλάνθρωπος
- ανθρωποβορία
- ανθρωποφαγία, κανιβαλισμός
- ανιαρός
- βαρετός, δυσάρεστος, πληκτικός
- ανιδιοτελής
- αφιλοκερδής, αφιλοχρήματος
- ανίλες
- βάσανα, ταλαιπωρίες
- ανιχνεύομαι
- εντοπίζομαι
- ανοησία
- μωρία, αβελτηρία, αφροσύνη, αλοσύνη, αμυαλιά
- ανοπαία
- ανωφερής, ανηφορική
- ανορμήνευτος
- αδασκάλευτος, ανουθέτητος
- ανταγωνίζομαι
- αντιμάχομαι
- ανταμοιβή
- ανταπόδοση
- ανταρσία
- εξέγερση, ανυπακοή
- αντέχω
- υπομένω
- αντιαισθητικός
- άσχημος
- αντιδικία
- διαμάχη
- αντιεξουσιαστής
- αθεσμόβιος
- αντίθεση
- εναντίωση, διαφωνία, διάσταση
- αντικειμενικός
- πραγματικός, αμερόληπτος
- αντιμέτωπος
- αντίπαλος
- αντιπαραβολή
- παραλληλισμός, αντιπαράθεση
- αντιποίηση
- σφετερισμός
- αντιπολιτεύομαι
- αντιμάχομαι
- αντιπροσωπευτικός
- χαρακτηριστικός
- αντίρρηση
- αντιλογία, αντιμίλημα, αντιμαρτύρηση, ένσταση
- αντίχριστος
- σατανάς, διάβολος, εωσφόρος, αρχέκακος, μισόκαλος
- αντώνυμο
- αντίθετο
- ανυπερθέτως
- εξάπαντος, αναπόφευκτα, οπωσδήποτε
- ανυπότακτος
- δυσπειθής, δυσήνιος, δυσχείρωτος
- ανυστερόβουλος
- ειλικρινής, ανυπόκριτος, ευθύφρων
- ανώφελος
- αχρείαστος, κουραδομηχανή
- άοκνος
- ακάματος, ακούραστος, άκμητος
- αόριστος
- αβέβαιος, ακαθόριστος, γενικός, ασαφής
- απαθλίωση
- ξεπεσμός
- απαισιότητα
- αποκρουστικότητα, φρικαλεότητα
- απανωσιά
- επιφάνεια, επίφαση
- απαραίτητος
- αδήριτος, αναγκαίος, ζαχρειής, άφευκτος
- απαρτίζω
- συναποτελώ
- απασχόληση
- εργασία, δουλειά, φροντίδα
- απατεώνας
- κατεργάρης, πανούργος, ραδιούργος
- απαύγασμα
- συμπέρασμα
- απεγνωσμένος
- απονενοημένος
- απείθεια
- ανυπακοή
- απείκασμα
- εικασία, συμπερασμός
- απειλή
- εκφοβισμός, πτόηση, ενειπή, φοβέρα
- απέλαση
- υπερορισμός
- απεμπόληση
- απάρνηση, απόρριψη, ξεπούλημα
- απέραντος
- αχανής, ατελεύτητος, ατέλειωτος
- απερίσκεπτος
- ελαφρόνους, ασυλλόγιστος, χαλίφρων
- απέριττος
- λιτός, απλός, αδαίδαλτος, αποίκιλτος
- απεριφράστως
- σαφώς, ρητώς, κατηγορηματικά
- απήχηση
- αντίκτυπος
- άπληστος
- αχόρταγος, ακόρεστος, άμοτος, απλήμων
- απλοϊκός
- ανεπιτήδευτος
- απλότητα
- φυσικότητα
- απλούστευση
- απλοποίηση
- απλώς
- μόνο
- αποβολή
- αποπομπή
- αποβράσματα
- παλιοτόμαρα, παλιάνθρωποι
- απόδειξη
- τεκμηρίωση, βεβαίωση, πιστοποίηση, ένδειγμα
- αποδημία
- μετανάστευση, εκπατρισμός, ξενιτεμός
- απόδημος
- υπερόριος, ξενιτεμένος, αφέστιος
- αποδοτικότητα
- δυναμικότητα
- απόθεση
- τοποθέτηση
- αποκαθήλωση
- απομυθοποίηση ή ξεκρέμασμα
- αποκαραδοκία
- προσμονή, προσδοκία, ελπίδα
- αποκατάσταση
- επανόρθωση
- αποκήρυξη
- αποδοκιμασία, απόρριψη, αποταγή, απάρνηση
- απόκοσμος
- ακοινώνητος
- αποκρουστικός
- αντιπαθητικός, απωθητικός, σιχαμερός
- απόλυτος
- απεριόριστος, ανεξάρτητος, ελεύθερος
- απόμακρος
- απόκεντρος, απόμερος
- απομίμηση
- αντιγραφή, πιθηκισμός
- απονεκρωμένος
- παραλυμένος, εξασθενημένος
- απονομή
- χορήγηση
- απόπατος
- καμπινές, αποχωρητήριο, αφοδευτήριο
- απόπειρα
- προσπάθεια, δοκιμή, πρωτοπειρία
- αποπληρωμή
- εξόφληση
- αποπροσανατολισμένος
- χαμένος
- αποπτωτικός
- ατυχής, άστοχος
- απόρροια
- συνέπεια
- αποσαφηνίζω
- διευκρινίζω
- αποσόβηση
- αποτροπή
- απόσπαση
- μετάθεση, αποκοπή
- απόσταγμα
- αποστάλαγμα ή συμπέρασμα
- αποστασία
- αποσκίρτηση
- αποστήθιση
- απομνημόνευση, παπαγαλισμός
- αποστράγγιση
- δραίνωση, αποξήρανση
- απόσυρση
- αποτράβηγμα
- αποσώνω
- περατώνω
- αποτάσσω
- εγκαταλείπω, αποκηρύσσω
- αποτιμώ
- εξετάζω, σταθμίζω
- αποτομή
- απότμηση, απόκοψη
- αποτρόπαιος
- αποκρουστικός, απωθητικός, απεχθής, εξαμβλωματικός
- απόφαση
- πρόθεση, απόφανση, κύρωση
- αποχή
- αμεθεξία
- απροσχημάτιστος
- έκδηλος, απροκάλυπτος, ασυγκάλυπτος
- άπω
- μακράν, πόρρω, τήλε, εκάς, αποσταδόν [τηλεμαχία=ντιμπέιτ]
- άρα
- επομένως, λοιπόν, όθεν, ώστε, συνεπώς
- αραδιαστά
- αμοιβαδόν, διαδοχικά, εναλλάξ, αλυσιδωτά
- αράζω
- αγκυροβολώ
- αράθυμος
- ευέξαπτος, ευερέθιστος, ακρόχολος
- άργασε
- ωρίμασε
- αριστοτεχνικός
- αριστουργηματικός
- αρμόδιος
- υπεύθυνος
- άρνηση
- απόρριψη, αποκήρυξη
- αρπαχτή
- κλοπιμαία
- άρτιος
- ακέραιος, πλήρης, απαράλειπτος
- αρτίωση
- ολοκλήρωση, τελειοποίηση
- αρχίζω
- ξεκινώ, αφορμώμαι [νουμηνία=αρχιμηνιά]
- ασβόλη
- καπνιά, φούμος, αλάβη, λιγνύς, αιθάλη
- ασκάλωτος
- ανεμπόδιστος, ακώλυτος
- άσκηση
- προπόνηση, εκγύμναση
- ασουλούπωτος
- άγαρμπος, μπατάλικος
- ασπροβολάει
- λαμποκοπάει, γυαλοκοπάει
- άστεγος
- ανέστιος, άσπιτος, ξεσπίτωτος
- αστός
- πρωτευουσιάνος, πολίτης
- άσυλο
- προστασία
- ασύμμετρος
- ανισομερής, δυσανάλογος, ανισομεγέθης
- ασύντακτος
- άτακτος
- ασφάδαστος
- ευθάνατος
- ασφυκτικός
- πνιγηρός, αποπνικτικός, δεραγχής
- ασχολία
- εργασία, φροντίδα, μελεδώνη
- άτεγκτος
- σκληρός, αδυσώπητος, αμείλικτος,απηνής
- ατέρμων
- άπειρος, αχανής, ατελεύτητος, ατέλειωτος, απέραντος, απύθμενος
- ατμάμαξα
- λοκομοτίβα
- ατμός
- αχνός
- ατόφιος
- ακέραιος, συμπαγής, ολόκληρος, ανόθευτος
- ατραπός
- δρομάκι, μονοπάτι, σοκάκι, δρομίσκος, τρίβος
- ατρόμητος
- άφοβος, αδείμαντος, αταρβής, απτόητος
- αυθάδεια
- θρασύτητα, αναίδεια, λαβροσύνη
- αυθέκαστος
- σταράτος, ειλικρινής, ευθύγνωμος
- αυθεντικός
- γνήσιος, αναμφισβήτητος
- αυταπάτη
- πλάνεμα
- αυταρέσκεια
- αυτοθαυμασμός, ναρκισσισμός
- αυτάρκεια
- επάρκεια
- αυταρχισμός
- απολυταρχισμός
- αυτεξούσιος
- ανεξάρτητος, αυτοθελής, αυτόβουλος
- αυτεπιλησμοσύνη
- αυταπάρνηση
- αυτογνωσία
- αυτεπίγνωση
- αυτόδηλος
- ολοφάνερος [αυτόδηλον=αυταπόδεικτον]
- αυτοδιάθεση
- αυτοδιοίκηση, αυτοβουλία
- αυτοέλεγχος
- αυτοκριτική
- αυτόθροος
- παραδεκτός, ομολογημένος
- αυτοκέφαλος
- ανεξάρτητος, αυτοδιοίκητος, χειράφετος
- αυτονομία
- ανεξαρτησία, αυτοβουλία, αυταρχία, ιδιονομία
- αυτοτέλεια
- ανεξαρτησία, αυταρχία
- αυτούσιος
- ακέραιος, ολόκληρος, ατόφιος
- αυτοφυής
- γηγενής
- αυτόχειρ
- αυτώλης
- αυτόχθονας
- γηγενής, ντόπιος, επιχώριος, ενδάπιος
- αφέλεια
- απλοϊκότητα, ανυποκρισία
- άφεση
- συγχώρηση, συγγνώμη, συμπάθιο
- αφιέρωση
- τάμα, χάρισμα
- αφιλοκαλία
- ακαλαισθησία, αγουστιά
- αφιστάμενος
- απομεμακρυσμένος
- αφομοιώνω
- προσλαμβάνω
- αφόρητος
- αβάστακτος, ανυπόφορος, άβιος, άτλητος
- αφορισμός
- αναθεμάτισμα
- αφορμή
- πρόφαση, δικαιολογία, επισχεσία, πρόσχημα
- αφοσίωση
- προσήλωση, αγάπη
- αχαΐρευτος
- ανεπρόκοπος, φυγόπονος, οκνηρός [εργώδης=κουραστικός, επίπονος, κοπιαστικός, εξαντλητικός]
- αχαμνός
- αδύνατος, ισχνός, λεπτοφυής, λεπτόσωμος
- αχανής
- απέραντος, ατελεύτητος, ατέλειωτος
- αχαριστία
- αγνωμοσύνη
- αχνιστό
- φρεσκοβρασμένο
- αχούρι
- στάβλος, βουστάσιο
- αχρείος
- ελεεινός, άχρηστος, ανεμώλιος, αλυσιτελής
- αψηφώ
- περιφρονώ
- αψίδα
- καμάρα
- άψογος
- άμεμπτος, αλάθητος, αψεγάδιαστος
- αψύς
- ευέξαπτος, ευερέθιστος, οργίλος, ακρόχολος
- άωτο
- επίλεκτο, ξεχωριστό, λογαδιακό, διαλεχτό
Β
- βαζουκοπάει
- βαβουρίζει, θορυβεί
- βαζούρα
- φασαρία, βαβούρα, θόρυβος, ρόποτος, σαματάς
- βαθμιαίος
- σταδιακός, προοδευτικός, διαδοχικός
- βαθούλωμα
- κοιλότητα, εσοχή, κόγχη, οπή, χηραμός
- βαθύβουλος
- εχέφρων, βαθύφρων, νουνεχής, βούλιος
- βαθύνους
- εμβριθής, συνετός, σώφρων, περισπούδαστος
- βακτηρία
- μπαστούνι, γκλίτσα, ακουμπιστήρι, δεκανίκι
- βαλάντωμα
- στενοχώρια, θλίψη, δυσχέρανση, άχος
- βάναυσος
- σκληρός, χυδαίος, σκαιός, στυγερός
- βάνδαλος
- βάρβαρος, αγροίκος, κυνικός
- βάρβαρος
- άξεστος, βάναυσος, αγροίκος, άγριος
- βαρετός
- ανιαρός, ενοχλητικός, κουραστικός, φορτικός
- βασανίζω
- τυραννώ
- βασικός
- θεμελιώδης, στοιχειώδης, σημαντικός, κυριώδης
- βαυκαλίζω
- αποκοιμίζω
- βαφέας
- δευσοποιός, μπογιατζής
- βδελυρός
- σιχαμερός, αηδής, εμετικός, κατάπτυστος
- βέβαιος
- αναμφίβολος, ασφαλής, σταθερός, σίγουρος
- βέβηλος
- μιαρός, ακάθαρτος, εναγής, βδελυρός
- βελτίωση
- καλυτέρευση, προοδευτικότητα, ανέλιξη
- βεσάλι
- τούβλο, οπτόπλινθος
- βετεράνος
- παλαίμαχος, εμπειροπόλεμος
- βιάζομαι
- σπεύδω
- βιασύνη
- φούρια, επίσπευση, πρεμούρα, έπειξη
- βιδολόγος
- κατσαβίδι
- βιοτή
- περιουσία, εισόδημα, απόκτημα, κομιδή
- βιώματα
- εμπειρίες
- βιωσιμότητα
- ζωάρκεια (=η επιμήκυνση της ζωής)
- βλάσφημος
- υβριστικός
- βλαψίφρων
- φρενοβλαβής, παράφρων, ανόητος
- βλέψεις
- φιλοδοξίες, όνειρα
- βλοσυρός
- αγριωπός, τραχύς, σκαιός
- βογγητό
- στεναγμός, βαριαναστέναγμα
- βοηθός
- αρωγός, επίκουρος, επίρροθος, υπερασπιστής
- βοηθώ
- συντρέχω
- βότσαλο
- κροκάλα
- βουκόλος
- βοηλάτης, βουνόμος, γελαδοβοσκός
- βουλιμία
- αδηφαγία, λαιμαργία, λίμασμα
- βρεγμένος
- μουσκεμένος, νοτισμένος, κάθυγρος
- βρώμα (βρόμα)
- δυσωδία, κακοσμία, κακωδία, βδόλος
- βωμολοχία
- χυδαιολογία, αισχρορρημοσύνη
Γ
- γαλαθηνός
- νεογνός, ανήλικος, νεανίσκος, αρτιγάλακτος
- γαλαντόμος
- γενναιόδωρος, κουβαρντάς, αφειδής
- γαλήνη
- ηρεμία, νηνεμία, ευδία, αδραιά, αταραξία
- γαλήνιος
- ήσυχος, ειρηνικός, εύδιος, αμέριμνος, ασαλής
- γάργαρος
- διαυγής, καθαρός, αμόλυντος
- γειτνιάζω
- γειτονεύω, συνορεύω
- γείτονας
- όμορος, πλησιόχωρος, κοντινός, αγχιτέρμων
- γελαστός
- χαρωπός, εύχαρις, εύθυμος, κεφάτος
- γελοιοποίηση
- χλεύη, περίπαιγμα, περιγέλασμα
- γένεση
- δημιουργία, πλάση, διαμόρφωση, μορφοπλασία
- γενικεύω
- καθολικεύω
- γενικός
- καθολικός, ασαφής
- γενναίος
- εύτολμος, άλκιμος, ανδρείος, ρωμαλέος
- γενναιότητα
- παλικαριά, ευτολμία, ανδρεία, ηρωισμός
- γεράσμιος
- σεβάσμιος, τιμημένος, αιδέσιμος, πότνιος
- γεωργός
- αγρότης
- γιαγιά
- γριά, μάμμη, προμήτωρ, γερόντισσα, μανιά
- γιαλός
- ακροθαλασσιά, παραλία, ακρογιάλι, ακτή
- γιατί
- διότι, επειδή, διατί
- γίγαντας
- σωματώδης, πελώριος, υπερμεγέθης, τιτάνας
- γκαϊντός
- αλλήθωρος, στραβόθωρος, γκαλιούρης
- γκαργκαλιάγκος
- λάρυγγας, καταπότης
- γκάρισμα
- ογκηθμός, γκάνισμα
- γκαστριά
- κυοφορία, εγκυμοσύνη
- γκεζέρια
- περίπατοι, σουλάτσα, σεργιάνια
- γκούβρισμα
- δυσανασχέτηση, αγανάκτηση, οργή
- γκούλιος
- γυμνός, γδυτός, ξέντυτος, ξεπανωφόρετος
- γλαμυρός
- τσιμπλιάρης, λημαλέος
- γλεντώ
- διασκεδάζω
- γλίσχρος
- πενιχρός, ανεπαρκής, φτωχικός, ισχνός
- γλοιώδης
- αηδιαστικός, χαμερπής, απεχθής, σιχαμερός
- γλυκόπνους
- ηδύπνευστος
- γλυπτός
- λαξεμένος, σκαλισμένος
- γνήσιος
- ανόθευτος, αμιγής, απαραποίητος, αληθής
- γνώμη
- άποψη, κρίση, σκέψη
- γνώστης
- ειδήμων, έμπειρος, ενήμερος, κατατοπισμένος
- γνωστός
- οικείος, φανερός
- γομορρισμός
- ακολασία, αμοραλισμός, εκφυλισμός
- γονιμοποιώ
- σπερμαίνω, γεννώ
- γόνιμος
- κάρπιμος, παραγωγικός, εύφορος, ζάβατος
- γοργός
- δρομαίος, σβέλτος, ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος
- γουβωτός
- βαθουλωτός, κοίλος
- γούστο
- καλαισθησία
- γρίφος
- αίνιγμα, διφασία, διπλοσημασία, πολυσημία, νιόμα
- γυλιός
- σάκος, πήρα, τσάντα, αβερτή
- γυρολόγος
- περιάκτης, πραματευτής
- γύρω
- πέριξ, περίγυρα
- γωνιώδης
- εγκάρσιος
Δ
- δαμάζω
- τιθασεύω
- δαπάνη
- ξόδεμα, ανάλωση, αναισίμωμα
- δασμός
- τέλος, φόρος, εισφορά, κουμέρκι, χαράτσι
- δασύς
- πυκνός, αδινός, κρουστός, ναστός
- δαψιλής
- δαπανηρός, πλουσιοπάροχος, μεγαλόδωρος
- δείγμα
- σημάδι, ένδειξη
- δεινά
- ταλαιπωρίες, κακουχίες
- δεινός
- φοβερός, ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος, ισχυρός
- δειπνητήριο
- εστιατόριο, ταβέρνα, φαγάδικο, μαγέρικο
- δεισιδαιμονία
- φοβοθεϊα, πρόληψη, κακοσημαδιά
- δελεάζω
- σαγηνεύω
- δεμεμελισμός
- εφησυχασμός, αμεριμνοσύνη
- δενδροτόμος
- υλοτόμος, ξυλευτής, ξυλοθραύστης
- δεξιοτέχνης
- αριστοτέχνης
- δέοντα
- χαιρετίσματα
- δεόντως
- πρεπόντως
- δερματομαλάκτης
- βυρσοδέψης, σκυτοδέψης, ταμπάκης
- δέρνω
- χτυπώ
- δεσποτικός
- καταπιεστικός, τυραννικός, δυναστευτικός
- δήγμα
- δάγκωμα, τσίμπημα, βρύγμα
- δηλαδή
- ήγουν, τουτέστιν, ήτοι, προδήλως, εμφανώς
- δημοσιεύω
- γνωστοποιώ
- δημόσιος
- κοινός, κρατικός, πάνδημος, επίξυνος, δημοτικός
- δημοσκόπηση
- σφυγμομέτρηση
- διαβάλλω
- συκοφαντώ
- διάβαση
- δίοδος, πέρασμα, διέλευση, ποριά
- διαβλέπω
- διορώ, διακρίνω
- διαβόητος
- πασίγνωστος, λαοθρύλητος, ξακουστός
- διαβολή
- δυσφήμηση, συκοφαντία, διασυρμός
- διαβρώνω
- καταστρέφω, φθείρω
- διαδραματίζω
- συνεργώ
- διαζευγμός
- χώρισμα, διάσταση, σχίσμα, διαστολή
- διαίρεση
- κατάτμηση, κομμάτιασμα, διαμερισμός
- διαιώνιση
- διατήρηση
- διακανονισμός
- διευθέτηση
- διακήρυξη
- ανακοίνωση, γνωστοποίηση, κοινοποίηση
- διακωμώδηση
- περιγέλασμα, περίπαιγμα, μυκτήρισμα
- διαλλαγή
- συμβιβασμός
- διάλειμμα
- ανάπαυλα, διακοπή
- διαλογισμός
- λογισμός, στοχασμός
- διάλογος
- συνομιλία, συζήτηση, συνδιάλεξη
- διαμελισμός
- κομμάτιασμα, τεμαχισμός, κερματισμός
- διαμοιρασμός
- διανομή [αναδασμός=ανανομή]
- διαμονή
- κατοικία, ενδιαίτηση, κατάλυμα, σταθμός
- διανόημα
- λογισμός, ιδέα, σκέψη, φρόνημα, επίνοια
- διαξιφισμός
- τσακωμός
- διαπλοκή
- σκευωρία, μηχανορραφία
- διαπόνημα
- μόχθος, κόπος, κούραση, ότλος, κάματος [Αμογητί=αμοχθί, ακόπως]
- διαπρεπής
- επιφανής, ξακουστός, περίλαμπρος
- διαρκής
- συνεχής, αδιάκοπος, εκτικός, αδιάλειπτος
- διαρρήδην
- σαφώς, κατηγορηματικά, ξεκάθαρα, ρητώς
- διασαφήνιση
- διευκρίνιση, ξεδιάλυμα
- διασαφηνιστικός
- διασαφητικός, ερμηνευτικός [εξηγητής=ερμηνευτής]
- διασπορά
- σκόρπισμα, διάδοση, διάρριψη, σκέδαση
- διαστρέβλωση
- αλλοίωση, παραμόρφωση, παραποίηση
- διασύρω
- δυσφημώ
- διάταξη
- διευθέτηση ή διαταγή
- διατεθειμένος
- προετοιμασμένος, πρόθυμος, έτοιμος
- διαυγής
- διαφανής, καθαρός, ξάστερος, ευκρινής
- διαφήμιση
- διαλάληση
- διαφορά
- διαφωνία, ανομοιότητα, ασυνταιριασιά
- διαφωτίζω
- ενημερώνω
- διαχωριστικός
- διαζευκτικός
- διδαχή
- διδασκαλία, κατήχηση [λογείον=διδασκαλείον]
- διέγερση
- ξεσήκωμα, έξαψη
- διεκδίκηση
- απαίτηση
- διένεξη
- διαμάχη, φιλονικία, καβγάς, τσακωμός
- διεξαγωγή
- πραγμάτωση, εκτέλεση
- διήθηση
- στράγγισμα, σούρωμα, φιλτράρισμα, διύλιση
- δίκην
- ωσάν, ωσεί, οιονεί
- δίνη
- σβούρισμα, στριφογύρισμα, στρόβιλος, στρόβος
- διολίσθηση
- διαφυγή
- διορατικός
- προβλεπτικός
- δίσεχτος
- δυσοίωνος, απαίσιος, ανάρσιος, δυσμενής
- διστάζω
- δειλιάζω
- δολερός
- αιμύλος, πανούργος
- δόλος
- πανουργία, απατεωνιά, διπροσωπία, απαιόλημα
- δομή
- κτίσιμο, θεμελίωμα, στήσιμο
- δοξολογία
- ευχαριστία, εξύμνηση
- δουλεία
- σκλαβιά, ειλωτεία, ανδραποδισμός, υποτέλεια
- δραματικός
- επώδυνος, οδυνηρός, αλγεινός, δυσάρεστος
- δραπέτευση
- απόδραση
- δραστικός
- τελεσφόρος, αποτελεσματικός
- δριμύς
- οξύς, καυστικός, αψύς, αυστηρός
- δρομέας
- δρομάρης, θρεκτικός
- δρυμός
- δάσος, σύδενδρο, δενδροφυτεία, δενδρεών
- δυνάμει
- συμφώνως, βάσει
- δυνάστης
- δικτάτορας
- δυσαναπλήρωτος
- αναντικατάστατος
- δύσβατος
- δυσπρόσιτος, δυσκολοπλησίαστος, δυσπόριστος
- δυσβίοτος
- ανυπόφορος, δυσάνεκτος, αβίωτος, επαχθής
- δυσεξιχνίαστος
- δυσεξερεύνητος
- δυσνόητος
- δυσεξήγητος, δυσερμήνευτος, δύσληπτος [αυτοθρόως=αυτονοήτως]
- δυστοπικός
- αντικανονικός, κακοπλασμένος, παραμορφωμένος, αλλόκοτος
- δύστροπος
- κακότροπος, στρυφνός, κακοχρήσμων
- δυσχείμερος
- παγερός, περίψυκτος [παγετώνας=κρυσταλλώνας, παγετός=παγωνιά]
- δυσχερής
- δύσκολος, δύσχρηστος, ιδιότροπος
- δυσώπηση
- παράκληση, ικεσία, εκλιπάρηση, δέηση
- δωσίλογος
- υπόλογος, υπαίτιος, υπεύθυνος
Ε
- εγείρω
- στήνω, υψώνω, ορθώνω, προκαλώ
- έγκλημα
- κακούργημα, ανοσιούργημα
- εγκληματικός
- παραβατικός, αδικητικός
- εγκλιματισμός
- προσαρμογή
- εγκλωβισμός
- περιχαράκωση
- εγκόσμιος
- επίγειος, γήινος, ενδοκόσμιος, επιχθόνιος
- εγκρίνω
- επιδοκιμάζω
- εγχείρημα
- απόπειρα, αποτόλμημα
- εγωισμός
- υπερηφάνεια, φιλαυτία
- εγωπαθής
- εγωλάτρης, εγωμανής, εγωιστής
- εθελοθυσία
- αυτοθυσία
- εθνάρχης
- εθνηγέτης, εθναγός
- εθνικιστής
- εθνικόφρων, υπερπατριώτης, φιλοεθνής
- εθνότητα
- ομογένεια, ομοφυλία, ομωνυμία
- ειδάλιμος
- ευειδής, όμορφος, κομψός, ιδανός
- ειδεχθής
- φρικτός, δυσειδής, αποτρόπαιος, απεχθής
- ειδίκευση
- μερίκευση
- ειδικός
- έμπειρος, επαΐων, δαήμων, γνώστης
- ειλικρινής
- απονήρευτος, σαφής, κατηγορηματικός
- ειρκτή
- δεσμωτήριο, φυλακή, κρατητήριο, κάρκαρο
- έκγονος
- απόγονος
- εκδικούμαι
- τιμωρώ
- εκδίπλωση
- αναπέταση, ξεδίπλωμα, ξετύλιγμα
- εκδοχή
- άποψη
- εκδούλευση
- χουσμέτι, εξυπηρέτηση
- εκθειάζω
- εγκωμιάζω, εξυμνώ, επαινώ
- εκκαθάριση
- ξεκαθάρισμα, διευθέτηση, εξομάλυνση
- εκκωφαντικός
- παταγώδης
- εκλέγω
- προτιμώ
- εκλόγιμος
- εκλέξιμος
- εκούσιος
- θεληματικός, βουλητός, εθελούσιος
- εκπαιδευτήριο
- σχολείο, σχολή
- εκπαραθύρωση
- εκδίωξη
- εκπληκτικός
- αφάνταστος, εκθαμβωτικός
- εκπόνηση
- κατάρτιση
- έκρυθμος
- άρρυθμος
- έκταση
- άπλωμα, τέντωμα, διάταση
- έκτρωμα
- εξάμβλωμα, απόριγμα
- εκφορά
- ξόδι
- εκφυλισμός
- ξεπεσμός, εξαχρείωση, αμοραλισμός
- ελάττωμα
- μειονέκτημα, κουσούρι
- ελεγκτικός
- επικριτικός ή εξεταστικός
- ελεεινός
- άθλιος, αχρείος, εξώλης, προώλης
- έλκω
- τραβώ
- έλλειψη
- στέρηση, απουσία, ένδεια
- εμβέλεια
- βεληνεκές
- έμβλημα
- σύμβολο
- εμβληματικός
- αξιοπρόσεκτος, συμβολικός, διακεκριμένος
- εμβολίασμα
- βατσίνα
- εμβολιασμός
- ενοφθαλισμός
- εμβόλιμος
- παρέγγραπτος
- εμβρυοκτονία
- άμβλωση, έκτρωση
- εμμέσως
- πλαγίως, αθέμιτα, υπούλως
- εμπεριστατωμένος
- στοιχειοθετημένος, περιεργασμένος
- εμπιστοσύνη
- πεποίθηση, θάρσηση
- εμφανίζομαι
- παρουσιάζομαι
- έμφυτος
- εγγενής, αυτογενής
- εμψύχωση
- αναθάρρηση, εγκαρδίωση
- εναρμόνιος
- ταιριαστός [αταίριαστος=απροσφυής, ασύμφωνος]
- ενασχόληση
- εργασία, διατριβή
- ενατένιση
- παρατήρηση
- ενδεικτικά ή ενδεικτικώς
- δειγματοληπτικά
- ένδειξη
- φανέρωση
- ενδελεχής
- προσεκτικός, λεπτομερειακός, επακριβής
- ενδοιασμός
- δισταγμός, αμφιβολία
- ενδοτισμός
- υποχωρητικότητα
- ενέργεια
- δράση, πράξη, απεργασία, κόπιασμα
- ενέχυρο
- εχέγγυο, αμανάτι, υπόβολο, ομήρευμα
- ενημερότητα
- κατατοπισμός
- ενιαίος
- αμιγής, μοναδικός, αμερής, ολοφυής
- ενικός
- μονός, μόνος, απλούς, μοναδικός, μοναχός
- ενοείδεια
- ιδιαιτερότητα, μοναδικότητα, αμειξία
- ενορχηστρωμένο
- καλοσχεδιασμένο, καλοστημένο
- ένοχος
- φταίχτης, υπαίτιος, υπεύθυνος, αφορμάρης
- ένσωμος
- ένσαρκος, ενσώματος
- εντάξει
- καλώς, ορθώς, σωστά
- ένταξη
- προσχώρηση, ενσωμάτωση, προσάρτηση
- ένταση
- δυνάμωμα, τέντωμα, επίταση
- ενταύθα
- αυτόθι, εδώ, ενθάδε, αυτού, επιτοπίως, δεύρο
- έντευξη
- αντάμωμα, συνάντηση, σμίξιμο
- εντομή
- σχισμή, αρμός, ρωγμή
- ενώπιον
- μπροστά
- εξαγγελία
- δήλωση
- εξαγόρευση
- εξομολόγηση
- εξακολουθητικά
- ακατάπαυστα, συνεχώς, διαρκώς
- εξαναγκασμός
- εκβιασμός, επιβολή
- εξαπατητικός
- αποπλανητικός, φενακιστικός
- έξαρση
- μεγάλωμα, αύξηση, δείνωση, ανέβασμα
- εξέλιξη
- πρόοδος, ανάπτυξη
- εξευτελίζω
- ταπεινώνω
- εξευτελισμός
- ντρόπιασμα
- εξηγώ
- διευκρινίζω
- εξιδανίκευση
- ωραιοποίηση
- εξόν
- παρεκτός, εκτός, πλην
- εξόρυξη
- εκσκαφή
- εξοστρακισμός
- εξορία
- εξουσία
- ηγεμονία, ηγεσία
- εξυπνάκιας
- κουτοπόνηρος, μωροπόνηρος
- εξωραϊσμός
- καλλωπισμός, διακόσμηση
- έξωση
- εκβολή, αποπομπή, εξαγωγή, εκδίωξη
- έπαινος
- εγκώμιο, επιδοκιμασία, εξύμνηση
- επακτός
- αλλότριος, ανοίκειος, εισαγώγιμος
- επαναλαμβάνω
- ξανακάνω
- επανάσταση
- εξέγερση, ξεσηκωμός
- επαναστάτης
- απείθαρχος, δυσχείρωτος
- επανάταξη
- επανόρθωση, επαναφορά, αποκατάσταση
- έπαρμα
- προεξοχή, γήλοφος, ύψωμα
- επαφή
- άγγιγμα, ψαύση, ακούμπημα
- επένθεση
- παρεμβολή
- επιγέννημα
- έκβαση, αποτέλεσμα, επακολούθημα
- επιβοηθητικός
- επουσιώδης
- επιδερμικός
- επιφανειακός
- επιδημία
- λοιμότης, θανατικό
- επιδίωξη
- επιζήτηση
- επιδοκιμασία
- έγκριση, επιβράβευση, επικρότηση
- επιδραστικός
- επηρεαστικός
- επιείκεια
- ηπιότητα, συγκατάβαση, συγγνωμοσύνη
- επική
- ηρωική
- επικροτώ
- επιδοκιμάζω
- επίκτητος
- πρόσθετος, επίθετος
- επίνευση
- συγκατάνευση
- επίπληξη
- μομφή, επιτίμηση, κατσάδιασμα
- επιπόλαιος
- απερίσκεπτος, ελαφρόμυαλος, αβούλευτος
- επίπτωση
- συνέπεια
- επιρρεπής
- ευκατάφορος
- επισκευή
- επιδιόρθωση
- επισταμένως
- ενδελεχώς, επιμελώς, προσεκτικά
- επιστήμη
- γνώση, ιδμοσύνη, κατεχοσύνη
- επιτελικός
- συντελεστικός, υποβοηθητικός
- επίτευγμα
- επιτυχία, τελεσφόρηση, κατόρθωμα, εκνίκημα
- επίτηδες
- εκουσίως, σκόπιμα, εσκεμμένα, προκρίτως
- επιτομή
- σύμπτυξη (ή πεμπτουσία)
- επιφυλακή
- επαγρύπνηση
- επιφύλαξη
- δισταγμός
- επίχειρα
- κολασμός, δεινοπάθημα, μόγος
- επόμενος
- ακόλουθος, επέτης, κατοπινός, εξής
- ερεθίζω
- οργίζω
- ερημωτής
- ολοθρευτής
- ερίτιμος
- ανεξαγόραστος, πολύτιμος, ανεκτίμητος
- ερμητικός
- στεγανός, αδιαπέραστος, σφαλιστός, κλειστός
- έρψη
- σύρσιμο
- εσαεί
- πάντοτε,αιωνίως, ασταμάτητα, ολονέν, διαπαντός
- εσθήματα
- ενδύματα, ρούχα, ιμάτια, στράνια
- εσμός
- πληθύς, όχλος
- εσπερινός
- μεταμεσημβρινός, επιλύχνιος
- ετερορροπία
- αδικία, ανομία, απάτη, απανθρωπία
- ευάριθμοι
- λιγοστοί, ολιγάριθμοι
- ευδοκιμώ
- επιτυγχάνω, προκόβω
- ευζωία
- καλοπέραση, ολβιότητα, ευδαιμονία
- ευήθης
- ελαφρόμυαλος, χαζός, αφελής, βραδύνους
- ευθύγνωμος
- ευθύγλωσσος, ειλικρινής, ατρεκής
- ευκτός
- επιθυμητός, βουλητός, ποθητός, ιμερτός, εφετός
- εύλογος
- λογικός, δικαιολογημένος, κατανοητός
- ευμάρεια
- ευζωία, καλοπέραση
- ευμετακόμιστος
- ευμετάφορος,ευπάροιστος
- ευόδωση
- επιτυχία, τελεσφόρηση, επιστέγασμα
- ευπερίστατος
- ολοπρόθυμος
- ευπροφασίστως
- ευλογοφανώς
- ευρηματικός
- εφευρετικός
- ευρήμων
- εύγλωττος, ευφραδής, ευεπής, ηδύλαλος
- εύρωστος
- δυνατός, σφριγηλός, όβριμος, βριαρός
- ευφρασία
- τέρψη, ευχαρίστηση, ηδονή, απόλαυση
- ευφροσύνη
- ευχαρίστηση, χαρά, γηθοσύνη
- ευχαρίστηση
- ευαρέσκεια, ευφροσύνη, τέρψη
- εφαλτήριο
- απαρχή
- εφάμιλλος
- ισάξιος, ανταγωνιστικός
- εφάπλωμα
- κλινοσκέπασμα, πάπλωμα
- εφάπλωση
- διάχυση
- εφαρμόζω
- συνταιριάζω
- εφήμερος
- προσωρινός, πρόσκαιρος, επίκαιρος
- εφικτός
- μπορετός, κατορθωτός, εκτελεστός, ρεκτός
- εφόδια
- χρειαζούμενα
- εφόρμηση
- επίθεση
- εχέμυθος
- έμπιστος, αποσιωπητικός
- έωλο
- μπαγιάτικο
- εώνυχο
- ημερονύκτιο, νυχθήμερο, μερόνυχτο
Ζ
- ζάβορος
- πολυφάγος, αδηφάγος, λαφύκτης, παμφάγος
- ζαϊφης
- ασθενής, ανήμπορος, καχεκτικός, άρρωστος
- ζακάτημα
- κάμψη, λύγισμα, κύρτωση
- ζάλη
- σκοτοδίνη, σκοτασμός, αντράλα, νταλόδαρμα
- ζάπλουτος
- πάμπλουτος, βαθύπλουτος, μυριόπλουτος
- ζάρα
- ρυτίδα, πτυχή, δίπλα, τσάκισμα, διπλόη, πτύγμα
- ζατρεφής
- καλοθρεμμένος, παχουλός
- ζείδωρος
- ζωοδότης, ζωογόνος, εμψυχωτής, φερέσβιος
- ζέον
- φλέγον, έντονο
- ζηλωτής
- πρόθυμος, μιμητής, φιλακόλουθος
- ζουλάπι
- αγρίμι, κτήνος, ζώο, κνώδαλο
- ζουράρης
- τοκογλύφος
- ζουφός
- τζούφιος, αδειανός, κούφιος, σιφνός, διάκενος
- ζοφερός
- σκοτεινός, σκοτερός, γνοφερός, ερεμνός
- ζύγωθρο
- σύρτης, μάνταλο, αμπάρα, κλείθρο
- ζυγός
- σκλαβιά, δουλεία
- ζωοδότης
- βιοδότης, βιόδωρος, φερέσβιος, φερέζωος
- ζωώδης
- κτηνώδης, κτηνοπρεπής
Η
- ηδονή
- ευχαρίστηση, εντρύφηση, ηδυπάθημα
- ηδονιστής
- φιλοίφης
- ηδυλογία
- φιλοφρόνηση, κολακεία, γαλιφιά
- ηδυπαθής
- φιλήδονος, ακόλαστος, έκλυτος, έκδοτος
- ηδύς
- ευχάριστος, τερπνός, μελίφρων, θυμηδής, γλυκός
- ηδύτητα
- γλυκύτητα, ευχαρίστηση
- ηθικός
- κόσμιος, χρηστός, ευπρεπής, έντιμος, σεμνός
- ηλιθιότητα
- μωρία, βλακεία, ευήθεια, ανοησία
- ηλοσύνη
- ευήθεια, ηλιθιότητα, βλακεία, ανοησία
- ηλύγη
- σκιά, επηλυγισμός, σκιανάδα
- ημαρτημένα
- εσφαλμένα, λαθεμένα
- ημεδαπός
- ντόπιος, εγχώριος, αυτόχθων, αυθιγενής
- ημιθανής
- μισοπεθαμένος, ημίπνους, αγχιθανής
- ήπιος
- πράος, ήρεμος, αόργητος, αβληχρής, καλοθελητής
- ήρωας
- γενναίος, εύτολμος, ανδρείος, θαρραλέος
- ήσυχος
- ήρεμος, γαλήνιος, αχείμαστος, ατάραχος
- ηχώ
- αντίλαλος, αντιβοή, αντήχηση, αντίφωνο
Θ
- θαλερός
- ακμαίος, ζωηρός, εύρωστος, ακμηνός, ανθηρός
- θαλπωρή
- ζεστασιά, παρηγοριά
- θαμά
- διηνεκώς, συχνά, πυκνά, πολλάκις
- θαμπός
- θολός, αμαυρός, αμυδρός, δυσδιάκριτος
- θανάσιμος
- φονικός, θανατηφόρος, εξολοθρευτικός
- θαρραλέος
- τολμηρός, ριψοκίνδυνος, υπέρθυμος
- θεαματικός
- εντυπωσιακός
- θεάμων
- θεατής, παρατηρητής, ορατής, θωρητής
- θέαση
- εποπτεία, επίβλεψη
- θεατός
- ορατός, φανερός, βλεπτός, επίφαντος
- θέλγητρο
- γοητεία, σαγήνη, κατάθελξη, κήληση
- θέλημα
- επιθυμία, βούληση, έφεση
- θελημοσύνη
- βούληση, επιθυμία
- θεμελιακός
- βασικός
- θεμελιώδης
- βασικός, ουσιώδης, κυριώδης, ριζικός
- θεμιτός
- δίκαιος, νόμιμος, αδιάφθορος, δικαιόφρων
- θεομπαίχτης
- ασεβής, απατεώνας, αδεισίθεος
- Θεοτόκος
- Θεομήτωρ, Παναγία, Μητρόθεος
- θεραπεία
- ίαση, γιατριά, οζεία
- θεσμοσύνη
- δικαιοσύνη, θέμηση, νομιμότητα, θέμις
- θέσπιση
- νομοθέτηση
- θετικοδοξία
- θετικισμός
- θετός
- ψυχογιός, εισποιητός, ψυχοπαίδι, αναθρεπτός
- θηλαστικά
- μαστοφόρα
- θηλυδρίας
- γυναικωτός, θηλυπρεπής, γυναικοπρεπής
- θήμα
- τάφος, μνήμα, τύμβος, κιβούρι, γουβί
- θηρευτής
- κυνηγός, θηράτωρ, θηραγρέτης
- θλιβερός
- ελεεινός, άθλιος, αλγεινός, διαλγής
- θνησιμαίος
- νεκρός, αλίβας, αποθαμένος, μακαρίτης
- θνητός
- φθαρτός, βροτός, επίκηρος, φθιτός, μορτός
- θολός
- θαμπός, αμαυρός, αμυδρός, δυσδιάκριτος
- θρασίμι
- ψοφίμι, θνησιμαίο, πτώμα
- θρασύς
- αυθάδης, προπετής, λαιδρός, αναιδής
- θρήνος
- κλαυθμός, ολοφυρμός, απόκλαμα, γόος, κλάψα
- θρησκεία
- θεολατρία, θεοσέβεια, θεοπιστία
- θριαμβευτικά
- νικηφόρως
- θρίαμβος
- πανηγυρισμός, νικηφορία
- θρυαλλίδα
- φιτίλι, άφτρα, ελλύχνιο, λουμίνι
- θυελλώδης
- δυσαής
- θυλάκι
- τσέπη, σακούλι, πούρσα
- θυμόσοφος
- οξύνους, ευφυής, αγχίνους, αγχίφρων
- θύρωμα
- κούφωμα
- θώκος
- καρέκλα, κάθισμα, εδώλιο, καθέδρα
Ι
- ίαμα
- γιατρικό, φάρμακο, άκεσμα, ιάτρευμα
- ιατήρ
- θεραπευτής, ακεστής, νοσηλευτής
- ιγδίο
- γουδί, λίγδος, θυεία, τριβαία
- ιδέα
- διανόημα, λογισμός, σκέψη, φρόνημα, επίνοια
- ιδεατός
- φανταστικός, υπεραισθητός, νοητός
- ιδεώδης
- ιδανικός, πρότυπος, ύπατος, υπερτέλειος
- ιδιαίτερος
- ξεχωριστός, διακεκριμένος
- ιδιοθελώς
- αυτοθελώς
- ιδιοποίηση
- νοσφισμός, σφετερισμός [εξιδιασμός/σφετερισμός]
- ιδιοσυγκρασία
- σκαρί
- ιδιότητα
- γνώρισμα, ιδίωμα, ιδιορρυθμία, χούι
- ιδιοτροπία
- ιδιαιτερότητα, ιδιομορφία, ιδιορρυθμία
- ιδιότροπος
- ιδιόρρυθμος, παράξενος, αλλόκοτος
- ιδιοφυής
- ταλαντούχος, δαιμόνιος, προικισμένος
- ιδιωτεία
- ηλιθιότητα, μωρία, ανοησία, βλακεία
- ιδιώτης
- μεμονωμένος, ιδιωτεύων
- ιδιωφελής
- συμφεροντολόγος, παρτάκιας
- ιερός
- όσιος, ζάθεος, άγιος
- ίζημα
- κατακάθι, καταπάτι, απήθημα, κατάλοιπο, λούνη
- ιθαγενής
- ντόπιος, εγχώριος, ημεδαπός, γηγενής
- ιθαρός
- γελαστός, χαρούμενος, γηθόσυνος, εύθυμος
- ιθύδικος
- έντιμος, ενάρετος, δίκαιος, χρηστός, τίμιος
- ιθύνοντες
- επικεφαλής
- ιθυντήρ
- κυβερνήτης, οδηγός, διοικητής, διευθυντής
- ικανοποίηση
- ευχαρίστηση, χαρά, χαρμονή, τέρψη
- ικετεύω
- παρακαλώ
- ικμάδα
- ζωτικότητα
- ιλαρός
- χαρούμενος, εύθυμος, αλέγρος, χαρωπός
- ίλιγγος
- ζάλη, αντράλα, σκοτοδίνη
- ιλύς
- λάσπη, πηλός, βόρβορος, ζάλος, βούρκος
- ιμάντας
- λουρί, λώρος, ωρανιστήρ
- ιμάτιο
- ένδυμα, πανωφόρι, ρούχο, περιβόλαιο
- ίνδαλμα
- είδωλο
- ισοδύναμος
- ισοσθενής, ετεραλκής, ισόρροπος [δισθενής=διατομικός] [δισθενή εμβόλια=εμβόλια αποτελούμενα από δύο στοιχεία]
- ισχυρογνώμων
- πεισματάρης, στερεόφρων, αδιάτρεπτος
- ισχνός
- αδύνατος, λεπτός, σαρκολιπής, λιπόσαρκος
- ίσως
- πιθανώς, ενδεχομένως
- ιταμός
- αυθάδης, προκλητικός, θρασύς, αναιδής
- ίχνος
- πατημασιά, ίθμα, χνάρι, ντορός
Κ
- καβγατζής
- φίλερις, φιλόνικος, φιλόμαχος, πλήκτης, φιλοτάραχος, ταραχοποιός
- καημός
- στενοχώρια, πόθος, λύπη, μαράζι
- καθάπαξ
- παντελώς, ολοσχερώς, ολοκληρωτικά
- καθαρολόγος
- καθαρευουσιάνος
- καθεστώς
- σύστημα
- καθήκον
- υποχρέωση, χρέος, πρέπον, δέον
- καθήλωση
- κάρφωμα [Κάρφος=ξερόκλαδο]
- κάθιδρος
- καταϊδρωμένος
- καθίζηση
- βούλιαγμα
- καθοριστικός
- κρίσιμος, αποφασιστικός
- καινοτομία
- νεοτερισμός, μεταρρύθμιση, καινοπραγία
- καιροσκόπος
- οπορτουνιστής
- κακέμφατος
- κακόηχος, παράφωνος, φάλτσος
- κακολόγος
- υβριστής, σκέρβολος, κουτσομπόλης
- κακόνους
- εμπαθής, κακεντρεχής, μοχθηρός
- κακοτροπία
- δυστροπία
- καλαμπουρίσματα
- πειράγματα, αστεϊσμοί, χωρατά
- καλλιτέχνημα
- κομψοτέχνημα, λεπτούργημα, φιλοτέχνημα
- καλλιτεχνία
- καλοτεχνία
- καλλίφωνος
- καλλικέλαδος, ηδύφωνος, γλυκύφωνος
- καλλωπίζω
- ομορφαίνω
- καλοβαλμένο
- εναρμονισμένο, ταιριασμένο
- καλοβαλμένος
- καλοστεκούμενος
- καλογερόπαπας
- ιερομόναχος
- καλοσίμωτος
- ευπλησίαστος, ευπρόσιτος
- καλώς
- ορθώς, έξοχα, σωστά, ευ
- καμαρώνω
- υπερηφανεύομαι
- κάματος
- κούραση, κόπωση, καταπόνηση
- καμικάζι
- ριψοκίνδυνος, παράτολμος
- κανάκια
- χατίρια
- καπάρωμα
- αγκαζάρισμα
- καπιταλιστής
- πλουτοκράτης, κεφαλαιούχος
- καραμπουζουκλής
- γεματούλης, χοντρούλης
- καραντίνα
- περικύκλωση
- καρκίνωμα
- κάγκαρο
- κατάδειξη
- τεκμηρίωση
- καταδρομικός
- καταδιωκτικός
- καταθλιπτικός
- επαχθής, αχθεινός, καταπιεστικός
- κατακεραύνωση
- καταστηλίτευση
- κατακερματισμός
- διαμελισμός, κομμάτιασμα
- κατάκλιση
- ξάπλωμα, πλάγιασμα
- κατάκτηση
- υποδούλωση, καθυπόταξη
- κατάληψη
- κατάκτηση, κυρίευση, άλωση
- κατάλληλος
- ενδεδειγμένος
- κατάλοιπο
- απομεινάρι, λείψανο, απομενάδι
- καταμερισμός
- κομμάτιασμα, διαίρεση, μοιρασιά
- καταμόνας
- κατιδίαν, ιδιαιτέρως, κεχωρισμένως, μουναδόν
- καταπιά
- γουλιά, ρουφηξιά
- κατάπικρος
- περίλυπος, περιαλγής, δύσθυμος
- καταπίστευμα
- κληροδότημα
- καταπόδας
- ξοπίσω
- καταπολέμηση
- εξόντωση
- καταπόνηση
- κούραση, εξάντληση, αποκάμωμα
- καταστρεπτικός
- εξοντωτικός, λυγρός, ολέθριος
- κατατοπίζω
- εξηγώ
- καταφανώς
- ολοφάνερα, εκδήλως, διαφάδην, αναφανδόν
- καταφρόνιο
- εξουθένημα, ξεφτίλισμα, ταπείνωμα, όνειδος
- καταφρονώ
- υποτιμώ
- κατευνάζω
- ηρεμώ
- κατίσχυση
- υπερίσχυση, επικράτηση
- κατόπιν
- έπειτα, μετά, ύστερα, ακολούθως, απαί
- κατοπινός
- επόμενος, ακόλουθος, ύστερος, στερνός
- κατορθώνω
- πραγματοποιώ
- κατρακύλημα
- κουτρουβάλημα
- κατσαπλιάς
- πλιατσικολόγος, άρπαγας
- κατσιούλα
- κουκούλα
- καυχιέμαι
- υπερηφανεύομαι
- κηλητικός
- θελκτικός, γοητευτικός, σαγηνευτικός
- κίβδηλος
- πλαστός, κάλπικος, νόθος, μουσαντένιος
- κίνητρο
- ερέθισμα
- κλάσμα
- θραύσμα, τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι
- κλέφτης
- σαλταδόρος
- κληρονομικός
- πάτριος, παραδόχιμος
- κλονίζω
- ταράζω
- κνησμός
- αδαγμός, φαγούρα, κνήφη, ξυμοσύνη
- κόζι
- ατού
- κοινότοπος
- συνηθισμένος, πεζός
- κομπαστής
- οιηματίας, φανφαρόνος, καυχησιάρης
- κόμπος
- δεσμός, κάθαμμα, αρθμός
- κονάκι
- αρχοντόσπιτο
- κοντόβραδο
- σούρουπο, δείλι
- κοντρολάρισμα
- έλεγχος, ρύθμισμα
- κόπρανα
- αποπατήματα, χέσματα, περιττώματα
- κοπριά
- βόλιτος, βουνιά, σπύραθος, όνθος, πέλεθος
- κορδόνι
- δέτης
- κόρημα
- σκουπίδι,απόρριμμα, φροκάλι,σαρίδι,σάρμα
- κορτάκιας
- ερωτιάρης, ερωτότροπος, ερωτύλος
- κόρυζα
- μύξα
- κορώνιος
- καμπούρικος, καμπύλος, κυρτός
- κοσμάκης
- λαουτζίκος, μπίθουλας
- κοσμοβοή
- αλάλαγμα, οχλοβοή, χάβρα
- κόστος
- τιμή, αξία
- κούβακας
- βάτραχος, μπάκακας, φορδακός
- κουλτούρα
- παίδευση
- κουμερκιάρης
- τελώνης
- κουνιάδος
- ανδράδελφος
- κουραφέξαλα
- κενολογίες, κενολεξίες
- κουρτίνα
- μπερντές, προκάλυμμα
- κουτσοδουλειές
- μερεμέτια, μικροδουλειές
- κουφόνους
- απερίσκεπτος, ελαφρόνους, αστόχαστος
- κόψη
- ακμή
- κοψιά
- μορφή, όψη, σουλούπι, φυσιογνωμία, ειδή, θωριά
- κραταιός
- στιβαρός, ισχυρός, σθεναρός, κρατερός
- κρατούμενος
- δέσμιος, δεσμώτης, φυλακισμένος
- κρίνω
- νομίζω
- κρύβδην
- λαθραίως, μυστικά, λάθρα, κλεφτά, κρυφίως
- κρύφιος
- λαθραίος, μυστικός, φώριος, κλωπικός [φωριαμός=κιβώτιο, χηλός]
- κυκλευτής
- πλάνης, πλανόδιος, περιφερόμενος
- κυκλικός
- περιφερής
- κυριώδης
- κεφαλαιώδης, ουσιαστικός, πρωταρχικός
- κυρώσεις
- τιμωρίες, ποινές
- κώλυμα
- εμπόδιο, έγκομμα, περιορισμός, πρόσκομμα
- κώνευμα (κόνευμα)
- κατάλυμα, σταθμός
Λ
- λάβρος
- σφοδρός, οξύς, ορμητικός
- λαγαρός
- καθαρός, άπεφθος, διαυγής
- λαγνεία
- ακολασία, φιληδονία, ηδυπάθεια
- λαθίπονος
- παυσίπονος, λυσίπονος, λυσιπήμων
- λαθραίος
- κρυφός, υπόκλοπος, κρυπτάδιος
- λαθρέμπορος
- κοντραμπαντιέρης
- λαθρεπίβουλος
- δολοπλόκος, ραδιούργος, δολορράφος
- λαθροεπισκέπτης
- παρείσακτος, παράβυστος
- λαθροχειρία
- υπεξαίρεση, κλοπή, κλεπτοσύνη, κλέμμα
- λαίλαπα
- συμφορά, μάστιγα
- λακές
- υποχείριος, δουλοπρεπής, δουλόφρων
- λάμια
- δράκαινα
- λαμογιά
- απατεωνιά, βρομοδουλειά, κατεργαριά
- λαμόγιο
- δόλιος, κατεργάρης, λαθρεπίβουλος
- λαμπουρίδα
- αλώπηξ, καφώρη, αντικύων
- λαοκόλαξ
- λαϊκιστής, δημοκόλαξ, οχλοκόπος
- λαοπλάνος
- δημοπίθηκος
- λαός
- δήμος, όχλος, έθνος
- λαρός
- εύγευστος, γλυκύς, ηδύς, ευχάριστος, ήδυμος
- λάσιος
- δασύτριχος, πυκνομάλλης, μαλλωτός
- λάτρης
- θαυμαστής
- λατρεία
- αφοσίωση
- λαφυγμός
- αδηφαγία, λίμασμα, λαιμαργία
- λαχανιασμένος
- καταπονημένος, ασθμαίνων
- λαχταριστό
- επιθυμητό, ελκυστικό, ποθητό
- λασκάρω
- χαλαρώνω
- λεβέντης
- παλικάρι, λούμακας, ανδρείος, γενναίος
- λείος
- ομαλός, λευρός, λίσπος, γλιστερός, λισσός
- λειτουργία
- άρχισμα, ξεκίνημα
- λειτουργώ
- εργάζομαι
- λέμμα
- φλοιός, φλούδα, λέπος, λέπυρο, λοπός
- λεονταρής
- ψευτοπαλίκαρο, ψευτονταής, κουτσαβάκι
- λεπτολογία
- ψιλοκοσκίνισμα
- λεπτομερής
- εξονυχιστικός
- λεσχηνεία
- ληρολογία, λογοδιάρροια, αδολεσχία
- λέτσος
- βρόμικος, άκομψος, ατημέλητος
- λεφτά
- παράδες, χρήματα, λιλί
- λεχρίτης
- ποταπός, τιποτένιος, ουτιδανός, μανιαμούνιας
- λήρος
- κενολογία, φλυαρία, στωμυλία, αδολεσχία
- λήθη
- λησμονιά, ξεχασιά, αμνημοσύνη, άρνη, επίληση
- λησμοσύνη
- ξεχασιά, λαθιφροσύνη, λήθη, ληθεδών
- ληστρικός
- κλοπικός, κλεπτικός, κλεμματικός
- λίβελος
- κατηγορητήριο
- λίκνο
- κούνια, μπισίκι, νάκα
- λιμαδόρα
- πολυλογού, γλωσσού, φλύαρη
- λιτός
- απλός, απέριττος, ασχημάτιστος, άπλαστος
- λιώνω
- τήκω
- λογάδι
- επίλεκτο, διαλεχτό, ξεχωριστό
- λογικός
- γνωστικός, φρόνιμος, αρτίφρων, εντρεχής
- λογοκοπία
- αερολογία
- λοιγός
- καταστροφή, όλεθρος, φθορά, αφανισμός
- λοιμώδης
- νοσηφόρος, μολυσματικός, επιδημικός, νοσώδης
- λοίσθος (λοίσθιος)
- τελευταίος, έσχατος, ολοΰστερος
- λοκάντα
- μαγερειό, φαγάδικο, οπτανείο
- λόξα
- τρέλα
- λοξοδρομία
- παρεκτροπή, παραστράτημα
- λόρδα
- πείνα, λιμός, κεναγγία, λίμωξη, λιμαγχία
- λούρα
- βέργα, βίτσα
- λυγρός
- ολέθριος, καταστρεπτικός, εξοντωτικός
- λυκαυγές
- χάραμα, ξημέρωμα, ακροσκοτία, όρθρος
- λυκόφως
- σούρουπο, δείλι, μούχρωμα, λυκοψία, λύκη
- λυμεών
- καταστροφέας, ολετήρ, διαφθορέας
- λυσίπονος
- αναλγητικός, καταπραϋντικός, παυσίπονος
- λυσιτελής
- ωφέλιμος, κερδοφόρος, χρήσιμος, επικερδής
- λυτρώνω
- ελευθερώνω
- λωβεία
- λέπρα
- λωλός
- ανόητος, μωρός, αβέλτερος, ασύννους, άφρων
- λώτισμα
- απάνθισμα, σταχυολόγηση
Μ
- μαγάρισμα
- μόλυνση, ρύπανση, μίασμα, αλίσγημα
- μαγειρική
- οψαρτυτική, δαιταλουργία
- μαγκιόρος
- τελεσφόρος, αποτελεσματικός
- μάζα
- ύλη
- μαζοποίηση
- αγελοποίηση
- μαθαίνω
- γνωρίζω
- μακάριος
- ευτυχής, ευδαίμων, ευπραγής, όλβιος, εύμοιρος
- μακρόβιος
- πολύβιος, πολυζώητος, πολυχρόνιος
- μακροκοσκίνισμα
- μακρολογία, περιττολογία
- μαλαγάνας
- καταφερτζής, καπάτσος, επιτήδειος
- μαλθακός
- χαύνος, τρυφηλός, ηδυπαθής, υλόφρων
- μάλιστα
- βεβαίως, αναμφιβόλως, ασφαλώς, ναι
- μαλλιαγρίζω
- κακομεταχειρίζομαι
- μαμωνάς
- πλούτος, περιουσία, χρυσάφι, λογάρι
- μανδαρίνος
- τυπολάτρης, μικρολόγος, γραφειοκράτης
- μαντάρα
- αναποδογύρισμα, ανακατωσούρα
- μαραγκός
- ξυλουργός
- μάραγνα
- μαστίγιο, καμουτσί
- μάρανε
- έλειπε
- μαρασμός
- παρακμή, φθίνασμα, ίσχνανση, φθίση
- μαρτάρα
- μανιτάρι, αμανίτης
- μασλάτεμα
- συζήτηση, διάλογος, κουβεντολόγι, μουαμπέτι
- μασούριασμα
- καρούλιασμα
- ματαιόδοξος
- κενόδοξος, ματαιόφρων, κενεόφρων
- ματαιοπονία
- ματαιοκοπία, σκιαμαχία
- ματαιόφημος
- μωρολόγος, λήρος, φλύαρος
- ματαίως
- ασκόπως, ανωφελώς, ακάρπως, ανεμωλίως
- μάχη
- πόλεμος, σύρραξη, πάλη
- μάχλος
- ασελγής, ακόλαστος, λάγνος, έκφυλος
- μεγάθυμος
- μεγαλόψυχος, μεγαλήτωρ, λαμπρόψυχος
- μεγαλόχαρη
- ευεργετική, γενναιόδωρη
- μέγκενη
- συνδήκτωρ
- μεθερμήνευση
- εξήγηση
- μεθύστερον
- έπειτα, κατόπιν, ακολούθως
- μειδίαμα
- χαμόγελο
- μείον
- λιγότερο, μικρότερο
- μελέτη
- διάβασμα
- μέλημα
- μέριμνα, φροντίδα, μελέδημα
- μελλούμενα
- αυριανά, επικείμενα, προσεχή
- μεμπτός
- επίμωμος, επίμομφος, αξιοκατάκριτος
- μενού
- εδεσματολόγιο, οψολόγιο
- μερικός
- ειδικός
- μεστός
- γεμάτος, πλήρης, ολόγιομος
- μετάβαση
- πηγεμός, μεταγωγή
- μεταδοτικότητα
- μολυσματικότητα
- μεταμορφώνομαι
- μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι
- μεταρρυθμίζω
- τροποποιώ
- μεταρρύθμιση
- τροποποίηση
- μετάρσιος
- μετέωρος, πέδουρος, κρεμαστός, εναέριος
- μεταρσίωση
- κατάνυξη
- μετάσταση
- μετατόπιση, μεταπήδηση
- μετατροπή
- μεταβολή, αλλαγή, ετεροίωση, αλλοίωση
- μετουσίωση
- μετασχηματισμός
- μηνιθμός
- φρύαγμα, αγριασμός
- μήνις
- χόλος, οργή, θυμός, κότος
- μητέρα
- μάνα, μαμά
- μίζα (1)
- χρηματισμός, δωροληψία
- μίζα (2)
- δωροδοκία, λάδωμα
- μικροσυμπλοκές
- μικροσυγκρούσεις, αψιμαχίες
- μισέλληνες
- ανθέλληνες, ελληνομάχοι
- μνήμη
- ενθύμηση, μνημοσύνη, ανάμνηση
- μνημόνιο
- υπόδειξη, οδηγία, υπόμνηση
- μνημονιακός
- υποτακτικός, υποτελής, υποχείριος
- μοιραίος
- ολέθριος
- μόλτσα
- σκόρος, σης
- μομφή
- κατηγορία, επίπληξη, κακορρημοσύνη
- μοναξιά
- απομόνωση, αποτράβηγμα, χητοσύνη, ιδίαση
- μόνιμος
- παντοτινός, αμετάβλητος, αμετάστατος, απαράτρεπτος, αναλλοίωτος
- μονοπάτι
- ατραπός, ρύμη, στενωπός, πάροδος
- μόρτης
- μάγκας, αλάνι
- μορφασμός
- γκριμάτσα
- μόρφωμα
- κατασκεύασμα
- μόστρα
- βιτρίνα, προθήκη
- μουλωχτός
- υποκριτής, δόλιος, κρυψίνους
- μουντός
- θολός, σκούρος, μαυροδερός
- μουσαφίρης
- φιλοξενούμενος, επισκέπτης
- μοχθηρός
- κακεντρεχής, χαιρέκακος, κακόχαρτος
- μόχλευση
- αναζωπύρωση, ανακίνηση, αναζωογόνηση
- μπαΐρι
- χέρσο
- μπάντα
- άκρη
- μπαστακωμένος
- παλουκωμένος, στυλωμένος
- μπατάλικος
- άγαρμπος, άκομψος, χονδροειδής
- μπατάρισμα
- ανατροπή
- μπατσιά
- μπούφλα, σκαμπίλι, χαστούκι, σφαλιάρα
- μπλάρι
- ημίονος, ορεύς, μουλάρι, βόρδων, ημίππος [μπλάνα=σβόλος]
- μπόσικος
- χαλαρός, ξετέντωτος, λαγαρός, ανεπίτατος
- μπούγιο
- σύναγμα
- μπούκες
- μάγουλα, παρειές
- μπουκωσιά
- χαψιά, μπουκιά
- μπουντουνάρι
- μπατζάκι
- μυδρίαση
- κορεκτασία
- μύηση
- μυσταγωγία
- μύνη
- επισχεσία, δικαιολογία, πρόφαση
- μυρίπνοος
- ευωδιαστός, μυροβόλος
- μυσαρός
- αηδιαστικός, απεχθής, σιχαμερός, βδελυρός
- μυσταγωγούμαι
- κατηχούμαι
- μυστικός
- κρυφός, ενδόμυχος, απόρρητος
- μώμος
- μέμψη, κατηγορία, επιτίμηση, κατάκριση
- μωρολογία
- παλάβρα, ανοητολογία, κενολογία
Ν
- νανούρισμα
- βαυκάλημα
- νάρκη
- λήθαργος, χαύνωση, αναισθησία, μούδιασμα
- ναρκισσισμός
- αυτοθαυμασμός, αυταρέσκεια
- ναρκομανής
- τοξικομανής, οπιομανής, πρεζάκιας
- νάρκωση
- αναισθητοποίηση
- ναστός
- πυκνός, μεστός
- νατιβισμός
- αυτοχθονία
- νεανίδα
- κοπελιά, κορίτσι, μείραξ
- νεανίευμα
- κομπασμός, καυχησιά, στομφασμός, υψηγορία
- νέηλυς
- νιόφερτος
- νεκροψία
- νεκροσκοπία
- νέμεση
- δικαιοκρισία
- νένα
- παραμάνα, τροφός, βάγια, θηλάστρια, θηλαμών
- νεογενής
- αρτιγενής, νεογέννητος, νεότοκος, νεογνός
- νεόκοπος
- πρόσφατος
- νεοπαγής
- νεόστατος
- νεουργός
- μεταρρυθμιστής, αναμορφωτής, αναγεννητής
- νεποτισμός
- ανεψιοκρατία
- νεοσσός
- τσιροπούλι
- νεότευκτος
- νεόκτιστος, νεόδμητος, νεοοικοδόμητος
- νέτος
- ασυντρόφευτος, ασυνόδευτος
- νεωστί
- πρόσφατα, εσχάτως, άρτι
- νηνεμία
- άπνοια, ησυχία, σιγαλιά
- νηπενθής
- άλυπος, παυσίλυπος, οδυνήφατος
- νήπιο
- βρέφος, μωρό, βυζανιάρικο, γαλουχούμενο, νιάνιαρο
- νηπτικός
- εγκρατής, νηφάλιος, σώφρων
- νηστικός
- άσιτος, άπαστος, άδορπος, ατάιστος
- νηστικοσύνη
- πείνα, λιμός, λόρδα
- νοερός
- φανταστικός, νοητικός
- νόθος
- κίβδηλος, πλαστός, πίτσικος, μουσαντένιος
- νομή
- βοσκή, φάγνα
- νοοτροπία
- επιρρέπεια
- νοσογόνος
- παθογόνος, νοσοφόρος, νοσοποιός
- νουνεχής
- συνετός, εχέφρων, περίνους, φρόνιμος
- νταμάρι
- λατομείο, πετροκοπείο, λιθοτομείο
- νταμάρι
- σόι
- ντοκουμέντο
- τεκμήριο, απόδειξη, βεβαίωση
- ντοπάρισμα
- διέγερση, φανάτιση, αφιόνισμα
- ντόπιος
- εγχώριος, γηγενής, ένδημος, ιθαγενής
- ντροπή
- συστολή, αισχυντηλία, αιδώς, αισχύνη, όνειδος
- ντροπιαστικός
- ατιμωτικός, ονειδιστικός, προσβλητικός
- νύχιος
- νυκτερινός, βραδινός
- νυχτιάτικα
- βραδιάτικα, νύκτωρ, πρόσαργα, αποσπερίς
- νωδός
- ξεδοντιάρης, φαφούτης, ανόδους
- νωθρός
- οκνηρός, χαύνος, ράθυμος, ακαμάτης, δυσκίνητος
- νωπός
- φρέσκος, πρόσφατος, χλωρός, νεοθηλής
- νωχελής
- τεμπέλης, δυσκίνητος, βραδυκίνητος
Ξ
- ξάγναντο
- ανοιχτωσιά, ξέφωτο
- ξακουστός
- ονομαστός, περίφημος, κλεινός, κλυτός
- ξανάνιωμα
- ανανέωση, καίνωση
- ξάπλωμα
- νταμπλάρωμα
- ξαφνικός
- αιφνίδιος, απρόοπτος, απρόβλεπτος, αδανής
- ξεγνοιασιά
- αφροντισιά, αμεριμνησία
- ξεκάθαρος
- διαυγής, σαφής, δίοπτος, διαφανής
- ξέκαρδα
- απροθύμως, διστακτικώς, αναποφάσιστα
- ξελαιμιστό
- ντεκολτέ
- ξελογιάζω
- ξεμυαλίζω
- ξελογιασμένος
- ξεμυαλισμένος, εντυπωσιασμένος
- ξενιτεμός
- μετανάστευση, αποδημία, αποξενήτωση
- ξενόγλωσσος
- αλλόγλωσσος, αλλόθροος, ξενόφωνος
- ξενομανία
- ξενισμός
- ξένος
- έποικος, ετερόχθων, πρόσφυγας, ετερογενής
- ξενόφοβος
- αφιλόξενος, άξενος, φυγόξενος, δύσξενος
- ξεντεριασμένος
- απεντερωμένος
- ξεπεσμός
- παρακμή, υποβίβαση, κατάπτωση
- ξεσυνήθισμα
- απεθισμός, απομάθηση
- ξετσίπωτος
- αδιάντροπος, αναίσχυντος, ανερυθρίαστος
- ξεφάντωμα
- γλέντι, διασκέδαση, ειλαπίνη, ξέσκασμα
- ξεχασιά
- λησμονιά, λήθη
- ξηρασία
- ανομβρία, ανυδρία, αυχμός, άζα, αυονή
- ξίκικος
- λειψός, λιποβαρής, λισβός
- ξιπάζομαι
- υπερηφανεύομαι
- ξόδεμα
- δαπάνη, ανάλωση, ασωτία
- ξύγκι (ξίγκι)
- πάχος, λίπος, πιμελή, στέαρ
- ξυνωρίδα
- ζεύγος, δυάδα
- ξωτικός
- αλλόκοτος, παράδοξος, αλλότροπος
- ξώφαλτσα
- ξυστά
Ο
- όαση
- καταφύγιο
- οδοιπόρος
- ταξιδιώτης, στρατοκόπος, οδίτης, διαβάτης
- οδύνη
- θλίψη, λύπη, κατήφεια, ακηχεδών, πικραμός
- οδωδός
- δυσώδες, οζώδες, κατασεσηπός
- οθνείος
- επείσακτος, ξενικός
- οίδημα
- πρήξιμο, εξόγκωμα, έξαρμα, κανθύλη
- οίηση
- αλαζονεία, έπαρση, γαυρίαμα, υπεροψία, στρηνιασμός
- οικειοθελώς
- αυτοβούλως, εκουσίως, αυτοπροαίρετα
- οικείος
- φιλικός, συγγενικός
- οικείωση
- νοσφισμός (ιδιοποίηση, σφετερισμός, οικειοποίηση)
- οικητήριο
- ενδιαίτημα, κατοικία, κατάλυμα, ευναστήριο
- οικοκυροσύνη
- προκοπή, ευδοκίμηση
- οικουμένη
- υφήλιος, σύμπαν
- οικουμενικός
- παγκόσμιος
- οίκτος
- ευσπλαχνία, συμπάθεια, λυπημός, λύπη
- οικτρός
- άθλιος, αξιοθρήνητος, κακορίζικος, ευτελής
- οιμωγή
- θρήνος, οδυρμός, οικτισμός, κοπετός
- οιονεί
- ωσάν, ωσεί, δίκην
- οίστρος
- ερεθισμός, έμπνευση, θειασμός, κατοκωχή
- οκνηρός
- νωθρός, χαύνος, τεμπέλης, ράθυμος
- όλβιος
- ευτυχής, ευδαίμων, ευήμερος, εύκληρος, εύποτμος
- όλεθρος
- καταστροφή, αφανισμός, φθόρος, ώλεση, θράψη
- ολιγαρκής
- αυτοσυντήρητος, αυτάρκης, λιτόβιος
- ολιγοδεής
- ολιγαρκής, λιτόβιος
- ολιγωρία
- αμέλεια, αδιαφορία
- ολίσθημα
- γλίστρημα, παράπτωμα, αβλέπτημα
- ολοκαύτωμα
- εθελοθυσία, αυτοθυσία
- ολοκληρώνεται
- περατώνεται
- ολοκληρωτικά
- τελείως, παντελώς, ολοσχερώς, ολοτελώς
- ολομερής
- άρτιος, πλήρης, εντελής, ολοτελής
- ολονέν
- αενάως, εξακολουθητικά, μονίμως, παντοτινά
- ολονυχτία
- διανυκτέρευση, ξενύχτισμα, παννυχίδα
- ολοφυρμός
- θρήνος, οδυρμός, κωκυτός, κοπετός, στόνος
- ολωσδιόλου
- παντελώς, ολοκληρωτικώς
- ομήγυρη
- συνάθροιση, συνέλευση, συνεδρία
- όμιλος
- σύλλογος, σωματείο, συντροφιά
- ομίχλη
- αντάρα, καταχνιά, αχλύς, πούσι, όρφνη, κατσιφάρα
- ομογενοποίηση
- ομοιομορφοποίηση
- ομοθυμαδόν
- ομοψύχως, ομοφρόνως, ομοθύμως
- ομοιοτέλευτος
- ομοιοκατάληκτος
- ομόνοια
- σύμπνοια, ομοφροσύνη, ομοψυχία, συναίνεση
- όμορος
- γειτονικός, πλησιόχωρος, κοντινός, πάροικος
- ομόσιτος
- ομόδειπνος, ομοτράπεζος, ομοδίαιτος
- ομότροπος
- ταυτότροπος, ομοιότροπος
- ομότροπος
- ομοήθης
- ομοφοβικός (ασαφές λήμμα)
- ετερόρροπος, ετεροφυλόφιλος [ομοφυλόφιλος=ομοσεξουαλικός]
- όμφακες
- αγουρίδες
- ομφαλοσκόπος
- μοιρολάτρης, μοιροκράτης
- ον
- υπαρκτό, υποστατό, ενυπόστατο
- όνειδος
- ντροπή, καταισχύνη, αίσχος
- ονειροπόλημα
- ρεμβασμός
- οξύς
- μυτερός, αιχμηρός, θηγός
- οπαδός
- ακόλουθος, θιασώτης
- οπίστατος
- ύστατος, έσχατος, τελευταίος, ολοϋστερος
- οπτασία
- όραμα, δόκημα, φαντασία, φάσμα
- οπωσούν
- μετρίως, λιγάκι, κάπως, κάμποσο
- οργάνωση
- σύλλογος, συνασπισμός
- οργίλος
- οξύθυμος, ευέξαπτος, χολώδης, ζάχολος
- ορθοδοξία
- ορθοπιστία, ορθογνωμία
- ορθολογιστικό
- έλλογο
- οριενταλιστικός
- ανατολιστικός
- ορκάνη
- περίφραγμα, αιμασιά, μάνδρα, έρχατος
- ορυμαγδός
- φασαρία, βαβούρα, κοσμοβοή, τύρβη, σάλος
- οσημέραι
- καθημερινώς, πάντοτε, αείποτε
- οσονούπω
- συντόμως, ταχέως, καρπαλίμως
- οσφυοκαμπτισμός
- δουλοφροσύνη, ραγιαδισμός
- οτρηρός
- ρέκτης, εργατικός, δραστήριος, χαλκέντερος
- ουδέποτε
- ποτέ, μηδέποτε
- ουδός
- κατώφλι, φλιά, βατήρας, βηλός, υπόθυρο
- ουμανισμός
- ανθρωπισμός, φιλευσπλαχνία
- ουσία
- επισημασία (=η βαθύτερη σημασία)
- ουσιώδης
- βασικός, θεμελιώδης, κεφαλαιώδης, ριζικός
- ουτοπία
- χίμαιρα, δόκημα
Π
- παγανιστής (παγανός)
- ειδωλολάτρης, αχρίστιανος
- παγγενής
- παντοίος, παντοειδής
- παγκοσμιοποίηση
- απεθνοποίηση, διεθνικότης
- πάθηση
- ασθένεια
- παθιάρης
- χτικιάρης, αρρωστιάρης
- πάθος
- επιθυμία
- παιδευτικός
- σωφρονιστικός
- πάκτωμα
- στερέωση, σταθεροποίηση
- παλαίφατος
- πολυθρύλητος, περιλάλητος, περίφημος
- παμψηφεί
- ομοφώνως
- πανδαμάτωρ
- καταστροφεύς, ολετήρ, δαμαστής
- πανοικεί
- οικογενειακώς, φαμιλιακώς
- πανοπλία
- παντευχία, αρματωσιά
- πανούργος
- πονηρός, απατεώνας, αλείτης=απατεών
- παντογνωσία
- πανεπιστημοσύνη
- παντοίος
- πολυειδής, ποικίλος, παντοδαπός, λεγνώδης
- παραβίαση
- αθέτηση
- παραγιός
- υπηρέτης
- παραγραφή
- απάλειψη
- παραδούχος
- λεφτάς, παραλής, πλούσιος, αφνειός
- παραδοξότητα
- εξωφρενικότητα, αλλοκοτιά
- παραδρομή
- απροσεξία
- παραίτηση
- αποχώρηση
- παρακάλια
- ικεσία, δέηση, δυσώπηση
- παράκρουση
- παραλογισμός
- παρακώλυση
- παρεμπόδιση, κράτημα, επίσχεση
- παραλήπτης
- αποδοχέας
- παραλλαγή
- διαφοροποίηση
- παραλληλία
- αντιστοιχία
- παράλληλος
- αντίστοιχος, ομόλογος, ανάλογος
- παραμύθια
- ψευδολογίες, πλαστολογίες, ψευδομυθίες
- παράξενος
- αλλόκοτος, ιδιόρρυθμος, παραφύσικος
- παρασκηνιακός
- κρύφιος, μυστικός
- παρατείνω
- διαιωνίζω
- παρείσφρηση
- παρείσδυση
- παρέκει
- παραπέρα, μακρότερον, αλαργότερα
- παρελκόμενα
- συρόμενα, ρυμουλκούμενα
- παρέμβαση
- μεσολάβηση, μεσιτεία
- παρεμπιπτόντως
- παρενθετικά, εμβόλιμα, ενδιάμεσα
- παρέμφαση
- υποδήλωση
- παρεπόμενος
- συνακόλουθος
- παρευθύς
- αμέσως, παραχρήμα, ακαριαία, αυτίκα
- περιθώριο
- κενό
- παροδικός
- πρόσκαιρος, προσωρινός, περαστικός
- παρόμοιος
- παρεμφερής, παραπλήσιος, προσείκελος
- παρόρμηση
- παρακίνηση
- παρρησία
- ευθυρρημοσύνη
- παρυφές
- όρια, άκρα
- πάτρια
- παραδόσεις, έθιμα, προγονικά
- πάτριος
- πατροπαράδοτος
- πατρονάρισμα
- ετεροκατεύθυνση
- παυσίλυπος
- παυσώδυνος, καταπραϋντικός, ακεσίπονος
- πάφλος
- τσίγκος, ψευδάργυρος
- πειρασμός
- σκανδάλισμα, κόλασμα
- πείσμα
- ισχυρογνωμοσύνη, επιμονή, αδιατρεψία
- πέμψη
- στάλσιμο
- πενιχρός
- φτωχός, γλίσχρος, ανεπαρκής, ολίγος
- πεποιθήσεις
- αντιλήψεις, δοξασίες
- πεποίθηση
- βεβαιότητα, πίστη
- περάτωση
- τελείωμα, μπίτισμα, περαίωση
- περίγελος
- κορόιδο
- περιδιάβαση
- βολτάρισμα, σεργιάνι
- περίεργα
- παράξενα, ακατανοήτως, ανεξήγητα
- περιήγηση
- τουρισμός
- περικαλλής
- πανέμορφος, πανώριος, υπερκαλλής
- περιληπτικός
- συνοπτικός, συγκεφαλαιωτικός
- περιοδικώς
- σπανίως, ενίοτε, αραιά
- περίπυστος
- ονομαστός, περίφημος, περιφανής
- περίσσιος
- άφθονος, υπεραρκετός, πλήθιος, μπόλικος
- περιστάσεις
- συγκυρίες
- περιστατικά
- συμβάντα, γεγονότα
- περιφανώς
- καταφάνερα, ολοφάνερα
- περίφοβος
- περίτρομος, περιδεής, δειδήμων
- περιχαρής
- κεφάτος, περιγηθής, ευδιάθετος, άσμενος
- περιώνυμος
- πολυθρύλητος, περιλάλητος, λαοθρύλητος
- πεστιμάλι
- ποδιά, περίζωμα, μπροστέλα
- πέτσινος
- δερματένιος, τομαρένιος
- πιθανός
- ενδεχόμενος, αληθοφανής, ευλογοφανής
- πιστρώνομαι
- καθηλώνομαι, στρογγυλοκάθομαι
- πλάθω
- διαμορφώνω
- πλαίσιο
- περιορισμοί
- πλάνη
- απάτη, δολοπλοκία, μαγγάνευμα, ξεγέλασμα
- πλάτος
- φάρδος, εύρος
- πληθυντικός
- πληθωρικός, περιεκτικός, αυξητικός
- πληθωρισμός
- αφθονία, πλεόνασμα, περίσσευμα
- πλήρης
- γεμάτος, μεστός
- πληρότητα
- γέμισμα, μεστότητα
- πλησιφαής
- φωταγωγημένος, κατάφωτος, ολόφωτος
- πλησμονή
- αφθονία, περίσσευμα, κορεσμός
- πλιθάρι
- ωμόπλινθος
- πλουτοπαραγωγικός
- πλουτοφόρος, γόνιμος
- πνευματικός
- διανοητικός
- πνευματώδης
- αγχίνους, αγχίφρων, οξύνους
- ποθεινός
- επέραστος, ιμερτός, επιθυμητός
- ποινή
- τιμωρία, κολασμός, θωή, εκδίκηση, επιτίμιο
- πολιτικάντης
- δημοκόπος, δημαγωγός, λαοπλάνος
- πολιτικαντισμός
- δημοκοπία, δημαγωγία
- πολιτισμός
- πρόοδος, πρόκομμα, ανέλιξη
- πολύβουος
- θορυβώδης
- πολύγνωρος
- πολύπειρος, πολυϊδμων, πολυμαθής
- πολυγύρευτος
- περιζήτητος
- πολυδιάσπαστος
- κατακερματισμένος
- πολυθρησκεία
- πολυθεΐα
- πολυπληθείς
- πάμπολλοι, αναρίθμητοι, αμέτρητοι, αρίφνητοι
- πολυπολικός
- πολυδιάστατος, πολυμέτωπος, πολυμελής, πολύκλαδος, πολυφυής
- πολυπολικότητα
- ανομοιομέρεια
- πολυπολιτισμός
- πολυφυλετισμός, πολυεθνοτισμός
- πομπές
- αίσχη, ατιμίες, ανομίες, αδικίες, απρέπειες
- πονίδια
- άλγη, νυγμοί, σφάχτες, αλγηδόνες
- πορεία
- όδευση, περπάτημα, βάδιση
- πόρισμα
- συμπέρασμα
- πόρρω
- μακράν, αλάργα, εκάς, τήλε, τήλοθι
- πορτοφολάς
- ελαφροχέρης, βαλαντιοτόμος
- πρανές
- πλαγιά, κλιτύς, πλεύρωμα, κατωφέρεια
- πράος
- ήπιος, γλυκύς, ευηπελής, μειλίχιος
- πρεσβυγενής
- παλαιγενής, αρχαιόγονος, παλαιόγονος
- πρηνηδόν
- πρόμυτα, μπρούμυτα, ταπίστομα, καταπίμυτα
- προαίρεση
- πρόθεση
- προαιρετικός
- εκούσιος, θεληματικός, ακατανάγκαστος
- προάλλες
- προγενέστερα, πρωτύτερα, πρότερον
- προγυμναστής
- προπονητής, αλείπτης, παιδοτρίβης
- πρόβα
- δοκίμασμα
- προβατοβοσκός
- τσομπάνος, ποιμένας, ερρηνοβοσκός [βοσκός=βοτήρ, βώτωρ]
- προβολή
- προεξοχή, προέκταση, υπεροχή
- πρόβολος
- έπαλξη, προμαχώνας
- προδιάθεση
- κλίση, ροπή
- προδότης
- τσασίτης
- προεκθετικός
- προοιμιακός, προεισαγωγικός
- προέκταση
- μήκυνση
- προεργασία
- προετοιμασία
- προθεσμία
- διορία
- προθύμως
- ευχαρίστως, ασμένως, προφρόνως
- προκαταρκτικός
- προπαιδευτικός, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός, προκαταστατικός, προετοιμαστικός
- προκλητός
- κατευθυνόμενος
- προκοπή
- πρόοδος, ευδοκίμηση, χαϊρι, επίδοση
- προλετάριος
- μεροκαματιάρης, δουλευτής
- προληπτικός
- δεισιδαίμων
- πρόοδος
- προκοπή, ευδοκίμηση, επίδοση, προαγωγή
- προοπτική
- προσχεδιασμός, πρόβλεψη, ενδεχόμενο
- προορισμός
- σκοπός, αποστολή
- προπετής
- ιταμός, θρασύς, λαπιστής, αυθάδης, λιρός
- προπομπός
- προαπεσταλμένος
- προσανατολισμός
- ενημέρωση
- προσέγγιση
- πλησίασμα, πρόσβαση
- προσεγμένος
- περιποιημένος, φροντισμένος
- προσευχή
- δυσώπηση (Βλέπε λέξη)
- προσηλωμένος
- αφοσιωμένος, προσκολλημένος
- πρόσθεν
- προηγουμένως, πρότερον, πρωτύτερα
- πρόσκαιρος
- εφήμερος, προσωρινός, βραχυχρόνιος
- προσπάθεια
- επιχείρηση, δοκιμή, απόπειρα
- προσποιητός
- υποκριτικός, πλαστός, αφύσικος
- προσπορισμός
- πρόσλημμα, πρόσκτηση
- πρόσφατος
- φρέσκος, νωπός, διερός
- προσφέρνει
- προσομοιάζει
- προσχέδιο
- προεικόνιση, προτύπωση
- προσωπικό
- ατομικό
- πρωταίτιος
- πρωτουργός
- προτυποποίηση
- μοντελοποίηση
- πρότυπος
- τέλειος, υποδειγματικός, αψεγάδιαστος
- προφανής
- ολοφάνερος, πασιφανής
- πρώιμος
- πρόωρος, προφαντός
- πρωτογονισμός
- απολιτευσιά
- πρωτοπόρος
- σκαπανέας
- πρωτυτερινός
- παρωχημένος, περασμένος
- πτυχή
- ζαρωματιά, φαρκίδα, δίπλα
- πυθμήν
- πάτος
- πυκασμός
- δασύτητα, πυκνότητα
- πύκτης
- πυγμάχος, παγκρατιαστής, γροθιστής
- πυροδότηση
- ανάφλεξη
- πυρρός
- ξανθοκόκκινος
Ρ
- ράβδος
- μαγκούρα, μπαστούνι, σκήπτρο, βάκτρο
- ραγάδα
- ρωγμή, σχισμή, ρήγμα, χάσμα, ρωχμός
- ραγδαίος
- ορμητικός, απότομος, ακατάσχετος
- ράδιος
- ευκατόρθωτος, εύκολος, ευχερής
- ραδιούργος
- μηχανορράφος, δολοπλόκος, δολόφρων
- ράθυμος
- οκνηρός, νωχελικός, τεμπέλης
- ραιβός
- στρεβλός, φολκός, σκαμβός
- ραϊδινός
- λυγερός, λεπτός, ευμήκης, στενόμακρος [δολιχόδειρος/μακροτράχηλος]
- ρακένδυτος
- κουρελής, ρακοφόρος, κακοείμων
- ράμμα
- νήμα, κλωστή, μίτος, μήρινθος, ίνα
- ραστώνη
- τεμπελιά, νωχέλεια, μουργέλα, ακαμασιά
- ράτσα
- φυλή, γένος
- ρεζιλίκι
- γελοιοποίηση, διασυρμός, διαπόμπευση
- ρείθρο
- αυλάκι, ρυάκι, απορροή
- ρέκτης
- δραστήριος, τελεσφόρος, ενεργής, δραστικός
- ρεμούλα
- κλεψιά, διαρπαγή, φιλησία, φωρά
- ρευστός
- μεταβλητός, ασταθής, ναρός, ροώδης
- ρηξικέλευθος
- νεoτεριστής, ριζοσπάστης, καινοτόμος
- ρήτορας
- αγορητής, ομιλητής, δημηγόρος, λογιεύς
- ρητορικότητα
- ευγλωττία
- ρητορισμός
- μεγαληγορία
- ριζικό
- τύχη
- ρικνός
- ρυσός, πτυχωτός, ζαρωμένος
- ριχτός
- πεταμένος
- ρίψασπις
- λιποτάκτης, φυγόμαχος, ενδοτικός, φυγαίχμης [αμύντωρ=πρόμαχος]
- ρουσφετολογία
- χαριστικότητα
- ρουτινιέρικος
- πληκτικός
- ρύθμιση
- τακτοποίηση, διευθέτηση, διόρθωση, συντονισμός
- ρυθμός
- συμμετρία
- ρυπαρός
- βρόμικος, ακάθαρτος, κόπρειος, δυσώδης
- ρύπος
- βρομιά, πίνος, λίγδα, σπίλος, κηλίδα, λύμα
- ρυτίδα
- ζάρα, πτυχή, φαρκίδα
- ρωμαλέος
- δυνατός, εύρωστος, μυώδης, άλκιμος, ίφθιμος
- ρώμη
- δύναμη, ισχύς, αλκή, σθένος [ολιγοσθενής=αποκαμωμένος, μωλυρός]
- ρωμιοσύνη
- ελληνισμός
Σ
- σαλπάρω
- αποπλέω
- σαρδαναπαλισμός
- ηδονισμός, τρυφηλότης
- σαρδόνιος
- ειρωνικός, χλευαστικός, σαρκαστικός
- σάρμα
- σκουπίδι, σκύβαλο, απόρριμμα, κόρημα
- σαρώνω
- σκουπίζω
- σαφής
- εναργής, διαυγής, έκδηλος, καταφανής
- σάχνιασμα
- σάπισμα, μούχλιασμα, ευρωτίαση
- σβαρνιάρης
- ατημέλητος, ακατάστατος, άτσαλος
- σβαρνιστά
- συρτά, άγδην, ερπηστικώς, τραβηχτά, ελκηδόν
- σβέλτος
- ευκίνητος, ταχύς, αλέστος, λαιψηρός, ψαυκρός
- σέλα
- εφίππιο
- σηπεδών
- σάχνιασμα (βλέπε λέξη)
- σιγανά
- αθόρυβα, ησύχως, σιωπηλώς, ακροποδητί
- σιμά
- κοντά, εγγύς, πλησίον, πέλας, πλάι, εμπελαδόν
- σιμός
- πλατσομύτης, πατσουρομύτης, πλατύρρινος [υπορρίνιον = μύσταξ]
- σιντριβάνι
- πίδακας, αναβρυτήριο
- σιτευτός
- καλοθρεμμένος, παχουλός, λαρινός, ζατρεφής
- σκαλάθυρμα
- προχειρολόγημα, σόφισμα, επινόημα
- σκαληνό
- ακανόνιστο, ανισόπλευρο, ασύμμετρο
- σκάμμα
- όρυγμα, τάφρος, λάκκος, κάπετος, βόθυνος
- σκάνδαλο
- καταδολίευση, φενακισμός, σούσουρο
- σκαπουλάρισμα
- διαφυγή
- σκαρφάλωμα
- ανεβασμός, αναρρίχηση
- σκάρωμα
- επινόηση, εφεύρημα, μηχάνευμα
- σκασμός
- μούγκα
- σκεπτικό
- αιτιολόγηση
- σκέτος
- αμιγής, ατόφιος, ακηράσιος, ακύλητος
- σκευώρημα
- απατεωνιά, ραδιουργία, μεθοδεία, λοβιτούρα
- σκοπιά
- παρατηρητήριο ή άποψη
- σκοπούμενο
- επιδιωκόμενο
- σκοταδισμός
- απαιδευσία
- σκουντιά
- σπρωξιά
- σκούπα
- σάρωθρο, όφελμα, κόρηθρο, παρασύστρα
- σκυθρωπός
- δύσθυμος, κατηφής, βαρύθυμος, σύννους
- σμπάρος
- πυροβολισμός
- σοδομισμός
- εκφυλισμός, αμοραλισμός, σατυρίαση
- σόλοικο
- ανάρμοστο
- σορός
- νεκροθήκη, νεκροκρέβατο, νεκροσέντουκο
- σουβλερός
- αιχμηρός, οξυβελής, μυτερός, κάρχαρος
- σούζα
- υποτακτικά, υπάκουα
- σποδός
- στάχτη, τέφρα, μαρίλη, ψοίθος, σπληδός, σπούρνη
- σπουδαίος
- σημαντικός, αξιόλογος
- σταμπάρισμα
- απεικόνιση, αποτύπωση, επισήμανση
- στανταρτισμός
- τυποποίηση
- στεγανός
- ερμητικός, αδιάβροχος, κλειστός
- στείρος
- άγονος, άκαρπος, άκυθος
- στενοκεφαλιά
- ανοησία
- στερκτός
- καλοδεχούμενος, αγαπητός, ευπρόσδεκτος
- στερνοπαίδι
- στερνογέννητο, οψίγονο
- στέρφος
- άφορος, άκαρπος, στείρος, άγονος
- στήθος
- κόρφος
- στημένο
- σικέ, προσχεδιασμένο
- στήριγμα
- ακουμπιστήρι, έρεισμα, υπόβαθρο, εδραίωμα
- στίβη
- πάχνη, πηγάς, πηγυλίς, τσιάφι
- στίγμα
- κηλίδα
- στοιχηδόν
- αραδιαστά (βλέπε λέξη)
- στοχαστικός
- μυαλωμένος
- στρεβλωτικός
- παραμορφωτικός
- στρέφος
- δέρμα, βύρσα, τομάρι, δορά, σκύτος, δέρας
- στωικός
- υπομονετικός, καρτερικός, απαθής, ψύχραιμος
- σύαγρος
- αγριόχοιρος, αγριογούρουνο, κάπρος, μονιός [συφορβός=χοιροβοσκός]
- συγκερασμένος
- αναμιγμένος
- σύγκρουση
- συμπλοκή, ρήξη, τρακάρισμα
- συγχώρηση
- συγγνώμη, σύγγνοια, άφεση
- συλαγωγία
- κλοπή, ληστεία, διαρπαγή
- σύληση
- λεηλασία
- συλλήβδην
- συνολικά, απαντάπασιν, αθρόως, μαζικώς
- σύλληψη
- πιάσιμο, κράτημα, τσάκωμα
- συλλογή
- μάζεμα, σύναξη, συνάθροιση, συγκέντρωση
- συλλογικός
- ομαδικός
- σύμβαση
- συμφωνία, διαθήκη, διομολόγηση, συνθήκη
- συμβεβηκός
- γεγονός, συμβάν, συντελεσθέν, διαπραχθέν
- συμβία
- σύζυγος, ταίρι
- συμβιότευση
- συνδιαίτηση, συνδιαμονή, συμβίωση
- συμβίωση
- συγχρωτισμός, συναγελασμός, συναναστροφή
- συμβολή
- συνεισφορά, συνδρομή, έρανος, ευεργεσία
- συμμορία
- σπείρα, φατρία
- συμπεριληπτικότητα
- συνυπολογισμός
- συμπίεση
- περίσφιξη
- σύμπλοκος
- συναρθρωμένος
- συμπολιτεύομαι
- συγκυβερνώ
- σύμπονος
- συνεργάτης
- συμφέρον
- όφελος, κέρδος, καζάντημα
- συμφυλέτης
- ομοεθνής, ομογενής, ομόφυλος, ομόγνιος
- συμψηφισμός
- συνυπολόγιση
- συνακόλουθος
- απότοκος, παρεπόμενος
- συναναστροφή
- συντροφιά, συγχρωτισμός, παρέα
- συναποδοχή
- συγκατάνευση, συγκατάβαση
- συνάπτομαι
- συνδέομαι
- συνάρμοση
- συναρμογή [αδιάρθρωτος=έξαρθρος, εκπαλής, ασυναρμολόγητος]
- συνάρτηση
- αλληλεξάρτηση
- συναφής
- παρόμοιος, σχετικός, παρεμφερής [απροσδιόνυσο=άσχετο, ασυναφές, αταίριαστο]
- συνδαιτυμόνας
- σύνδειπνος, συμπότης, ομοτράπεζος
- συνέκδημος
- συνοδοιπόρος
- συνέποχος
- συνεπιβάτης, συνταξιδιώτης
- συνεργασία
- κοινοπραξία, σύμπραξη
- σύνεση
- ορθοφροσύνη, ευβουλία, ευθυκρισία
- σύνευνος
- σύζυγος, ομοκοίτης, σύγκοιτος, σύλλεκτρος
- συνεχώς
- επαλλήλως, αδιακόπως, ασταμάτητα
- συνήθεια
- έξη, έθος
- σύνθετος
- πολλαπλός, πολυδαίδαλος, πολύπλοκος
- σύνθεση
- συγκρότηση, συναρμογή, διάρθρωση, σύνταξη
- συνιδιοκτησία
- συγκυριότητα
- συνονθύλευμα
- σύμφυρμα, σύγκραση, αχταρμάς
- συντελεστής
- παράγοντας
- συνώθηση
- στρίμωγμα, σκοτωμός, συνωστισμός
- συνώνυμο
- ταυτώνυμο
- συνοδοιπόρος
- συνοδίτης, συνταξιδιώτης
- συνοίκηση
- συγκατοίκηση
- συνομολόγηση
- συναποδοχή
- συνοπτικός
- περιληπτικός, συγκεφαλαιωτικός
- συνοχή
- ενότητα, συνάφεια, σύναψη
- σύντρεξη
- σύναρση, στήριξη, συνεπικουρία, βοήθεια
- συντυχία
- σύμπτωση, συγκυρία
- συνυπαίτιος
- συνυπεύθυνος, συνυπόλογος
- συνύπαρξη
- συνυπόσταση
- συσσίτιο
- ευωχία, φαγοπότι, συμπόσιο
- συστάδα
- πλέγμα, συγκρότημα
- συστάδην
- συσταδόν, κοντά, πλησίον, δίπλα
- σύσταση
- συμβουλή
- συστολή
- ντροπή, αιδημοσύνη, αιδώς, αισχυντηλία [αναστολή=διακοπή, πάγωμα]
- συσχέτιση
- σύγκριση
- συχνός
- διαρκής, αλλεπάλληλος, απανωτός, θαμινός
- σφαγάδα
- λαιμητόμος, γκιλοτίνα, καρμανιόλα
- σφαιρικός
- στρογγυλός
- σφάλμα
- αμάρτημα, αλίτημα, αβλεψία, λάθος, αλόγημα
- σφιχτός
- τσιγκούνης, φιλάργυρος, ερασιχρήματος
- σφλιτζουρίζω
- εκσφενδονίζω, εκτοξεύω, σφεντουράω
- σφοδρός
- ορμητικός, βίαιος, ακατάσχετος, δριμύς
- σφούρλα
- σβούρα
- σφρίγος
- δύναμη, ζωηράδα, σερπετιά, ευρωστία
- σχέδιο
- πλάνο
- σχεδόν
- περίπου, κοντά, έγγιστα, ωσπεράν
- σχετλιασμός
- γογγυσμός, μεμψιμοιρία, βαρυγκομιά
- σχηματισμός
- μορφοποίηση
- σχολαστικός
- τυπικός
- σχόλη
- αργία, απραξία, απραγμοσύνη, ρεπό, κατσιό
- σχόλια
- υπομνήματα, ερμηνεύματα
- σχολιαρούδι
- μαθητούδι
- σώος
- αβλαβής, αλώβητος, απήμων, αρτεμής, ακέραιος
Τ
- ταγός
- ηγεμόνας, κάρανος, άρχων, κυβερνήτης
- τακλάς
- κυβίστηση, τούμπα, κουτρουβάλιασμα
- τακτοποιώ
- διευθετώ
- ταλανισμός
- ταλαιπωρία
- τάλας
- άθλιος, ταλαίπωρος, δυστυχής, δεινοπαθής
- τάξη
- συγύρισμα, τακτοποίηση
- ταπεινός
- μετριόφρων, ταπεινόφρων, άτυφος, σεμνός
- τάπητας
- χαλί, στρώμα, επικάλυμμα, επιβόλαιο
- ταραχή
- ανησυχία, σύγχυση, αναφυρμός, θορύβηση
- τάρπη
- κοφίνι, καλάθι, μύρσος, σώρακος, κόφα
- τάση
- έφεση
- ταυτότητα
- πανομοιότητα
- ταυτοχρόνως
- συγχρόνως, ισόχρονα, σύνωρα, συνάμα
- ταχιά
- αύριο, μελλοντικά, προσεχώς
- τάχος
- γρηγοράδα, γοργότητα, ταχύτητα, σβελτάδα
- ταχύτητα
- γρηγοροσύνη, σβελτοσύνη, ωκύτης, τάχος
- τέκνο
- παιδί, ωδίνημα, υιός, τέκος, γόνος
- τελειότητα
- πληρότητα, αρτιότητα
- τελεσίδικος
- οριστικός
- τελευταίος
- έσχατος, ύστατος, ουραγός, ακρινός
- τερατώδης
- υπερφυσικός
- τεχνητός
- φτιαχτός, σκευαστός, χειροποίητος, τευκτός
- τζερεμέτι
- ζημία
- τζιβαϊρικό
- τιμαλφές
- τζιτζιφιόγκος
- ρεκλαματζής, επιδεικτικός
- τζουρούτι
- ενοίκιο
- τιμαλφής
- πολύτιμος, ερίτιμος, ανεκτίμητος
- τέρψη
- ευχαρίστηση, ευφροσύνη, ηδονή, χαρμονή, χαρά
- τιθασεύω
- υποτάσσω
- τίναγμα
- σκαρθμός, σκίρτημα, αναπαλμός
- τιποτισμός
- νιχιλισμός
- τοιουτοτρόπως
- ούτως, έτσι, αύτως
- τομή
- κόψιμο
- τόπος
- μέρος, χώρος, περιοχή, θέση, μεριάς
- τορπιλισμός
- υπονόμευση
- τουναντίον
- αντίθετα, αντίστροφα, απεναντίας
- τουρλώνω
- τεντώνω, προβάλλω
- τρακαδόρος
- αμακατζής
- τράνταγμα
- διάσειση, δόνημα
- τραυλός
- ψευδός, τσεβδός, κικίμπας
- τράχηλος
- αυχένας, σβέρκος
- τραχύς
- σκληρός, βάναυσος, αμείλικτος, καρχαλέος
- τρήση
- τρύπημα, διάτρηση
- τριγμός
- πάταγος, κρότος, βρυγμός, βροντή
- τρόικα
- τριάδα, τριανδρία, τριαρχία
- τρομοκρατία
- φοβερισμός
- τροπαιούχος
- θριαμβευτής
- τροφή
- βρώση, κατάβρωμα, θοίνη, βορά
- τροχάδην
- δρομαίως, ταχέως, καρπαλίμως, αψά
- τροχίσκος
- δισκίο, χάπι, καταπότιο
- τρόχισμα
- ακόνισμα
- τροχοπέδη
- κώλυμα, εμπόδιο
- τρυφερός
- στοργικός, μειλίχιος, εγκάρδιος
- τσακίδια
- συντρίμματα, κομμάτια
- τσάκισμα
- θραύση, σπάσιμο, θρυμμάτισμα
- τσακίσου
- σπεύσε ή εξαφανίσου
- τσαλιμάκια
- τεχνάσματα, κόλπα
- τσίλικο
- γυαλιστερό, στιλπνό
- τσιφνιάρης
- καχεκτικός
- τσούζει
- θίγει
- τσουλούφι
- πλόκαμος, περτσές
- τσουχτερός
- δηκτικός, σαρκαστικός, πικρόγλωσσος
- τύχη
- πεπρωμένο, μοίρα, ειμαρμένη, αίσα, μοιρογράφημα
- τυχοδιώκτης
- αριβίστας
- τωρινός
- σημερινός, παροντικός, σύγχρονος, σύγκαιρος
Υ
- υβός
- καμπούρης, κυρτός, γρυπός, σγουμπός
- υβριστικός
- προσβλητικός, πειρακτικός, αυθάδικος
- υγίαινε
- έρρωσο
- υδατίδες
- σταγόνες, σταλαματιές, στραγγίδες
- ύδρα
- νερόφιδο
- υλακή
- γάβγισμα, αλύχτημα, κυνηλαγμός
- υλοτόμος
- ξυλοκόπος, ξυλοσχίστης, δρυοτόμος
- υπαινιγμοί
- υπονοούμενα
- υπακοή
- πειθάρχηση, συμμόρφωση
- υπάκουος
- ευπειθής, πειθαρχικός, συμβιβαστικός
- ύπαρξη
- οντότητα, υπόσταση
- υπένδυμα
- εσώρουχο, υποδύτης
- υπεράνω
- άνω, υψηλά, άνωθεν, ύπερθεν
- υπερβαλλόντως
- υπερμέτρως, υπεράγαν, κατακόρως
- υπερδεής
- αταρβής, άφοβος, αδείμαντος, ατρόμητος
- υπεροπτικός
- αλαζονικός, καταφρονητικός, κομπαστικός
- υπερφίαλος
- υπερόπτης, υπέροφρυς, υπέρφρων
- υπερφρόνηση
- περιφρόνηση, καταφρόνηση
- υπνηλία
- νύστα, γλάρωμα, αποκαρωμάρα
- υπνογόνος
- υπνοφόρος, κοιμιστικός, υπνικός, υπνωτήριος
- υποβολιμαίος
- ανειλικρινής, επίπλαστος, απατηλός
- υποβόσκει
- υπολανθάνει
- υπογραμμός
- υπόδειγμα, πρότυπο
- υποθήκες
- νουθεσίες, συμβουλές, οδηγίες, υποδείξεις
- υπόθεση
- θεωρία, σκέμμα, εξέταση, έρευνα, σκέψη
- υποκλοπή
- υφαρπαγή, υφαίρεση
- υποκριτής
- ηθοποιός, ανειλικρινής, διπλοπρόσωπος
- υποσκέλιση
- παραμερισμός
- υποτακτικός
- βοηθητικός, υπηρετικός, εθελόδουλος
- υποτύπωση
- απεικόνιση, σχεδιάγραμμα
- ύπουλος
- δόλιος, επίβουλος, κακομήτης, αλιτήριος
- υποχρεωτικά
- αναγκαστικά, ζόρλα, ετσιθελικά
- ύφεση
- υποχώρηση, χαμήλωμα, μείωση, ελάττωση
- υφήλιος
- οικουμένη, σύμπαν, στερέωμα, υπουράνιος
- ύψος
- ψήλος, ανάστημα, μπόι
Φ
- φαγώσιμος
- βρώσιμος, εδώδιμος, εδεστός, βρωτός, εδανός
- φαεινός
- φωτεινός, λαμπρός, γλαυρός, ακτινοβόλος
- φαιδρός
- προσχαρής, γελαστός, γηθόσυνος, γαλερός
- φαιός
- σταχτής, γκρίζος, τεφρόχρους, ψαρός, σπόδιος
- φακιόλι
- μπόλια, τσεμπέρι, μαντίλα, βαμπακέλα [χειρόμακτρο=μαντίλι]
- φαλκίδευση
- καταστρατήγηση, αθέτηση
- φάμπρικα
- τέχνασμα, κόλπο
- φανατικός
- αδιάλλακτος, ασυμφιλίωτος, ασυμβίβαστος
- φανερός
- ευδιάκριτος, εμφανής, αρίδηλος, κατάφωρος
- φανταστικός
- ανύπαρκτος, ανυπόστατος
- φαρέτρα
- βελοθήκη, ιοδόχη, σαϊτοθήκη, γωρυτός
- φάσγανο
- ξίφος, σπαθί, ακινάκης, άορ, ρομφαία
- φασίζουσα
- αντιδημοκρατική, δικτατορική
- φάσκωλος
- βαλάντιο, σακουλάκι, σακίδιο, πήρα, πουγκί
- φατικώς
- φλύαρα
- φαύλος
- κακός, αχρείος, αλιτρός, αφιλότιμος, πρόστυχος
- φειδωλός
- τσιγκούνης, ανεξόδευτος, οικονόμος, λίσχρος
- φενάκη
- απάτη, ψευτιά, πηνίκισμα, δόλος, πλάνη
- φενακισμός
- πλάνεμα, απατεωνιά, φήλωμα, ξεγέλασμα
- φερέγγυος
- αξιόπιστος, αξιόχρεος, επαρκής, εγγυητής
- φερέπονος
- καρτερικός, υπομονητικός, ταλασίφρων
- φευ
- αλίμονο, οϊμέ, αλιά, ουαί, παπαί, οίμοι
- φηγός
- βελανιδιά, δρυς
- φήμη
- διάδοση, κοινολόγηση, ψίθυρος
- φθέγμα
- ρήμα, λόγος, λέξη, φράση, λαλιά
- φθείρομαι
- καταστρέφομαι
- φθόνος
- ζήλια, άγη, συνεριά, κασκάντημα
- φιέστα
- πανηγύρι, γιορτή, σκολιανή
- φιλάργυρος
- τσιγκούνης, κνιπός, σφιχτοχέρης, φραγκοσυλλέκτης
- φιλαρέσκεια
- κοκεταρία
- φιλημοσύνη
- φιλοφροσύνη, ευπροσηγορία
- φιλόθεος
- ευλαβής, ευσεβής, θεουδής, θεοπειθής
- φιλόξενος
- εύξενος, ευτράπεζος, καλοκαλεστής
- φιλοπρόοδος
- προοδευτικός
- φιλότιμο
- συναισθηματικότητα, ευσυγκινησία
- φιλότιμος
- φιλόδοξος, γενναιόδωρος
- φιλοφροσύνη
- καταδεκτικότητα, ευπροσηγορία
- φιλύποπτος
- δύσπιστος, καχύποπτος
- φίτσουλας
- φαιδρός, γελοίος, καραγκιοζλίδικος
- φληναφηματολογία
- αερολογία
- φλήναφος
- φλύαρος, φαρφαλιάρης, ασώπαστος
- φλύκταινα
- φουσκάλα, φυσαλίδα, πομφόλυγα, πέμφιγα
- φοβέρα
- εκφοβισμός, απειλή, πτόηση, αρειά, ενειπή
- φόβητρο
- σκιάχτρο, μορμολύκειο, μπαμπούλας, ξιπαστήρι
- φονοκτόνος
- ανθρωποκτόνος, φονιάς, δολοφόνος
- φορά
- ορμή, προώθηση, κλίση, κίνηση
- φορεσιά
- ενδυμασία, αλλαξιά, στολή, αμφίεσμα, έσθημα
- φοροεπιδρομή
- φοροκαταιγίδα, φορομπηξία
- φορτικός
- δυσάρεστος, ενοχλητικός, επιβριθής
- φορτικοτητα
- οχληρότητα
- φουκαράς
- τάλας, δύσκληρος, αξιοθρήνητος, άραχλος
- φουσκομπούκης
- πρησκομάγουλος
- φούσκος
- χτύπημα, ράπισμα, δαρμός, κοπανιά
- φρεναπάτης
- πλανευτής, ξελογιαστής, εκμαυλιστής
- φρενήρης
- αλλόφρων, έξαλλος, ενθουσιώδης
- φρενίτιδα
- εξαλλοσύνη
- φρενώλης
- μανιακός, παράφρων, ασύνετος
- φρεσκάρισμα
- ανανέωμα
- φρέσκος
- πρόσφατος, νωπός, ποταίνιος
- φρονηματίας
- αλαζόνας, υπερήφανος, υψηλόφρων
- φρόνιμος
- συνετός, φραδής, νοήμων, αρτίφρων
- φρούδες
- ανύπαρκτες, μακρινές, χαμένες, περαστικές
- φρουρός
- φύλακας
- φρυγμός
- καβούρντισμα, φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο
- φτηνατζούρα
- προστυχάντζα
- φύλο
- λαός, έθνος, μιλέτι
- φύρδην
- ανάμεικτα, μίγδην, ανάκατα, αναμίξ, συμμιγώς
- φυτοζωώ
- κακοπερνώ
- φύτρα
- γένος, καταγωγή, ρίζα
- φωλιά
- νεοσσεία
- φωριαμός
- κιβώτιο
- φωταγώγηση
- φωταψία, φωτοχυσία, απαυγασμός
Χ
- χαβάς
- συνήθειο, έξη
- χαζός
- δύσνους, αμβλύνους, βλάκας, μικρόνους
- χαιρηδών
- ευχαρίστηση, ηδονή, χαιροσύνη, ηδοσύνη
- χαλαρός
- μπόσικος, ατέντωτος, ανειμένος, άτονος
- χαλεπός
- δυσχερής, δύσκολος, δυσήρης, δυσμαρής
- χαλκεύματα
- ψευδολογίες
- χαμάλης
- βαστάζος, αχθοφόρος, φορτοεκφορτωτής
- χαμερπής
- ποταπός, τιποτένιος, δυσπρεπής, ευτελής
- χάος
- άβυσσος, χαράδρα, χέραβος
- χάραγμα
- εντομή, εγκοπή
- χαρακιά
- εντομή, εγχάραγμα
- χαρακτήρας
- ήθος, πάστα
- χάρη
- προτέρημα, προσόν, προνόμιο, θέλγητρο
- χαρίζω
- προσφέρω, δωρίζω
- χαρισμένος
- δωρισμένος
- χάρμα
- ευχάριστο, ευφρόσυνο, ευάρεστο, γηθόσυνο
- χαρωπός
- ιλαρός, φαιδρόνους, εύθυμος, γηθαλέος
- χαφιεδισμός
- ρουφιάνεμα, κάρφωμα
- χαφιές
- σπιούνος, καταδότης, μαντατούρης, ρουφιάνος
- χειμωνιά
- κακοκαιρία
- χειρώνακτας
- χεροδούλης
- χέρσος
- ακαλλιέργητος, άγονος, δυσήροτος, ανόργωτος
- χθεσινός
- ψεσινός
- χίμαιρα
- ουτοπία, δόκημα, απείκασμα
- χλευασμός
- κοροϊδία, εμπαιγμός, σκορακισμός, σκώμμα
- χλευαστής
- εγγελαστής, είρων, σαρκαστής, περιγελαστής
- χλιδή
- πολυτέλεια, τρυφηλότητα, αβρότητα, ηδυπάθεια
- χλούνης
- σύαγρος (βλέπε λέξη)
- χοντροκέφαλος
- ελαφρόμυαλος, παχύνους, ευήθης
- χορηγία
- χρηματοδότηση
- χρειώδη
- απαραίτητα, αναγκαία, χρήσιμα, επωφελή
- χρεοκοπία
- φαλίρισμα,μπατίρισμα,πτωχεία,αχρηματία
- χρέος
- καθήκον, υποχρέωση, προσήκον, αρμόττον
- χρημοσύνη
- έλλειψη, ένδεια, σπάνις, ανεπάρκεια
- χρήση
- μεταχείριση
- χρήσιμος
- επωφελής, πρόσφορος, αποδοτικός, ωφέλιμος
- χρηστοήθεια
- καλοκαγαθία, αρετή, τιμιότητα, ακεραιότης, αδιαφθορία, αδιαφθαρσία, χρηστοτροπία
- χριστιανός
- χριστεπώνυμος, χριστολάτρης, φιλόχριστος
- Χριστός
- Μεσσίας, Θεάνθρωπος, Παντοκράτωρ
- χρονιάτικος
- ετήσιος, ενιαύσιος, έτειος, μονοετής, αυτοετής, χρονιαίος
- χρόνιο
- πολυκαιρινό, πεπαλαιωμένο
- χρονοτριβή
- καθυστέρηση, επιβράδυνση, χασομέρι
- χυδαίος
- αγενής, πρόστυχος, αγελαίος, χαμερπής
- χύδην
- ατάκτως, σωρηδόν, αδιακρίτως
- χωλός
- κουτσός, σκιμβός, νύσος, γυιός, χαλαίπους
- χωράφι
- αγρός
- χωριανός
- συντοπίτης, ομοχώριος, κωμήτης, χωρίτης
Ψ
- ψάλτης
- αοιδός, ραψωδός
- ψαρεμένος
- αλιευμένος
- ψεγάδι
- ελάττωμα, ατέλεια, μειονεξία
- ψεδών
- ψίθυρος, μουρμουρητό, ψέδυρος
- ψεκάδες
- ψιχάλες
- ψεκασμένος
- μυθοποιός, μυθοπλάστης
- ψέκτης
- τιμητής, επικριτής, κατήγορος, επιτιμητής
- ψεκτός
- κατακριτέος, αξιόμεπτος
- ψεύτικος
- κάλπικος, πλαστός, ψευδής, κίβδηλος
- ψευτοκουλτουριάρηδες
- ψευδεγγράμματοι, ψευτοδιανοούμενοι
- ψηλάφηση
- θωπεία, ψαύση, θίγημα, εγγισμός
- ψηλομύτης
- ακατάδεχτος, υπερόπτης, υπερήφανος
- ψηφοφόρος
- εκλογέας
- ψιάδα
- σταγόνα, σταλαματιά, ρανίδα, σταξιά
- ψιθυρισμός
- επίρρηση, κακορρημοσύνη, ψίθος
- ψιλός
- γυμνός, ακάλυπτος, ψεδνός, ψηνός
- ψιχία
- τρίμματα, ψίχουλα, ψάχαλα, ψάθεα
- ψόγος
- επιτίμηση, κατάκριση, επίρρηση, αποδοκιμασία
- ψοφοδεής
- δειλός, φοβητσιάρης, άτολμος, δειδήμων
- ψόφιος
- θνησιμαίος, νεκρός, λιπόβιος
- ψυχικό
- ελεημοσύνη, αγαθοεργία, ευεργεσία
- ψυχοφθόρος
- δηξίθυμος, δακέθυμος, θυμοδακής
- ψύχραιμος
- ατάραχος, ήρεμος, άθρακτος, αόργητος
- ψυχρολουσία
- απογοήτευση, απόγνωση, απελπισία
- ψωμοζήτης
- ζητιάνος,επαίτης,διακονιάρης,ζήτουλας
Ω
- ωγένιος
- αρχαιόγονος, παλαιόγονος, παλαιγενής
- ωγμός
- κραυγή, ιαχή, αλαλαγμός
- ώγμος
- βραγιά, πρασιά, ταχτάς
- ωδή
- τραγούδι, άσμα, ύμνος, μέλιγμα, μολπή
- ωδίνες
- κοιλοπονήματα, προσπόνια
- ωδινολύτης
- παυσίπονος, καταπραϋντικός, λαθιπήμων
- ωδίνω
- κοιλοπονώ
- ωδύζομαι
- μισώ
- ώδυση
- θυμός, οργή, μήνις, μένος, χόλος, ακροχολία
- ώθηση
- σπρώξιμο, σκούντημα, ώση, άμποσμα
- ωθητικός
- παρακινητικός, προτρεπτικός, ωστικός
- ωθισμός
- σύμπλεξη, σπρώξιμο, ωστισμός, ωσμός
- ωθώ
- σπρώχνω
- ωκεάνιος
- πελάγιος, θαλάσσιος, ενάλιος
- ωκίδες
- σκουλαρίκια, ενώτια, εγκλαστρίδια, ελλόβια
- ωκύδρομος
- ωκύπορος, ωκύμολος, ταχυβάμων
- ωκυεπής
- ταχύλογος, ταχύλαλος, ωκυλάλος
- ωκύμορος
- ολιγόζωος, βραχύβιος, μικρόβιος, ολιγόβιος
- ωκύπους
- ταχύπους, γοργοπόδαρος, δρομέας, ποδώκης
- ώλης
- ολέθριος, καταστρεπτικός, επιβλαβής, επιλωβής
- ωλίγγιος
- λίγος, βραχύς, μικρός
- ωλιτόφρων
- μωρός, ανόητος, άφρων, νηπιόφρων
- ωμηστής(ωμηστήρ)
- αδυσώπητος, κτηνώδης, θηριώδης
- ωμίζομαι
- επιβαρύνομαι, ωμοφορέω, κουβαλώ
- ωμιστής
- αχθοφόρος, χαμάλης, φορτοβαστάκτης
- ωμοβαστάζω
- κουβαλώ
- ωμοβορία
- ωμοφαγία, ωμοσιτία
- ωμοβόρος
- σαρκοφάγος, ωμοφάγος, θηρότροφος
- ωμόθυμος
- σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος, άσπλαχνος
- ωμόνους
- σληρόκαρδος, άσπλαχνος, ωμόθυμος
- ωμοργής
- σκληρός, ωμόφρων, άτεγκτος, νηλεής
- ωμός
- άψητος, αμαγείρευτος, άνεφθος, άπυρος
- ωμόσιτος
- ωμοφάγος, σαρκοβόρος, ωμοβόρος
- ωμότητα
- βαρβαρότητα, βαναυσότητα, αγριοσύνη
- ωμότομος
- αγουροκομμένος
- ωμοφροσύνη
- σκληροκαρδία, απονιά, ασπλαχνιά
- ώναιος
- λυσιτελής, ωφέλιμος, χρήσιμος, επωφελής
- ωνητής
- αγοραστής, ωνήτωρ
- ώνια
- ψώνια, εμπορεύματα, προμήθειες, οδαία
- ωνούμαι
- αγοράζω [σορτάρισμα=αγοραπωλησία, π.χ. το σορτάρισμα μετοχών]
- ωοδόχη
- αβγουλιέρα, αβγοθήκη
- ωοειδές
- αβγοειδές, αβγουλωτό
- ωοπωλείο
- αβγοπωλείο, αβγουλάδικο
- ωπάζομαι
- κοιτάζω
- ώρα
- καιρός, χρόνος, στιγμή, περίσταση, εξηκοντάλεπτο[λυκάβαντες=έτη]
- ωραϊζω
- καλλύνω
- ωραιοπαθής
- αυτάρεσκος, νάρκισσος
- ωραίος
- καλλίμορφος, όμορφος, ευειδής, ειδάλιμος
- ωραιότητα
- ομορφιά, κάλλος, χάρη, κομψότητα
- ωραϊστής
- λιμοκοντόρος, επιδειξιμανής, επιδειχτικός
- ωρείον
- σιταποθήκη
- ωριαίνω
- καλλωπίζω
- ωριαίο
- εξηκοντάλεπτο, μονόωρο
- ωριμάζω
- μεστώνω
- ωρίμαση
- γίνωμα, μέστωμα, πλήρωση
- ωριμασμός
- ψώμωμα
- ώριμος
- γινωμένος, μεστός, δρυπεπής, φθασμένος
- ωριμότητα
- ορθοφροσύνη, ευβουλία, ευθυκρισία
- ωριοστάλαχτος
- πανεύμορφος
- ωρυγή
- ουρλιαχτό, μουγκρητό, σκούξιμο, βρυχηθμός
- ωρυγμός
- σκούξιμο, ούρλιασμα, ρέκασμα
- ωρυκτής (ορυκτής)
- σκαφεύς, σκαπανεύς
- ωρύομαι
- ουρλιάζω
- ωσάν
- ωσεί, οιονεί, δίκην, ωσπερεί
- ωσαύτως
- ομοίως, επίσης, προσεμφερώς, αναλόγως
- ώσμωση
- αλληλεπίδραση, αλληλοπάθεια
- ώστε
- επομένως, λοιπόν, όθεν
- ωστίζομαι
- ωθούμαι
- ωστόσο
- εντούτοις, μολαταύτα, όμως
- ωτακουστώ
- κρυφαγρικώ
- ωτειλή
- πληγή, τραύμα, λαβωματιά, έλκωση, τρώμα
- ωτοκωφώ
- βαριακούω
- ωφέλημα
- κέρδος, απολαβή, εισόδημα, μισθός, όφελος
- ωφέλιμος
- λυσιτελής, επικερδής, χρήσιμος
- ωφελώ
- βοηθώ
- ωχαδερφισμός
- νωθρότητα, χαυνότητα, αδιαφορία
- ώχου
- αλίμονο, φευ, οίμοι
- ωχρίας
- χλομιάρης, κιτρινιάρης
- ωχριώ
- χλομιάζω
- ωχρός
- χλομός, αχνός, κιτρινιάρης, θάψινος
- ωχροσύνη
- χλομάδα, κιτρινάδα
Πηγές
- λεξικό συνωνύμων | thetidiolarisa | Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
- Εργαλεία γνώσης για μαθητές, φοιτητές, διδασκάλους, καθηγητές | thetidiolarisa
Σε αυτόν τον ιστότοπο μπορείτε να βρείτε Λεξικό συνωνύμων, Λεξικό αντωνύμων, Συνώνυμα ρήματα, Αντώνυμα ρήματα, Αλφάλεξο αντιθέτων, Ετυμολογικό λεξικό, Λεξικό Αρχαϊκών χρόνων και πολλά άλλα!