δεν ξέρει πολλά λόγια,
σωπαίνει, ακούει κι όσα του λες
τα δένει κομπολόγια.
Και κάποιο βράδυ, πες, σαν χθες,
υψώνει το κεφάλι,
κι αστράφτουνε τα μάτια του
κι αστράφτει ο νους του πάλι.
Να `τος, περνάει αλύγιστος,
λαός της δικαιοσύνης
και πάει να σπείρει όλη τη γης
με στάρι κι άστρα ειρήνης.
Κι όπως περνάν κι όπως βροντάν,
μαδάει ο αγέρας ρόδα,
κι όπως περνάν κι όπως βροντάν,
μαδάει ο αγέρας ρόδα,
κι από τη λάσπη ξεκολλά
της ιστορίας η ρόδα,
κι από τη λάσπη ξεκολλά
της ιστορίας η ρόδα.
Και τούτο το περήφανο,
τ’ άμετρο ψυχομέτρι,
μόνη σημαία το φως κρατεί
μόνο σπαθί τ’ αλέτρι.
Να `τος, περνάει αλύγιστος,
λαός της δικαιοσύνης
και πάει να σπείρει όλη τη γης
με στάρι κι άστρα ειρήνης.
Κι ως πάνω τους
η Λευτεριά πάλλοντας ανατέλλει
φουσκώνει η άκρατη καρδιά του ανθρώπου
σαν καρβέλι