Έγινε πολλή συζήτηση για το βιβλίο γραμματικής του δημοτικού, τα φωνήεντα, τα σύμφωνα, τα γράμματα και τους φθόγγους (βλέπε εδώ). Όσα χρόνια δουλεύω (και δεν είναι λίγα), ένα κλασικό ερώτημα των γονιών αφορά στο εάν και πότε θα μάθουν τα παιδιά να λένε το αλφάβητο, να αναγνωρίζουν και να γράφουν τα γράμματα. Το αλφάβητο είναι ένα ακόμη ‘ποίημα’ που μπορούν να μάθουν εύκολα τα παιδιά, μια και έχουν τρομερή δυνατότητα αποστήθισης, αλλά δε σχετίζεται ούτε με την εκμάθηση της γλώσσας γενικά, αλλά ούτε και με τον εγγραμματισμό ειδικότερα. Τα παιδιά έχουν να διανύσουν πολύ και πιο σύνθετο δρόμο στη μετάβαση από τον προφορικό στο γραπτό λόγο (γραφή και ανάγνωση). Στο αριστερό μενού της σελίδας μας έχω αναρτήσει το πρόγραμμα του νηπιαγωγείου από το ΥΠΠΘ. Εκεί θα βρείτε αναλυτικά τον τομέα του προγράμματος που αφορά στη γλώσσα (2ο μέρος). Όμως, για όσους δεν έχουν το χρόνο να το διαβάσουν, θα ήθελα να επισημάνω κάποια σημεία που θεωρώ σημαντικά σχετικά με τον τομέα της γλώσσας.
Σε κάθε γνωστικό τομέα που δουλεύουμε, πρώτο μας μέλημα είναι να διαπιστώσουμε τι έχει κατακτήσει το παιδί μέχρι να έρθει στο νηπιαγωγείο, δηλαδή το γνωστικό του υπόβαθρο. Σχετικά με τη γλώσσα, το νήπιο έχει μάθει να μιλάει και έχει κατανοήσει τις βασικές λειτουργίες της γλώσσας. «Τα παιδιά μεταξύ τριών και τεσσάρων ετών έχουν αναπτύξει την ικανότητα προφορικού λόγου με συντακτική πολυπλοκότητα παρόμοια με αυτή του ενηλίκου», ‘Οδηγός Νηπιαγωγού’, σελ 108
Δεύτερο μέλημά μας είναι να αναζητήσουμε το λόγο για τον οποίο το παιδί πρέπει να μάθει κάτι, στην προκειμένη περίπτωση τη γλώσσα. Γιατί λοιπόν πρέπει να μάθει να γράφει και να διαβάζει; Για να ικανοποιήσει μία ανάγκη. Και ποια είναι αυτή η ανάγκη; Η ανάγκη της έκφρασης και της επικοινωνίας. Εν αντιθέσει λοιπόν με τις παλιές μεθόδους όπου το παιδί μάθαινε γιατί ‘έτσι έπρεπε’, στις σύγχρονες μεθόδους το παιδί μαθαίνει γιατί θέλει, γιατί έχει ανάγκη να μάθει. Έτσι, όχι μόνο έχει κίνητρο για να μάθει, αλλά και η γνώση δεν είναι ξεκομμένη από τη ζωή, κατά συνέπεια άχρηστη, αλλά συστατικό της στοιχείο. «Οι δραστηριότητες γραπτού λόγου που αναπτύσσονται πρέπει να συνδέονται με την αναζήτηση νοήματος και όχι με την καλλιέργεια επιμέρους δεξιοτήτων», ‘Οδηγός’, σελ 109.
Βάσει των προηγούμενων, οι στόχοι μας στο γλωσσικό τομέα είναι:
α) να εμπλουτίσουμε το λόγο του παιδιού, έτσι ώστε να εκφράζεται και να επικοινωνεί με μεγαλύτερη ευχέρεια
β) να αναδείξουμε την ανάγκη την οποία εξυπηρετεί η γλώσσα (προφορικός και γραπτός λόγος) και να εντάξουμε τη μάθηση στη λειτουργική της χρήση
γ) να δουλέψουμε την έννοια του συμβολικού (η γλώσσα είναι ένας συμβολικός κώδικας έκφρασης και επικοινωνίας που μεταφέρει νόημα)
δ) να βοηθήσουμε τη μετάβαση από τον προφορικό στο γραπτό λόγο ενισχύοντας την ‘αναδυόμενη γραφή και ανάγνωση’ και δημιουργώντας το κατάλληλο μαθησιακό περιβάλλον
ε) να φέρουμε το παιδί σε επαφή με τα έργα της λογοτεχνίας και της ποίησης, να εντάξουμε τα παιδιά στην τέχνη του λόγου, να αναπτύξουμε τη σχέση του με το βιβλίο
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν και να γράφουν στο δημοτικό και μόνο στο δημοτικό. Το νηπιαγωγείο κάνει όλη την προπαρασκευαστική δουλειά, η οποία είναι αναγκαία προϋπόθεση έτσι ώστε η μετάβαση να γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Μα γιατί να μη μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν από το νηπιαγωγείο; Γιατί εάν το νηπιαγωγείο αναλάβει το έργο του δημοτικού, τότε α) δεν θα κάνει το δικό του έργο (το οποίο είναι αναγκαίο όπως είπαμε), β) θα ‘κλέψει’ το έργο του δημοτικού και γ) θα κάνει αυτό το έργο με λανθασμένο τρόπο, αφού οι νηπιαγωγοί δεν έχουμε λάβει την απαραίτητη εκπαίδευση για να διδάξουμε αυτό το αντικείμενο.
Κάποια παιδιά που μεγαλώνουν σε πλούσια ως προς το γραπτό λόγο περιβάλλοντα, δηλαδή έχουν μεγάλες βιβλιοθήκες στο σπίτι (εξοικείωση), οι γονείς τους διαβάζουν καθημερινά βιβλία, περιοδικά ή εφημερίδες (πρότυπο), ή οι γονείς τους τούς διαβάζουν συχνά βιβλία, είναι έτοιμα να μάθουν να γραφή και ανάγνωση, ακόμη και από το νηπιαγωγείο. Για την ακρίβεια τα παιδιά αυτά μαθαίνουν να γράφουν και να διαβάζουν μόνα τους, γιατί θέλουν, γιατί έχουν ανάγκη να μάθουν. Αυτά ακριβώς τα κίνητρα και τα πρότυπα θέλουμε να δουλέψουμε στο νηπιαγωγείο για όλα τα παιδιά. Για αυτό διακοσμούμε έτσι την αίθουσα ώστε να εξοικειώνει τα παιδιά με τον γραπτό λόγο και το βιβλίο, για αυτό διαβάζουμε βιβλία και διαβάζοντάς τα δείχνουμε με το δάχτυλο ποια λέξη διαβάζουμε, για αυτό φτιάχνουμε τη δανειστική βιβλιοθήκη, όπως και τόσα άλλα.
Έτσι το έργο μας δεν κρίνεται από το πλήθος των φωτοτυπιών με γράμματα και λέξεις. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ εύκολο, μια και κυκλοφορούν στο εμπόριο αρκετά βιβλία των οποίων θα μπορούσαμε να βγάζουμε φωτοτυπίες που θα συμπλήρωναν τα παιδιά κάθε μέρα. Το έργο μας είναι πιο σημαντικό, πιο ουσιαστικό και πιο σύνθετο. Πολλοί ισχυρίζονται ότι κάποτε στα σχολεία μάθαιναν καλύτερα ελληνικά. Αυτό δεν είναι μόνο λάθος, αλλά και ψέμα. Πόσοι μάθαιναν; Και από αυτούς, πόσοι αγάπησαν τη γλώσσα; Τη γλώσσα που είναι πανέμορφη, είναι το μέσο έκφρασης και επικοινωνίας μας, το μέσο σκέψης και άρθρωσης του κόσμου μας. Εγώ αγάπησα τη γλώσσα μόνο όταν κατάλαβα πόσο σημαντική είναι στη ζωή μου, στην αυτοσυνείδηση, στη σχέση μου με τους άλλους ανθρώπους, στη γνώση του κόσμου μου. Μέχρι τότε τη θεωρούσα ένα καταναγκαστικό έργο! Αν η δουλειά μας στο νηπιαγωγείο συντελέσει ώστε να δημιουργηθεί αυτή η σχέση με τη γλώσσα, τότε το νηπιαγωγείο έχει πετύχει το σκοπό του.
«Η επιτυχία του νηπιαγωγείου
Εφόσον τα παιδιά τελειώνοντας το νηπιαγωγείο έχουν συνειδητοποιήσει την κεφαλαιώδη σπουδαιότητα της γραπτής γλώσσας για το σύγχρονο άνθρωπο και είναι έτοιμα να «αγωνισθούν» για να τη μάθουν, το έργο της προσχολικής εκπαίδευσης αξίζει να θεωρείται επιτυχημένο, ακόμη κι αν τυπικά το νηπιαγωγείο δεν έχει «διδάξει» στους μικρούς μαθητές του να γράφουν και να διαβάζουν. Κατανοώντας τη λειτουργία του γραπτού λόγου τα παιδιά αποκτούν το κίνητρο που χρειάζονται προκειμένου να υποστούν τους κόπους και τις δυσκολίες που προϋποθέτει η εκμάθηση της γραπτής γλώσσας», ‘Οδηγός’, σελ 110.
Αφήστε μια απάντηση