Το διήγημά μου “Πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου” δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο “Ελευθέριες Τέχνες” (εκδόσεις Διάνοια), Απρίλιος 2024, Επιμέλεια του Έρωτα το Κόκκινο & Νόρα Ξένου, σελ. 62-65.
Πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου
Διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη
Ήταν Ιούλης του 1995, μέρα ηλιόλουστη. Σηκώθηκα αχάραγα να καθαρίσω και να στολίσω το σπίτι, να σκουπίσω την αυλή, να μαγειρέψω. Ο αδερφός μου αγαπούσε το βυζάντι στον παραδοσιακό φούρνο. Έτσι λέμε στην Κάρπαθο το ψητό κατσίκι που μαγειρεύουμε συνήθως το Πάσχα, γεμιστό με πιλάφι, συκωτάκια, κρεμμύδι, σκόρδο, σάλτσα, αλατοπίπερο και μυρωδικά. Και χοντροκομμένες πατάτες. Είχα απ’ τα χαράματα κάψει τον φούρνο και είχα βάλει μέσα το ταψί. Είχα καλύψει το κρέας με δροσερά φύλλα λεμονιάς να μοσχομυρίζει.
Πενήντα χρόνια είχα να δω τον αδελφό μου. Ο Μανόλης με το τέλος του Μεγάλου Πολέμου είχε φύγει μετανάστης στην Αμερική, ν’ αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Τον ίδιο δρόμο είχαν πάρει πολλοί συγχωριανοί. Ήταν φτωχός ο τόπος μας, τον είχε ρημάξει κι ο πόλεμος. Μια ανάγκη ήταν το φευγιό. Πολλοί μετανάστες άφησαν τα κόκαλά τους στην ξένη γη. Άλλοι επέστρεφαν σακάτηδες και γέροι.
Έτσι κι ο αδερφός μου μετά από πενήντα χρόνια έκαμε απόφαση να επισκεφθεί το νησί του για ένα μήνα. Παλικαράκι είκοσι χρονών έφυγε, εβδομηντάρης γυρνούσε. Αυτά τα χρόνια επικοινωνούσαμε με γράμματα. Τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του τα ήξερα μόνο από φωτογραφίες. Η γυναίκα του ήταν συγχωριανή. Παντρεύτηκαν στην Αμερική.
Στο τελευταίο γράμμα μού έγραφε ότι λαχταρούσε να βρεθεί στα γνωστά λημέρια των παιδικών του χρόνων και να ξαναδεί το πατρικό μας σπίτι. Αυτό το σπίτι το κληρονόμησα εγώ, ως πρωτοκόρη, σύμφωνα με το έθιμο του νησιού μας. Πόσες αναμνήσεις έχει ο αδερφός μου εδώ!
Ο Μανόλης ήταν ο πιο ατίθασος απ’ όλα τα αδέρφια. Ο πιο τρελός. Ήμασταν δυο κορίτσια και πέντε αγόρια. Στα παιδικά μας χρόνια εμείς δεν είχαμε γνωρίσει Ελλάδα. Τα νησιά μας το 1912 τα κατάκτησαν οι Ιταλοί. Με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί στα 1943, ήρθαν οι Γερμανοί. Πιο άγριοι αυτοί, πιο αιμοβόροι. Ο Μανόλης έφυγε για την Αμερική στα 1946, με το τέλος του Πολέμου. Δεν ήταν εδώ να γιορτάσει την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.
Σας έλεγα πως ο Μανόλης «δεν άκουγε τιμονιού». Οι συμβουλές των γονέων μας έπεφταν στο κενό. Όλο με όπλα καταπιανόταν. Είχε τον τρόπο και τα έβρισκε. Μέσα στον μεγάλο κήπο μας έκρυβε πιστόλια, χειροβομβίδες, μπαγιονέτες, κράνη… Ο πατέρας τον μάλωνε, του έλεγε πως θα έβρισκε μια μέρα τον μπελά του και θα κατέστρεφε κι εμάς.
Η μάνα ανέθεσε σε μένα, ως πιο μεγάλη και πιο μυαλωμένη, ν’ ανακαλύψω πού έκρυβε τα όπλα. Τον παρακολούθησα. Πρόσεξα πως σκαρφάλωνε σαν αίλουρος συχνά στην πανύψηλη καρυδιά του κήπου. Ενημέρωσα τη μάνα. Ο πατέρας έστησε μια σκάλα και ανέβηκε. Σε μια κουφάλα του δέντρου βρήκε δυο περίστροφα και τρεις χειροβομβίδες. Οι κατακτητές είχαν βγάλει ανακοίνωση να παραδοθεί κάθε οπλισμός. Αν τα έβρισκαν κρυμμένα, κινδύνευε ο κάτοχός τους. Πήγαμε στο διοικητήριο και τα δώσαμε στους Γερμανούς. Είπαμε να γράψουν στα τετράδιά τους ότι τα παραδίνει ο Μανόλης μας. Αυτό τον έσωσε αργότερα.
Όταν ο αδερφός μου έμαθε πως μέρος του οπλισμού του είχε δοθεί στους κατακτητές, θύμωσε, φώναξε… Μα είχε κι άλλα. Δεν ήταν αφελής να χώνει όλα τα όπλα στο ίδιο σημείο. Τα είχα μοιράσει σε διαφορετικές κρυψώνες.
Ο Μανόλης από παλιά είχε συνάψει σχέσεις –δε θα τις έλεγα φιλίες· προδότης δεν ήταν να έχει φιλίες με τους κατακτητές– αρχικά με τους Ιταλούς, μετά με τους Γερμανούς στρατιώτες. Έκανε μαζί τους ανταλλακτικό εμπόριο. Έπαιρνε κρυφά απ’ το σπίτι μας λάδι, κρασί, σιτάρι, τυρί, μέλι και τα έδινε στους στρατιώτες. Εκείνοι του έδιναν σοκολάτες και τσιγάρα. Ο πατέρας ήταν ο πιο εργατικός άνθρωπος του χωριού. Χαράματα έφευγε για τα χωράφια, νύχτα γύριζε. Τίποτα δεν έλειπε απ’ το σπίτι μας. Τον καρπό του ιδρώτα του όμως δεν τον σώρευε για τους Ιταλογερμανούς. Γινόταν θεριό όταν διαπίστωνε την αφαίρεση προϊόντων απ’ το σπίτι και συχνά καταχέριζε τον γιο του. Μα είπαμε… ο Μανόλης «δεν άκουγε τιμονιού».
Μια μέρα κάποιος καταδότης –πολλοί ρουφιάνευαν εκείνα τα χρόνια– πήγε στο διοικητήριο και αποκάλυψε στους Γερμανούς πως ο αδερφός μου είχε κρυμμένα όπλα. Ήρθαν οι στρατιώτες στο σπίτι. Έψαξαν. Αν και δε βρήκαν όπλα, έσυραν τον αδερφό μου στη φυλακή. Πήγαν ο πατέρας και η μητέρα και διαμαρτυρήθηκαν. Είπαν πως ο Μανόλης είχε παραδώσει τα όπλα του. Έψαξαν τα τετράδιά τους, βρήκαν πράγματι το όνομα του αδερφού μου και τον άφησαν.
Μα ο Μανόλης δεν έβαλε μυαλό. Το Πάσχα του 1944 γλεντούσε με την παρέα του σ’ ένα σπίτι του χωριού που ήταν χτισμένο ψηλά. Από κάτω περνούσε ο κεντρικός δρόμος. Η νεολαία είχε πιει τα ποτά της, είχαν φέρει και όργανα, λύρες και λαούτα, και «εβίβα» και «στην υγειά μας», είχε ανάψει για τα καλά το γλέντι και είχε φουντώσει το κέφι. «Να είχαμε τώρα και κανένα βεγγαλικό να ρίχναμε για το καλό της μέρας!» είπε κάποιος. Όλοι κοίταξαν με νόημα τον Μανόλη. Εκείνος, ελαφρόμυαλος όπως ήταν, πήγε κι έφερε καμιά δεκαριά χειροβομβίδες. «Καλή Ανάσταση» ευχήθηκαν. Έβγαζαν την περόνη και πέταγαν τις χειροβομβίδες στον δρόμο. Το έφερε ο σατανάς να περνά εκείνη τη στιγμή το κουμάντο των Γερμανών. Έσκασε δίπλα τους μια χειροβομβίδα, πήραν τα θραύσματα τον επικεφαλής και τον τραυμάτισαν στο μπράτσο. Οι στρατιώτες συνέλαβαν τους διασκεδαστές και τους έσυραν στη φυλακή. «Μανόλη, αφού ήταν δικές σου οι χειροβομβίδες, πες πως μόνος εσύ τις έριχνες, μην μπλέξουμε όλοι» είπαν οι άλλοι. Αγαθιάρης και πονόψυχος εκείνος, πήρε πάνω του την ευθύνη. Μετά από μια δυο μέρες άφησαν τους άλλους, κράτησαν τον αδερφό μου. Όσο κι αν παρακάλεσε ο πατέρας κι αν έκλαψε η μάνα, οι Γερμανοί δεν τον αμολούσαν.
Δέκα μέρες μετά, αχάραγα, τον σήκωσαν απ’ το κρεβάτι, του έδωσαν ένα κασμά κι ένα φτυάρι, τον έβαλαν μπροστά και κίνησαν. Ρωτούσε, μα δεν του έλεγαν πού πήγαιναν. Άφησαν πίσω τους το χωριό και βγήκαν στα χωράφια. Τότε η πομπή συνάντησε μια άλλη ομάδα Γερμανών στρατιωτών που έρχονταν απ’ την πρωτεύουσα. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν ένας αξιωματικός με τον οποίο ο Μανόλης είχε κάνει εμπόριο παλιότερα. Ο αξιωματικός ρώτησε τον αδερφό μου. «Ξέρεις πού σε πάνε, Μανόλη;». «Ιδέα δεν έχω!» είπε. «Κακόμοιρε, για εκτέλεση σε πάνε. Με τον κασμά και το φτυάρι θα σκάψεις τον λάκκο σου, θα σε πυροβολήσουν και θα σε σκεπάσουν». Πάγωσε ο αδερφός μου, κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Τελικά γύρισαν πίσω. Η εκτέλεση ακυρώθηκε. Το εμπόριο και η φιλία του αδερφού μου με τον Γερμανό αξιωματικό τού έσωσε τη ζωή. Τον κράτησαν στη φυλακή ένα μήνα ακόμα και μια μέρα τον άφησαν.
Αυτά έφερνα στον νου μου όσο τον περίμενα. Πόσα χτυποκάρδια περάσαμε εξαιτίας του εκείνα τα χρόνια. Σκέφτηκα όμως πως τώρα μαζί με τα νιάτα θα έχει υποχωρήσει και η ορμή και η τρέλα του.
«Αδερφή!» γνώρισα τη φωνή του, που δεν είχε αλλάξει, μόνο ήταν πιο μπάσα, με μια δόση αμερικάνικου αλατοπίπερου στην προφορά της. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και μπήκε στην αυλής μου.
Άνοιξα την αγκαλιά μου και τον υποδέχτηκα. Μετά φίλησα τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, τ’ ανίψια μου. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου για τα χρόνια που έζησε μακριά μας. Μπήκε στο σπίτι. Το κοιτούσε και δε χόρταινε να το βλέπει. Πόσες αναμνήσεις έκρυβε εδώ! Μετά βγήκε στον κήπο. «Πού πήγε η καρυδιά;» ρώτησε. «Την κόψαμε πριν από τριάντα χρόνια. Έκρυβε τον ήλιο και δεν άφηνε τα δέντρα που ήταν στα πόδια της να προοδεύσουν!». «Κακώς!» είπε κοφτά.
Σε λίγο καθίσαμε στο τραπέζι. Το φαγητό ήταν έτοιμο, λαχταριστό και μυρωδάτο. Ο αδερφός μου έφαγε με μεγάλη όρεξη. Είπαμε, το βυζάντι ήταν το αγαπημένο του. Αφού χόρτασε, σηκώθηκε και βγήκε στον κήπο. Σκέφτηκα πως θα ήθελε να περπατήσει μόνος, να ξαναδεί τα μέρη που έπαιζε παιδί, να φρεσκάρει τη μνήμη μου. Δεν τον ακολούθησα. Εμείς μείναμε στο τραπέζι, πίναμε κρασί και κουβεντιάζαμε.
Ξαφνικά άκουσα πέτρες να κυλούν, σαν να έπεφτε ένας τοίχος. Βγήκα ανήσυχη να δω τι συμβαίνει. Είδα τον Μανόλη να γκρεμίζει με τα χέρια του τον ψηλό τοίχο, τρία μέτρα μπόι, που στήριζε την αυλή μου. «Τι κάνεις, αδερφέ; Τρελάθηκες; Γιατί γκρεμίζεις τον τοίχο μου;». «Ποιος τον έχτισε; Εδώ υπήρχε άλλος τοίχος, παλιός!» φώναξε. «Ήταν ετοιμόρροπος και πριν από χρόνια έβαλα μάστορα κι έχτισε δεύτερο τοίχο απέξω να στηρίζει και τον μέσα» του είπα. «Δηλαδή ο παλιός τοίχος υπάρχει πίσω απ’ τον καινούριο;» ρώτησε. «Υπάρχει!» είπα. «Τότε θα γκρεμίσω τον νέο, να φτάσω στον παλιό!» φώναξε με παράφορο ενθουσιασμό. «Τι λες, ρε παλαβέ; Θα μου γκρεμίσεις την αυλή;». «Πριν πενήντα χρόνια είχα κρύψει όπλα μέσα στον παλιό τοίχο. Τα θέλω!». Είδα κι έπαθα να τον απομακρύνω απ’ τον τοίχο μου.
Θυμήθηκα τη γιαγιά μου –σοφή γυναίκα– που έλεγε πως «πρώτα βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου και μετά το χούι του».
Ένα μήνα έμεινε ο Μανόλης στο νησί. Μέχρι να επιστρέψει στην Αμερική φύλαγα σκοπιά, μέρα και νύχτα, μην έρθει και γκρεμίσει τον τοίχο μου να γυρεύει τα πιστόλια του. Όταν έφυγε, ησύχασα.
[1]