Piazza Navona, Rome, Nadia Benois, 1896-1975
Του Νίκου Τσούλια
Όταν κάποιος γονέας ερχόμενος στο λύκειο για να μάθει για την εκπαιδευτική πορεία του παιδιού του αιτιολογεί την έλλειψη θάρρους του παιδιού του – και τη μη ενεργή συμμετοχή του στο μάθημα – στη ντροπαλότητά του, τότε εμφανίζεσαι λίγο – πολύ διχασμένος. Να εξάρεις αυτή τη ντροπαλότητα ή να την εξορκίσεις; Στις σημερινές εποχές του ανταγωνισμού, του θράσους και της προβολής η ντροπαλότητα εμφανίζεται ως απομεινάρι κάποιων άλλων εποχών και ο μαθητής / η μαθήτρια –εκφραστής της είναι μάλλον ένοχος / ένοχη.
Το να ντρέπεται κάποιος / κάποια σήμερα είναι δακτυλοδεικτούμενο, είναι παλιομοδίτικο. Αλλά αυτή η γενική έλλειψη της ντροπής είναι δείγμα κυνικότητας, είναι απόδειξη μειωμένων ή και ανύπαρκτων ευαισθησιών. Σήμερα είναι μια σπάνια εξαίρεση να κοκκινίζουμε, να νιώθουμε ότι είμαστε υπεύθυνοι για κάτι. Γιατί η έκφραση ντροπής όταν «δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος», δηλώνει ότι θέτουμε τον εαυτό μας στη διαδικασία της ευθύνης ίσως και της ενοχής για κάτι κακό, για το οποίο κανένας δεν εμφανίζεται να ευθύνεται.
Η προκαταβολική ενοχοποίηση του εαυτού μας μέσα από το συναίσθημα της ντροπής δηλώνει έναν σπάνιο ψυχικό κόσμο, δηλώνει ταπεινότητα και πνευματική ελευθερία. Αλλά πώς να απαιτήσεις να υπάρχει ντροπή στα παιδιά, όταν η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από φαινόμενα σχεδόν καθολικής παρανομίας και διαφθοράς; Πώς να διαπαιδαγωγήσεις και να υμνήσεις επί της ουσιώδους αξίας της ντροπής, όταν ο ντροπαλός σήμερα θεωρείται ανόητος και βλάκας από την κρατούσα εικόνα των ψεύτικων ειδώλων που έχουμε δημιουργήσει;
Βέβαια σε παλιότερες εποχές η ντροπή εμφανιζόταν και ως αρνητικό στοιχείο και προέκυπτε και από έλλειψη συναναστροφής, από ελλειμματικότητα κοινωνικών σχέσεων. Έτσι οι πιτσιρικάδες των παλιών δεκαετιών εξαφανίζονταν από το σπίτι τους, όταν ερχόταν κάποιος ξένος, γιατί ντρέπονταν. Και άμα έπαιρναν σιγά – σιγά θάρρος, τότε άρχιζαν να περιστρέφονται σε όλο και μικρότερους κύκλος μέχρι να ξαναμπούν στο σπίτι τους! Αναλογίζομαι όμως μήπως η ολική έκλειψη της ντροπής έχει επηρεάσει τη σημερινή «χοντρόπετση» επαγγελματική και δημόσια λειτουργία μας. Γιατί άραγε να μην ντρεπόμαστε μπροστά από την κλοπή του δημόσιου χρήματος, από τη φοροδιαφυγή, από τη διαφθορά και το χρηματισμό; Είναι άραγε μαγκιά και εξυπνάδα να μη λογαριάζουμε τους νόμους και τους κανόνες μιας ευνομούμενης κοινωνίας; Και καλά οι κλέφτες που ορμάνε με τα όπλα και ληστεύουν έχουν αυτοπροσδιοριστεί ως αντικοινωνικά και ως εγκληματικά στοιχεία και δεν μπορείς να επιζητείς απ’ αυτούς να αισθανθούν κάποια ντροπή. Αλλά όταν βλέπεις Υπουργούς, Δημάρχους, Συμβούλους, Δημόσιους υπαλλήλους, γιατρούς, μηχανικούς και ανθρώπους κάθε λογής επαγγέλματος να κατακλέβουν το δημόσιο χρήμα ή τον κόπο των φτωχών και ανήμπορων, τότε νιώθεις να τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα, ένα υπαρξιακό για μια κοινωνία ερώτημα: Δεν ντρέπονται που κλέβουν; Δεν αισθάνονται καμιά ενοχή; Το βράδυ δεν αναρωτιούνται καθόλου «μήπως δεν έκαναν καλά»; Τι λένε για τις κλοπές τους στα παιδιά τους;
Η ντροπαλότητα ως συναίσθημα μπορεί να συνορεύει και με τις περιοχές του φόβου, αλλά απορρέει κυρίως από ένα ψυχικό κόσμο αθωότητας και δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο την εξευγενισμένη συμπεριφορά και την κουλτούρα του σεβασμού. Μπορεί να είναι «είδος προς εξαφάνιση», αλλά έχει τέτοια μαγεία όταν τη συναντάς που χαίρεσαι γιατί είναι συστατικό στοιχείο καλοσύνης και αγαθού χαρακτήρα. Μπορεί να ενθαρρύνουμε κάπως περισσότερο το ντροπαλό μαθητή / τη ντροπαλή μαθήτρια, αλλά εξαίρουμε αυτή τη μοναδική ομορφιά και τη σπανιότητα της συμπεριφοράς τους. Γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αν στην κοινωνία μας είχαμε έστω και μικρά δείγματα ντροπής, αν επαινούσαμε την ντροπή, τότε θα είμαστε πιο ήσυχοι για το μέλλον που «μας επιφυλάσσεται».
Και θέλω να τονίσω ότι η ντροπή μπορεί να έχει και κάποιες αρνητικές όψεις αναστολής των πρωτοβουλιών μας ή και υποβάθμισης των ικανοτήτων μας και των δυνατοτήτων μας αλλά μακροπρόθεσμα και κατ’ ουσίαν – αν συνδυάζεται με την επίγνωση του εαυτού μας και με μια ισχυρή αυτοεκτίμηση – είναι στοιχείο προαγωγής των ουσιωδών φιλοδοξιών μας. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση ο άνθρωπος δεν στηρίζεται στη φενακισμένη προβολή του ούτε στο «φαίνεσθαι» των πραγμάτων και αργά ή γρήγορα η ουσία και η πραγματική αξία επιβραβεύονται.
Οι ντροπαλοί άνθρωποι μπορούν να δημιουργηθούν και από συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες αλλά και από τη διαμόρφωση της δημόσιας και κοινωνικής λειτουργίας τους. Οι άνθρωποι αυτοί βλέποντας συχνά την σχεδόν καθολική έλλειψη της ντροπής αισθάνονται δύο φορές ντροπή, μία ούτως ή άλλως για τον εαυτό τους και μία για τους άλλους. Όταν ένα παιδί κοκκινίζει για μια κακή πράξη που την έκανε κάποιο άλλο και ενώ το ξέρει αυτό κοκκινίζει για λογαριασμό του άλλου, δεν είναι αυτό το σκηνικό μια εικόνα θείου μεγαλείου και άφθαστης ομορφιάς;
Πηγή: anthologio.wordpress.com