Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού Fractal για τη δημοσίευση στο τεύχος 172 (14-05-2024) Δύο μικροδιηγημάτων μου: “Ακίνητα και σιωπηλά” & “Αφιονισμένο”. Διαβάστε τα στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Ακίνητα και σιωπηλά
Ξαφνικά, την ώρα που με νανουρίζει γλυκά ο Μορφέας κι ενώ έχω χαλαρώσει, ακούω τις βαριές λαχανιασμένες ανάσες τους. Μέσα στη βαθιά ησυχία της νύχτας ακούγονται ολοκάθαρα. Ταράζομαι και χάνω κάθε διάθεση για ύπνο. Με σβηστό το φως ανακάθομαι στο κρεβάτι μου και ερευνώ προσεκτικά το δωμάτιο προσπαθώντας να τα εντοπίσω μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Δεν μπορώ να διακρίνω τον όγκο και το σχήμα τους, μα ξέρω καλά πως βρίσκονται εδώ και πως με κοιτούν επίμονα, γιατί βλέπω τα μάτια τους που γυαλίζουν σαν της γάτας. Ακούω και τις ψιθυριστές φωνές τους, που ρωτούν το ένα τ’ άλλο για μένα, ποιος είμαι και τι γυρεύω εδώ. Παριστάνουν πως δεν ξέρουν πως αυτό το σπίτι μού ανήκει και πως το κατέχω με πλήρη και αποκλειστική κυριότητα. Διαθέτω σχετικούς τίτλους ιδιοκτησίας και συμβόλαια που αποδεικνύουν πως βρίσκομαι νόμιμα εδώ.
Θέλοντας να τα αιφνιδιάσω, σηκώνω αστραπιαία το χέρι μου, πατώ γρήγορα-γρήγορα τον διακόπτη στον τοίχο και ανάβω το φως. Μα εκείνα, σαν συνεννοημένα, σφαλίζουν όλα μαζί, ταυτόχρονα, τα μάτια τους, τόσο πεισματικά και πειστικά, σαν να μην είχαν ποτέ μάτια. Μένουν τελείως ακίνητα και σιωπηλά, για να με κάνουν να πιστέψω πως είναι άψυχα αντικείμενα, άκακα και αθώα. Αυτό το επαναλαμβάνουν συστηματικά κάθε βράδυ. Μα εγώ, που είμαι αρκούντως ευφυής και υποψιασμένος, δεν ξεγελιέμαι. Ξέρω πόσο ύπουλα είναι. Το κρεβάτι μου –ιδίως αυτό– είναι πολύ μα πολύ αιμοβόρικο. Είναι το πιο επικίνδυνο. Έχει τα μεγαλύτερα και τα πιο γουρλωτά μάτια απ’ όλα τα έπιπλα του υπνοδωματίου μου.
Αφιονισμένο
Σαν να το φοβέρισε ένα δηλητηριώδες φίδι –εγώ, όσο κι αν έψαξα, δεν εντόπισα πουθενά φίδι–, σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και χλιμίντρισε τρομαγμένο. Τινάχτηκε βίαια για να ξεφορτωθεί τον αναβάτη του, δηλαδή εμένα. Εγώ έγειρα μπροστά και πίσω∙ λίγο έλειψε να πέσω, μα την τελευταία στιγμή κατάφερα και κρατήθηκα στη ράχη του. Μετά άρχισε να καλπάζει σαν αφιονισμένο, ρίχνοντάς με μια στα δεξιά και μια στα αριστερά.
Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινα ένα σχοινί, κάτι σαν χαλινάρι. Το άρπαξα και το τράβηξα δυνατά. Εκείνο τότε φρέναρε απότομα, σήκωσε ψηλά τα μπροστινά του πόδια, χλιμίντρισε μια ακόμα φορά, ξεφύσησε δυνατά, έκανε σαν χαμένο τρεις βόλτες γύρω απ’ τον άξονά του και, εντέλει, ακινητοποιήθηκε δαμασμένο.
Εγώ ξεπέζεψα βιαστικά. Ήμουν πολύ αναστατωμένος. Φόρεσα πάνω απ’ τις πιτζάμες μου ένα παλτό μακρύ, που έφτανε ως τους αστραγάλους μου, έβαλα τα παπούτσια μου και βγήκα στην κρύα νύχτα να περπατήσω, ν’ αναπνεύσω καθαρό αέρα και να γαληνέψω την ψυχή μου.
Την ώρα που άφηνα το δωμάτιό μου, γύρισα προς τα πίσω και το κοίταξα για μια επιπλέον φορά. Φαινόταν εξουθενωμένο, ανάσαινε ακόμα βαριά, λαχανιασμένα. Ήξερα πως όταν θα επέστρεφα, θα το έβρισκα να κοιμάται ήσυχο, ασάλευτο, με το σεντόνι, την κουβέρτα και τα μαξιλάρια στρωμένα πάνω του, χωρίς να θυμάται καθόλου τ’ αποψινά καμώματά του.
Δεν είναι η πρώτη φορά, εξάλλου, που φέρεται έτσι αλλοπρόσαλλα και απαίσια το κρεβάτι μου. Έχω διαπιστώσει πως είναι πολύ άστατο και επιπόλαιο έπιπλο. Γι’ αυτό δεν το έχω καθόλου σε υπόληψη και δεν το κατατάσσω στα έπιπλα εμπιστοσύνης. Ποιος ξέρει τι εφιάλτες το βασανίζουν τις νύχτες και τρελαίνεται… και δε βρίσκει αναπαμό ούτε στον ύπνο του.
Έτσι αφιονισμένο που είναι, άντε εγώ να βρω τα βράδια ησυχία για να μπορέσω να κοιμηθώ πάνω στη ράχη του!
Αφήστε μια απάντηση