Ο Βασίλης Γεργατσούλης έρχεται μέσα από το καινούριο του μυθιστόρημα να μας κάνει να γελάσουμε αλλά και να προβληματιστούμε. Το μυθιστόρημά του, λοιπόν, που φέρει τον τίτλο «Μακαρόνια με… μακαρόνια» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24 γράμματα, βραβεύτηκε στον 34ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Π.Ε.Λ. Σήμερα έχουμε την χαρά να τον φιλοξενούμε στον χώρο μας και να συνομιλούμε μαζί του για τη μεγάλη του αγάπη, τη συγγραφή.
Ας τον αφήσουμε να μας ξεναγήσει στον συγγραφικό του κόσμο.
1) Ξετυλίγοντας το νήμα της συγγραφικής σου πορείας, θα ήθελα να το πάρουμε απ’ την αρχή και να μας πεις πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τη συγγραφή, καθώς και τους λόγους που αποφάσισες να αγγίξεις αυτή την τέχνη.
Β.Γ. : Κυρία Κανιώτη, ευχαριστώ για την πρόσκληση. Προφανώς δε σκέφτηκα μια μέρα «ας γίνω συγγραφέας» κι έγινα. Αυτό ήρθε ως κατάληξη μιας μακράς πορείας. Ξεκίνησα να γράφω τη δεκαετία του 1990. Οι πρώτες απόπειρες έγιναν στην έμμετρη ποίηση. Εκείνη την εποχή έπαιζα μπουζούκι κι έγραφα στίχους για να επενδύω τις μουσικές συνθέσεις μου. Το έτος 2000 ξεκίνησα το πρώτο μυθιστόρημά μου «Η Αναρά», που τυπώθηκε το 2005. Με την ιδιότητα του λαογράφου μελέτησα τη λαϊκή αφήγηση και το παραμύθι. Η σχέση μου με τα παιδιά (ως δάσκαλος) με έκανε να στραφώ στο παιδικό βιβλίο. Πειραματίζομαι σε νέα είδη ποιητικού και πεζού λόγου (χαϊκού, διήγημα, μικροδιήγημα…). Ο λογοτέχνης πρέπει να είναι ανήσυχο πνεύμα, να αφουγκράζεται τον κόσμο, να έχει ευαισθησίες, να πειραματίζεται σε νέα είδη και τρόπους γραφής.
2) Πόσο εύκολο θεωρείς ότι είναι για έναν συγγραφέα να αποτυπώσει στο χαρτί τα όσα γυροφέρνουν στο μυαλό του; Είναι κάτι που σε δυσκολεύει ή οι σκέψεις σου βγαίνουν αβίαστα και ακουμπάνε στις σελίδες σαν κάτι το απόλυτα φυσιολογικό;
Β.Γ. : Ο αναγνώστης βλέπει ένα τυπωμένο βιβλίο. Δε γνωρίζει στο παρασκήνιο πόσες ώρες, μέρες, μήνες αγωνίστηκε ο συγγραφέας για να αποτυπώσει σκέψεις και συναισθήματα και να ολοκληρώσει το κείμενό του. Τα μυθιστορήματά μου τα γράφω, τα σβήνω, τα ξαναγράφω, τα διαβάζω δεκάδες φορές. Σε κάθε ξαναδιάβασμα αλλάζω λέξεις, φράσεις, γκρεμίζω και ξαναχτίζω τη δομή, διορθώνω λάθη. Ίσως είμαι τελειομανής. Υπάρχουν στιγμές που η έμπνευση είναι μεγάλη και οι λέξεις κυλούν αβίαστα, υπάρχουν στιγμές που κάθε λέξη κερδίζεται μετά από επίπονη μάχη. Μόνο έτσι όμως ο συγγραφέας βελτιώνει τη γραφή του.
3) Έχεις κάποιες “δικές” σου ώρες, που θεωρείς περισσότερο γόνιμες από τις άλλες; Κάποιες που αφιερώνεις όλο σου το είναι στην πένα σου;
Β.Γ. : Δε γράφω συγκεκριμένες ώρες. Όποτε όμως γράφω, αφοσιώνομαι στη γραφή, ξεφορτώνω τα άγχη της καθημερινότητας απ’ την ψυχή μου. Γίνομαι αντικοινωνικός, μα έτσι πρέπει. Για να εισχωρήσω στον κόσμο των ηρώων της μυθοπλασίας, βγαίνω απ’ τον δικό μου κόσμο, φορώ τα δικά τους παπούτσια, τα δικά τους ρούχα, βλέπω τον κόσμο με τα δικά τους μάτια, βιώνω τα συναισθήματά τους. Μόνο έτσι η γραφή γίνεται αληθινή και πειστική.
4) Τι αποτελεί για σένα πηγή έμπνευσης, από πού αντλείς συνήθως ερεθίσματα; Ποιο είναι το έναυσμα που θα σε κάνει, ενδεχομένως, να τρέξεις στο χαρτί;
Β.Γ. : Μεγαλύτερη δεξαμενή θεμάτων μου είναι ο λαϊκός πολιτισμός, η παράδοσή μας, η λαϊκή λογοτεχνία. Κάποιοι διακρίνουν στο λογοτεχνικό μου έργο τον λαογράφο Γεργατσούλη. Όλα αυτά όμως πρέπει να έχουν και λογοτεχνική αξία.
5) Ερχόμαστε στην πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου σου «Μακαρόνια με.. μακαρόνια» από τις εκδόσεις 24 Γράμματα. Θα ήθελα να μας πεις τι πραγματεύεται η ιστορία που αφηγείσαι, τι θα διαβάσουμε αν πάρουμε το βιβλίο στα χέρια μας;
Β.Γ. : Το μυθιστόρημα «Μακαρόνια με.. μακαρόνια» είναι χιουμοριστικό. Είναι ο μονόλογος μιας λαϊκής αφηγήτριας που διαθέτει ανεπτυγμένη αίσθηση χιούμορ. Με πειρακτική διάθεση κρίνει τα πάντα : Τη μέθοδο που οι επιστήμονες συλλέγουν το υλικό τους, τα συνέδρια που οργανώνουν, τα βιβλία που τυπώνουν. Τους πολιτικούς και τις ψηφοθηρικές συμπεριφορές τους. Την κοινωνία που λοξοδρομεί στη νεοτερικότητα και στην ευκολία, αρνούμενη παραδοσιακές αξίες, το καταστάλαγμα πείρας γενεών και γενεών. Εκεί που γελάς, αρχίζεις να υποπτεύεσαι πως πίσω από τη χιουμοριστική φλυαρία της κυρίας Μελπομένης υπάρχει ουσία. Πως η αγράμματη αφηγήτρια μας διδάσκει τελικά. Τι; Η συνέχεια στο βιβλίο.
6) Θα ήθελα να μου μιλήσεις για τον ψυχισμό σου καθώς έγραφες το συγκεκριμένο βιβλίο αλλά και πόσο μεγάλη ήταν η έρευνα που έκανες ώστε να φτάσεις στην ολοκλήρωσή του. Σε δυσκόλεψε, ενδεχομένως, κάτι;
Β.Γ. : Η έρευνα για τη λαϊκή αφήγηση και το παραμύθι προηγήθηκε του βιβλίου και σχετίζεται με τις λαογραφικές σπουδές μου και τις επιτόπιες έρευνες καταγραφής πρωτογενούς υλικού στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, Κάρπαθο και σε άλλους τόπους (Πελοπόννησο, Θεσσαλία, Κρήτη, Νάξο…). Οι γνώσεις και η αγάπη μου για τη λαϊκή αφήγηση και το παραμύθι με έκαναν να γράψω το βιβλίο. Σε αυτό μιλώ με χιούμορ για θέματα επιστημολογικά, που θα τα καταλάβει και θα τα χαρεί και ένας αμύητος. Έγραφα και γελούσα ο ίδιος με τα καμώματα της κυρίας Μελπομένης. Αν δε γελάσει πρώτα ο συγγραφέας, δε θα γελάσει και ο αναγνώστης.
7) Υπήρξαν παράγοντες, πρόσωπα ή συγκυρίες, που σε ενέπνευσαν ώστε να γραφτεί το συγκεκριμένο έργο;
Β.Γ. : Για περισσότερα από δέκα χρόνια έκανα εκτεταμένη λαογραφική έρευνα. Γνώρισα λαϊκούς ανθρώπους και συνομίλησα μαζί τους. Οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι. Αγράμματοι, μα σοφοί. Φορείς της παραδοσιακής ηθικής, μεταλαμπαδευτές της παραδοσιακής γνώσης και πείρας. Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο με ήρωα έναν τέτοιο άνθρωπο. Αυτή είναι η κυρία Μελπομένη του μυθιστορήματός μου.
8) Ήταν σκοπός σου να περάσεις κάποια, ενδεχομένως, μηνύματα μέσα από αυτό το βιβλίο; Κάτι που θα ήθελες να κρατήσουν οι αναγνώστες σου από αυτό το αναγνωστικό ταξίδι;
Β.Γ. : Όπως είπα, εκεί που ξεκαρδίζεται ο αναγνώστης στα γέλια, ανακαλύπτει έκπληκτος πως πίσω απ’ την κουρτίνα του αστείου κρύβεται κάτι σημαντικό και ουσιαστικό. Τι μας διδάσκει η κυρία Μελπομένη, θα το ανακαλύψει ο αναγνώστης στο βιβλίο. Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένας μεγάλος μονόλογος. Ο διάλογος εμφανίζεται έμμεσα. Μεγάλος δάσκαλός μου ο Παύλος Μάτεσις. Οι θεατρικοί του μονόλογοι είναι τόσο δυνατοί, που ούτε στιγμή δε βαριέσαι να τους διαβάζεις. Είναι ένα στοίχημα αν θα βαρεθεί και ο δικός μου αναγνώστης να διαβάζει σε 144 σελίδες τον μονόλογο μιας ηλικιωμένης αγράμματης αφηγήτριας.
9) Ποιος είναι ο απώτερος σκοπός σου όταν γράφεις ένα βιβλίο; Η διαπαιδαγώγηση, η ψυχαγωγία ή απλά ένα μοίρασμα με τους αναγνώστες των όσων μπορεί να συμβαίνουν ενδόμυχά σου;
Β.Γ. : Ανάλογα με το θέμα, έχω διαφορετικές στοχεύσεις. Άλλοτε να προβληματίσω, άλλοτε να συγκινήσω, άλλοτε να μοιραστώ σκέψεις και συναισθήματα. Πάντα όμως χρησιμοποιώ τη μυθοπλασία ως δίαυλο επικοινωνίας, ως κουβέντα με τον αναγνώστη.
10) Πώς θα ήθελες να σε βρει το μέλλον; Σου αρκούν όσα έχεις ή πασχίζεις για κάτι παραπάνω;
Β.Γ. : Ως τώρα έχουν τυπωθεί 14 βιβλία μου. Αλίμονο αν πατούσα φρένο κι έλεγα πως αρκούν όσα πέτυχα. Αυτό θα ήταν εγκατάλειψη και παροπλισμός. Δε μου ταιριάζει κάτι τέτοιο. Θα απαντήσω με ένα αγαπημένο παραμύθι: Κάποτε ένας βασιλιάς έταξε σε έναν άτυχο ψαρά να του δώσει σε χρυσάφι το βάρος των ψαριών που θα έπιανε ψαρεύοντας απ’ το χάραμα ως το σούρουπο. Ο καημένος έπιασε μόνο το μάτι ενός ψαριού (το ψάρι ξαγκιστρώθηκε κι έμεινε στο αγκίστρι μόνο το μάτι του). Ο βασιλιάς έβαλε το μάτι στον δίσκο μιας ζυγαριάς κι έριξε ένα χρυσό κέρμα στον άλλο δίσκο, σίγουρος πως το κέρμα είναι βαρύτερο. Μα το μάτι ήταν πιο βαρύ. Μετά έριξε στη ζυγαριά ένα ολόκληρο πουγκί, μετά ένα σακί χρυσάφι… Πάντα το μάτι αποδεικνυόταν βαρύτερο. Μαζεύτηκαν οι σοφοί του βασιλείου να λύσουν το μυστήριο, γιατί ο βασιλιάς κινδύνευε να χάσει όλα τα πλούτη του. Ένας σοφός γέρος πήρε λίγο χώμα και πασπάλισε το μάτι. Αμέσως η ζυγαριά γύρισε. Ο βασιλιάς έσωσε το βιός του. Ο γέρος εξήγησε στον βασιλιά (και σε εμάς) ότι το μάτι του ψαριού συμβολίζει το μάτι του ανθρώπου, που είναι αχόρταγο κι όλο ζητάει περισσότερα. Μόνο όταν κλείσει για πάντα ο άνθρωπος τα μάτια σταματά να επιθυμεί. Αυτό δείχνει η «συμβολική ταφή» του ματιού με το χώμα που έριξε ο γέρος. Το παραμύθι μιλάει για την απληστία μας για υλικά αγαθά. Εγώ θα το χρησιμοποιήσω για το ανικανοποίητο του λογοτέχνη.
11) Τι να περιμένουμε να δούμε από σένα στο προσεχές διάστημα; Σταματάς ποτέ να δημιουργείς;
Β.Γ. : Το ίδιο με ρωτούν συχνά φίλοι και γνωστοί. Άλλοτε ασχολούμαι με μουσική, άλλοτε με ζωγραφική, με αγγειοπλαστική… Και πάντα με τη λογοτεχνία. Η απάντηση είναι «όχι, δε σταματώ ποτέ». Η δημιουργικότητα είναι ευλογία και ταυτόχρονα κατάρα να μη σταματάς ποτέ να σκέφτεσαι, να πειραματίζεσαι, να δοκιμάζεις… Θα αποκαλύψω λοιπόν ότι έχω γραμμένα, αδημοσίευτα, δυο νέα μυθιστορήματα, δυο βιβλία με μικροδιηγήματα, αρκετά ποιητικά παιδικά και λαογραφικά. Θα με ξαναβλέπετε λοιπόν συχνά. Δε θα γλιτώσετε εύκολα από εμένα.
Σε ευχαριστούμε θερμά γι’ αυτή μας τη συζήτηση και σου ευχόμαστε ολόψυχα καλή επιτυχία σε όλα σου τα βήματα!
Σύντομο βιογραφικό
Ο Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, φιλόλογος και Διδάκτορας Λαογραφίας Πανεπιστημίου Αθηνών με υποτροφία του ΙΚΥ.
Βιβλία του:
«Η Αναρά» (μυθιστόρημα) – Σύγχρονη εποχή
«Η υστερότοκη» (μυθιστόρημα) – Εντύποις
«Το φάντασμα του Αγησίλαου» (μυθιστόρημα) – Εντύποις
«Πέντε κραυγές» (μυθιστόρημα) – 24 Γράμματα
«Μακαρόνια με… μακαρόνια» – 24 Γράμματα
«Εσύ, αγόρι μου, δε θα μάθεις ποτέ να γράφεις… όμορφες περιλήψεις: 77 μικροδιηγήματα – flash fiction» – Αροθυμία
«Το φάντασμα του Αγησίλαου» (θεατρικό) [μαζί με την Κάτια Κοντεκάκη] – Εντύποις
«Γυμνός και Ελεύθερος» (ποίηση) – Εντύποις
«Καιροί σκεφτικοί. 84 ποιήματα χαϊκού» – 24 Γράμματα
«Ο Μισοκοκοράκος» (λαϊκό παραμύθι) – Ταξιδευτής
«Οι Τραγουδιστάδες» (λαϊκό παραμύθι) – Ταξιδευτής
«Η πρώτη ιπτάμενη γάτα» (παιδικό) – Εντύποις
«Το Τσουκαλάκι, ένα λαϊκό παραμύθι της Καρπάθου» (λαογραφικό) – Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καρπάθου
«Η λειτουργικότητα του ανεκδοτολογικού λόγου στην κοινωνία της Καρπάθου: λαογραφικές προεκτάσεις» (λαογραφικό) – Εντύποις
Έχει επιμεληθεί και προλογίσει πολλά βιβλία.
Έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε επιστημονικά συνέδρια. Μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά.
Μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και παραμύθια του βραβεύτηκαν σε δεκάδες πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Εργάζεται ως διευθυντής στο 23ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας.
Αφήστε μια απάντηση