Μεγάλη τιμή να προλογίσει ο Ομότιμος Καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Αθηνών κ. Μιχαήλ Γ. Μερακλής το δίτομο βιβλίο δημιουργικής γραφής “Ζυμώνοντας Παραμύθια” (εκδ. Εντύποις, επιμέλεια Βασίλης Γεργατσούλης) των μαθητών του 23ου Δημοτικού Σχολείου Νίκαιας. Είναι ενδιαφέρουσα και σπάνια η περίπτωση ενός δημοτικού σχολείου που από το 2014 έως σήμερα δημιούργησε 5 βιβλία δημιουργικής γραφής (590 σελίδες συνολικά). Τις αναφορές του στο πρόσωπό μου από τον καθηγητή τις θεωρώ άκρως τιμητικές και μάλλον υπερβολικές. Παραθέτω τον πρόλογο του αγαπητού μου καθηγητή:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗ
Ο κύριος Βασίλης Γεργατσούλης υπήρξε ένας από τους ευφυέστερους μαθητές μας στις πανεπιστημιακές μεταπτυχιακές σπουδές του. Μεταξύ άλλων έχει το χάρισμα να συλλαμβάνει πρωτότυπες ιδέες που έχουν σχέση με τη διδακτική του δραστηριότητα ή και να αξιοποιεί πρωτότυπα διατυπωμένες ήδη ιδέες –παιδαγωγικές εν προκειμένω–, όπως είναι αυτή του συνδυασμού του μαθήματος με το παιχνίδι.
Η ιδέα αυτή έχει διατυπωθεί από τους αρχαίους χρόνους, όταν οι Έλληνες παρήγαν τις λέξεις που δήλωναν το παιχνίδι και τη μόρφωση από την ίδια θεματική ρίζα: παιδϊά – παιδεία. Αυτές οι δυο λέξεις αποτελούσαν και τον τίτλο του βιβλίου του μακαρίτη καθηγητή μας, κλασικού φιλολόγου, Κωνσταντίνου Βουρβέρη «Παιδϊά και παιδεία» (1956) (αυτονόητα το παιδίον, παιδί προέρχεται από το ίδιο θέμα). Οι παραδόσεις του άλλωστε στις πανεπιστημιακές αίθουσες έχουν μείνει στη μνήμη μου ως ώρες μιας ευφρόσυνης αλλά και παιδευτικής συγχρόνως όασης. Την ιδέα των αρχαίων έχει κάνει πράξη, πέρα από τα παιδιά, και στους φοιτητές του.
Εντούτοις αργά ενδιαφέρθηκαν σοβαρά γι’ αυτό οι εκπαιδευτικοί, και όχι όλοι. Όπως γράφει ο κύριος Γεργατσούλης, «συχνά οι δάσκαλοι κάνουμε το λάθος να τραβάμε διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο παιχνίδι και στο μάθημα, εξοβελίζοντας την ευθυμία και το γέλιο απ’ τα σχολεία μας». Αυτός αποφάσισε να βάλει στο πρόγραμμά του «τη χαρά της φαντασίας και της επινόησης».
Στηρίζει την πρωτοβουλία του αυτή και στο διάσημο έργο του Τζάνι Ροντάρι «Γραμματική της φαντασίας. Εισαγωγή στην τέχνη να επινοείς ιστορίες» (ελληνική μετάφραση 2001).
Ας μου επιτραπεί να πω ότι ο Ροντάρι, κατά τη γνώμη μου, επιχειρώντας να εισαγάγει την έννοια του αστείου στο παιδικό κοινό, κάπως το παράκανε. Το αστείο, ευρύτερα, το κωμικό, είναι στοιχείο ανεκτίμητο στη ζωή του ανθρώπου, αντισταθμιστικό στο έτερον ήμισυ ενός «διπλού» που μας παρακολουθεί διά βίου απαρέγκλιτα: στο τραγικό. Αλλά το κωμικό, (ανάλογα και με τις εποχές∙ η δική μας ευνοεί αυτό που σημειώνω ευθύς αμέσως) έχει αφ’ εαυτού και μια τάση υπερβολής, φτάνοντας στο σημείο να ευτελίζει το διακωμωδούμενο. Η τάση αυτή, κυρίαρχη στην εποχή μας (τάση απομυθοποίησης των πάντων), έχει επικρατήσει σε ενήλικους και ανήλικους. Αυτή την τάση διαβλέπω και στον Ροντάρι, σε σχέση μάλιστα με τα κλασικά μαγικά παραμύθια (που το σοβαρό περιεχόμενο και το βαθύτερο νόημά τους κάποιοι το έχουν εκτιμήσει ιδιαίτερα).
Ο κύριος Γεργατσούλης ούτε καν διανοήθηκε μια τέτοια μονομέρεια στην ενέργειά του. Έμεινε πιστός σ’ αυτό που θέλησε να κάνει: να δώσει χώρο στην πολύτροπη (ασφαλώς και εύθυμη πολλές φορές) φαντασία, καθώς η ροπή προς αυτήν είναι από τα κύρια γνωρίσματα της παιδικής ηλικίας, που όμως τείνει να εξαφανιστεί υπό την πίεση της παντοδύναμης τεχνοκρατίας και του συνεπαγόμενου εξορθολογισμού των πάντων. Πολλοί μιλούν για την παρατηρούμενη σ’ όλο τον κόσμο εξαφάνιση της παιδικής ηλικίας (Disappearance of Childhood).
Ο κύριος Γεργατσούλης χαρακτηρίζει τα αποτελέσματα των μαθημάτων με τον προσδιορισμό, βέβαια, «κωμικό» αλλά και, μάλιστα συχνότερα, «ευφάνταστο». Είναι ειπωμένα και γραμμένα τα λόγια τους με μια φαντασία που αστειεύεται (αλίμονο αν δεν αστειευόμασταν σ’ αυτή τη δύσκολη ζωή), αλλά και μπορεί, παίζοντας σοβαρά, να πλάθει έναν κόσμο καλύτερο ή και ομορφότερο. Δίπλα σ’ ένα παράθεμα του Ροντάρι γράφει: «Εγώ θα πρόσθετα ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη να καλλιεργούν το πνεύμα τους, να ασκούν το σώμα τους (με τη γυμναστική) και να αναπτύσσουν τον συναισθηματικό τους κόσμο» (υπογραμμίζω εγώ), όχι μόνο –λέω εγώ τώρα– τη σκωπτική τους διάθεση, ικανή να φτάνει και ως την αναίδεια. Γράφει ακόμα ο κύριος Γεργατσούλης, ότι τα παιδιά «συνδέουν τις φανταστικές υποθέσεις με τις ανάγκες τους, με τον δικό μας κόσμο, τις νοηματοδοτούν με τέτοιο τρόπο που εκφράζουν τον πόθο τους για έναν καλύτερο κόσμο, πιο ειρηνικό, πιο οικολογικό, πιο ανθρώπινο». Και όλα αυτά τα τεκμηριώνει με λαμπρά παραδείγματα, συγκινητικά για όποιον δεν επιθυμεί να παραδίδουν οι γονείς τα παιδιά τους, ή δυνατόν αρτιγέννητα, στον εξορθολογισμό της σκέψης τους.
Μπορεί να δυσαρεστήσω τους πολυάριθμους (είναι αλήθεια) θιασώτες του Ροντάρι παιδαγωγούς, αλλά θέλω να πω ότι ο κύριος Γεργατσούλης έκανε ένα βήμα παραπέρα από τον δρόμο που εκείνος χάραξε, βήμα που ήταν ανάγκη να γίνει.
Με το πείραμά του απέδειξε, ότι το παιχνίδι με τη φαντασία του παιδιού περιέχει και μια σοβαρή παράμετρο, δεν «βγάζει γέλιο» μόνο. Π.χ. στην εκφώνηση που προέρχεται από μια παλιά γνωστή παράδοση: «Όταν ο ουρανός ακουμπούσε στη στεριά και οι αγελάδες σήκωναν τα κεφάλια τους και τον έγλειφαν…», ένας μαθητής έγραψε μιαν ιστορία όπου τα παιδιά έκοβαν από τον ουράνιο θόλο τ’ αστέρια και τα έκρυβαν στις τσέπες τους…
Η προσφυής, έξοχα ευφάνταστη αυτή εικόνα μου θύμισε μια παρόμοια του Γιάννη Ρίτσου (από τη συλλογή «Δοκιμασία», 1943), όπου το φεγγάρι «σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι» και:
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι
κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά,
κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα…
Μ. Γ. Μερακλής
Ομ. Καθηγητής Λαογραφίας
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Αθηνών
Αφήστε μια απάντηση