Επιστροφή σε Ζητείται Ελπίς, Αντώνης Σαμαράκης

Χρήστος Χρηστοβασίλης – Η ανίκητη ελπίδα

Χρήστος Χρηστοβασίλης – Η ανίκητη ελπίδα

Ανήμερα τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Αϊ- Γιαννιού, η κάκω η Μήτραινα, σαν όλες τις παραμονές του Αϊ-Γιαννιού, έσφαξε μια παχιά και μεγάλη κότα, από τες δέκα-δώδεκα κοτούλες που είχε στην πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε και την έβαλε να βράσει ακέρια, μέσα σ’ ένα κακάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη γκρινιάρα της τη σκύλα στην κρικέλα, και περίμενε, σαν όλες τις παραμονές του Αϊ- Γιαννιού, να’ ρθει ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης, ξημερώνοντας του Αϊ-Γιαννιού.

Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια.

Ήταν ακόμη νια η κάκω η Μήτραινα, όταν χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον μονάκριβό της τον Γιάννη για την έρημη την ξενιτιά. Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ’ αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος. Χρόνια και χρόνια από τότε η δόλια η κάκω Μήτραινα περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της, έχοντας για μόνη συντροφιά της τους τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στια, μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλα και καμιά δεκαριά κότες, μ’ έναν όμορφο πετεινό, που της χρησίμευε κάθε πρωί σαν ωρολόγι, να την ξυπνάει για ν’ ανάβει τη φωτιά της και ν’ αρχινάει το εργόχειρο της: ρόκα ή πλέξιμο ή μπάλωμα ή για να πηγαίνει στο λόγγο να ζαλκώνεται και να κουβαλάει ξύλα.

Τα νιόπαιδα του χωριού πήγαιναν κι έρχονταν στην ξενιτιά, ποιο σε τρία, ποιο σε τέσσαρα και ποιο σε πέντε χρόνια, το βαρύ-βαρύ, αλλ’ ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας ούτε φαίνονταν, ούτε ακούονταν πουθενά! Όλος ο κόσμος τον θωρούσε χαμένο και ο προεστός του χωριού τον ξέγραψε από το δεφτέρι του, για να μη πληρώνει η κακομοίρα η κάκω Μήτραινα το χαράτσι του. Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα ρούχα της, άμα έμαθε ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ’ άσπρου.

—Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήσει το παιδί μου! Τι τον μέλλ’ αυτόν, σαν πληρώνω εγώ; Να σβήσ’ το κεφάλι του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό… να μην έχει!

Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη, και της φαίνονταν ότι το παιδί της ήταν γερό και καλά, ότι κέρδαινε χρήματα με το σωρό, ότι απόχτησε χρήματα, κι ότι βρίσκεται στο δρόμο να ‘ρχεται. Ζούσε η καημένη με τ’ αργατικό, πότε στ’ αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι ενώ όλος ο κόσμος τη συμπονιόνταν, αυτή δεν το ‘βανε κάτω, αλλ’ απολογιόνταν με θυμό;

—Μπα! και ποιος σας πληρώνει να μου τραβάτε την αγκούσα; Μη σας πέρασ’ από την ιδέα ότι χάθηκε το παιδί μ’ και δεν θα μόρθ; Αυτό ζει και βασιλεύει, δόξα σ’ ο Θεός! Έτσι μου λέει η ελπίδα, πόχω εδώ μέσα στην καρδιά μ’!

Κάθε δειλινάκι, χειμών’ καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψει, άφηνε την αργατιά της και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ’ αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι εκεί κάθονταν κι αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακριά, όσο έκοβε το μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες που έρχονταν και μοναχοκουβέντιαζε:

—Να! αυτός είναι! Αυτός ο καβαλάρης! Κοίτα πώς τρέχει το μουλάρι του! Καλώς όρισες, παιδί μ’! Καλώς -τα μάτια σ’ τα δυο!

Και ξεφώνιζε κι άνοιγε την αγκαλιά της με άφατη χαρά, και ροβολούσε δύο-τρία βήματα, αλλ’ ο καβαλάρης εκείνος δεν ήταν ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας, ούτε καν χωριανός της, γιατί, άμα ζύγωνε προς το χωριό, έπαιρνε τον άλλον τον δρόμο, τραβώντας για ξένο χωριό, κι η κάκω Μήτραινα, χαρωπή-χαρωπή, έπαιρνε από κοντά με το βλέμμα της άλλον καβαλάρη διαβάτη, για το Γιάννη της, όσο που κι αυτός έπαιρνε άλλον δρόμο, και δεν έφευγε από τ’ αγνάντια παρά όταν θόλωνε κι άρχιζε να χύνεται το σκοτάδι με το σακί απάνω στη γη. Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας:

—Ποιος ξέρ’ το μοναχό μ’ πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση του δρόμου να φτάσ’ απόψε! Κι αύριο μέρα του Θεού ξημερών’! Αύριο έρχεται…

Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια. η ελπίδα φώλιαζε βαθιά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν μπορούσε να την ξεσκαλίσει απεκεί μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν μπροστά της σαν ορμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό και παρέσερναν στο διάβα τους νιάτα κι ελπίδες, αλλ’ η κάκω η Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι είχε πάντα την καρδιά της περιβόλι. Όταν δούλευε με την αργατιά, αυτή έσερνε πάντα το τραγούδι και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον ξενιτεμένο τον γιο της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα, και ποτέ δεν φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την ψυχοπονιόνταν την καημένη την κάκω Μήτραινα κι έλεγαν μέσα τους:

—Ο Θεός να της αβγατάει την ελπίδα της ορφανής!

Τα λιανόπαιδα όμως του χωριού, όταν η κάκω η Μήτραινα τραβούσε με την ρόκα στο ζωνάρι προς τ’ αγνάντια, για ν’ αγναντέψει τάχα τον γιόκα της, που έρχονταν από τα ξένα, την έπαιρναν από το κοντό, κι όταν άρχιζε να μοναχοκουβεντιάζει της έλεγαν με παιδιακίσια κακία:

«Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένει περιστέρι

Τότε κι ο Γιάννης σου θα’ ρθεί, μ’ ένα ραβί στο χέρι».

Χα χα χα χα χα χα χα χααα!

Η κάκω η Μήτραινα τες πλειότερες φορές δεν τους απολογιόνταν, αλλ’ όταν την παραφούρκιζαν, τα κακολογούσε:

-Ουγκζού! Να δαγκάσετε τη γλώσσα σας! Ουγκζού! Κακό χρό… να μην έχετε! Έτσι λέτε σεις να μην έλθει ο Γιάννης μου! Μωρέ θα ‘ρθει, παλιόπαιδα, και θα σκάσετε!…

Στο τέλος άλλαζε τη φωνή της και τα ‘πιανε με το καλό: —Σωπάτε, παιδάκια μ’! Σωπάτε, καλημέρα σας! Τι καλούδια θα σας φέρει ο Γιάνν’ς μον ολωνών, όταν έρθ’ !…

Και τα παιδιά, ακούοντας ότι ο Γιάννης της Μήτραινας θα τους έφερνε καλούδια, προντίζονταν και την άφηναν ήσυχη.

Πέρασαν χρόνια και χρόνια, που εξακολουθούσε η κάκω η Μήτραινα να ελπίζει, κι όλο να ελπίζει. Κάθε βράδυ περίμενε το Γιάννη της και κάθε βράδυ ξενυχτούσε έρημη και μοναχή στο σπιτοκάλυβό της, χωρίς να χολιάζει, χωρίς να αδημονάει, χωρίς ν’ απελπίζεται, περιμένοντας και βγαίνοντας στ’ αγνάντια. Είχε χάσει τον λογαριασμό πόσα χρόνια είχε ο Γιάννης της στα ξένα. Δεν θυμόνταν πόσα χρόνια της βάραιναν τη ράχη, κι από την ημέρα που ξεκίνησε το μονάκριβο της, και τ’ αγνάντεψε από τη ραχούλα, ώσπου το ‘χασε από τα δακρυόπνιχτα μάτια της, είχε σκεπάσει τον καθρέφτη της, που είχε κρεμασμένο δεξιά στη θύρα της, κι από τότε δεν είχε ιδεί το πρόσωπό της! Τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει όλα, τα μούτρα της είχαν ζαρώσει κι η ράχη της είχε κυρτώσει, κι αυτή δεν το γνώριζε! Τα χρόνια σωρεύονταν το έν’ απάνω στ’ άλλο, κι η κάκω η Μήτραινα δεν το καταλάβαινε, γιατί τα δόντια της στέκονταν γερά, και κάθε Σάββατο που λούζονταν, λούζονταν σύνταχα, στα σκοτεινά, στο πρώτο λάλημα του πετεινού της και πέταζε τ’ αποχτενίδια στη φωτιά, κι έτσι δε μπορούσε να ιδεί τα μαλλιά της που είχαν γίνει άσπρα σαν βαμπάκι.

Αν και κάθε δειλινό έβγαινε στ’ αγνάντια η κάκω η Μήτραινα, για να ιδεί το παιδί της να ‘ρχεται, όμως ούτε φαγί ετοίμαζε, ούτε την προκόβα έστρωνε, ούτε τη σκύλα έδενε στην κρικέλα, για να μην αλυχτάει τους χωριανούς. Μόνο την παραμονή του Αϊ- Γιαννιού έκανε αυτή τη δουλειά. Το είχε κομποδεμένο εκείνη την ημέρα, ότι θα ‘ρχονταν ο Γιάννης της, χωρίς άλλο, ξημερώνοντας η γιορτή του, κι από την παραμονή, χωρίς να βγει καθόλου στ’ αγνάντια, έσφαζε την παχύτερη της την κότα, τη ζεματούσε, τη μαδούσε, και την έβανε να βράσει, σκούπιζε το σπίτι καλά καλά, έστρωνε την προκόβα της τη νυφιάτικη στην κορφή κι έδενε τη σκύλα στην κρικέλα, για να ‘ναι όλα έτοιμα το πρωί, και να μην έχει άλλη δουλειά, παρά να πάει μόνο στην εκκλησιά κι ούδ’ άλλο, κι ούδ’ άλλο.

Τόσοι Αϊ- Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να φκιάσοι»ν ακέριο μήνα, κι ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! —Τι να είχε γίνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; —Χωρίς άλλο θα έλιωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι ατάραγα, κάτω από το μαύρο μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα! Αλλά, πού περνούσαν αυτά από το νου της κάκως της Μήτραινας! Μπάξ’ ο Θιος να της έκανε κανείς τέτοιον λόγο! Τον έτρωε με τα σκουτιά!…

Τι λέγαμε στην αρχή;… Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε την πλειό παχιά της κότα, τη ζεμάτησε, τη μάδησε και την έβαλε να βράσει ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς την προκόβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλα τη σκύλα της και περίμενε να ξημερώσει του Αϊ-Γιαννιού, για να ‘ρθει ο ξενιτεμένος της…

Όταν έβρασε καλά καλά η κότα, είχε βασιλέψει ο ήλιος. Τότε η κάκω η Μήτραινα την έβγαλε από τη φωτιά, την απόθεκε ψηλά στο πεζούλι της στιας, κι ύστερα έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα, παρακαλώντας την κυρά την Παναγιά και τον Αϊ-Γιάννη να της φέρουν το παιδί της γερό και καλά από τα ξένα, πήρε την τσέργα της, χάλασε και σκέπασε τη φωτιά, έσβησε το λυχνάρι, και πλάγιασε ψηλά στην προκόβα της τη νυφιάτικη, για να κοιμηθεί, γιατί ήταν περασμένη ώρα.

Τα πρόσφορα τα είχε έτοιμα από την ημέρα του Σταυρού. Το βαθύ πρωί, νύχτα ακόμα, πριν λαλήσουν οι πετεινοί, άμα ήκουσε το σήμαντρο της εκκλησιάς, σηκώθηκε, νίφτηκε, άναψε το καντήλι στο εικόνισμα, έκανε το σταυρό της, άναψε τη φωτιά, κι έβαλε ψηλά ένα μεγάλο κούτσουρο· έφκιασε τρία-τέσσερα κηριά, από ένα κρουγγί κηρί, που είχε ψηλά σε μια σκαλοφρύδα, γέμισε το ροΐ της λάδι, πήρε το πρόσφορό της, και κίνησε για την εκκλησιά, κλειώντας πίσω της τη θύρα μόνον με το μάνταλο, για να μπορέσει να μπει μέσα μονάχο του, το ξενιτευμένο της το παιδί. Ήταν τόσο βέβαιη η κάκω η Μήτραινα ότι θα ‘ρχονταν, χωρίς άλλο, ο Γιάννης της εκείνο το πρωί, που μπορούσε να στοιχηματίσει το κεφάλι της το ίδιο. Στην εκκλησιά κάθισε από την αρχή της λειτουργίας ως το τέλος και, κατά πώς το συνηθούσε πάντα, πήγε στη θύρα του ιερού πρώτη-πρώτη, για να πάρει αντίδωρο μπροστύτερα απ’ όλο τ’ άλλο το χωριό, και να πάγει γλήγορα στο σπίτι της, να δεχτεί το παιδί της, που έρχονταν από την ξενιτιά. Έτσι έκανε πάντα, κι ο παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της, της έδινε αντίδωρο πρώτα απ’ όλους, κι αυτή, παίρνοντας τ’ αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την εκκλησιά, κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροΐ, και τράβηξε ίσα για το σπιτοκάλυβό της.

Και το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι η συννεφιά η βαριά, που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και φόβιον. Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι η κάκω η Μήτραινα έτρεχε γλήγορα, πατώντας όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάσει το γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξει στην αγκαλιά το παιδί της. Μπαίνοντας μέσα στην αυλή, κοίταξε ολόγυρα για να δοκηθεί αν κλωτσοβροντάει κανένα μουλάρι, και μη δοκιώντας τίποτε, απόθεκε κάπου το ροΐ της, βγήκε στο δρόμο και τράβηξε ίσια κατά τ’ αγνάντια, κι άμα έφτασε στη μεριά που είχε ξεχωριστεί τον Γιάννη της, φώναξε με μεγάλη φωνή:

—ΏωωρεΓιάννηηηηη! Γιάννηουουουουου!!!..

—Όρσεεεεε!!!

Απολογήθηκε μια φωνή από μακριά.

—Χτύπα γλήγορα, παιδάκι μ’, γιατί σ’ έφαγε το κρύο!

Του απολογήθηκε η κάκω η Μήτραινα.

Σε λίγο το ποδοβολητό του μουλαριού ακούονταν ξαστερότερα, αλλ’ η κάκω η Μήτραινα δεν το κουνούσε παραπέρα από εκείνη τη μεριά. Τον περίμενε εκεί τον Γιάννη της, ώσπου ήρθε.

—Παιδάκι μ’! και ψυχούλα μ’!

—Μανούλα μ’! Ποιος σου πήρε τα σχαρίκια και βγήκες τέτοια ώρα εδώ να με καρτεράς;

—Η Ελπίδα μ’, ψυχούλα μ’. Η ανίκητη Ελπίδα μ’ που φώλιαζε μέσα εδώ στην καρδιά μ’ βαθιά!

Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την αγκαλιά, και μάνα και παιδί έγιναν ένα σώμα από το σφιχταγκάλιασμα. Εκεί στην ίδια μεριά, που αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν μάνα και παιδί το θεόπικρο αγκάλιασμα και φίλημα του ξεχωρισμού εδώ και τόσα χρόνια, εκεί στην ίδια τη μεριά πάλε μάνα και παιδί ξαναφιλιόνταν και ξαναγκαλιάζονταν το χαρμόσυνο φίλημα κι αγκάλιασμα του ερχομού! Κι έτσι, φιλιώντας κι αγκαλιάζοντας, έφτασαν στο σπιτοκάλυβο. Μια βαριά ντουφέκια έπεσε στον αυλόγυρο της κάκως της Μήτραινας, που βρόντησε όλο το χωριό. Η χαρά της κάκως της Μήτραινας ούτε γράφεται ούτε μολογιέται!

—Μωρέ τι τρέχει;

Έλεγε ο ένας στον άλλο.

—Κάποιος ξενιτεμένος θα ‘ρθε!

Απολογιόνταν.

Σε λίγο όλο το χωριό έμαθε ότι ήρθε ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας από τα ξένα, κι έτρεξαν να τον καλωσορίσουν. Το σπιτοκάλυβό της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει κι ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.

Κι όταν ο κόσμος τραβήχτηκε και τα λιανοπαίδια πήραν τα καλούδια τους, που τους ήταν ταγμένα τόσες φορές χι έμειναν μάνα και παιδί μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κοίταξε καλά-καλά το Γιάννη της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του και στα μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαγχολικόν τόνο:

—Άρχισες να γηράζεις, παιδάκι μ’, κακό που μ’ ηύρε!

—Αμ τι δα! Μισοκαίριασα, μάνα μ’!

Της απολογήθηκε ο Γιάννης.

Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη της, γιατί της φαίνονταν ότι δεν είχαν περάσει παρά λίγα χρόνια, τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο, για τα ξένα. Παράξενο της φαίνονταν που τον έβλεπε και μουστακωμένον ακόμα. Σ’ αυτό απάνω έπεσε το μάτι στον καθρέφτη της ταμπακιέρας, που ‘χε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Ήταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; Μα πώς ήταν δυνατό! Τότε για να καταλάβει καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και, για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κοίταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπο της πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της ήταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της κι είπε με καημό μεγάλο:

—Γέρασα η καημένη, και δεν το ‘ξερα!

Κι ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάπε:

—Αφού σ’ απόλαψα, παιδάκι μ’, το ίδιο κάνει κι αν γέρασα κι αν δεν γέρασα!

Το κοίταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαγχολήσει… Κρέμασε τα μούτρα κι άρχισε να συλλογιέται. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι άρχισε να κλαίει, και τα δάκρυα της κίνησαν κι έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι. Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάσει που δεν είχαν δακρύσει τα μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε, έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπεί κλάμα και πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νιάτα σε τριάντα χρονών και πλειότερο ξενιτιά. Όλη η πολύχρονη ξενιτιά του μοναχογιού της έγινε ένα καταπότι και την κατάπιε μονομιάς! Τι κλονισμό που αισθάνονταν εκείνη τη στιγμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν η καρδιά κολυμπάει σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται σταυροχεριασμένη μπροστά στον Πλάστη της!

Ο Γιάννης, για να σκορπίσει τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψει κι αυτός τη συγκίνησή του και τα δάκρυά του:

—Δε μας φέρ’ς να φάμε, μάνα;

—Αλήθεια παιδάκι μ’, μου είσαι πεινασμένο!…

Είπε και σηκώθηκε τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το ψωμί και το προσφάγι, και κάθισαν να φάνε.

Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάνα του μα σακούλα γεμάτη φλωριά, να τα ‘χει δικά της, και να δίνει για την ψυχή της, και της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτιάς του:

—Φεύγοντας, μανούλα μ’, απεδώ, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια μέρα μπήκα σ’ έναν αφεντικό, κι ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε μαζί για τη Μολδαβία, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του. Έδειξε τόση αγάπη και συμπάθεια για μένα, ο αφεντικός μ’, που δεν μολογιέται. Με θεωρούσε σαν παιδί τ’. Εκεί μια μέρα, ύστερα από λίγον καιρό, μόδωκε ένα γράμμα, και το γράμμα αυτό διαλάβαινε ότι είχες πεθάνει εσύ! Μαθόντας αυτήν την είδηση κόπηκα στα κλάματα. Αυτός κι η γυναίκα του προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσ’ν, και στα υστερνά μόταξαν να με κάν’ν παιδί τ’ς και να μ’ αρραβωνιάσ’ν με την μοναχοθυγατέρα τ’ς! Δεν ήταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα ξένα, αλλά ο θάνατος της μάνας μ’…

—Στάχτη στη γλώσσα τ’ς, παιδάκι μ’!…

Διέκοψε η κάκω η Μήτραινα με θυμό…

—… Μ’ έκανε να μου φαίνεται φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του θανάτου σ’…

—Άλας και σκάρφη στη γλώσσα τ’ς…

Ξανάειπε η Μήτραινα.

—Αλλ’ η πατρίδα, όσο γλυκιά κι αν είναι, χωρίς μάνα, χωρίς πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως ήμουν εγώ έρημος, μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι έτσι, ύστερα από τρία χρόνια, παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ’…

—Παναγιά μ’! Ζουρλάθηκες, παιδί μ’! Τ’ είν’ αυτά που μου λες;

Ξεφώνησε απελπιστικά η κάκω η Μήτραινα.

—… κι απόφευγα να γνωρίζομαι με πατριώτες, για να μη μου ανοίγει η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ’..

—Ούι! παιδάκι μ’, τι μου λες!… Παντρεύτηκες!

Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της.

—Σώπα, μάνα, της είπε ο Γιάννης, ν’ ακούσεις πρώτα την ιστορία, και ύστερα κρίνε!

—Λέγε, γιε μ’!

—Πήρα την θυγατέρα τ’ αφεντικού μ’, αλλά προκοπή τίποτε!

—Βέβια! Βέβια!

Χαμογέλασε η κάκω η Μήτραινα και της ήρθε η καρδιά στον τόπο.

—Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι ύστερα από λίγα χρόνια πάει κι γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό.

—Ας είναι! Συ να είσαι καλά, παιδί μ’!

—Μ’ άφησε ένα παιδάκι!

-Τι; Τι;

—Αλλά σ’ ένα-δυο μήνες πάει κι αυτό! —Βέβια! βέβια!

Τότε πήρα όλο το βιο, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ’ και τράβηξα τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα της Ρουσίας, κι εκεί ζούσα, σαν έρημος που ήμουν, χωρίς να με ξέρει κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ’. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη Μόσχα η στέψη του αυτοκράτορα της Ρουσίας, κι έτρεξαν από τα τέσσαρα πέρατα του κόσμου, κόσμος και κοσμάκης. Ανάμεσα στους πολλούς υπάρχονταν και κάμποσοι πλούσιοι πατριώτες μας κι η βασίλισσά μας, η Όλγα, με το διάδοχο τον Κωνσταντίνο και το δεύτερό της παιδί, τον Γεώργιο. Ο πόνος της πατρίδας με τραβούσε στο παλάτι που ήταν κονεμένη η βασίλισσα. Πήγα πολλές φορές, για να βλέπω τη βασίλισσα και τα βασιλόπουλα από μακριά. Εκεί γνωρίστηκα μ’ έναν υπηρέτη της βασιλικής συνοδείας. Απ’ ομιλία σ’ ομιλία μ’ αυτόν, και με το «πούθε είσαι» και «πούθε είμαι», γνωριστήκαμε πατριώτες! και τι πατριώτες; Χωριανοί! Ήταν ο Κώστας της γειτόνισσάς μας, της Γιώργαινας! Κι όταν του είπα πως είμαι της Μήτραινας του Ζώτου παιδί, με κοίταξε καλά καλά και μου είπε:

—«Μωρέ συ είσ’ ο Γιάνν’ς ή το φάντασμα τ’;»

—«Εγώ! όλος κι όλος!»

Του είπα και άρχισαν να τρέχ’ν τα δάκρυα μ’ ποτάμι, κι η καρδιά μ’ να φουσκώνει σα βουνό.

—«Βρε τρισκατάρατε, μου είπε με θυμό, γιατί δε γράφ’ς της μάνας σ’; Γιατί δεν της στέλ’ς χρήματα να ζήσει;……Γιατί τη λησμόνησες;…..Γιατί;…..Γιατί;….

Γιατί;…..» κι ένα σωρό άλλα «γιατί;»

Μου φάνηκε πως άνοιξαν τα ουράνια. Θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε μπροστά μου από την είδηση ότι ζει η μανούλα μ’.

—«Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρν’ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ και τριάντα χρόνια, ότι η μάνα μ’ είναι πεθαμένη… Θα ‘χεις κανένα λάθος…»

—«Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάνα σ’, ωρέ μπουμπουνισμένε, ζει και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα ξένα και…»

—«Μα, την ξέρ’ς καλά τη μάνα μ’;»

Του είπα.

—«Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ’; Για χαμένο μ’ έχεις;»

Τότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντας τον, του είπα για ύστερη φορά να βεβαιωθώ καλύτερα:

—«Αλήθεια, ζει η μάνα μ’;»

—«Ζει και παραζεί, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε ώρα και στιγμή!»

Μου φάνηκε ότι κέρδισα ένα βασίλειο. Μου φάνηκε ότι ήμουν πλειο ευτυχισμένος από όλους τους βασιλιάδες του κόσμου, κι όλα τα βασιλόπουλα, που ήταν μαζεμένα εκεί στη Μόσχα.

—«Ζει η μάνα μ’, είπα μέσα μ’, και με καρτεράει, κι εγώ κάθομαι στα ξένα! Να φύγω το γληγορότερο!»

Κι έτσι, πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ’ και το άλλο μ’, κίνησα για εδώ, κι ήρθα γερός και καλά, δόξα σ’ ο Θεός.

Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκανε τρεις φορές το σταυρό του, με μεγάλη κατάνυξη.

Η κάκω η Μήτραινα τον ξαναγκάλιασε πάλι, και τον έσφιξε δυνατά στα στεγνωμένα στήθια της, λέγοντας του:

—Καλώς ήρθες, παιδάκι μ’, καλώς ήρθες!

Ο Γιάννης, εξακολούθησε:

—Πιστεύω, τον ψεύτικο θάνατο σ’ τον έπλασε ο μακαρίτης ο πεθερός μ’, για να με κάνει γαμπρό τ’. Αλλά βλέπ’ς; δεν το ‘στρεξε το άδικο ο Θεός! Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι όπως έστρωσε έτσ’ πλάγιασε! Θεός σχωρέσ’ τον όμως, ας πούμε τώρα!

Σε λίγο ήρθε κι ο παπάς να σηκώσει το ύψωμα, για τ’ όνομα του Γιάννη.

Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!

Χ. Χρηστοβασίλης, Διηγήματα της ξενιτιάς

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση