[ Στα χρόνια της Κατοχής, 1941-1944, στην Αθήνα. ]
Έγινε ακριβώς έτσι, όπως το ’λεγε ο Γιάννης κι ο Αχιλλέας […]. Γέμισαν τα ντουβάρια με μεγάλα κόκκινα και πράσινα γράμματα –πού και πού έβλεπες και μπλε– κι όταν η Αθήνα ολόκληρη είχε γίνει ένα απέραντο αλφαβητάριο, τότε κουβάλησαν στα σχολεία κάτι τεράστια μαύρα καζάνια.
Στου Πέτρου το σχολείο, το άδειο γκαράζ, άρχισαν πάλι τα μαθήματα, και τώρα δεν απουσιάζει σχεδόν κανένα παιδί, γιατί αν λείψει χάνει το ΣΥΣΣΙΤΙΟ. Κάθε μεσημέρι καταφθάνει ένα κάρο και ξεφορτώνει τον Δάμονα και τον Φιντία. Ο Δάμων και ο Φιντίας είναι δυο καζάνια μαύρα σαν πίσσα που αχνίζουν…
Την πρώτη μέρα που τα περίμεναν, κανένα παιδί δεν είχε νου για μάθημα, κι ο κύριος Λουκάτος άρχισε να τους διαβάζει κάτι ιστορίες από ένα βιβλίο:
«…Στα παλιά τα χρόνια, στην αρχαία Αθήνα υπήρχανε δυο αχώριστοι φίλοι. Ο Δάμων και ο Φιντίας…»
– Έρχονται! Έρχονται! ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα από την άκρη της τάξης.
Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, που παραμόνευε από τη χαραμάδα της μεγάλης πόρτας, κι είδε να καταφτάνουν, όχι βέβαια ο Δάμων και ο Φιντίας, αλλά τα καζάνια με το συσσίτιο, που έτσι τους έμεινε το όνομα.
Όλα τα παιδιά βάλανε τα γέλια και πετάχτηκαν από τη θέση τους. Ο κύριος Λουκάτος πήγε αργά και σοβαρά κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Έξω, στεκότανε ένα κάρο φορτωμένο με τα καζάνια. Δυο κυρίες καλοντυμένες και μια κοπέλα με μαύρο πουλόβερ και ξέθωρη γαλάζια μπλούζα, ρωτούσανε ποιος είναι ο δάσκαλος. Γύρω είχε μαζευτεί κόσμος. Έτσι όπως μαζεύεται πάντα στη γειτονιά άμα γίνεται κάτι. Δεν μιλούσανε, δεν λαλούσανε. Μονάχα μια γυναίκα σήκωσε τα δυο της χέρια ψηλά και φώναξε:
– Τα παιδάκια μας θα φάνε!
Οι κυρίες με το κορίτσι μιλούσανε με τον κύριο Λουκάτο. Κάτι άνθρωποι ξεφόρτωναν τα καζάνια, τα ’βαλαν μέσα στο σχολείο, κι ύστερα ο δάσκαλος γύρισε στα παιδιά και τους είπε με ύφος επίσημο, λες κι έβγαζε λόγο για την Εθνική γιορτή:
– Πάρτε τα κουτιά σας και μπείτε στη σειρά. Αρχίζει το συσσίτιο.
Βρόντηξαν τα τενεκεδάκια, σίγησαν ξανά, κι ο κύριος Λουκάτος έδινε τα παραγγέλματα όπως στην παρέλαση: «Οι μικροί μπροστά, οι μεγάλοι πιο πίσω, οι άλλοι στη μέση. Μη θορυβείτε…».
Ο Σωτήρης κι ο Πέτρος στεκόντανε στη μέση. Κοιτάνε όσο να φτάσει η σειρά τους, τις μεγάλες σιδερένιες κουτάλες, που βυθίζονται στα καζάνια, χάνονται για λίγο κι ύστερα ξανασηκώνονται βαριές βαριές κι αχνιστές κι αδειάζουν, μέσα σε κάθε τενεκεδάκι, μια πηχτουλή σούπα. Τα μικρά είναι τυχερά, που είναι μπροστά· πήραν κιόλας το συσσίτιό τους και φεύγουν γλείφοντας τις σταγόνες που έχουν περιχυθεί έξω από το τενεκεδάκι. Τη μια κουτάλα τη κρατάει μια δασκάλα και την άλλη το κορίτσι με το μαύρο πουλόβερ που το λένε Σοφία. Οι καλοντυμένες κυρίες έχουν στα χέρια τους κάτι χαρτιά, που πάνω είναι ζωγραφισμένος ο ερυθρός σταυρός. Σημειώνουν νούμερα και κουβεντιάζουν με τον κύριο Λουκάτο.
– Προβλέπουμε περίσσευμα ώς τριάντα μερίδες, λέει η μια.
– Ποια παιδιά έχουν περισσότερη ανάγκη; ρωτάει η άλλη.
– Όλα, απαντάει ο κύριος Λουκάτος. Αδενίτις εκατό τα εκατό.
– Μπα, σπρώχνει ο Σωτήρης τον Πέτρο, το ’ξερες πως έχουμε αδενίτιδα;
Ο Πέτρος δεν το ’ξερε, μα δεν πρόλαβε να του απαντήσει, είχε φτάσει η σειρά του.
Το κορίτσι με το μαύρο πουλόβερ βύθισε την κουτάλα.
Αυτό, λοιπόν, είναι το ΣΥΣΣΙΤΙΟ που τόσες φορές το ’γραφε στους τοίχους. Το ΣΥΣΣΙΤΙΟ που, σαν το πρόφερε ο Αχιλλέας, έπαιρνε τόσο επίσημο ύφος η φωνή του. «Πρέπει να οργανώσουμε τα ΣΥΣΣΙΤΙΑ.» Από εδώ και πέρα ο Πέτρος θα ξέρει πως όποια μαγική λέξη γραφτεί στον τοίχο θα γίνεται αλήθεια.
Η κουτάλα αδειάζει μέσα στο τενεκεδάκι του. Το τενεκεδάκι είναι ένα άδειο κουτί από φυτίνη, κίτρινο με μαύρα γράμματα. Ο παππούς φώναζε, πριν από τον πόλεμο, που μαγείρευε η μαμά με φυτίνη. Το βούτυρο, έλεγε ο παππούς, είναι πιο νόστιμο. Mα η φυτίνη είχε τη μισή τιμή. Κι η μαμά ήθελε να κάνει οικονομίες… Το κουτί βάρυνε, του ζεματάει σχεδόν τα χέρια. Το κορίτσι με το μαύρο πουλόβερ του χαμογελάει.
– Ευχαριστώ, μουρμουρίζει ο Πέτρος.
– Νά κι ένας που είπε ευχαριστώ, σκάει στα γέλια η κοπέλα και του βάζει γρήγορα γρήγορα ακόμη μισή κουταλιά.
– Ευχαριστώ! βροντοφώνησε ο Σωτήρης που ήτανε πίσω από τον Πέτρο και παρακολούθησε τη σκηνή. Ο Πέτρος ορκίστηκε να μην ξαναπεί «ευχαριστώ».
Ο Πέτρος πήρε μόνος του το δρόμο για το σπίτι. Ο Σωτήρης θα έμενε ώς το τέλος γιατί, λέει άμα τον έβλεπαν τόσο ζαρωμένο θα του έδιναν οπωσδήποτε περίσσευμα… Περπατάει και κρατάει στα χέρια του το τενεκεδάκι της φυτίνης. Η καυτή σούπα τον ζεσταίνει. Είναι πηχτουλή και, καθώς περπατάει, τρεμουλιάζουν στη επιφάνεια κάτι κηλίδες λάδι που μοιάζουν σα μικρά νησάκια. Αν δε ζεματούσε τόσο πολύ, θα ’πινε μια ρουφηξιά να δοκίμαζε τη γεύση της, μα πάλι καλύτερα που καίει, γιατί η μια ρουφηξιά θα ’φερνε την άλλη και θα κινδύνευε το κουτί της φυτίνης να μείνει άδειο. Έφτασε στο σπίτι κι ακούμπησε το τενεκεδάκι στο τραπέζι.
– Έφερα το ΣΥΣΣΙΤΙΟ! είπε, τόσο περήφανα, λες κι είχε βγει πρώτος στην τάξη.
Η μαμά πήγε κοντά, έκανε το σταυρό της κι έσκυψε και φίλησε το κίτρινο κουτί με τα μαύρα γράμματα, λες κι ήτανε εικόνισμα. |