Μεγάλοι Έλληνες
Ο Αλέξης Ζορμπάς και το νεοελληνικό πολιτισμικό πρότυπο
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Α. Περιγραφή τόπου-σκηνικό: κόντευε να ξημερώσει, έβρεχε, φυσούσε σοροκάδα, μύριζε ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο, κρύο, παχνισμένα τζάμια. Πέντ´ έξι θαλασσινοί ξενυχτισμένοι… έπιναν καφέδες, οι ψαράδες περίμεναν…
Περιγραφή Ζορμπά: πολύ ψηλός και αδύνατος , μαντράχαλος κοκαλιάρης , μάτια περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα, το μάτι του ήταν καρφωμένο πάνω μου μικρό, στρογγυλό κατάμαυρο με κόκκινες φλεβίτσες…
βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα ,ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά ,πρόσωπο γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοφαγωμένο
Β. Αφήγηση -Διάλογος:Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο (τον πρωτογνώρισα, έβαλα τα γέλια) από ένα ομοδιηγητικό αφηγητή που «βλέπει» και σχολιάζει,δραματοποιημένο(συμμετέχει στα γεγονότα που αφηγείται) και η εστίαση είναι εσωτερική (Αφηγητής=Πρόσωπα).ΤΑΞΗ-ΣΕΙΡΑ: ομαλή γραμμική (ab ovo),τα γεγονότα παρουσιάζονται με τη σειρά που γίνονται μέσα στην σκηνοθεσία του παρόντος . Μέσα, όμως, από τις απαντήσεις του Ζορμπά οδηγούμαστε σε παλιότερες χρονικές βαθμίδες(αναδρομικές αφηγήσεις).
[notice]
Η ΓΛΩΣΣΑ του κειμένου:
Καλοδουλεμένη, αποδίδει με ζωντανό και παραστατικό τρόπο τις γλωσσικές επιλογές (ιδιόλεκτοι) των προσώπων. Όταν αφηγείται, περιγράφει ή σχολιάζει ο στοχαστικός αφηγητής το επίπεδο του ύφους είναι υψηλότερο σε σύγκριση με την προφορικότητα του ύφους του Ζορμπά. Για παράδειγμα: Τα ψάρια παραζαλισμένα από τα χτυπήματα της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά…,είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς του νου του ανθρώπου…Ο Ζορμπάς παραδέχεται: Με λένε και Τηλέγραφο, για να με πειράξουν που μαι μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου και από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία, λαϊκές εκφράσεις που δείχνουν τη λαϊκή αφετηρία του Αλέξη Ζορμπά.
Στο απόσπασμα συναντάμε ιδιωτισμούς(να παν οι πίκρες κάτω, μου κάπνισε) ( ιδιωτισμός: έκφραση με ιδιαίτερη σημασία ή σύνταξη που λέγεται σε μια γλώσσα, π.χ. «μαλλιά κουβάρια», «φωτιά και λάβρα», «άρον άρον»: Λαϊκοί / λόγιοι ιδιωτισμοί. Οι ιδιωτισμοί είναι στοιχεία εκφραστικά και αναντικατάστατα, που πλουτίζουν την κοινή γλώσσα. (διαφορετικό από το ιδιωματισμός).
Αίνιγμα (μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου) (αίνιγμα :η αναφορά των ιδιοτήτων και των γνωρισμάτων ενός αντικείμενου, χωρίς ν’ αναφέρεται το ίδιο το αντικείμενο. Η περιγραφή είναι τέτοια, ώστε οδηγεί τον ακροατή ή τον αναγνώστη στην ανακάλυψη του αντικείμενου.)
Την παροιμιακή φράση: Από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία (παροιμιακές είναι οι φράσεις που κρύβουν διάφορες αλήθειες σχετικές με την κοινωνική, τη θρησκευτική, την πολιτική κτλ. ζωή του ανθρώπου)
Λογοτεχνικά σχήματα: μεταφορές: στο πρόσωπο του νερού, μάτια που σπίθιζαν,
σχήμα κύκλου: Όλες τις δουλειές…. όλες,
ασύνδετο: βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, εξογκωμένα ζυγωματικά…
αντίθεση: κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι
παρομοίωση: σα να ´γδυναν γυναίκα
μετωνυμία: έκλεισα το Ντάντε[/notice]
Ι. Νίκος Καζαντζάκης, Αλέξης Ζορμπάς
[…] — Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας¨ τ’ άλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα¨ τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει¨ το γευόμαστε, τρώγεται¨ το χτυπούμε αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
«Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρια του φύλλου¨ από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια το θρο που κάνουν τ’ άλλα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει…
Σταμάτησα. Ήθελα να πω «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
–Τι αρχίζει; Ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
–… αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: «Θεός»¨ άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει». […]
ΙΙ. Κων. Καβάφης, CHE FECE … IL GRAN RIFIUTO[1]
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι – το σωστό – εις όλην την ζωή του.