2ο Πειραματικό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης
Λάζαρος Αντώνιος Χατζηλαζάρου
Τάξη Γ’
Θεσσαλονίκη, Απρίλης 2009
Ανδρέας Καρκαβίτσας
«Ο Ζητιάνος»
Βιογραφία
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας είναι ο βασικότερος εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία, ανήκει δε μαζί με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και το Γεώργιο Βιζυηνό στους τρεις μεγαλύτερους εκπροσώπους της ηθογραφίας στην ελληνική πεζογραφία.
Γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά της Ηλείας, όπου και έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Στη συνέχεια φοίτησε στο γυμνάσιο της Πάτρας και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επειδή λάτρευε τα ταξίδια εργάστηκε σαν γιατρός σε εμπορικό πλοίο ενώ το 1896 κατατάχθηκε στο στρατό ως μόνιμος ανθυπίατρος. Έτσι του δόθηκε η δυνατότητα να ταξιδέψει σε πολλά μέρη της Ελλάδας και να γνωρίσει από κοντά τη ζωή των ανθρώπων που περιγράφει στα έργα του. Πολλές από τις εντυπώσεις που κατέγραψε συστηματικά εκδόθηκαν ενώ ζούσε ακόμη.
Ήταν υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας[1] και μέλος της Εθνικής Εταιρίας[2], ενώ το 1909 συμμετείχε και στο «κίνημα στο Γουδί[3]». Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους σαν στρατιωτικός γιατρός και το 1916 τάχθηκε κατά του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης», γεγονός που επέδρασε αρνητικά στην καριέρα του αφού εκτοπίστηκε στη Μυτιλήνη και αναγκάστηκε αργότερα να αποστρατευθεί. Το 1920 επανήλθε στο στρατό, δύο χρόνια αργότερα όμως αποστρατεύθηκε για λόγους υγείας.
Πέθανε στις 22 Οκτωβρίου του 1922 στο Μαρούσι Αττικής από καρκίνο του λάρυγγα αφήνοντας πίσω του ένα εξαιρετικό έργο.
Το έργο του
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ξεκίνησε το συγγραφικό του έργο το 1884 με ποιήματα, σχεδίαζε δε να εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Απαρχαί». Τα πρώτα του μυθιστορήματα ήταν ερωτικού ή ιστορικού περιεχομένου και είχαν δεχθεί την επιρροή του ρομαντισμού στην ποίηση, ο οποίος την εποχή εκείνη είχε αρχίσει να φθίνει. Από το 1885 άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Τα έργα που δημοσίευε ήταν ποικίλου περιεχομένου, από διηγήματα και νουβέλες μέχρι γλωσσικά και πολιτικοκοινωνικά άρθρα, ενώ συχνά χρησιμοποιούσε και το ψευδώνυμο Πέτρος Αβράμης. Το συγγραφικό του έργο διήρκησε μέχρι το 1910. Στη συνέχεια ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή αναγνωσμάτων για σχολικά εγχειρίδια.
Οι αυτοτελείς πρώτες εκδόσεις των έργων του που έχουν διασωθεί είναι:
- Διηγήματα. Εν Αθήναις. 1892
- Η Λυγερή. Εν Αθήναις. 1896
- Θεσσαλικές εικόνες. Ο Ζητιάνος. Εν Αθήναις. 1897
- Λόγια της Πλώρης. θαλασσινά Διηγήματα. Αθήναι 1899
- Παλιές Αγάπες (1885-1897). Αθήναι 1900
- Ο Αρχαιολόγος. Αθήναι 1904
- Διηγήματα του Γυλιού. Εν Αθήναις 1922
- Διηγήματα για τα παλικάρια μας. Εν Αθήναις 1922
Το πρώτο μεγάλο έργο που δημοσίευσε ήταν η «Λυγερή», το κεντρικό θέμα της οποίας είναι η ζωή των γυναικών στην αγροτική κοινωνία. Ακολούθησε «Ο Ζητιάνος», έργο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εστία» το 1896 και το οποίο, επηρεασμένο από το ρεύμα του νατουραλισμού, αναφέρεται στις συνθήκες εξαθλίωσης της ζωής των χωρικών. Το τελευταίο του μυθιστόρημα είναι «Ο Αρχαιολόγος», το οποίο γράφτηκε το 1904 και εκφράζει τις απόψεις του συγγραφέα για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα. Θεωρήθηκε από μελετητές λιγότερο πετυχημένο από τα άλλα δύο εκτενή έργα του.
Από τα διηγήματά του, η πιο γνωστή συλλογή του είναι «Τα λόγια της πλώρης», σύντομα διηγήματα που στηρίζονται σε αφηγήσεις ναυτικών, που άκουσε ο συγγραφέας στα ταξίδια του.
Σε όλα τα έργα του εκτός από τη «Λυγερή» ο Ανδρέας Καρκαβίτσας χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα. Η επεξεργασία του λόγου του είναι βασικό χαρακτηριστικό του έργου του και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως ο «κατ’ εξοχήν στυλίστας» της δημοτικής γλώσσας.
Ήταν οπαδός της δημοτικής αλλά δεν αποδεχόταν τις γλωσσικές ακρότητες δημοτικιστών όπως ο Γιάννης Ψυχάρης. Επεδίωκε η γλώσσα των έργων του να είναι κατανοητή από όλους.
Το έργο του ναι μεν χαρακτηρίζεται ηθογραφικό, αλλά δεν είναι από εκείνα τα έργα που παρουσιάζουν την αγροτική ζωή εξιδανικευμένη ούτε όμως αποτελεί και μία απλή καταγραφή των ηθών και των εθίμων. Στα έργα του Καρκαβίτσα υπάρχουν πολλά στοιχεία λαϊκού πολιτισμού. Η ματιά του συγγραφέα είναι κριτική απέναντι στην αγροτική ζωή και στα διάφορα προβλήματα αυτής, όπως, η αμάθεια, η εξαθλίωση, η εκμετάλλευση και η δυσχερής θέση της γυναίκας. Γι’ αυτό και είναι εμφανής η σύνδεση με το ρεύμα του νατουραλισμού. Χαρακτηριστικά του νατουραλισμού, ο οποίος αποτελεί την ακραία έκφραση του ρεαλισμού, είναι η φωτογραφική αναπαραγωγή της πραγματικότητας και ιδιαίτερα της αρνητικής.
Ο Ζητιάνος
Α. Περίληψη του έργου
«Ο Ζητιάνος» του Ανδρέα Καρκαβίτσα θεωρείται από τα πιο σημαντικά ηθογραφικά έργα της ελληνικής γραμματείας του 19ου αιώνα. Γράφτηκε το 1896, αποτελείται από 6 κεφάλαια και αναφέρεται στις συνθήκες εξαθλίωσης που επικρατούν στη Θεσσαλική επαρχία της εποχής εκείνης. Κατατάσσεται στα έργα του Νατουραλισμού, μια ακραίας έκφρασης του ρεύματος του Ρεαλισμού ο οποίος αποτυπώνει την πραγματικότητα υπερτονίζοντας την αρνητική όψη της ανθρώπινης ζωής. Ήρωας του έργου είναι ο αδίστακτος ζητιάνος Τζιρίτης ή Τζιριτόκωστας, ο οποίος καταφθάνει στο Νυχτερέμι της Θεσσαλίας με σκοπό να αποκτήσει πλούτη εξαπατώντας τους εύπιστους και φιλόπτωχους κατοίκους. Με τη χρήση μαγικών βοτάνων κατορθώνει να ξεγελάσει τις προληπτικές γυναίκες του χωριού και με πονηριά να εκδικηθεί αυτούς που κατά την άποψή του τον αδίκησαν. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας περιγράφει με παραστατικότητα και ρεαλισμό τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της Θεσσαλίας[4] και την εκμετάλλευσή τους από τους μεγαλοτσιφλικάδες, ενώ ταυτόχρονα σατιρίζει την εξάρτησή τους από προλήψεις και δεισιδαιμονίες.
Β. Ο «Ζητιάνος» – Απόσπασμα
- Περίληψη του αποσπάσματος
Το απόσπασμα του έργου του Ανδρέα Καρκαβίτσα «Ο Ζητιάνος» είναι από το δεύτερο κεφάλαιο του διηγήματος με τίτλο «Τα μυστήρια της ζητιανιάς». Διαδραματίζεται στα Κράκουρα, ένα χωριό της Ρούμελης, και αναφέρεται στη μύηση της επαιτείας και της εξαπάτησης των νέων του χωριού, ενέργειες που αποτελούν την αποκλειστική απασχόληση των κατοίκων.
Ενώ οι άνδρες του χωριού απουσιάζουν σε ταξίδια και οι γυναίκες ασχολούνται με γεωργικές εργασίες, οι σεβάσμιοι γέροντες μαζεύουν τα παιδιά και τους διδάσκουν την τέχνη της επαιτείας. Τους μαθαίνουν, πώς να παριστάνουν τους σακάτηδες προκειμένου να τους λυπηθούν οι κάτοικοι άλλων περιοχών και να τους δώσουν τα προς το ζην. Ενώ τα παιδιά εκπαιδεύονται, ένας από τους γέροντες τραγουδάει ένα τραγούδι για την ιστορία του κόσμου και του τόπου τους. Εδώ τονίζεται η αδικία που διέπραξε ο Θεός ρίχνοντας στον τόπο των ζητιάνων μόνο βράχια, υποχρεώνοντας έτσι τους κατοίκους να στραφούν προς το αξιοσέβαστο επάγγελμα της ζητιανιάς. Μέσα από τους στίχους του τραγουδιού ο γέροντας δείχνει ταυτόχρονα στους μικρούς μαθητευόμενους, πώς να πλησιάζουν τους ανυποψίαστους χωρικούς και να ζητούν τη βοήθειά τους. Στο περίεργο αυτό σχολείο ο νεαρός Τζιριτόκωστας αποδεικνύεται δεινός μαθητής ξεπερνώντας σε ευρηματικότητα τόσο τους δασκάλους όσο και τους νεκρούς ζητιάνους που τιμούνται σαν ήρωες στο χωριό. Σαν ανταμοιβή ο πατέρας του του δείχνει όλα τα μπαστούνια που φυλάει σαν ιερά κειμήλια και τα οποία δείχνουν την μακρά παράδοση της οικογένειάς του στην επίδοση της επαιτείας, εξαίροντας ταυτόχρονα και τα βάσανα που πέρασαν προκειμένου η οικογένεια να φτάσει να γεύεται τους κόπους που εκείνοι έσπειραν.
- Δομή του κειμένου – Ενότητες και πλαγιότιτλοι
Το απόσπασμα του διηγήματος «Ο Ζητιάνος» αποτελείται από πέντε ενότητες, οι οποίες χωρίζονται ως εξής:
Πρώτη ενότητα: (1 – 34): «Ο Κώστας Τζιρίτης … στον κόσμο»
Πλαγιότιτλος: Η εκπαίδευση των παιδιών στις τεχνικές της ζητιανιάς.
Δεύτερη ενότητα: (35 – 94) : «Ενώ τα παιδιά … τρία»
Πλαγιότιτλος: Το τραγούδι της ιστορίας του κόσμου από το γέρο τραγουδιστή.
Τρίτη ενότητα: (95 – 113) : «Σ’ αυτό το μοναδικό … της οικογενείας
του»
Πλαγιότιτλος: Οι εξαιρετικές ικανότητες του μικρού Τζιριτόκωστα στις τεχνικές της επαιτείας.
Τέταρτη ενότητα: (114 – 147) : «Δεν ήταν αληθινά … ευχή»
Πλαγιότιτλος: Η ιστορία και η αξία των προγονικών μπαστουνιών.
Πέμπτη ενότητα: (148 – 164): «Ο Τζιριτόγιωργας ……… υπόφεραν»
Πλαγιότιτλος: Οι δυσκολίες της ζωής των προγόνων.
- Γλώσσα και ύφος
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Καρκαβίτσας στο απόσπασμα αυτό είναι η δημοτική, της οποίας άλλωστε υπήρξε και θερμός υποστηρικτής. Είναι η γλώσσα του λαού, κατανοητή από όλους. Διακρίνονται βέβαια και αρκετά ιδιωματικά στοιχεία της θεσσαλικής διαλέκτου, όπως «εβολάκιαζαν» (ξεσπείρωναν), «φθισικά» (ατροφικά), «σταβάρι» (μεγάλο ξύλο του αρότρου) αλλά και κατάλοιπα της καθαρεύουσας όπως π.χ. «τον τρόμον», «σαν το έβολον», «το νέον άστρο», «αξιομίμητο παράδειγμα της γενεάς του», «ηξεύρει» κ.α. Στο κείμενο ξεχωρίζει ο λεξιλογικός πλούτος του συγγραφέα με κυριαρχία σύνθετων λέξεων, κυρίως επιθέτων, όπως π.χ. ο «κουτσοκουλόστραβος» χορός, τα «ασπρόμαλλα» μέτωπα, το «δροσοπεριχυμένο» πρόσωπο, ο «πολυκαιρινός» εξευτελισμός, ο «πλουτοφορτωμένος» ζητιάνος αλλά και ουσιαστικών, όπως π.χ. του χρόνου το «γοργοτρέξιμο», το «κορμόδενδρο», τα παράδοξα «χονδροσκαλίσματα» κ.α.
Το ύφος του συγγραφέα στο απόσπασμα είναι ζωηρό και γλαφυρό. Οι περιγραφές είναι σαφείς κα λεπτομερείς ενώ η επιλογή των λέξεων ταιριάζει στο πνεύμα της συγγραφής.
- Αφήγηση
Η αφήγηση στο απόσπασμα του «Ζητιάνου» είναι γραμμική, τα γεγονότα αναφέρονται κυρίως με τη σειρά που διαδραματίζονται με δύο εξαιρέσεις εγκυβωτισμού. Η πρώτη είναι το τραγούδι του γέρου λυράρη που αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου και ιδιαίτερα του άγονου τόπου των ζητιάνων, ενώ στη δεύτερη ο Τζιριτόγιωργας εξιστορεί την ιστορία των μπαστουνιών που δεν είναι άλλη από αυτή της οικογένειάς του.
Ο αφηγητής είναι ετεροδιηγητικός, δηλαδή δε συμμετέχει στα γεγονότα ενώ η διήγηση είναι τριτοπρόσωπη. Αν και στο ολοκληρωμένο έργο εμφανίζονται και διάλογοι, στο συγκεκριμένο απόσπασμα η τριτοπρόσωπη αφήγηση διακόπτεται μόνο από το τραγούδι του λυράρη. Αυτό εναλλάσσεται μεταξύ πρώτου και δευτέρου προσώπου, δεδομένου ότι αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι μικροί μαθητές καλούνται να ζητιανέψουν από άλλους χωρικούς. Ο χώρος της αφήγησης είναι το θεσσαλικό χωριό Κράκουρα, αλλά ο ακριβής χρόνος δεν προσδιορίζεται. Μπορεί μόνο από το «ξεσπύρισμα» του αραβώσιτου στο οποίο επιδίδονται οι γυναίκες να υποθέσει κανείς, ότι η ιστορία εξελίσσεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
- Στόχος του συγγραφέα
Ο στόχος του συγγραφέα στο συγκεκριμένο απόσπασμα είναι να παρουσιάσει τόσο τη μύηση των παιδιών ενός θεσσαλικού χωριού στην παραδοσιακή τέχνη της ζητιανιάς όσο και τις αξιοζήλευτες επιδώσεις ενός νεαρού, του Τζιριτόκωστα, να εξαπατά τους φιλεύσπλαχνους χωρικούς!
- Σχήματα λόγου
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σε όλη τη διάρκεια του αποσπάσματος πολλά και ποικίλα σχήματα λόγου όπως μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, αντιθέσεις, επαναλήψεις, υπερβολές, εύστοχα επίθετα αλλά και παραστατικές εικόνες. Ενδεικτικά αναφέρονται:
α. Μεταφορές
Στο κείμενο εμφανίζονται πολλά σχήματα λόγου όπου οι λέξεις χρησιμοποιούνται αναλογικά, προκειμένου να δώσουν έμφαση σε καταστάσεις ή αντικείμενα:
5: «… εβολάκιαζαν(καθάριζαν) τα φθισικά (ατροφικά) αραποσίτια τους, …»
8: «… που παραμορφωμένα επέτρωσεν η αδιάκοπη πλαστοπροσωπία …»
41 – 42: «… έλεγε τραγούδι ταπεινό, …, ψειριασμένο.»
65: «… δε θα μαραθούν τα χρυσά του νιάτα ξεκολλώντας ριζιμιά (βαθιά ριζωμένα) λιθάρια …»
β. Παρομοιώσεις
Το απόσπασμα βρίθει από παρομοιώσεις, οι οποίες δίνουν στο λόγο ιδιαίτερη ζωντάνια εξαίροντας ταυτόχρονα τις ιδιότητες της κατάστασης ή του αντικειμένου, που αναφέρονται:
14 – 16: «… και ανεβοκατέβαζε το κορμί του σε κάθε βήμα, σαν το έμβολον ανάμεσα στα μετάλλινα πλευρά της τρόμπας.»
28 – 29: «… κι εβημάτιζε με τρέμουλα όλων των μελών, λες και είχε τους αρμούς ξεχαρβαλωμένους.»
32 – 33: «… κι εταλάντευε το σώμα του ανάμεσα στις πατερίτσες, σαν βρωμερό κουρέλι στο ανεμοφύσημα.»
56 – 57: «Απεναντίας, σαν εμπνευσμένος ψάλτης του παλιού καιρού, …»
149 – 150: Τα στήθη του εβάρυναν, σαν μυλόπετρα.
159 – 151: Σαν πουλάρι ασέλωτο που γοργοτρέχει στον κάμπο, έτρεχεν ο νου του γεροζήτουλα στα περασμένα …
γ. Η ειρωνεία
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στο απόσπασμα αυτό φράσεις που το σημασιολογικό τους περιεχόμενο είναι αντίθετο από αυτό που έχει ο ίδιος στο νου του, με σκοπό να δοθεί χλευαστικός τόνος στο λόγο. Έτσι για παράδειγμα ο προσποιητά τυφλός χαρακτηρίζεται ταλαίπωρος (18), ενώ το μπαστούνι βοήθησε το ζητιάνο να «ξεκρεμάσει από τα σχοινιά τ’ ασπρόρουχα και από τα παραθύρια κουρτίνες και από τους φούρνους κουλούρια …» (137 – 139).
δ. Ασύνδετο σχήμα
Στο κείμενο εμφανίζονται σχήματα λόγου από τα οποία απουσιάζουν οι σύνδεσμοι:
9 – 10: «όχι του χρόνου το γοργοτρέξιμο, όχι της αρρώστιας η κρυφή ενέργεια, όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή αλλά το πείσμα, …»
ε. Το χιαστό
25 – 26
τρία δεξιά
αριστερά τέσσερα
εδοκίμαζε να γυρίσει δεξιά
και αριστερά εγύριζεν
στ. Υπερβολές
Το μπαστούνι είναι για το ζητιάνο όχι μόνο ένα χρηστικό αντικείμενο, αλλά ο σύντροφος σε όλες του τις ενέργειες. Προκειμένου αυτό να γίνει αντιληπτό και να κατανοήσει ο αναγνώστης τη σημασία του αντικειμένου αυτού για τους ήρωες του αποσπάσματος, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το σχήμα της υπερβολής:
133 – 134: «Καθεν’ από εκείνα [τα μπαστούνια] είχεν επάνω του ιστορίαν ίση και καλύτερη από το δόρυ του Αχιλλέα.»
139 – 140: «… δυνατότερο [το μπαστούνι] από την εφτατόμαρη ασπίδα του Αίαντα»
ζ. Προσωποποιήσεις
Ο συγγραφέας περιγράφει επανειλημμένα τη χρησιμότητα του άψυχου μπαστουνιού δίνοντάς του ανθρώπινη διάσταση:
104 – 106: «Και τα μπαστούνια τα κρεμασμένα στους τοίχους των σπιτιών εταράχθηκαν κι εκείνα με ιερή φρικίαση, αβέβαια πιο τάχα θα τιμηθεί να συντροφέψει στο πρώτο του ταξίδι τον νέον αρχιθεομπαίχτη.»
142 – 146: «Τυφλόν τον οδήγησε στα μαρμαρένια σκαλοπάτια, κουτσόν τον επέρασε με’σ από τις αγορές, … Άκουσεν όλα του τα ψέματα, όλα τα συγχωρολόγια. …».
η. Αντιθέσεις
Στο κείμενο εμφανίζονται κάποιες αντιθέσεις:
2 – 3: «… ήταν από τόπο που συμμαζώνει στα στενά του σύνορα όλην την ασυμμάζευτην ιστορία της ελληνικής ζητιανιάς.»
58 – 59: «…, κι ενώ εκαταριόταν τη Γη, εμακάριζε τα παιδιά της.»
θ. Κύκλος
Η τελευταία παράγραφος του αποσπάσματος κλείνει με έναν κύκλο:
- – 164: «Πόσο υπέφεραν οι δύστυχοι, για να φέρουν εκεί που έφεραν την οικογένειά τους! … Αληθινά, τι υπόφεραν οι δύστυχοι, τι υπόφεραν!»
- Σύνδεση με την αρχαιότητα
Διαβάζοντας προσεκτικά το απόσπασμα του «Ζητιάνου» παρατηρούμε ότι υπάρχει μια άμεση σύνδεση με το παρελθόν και ιδιαίτερα με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Καρκαβίτσας σαν υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας ήθελε να συνδέσει την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία με αυτήν της αρχαιότητας, ώστε να γίνει κατανοητή η θέση, ότι οι σύγχρονοι Έλληνες αποτελούν συνέχιση των αρχαίων. Έτσι αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του λυράρη γέροντα που με μονότονη φωνή τραγουδάει την ιστορία του κόσμου, τον αρχαίο ραψωδό, που με το ραβδί του αναφερόταν σε ηρωικά κατορθώματα και τον αοιδό που παρευρισκόταν σε αυλές παλατιών και διασκέδαζε τους θαμώνες με το τραγούδι και τη λύρα του.
Γίνεται επίσης αναφορά στους ομηρικούς ήρωες, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα, όταν τα όπλα τους συγκρίνονται με το ραβδί του ζητιάνου. Όπως το δόρυ χάρισε δόξα στον Αχιλλέα και η εφτάστρωτη ασπίδα στον Αίαντα, έτσι και το μπαστούνι του ζητιάνου, ο καλύτερος σύντροφος και συνοδοιπόρος του, μπορεί να τον δοξάσει και να τον ανεβάσει στα μάτια των συγχωριανών του.
- Σχόλια
Στο συγκεκριμένο κείμενο ο Ανδρέας Καρκαβίτσας παρουσιάζει τη ζητιανιά σαν ένα πατροπαράδοτο και αξιοπρεπές επάγγελμα, βάζοντας σεβάσμιους γέροντες να εκπαιδεύουν τα αγόρια του χωριού. Πρόκειται για ένα δύσκολο επάγγελμα που αφήνει τα ίχνη του στα σώματα των γερόντων, το οποίο όμως εξασφαλίζει σε όλους τροφή και στέγη χωρίς σωματική κόπωση. Παρ’ όλα αυτά, η εκπαίδευση στην επαιτεία φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολη και πραγματοποιείται με ιδιαίτερη επιμονή. Ο γερο-λυράρης προσπαθεί με το τραγούδι του αφ’ ενός να διασκεδάσει τους μικρούς μαθητές, αφ’ ετέρου όμως να τους μάθει την ιστορία του τόπου και να τους κάνει να πιστέψουν, ότι το επάγγελμά τους είναι ευλογία.
Μετά το τέλος της εκπαίδευσης οι μαθητές καλούνται να επιδείξουν όλα αυτά που έμαθαν. Αυτό γίνεται μέσα από τον Κουτσοκουλόστραβο χορό, ένας χορός που αναφέρεται στις κινήσεις που κάνουν οι επαίτες, όταν μιμούνται τους κουτσούς, τους τυφλούς ή τους ανάπηρους. Ο ήρωας της ιστορίας, ο δεκάχρονος Τζιριτόκωστας, φαίνεται να έχει ιδιαίτερη κλίση τόσο σ’ αυτό το χορό όσο και στην επινοητικότητα καινούργιων στίχων και μέτρων του τραγουδιού της φυλής. Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι οι σεβάσμιοι γέροντες χαίρονται την ευρηματικότητα του νεαρού και δεν επιδεικνύουν καθόλου πικρία. Αντιθέτως ο πατέρας του τον καμαρώνει όπως ένας πατέρας καμαρώνει για τις σχολικές επιδόσεις του παιδιού του και το επιβραβεύει δείχνοντάς του τα μπαστούνια, τα τρόπαια των προπάππων του, ζητώντας από το γιο του να τιμήσει τη φυλή τους. Με τον τρόπο αυτό τον ωθεί να διατηρήσει την παράδοση και να γίνει άξιος εκπρόσωπος της οικογένειας.
«Ο Ζητιάνος» δεν είναι η ωραιοποιημένη βουκολική πλευρά της ελληνικής υπαίθρου. Αντίθετα, είναι η άθλια καθημερινότητα ενός λαού που επιβιώνει εξαπατώντας τα φιλεύσπλαχνα συναισθήματα συμπατριωτών του.
Βιβλιογραφία
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Τα άπαντα, τυπωμένα, σκόρπια, ανέκδοτα, Τόμος Β’, Εκδοτικός Οίκος «Χρήστος Γιοβάνης», Αθήνα 1973, 419-545.
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο Ζητιάνος, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ’ Γυμνασίου, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Α’ έκδοση, Αθήνα 2006, 109 – 114.
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Βιογραφία
http://www.hellenica.de/Griechenland/ModerneLiteratur /GR/AndreasKarkavitsas.html, 26.3.2009.
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Βιογραφία
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE% BD%CE%B4%CF%81%CE%AD%CE%B1%CF%82_ %CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B1%CE%B2% CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%82, 26.3.2009.
Αθηνά Βαλασίδου, http://www.archive.gr/modules.php?name= News&file=article&sid=226, 4.4.2009.
Γιώργος Σμπιλίρης κ.α., Νεότερη και σύγχρονη ιστορία, Γ’ Γυμνασίου, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2007, 221 – 260.
Δ. Κ. Φαρμάκης, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας γ’ Γυμνασίου, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2008.
εικόνα εξωφύλλου & σελ. 7: http://images.e-shop.gr/images/BKS/BKS.0422062.jpg
εικόνα σελ. 2: http://www.hellenica.de/Griechenland/ . ModerneLiteratur/GR/AndreasKarkavitsas.html.
εικόνα σελ. 6: http://www.minoas.gr/data/images.products/120×0/ 18023.jpg.
[1] Η έννοια της Μεγάλης Ιδέας γεννήθηκε το 1844 από τον Ιωάννη Κωλέττη κατά την Α’ Εθνοσυνέλευση. Κύριο θέμα της ήταν η διεύρυνση των ελληνικών συνόρων, έτσι ώστε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος να επεκταθεί σε περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς που συνέχιζαν να βρίσκονται κάτω από ξένη κυριαρχία. Πρόκειται ουσιαστικά για την προσπάθεια επανάκτησης των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Μεγάλη Ιδέα αποτέλεσε για δεκαετίες τον άξονα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Η υπογραφή μάλιστα της συνθήκης των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920 δημιούργησε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Η ήττα που υπέστη η Ελλάδα όμως κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή την ανάγκασε να απομακρυνθεί από την Μεγάλη Ιδέα και να περιοριστεί με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923 στα σημερινά της σύνορα.
[2] Πρόκειται για μια μυστική οργάνωση που είχε συσταθεί το 1894 κυρίως από στρατιωτικούς με σκοπό την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και την προπαρασκευή της απελευθέρωσης των αλύτρωτων Ελλήνων, διαλύθηκε όμως το 1899 επειδή ήταν υπαίτιος της ελληνοτουρκικής σύρραξης του 1997. Τριάντα χρόνια αργότερα, το Μάρτιο του 1927, ο δημοσιογράφος Στέφανος Στεφάνου έγραψε στην εφημερίδα “Ελεύθερον Βήμα” αναφερόμενος στο έργο αυτής της εταιρίας: «Η Εθνική Εταιρεία υπήρξεν ένας τεράστιος οργανισμός. Η σπουδαιοτέρα των ανευθύνων οργανώσεων από της εποχής της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Επήγασεν εκ νοσηρού πατριωτισμού. Απέβη κολοσσιαία δύναμις. Κατέστησεν την κυβέρνησιν της χώρας υποχείριον των σκοπών της και το Στέμμα αιχμάλωτον των σχεδίων της. Επίστευε δηλαδή μάλλον ότι είχε αιχμαλωτίσει το Στέμμα, χωρίς να υποπτεύεται ότι το Στέμμα εγνώριζε κάλλιστα τον τρόπον και τον σκοπόν της συστάσεώς της και χωρίς να φαντάζεται ότι εξυπηρετούσε τα σχέδια τους Στέμματος, το οποίον ενόμιζε τάχα ότι έτρεμε…»
[3] Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που είχε ιδρυθεί στις αρχές του 20ου αιώνα με σκοπό να αιτηθεί μεταρρυθμίσεις στο στράτευμα, τη δικαιοσύνη και την παιδεία επαναστάτησε τον Αύγουστο του 1909 ζητώντας την απομάκρυνση του Διαδόχου Κωνσταντίνου και των υπόλοιπων πριγκίπων από το στράτευμα. Ο Πρωθυπουργός Ράλλης παραιτήθηκε και κυβέρνηση σχημάτισε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ο οποίος αποδέχθηκε τους όρους των επαναστατών. Το κίνημα στο Γουδί άνοιξε το δρόμο για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος κλήθηκε στον Πειραιά και υπέδειξε σαν μόνη δυνατή λύση την προκήρυξη νέων εκλογών.
[4] Ύστερα από έντονες διπλωματικές ενέργειες η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε το 1881 την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Έτσι η εύφορη θεσσαλική γη επήλθε στην εδαφική επικράτεια της Ελλάδας. Ένας από τους όρους της προσάρτησης προέβλεπε, να σεβαστεί το ελληνικό κράτος τις ιδιοκτησίες των Τούρκων τσιφλικάδων, οι οποίοι απασχολούσαν στα κτήματά τους κολίγους, καλλιεργητές της γης που ήταν συνδεδεμένοι με το κτήμα του γαιοκτήμονα, δικαίωμα που μεταβίβαζαν κληρονομικά από γενεά σε γενεά. Όταν οι Τούρκοι μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας αποφάσισαν να αποχωρήσουν από τα ελληνικά εδάφη πουλώντας τα κτήματά τους σε Έλληνες κεφαλαιούχους, οι τελευταίοι δε σεβάστηκαν τα δικαιώματα των καλλιεργητών με αποτέλεσμα να τους εκμεταλλεύονται οδηγώντας τους στην εξαθλίωση. Η συμπεριφορά αυτή θα οδηγήσει σε ρήξη ανάμεσα στους αγρότες και τους μεγαλοϊδιοκτήτες γης με επιστέγασμα την αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ το 1910.