Ο Ιωακείμ στο βουνό, το φθινόπωρο του 1944. Φορά χοντρή χλαίνη και κρατά ένα ξύλινο ραβδί με μεγαλοπρεπή κεφαλή. Στο δίκοχο πάνω από τον ήλιο του ΕΛΑΣ κεντήθηκε (επιπλέον) ένας αετός με ανοιχτές φτερούγες πλαισιωμένος από δάφνινα στεφάνια
Το κάτωθι κείμενο δημοσιεύτηκε, μάλλον αυτούσιο, στο περιοδικό Ελιμειακά 56 (Ιούνιος 2006) 37-62. Πέντε χρόνια νωρίτερα, την 21η Μαρτίου του 2001, είχε χρησιμεύσει ως βάση ομότιτλης ανακοίνωσης στην ημερίδα «Ιστορικό Συμπόσιο για τον μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης Ιωακείμ Αποστολίδη», οργανωμένη από το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης (ΙΝΒΑ) στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της ιδίας πόλης.
Θανάσης Καλλιανιώτης
Δυο παπάδες του ΕΑΜ
Ο Ιωακείμ Κοζάνης κι ο Αντώνιος Ηλείας
εκαθήσαν μετά ζήλου και μετά επιμελείας
και εγράψαν στο Σοφούλη μια σπουδαία επιστολή
πούναι, ναι μα την αλήθεια, ενδιαφέρουσα πολύ!
Κι είπαν ότι πρέπει πλέον η Ελλάς να ειρηνεύση
κι ένας άνεμος αγάπης είναι πια καιρός να πνεύση!
απ’ τη μια ως την άλλη άκρη στην πατρίδα μας ξανά…
Κι ότι είναι οι καϋμένοι άκρως διατεθειμένοι
να μιλήσουν στους αντάρτες για ν’ αφήσουν τα βουνά!
Δηλαδή αν δεν απατώμαι, εφαρμόζουν εν σπουδή
μια μεγάλη εντολή: ότι πρέπει ο καθένας τον πλησίον ν’ αγαπά..!
Ένα μοναχά φοβάμαι και το σκέπτομ’ όπου νάμαι
ότι, οι δυο αυτοί παπάδες, μη μας παίζουν τον …παπά![1]
Βιβλιογραφία και πηγές
Αν επισκεφτεί σήμερα κανείς τη Βιβλιοθήκη Κοζάνης και ζητήσει πληροφορίες για τον μητροπολίτη Ιωακείμ Αποστολίδη, θα του προταθούν αμέσως δύο βιβλία: το κλασικό, πολυσέλιδο έργο του συνταξιούχου υπαλλήλου της μητροπόλεως Ιωάννη Δημοπούλου Τα παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικά, Θεσσαλονίκη 1994, και το λεπτότερο του Νικολάου Δελιαλή, πρώην εφόρου της ιδίας Βιβλιοθήκης, Επισκοπικά Κοζάνης, Κοζάνη 1972. Στην περίπτωση που ο αναγνώστης θελήσει περισσότερες πληροφορίες, θα έρθουν στο τραπέζι του το άρθρο Μητροπολίτης Ιωακείμ, συνοπτική αναφορά του διδάκτορα Οφθαλμιατρικής Χρίστου Μπέσα, που γράφτηκε στο τεύχος 71 του τοπικού περιοδικού Παρέμβαση το έτος 1993 και η πρόσφατη εργασία του αρχιμανδρίτη Αγαθαγγέλου Χαραμαντίδη «Η δράση των Ελλήνων αρχιερέων» που περιέχεται στο συλλογικό έργο Μνήμες και μαρτυρίες από το ΄40 και την Κατοχή, η προσφορά της Εκκλησίας το 1940 –1944, το οποίο εξέδωσε η Επικοινωνιακή και Μορφωτική Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αθήνα του 2000, σ. 79-151
Αν ο φιλίστορας επισκέπτης επιμείνει πιο πολύ, θα καταφθάσουν αμέσως οι μεσοπολεμικές εφημερίδες της Κοζάνης, η φίλια του Ιωακείμ Ηχώ της Μακεδονίας του Μιλτιάδη Τζώνη και η εχθρική Βόρειος Ελλάς του Σταύρου Θεοδοσιάδη, οι οποίες θα κορέσουν για αρκετές μέρες την ερευνητική του όρεξη. Στην ίδια Βιβλιοθήκη βρίσκεται το έργο του Σταύρου Θεοδοσιάδη, Η Πίνδος ομιλεί: η Εθνική Αντίστασις 1941 –1944, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 2000 -ο Θεοδοσιάδης συντρόφεψε αρκετούς μήνες τον Ιωακείμ στα βουνά και την ύπαιθρο της περιοχής και μας παραδίδει πλουσιότατες πληροφορίες. Στη δράση του μητροπολίτη την ίδια περίοδο αναφέρεται κι ο τότε συνταγματάρχης του Ιππικού Αθανάσιος Χρυσοχόου στο βιβλίο του Οι Γερμανοί εν Μακεδονία, βιβλίον Ε΄, Εταιρία Μακεδονικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 1962, περιγράφοντας την με καταφανές αντικομμουνιστικό μένος. Και βέβαια το έργο του πολιτικού Μιχάλη Παπακωνσταντίνου Η Πέτρινη πόλη, Εστία, Αθήνα 1995 και η συνέχειά του Το Χρονικό της μεγάλης νύχτας, Εστία, Αθήνα 1999, όπου με λογοτεχνική διεισδυτικότητα ζωγραφίζεται το κλίμα της Ιεράς Μητρόπολης και της ίδιας της Κοζάνης.
Απαραίτητα για βαθύτερη μελέτη είναι το καλογραμμένο έργο του Παύλου –Πάικου Τσουμή, Ο Πάικος, Κοζάνη 1878 –1958, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 1998 καθώς και το παλιότερο του αρχιμανδρίτη Παναγιώτη Μύρου, Η αντίσταση της αγάπης, Θεσσαλονίκη 1985, το οποίο βασίζεται και σε αρκετές προφορικές μαρτυρίες. Μια γενική μεσοπολεμική εικόνα της πόλης δίνει ο Μάκης Καραγιάννης, στο άρθρο του «Η Κοζάνη του μεσοπολέμου μέσα από τον τοπικό τύπο της εποχής», Κοζάνη 1912 –1993, Παρέμβαση, Κοζάνη 1994, 15-9. Τον κύκλο της πρώτης βιβλιογραφίας κλείνει το περιοδικό Παρέμβαση, στο οποίο από τον Οκτώβρη του 1993 ως το Μάη του επόμενου χρόνου, διαξιφίστηκαν φραστικά υποστηρικτές και ενάντιοι, σχετικά με την τοποθέτηση ανδριάντα του μητροπολίτη Ιωακείμ στην πλατεία της Κοζάνης.
Ελάχιστο πρωτογενές υλικό της εποχής ήταν διαθέσιμο. Ούτε τα σχετικά αρχεία της Ι. Μ. Σερβίων και Κοζάνης μελετήθηκαν ούτε της Εκκλησίας της Ελλάδος ούτε όλες οι εφημερίδες της εποχής ξεφυλλίστηκαν ούτε τα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Ιωακείμ. Αντί γι αυτά ανοίχτηκαν άλλα δευτερεύοντα έργα που μερικώς μπορούν να αναπληρώσουν την έλλειψη των πρώτων. Το σοβαρό αυτό κενό μπορεί να καλυφθεί μόνο με μια ιστορική μονογραφία και πληρέστερα με μια διατριβή που το θέμα της θα εστιάζεται στην εκκλησιαστική ιστορία της Δυτικής Μακεδονίας. Τις επιστημονικές αυτές εργασίες μπορούν να διεκπεραιώσουν επιτυχώς μεταπτυχιακοί σπουδαστές ή υποψήφιοι διδάκτορες της Ιστορίας, δεχόμενοι μάλιστα υποστήριξη από το ΙΝΒΑ ή τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση -στην περίπτωση αυτή, εννοείται, πρέπει να ιδωθούν περισσότερα έργα και πιο πολλές πηγές, όχι μόνο για να περιγραφεί το πρόσωπο και η ζωή του μητροπολίτη αλλά για να ενταχθεί ιστορικά στον τόπο και το χρόνο και να ερμηνευτούν οι περίγυρες συγκρούσεις. Η παρούσα εργασία αποτελεί ένα πρωτόλειο έναυσμα.
Ο περίγυρος της Ευρώπης
Οι αποφάσεις των νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κληρονόμησαν σπέρματα διχασμού στο Μεσοπόλεμο, τα οποία βλάστησαν κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Αυστρία διασπάστηκαν, ενώ η Γερμανία συρρικνώθηκε. Τα κράτη που προέκυψαν έκλεισαν μέσα στο έδαφός τους φυλετικές, γλωσσικές και πολιτιστικές μειονότητες, που με ευκολία ηλεκτρίζονταν από έναν έντονο εθνικισμό. Στη Ρωσία την εξουσία είχαν καταλάβει οι Μπολσεβίκοι, οι οποίοι επιχειρούσαν μέσω της δημιουργίας της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς να εξάγουν την επανάσταση στις άλλες χώρες, ενδυναμώνοντας έτσι τη δική τους.
Οι καταστροφές από τον πόλεμο και τα προβλήματα της διεξαγωγής του εμπορίου λόγω της χάραξης των νέων συνόρων δημιούργησαν μιαν επιπολάζουσα οικονομική δυσπραγία η οποία συμπυκνώθηκε στο κραχ του 1929. Πέντε χρόνια πριν από αυτό στην Ιταλία εγκαθιδρύθηκε ένα φασιστικό καθεστώς, ενώ το ίδιο συνέβη και στη Γερμανία το 1933. Το 1936 ξέσπασε ο Εμφύλιος Πόλεμος της Ισπανίας κι ένας ακόμα δικτάτορας προστέθηκε στην Πορτογαλία την ίδια εποχή. Λίγο πριν το 1940 η Γερμανία άρχισε τις εχθροπραξίες και το επόμενο έτος η σύρραξη επεκτάθηκε κι ονομάστηκε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Όταν αυτός έληξε το 1945, ακολούθησε η περίοδος του «Ψυχρού Πολέμου», κατά την οποία οι υπερδυνάμεις ΕΣΣΔ και ΗΠΑ προσπαθούσαν να προσελκύσουν τους λαούς με το μέρος τους, γεγονός που επηρέαζε τους τελευταίους ιδεολογικά και πρακτικά.
Τα ελληνικά προβλήματα
Η ατυχής Μικρασιατική Εκστρατεία έφερε στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Μακεδονία με κριτήριο τη θρησκεία πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Ταυτόχρονα όσοι δεν θεώρησαν τον εαυτό τους Έλληνα, μετανάστευσαν στις χώρες της αρεσκείας τους. Στον Τσιαρτσιαμπά, τα Σέρβια και την Εορδαία εγκαταστάθηκαν κυρίως μετά το 1922 αρκετοί Λαζοί, Τουρκόφωνοι, Μικρασιάτες, Καυκάσιοι και Πόντιοι πρόσφυγες, οι οποίοι μοιράστηκαν τις περιουσίες των Τούρκων, συντασσόμενοι μαζικά με τη Φιλελεύθερη παράταξη. Ανάμεσα στους επήλυδες και στους ντόπιους Έλληνες, Βλάχους, Σλαβομακεδόνες κι Αρβανίτες της περιοχής είχαν στην αρχή ξεσπάσει ταραχές, οι οποίες λειάνθηκαν με την πάροδο του χρόνου.
Μαζί με τους πολιτιστικά ανεπτυγμένους πρόσφυγες, ιδιαίτερα τους Καυκάσιους, ήρθε στην περιοχή ο Κομμουνισμός, ο οποίος διέπρεψε στην Ποντοκώμη, την Πτολεμαϊδα και τα Σέρβια, έτσι ώστε ο συμπαγής πολιτικός όγκος των προσφύγων διαχωρίστηκε. Η παράταξη των Φιλελεύθερων που κυβερνούσε από το 1917 κι εντεύθεν, έχοντας την εύνοια των Δυτικών Δυνάμεων, προσπάθησε να εκσυγχρονίσει ορισμένες κοινωνικές δομές, όπως την εκπαίδευση, τις οποίες πέτυχε εν μέρει, καθώς το κοινοβουλευτικό και οικονομικό μοντέλο που πρότεινε έρχονταν σε οξεία αντιπαράθεση με την προηγούμενη εξουσία (Εκκλησία και ιδιώτες κεφαλαιούχους). Το 1936 η δικτατορία Μεταξά φαινομενικά κατέστειλε τις εντάσεις ουσιαστικά όμως τις αύξησε και απλώς τις μετέθετε συνεχώς, οξύνοντάς τες στο μέγιστο βαθμό.
Η εγκατάσταση Ιταλών, Βουλγάρων και Γερμανών στρατιωτών στα εδάφη της περιοχής το καλοκαίρι 1941 επέτεινε τη σύγχυση. Στις αρχές του 1943 οι αντάρτες της Θεσσαλίας, που κατευθύνονταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, εισέβαλλαν στον Τσιαρτσιαμπά, ενώ προς αντίδραση αυτών δημιουργήθηκαν στην περιοχή οι αντικομμουνιστικές οργανώσεις ΥΒΕ και ΕΚΑ (Εθνική Κοινωνική Άμυνα), αρκετά μέλη των οποίων στελέχωσαν αργότερα την ΠΑΟ και τον ΕΕΣ (Εθνικό Ελληνικό Στρατό). Την άνοιξη του ιδίου έτους ξέσπασε στην περιοχή ένας σκληρός εμφύλιος πόλεμος, που κράτησε με διαλείμματα ως το 1949. Η περίοδος που ακολούθησε δεν μπόρεσε να εξαλείψει τις κληρονομιές του Εμφυλίου, ως τη δεκαετία του ΄80, που ανέλαβαν οι Σοσιαλιστές.
Ερχόμενος κι απερχόμενος
Τον Ιούνη του 1923 έφτασε στην Κοζάνη[2] μαζί με την οικονόμο του και την κόρη της ο νέος μητροπολίτης ο Ιωακείμ Αποστολίδης, ένας βροντόφωνος και επιβλητικός 38άρης, που γνώριζε γαλλικά, τουρκικά, ελληνικά κι αρμένικα –τα τελευταία ήταν πιθανώς η μητρική του γλώσσα. Είχε γεννηθεί στο Μεσάχωρο της Βιθυνίας,[3] τελείωσε τις σπουδές των κληρικών στην Κωνσταντινούπολη και παρακολούθησε, όπως κατέθεσε ο ίδιος, μαθήματα πολιτικών επιστημών στο Παρίσι.[4] Το 1914 χρίστηκε μητροπολίτης στη Δυτική Θράκη και το 1922 κατέφυγε, όπως μαρτυρεί πάλι ο ίδιος, διωγμένος στην Ελλάδα.[5] Ένας αδελφός του ζούσε ήδη στα Σέρβια κι έτερος εμπορεύονταν ελληνικά καπνά στην Αμερική.[6] Την τελευταία χώρα ο Ιωακείμ επισκέφτηκε λίγες μέρες μετά από τον ερχομό του στην Κοζάνη. Εκφράστηκαν απόψεις ότι έφυγε από την Κοζάνη, για να σιγάσει ο θόρυβος που είχε εγερθεί στον τύπο της Θεσσαλονίκης, σχετικά με προσωπικά του ηθικά σκάνδαλα,[7] ενώ η τοπική εφημερίδα Ηχώ της Μακεδονίας δικαιολόγησε ότι απλώς είχε πάει να δει τον αδερφό του.[8] Φαίνεται όμως ότι τα κίνητρα του Ιωακείμ ήταν βαθύτερα: επιθυμούσε προφανώς όπως κι άλλοι ομοιόβαθμοί του, μιαν υψηλή θέση στη νεοδημιουργηθείσα επισκοπή της Αμερικής[9] παρά να εγκατασταθεί, αυτός ένας πρώην γραμματέας του Πατριαρχείου, στην ορεινή κι απομονωμένη Κοζάνη, η οποία από αιώνες ταράζονταν σφοδρά από εσωτερικές συγκρούσεις, που είχαν σχέση με το θρόνο των μητροπολιτών.
Ο σπουδαγμένος και φιλόδοξος Ιωακείμ είχε από νωρίς συνδεθεί με τις επιλογές της παράταξης των Φιλελεύθερων και, όταν έφτασε στην Κοζάνη, άφησε αμέσως να φανεί εύγλωττα η εύνοιά του προς τους Πρόσφυγες. Στην μητρόπολη κατέλυσαν ως τα τέλη του 1924 ασθενείς, ώστε το κτίριο διαμορφώθηκε σε Προσφυγικό Νοσοκομείο, ενώ ο ίδιος μετακόμισε εκτός του.[10] Οι πολιτικές κλίσεις και οι πρακτικές προτιμήσεις του «καλού και χουβαρδά»[11] Ιωακείμ δεν πέρασαν απαρατήρητες, όπως δεν είχαν περάσει και οι παρόμοιες των προκατόχων του. Η άρχουσα τάξη στην πόλη της Κοζάνης κατατρώγονταν από εσωτερικές διενέξεις, οι ρίζες των οποίων εκτείνονταν τουλάχιστον έναν αιώνα πίσω στο παρελθόν,[12] οφειλόμενες προφανώς στη διαφορετική καταγωγή των κατοίκων[13] και στον καθημερινό οικονομικό πόλεμο μεταξύ των εμπορικών οίκων της. Η επιθυμία των Κοζανιτών εμπόρων, που είχαν εγκατασταθεί τον 18ο αιώνα στην Ευρώπη να παρεμβαίνουν στην εκπαιδευτική ζωή και την κοινοτική εξουσία της πόλης και της ευρύτερης περιοχής, εφ’ όσον από την Κοζάνη προμηθεύονταν πρώτες ύλες, τους έφερνε σε αντίθεση με την Εκκλησία η οποία τότε δρούσε ως η μοναδική αναγνωρισμένη πολιτική δύναμη.[14] Οι διαμάχες εμπόρων κι Εκκλησίας πέρασαν στον απλό λαό, ο οποίος ως είθισται, τις μετέφραζε σε αιματηρές βιαιότητες. Το 1892 μάλιστα τον έξαρχο τοποτηρητή επίσκοπο Βέροιας Κοσμά, που ιερουργούσε στο ναό του Αγίου Νικολάου της Κοζάνης, οργισμένος όχλος τον άρπαξε από τον άμβωνα, τον έσυρε έξω στο προαύλιο και τον ξυλοκόπησε με θρησκευτικό φανατισμό.[15] Ο κληρικός Κοσμάς ήταν αρκετά τυχερός, καθώς έναν αιώνα περίπου νωρίτερα, είχε τεμαχιστεί πάνω στο βωμό των διχονοιών από έναν «κακόπαπα» της ίδιας πόλης ο πρωτοσύγκελος Καλλίνικος.[16]
Ποιος προμήθευε όμως τα σκανδαλιστικά δημοσιεύματα,[17] που δημοσίευαν οι εφημερίδες της συμπρωτεύουσας και ποιον εξυπηρετούσαν; Φυσιολογικά οι υποψίες στρέφονταν προς τον κύκλο των υποστηρικτών του Κοζανίτη επισκόπου Σηλυβρίας Ευγενίου, που επιθυμούσε κι αυτός τη θέση του Ιωακείμ,[18] όμως λείπουν τα διαθέσιμα στοιχεία για να υποστηριχτεί αυτή η άποψη. Είναι όμως βέβαιο ότι οι πολιτικοί αντίπαλοι των Φιλελευθέρων, που ο αριθμός τους στην πόλη της Κοζάνης δεν ήταν ευκαταφρόνητος, είχαν όλους τους λόγους να αντιπαραταχθούν στον μητροπολίτη, χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο, ακόμα και «ταπεινές» γενετήσιες αναφορές. Η κληρονομιά της ιστορίας βάραινε το σκηνικό, μέσα στο οποίο παρουσιάστηκε το 1923 ο άγνωστος -και πρόσφυγας- Ιωακείμ.
Η ποινή της Αυστραλίας
Μετά από επίμονη απαίτηση –και ύστερη επιτίμηση- της Ιεράς Συνόδου ο Ιωακείμ επέστρεψε στην Κοζάνη το καλοκαίρι του 1924.[19] Ο έντονα βενιζελικός μητροπολίτης, παρ’ ότι απών, άντεξε στις επιθέσεις τόσο τις κομματικές των λαϊκών, όσο και τις εσωτερικές της αμφίλογης Κοζάνης, γιατί αφ’ ενός είχε στηρίξει τις πλάτες του στην ασφάλεια που παρείχε η σύμπλευση με την κυβερνητική εξουσία κι αφ’ ετέρου στην πιστή μάζα των προσφύγων, ιδιαίτερα των Τουρκόφωνων, καθ΄ όσον σε ολόκληρο το νομό το ποσοστό των προσφύγων άγγιζε το 40% των κατοίκων.[20] Με ένα νεύμα του Ιωακείμ οι πρόσφυγες του Τσιαρτσιαμπά, των Σερβίων και της Εορδαίας δεν θα αργούσαν να βαδίσουν εναντίον της Κοζάνης σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Η πόλη είχε δεχθεί να φιλοξενήσει μόνο 819 πρόσφυγες στο σύνολο των 12.701 κατοίκων της,[21] ώστε αρκετοί αστοί πρόσφυγες αισθάνονταν δικαιολογημένα παραγκωνισμένοι.
Η αναταραχή της νομιμότητας που προκάλεσε το πραξικόπημα του Θεόδωρου Πάγκαλου το καλοκαίρι του 1926 δημιούργησε εντάσεις ανάμεσα στην εξουσία των στρατιωτικών και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Το τελευταίο έδωσε εντολή τον Απρίλη του 1926 τον Ιωακείμ να μετατεθεί στην Αυστραλία, ορίζοντας ως διάδοχό του τον Ευγένιο.[22] Ταυτόχρονα η Κοζάνη έδειξε φανερά τα δόντια της στον Ιωακείμ, όταν οι έφεδροι αξιωματικοί, οι παλαιοί πολεμιστές, οι αυτοκινητιστές και οι κυνηγοί της Κοζάνης ξεσπάθωσαν ονομαστικά εναντίον του,[23] αποδεικνύοντας σε τοπικό επίπεδο ότι τόσο ο Στρατός όσο και οι ιδιώτες κεφαλαιούχοι συμμετείχαν ενεργά στην πολεμική κατά της Εκκλησίας. Ο Ιωακείμ κατέβηκε στην Αθήνα και, σύμφωνα με μια μαρτυρία, πήρε επαφή με τον αξιωματικό Ναπολέοντα Ζέρβα, που κατείχε σεβαστή θέση στο σώμα των πραξικοπηματιών,[24] με σκοπό να ακυρώσει το ταξίδι του στη μακρινή ήπειρο. Η κοινοτική εξουσία της Αιανής, της Καισαρειάς, του Καταφυγίου, του Βελβεντού και φυσικά οι πρόσφυγες και η παράταξη των Φιλελευθέρων αντιπαρατάχτηκαν εντύπως –για πρώτη ίσως φορά- εναντίον των επιθυμιών της πόλης.[25] Φαίνεται ότι ορισμένα χωριά άρχισαν να ξυπνούν από το λήθαργο της υπαίθριας απομόνωσης,[26] αιτούμενα κι αυτά μια δρώσα θέση στο παιχνίδι της εξουσίας. Θα θεωρούνταν ατιμωτικό προφανώς για τους στρατιωτικούς, και ιδιαίτερα για τον ευέξαπτο Θεόδωρο Πάγκαλο, να υπακούσουν στις ρυθμίσεις του Πατριαρχείου, οπότε ο Ιωακείμ τελικά δεν πήγε στην Αυστραλία και ξαναγύρισε στην Κοζάνη.[27]
Θρησκευτικοί νεωτερισμοί
Τον Απρίλη του 1929 επιχειρήθηκε προς όφελος της βιομηχανικής ανάπτυξης αλλά κι ως απάντηση στην αυξανόμενη πίεση της Αριστεράς μια ευρεία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το Δημοτικό, όπως και το Γυμνάσιο, γίνονταν 6τάξια και παράλληλα ιδρύονταν διάφορες επαγγελματικές σχολές.[28] Η μεταρρύθμιση θεωρήθηκε από την Εκκλησία, το Πανεπιστήμιο των Αθηνών και φυσικά και από την αντιπολίτευση ως ορθολογιστική και άστοχη και οι εντάσεις που σιγόκαιγαν από το 1926 και μετά[29] άναψαν κανονικά. Ο τολμητίας Ιωακείμ παρενέβη κι αυτός στο διάλογο γράφοντας ένα άρθρο στο «μαλλιαρό» περιοδικό της ΟΛΜΕ, εκφράζοντας την δική του –τολμηρή για εκείνους τους καιρούς- άποψη για τη διδαχή των θρησκευτικών στα σχολεία.[30] Η επίθεση των αντιπάλων του ήταν αναμενόμενη και δριμεία: πανεπιστημιακοί καθηγητές, εφημερίδες των Αθηνών, θρησκευτικά σωματεία όπως η Ζωή, ακόμα και διάφοροι σύλλογοι της πόλης του Πύργου Πελοποννήσου ξεσπάθωσαν κατά του «υπογάιδαρου» μητροπολίτη κατηγορώντας τον σύμφωνα με το συρμό της εποχής ως κομμουνιστή.[31] Το ίδιο έτος είχε ψηφιστεί ο περίφημος νόμος 4229, το γνωστό ιδιώνυμο, με τον οποίο κατά εκατοντάδες εξορίζονταν και φυλακίζονταν Κομμουνιστές, Σλαβομακεδόνες -και μερικώς οι Βασιλικοί.[32] Ως κι ο νέος υπουργός παιδείας χαρακτήρισε τους μεταρρυθμιστές (Ανδρέα Δελμούζο, Δημήτρη Γληνό κ.α.) «έκφυλους», που προσέβαλαν «την πατρίδαν, τη θρησκείαν και την οικογένεια».[33] Οι «θεολόγοι του γλυκού νερού», όπως χαρακτήρισε ο Ιωακείμ τους αντιπάλους του,[34] είχαν κερδίσει τις εντυπώσεις, καθώς ο αντικομουνισμός πουλούσε εκείνη την εποχή και στην Ελλάδα, εκτός από την Ιταλία και τη Γερμανία, όχι χωρίς δίκιο. Πράγματι μόνο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αν εμπιστευτούμε μια μαρτυρία, η Αριστερά Παράταξη διέθετε εκείνη την εποχή πάνω από χίλια ένθερμα μέλη[35] -για το Διδασκαλείο της Κοζάνης δεν έχουμε στοιχεία.
Οι αντίπαλοι του Ιωακείμ στην Κοζάνη είχαν εξαφθεί για τους ίδιους λόγους που εξήπταν και τους προηγούμενους αλλά και για μια τοπική φλέγουσα διαφορά, καθώς ο Ιωακείμ δεν είχε παραλείψει να συγκρουστεί με τη θρησκευτική ένωση της Κοζάνης «οι Τρεις Ιεράρχαι».[36] Ο μητροπολίτης δεν παρέλειπε να επιτιμά τους αντιπάλους του στις ομιλίες του μέσα στους ναούς, στις τελετές των εγκαινίων κλπ,[37] σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες. Είχε μπει το καλοκαίρι του 1930, όταν διάφοροι Κοζανίτες συγκεντρώθηκαν στο ναό του Αγίου Νικολάου για να δικάσουν και να καταδικάσουν τις ιδέες και τις πράξεις του Ιωακείμ. Ηγέτες των ο διδάκτορας της Νομικής Χαρίσιος Τανής, πολιτικός αρχηγός επί Κατοχής της Εθνικοσοσιαλιστικής Οργάνωσης Κοζάνης, ο συνάδελφός του Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, λογοτέχνης και φιλοβασιλικά προσκείμενος και ο επίσης δικηγόρος Ιωάννης Αντωνιάδης από το Βελβεντό, ανώτατος οικονομικός αντιπρόσωπος της Ελληνικής Πολιτείας τα έτη 1941 –44.[38] «Βγάλε το ράσο Ιωακείμ», προέτρεπε τον επαναστάτη μητροπολίτη ο δις δήμαρχος της πόλης Αστέριος Τέρπου,[39] αφού Μητρόπολη και Δήμος δεν κατάφερναν να συνεργαστούν.[40] «Μπανιέρα και κλίνη μετά σούστας» αγόρασε ο Ιωακείμ με τα λεφτά της ενοριακής επιτροπής του Αγίου Νικολάου. Ζητάει 1500 δραχμές για να ιερουργήσει στο Βελβεντό, 300 πήρε από τη Γεράνεια Σιάτιστας, διέδιδαν οι αντίπαλοί του[41] κοινοποιώντας δημόσια ότι θεωρούσαν δυσάρεστο για την ιδιωτική ζωή του μητροπολίτη. Οι φίλιοι του Ιωακείμ αντέδρασαν με πρώτη την κοινότητα Καταφυγίου, η οποία τάχθηκε πάλι στο πλευρό του μητροπολίτη,[42] αντιτιθέμενη μάλλον στους πολιτικούς κι εκκλησιαστικούς φίλους του Ιωάννη Αντωνιάδη που διαβιούσαν στο κοντινό Βελβεντό.
Ο Ιωακείμ αντεπιτέθηκε αναιρώντας δωρεές χρημάτων προς τις εκκλησίες της ενορίας του[43] και καθαιρώντας τα εκλεγμένα μέλη των τριών ενοριακών επιτροπών της Κοζάνης και του Βελβεντού. Οι θρησκευτικές διαφορές έφτασαν στα Δικαστήρια, όπου τόσο ο μητροπολίτης όσο και ο υπουργός Θρησκευμάτων, που μαζί είχαν υπογράψει την απομάκρυνση των εκκλησιαστικών επιτρόπων, δεν κατάφεραν να δικαιωθούν.[44] Η εποχή που οι μητροπολίτες διόριζαν τις εκκλησιαστικές επιτροπές (ως το 1927 μάλλον)[45] είχε περάσει και το κοινοβουλευτικό κράτος αφαιρούσε σιγά σιγά την εξουσία της Εκκλησίας, έστω εις βάρος του υποστηρικτή του Ιωακείμ. Ακόμα και η αγωγή του μητροπολίτη εναντίον του εκδότη της Βόρειας Ελλάδος Σταύρου Θεοδοσιάδη, που εκδικάστηκε στη Λάρισα, δεν είχε αποτέλεσμα.[46] Οι τολμηρές απόψεις του Ιωακείμ κρίθηκαν και από την Ιερά Σύνοδο, η οποία προτίμησε να επιπλήξει απλώς τον φλογερό δεσπότη[47] παρά να τον καταδικάσει. Ο γόρδιος δεσμός μητροπολιτών και εμπόρων στην Κοζάνη ήταν δύσκολο να λυθεί κι εύκολο να μετατεθεί. Ανεπιθύμητη ήταν προφανώς και η δημοσιοποίηση ορισμένων πλευρών της ζωής και της δράσης του Ιωακείμ, η οποία έπληττε το κύρος της Θρησκείας, γι αυτό και ο Ιωακείμ διορίστηκε τότε ως συνοδικός, [48] για να προστατευθεί προφανώς από τις τριβές της ενορίας του.
Η νότια σημερινή όψη του κτηρίου της Ι. Μ. Μητρόπολης Σερβίων και Κοζάνης. Το οικοδόμημα αυτό, του 18ου αιώνα, είναι ένα το παλαιότερα της πόλης. Στα ενδότερά του κατοικούσε ο Ιωακείμ και στο ισόγειο λάβαιναν χώραν οι διάφορες συναντήσεις
Η πρώτη εξορία
Η πολιτική στροφή της εποχής προς τη Δεξιά και λίγο αργότερα προς την ανοχή των δικτατορικών καθεστώτων αποδυνάμωσε τη Φιλελεύθερη παράταξη, αλλά όχι και την επαναστατικότητα του Ιωακείμ. Έτσι ο επιβλητικός μητροπολίτης αρνήθηκε να καταδικάσει τους μητροπολίτες Ξάνθης και Μυτιλήνης, που κατηγορούνταν ως υποστηρικτές του κινήματος του 1935 που είχε ξεσπάσει από Φιλελεύθερους στρατιωτικούς.[49] Λίγους μήνες αργότερα η Ιερά Μητρόπολη Πτολεμαϊδος -Εορδαίας διαλύθηκε κι απορροφήθηκε από τη Φλώρινα, εκτός από επτά χωριά, ανάμεσα σ’ αυτά η Ποντοκώμη με τους Καυκάσιους πρόσφυγές της, τα σλαβομακεδόνικα χωριά Ερμακιά και Καρδιά, το προσφυγικό Κλείτος κ.α., τα οποία προστέθηκαν στη δικαιοδοσία της Κοζάνης. Οι πολυπληθείς πρόσφυγες της Εορδαίας εναντιώθηκαν στην υπαγωγή των ενοριών τους στη μακρινή Φλώρινα των Σλαβομακεδόνων, επιθυμώντας την κοντινότερη αγκαλιά του Ιωακείμ της Κοζάνης,[50] απογοητευμένοι προφανώς και από τον πολιτικό παραγκωνισμό της Φιλελεύθερης παράταξης. Τον έντονο αντιαθηναϊσμό της εποχής ανέλαβε να εκφράσει ο ενδυναμωθείς Ιωακείμ, ο οποίος δημοσίευσε στις την πρώτη Αυγούστου του 1936 ένα σκληρό ανοιχτό γράμμα προς την κυβέρνηση και το βασιλιά, θίγοντας βασικά προβλήματα της περιοχής, όπως την ανεργία, την περίθαλψη και την εκπαίδευση.[51]
Αυτή τη φορά ο μητροπολίτης στάθηκε άτυχος, καθώς τρεις μέρες αργότερα εγκαθιδρύθηκε στη χώρα η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Ο Ιωακείμ, που είχε διέλθει αλώβητος ανάμεσα από τη δικτατορία του Παγκάλου το 1926 δεν είχε αυτή τη φορά τύχη, καθώς τα περιθώρια ανοχής στη διάφορη γνώμη είχαν στενέψει. Πρωταρχικά απειλήθηκε με εγκλεισμό στις φυλακές της Κέρκυρας,[52] επίτηδες προφανώς για να εκβιαστεί να «λειάνει» επανορθωτικά το λάβρο του κείμενο, που θεωρήθηκε ύβρις προς τα πρόσωπα αλλά και τις πολιτικές των κυβερνώντων. Αφού ενέδωσε,[53] εξορίστηκε τελικά για ένα εξάμηνο στο Άγιον Όρος.[54] Το νέο καθεστώς δεν συγχωρούσε καμιά αντικαθεστωτική ενέργεια, ιδιαίτερα στη Δυτική Μακεδονία, όπου και φορτισμένες μειονότητες υπήρχαν και τα βόρεια σύνορα ήταν αρκετά κοντά. Όποιος δεν υπέκυπτε προορίζονταν για τη φυλακή ή την εξορία και ο Ιωακείμ κατάφερε να γλιτώσει μόνο από την πρώτη.
Όταν γύρισε στο θρόνο του της Κοζάνης, έθαψε βαθιά μέσα του την πηγαία επαναστατικότητά του και απέφυγε τις συγκρούσεις, πολιτική που ακολουθούσαν άλλωστε αρκετοί, αν όχι όλοι οι μητροπολίτες της χώρας. Άλλωστε δεν υπήρχε λόγος για αντιπαραθέσεις, καθώς ούτε οι πολίτες της Κοζάνης μπορούσαν να εναντιωθούν πια εναντίον του. Το καθεστώς Μεταξά, όπως διατυμπάνιζε και το ίδιο, είχε εξαλείψει τη διχόνοια των Ελλήνων ή, σωστότερα, την πάγωσε συμπυκνώνοντάς την και μεταθέτοντάς την στο μέλλον. Αν και τιμήθηκε με παράσημα από το βασιλιά και παρόλο που έστελνε τηλεγραφήματα υποστήριξης στο Μεταξά,[55] φάνηκε εκ των υστέρων ότι η ανήσυχη φύση του είχε αναγκαστικά αποκοιμηθεί αλλά δεν είχε πέσει σε κώμα.
Ο δεσπότης Ιωακείμ ποζάρει μαζί με επιτελικούς αξιωματικούς της ΙΧ μεραρχίας του ΕΛΑΣ πίσω από ένα γερμανικό πυροβόλο, λάφυρο από τις καλοκαιρινές συγκρούσεις του 1943 στην περιοχή Πενταλόφου. Δεύτερος από δεξιά ο ιεροδιάκονος –σωματοφύλακας του Ιωακείμ φορά τη μαύρη παραδοσιακή στολή της ΝΔ Μακεδονίας με το απαραίτητο γιαταγάνι. Στα δεξιά του ο πρώην μόνιμος υπολοχαγός Ιερώνυμος Τρωγιάνος ή Καρατζάς από την Αθήνα, καπετάνιος της μεραρχίας
Ο ερχομός του ΕΑΜ
Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην περιοχή, ο Ιωακείμ δεν έφυγε προς το Νότο. Έμεινε στην ενορία του και μέχρι να ανέβει από την Αθήνα η διορισμένη εξουσία της Ελληνικής Πολιτείας, στο Δεσποτικό του και παρουσία του ρυθμίζονταν οι σχέσεις Γερμανών και Κοζανιτών.[56] Ο νέος Νομάρχης, ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Γεωργαντάς, καθώς και ο αξιωματικός της Χωροφυλακής Άγγελος Καρατζάς που τον διαδέχτηκε, δεν είχαν αγαστές σχέσεις με τον μητροπολίτη.[57] Δεν ήταν μόνο η διάφορη κοσμοθεωρία μεταξύ των ανδρών, που τους τοποθετούσε σε αντίπαλα στρατόπεδα, ούτε η κληρονομιά παλιότερων διενέξεων μεταξύ του Ιωακείμ και των εκπροσώπων του κράτους. Στη διάρκεια της Κατοχής το κύρος του μητροπολίτη είχε αυξηθεί όχι μόνο επειδή πολλοί άνθρωποι που διάγουν δύσκολες διαδρομές στρέφονται προς την παραμυθία του Θεού αλλά και διότι οι καταστάσεις των απόρων συντάσσονταν από τις ενοριακές επιτροπές,[58] σε μιαν εποχή που το νόμισμα έχανε καθημερινώς την αξία του. Τα συσσίτια και των αριθμό των μελών τους ήθελε προφανώς να ελέγχει και η Πολιτεία, επιθυμία που προσέθετε νέες τριβές επάνω στις παλιές.
Στενά σχετίζονταν με τον Ιωακείμ, προφανώς από την εποχή που η Ποντοκώμη εντάχθηκε στη μητρόπολη της Κοζάνης, ο εργολάβος Μιχαήλ Σουμελίδης ικανότατος καθοδηγητής του ΚΚΕ και πρώην δηλωσίας της Ακροναυπλίας που με παράτολμο θάρρος «αλώνιζε» την Κοζάνη, εντάσσοντας λιγότερα δόκιμα μέλη στο ΚΚΕ και περισσότερα μόνιμα στο ΕΑΜ.[59] Όταν το τελευταίο άρχισε να δυναμώνει στη Θεσσαλία, λέγεται ότι ο Ιωακείμ σε πύρινο λόγο του στις 6 Νοεμβρίου 1942 εξύψωσε τους αντάρτες του Ολύμπου.[60] Η ομιλία έφτασε ως τα αυτιά του Έλληνα πρωθυπουργού στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου, οπότε ο Ιωακείμ κλήθηκε στην Αθήνα για αντιπαράσταση.[61] Φυσικά δεν υπάκουσε στην εντολή, γιατί είχε ήδη αρκετή πείρα από δικτατορίες και διορισμένες κυβερνήσεις και προαισθανόταν ότι δεν τον περίμενε μόνο νέα επίπληξη, αλλά προφανώς έκπτωση και καθαίρεση. Αυτή τη φορά στάθηκε τυχερός: η ελληνική Μακεδονία λογίζονταν τότε από τους Γερμανούς ως ξεχωριστό κράτος και οι εντολές των Αθηνών δεν είχαν την απαραίτητη ισχύ. Επιπλέον ο ίδιος ο Τσολάκογλου παραιτήθηκε από το αξίωμά του μερικές μέρες μετά. Η ανταρσία του Ιωακείμ ξεχάστηκε προς στιγμήν τόσο από τους Έλληνες όσο κι από τους Γερμανούς, που απέφευγαν με προνοητικότητα τις πολώσεις.
Στα τέλη του 1942 στην πόλη της Κοζάνης δραστηριοποιούνταν τρεις παράνομες οργανώσεις. Η ΕΚΑ των εμπόρων, η ΥΒΕ των αξιωματικών και το ΕΑΜ των κομμουνιστών.[62] Τόπος συνάντησης των δύο τελευταίων είχε οριστεί η μητρόπολη, επειδή ήταν το μόνο ανυποψίαστο μέρος για συγκεντρώσεις πολιτών με αξιωματικούς και, βέβαια, γιατί το επιθυμούσε κι ο ίδιος ο Ιωακείμ. Στο Δεσποτικό διαξιφίζονταν ταγματάρχες και κομμουνιστές, για συνεργασία ή αντιπαλότητα.[63] Ο μητροπολίτης άκουγε όλες τις απόψεις χωρίς να δείχνει φανερή την προτίμησή του.[64] Όταν στα τέλη του Δεκέμβρη οι αντάρτες του Ολύμπου κατέλαβαν την Ελάτη (Λουζιανή) Σερβίων, ο Ιωακείμ καλέστηκε στη Θεσσαλονίκη από το Εθνικό Συμβούλιο, μια ομάδα ιεραρχών και ανωτέρων υπαλλήλων της Ελληνικής Πολιτείας, που τον παρότρυναν να μεσιτεύσει στους αντάρτες του Ολύμπου, ώστε να αποτραπεί η εισβολή των τελευταίων στον γερμανοκρατούμενο Τσιαρτσιαμπά.[65] Πίσω από το ΕΑΜ «ανάγνωθι το ΚΚΕ, κατά συνέπειαν ακολουθεί ο Σλαβισμός» είχε προειδοποιήσει τον ενθουσιώδη δεσπότη ο νομάρχης Φλώρινας.[66] Πράγματι ο Ιωακείμ δύο φορές, στα μέσα του Γενάρη 1943 και προς το τέλος του ιδίου μηνός, πέρασε τον Αλιάκμονα βαδίζοντας προς τον Όλυμπο.[67] Ως σήμερα δεν γνωρίζουμε τι ειπώθηκε, μεταξύ μητροπολίτη και Εαμιτών, όμως ξέρουμε ότι οι αντάρτες του Ολύμπου δεν υπάκουσαν στην προτροπή του Εθνικού Συμβουλίου και εισέβαλλαν βίαια στον Τσιαρτσιαμπά.[68]
Αν η εμφάνιση των ανταρτών στον Όλυμπο το φθινόπωρο του 1942 και η εισβολή τους στον Τσιαρτσιαμπά το Φλεβάρη του επομένου έτους ερέθισε τη φαντασία του Ιωακείμ, η πτώση Βρετανών συνδέσμων στον Όλυμπο σταθεροποίησε την απόφασή του να φύγει στο βουνό. Δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο να αφήσει το θρόνο του ένας μητροπολίτης και να αδράξει τα όπλα συνοδοιπορώντας με Κομμουνιστές, που η παραδοσιακή φήμη τους κατηγορούσε ως εχθρούς της θρησκείας. Αλλά ο Ιωακείμ δεν ήταν ένας τυχαίος μητροπολίτης. Επιβλητικός, δυνατός, με ισχυρό χαρακτήρα και έντονο πάθος για ζωή, μορφωμένος, φιλόδοξος και επιπλέον πρόσφυγας. Οι καινοτόμες ιδέες έβραζαν μέσα του, τις είχε εξωτερικεύσει και είχε πληρώσει παλιότερα γι αυτές. Το αντάρτικο ήταν πρόκληση μια για τον τύπο του και ο καθοδηγητής Μιχαήλ Σουμελίδης φρόντιζε να αυξάνει περισσότερο τη γοητεία της λεβεντιάς των οπλοφόρων ανταρτών, όταν συνομιλούσε μαζί του. Ο μητροπολίτης πλησίαζε τα εξήντα και, αισθανόμενος ακμαίος, δεν επιθυμούσε να αποτραβηχτεί από την ενεργό ζωή των συγκινήσεων. Εξ άλλου η παρουσία των Βρετανών στον ΕΛΑΣ του Ολύμπου έδινε το απαραίτητο κύρος στους Κομμουνιστές, οι οποίοι με τη σειρά τους διέδιδαν «πλέρια» τον πατριωτισμό τους. Οι σκέψεις διέτρεχαν τη λογική και η έξαψη ανατάραζε τη φαντασία του Ιωακείμ. Να έβγαινε στο βουνό ή όχι;
Η έξοδος στο βουνό
Δυο Γερμανοί αξιωματικοί, που επισκέφτηκαν το μητροπολίτη, για να ρωτήσουν σχετικά με τις επισκέψεις του στην ανταρτοκρατούμενη περιοχή[69] γέμισαν σκέψεις τον Ιωακείμ και όταν στις 2 Μάρτη 1943 οι αντάρτες του Αμάρμπεη έκαψαν τη γέφυρα των Σερβίων ο μητροπολίτης έλαβε την απόφαση ότι έπρεπε να εγκαταλείψει την Κοζάνη, σκεπτόμενος πιθανά γερμανικά αντίποινα.[70] Πράγματι την ίδια μέρα μαζί με τον δημοσιογράφο Σταύρο Θεοδοσιάδη και πιθανώς τους αδελφούς Κωνσταντίνο και Στάθη Πάπιστα[71] μετέβη στον Όλυμπο, περνώντας από τα Σέρβια, όπου σύμφωνα με ορισμένες πηγές εκφώνησε έναν φλογερό επαναστατικό λόγο.[72] Όταν όμως τέσσερις μέρες μετά η κωμόπολη κάηκε από τους Ιταλούς και οι κάτοικοι τον θεώρησαν υπαίτιο της καταστροφής, ο Ιωακείμ πικράθηκε. Οι μομφές των πυροπαθών εναντίον του τον προβλημάτισαν τόσο, ώστε έγραψε επιστολές στην Ελληνική Πολιτεία, παρακαλώντας να μεσολαβήσει για την επιστροφή του στο θρόνο.[73] Η καθοδήγηση όμως του ΕΑΜ δεν τον επέτρεψε να λυγίσει και μετά από μια πρώτη του ενασχόληση με το μοίρασμα βοήθειας από τον Ερυθρό Σταυρό στους δύστυχους Σερβιώτες[74] τον προώθησε βαθιά μέσα στην ανταρτοκρατούμενη περιοχή, προς τα Γρεβενά, όπου ανέλαβε το μοίρασμα εγγλέζικων χρυσών λιρών στους πυροπαθείς των χωριών.[75] Είναι βέβαιο ότι οι αντάρτες δεν θα άφηναν ποτέ να γυρίσει πίσω ο Ιωακείμ, όμως δεν γνωρίζουμε ακόμα κατά πόσον ήθελε και ο ίδιος να επιστρέψει.
Ο μητροπολίτης παρέμεινε στο βουνό προξενώντας τεράστια εντύπωση στους χωρικούς. Στη Δεσκάτη τον είχαν προσφέρει μια στρατιωτική χλαίνη με διακριτικά στρατηγού[76] και τον Ιούλη του ΄43 εκλέχτηκε επίτιμος αντιπρόεδρος της Παμμακεδονικής Συνόδου του ΕΑΜ στη Σκουτέρνα (Ελατοχώρι) Πιερίων.[77] Λίγο αργότερα τέλεσε αγιασμό στο πρώτο Πανθεσσαλικό Συνέδριο του ΕΑΜ.[78] Κατόπιν αναχώρησε για το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, απ’ όπου στις 30 Δεκέμβρη του ιδίου έτους τηλεγράφησε στο Κάιρο ζητώντας όπλα,[79] μια πράξη που οι πολέμιοι της Αριστεράς θεωρούν προπαγανδιστική υπέρ του ΕΑΜ, αλλά στην πραγματικότητα φανέρωνε την εξάρτηση του αντάρτικου κινήματος από την «Βασιλικήν Ελληνικήν Κυβέρνησιν».[80] «Μ’ έκαμαν κατάπληξι αι νέαι ιδέαι του», ομολογεί ο Θεοδοσιάδης, όταν συναντήθηκε πάλι με τον Ιωακείμ.[81] Πράγματι ο Ιωακείμ έστελνε εγκυκλίους, οι οποίες διαβάζονταν στις εκκλησίες των ανταρτοκρατούμενων περιοχών, με υβριδικές διδασκαλίες περί σύζευξης χριστιανισμού και κομμουνισμού.[82]
Την άνοιξη του 1944 χρίστηκε αντιπρόεδρος της ΠΕΕΑ, και το καλοκαίρι καυτηρίασε την κυβέρνηση του Καϊρου, γινόμενος «παίγνιον και ανδρείκελον του ΚΚΕ», γράφει ο τότε Επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου.[83] Την παρουσία του μητροπολίτη ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ έβλεπαν με απωθητικά μάτια τα μέλη της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής,[84] που τον θεωρούσαν φερέφωνο του ΚΚΕ. Σώζεται δε μια αναφορά ενός πράκτορα των Γερμανών, που πληροφορούσε το καλοκαίρι του 1944 ότι ο Ιωακείμ είχε περάσει μέσω Αγίου Όρους στην Ισταμπούλ, για να εξυπηρετήσει τα ρωσικά συμφέροντα![85] Ήταν προφανώς μια κατασκευασμένη πληροφορία, την οποία σκόπιμα διέδιδαν οι Γερμανοί, για να ερεθίσουν τη θρησκευτικότητα των Ποντίων συνοδοιπόρων τους, μειώνοντας τον πατριωτισμό του μητροπολίτη.
Σύμμαχοι και Γερμανοί είχαν κάθε λόγο να αντιπαρέρχονται του Ιωακείμ, εφ’ όσον η ένταξή του στο ΕΑΜ δεν τους εξυπηρετούσε. Παρ’ όλ’ αυτά η επαφή του Ιωακείμ μέσω των συμμαχικών ασυρμάτων με τον αρχιεπίσκοπο της Αγγλικανικής Εκκλησίας τον Οκτώβρη του 1944,[86] ήταν προφανώς μια πρόσκληση φιλίας των Βρετανών προς το μητροπολίτη, για να σπάσει ο αρχικός πάγος. Ο Ιωακείμ αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα προπαγανδιστικά όπλα του «Αγώνα» και το ΚΚΕ είχε κάθε λόγο να διατυμπανίζει την παρουσία του στο βουνό. Ίσως το ΚΚΕ να του έδινε μιαν υπουργική Θέση στην ΠΕΕΑ, αλλά είχε ήδη βγει στο βουνό και ο μητροπολίτης Αντώνιος της Ηλείας, οπότε θα δημιουργούνταν διχαστικά προβλήματα ανάμεσα στους δύο μητροπολίτες για το ένα αξίωμα. Γι αυτό ούτε «πνευματικός αρχηγός της επαναστάσεως» χρίστηκε, όπως επέμενε να τον αποκαλεί ο Χρυσοχόου[87] ούτε άλλη θέση αξίας έλαβε. Κανένα επαναστατικό πόστο δεν είχε διάθεση να χαρίσει το ΚΚΕ στον Ιωακείμ, που δεν ήταν Κομμουνιστής, αλλά αντιθέτως τον φόρτωνε με άφθονα τιμητικά για να τον εξευμενίσει και για να τον αποτρέπει από ομιλίες του που θα άνοιγαν ρήγματα στην προπαγάνδα του ΕΑΜ.[88]
Η δεύτερη εξορία
Η απελευθέρωση μπήκε μαζί με τον Ιωακείμ στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβρη του 1944, όμως ο μητροπολίτης δεν έμεινε εκεί και ξαναγύρισε στην Κοζάνη. Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν αν ζήτησε κάποια ανώτατη εκκλησιαστική θέση. Στην περίπτωση που την είχε ζητήσει, δεν την έλαβε, αφού γύρισε πάλι στην Κοζάνη.
Έλειπε σχεδόν δύο χρόνια από την πόλη και όταν ήρθε η Αριστερά τον υποδέχτηκε με πυροβολισμούς και καμπανίσματα.[89] Στις 26 και 27 Νοέμβρη 1944 ο ΕΛΑΣ χτύπησε τα εξοπλισμένα προσφυγοχώρια του Τσιαρτσιαμπά και των Μπουτζακίων και εκατοντάδες αντίπαλοί του ΕΑΜ/ΚΚΕ σκοτώθηκαν στη μάχη, εκτελέστηκαν ή οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ανταρτών. Έκτοτε οι αντιεαμικοί πρόσφυγες της Δυτικής Μακεδονίας χρέωναν το θάνατο των δικών τους ανθρώπων στον αντάρτη –μητροπολίτη. Τον έψεγαν ότι δεν μεσίτευσε να τους γλιτώσει και επιπλέον ότι ευαγγελίζονταν το χαμό τους. Αλλά τι μπορούσε να προλάβει ο Ιωακείμ, όταν το ΕΑΜ είχε ήδη καταλάβει όλη την ύπαιθρο κι άγγιζε και τους θώκους της πρωτεύουσας; Στις αποφάσεις του ΠΓ του ΚΚΕ ή των σκληρών καπεταναίων του ΕΛΑΣ καμιά τελείως επιρροή δεν είχε ο μητροπολίτης Ιωακείμ.
Το 1945 δεν μπήκε χαρούμενο για το ΕΑΜ, καθώς οι δυνάμεις του στην Αθήνα είχαν ηττηθεί από τους Άγγλους και την κυβέρνηση του Καϊρου. Έτσι πριν ακόμα παραδώσει ο ΕΛΑΣ της Μακεδονίας τα όπλα του, συζητήθηκε κι επικυρώθηκε από την Ιερά Σύνοδο στις 17 Φλεβάρη του 1945 η έκπτωση του Ιωακείμ από το θρόνο, με το αιτιολογικό ότι τον είχε εγκαταλείψει «άνευ αδείας».[90] Είναι άγνωστοι πόσοι αναρωτήθηκαν αν θα έδιναν πράγματι άδεια στον Ιωακείμ, ώστε να είναι «νόμιμος» αντάρτης.[91] Είναι όμως γνωστή η περίοδος διώξεων της Αριστεράς, που άρχισε από την άνοιξη του 1945 και ότι τα συλλαλητήρια υπέρ του Ιωακείμ στην Κοζάνη δεν είχαν κανένα μέλλον στην μεταπολεμική πραγματικότητα.[92] Οι επιπλήξεις της Ιεράς Συνόδου στις δεκαετίες του ΄20 και του ΄30 και ακόμα και η «φασιστική» δικτατορία του Μεταξά ωχριούσαν μπροστά στη σκληρότητα των δημοκρατικών κυβερνήσεων του 1945, οι οποίες ανέχτηκαν ή συνέργησαν στη δίωξη του Ιωακείμ από την Ιερά Σύνοδο. Δεν γίνεται δεκτό ότι στην έκπτωση του Ιωακείμ ευθύνεται αποκλειστικά η Ιερά Σύνοδος, γιατί το παλαιό παράδειγμα της ακυρωμένης μετάθεσης του Ιωακείμ στην Αυστραλία έδειξε ότι το κράτος διέθετε περισσότερη δύναμη από την Εκκλησία.
Το Νοέμβρη του 1946 ο Ιωακείμ ζήτησε να μεταβεί στην Αμερική αλλά η αίτησή, όπως ήταν φυσικό, απορρίφθηκε[93] και τον επόμενο χρόνο η σκλήρυνση του Εμφυλίου Πολέμου είχε άμεσο αντίκτυπο στην υπόθεση του «τυχοδιώκτη και θρασύδειλου»[94] μητροπολίτη, ο οποίος καθαιρέθηκε. Τότε, σύμφωνα με το λογοτέχνη και πολιτικό Μιχάλη Παπακωνσταντίνου ο απομονωμένος Ιωακείμ είχε γίνει θαυμαστής του Τίτο και πρόσφερε εράνους στην κομμουνιστική οργάνωση «Αλληλεγγύη».[95]
Όταν ο Εμφύλιος Πόλεμος τελείωσε, η καθαίρεση αναιρέθηκε, αλλά παρέμεινε η έκπτωση.[96] Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν δεν διέθεταν περιθώρια συγχώρησης για την απόφαση του Ιωακείμ να συνδράμει τους Κομμουνιστές, αρκετοί από τους οποίους κρατούνταν ακόμα στις φυλακές. Απομονωμένος, λοιπόν, ο Ιωακείμ βρήκε παρηγορία στην «Εταιρία των φίλων του Λαού», μια χριστιανικής υφής μάλλον οργάνωση των Αθηνών, στην οποία, όταν πέθανε το 1962, άφησε τα περισσότερα διαμερίσματα από την ιδιόκτητη πολυκατοικία του στο Παγκράτι. Στην Κοζάνη δώρισε μόνο την αρχιερατική του στολή, γεγονός που επικρίθηκε από τους πολίτες της, προφανώς από τους μη διακείμενους φιλικά στο πρόσωπό του. Αλλά γιατί να άφηνε περιουσία στην Κοζάνη, εφ’ όσον καθαιρέθηκε ως μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης; Και πώς τον υπεράσπισαν οι Κοζανίτες, όταν αυτός εξέπιπτε και καθαιρούνταν;
Η σωρός του θάφτηκε στην Αθήνα, αλλά όταν έγινε ανακομιδή των λειψάνων του κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τοποθετηθούν αυτά στο κοινοτάφιο των επισκόπων. Ούτε οι συγγενείς του ούτε οι «Φίλοι του Λαού»[97] ούτε η Εκκλησία ούτε το Κράτος. Αν ερευνηθεί μήπως έδειξε ενδιαφέρον η Αριστερά, θα χρειαστεί πρώτα να ρωτηθεί αν πληροφορήθηκε την ημερομηνία της ανακομιδής. Αλλά τι δύναμη μπορούσε να έχει η Αριστερά το 1962, μετά την εκλογή της Δεξιάς ένα χρόνο νωρίτερα; Εξάλλου η σημαία του αντικομμουνισμού δεν έπαυε να σείεται με μανία, παρόλο που η Κατοχή κι ο Εμφύλιος ανήκαν στην προηγούμενη δεκαετία. Ο Ιωακείμ έσβησε τόσο άσημος, όσο άσημα είχε ξεκινήσει από το χωριό του.
Ο καυτός ανδριάντας
Η ζωή και τα πάθη του Ιωακείμ κόντευαν να ξεχαστούν, ώσπου οκτώ μέρες μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου του 1993 ο Δήμος Κοζάνης αποφάσισε να στήσει έναν ανδριάντα του στην κεντρική πλατεία. Ελάχιστα πιο πριν και για τρία περίπου χρόνια η Δεξιά με την υποστήριξη της Αριστεράς είχε εκλεγεί κυβέρνηση. Για να προσελκυστούν, λοιπόν, οι Αριστεροί προς το μέρος του ΠΑΣΟΚ και για να μην επαναληφθούν τέτοιου είδους συνεργασίες και υποστηρίξεις επιβάλλονταν μια κίνηση εντυπωσιασμού. Αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω του ανδριάντα του Ιωακείμ. Άνοιξε τότε μια μεγάλη συζήτηση στο ανήσυχο περιοδικό Παρέμβαση της Κοζάνης, σχετική με το σοσιαλιστικό εγχείρημα του Δήμου. Κατακρημνιστές και υποστηρικτές του ανδριάντα εξέφρασαν για τέσσερα τεύχη τις απόψεις τους. Στους πρώτους περιλαμβάνονταν ορθολογίζοντες Χριστιανοί, ανατολίζοντες Αριστεροί και νοσταλγοί του παρελθόντος, ενώ στους δεύτερους Κομμουνιστές, Αριστεροί και Φιλοεαμικοί.
Θα υπερκαλύψει το άγαλμα του Γεωργίου Λασσάνη. Λειτουργήθηκε σ’ όλα τα πολιτικά δόγματα της εποχής. Δεν ένωσε το ποίμνιό του. Τρωγόπινε, όταν σκότωναν παπάδες, αντέδρασαν πρώτοι οι κατακρημνιστές.[98]
Ήταν δυναμικός αγωνιστής της χριστιανικής ιδέας. Λέτε λόγια καφενέ. Δεν σκότωσε κανέναν, αντιφώνησαν οι υποστηρικτές.[99]
Έναν περίπου μήνα αργότερα ο τότε συνεργάτης της Παρέμβασης δρ ιατρικής Χρίστος Μπέσας ομίλησε στο πρώτο λαογραφικό, αρχιτεκτονικό και ιστορικό συνέδριο της Κοζάνης με θέμα τη ζωή του Ιωακείμ, εργασία που, άγνωστο γιατί, δεν τυπώθηκε στα πρακτικά του συνεδρίου, που κυκλοφόρησαν το 1997. Για μισό περίπου αιώνα ο μητροπολίτης είχε καταχωνιαστεί στη μνήμη των Κοζανιτών και μόνο το 1993 βγήκε στην επιφάνεια για οκτώ μόνο μήνες. Είναι προφανές ότι το όνομα του ήταν αφορμή για να ξιφουλκήσουν οι διανοούμενοι, οι αιτίες ήταν καινούριες και διαφορετικές.
Μέσα το 2000 εκτυπώθηκαν από το ΙΝΒΑ τα σημαντικά απομνημονεύματα του Σταύρου Θεοδοσιάδη, μεγάλο μέρος των οποίων αφιέρωνε στη ζωή του μητροπολίτη στο βουνό, γεγονότα που δεν είχαν μνημονευτεί από άλλους. Δυστυχώς δεν έγιναν γνωστές οι εντυπώσεις των αναγνωστών, καθώς οι εκδότες παραλείπουν να συμπεριλαμβάνουν στα βιβλία τους ερωτηματολόγιο, που θα προτρέπει τους μελετητές τους να εκθέτουν τις γνώμες τους για τα βιβλία που έχουν διαβάσει. Ίσως παρόμοια και διαρκής πρόσκληση και πρόκληση λάβει χώραν αργότερα μέσω του διαδικτύου. Μέχρι τότε ο αναγνώστης έχει δικαίωμα να απαντά και να κρίνει, μόνο όταν παρουσιάζεται το βιβλίο στο κοινό, μία μάλλον και μοναδική συνήθως φορά.
Στις 6 του Νοέμβρη του 2000 η Εκκλησία της Ελλάδος αποκατέστησε πλήρως τους μητροπολίτες Αντώνιο της Ηλείας και Ιωακείμ της Κοζάνης.[100] Είχαν πια εκλείψει οι λόγοι για τους οποίους είχαν καθαιρεθεί κι εκπέσει και η υπόμνηση των παλιών διαφορών δεν ωφελούσε. Κι ενώ όλοι περίμεναν ότι η υπόθεση του Ιωακείμ είχε τελειώσει, ξαφνικά το όνομά του ή, καλύτερα, η υπόκρουση του ονόματός του έπεσε μπροστά στα μάτια του αναγνωστικού κοινό των εφημερίδων της περιοχής, όταν η μη συμμετοχή ενός κατοίκου προσφυγικής καταγωγής στα αποκριάτικα δρώμενα της Κοζάνης προκάλεσε έναν ένθερμο διάλογο. Η «απαξιωτική συμπεριφορά» των γηγενών [της Κοζάνης] εναντίον των προσφύγων φάνηκε και στην τοποθέτηση του αγάλματος [του Ιωακείμ] έγραψε ένας κάτοικος του χωριού Πρωτοχώρι.[101]
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, οι άνθρωποι, τα ιστορικά γεγονότα και οι ερμηνείες τους θα χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα μίμησης ή αποφυγής. Γι αυτό λοιπόν χρειάζεται η Ιστορία, να αποδομεί τους μύθους και να οικοδομεί την αλήθεια.
Χάρτης της επαρχίας Σερβίων και Κοζάνης. Την ίδια περιοχή ποιμαίνει σήμερα η τοπική Μητρόπολη έχοντας επιπλέον στη δικαιοδοσία της κι εφτά χωριά από την επαρχία Εορδαίας Το χωριό Μεταμόρφωση ανήκε στην Ι. Μ. Σισανίου και Σιατίστης
Βιβλιογραφία
Αλιβιζάτος Νίκος (1983), Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922 –1974, όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Αθήνα: Θεμέλιο
Αυγερινού –Κολώνια Σοφία (1995), «Η συγκρότηση της πόλης: οικιστική εξέλιξη και τοπική αρχιτεκτονική της Κοζάνης από τη γέννηση έως την ακμή της», Κοζάνη, η καρδιά της Δυτικής Μακεδονίας, Επτά ημέρες Καθημερινή 1.10.95/8-11
Γιάνναρης Γιώργος (1993), Φοιτητικά κινήματα και ελληνική παιδεία, τ. Α΄, Αθήνα: Ποντίκι
Γιαννίδης Γιώργος (1994), «[διάλογος για τον Ιωακείμ]», Παρέμβαση 71/11-14
Γκέκας Κωνσταντίνος (2000), γενν. Κοζάνη 1919, έμπορος – πολιτικός ΕΚΑ, συνέντευξη
Γκρίμπας Δημήτριος (2000), «[μαρτυρία]» στο Σιώζος Γεώργιος (2000), Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Αθ. Λιούλιας, 1911 –1943, Ο δυτικομακεδόνας Εθνομάρτυρας, Κοζάνη: ΠΣ Κρόκου «Ιωακείμ Λιούλιας»
ΔΒΚ -Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, Αγροτική (1929), Εβδομαδιαία Αγροτική εφημερίς, διευθ. Χαρ. Τανής, δρ. Νομικής, Κοζάνη, 1929
ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς, Μεγάλη εβδομαδιαία Εφημερίς, εθνική πολιτική, κοινωνιολογική, διευθ: Σταύρος Θεοδοσιάδης, Κοζάνη 1930 -35
ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας, Δισεβδομαδιαία εφημερίς εν Κοζάνη, ιδιοκτ: Μιλτιάδης Τζώνης, Κοζάνη 1923 -30
ΔΒΚ, Μακεδονικόν Βήμα, εβδομαδιαία πολιτική και οικονομική εφημερίς, διευθ: Μιχαήλ Ζωγράφος, Κοζάνη, 1936
ΔΒΚ, Όσιος Νικάνωρ, Ιούνιος 1946/ 2
ΔΒΚ, Φ.155/Β/3, Νομαρχία προς Δήμο Κοζάνης, Κοζάνη 3.9.45
ΔΒΚ, Φωνή της Καστοριάς, Εβδομαδιαία Εθνική Εφημερίς, ιδιοκτ: Περ. Χ. Ηλιάδης, Καστοριά, 1946
Δελιαλής Νικόλαος (1972), Επισκοπικά Κοζάνης, Κοζάνη
Δημόπουλος Ιωάννης (1994), Τα παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικά, Θεσσαλονίκη
Ελεύθερη Ελλάδα, όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, διευθ: Κ Βιδάλης, Αθήνα 1944 -45
Ενεπεκίδης Πολυχρόνης (1964), Η Ελληνική Αντίστασις, 1941 –1944, όπως αποκαλύπτεται από τα μυστικά αρχεία της Βέρμαχτ εις την Ελλάδα, Μια νεοελληνική Τραγωδία, Αθήναι: Εστία
Θεοδοσιάδης Σταύρος (2000), Η Πίνδος ομιλεί: η Εθνική Αντίστασις 1941 –1944, Κοζάνη: ΙΝΒΑ
Καλλιανιώτης Θανάσης (1993), «[διάλογος για τον Ιωακείμ]», Παρέμβαση 69/6,10
Καλλιανιώτης Αθανάσιος (2000), Οι αρχές της Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία, μεταπτυχιακή εργασία στο τμήμα Ιστορίας του ΑΠΘ
Καμμένος Ε. (1947), «Δυο παπάδες του ΕΑΜ», Εθνικός Στρατός 5.10.47/1
Καμπουρίδης Νίκος (2001), «Τα χρόνια της υπομονής», Γραμμή, καθημερινή εφημερίδα, εκδ: Πάσχος Μανδραβέλης, Κοζάνη 13.3.01/10
Καραγιάννης Β. (1993), «[διάλογος για τον Ιωακείμ]», Παρέμβαση 69/4
Κουζινόπουλος Σπύρος (1986), «Ελευθερία, η άγνωστη ιστορία της πρώτης παράνομης οργάνωσης και εφημερίδας της κατοχής», Θεσσαλονίκη: Καστανιώτης, εκδ. Β΄, Ελευθερία 23.7.43.3
Κουρκούτας Μιχάλης (1993), «[διάλογος για τον Ιωακείμ]», Παρέμβαση 69/6,11
Κρέμος Δημήτριος (1994), Χρονικό 1941 –1944: το ημερολόγιο ενός Ελασίτη, Αθήνα: Ο Πολίτης
Λιούφης Παναγιώτης (1924), Ιστορία της Κοζάνης, Αθήναι: Βάρτσος
Μανάδης Νικηφόρος (1999), Ιερά Μητρόπολις Νέας Πελαγονίας 1924 –1930 ή Πτολεμαϊδος Εορδαίας 1930 –1935, Πτολεμαϊδα: Εύξεινος Λέσχη Πτολεμαϊδος
Μπέλος, Αναστάσιος (1994), «[διάλογος για τον Ιωακείμ]», Παρέμβαση 71/10
Μπέσας Χρίστος (1993), «[διάλογος για τον Ιωακείμ]», Παρέμβαση 69/1
Μπέσας Χρίστος (1994), «Μητροπολίτης Ιωακείμ, συνοπτική αναφορά», Παρέμβαση, Κοζάνη 71/3 –4, 10
Μπόνης Κωνσταντίνος (1982), Η Φλώρινα κατά την Κατοχήν: 1941 –1944, Θεσσαλονίκη
Μπουζάκης Σήφης (1984), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, (τεκμήρια ιστορίας), τ. Β΄, 1895 –1967, επιμ: Αλέξης Δημαράς, Αθήνα: Ερμής
Μπουζάκης Σήφης (1986), Νεοελληνική εκπαίδευση (1821 –1985), Αθήνα: Gutenberg
Μπρατσιώτης Π. (1930) «[κείμενο για Ιωακείμ]». Βόρειος Ελλάς 15.6.30/1
Μύρου Παναγιώτης (1985), Η αντίσταση της αγάπης, Θεσσαλονίκη
Ξυλοφόρος Γεώργιος (1985) , «[μαρτυρία]» στο Μύρου Παναγιώτης (1985), Η αντίσταση της αγάπης, Θεσσαλονίκη
Παναγιωτοπούλου Άννα (1997), «Εκλογικά του Νομού Κοζάνης κατά το Μεσοπόλεμο», , Η Κοζάνη και η περιοχή της: Ιστορία –Πολιτισμός, πρακτικά Α΄ συνεδρίου, Σεπτέμβριος 1993, Κοζάνη: ΙΝΒΑ 343-354
Παπαδημητρίου Απόστολος (1994) ), «[διάλογος για τον Ιωακείμ]», Παρέμβαση 71/11
Παπακωνσταντίνου Μιχάλης (1995), Η Πέτρινη πόλη, Αθήνα: Εστία
Παπακωνσταντίνου Μιχάλης (1999), Το Χρονικό της μεγάλης νύχτας, Αθήνα: Εστία
Πάσχος Π. (1993) ), «[διάλογος για τον Ιωακείμ]», Παρέμβαση 68/5 & 70/5 & (1994) 72/8
Πατίκας Στέλιος (1994), «Φυσιογνωμία του δυναμισμού των πόλεων του νομού Κοζάνης», Κοζάνη 1912 –1993, Παρέμβαση, Κοζάνη
Πελαγίδης Στάθης (1997), «Κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί στην επαρχία και στο Νομό Κοζάνης μετά την εγκατάσταση των προσφύγων (1923 -1930)», Η Κοζάνη και η περιοχή της: Ιστορία –Πολιτισμός, πρακτικά Α΄ συνεδρίου, Σεπτέμβριος 1993, Κοζάνη: ΙΝΒΑ, 471 -501
Πρωτόπαπας Σαράντης (1978), Χη μεραρχία του ΕΛΑΣ, Εθνική Αντίσταση στη Μακεδονία 1941 –1944, επιμ. Ν. Μάργαρη, Αθήνα
Σακαλής Αλέκος (1998), Μνήμες, Κοζάνη: ΙΝΒΑ
Σιώζος Γεώργιος (2000), Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Αθ. Λιούλιας, 1911 –1943, Ο δυτικομακεδόνας Εθνομάρτυρας, Κοζάνη: ΠΣ Κρόκου «Ιωακείμ Λιούλιας»
Τσαουσίδης Κώστας (1993), ), «[διάλογος για τον Ιωακείμ]», Παρέμβαση 69/6
Τσίγκας Ιωάννης (1999), γενν.. Καισαρειά 1925, παντοπώλης –αντάρτης 1/27 ΕΛΑΣ, συνέντευξη
Τσουμής Παύλος (1998), Ο Πάικος, Κοζάνη 1878 –1958, Κοζάνη: ΙΝΒΑ
Hammond Nicholas (1982), Περιπέτεια με τους αντάρτες, 1943 -44, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα
Χαραμαντίδης Αγαθάγγελος (2000), «Η δράση των Ελλήνων αρχιερέων», Μνήμες και μαρτυρίες από το ΄40 και την Κατοχή, η προσφορά της Εκκλησίας το 1940 –1944, επιμ: Αγαθάγγελος Χαραμαντίδης, Αθήνα: Εκκλησία της Ελλάδος, 79-151, 117-8
Χρυσοχόου Αθανάσιος (1949), Η κατοχή εν Μακεδονία, η δράσις του ΚΚΕ, βιβλίον Α΄, Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ
Χρυσοχόου Αθανάσιος (1962), Οι Γερμανοί εν Μακεδονία, βιβλίον Ε΄, Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ
[1] ΔΒΚ (Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης), Καμμένος Ε. (1947), «Δυο παπάδες του ΕΑΜ», Εθνικός Στρατός 5.10.47/1
[2] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας, Δισεβδομαδιαία εφημερίς εν Κοζάνη, ιδιοκτ: Μιλτιάδης Τζώνης, Κοζάνη 3.6.23/4
[3] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 1.4.23/2, αναδημοσίευση βιογραφίας του Ιωακείμ που γράφτηκε στην εφ. Εθνικός Κήρυξ της Αμερικής,
[4] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 1.4.23/2
[5] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 3.2.25 2
[6] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 3.2.25/2. Επίσης Δελιαλής Νικόλαος (1972), Επισκοπικά Κοζάνης, Κοζάνη, 25-28
[7] Μπέσας Χρίστος (1993), «Μητροπολίτης Ιωακείμ, συνοπτική αναφορά», Παρέμβαση, Κοζάνη 71/3 –4, 10
[8] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 6.1.24/2
[9] Ο Τσουμής Παύλος (1998), Ο Πάικος, Κοζάνη 1878 –1958, Κοζάνη: ΙΝΒΑ γράφει ότι πήγε για επίσκεψη του καπνέμπορου αδερφού του.
[10] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 21.12.24/2
[11] Μαρτυρία κληρικού Γεωργίου Ξυλοφόρου, βλ. Μύρου 1985:4
[12] Λιούφης Παναγιώτης (1924), Ιστορία της Κοζάνης, Αθήναι: Βάρτσος, 61
[13] Η άποψη ότι η οικοδόμηση του Αγίου Νικολάου συνένωσε θρησκευτικά και κοινωνικά τις συνοικίες της Κοζάνης λογίζεται ως περίσσια ρομαντική, καθώς ως το 1940 τουλάχιστον η Κοζάνη, όπως θα φανεί πιο κάτω, ήταν διχασμένη και θρησκευτικά και κοινωνικά, βλ. Αυγερινού –Κολώνια Σοφία (1995), «Η συγκρότηση της πόλης: οικιστική εξέλιξη και τοπική αρχιτεκτονική της Κοζάνης από τη γέννηση έως την ακμή της», Κοζάνη, η καρδιά της Δυτικής Μακεδονίας, Επτά ημέρες Καθημερινή 1.10.95/8-11, 8
[14] Λιούφης 1924: 58
[15] Δημόπουλος Ιωάννης (1994), Τα παρά τον Αλιάκμονα εκκλησιαστικά, Θεσσαλονίκη, 73-9 & Λιούφης 1924:107,120
[16] Δημόπουλος 1994:63-4
[17] Δημόπουλος 1994:86
[18] Μπέσας 1993:3
[19] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 9.7.24/4 & Δημόπουλος 1994:86
[20] Από 1922 ως 1932 εκλέχτηκαν σε Κοζάνη 4 πρόσφυγες βουλευτές, βλ. Πελαγίδης Στάθης (1997), «Κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί στην επαρχία και στο Νομό Κοζάνης μετά την εγκατάσταση των προσφύγων (1923 -1930)», Η Κοζάνη και η περιοχή της: Ιστορία –Πολιτισμός, πρακτικά Α΄ συνεδρίου, Σεπτέμβριος 1993, Κοζάνη: ΙΝΒΑ, 471-501. Το ποσοστό 40% υπολογίζει στο ίδιο συλλογικό έργο η ερευνήτρια Παναγιωτοπούλου Άννα (1997), «Εκλογικά του Νομού Κοζάνης κατά το Μεσοπόλεμο», 343-354, 346. Ο Πατίκας Στέλιος (1994), «Φυσιογνωμία του δυναμισμού των πόλεων του νομού Κοζάνης», Κοζάνη 1912 –1993, Παρέμβαση, Κοζάνη, 26 παραθέτει το ποσοστό 31,1% αναφερόμενος στους πρόσφυγες της επαρχίας Κοζάνης
[21] Πατίκας 1994:26
[22] Δημόπουλος 1994:86
[23] Τσουμής 1998:215-6 όπου παρατίθενται έγγραφα Κοζανιτών της εποχής προς το ΥΠΕΞ
[24] Τσουμής 1998:112-3
[25] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 2.5.26/3
[26] Ωστόσο στην Αιανή Φιλελεύθεροι και Λαϊκοί ισορροπούσαν στις φθινοπωρικές εκλογές του 1926, Ηχώ της Μακεδονίας 21.11.26/2. Φαίνεται ότι η μία από τις δύο ενορίες του χωριού υποστήριξε τον Ιωακείμ και επηρέασε την κοινοτική εξουσία να εκδηλωθεί υπέρ του μητροπολίτη
[27] Κατά τον Μπέσα 1993:4, ο Πάγκαλος έδιωξε τον Ιωακείμ, άποψη όμως που δύσκολα στοιχειοθετείται, καθώς το δικτατορικό καθεστώς μπορούσε άνετα και χωρίς πολιτικό κόστος να τον στείλει στην Αυστραλία
[28] Μπουζάκης Σήφης (1986), Νεοελληνική εκπαίδευση (1821 –1985), Αθήνα: Gutenberg, 81 κ.ε. και του ιδίου (1984), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, (τεκμήρια ιστορίας), τ. Β΄, 1895 –1967, επιμ: Αλέξης Δημαράς, Αθήνα: Ερμής, 492-3
[29] Εφτά εκλογές είχαν γίνει στη δεκαετία 1926 –1936 σύμφωνα με την Παναγιωτοπούλου 1997:345
[30] ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς, Μεγάλη εβδομαδιαία Εφημερίς, εθνική πολιτική, κοινωνιολογική, διευθ: Σταύρος Θεοδοσιάδης, 18.5.30/1, Κοζάνη
[31] ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς 25.5.30/1, όπου άρθρο του πανεπιστημιακού Π. Μπρατσιώτη. Επίσης Βόρειος Ελλάς 15.6.30/1 & Ηχώ της Μακεδονίας 6.7.30/1
[32]Αλιβιζάτος Νίκος (1983), Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922 –1974, όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Αθήνα: Θεμέλιο, 350 κ.ε.
[33] Μπουζάκης 1984:184
[34]ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 25.5.30/1
[35] Γιάνναρης Γιώργος (1993), Φοιτητικά κινήματα και ελληνική παιδεία, τ. Α΄, Αθήνα: Ποντίκι, 418
[36] Παπακωνσταντίνου Μιχάλης (1995), Η Πέτρινη πόλη, Αθήνα: Εστία, 38, ωστόσο δεν παρατίθενται οι λόγοι της σύγκρουσης
[37] ΔΒΚ, Αγροτική (1929), Εβδομαδιαία Αγροτική εφημερίς, διευθ. Χαρ. Τανής, δρ. Νομικής, Κοζάνη, 15.9.29/3
[38] ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς 6.7.30/4 & Δημόπουλος 1994: 86
[39] ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς 13.7.30/1
[40] Δημόπουλος 1994:190, όπου οι διαμάχες Δήμου κι Εκκλησίας για το Μπλιούρειο οικόπεδο το Γενάρη του 1938
[41] ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς 2.11.30/4 & 17.1.32/1, 4 & 19.8.34/4
[42] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 20.7.30/1
[43] ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς 2.9.34/1 & Τσουμής 1998:132
[44] ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς 30.11.30/4 & 15.3.31/4 & 12.7.31/1 & 9.8.31/1. Ακόμη 17.1.32/ 1,4, όπου η επιβολή φυλάκισης στους ιωακειμικούς επιτρόπους του Βελβεντού
[45] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 3.7.27/2
[46] ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς 18.10.31/4
[47] ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς 30.11.30/1 & 15.3.31/4. Επίσης Ηχώ της Μακεδονίας 16.8.31/1
[48] ΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 2.11.30/1
[49] ΔΒΚ, Βόρειος Ελλάς 11.8.35/1
[50] Μανάδης Νικηφόρος (1999), Ιερά Μητρόπολις Νέας Πελαγονίας 1924 –1930 ή Πτολεμαϊδος Εορδαίας 1930 –1935, Πτολεμαϊδα: Εύξεινος Λέσχη Πτολεμαϊδος, 620, 622, 626-61
[51] Δελιαλής 1972:ε΄-η΄ & Χαραμαντίδης Αγαθάγγελος (2000), «Η δράση των Ελλήνων αρχιερέων», Μνήμες και μαρτυρίες από το ΄40 και την Κατοχή, η προσφορά της Εκκλησίας το 1940 –1944, επιμ: Αγαθάγγελος Χαραμαντίδης, Αθήνα: Εκκλησία της Ελλάδος, 79-151, 117-8. Επίσης Μύρου 1985:40-1, όπου αφήγηση του Γεωργίου Ξυλοφόρου
[52] Μαρτυρία Γεωργίου Ξυλοφόρου στον Μύρου 1985:40-1
[53] Για το επανορθωτικό κείμενο βλ. ΔΒΚ, Μακεδονικόν Βήμα, εβδομαδιαία πολιτική και οικονομική εφημερίς, διευθ: Μιχαήλ Ζωγράφος, 16.8.36/1, Κοζάνη
[54] Μαρτυρία Γεωργίου Ξυλοφόρου στον Μύρου 1985:40-1
[55] Μπέσας 1993:4, 10
[56] Παπακωνσταντίνου Μιχάλης (1999), Το Χρονικό της μεγάλης νύχτας, Αθήνα: Εστία, 93 κ.ε.
[57] Χρυσοχόου Αθανάσιος (1962), Οι Γερμανοί εν Μακεδονία, βιβλίον Ε΄, Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ, 302
[58] ΔΒΚ, Φ.155/Β/3, έγγραφο Νομαρχίας προς Δήμο, Κοζάνη 3.9.45
[59] Θεοδοσιάδης Σταύρος (2000), Η Πίνδος ομιλεί: η Εθνική Αντίστασις 1941 –1944, επιμ: Νίκος Καλογερόπουλος, Κοζάνη: ΙΝΒΑ, 141
[60] Γκέκας Κωνσταντίνος (2000), γενν. Κοζάνη 1919, έμπορος – πολιτικός ΕΚΑ, συνέντευξη
[61] Θεοδοσιάδης 2000:142-3
[62] Καλλιανιώτης Αθανάσιος (2000), Οι αρχές της Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία, μεταπτυχιακή εργασία στο τμήμα Ιστορίας του ΑΠΘ, 31-39
[63] Θεοδοσιάδης 2000:151
[64] Ο Σακαλής Αλέκος (1998), Μνήμες, Κοζάνη: ΙΝΒΑ, 38 πληροφορεί ότι ο Ιωακείμ ήταν στη ΝΕ του ΕΑΜ Κοζάνης, ενώ ο Χρυσοχόου 1962:303 παραθέτει ότι ο μητροπολίτης εκβίαζε τους αξιωματικούς να βγουν στο βουνό. Το ερώτημα είναι με ποια παράταξη ή με ποιον τίτλο να έβγαιναν;
[65] Χρυσοχόου 1962:301
[66] Μπόνης Κωνσταντίνος (1982), Η Φλώρινα κατά την Κατοχήν: 1941 –1944, Θεσσαλονίκη, 67-8
[67] Χρυσοχόου 1962:303 και Μύρου 1985:42. Επίσης Τσίγκας Ιωάννης (1999), γενν.. Καισαρειά 1925, παντοπώλης –αντάρτης 1/27 ΕΛΑΣ, συνέντευξη. Ακόμα Σιώζος Γεώργιος (2000), Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Αθ. Λιούλιας, 1911 –1943, Ο δυτικομακεδόνας Εθνομάρτυρας, Κοζάνη: ΠΣ Κρόκου «Ιωακείμ Λιούλιας», 109, όπου μαρτυρία του Δημητρίου Γκίμπα. Αναφέρεται ακόμη ότι ο Ιωακείμ το δεύτερο δεκαήμερο του Φλεβάρη 1943 έμεινε στη Δεσκάτη 10 μέρες, γιατί ήθελε να πάρει επαφή με το Ζέρβα, βλ. Τσουμής 1998:172.
[68] Καλλιανιώτης 2000:42 κ.ε.
[69] Χρυσοχόου 1962:308 και Καλλιανιώτης 2000:43 κ.ε.
[70] Στη Μητρόπολη ο Ιωακείμ έκρυβε πολλά όπλα, Παπακωνσταντίνου 1999:166-170
[71] Δημόπουλος 1994:56-7
[72] Χρυσοχόου 1962:305 και Παπακωνσταντίνου 1999:280 όμως οι ημερομηνίες των είναι προγενέστερες των πραγματικών
[73] Χρυσοχόου 1962:309 και Θεοδοσιάδης 2000:178
[74] Θεοδοσιάδης 2000;333
[75] Θεοδοσιάδης 2000:306 κ.ε.
[76] Πρωτόπαπας Σαράντης (1978), Χη μεραρχία του ΕΛΑΣ, Εθνική Αντίσταση στη Μακεδονία 1941 –1944, επιμ. Ν. Μάργαρη, Αθήνα, 146
[77] Κουζινόπουλος Σπύρος (1986), «Ελευθερία, η άγνωστη ιστορία της πρώτης παράνομης οργάνωσης και εφημερίδας της κατοχής», Θεσσαλονίκη: Καστανιώτης, εκδ. Β΄, Ελευθερία 23.7.43.3
[78] Θεοδοσιάδης 2000:317 κ.ε.
[79] Χρυσοχόου Αθανάσιος (1949), Η κατοχή εν Μακεδονία, η δράσις του ΚΚΕ, βιβλίον Α΄, Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ, 88. Ο Θεοδοσιάδης 2000:330-2, 334-5 χρονολογεί τα τηλεγραφήματα του Ιωακείμ την 6.5.43 και τα παραθέτει ολόκληρα
[80] Οι φράσεις στα εισαγωγικά είναι του Θεοδοσιάδη 2000:334
[81] Θεοδοσιάδης 2000:375
[82] Ως την Ήπειρο έφταναν οι εγκύκλιοι αυτοί, Κρέμος Δημήτριος (1994), Χρονικό 1941 –1944: το ημερολόγιο ενός Ελασίτη, Αθήνα: Ο Πολίτης, 253
[83] Χρυσοχόου 1962:310-11
[84] Hammond Nicholas (1982), Περιπέτεια με τους αντάρτες, 1943 -44, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα, 82
[85] Ενεπεκίδης Πολυχρόνης (1964), Η Ελληνική Αντίστασις, 1941 –1944, όπως αποκαλύπτεται από τα μυστικά αρχεία της Βέρμαχτ εις την Ελλάδα, Μια νεοελληνική Τραγωδία, Αθήναι: Εστία, 75-6
[86] Ελεύθερη Ελλάδα, όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, διευθ: Κ Βιδάλης, 21.11.44/1
[87] Χρυσοχόου 1962:310-11
[88] Θεοδοσιάδης 2000:324-9
[89] Μύρου 1985:397-9 & Τσουμής 1998:179-80, όπως και Θεοδοσιάδης 2000:455
[90] Χαραμαντίδης 2000:122. Ο ιεροκήρυκας Αυγουστίνος Καντιώτης και ο μητροπολίτης Γρεβενών Θεόκλητος τέσσερις φορές κατέθεσαν στις ανακρίσεις που διενεργούνταν κατά του Ιωακείμ, βλ. ΔΒΚ Όσιος Νικάνωρ, Ιούνιος 1946/ 2
[91] Επειδή δεν πρόδωσαν, γι αυτό κηρύχτηκαν έκπτωτοι ο Ιωακείμ και ο Αντώνιος; αναρωτιούνταν η εφ. Ελεύθερη Ελλάδα 16.2.45/1
[92] Δημόπουλος 1994:87
[93] ΔΒΚ, Φωνή της Καστοριάς, Εβδομαδιαία Εθνική Εφημερίς, ιδιοκτ: Περ. Χ. Ηλιάδης, Καστοριά, 10.11.46/2
[94] Οι εκφράσεις στα εισαγωγικά ανήκουν στον Χρυσοχόου 1949:88
[95] Παπακωνσταντίνου 1999:489-90
[96] Χαραμαντίδης 2000:122
[97] Δημόπουλος 1994:88
[98] Μπέσας Χρ. (1993) Παρέμβαση 69/1 & και στον ίδιο Παρέμβαση (1994) 71/3-4, 10. Επίσης Πάσχος Π. (1993) Παρέμβαση 68/5 & 70/5 & Παρέμβαση (1994) 72/8. Ακόμα Καραγιάννης Β. (1993) Παρέμβαση 69/4 και Μπέλος, Αναστάσιος (1994) Παρέμβαση 71/10, όπως επίσης Παπαδημητρίου Απόστολος (1994) Παρέμβαση 71/11
[99] Τσαουσίδης Κώστας (1993), Παρέμβαση 69/6 και Καλλιανιώτης Θανάσης (1993) Παρέμβαση 69/6,10. Επίσης Κουρκούτας Μιχάλης (1993) Παρέμβαση 69/6,11 και Γιαννίδης Γιώργος (1994) Παρέμβαση 71/11-14
[100] Βλ. τον επίλογο του αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου, Χαραμαντίδης 2000:542
[101] Καμπουρίδης Νίκος (2001), «Τα χρόνια της υπομονής», Γραμμή, καθημερινή εφημερίδα, εκδ: Πάσχος Μανδραβέλης, Κοζάνη 13.3.01/10