ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ανακοίνωση του Θανάση Καλλιανιώτη στην παρουσίαση του βιβλίου του Χρίστου Μπέσα, Το χρονικό της Κοζάνης 1914 –1919, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 1999. Κοζάνη, Δημοτική Βιβλιοθήκη 06.09.1999

 Το εξώφυλλο
Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει κατανοητό αν τα χρώματα του εξωφύλλου του βιβλίου, που παρουσιάζεται σήμερα, δηλώνουν τη δύση ή την ανατολή του ήλιου και μεταφορικά την ακμή ή την παρακμή της Κοζάνης κατά τη 2η δεκαετία του 20ού αιώνα. Αυτό ίσως το γνωρίζει ο πατέρας του εξωφύλλου, ο Γιάννης Κάβουρας, ο δεινός κομπιουτεράς του ΙΝΒΑ Κοζάνης. Ίσως, γιατί κάθε εξώφυλλο είναι μια μορφή τέχνης, και η τέχνη πηγάζει τις περισσότερες φορές από μη συνειδητές παρορμήσεις. Πάντως, η εξωτερική όψη των βιβλίων προσπαθεί να κεντρίσει τους παρατηρητές κι, αν εξαιρέσουμε τον τίτλο, είναι η βασικότερη προτροπή για να το ανοίξει ή να το αγοράσει κανείς, πράγμα που συμβαίνει, βέβαια, και μπροστά μας.

Ο γιατρός Χρίστος Μπέσας, ιδρυτής της Οικολογικής Κίνησης Κοζάνης, http://www.ecokoz.gr/home/images/stories/mpesas.jpg

Ο συγγραφέας
Το εξώφυλλο με τα δυο αντιμαχόμενα χρώματα, το ρομαντικό ροζ και το σκυθρωπό γαλαζωπό, οδηγούν κατευθείαν στον ψυχικό κόσμο του συγγραφέα  Χρήστου Μπέσα. Ας τον σκιαγραφήσουμε λίγο. Πρώτη φορά τον είδα πριν από έξι χρόνια στο πρώτο ιστορικό συνέδριο της Κοζάνης να παρουσιάζει με πάθος τη φυσιογνωμία του δεσπότη Ιωακείμ Αποστολίδη. Μετά συχνά στη Δημοτική Βιβλιοθήκη να ξεφυλλίζει παλιές εφημερίδες. Μια μέρα, συνοδεύοντας μια ασθενή στο οφθαλμιατρείο του περιμέναμε στο σαλονάκι, που ονοματίσαμε «προθάλαμο της κουλτούρας». Μερικές φορές περνούσε με το τζιπ από το χωριό μας, την Αιανή, κατευθυνόμενος, όπως μαθαίναμε, στο μοναστήρι της Λαριούς, για τις θρησκευτικές και –υποθέτω- τις οικολογικές του ανάγκες.

Δεν γνωριζόμαστε πολύ κι έχουμε αλλάξει ως τώρα ελάχιστες κουβέντες. Όμως τον άνθρωπο μπορεί κανείς να τον πλησιάσει μέσα από το έργο του και ιδιαίτερα μελετώντας τα κείμενά του στο περιοδικό Παρέμβαση και –γιατί όχι;- μέσα από το πρώτο του βιβλίο, το «Χρονικό της Κοζάνης». Ο τρόπος γραφής (σύνταξη, λεξιλόγιο), οι επιλογές των θεμάτων, οι προτιμήσεις, οι αποσιωπήσεις, τα σχόλια, για να αναφερθούν μερικά τεκμήρια, αποκαλύπτουν τη δομή της προσωπικότητας και της ιδεολογίας του συγγραφέα.

«Μα», θα αναρωτιόταν εύλογα κανείς, «το βιβλίο του Χρήστου Μπέσα είναι ένα χρονικό, αντιγραφή μιας εφημερίδας, έστω τριών εφημερίδων, τι πληροφορίες μπορεί να μας δώσει για το συγγραφέα του»;

Πριν απαντήσουμε, ας δούμε τι σημαίνει χρονικό: χρονικό είναι ένα έργο, που αραδιάζει με τη σειρά ποικίλα γεγονότα της καθημερινής ζωής. Ο Χρήστος Μπέσας αντέγραψε αυτά τα γεγονότα μέσα από τις εφημερίδες. Όμως δεν είναι ένας κλασικός χρονικογράφος κι εδώ δικαιούται έναν μικρό ιστορικό έπαινο. Πρώτα γιατί καμιά αντιγραφή δεν είναι ακριβής φωτογραφία του πρωτοτύπου, έπειτα διότι επιλέγει τα γεγονότα που είναι γραμμένα στην εφημερίδα και τελευταία γιατί, μερικές φορές, σχολιάζει, όσα έχει αντιγράψει.

Ας φωτίσουμε περισσότερο τα τρία αυτά στοιχεία: το πρώτο, η διαφορετική αντιγραφή, είναι φυσιολογική και συμβαίνει πάντα. Το δεύτερο, η επιλογή, σχετίζεται με την κοσμοθεωρία του συγγραφέα και αφήνει πολλά ίχνη του περάσματός του. Για παράδειγμα, ο Χρήστος Μπέσας δεν ξεχνά ποτέ να τις αναφορές στο θέατρο, αλλά λησμονεί πάντα να «δει» τις διαφημίσεις της εφημερίδας ή τις βίαιες ληστείες, στοιχεία που οδηγούν κατευθείαν στη θρησκευτική του ευαισθησία. Τρίτο και σπουδαιότερο: τα παρεκβατικά σχόλια για τους λογοτέχνες και ιδιαίτερα για το λόγιο δικηγόρο Κώστα Τσιτσελίκη -τον τελευταίο τον βλέπει με συμπάθεια και τον κρίνει χωρίς να τον κατακρίνει.

 Ο χώρος κι ο χρόνος
Η μακρηγορία στην περιγραφή του συγγραφέα έλαβε χώραν διότι κανένα έργο –ιδιαίτερα τα ιστορικά- δεν μπορεί να αποσπαστεί από τον άνθρωπο που το γέννησε, καθώς είναι μια αντανάκλαση των ανησυχιών και των προσδοκιών του.

Ας περιδιαβούμε τώρα κι άλλες δυο βασικές συνιστώσες του έργου, το χώρο και το χρόνο. Το βιβλίο ασχολείται κατά κύριο λόγο με τα συμβαίνοντα στην πόλη της Κοζάνης, αλλά περιέχει αρκετές αναφορές για την περιφέρεια και, βέβαια, επισημαίνει κι άλλα γεγονότα, όπως π.χ. η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917. Η αφήγηση αρχίζει το φθινόπωρο του 1914 και τελειώνει το Μάρτη του 1919, καλύπτοντας ολόκληρη την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο πόλεμος αυτός εξερράγη το 1914, αλλά δεν ήταν απρόβλεπτος. Την αυγή του 20ού αιώνα ακολουθούσαν προβλήματα που ήταν δύσκολο να λυθούν χωρίς προσφυγή στα όπλα. Τα εργοστάσια των βιομηχανικών χωρών παρήγαγαν πληθώρα προϊόντων που δε μπορούσαν να πουλήσουν. Οι αποικίες των κρατών αυτών είχαν αρχίσει να ζητούν, αν όχι ανεξαρτησία, τουλάχιστον πιο αξιοπρεπή μεταχείριση – πρόκειται για τη μετάβαση από τον Αποικισμό στο Νεοαποικισμό, σύμφωνα με τους μαρξιστές ιστορικούς. Από την άλλη μεριά οι Αυτοκρατορίες (τσαρική, αυστροουγγρική, οθωμανική) τραντάζονταν από έναν αναπόφευκτο φυγόκεντρο εθνικισμό των υπόδουλων λαών τους.

Οι Βαλκάνιοι άρχισαν πρώτοι το 1912 και τα πρώτα εθνικά κράτη σχηματίστηκαν τον επόμενο χρόνο έχοντας όλα παρόμοια προβλήματα όπως η ομοιογένεια και η εθνική συνείδηση των κατοίκων τους. Η Μακεδονία, για να εστιάσουμε το ζήτημα πιο κοντά, τριχοτομήθηκε και, για να ταξιδέψει κανείς ως το Μοναστήρι (Μπίτολα) ή τη Φιλιππούπολη (Πλόβντιβ), ενώ πρώτα περνούσε χωρίς διατυπώσεις, τώρα  χρειαζόταν διαβατήριο. Οι κάτοικοι των «Νέων Χωρών» σύμφωνα με την ορολογία των δημόσιων εγγράφων της εποχής, η σημερινή δηλαδή ελληνική Μακεδονία και Θράκη,[1] αποτελούσαν όπως λένε οι Γάλλοι τη «μακεδονική σαλάτα»: Βλάχοι στα ορεινά, Τούρκοι στα πεδινά και τις πόλεις, Μακεδόνες ελληνόφωνοι στο κέντρο και το νότο, Μακεδόνες σλαβόφωνοι στο βορρά,[2] Αρβανίτες στη Φλώρινα, Αθίγγανοι στα Γρεβενά και το Κιλκίς, Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη και την Καστοριά, Πομάκοι στη Ροδόπη αποτελούσαν σύμφωνα με ένα αγγλικό χάρτη της εποχής ένα μωσαϊκό γλωσσών και συνειδήσεων. Ο «στρατός κατοχής» όπως ονομάζονται σε ορισμένα έγγραφα οι Έλληνες στρατιώτες είχαν να αντιμετωπίσουν την καθημερινή αλυτρωτική προπαγάνδα, που εκπορεύονταν από τα γειτονικά κράτη αλλά και από μακρύτερα όπως η Ιταλία, που διεκδικούσε τους Βλάχους δίνοντάς τους άφθονα πιστοποιητικά ρωμαϊκής καθαρότητας.

Η κοινωνική ατμόσφαιρα της Κοζάνης δονούταν από διεκδικήσεις και χρωματιζόταν από τριβές. Λιποτάκτες των πολέμων του ΄12, ληστές, κολίγοι που διεκδικούσαν τη γη των τσιφλικιών, χαλκιάδες, υποδηματοποιοί και άλλα μέλη των συντεχνιών, προπαγανδιστές Βλάχοι, Αρβανίτες και Σλαβομακεδόνες εναντιώνονταν καθημερινά στους Κρήτες Χωροφύλακες, τη «νεοεισαχθείσα» ελληνική Διοικητική Μηχανή, τους Τούρκους κι Αλβανούς ιδιοκτήτες γης και τους μεγαλέμπορους. Όταν ξέσπασε ο Παγκόσμιος Πόλεμος, οι προπαγάνδες έγιναν ισχυρότερες και το Ελληνικό Κράτος πήρε το μέρος των μικρομεσαίων και των αγροτών ή, με άλλα λόγια, ο κρατικός καπιταλισμός αντιπαρατέθηκε στον ιδιωτικό.[3] Δάνεια από τις εμπόλεμες δυνάμεις μοιράζονταν χωρίς φειδώ στα ουδέτερα κράτη και κυβερνήσεις ανεβοκατέβαιναν. Τα προβλήματα εντάθηκαν με το διχασμό της χώρας σε δυο κομμάτια και την αποβίβαση των δυνάμεων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη το Σεπτέμβρη του ΄16 απ’ όπου επεκτάθηκαν σ’ όλη τη Μακεδονία.

Στην περιοχή μας ο γαλλικός στρατός κατοχής, για καλύτερη πρόσβαση στο μέτωπο, καλυτέρευσε το οδικό δίκτυο, που οδηγούσε στη Σερβία και την Αλβανία, επιτάσσοντας τους Τούρκους των παρακείμενων χωριών. Τόσο η αντίδραση των φιλοβασιλικών όσο και ο φόβος προσβολής των νώτων από το «κράτος των Αθηνών» ανάγκασε τους Γάλλους να διακόψουν την επικοινωνία Μακεδονίας -Θεσσαλίας χαράζοντας την «Ουδέτερη Ζώνη», η οποία στην περιοχή μας έκοβε την επαρχία Κοζάνης στη μέση.

Η επίσκεψη
Συνήθως οι άνθρωποι θαυμάζουν τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν σε άλλους τόπους και σ’ άλλες εποχές και θεωρούν χωρίς αξία αυτά που συνέβησαν και συμβαίνουν γύρω τους. Παλιότερα οι ιστορικοί κατέγραφαν μόνο τις πολιτικές αλλαγές και τις στρατιωτικές μάχες, απ’ τη δεκαετία του ΄20 όμως νέες επιστήμες, όπως για παράδειγμα η Γεωγραφία ή η Ψυχανάλυση προσήλθαν ως βοηθητικές στην Ιστορία. Πρόσφατα η Πληροφορική, γιατί ακόμα κι ό,τι συνέβη πριν από ένα λεπτό ανήκει πλήρως στην Ιστορία.[4]

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος εξερράγη το 1914 κουβαλώντας παλιές κληρονομιές. Σε παγκόσμιο επίπεδο οι βιομηχανικές χώρες αντιμετώπιζαν προβλήματα διάθεσης των προϊόντων τους κι εξεύρεσης νέων αγορών. Παράλληλα ταλανίζονταν από τον αναγεννώμενο εθνικισμό των αποικιών τους, φάση που χαρακτηρίστηκε από τους μαρξιστές ιστορικούς ως μετάβαση από την αποικιοκρατία στο νεοαποικισμό. Οι αυτοκρατορίες (τσαρική, αυστροουγγρική κι οθωμανική) κλονίζονταν από τον αυξανόμενο μιλιταρισμό των υποζυγίων λαών τους, τον οποίο συνδαύλιζαν οι φιλοδοξίες των εθνικών κρατών.[5]

Στα Βαλκάνια οι πόλεμοι του ΄12 -΄13 επαναχάραξαν τα σύνορα. Η Μακεδονία μοιράστηκε σε τρία μέρη κι άρχισε μια σοβαρή δημογραφική κίνηση των κατοίκων της, η οποία συνεχίστηκε ως πολύ αργότερα. Ένα μωσαϊκό λαών κατοικούσε στη δυτική –και την κεντρική- Μακεδονία. Αν χαρτογραφούσαμε επιλεκτικά το χώρο, θα βρίσκαμε Βλάχους του Βερμίου, Ελληνομακεδόνες στο Βόιο, Εβραίους της Καστοριάς, Τούρκους στον Τσιαρτσιαμπά. Σλαβομακεδόνες της Εορδαίας, Αρβανίτες στη Φλώρινα, και Αθίγγανους στα Γρεβενά να συμβιούν κάτω από την ελληνική εξουσία υφιστάμενοι την αλυτρωτική προπαγάνδα των βαλκανικών εθνικών κρατών.[6]

Εκτός από τις γλωσσικές και θρησκευτικές διαφορές ο κοινωνικός ιστός διαταράσσονταν από εσωτερικές τριβές: Μέσα σε μια διάχυτη πολεμική ατμόσφαιρα, γεμάτη λιποτάκτες και ληστές, ανήσυχοι κολίγοι ζητούσαν τη γη των τσιφλικιών, ενώ η μεσαία τάξη των επαγγελματιών (συντεχνίες), έχοντας την υποστήριξη του ελληνικού κράτους, ανταγωνίζονταν σθεναρά τους μεγαλέμπορους, οι οποίοι έχασαν το οικονομικό μονοπώλιο λόγω της δημιουργίας των συνόρων κι εξαιτίας της επέκτασης στο Σόροβιτς (Αμύνταιο) των σιδηροδρόμων.[7]

Όταν ο πόλεμος τελματώθηκε στα χαρακώματα της κεντρικής Ευρώπης, οι Γάλλοι μετέφεραν τις συγκρούσεις στην περιφέρεια. Το Σεπτέμβρη του 1916 οι σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Μακεδονία και την περιχαράκωσαν. Παράλληλα αυξήθηκε η προπαγάνδα των αντιπάλων πάνω στους Βαλκάνιους. Εδαφικές υποσχέσεις μοιράζονταν χωρίς φειδώ, δάνεια επιχορηγούνταν με αφθονία και οι ελληνικές κυβερνήσεις ανεβοκατέβαιναν στην εξουσία. Οι μητροπολίτες Φώτιος κι Αιμιλιανός των Γρεβενών, οι δικηγόροι Τσιτσελίκης και Αντωνιάδης, οι αξιωματικοί του Πενταλόφου, ο πολιτικός περίγυρος του βουλευτή Νικόλαου Γκιουλέκα και οι χονδρέμποροι της Κοζάνης εναντιώνονταν στους αγρότες, τους χαλκουργείς, τους σκυτοτόμους και στην προοδευτική ιντελιγκέντσια της αστικής τάξης στην ίδια περιοχή. Οι διαφορές εξέφραζαν στο οικονομικό επίπεδο την πάλη ανάμεσα στον κρατικό και ιδιωτικό καπιταλισμό, στο πολιτικό τη διαμάχη αστών και αριστοκρατίας και στο ιδεολογικό τη σύγκρουση φιλελευθερισμού και παλιάς φρουράς.[8]

Ο γαλλικός στρατός κατοχής εφήρμοσε σκληρά μέτρα, όταν οι Βούλγαροι απείλησαν τη Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο του ΄16. Με τη δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης από την Αδριατική ως το Αιγαίο, η οποία διχοτομούσε στην περιοχή μας τον Τσιαρτσιαμπά, η Ελλάδα κόπηκε στα δύο και χρειάζονταν κανείς διαβατήριο για να μετακινηθεί από την Κερασιά στην Κάλιανη (Αιανή) και τανάπαλιν! Την ίδια στιγμή που φυλακίζονταν 2.247 αντιφρονούντες στην Κοζάνη, οι Γάλλοι και οι Έλληνες συνοδοιπόροι τους εφάρμοσαν αυστηρότερες επιτάξεις τροφίμων, ανθρώπων και ζώων, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στους 70.000 Τούρκους της περιοχής. Η έντονη λογοκρισία και το φάσμα της πείνας συμπλήρωναν τη διακόσμηση του τοπίου.[9]

Ο πόλεμος τελείωσε το 1918 και η Ελλάδα κέρδισε την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη αλλά χρεώθηκε το επόμενο έτος την Ουκρανική και τη Μικρασιατική εκστρατεία, οι οποίες απέτυχαν, αλλά πέτυχαν να αυξήσουν περισσότερο τον ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας με τον αναγκαστικό ερχομό των Προσφύγων μετά από τη –νόμιμη- εκδίωξη των Τούρκων και των Βουλγαρομακεδόνων. Ο «εθνικός διχασμός» του ΄16 -΄18 συνεχίστηκε με τις πολιτικές διαμάχες του Μεσοπολέμου και κορυφώθηκε στην Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο.

 Ο συγγραφέας
Χρήστος Μπέσας. Κοζανίτικο επίθετο που προέρχεται από την αλβανική λέξη besa =πίστη, θρησκεία.[10] Τον ακούσαμε πρώτη φορά το Σεπτέμβρη του 1993 στο πρώτο  συνέδριο για την ιστορία της Κοζάνης. Πενηντάρης γενειοφόρος να αντλεί με πάθος τις στοιβαγμένες μέσα του απόψεις για το δεσπότη Ιωακείμ -μια ομιλία που δε δημοσιεύτηκε στα πρακτικά. Κατόπιν μαθεύτηκε πως ήταν οφθαλμίατρος κι ότι κυκλοφορούσε με τζιπ. Αργότερα συγκατοικήσαμε μαζί στην Παρέμβαση όπου δημοσίευε ρομαντικά άρθρα. Από το εσώφυλλο του προκείμενου χρονικού προσελήφθησαν κι άλλα βιογραφικά: διδάκτορας του ΑΠΘ, σκηνοθέτης στο θέατρο.

Συναντηθήκαμε αρκετές φορές στη Δημοτική Βιβλιοθήκη όπου ξεφύλλιζε  εφημερίδες και είχε ακουστεί ότι ετοίμαζε κάτι για την περίοδο του 1918. Με πρόσφατη ανάγνωση του πονήματός του συμπληρώθηκε το κοσμοθεωρητικό του στίγμα: ένας λογοτέχνης με θρησκευτική ευαισθησία κι αριστερές ανησυχίες, ο οποίος παθιάζεται με την Ιστορία.

Το βιβλίο

χρονολογίες και σελίδες στο βιβλίο

Είναι ένα αυστηρό χρονικό, με ελάχιστες παρεκβάσεις. Διαθέτει πρόλογο, επίλογο, φωτογραφικό ένθετο κι ένα τμήμα του παραθέτει τις πηγές. Χωρίζεται σε έξι χρονολογικά κεφάλαια όπου ως προς τον αριθμό των σελίδων κυριαρχεί το έτος 1917. Ακολουθεί το 1915 κι έπονται τα ισόβαθμα 1916 και 1918. Τελευταία έρχονται τα έτη 1914 και 1919. Συνειδητά ή ασυνείδητα τα καταχώρησε έτσι ο συγγραφέας; Πιθανόν να δεσμεύτηκε από την έκταση των πηγών του. Αλλά γιατί το 1919 μίκρυνε τόσο; Για λόγους ισορροπίας της αρχής με το τέλος; Μήπως επειδή η εφημερίδα Ηχώ δεν κάλυπτε ικανοποιητικά την Ουκρανική και Μικρασιατική Εκστρατεία, αποφεύγοντας έναν ανεπιθύμητο ιμπεριαλιστικό σκόπελο;

Τα απτόμενα θέματα είναι ευρεία. Τα προπαγανδιστικά (εορτές, ανακοινώσεις, Παιδεία, Εκκλησία, τύπος) υπερτερούν. Τα πολιτικά ισοβαθμούν με τις «παρενθέσεις» όπου θίγονται όλοι οι τομείς της ανθρώπινης και φυσικής δραστηριότητας. Ακολουθούν τα κοινωνικά (ερωτικά, δημογραφικά, θέματα υγείας). Ο πολιτισμός ισοβαθμεί με τα στρατιωτικά. Έπεται η οικονομία και μετά ισοδυναμούν τα δικαστικά με τα αγροτικά. Ουραγός το ποτό.[11]

 Η ένταξη
Θα ρωτούσε εύλογα κανείς αν το χρονικό ασχολείται με μια παρθένα περίοδο της τοπικής ιστορίας. Ποσοτικά ναι, χρονικά όμως προηγούνται παλιότερα έργα. Τα ελληνικά ιστορικά βιβλία, με την εξαίρεση των εκδόσεων ΓΕΣ που παραθέτουν τρεις σελίδες, διαθέτουν ελάχιστες σειρές για την Κοζάνη της εποχής, ενώ συναντάμε λιτές και διάσπαρτες πληροφορίες σε ανύποπτα έργα όπως του ελασίτη συνταγματάρχη Στέφανου Σαράφη ή σε εθνικοθρησκευτικά μελετήματα σαν του Γιώργου Σιώζιου και του Γιάννη Δημόπουλου.[12] Από την τοπική διανόηση μόνον η Παρέμβαση έδωσε ειδικό βάρος στην περίοδο. Το 1994 ο Μάκης Καραγιάννης με ένα εξαιρετικό άρθρο χρωμάτισε πέντε σελίδες του ιστορικού καμβά.[13] Δυο χρόνια αργότερα, σε κείμενο για τον Κώστα Τσιτσελίκη, ο Βασίλης Καραγιάννης πρόσθεσε νέες πινελιές.[14] Την ίδια χρονιά και στην ίδια εφημερίδα ο υποφαινόμενος γέμισε ακόμα δυο σελίδες.[15]

Είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για ένα έργο, που να ξεφεύγει από τη στενότητα των εφημερίδων. Το εγχείρημα ανέλαβε ο γιατρός του σώματος κι άνοιξε την Ηχώ της Μακεδονίας στενογραφώντας ακατάπαυστα. Καρπός της πολύχρονης μελέτης του το παρόν χρονικό.

Τα ζητούμενα που προκύπτουν από ένα ιστορικό βιβλίο είναι η προσφορά του στο κοινό και την επιστήμη. Όσον αφορά στο πρώτο το έργο του Χρήστου Μπέσα θα το χαρούν οι αναγνώστες, γιατί και το ύφος «τρέχει» εύκολα και ενδιαφέρουσες πληροφορίες παρέχει. Η Κοζάνη θα προβληθεί, ακόμα μια φορά, μέσα από το γλαφυρό ύφος ενός ευαίσθητου και ρομαντικού λογοτέχνη.

Οι ιστορικοί θα βασανίσουν το βιβλίο. Γιατί βγήκε; Υπομνηματίζει; Είναι αξιόπιστο; Προσφέρει στην Επιστήμη;

 34Η περιδιάβαση
Περνάμε τώρα στο τρίτο σκέλος της παρουσίασης. Η πρώτη ερώτηση, γιατί βγήκε το βιβλίο, απαντήθηκε εν μέρει. Συμπληρώνοντας, το χρονικό αυτό εντάσσεται μέσα στις 25 εκδόσεις της τρίχρονης ζωής του ΙΝΒΑ. Ο εύρωστος, οικονομικά και πολιτικά, Δήμος Κοζάνης, με παιδευτική κληρονομιά τεσσάρων αιώνων μπήκε αποφασιστικά στο γήπεδο της κουλτούρας και παίζει πολύ δυνατά. Ίσως γίνει εφάμιλλος, ή και καλύτερος, των αθηναϊκών εκδοτικών οίκων, αν εκμεταλλευτεί την πλεονεκτική του θέση μέσα στα διαλυμένα Βαλκάνια.

Ο συγγραφέας υπομνηματίζει συνήθως το κείμενο του αλλά μερικές φορές ταυτίζεται άμεσα μ΄ αυτό και λησμονεί την αναγκαία απόσταση μεταξύ γραπτού και γραφέως, γι αυτό κι ενάγεται σε ιστορική δίκη. Από μας κηρύσσεται αθώος, γιατί θεωρούμε άψογο κι αξιόπιστο τον άνδρα. Όμως οι υπόλοιποι που δεν τον γνωρίζουν; Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η δεύτερη έκδοση θα είναι πληρέστερη στις λεπτομέρειες αυτές.

Πάμε τώρα στο σημαντικότερο ερώτημα: τι προσφέρει ένα βιβλίο που ανάμεσα στα άλλα χύνει περισσή μελάνη για τη χαρτοπαιξία, τη ρακή, τα νεκροταφεία, τις επιτάξεις των προβάτων; Η απάντηση είναι ότι προσφέρει πολύ και πολλά και δεν εκφέρεται υμνητικά. Όλα τα ιστορικά όντα περιβάλλονται από τέτοιες λεπτομέρειες και πάνω σ’ αυτές ή εξ αιτίας αυτών σκέφτονται όλοι κι ενεργούν. Έτσι, το έργο του Χρήστου Μπέσα είναι συμβατό με την τρέχουσα αντίληψη της ιστοριογραφίας, επειδή καλύπτει ικανοποιητικά τόσο τον υλικό πολιτισμό όσο και τις ανθρώπινες πράξεις.

Το παρόν χρονικό ανέβασε στις 13 τις ιστορικές εκδόσεις του ΙΝΒΑ, εκδόσεις που στην πλειονότητά τους αναφέρονται στον 20ό αιώνα, πράγμα που σημαίνει ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται περισσότερο για τα κοντινότερά τους γεγονότα παρά για ό,τι πριν από αιώνες συνέβη. Αυτό το ενδιαφέρον χρεώνει το ΙΝΒΑ με τεράστια ευθύνη ως προς την επιλογή των εκδιδόμενων έργων κι ως προς τη μορφή τους, γιατί κάθε επιστημονικό βιβλίο κι ιδιαίτερα τα ιστορικά, πρέπει απαραιτήτως να διαθέτουν: πίνακα περιεχομένων, ευρετήρια τόπων και προσώπων, βιογραφικά συγγραφέων, γεωγραφικούς χάρτες, φωτογραφικό υλικό, γραφικές παραστάσεις και συγκριτικό χρονολόγιο, πράγματα χρησιμότατα στους ερευνητές.[16]

Η επόμενη νύξη ζυγίζει εξίσου βαριά: η Ιστορία επιφορτίζει το ΙΝΒΑ με το καθήκον να ενσταλάξει ορισμένες οδηγίες στους φιλόδοξους συγγραφείς, που θέλουν να εκδώσουν σ’ αυτό τα έργα τους, όπως: να τολμούν, να μην υπόκεινται σε εξαρτήσεις, «να σέβονται την ιδιαιτερότητα» και «να αμφισβητούν στερεότυπα για άλλους λαούς, αλλά και για τους ίδιους». Κανόνες που πρέπει να τηρούνται αυστηρά, αν το Ινστιτούτο θέλει να θεωρείται σεβαστό στον κόσμο των γραμμάτων και της Επιστήμης.[17]

Είναι σίγουρο ότι η δουλειά του συγγραφέα θα τέρψει τους αναγνώστες, θα αξιοποιηθεί από τους ιστορικούς και θα παροτρύνει κι άλλους φιλίστορες να ασχοληθούν με την εποχή και τις εφημερίδες της. Υπάρχουν αρκετά  ακόμα θέματα για μελέτη όπως οι διαφημίσεις, η ιδεολογία των εντύπων και η βία, για να αναφερθούν μερικά. Ταυτόχρονα το προκείμενο έργο θα συμβάλλει σε ένα μεγαλύτερο αντίστοιχο, συλλογικό ίσως, το οποίο θα αξιοποιήσει όχι μόνο τα ανέκδοτα έγγραφα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης για το 1918, τις εφημερίδες των άλλων περιοχών, τις προφορικές αναμνήσεις αλλά και τα αρχεία του γαλλικού προξενείου της Κοζάνης. Τότε μόνο θα ολοκληρωθεί, αν υπάρχει ολοκλήρωση στην Ιστορία, η ιστοριογραφία της μετατουρκικής Κοζάνης στη δεκαετία του 1910.

Ευχαριστώ για την υπομονή σας

  


[1] Η ορολογία «Νέες Χώρες» αφορούσε, εκτός της Μακεδονίας και Θράκης, στην Ήπειρο, την Ικαρία, τη Μυτιλήνη, όλα δηλαδή τα εδάφη που αποκτήθηκαν από την Ελλάδα μετά το 1912. Έμεινε σε ισχύ τουλάχιστον ως το 1941 όσον αφορά στα μονοπώλια άλατος, σπίρτων και πετρελαίου.

[2] Για την προσδιοριστική ορολογία των κατοίκων της Μακεδονίας (ελληνικής, βουλγαρικής και σλαβικής) έχουν ξοδευτεί αναρίθμητοι τόνοι μελάνης και γραφίτη αλλά μια κοινά αποδεκτή ονομασία τους μέχρι τώρα δεν έχει ακόμη βρεθεί. Πώς να βρεθεί όταν ο λαός της εποχής πριν παρεισφρήσουν οι εθνικιστικές προπαγάνδες ως εθνική συνείδηση είχε μόνο τη συνείδηση του τόπου που μένει; Απαντούσε, για παράδειγμα, στην ερώτηση «τι είσαι;» λέγοντας «είμι απ΄ τ΄ Βάντσα ντ΄ Κατνή, ικεί γιννήθκα»

[3] Σήμερα ο κρατικός καπιταλισμός χρεοκόπησε κι ανέλαβε τα πρωτεία ο ιδιωτικός. Πρόκειται για το φαινόμενο της «περιοδικότητας» στην Ιστορία.

[4] Για μια λιτή και μεστή αφήγηση για τη διαδρομή της Ιστορίας βλέπε το βιβλίο της Γ΄ λυκείου Εισαγωγή στις ιστορικές σπουδές, 6η έκδοση, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1987

[5] Κολιόπουλος Ιωάννης, Νεώτερη ευρωπαϊκή ιστορία 1789 –1945, Γ΄ ανατ., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 303 –325 όπου κεφάλαιο για τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο

[6] Ορισμένοι Βλάχοι των Γρεβενών υπέγραφαν ευχαρίστως προς χάριν των Ιταλών ότι η Ελλάδα τους καταπιέζει, βλ. Δαγκλής Π., Αναμνήσεις, έγγραφα, αλληλογραφία, τ. Β΄, Βαγιονάκης, Αθήνα 1965, σ. 248

[7] Δελιβάνης Ι., «Τα περιστατικά της οικονομικής εξελίξεως της Κοζάνης», Κοζάνη 1912 –1993, Παρέμβαση, Κοζάνη 1994, σ. 32 –33 και Μαρκεζίνης Σπύρος, Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος 1828 –1966, τ. 3, Πάπυρος Αθήνα 1966, σ. 250 όπου η διαπάλη κράτους ιδιωτών ως προς το σιδηρόδρομο. Επίσης Ψυρούκης Νίκος, Νεοελληνική εξωτερική πολιτική, ιστορική επισκόπηση, Επικαιρότητα, Αθήνα 1983, σ. 170 και Τσουμής Π., Ο Πάικος, Κοζάνη 1878 –1958, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 1998, σ. 81 όπου οι Κοζανίτες ψηφίζουν κατά του Βενιζέλου, γιατί φοβούνται τη στρατολογία. Ακόμη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης (στο εξής ΔΒΚ), Ηχώ της Μακεδονίας 292 (23.7.17) 1 όπου περιγραφές ληστειών. Τέλος Παπακωνσταντίνου Μιχάλης, Μια βορειοελληνική πόλη στην Τουρκοκρατία, ιστορία της Κοζάνης 1400 –1912, έκδ. Β΄, Εστία, Αθήνα 1998, σ. 361 κ.ε όπου τα εσωτερικά προβλήματα της Κοζάνης

[8] ΔΒΚ, Κόπανος, εβδομαδιαία σατυρική επιθεώρησι 5 (11.6.17) 4 όπου καταφέρεται κατά του Αντωνιάδη και του γιου του και Ηχώ της Μακεδονίας 329 (3.12.17) 1

[9] Οι Γάλλοι επιτάξανε όλα τα δημητριακά του χωριού Καλιόμπαση (Καλαμιά) το Μάρτη του ΄17 και οι Τούρκοι κάτοικοι του παραπονούνταν, βλ. ΔΒΚ, κιβώτιο 1916/Υποφ. Ζ/δ, αναφορά πάρεδρου από Καλιόμπαση προς Κυβερνητικό Αντιπρόσωπο, Κοζάνη 20.03.1917. Όλοι οι Τούρκοι κάτοικοι, 133, της Βρογγίστας (Καλονερίου) Βοΐου δούλευαν καταναγκαστικά στην επέκταση του δημόσιου δρόμου, βλ. ΔΒΚ, Κ. 1916/υποφ. Ζ/α, Αίτησις κατοίκων προς Κυβερν. Αντιπρ. Κοζάνης –Φλωρίνης, Βρογγίστα 18.03.1917. Επίσης ΔΒΚ, Κόπανος 2 (21.6.17) 2 στη στήλη «Το εμπορικό μας δελτίο» όπου διεκτραγωδείται η πείνα και Αγών, εφημερίς φιλελεύθερων ιδεών 10 (6.8.17) 1 όπου χαρακτηριστικά λευκά λογοκριτικά κενά

[10] Ντίνας Κωνσταντίνος, Κοζανίτικα επώνυμα 1759 –1916, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 1995, σ. 185

[11] Η κατάταξη είναι αυθαίρετη. Δεν είναι πάντα εύκολο ούτε και πετυχημένο να τοποθετείς τα γεγονότα και τις ενέργειες του ανθρώπου σε θεματικά κλισέ

[12] Καλλιανιώτης Θανάσης, «Ο εθνικός διχασμός στο νομό Κοζάνης 1916 –18», Παρέμβαση 96 (Νοε –Δεκ. 1996)  6 –8 όπου και σχετική βιβλιογραφία της εποχής για την Κοζάνη

[13] Μάκης Καραγιάννης, «Η Κοζάνη του μεσοπολέμου μέσα από τον τοπικό τύπο της εποχής», Κοζάνη 1912 -1993, Παρέμβαση, Κοζάνη 1994, σ. 15 -19

[14] Καραγιάννης Βασίλης, «Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης 1882 –1983», Παρέμβαση 96 (Νοε –Δεκ. 1996) 6-8

[15] Καλλιανιώτης, ό.π., σ. 19 -20

[16] Τα πρακτικά του Α΄ ιστορικού συνεδρίου Η Κοζάνη και η περιοχή της, ιστορία –πολιτισμός, Δήμος Κοζάνης, Κοζάνη 1997 δεν διαθέτουν βιογραφικά συγγραφέων κι ευρετήρια

[17] Τα τσιτάτα με τα εισαγωγικά είναι παρμένα από τις ιστορικές οδηγίες του καθηγητή της σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ Γιάννη Κολιόπουλου προς τους φοιτητές του

Κατηγορίες: ΑΡΘΡΑ. Ετικέτες: , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Ένα σχόλιο στο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ

Αφήστε μια απάντηση