Τα Σέρβια του χθες και η πρόκληση του σήμερα

Serbia

Εξώφυλλο του βιβλίου

Η παρούσα ομιλία χωρίζεται σε τρία μέρη: το πρώτο εξετάζει ποια και τι είδους λευκώματα έχουν εκδοθεί ως τώρα στη Δυτική Μακεδονία, το επόμενο ασχολείται με τους συγγραφείς και το τιμώμενο σήμερα βιβλίο τους και το τρίτο μέρος εξετάζει την προσφορά και το μέλλον παρόμοιων εντύπων.

Τα λευκώματα
Λίγο περισσότερα από δύο δεκάδες μετρούνται τα διαθέσιμα προς μελέτη ιστορικά λευκώματα που αφορούν στη Δυτική Μακεδονία. Για την έκδοση και την κυκλοφορία τους φρόντισαν σύλλογοι μεταναστών στην Αμερική ή και πολιτιστικοί αντίστοιχοι της ενδοχώρας, εφημερίδες της Κοζάνης και της Μακεδονίας, επιστήμονες και φιλίστορες ιδιώτες.

Ο σύλλογος Κριμινιωτών Μέγας Αλέξανδρος τύπωσε στη δεκαετία του 1930 νοσταλγικό βιβλίο με φωτογραφίες του χωριού τους, ενώ ο αντίστοιχος των Κοζανιτών του Ντιτρόιτ Ολυμπιάς εξέδωσε δεκαέξι χρόνια μετά άλμπουμ με τις επτά φωτογραφίες του να «πνίγονται» από διαφημίσεις καταστημάτων ομογενών στις ΗΠΑ. Πρόσφατα δε πολιτιστικοί σύλλογοι όπως του Φιλώτα, του Χρωμίου και του Βογατσικού εκτύπωσαν ημερολόγια τοίχου κοσμημένα πάντα με δώδεκα μόνο παλιές φωτογραφίες,

Το 1927 η διαφημιστική εφημερίδα Φήμη της Θεσσαλονίκης κυκλοφόρησε λεύκωμα που εξυμνεί σε τριάντα εννέα σελίδες την Κοζάνη και σε περισσότερες τη Φλώρινα. Από τα Σέρβια παραθέτει μια μόνο φωτογραφία τροφίμων του Ορφανοτροφείου. Δέκα περίπου χρόνια αργότερα, επί δικτατορίας Μεταξά, η φιλοκυβερνητική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Νέα Αλήθεια εξέδωσε έντυπο με φωτογραφίες από τα φρούρια των Σερβίων, τα ορυχεία της Πτολεμαΐδας, με ξηραντήρια καπνών κ.α. Η έκδοση στηρίχτηκε προφανώς σε προηγούμενο δίγλωσσο (ελληνικά και γαλλικά) λεύκωμα του 1927 με τίτλο Πτολεμαΐς (Καϊλάρια), η παραγικωτέρα περιφέρεια της δυτικής Μακεδονίας.

Βασισμένο στην ιδέα της συνέχειας του Ελληνισμού ανά τους αιώνες ήταν και το Λεύκωμα των εορτών της εκατονταετηρίδος που τυπώθηκε στην Κοζάνη το καλοκαίρι του 1930. Στις απεικονιζόμενες θεατρικές παραστάσεις φουστανελοφόροι του 1821 σμίγουν με φαντάρους του 20ού αιώνα, οι οποίοι φορές κρατούν αρχαιοελληνικά δόρατα. Ιδεολογία παρόμοιας υφής εξυπηρετεί και το 40σέλιδο λεύκωμα Παιδείας Προσπάθειαι, που κυκλοφόρησε στην Κοζάνη το 1956, γραμμένο από επιτροπή φιλοκυβερνητικών δασκάλων.

Στο βωμό της διαφήμισης όπως το άλμπουμ του συλλόγου Ολυμπιάς που ήδη αναφέρθηκε τυπώθηκε το 1936 στη Θεσσαλονίκη η Εικονογραφημένη Επιθεώρησις (Λεύκωμα) των κυριωτέρων πόλεων Μακεδονίας –Θράκης. Εντός του κείμενα και διαφημίσεις για τις πόλεις και κωμοπόλεις συμπλέκονται αξεχώριστα, καμιά όμως μνεία δε γίνεται για τα Σέρβια.

Τρεις ιδιώτες εξέδωσαν λευκώματα: πρώτος το 1935 ο βιβλιοθηκάριος της Κοζάνης Νίκος Δελιαλής σε εικονογραφημένη όπως δηλώνεται έκδοση για τον Παύλο Χαρίση με πυκνά κείμενα να καταπονούν τις λιγοστές φωτογραφίες Κοζανιτών μεταναστών της κεντρικής Ευρώπης. Επόμενο έγχρωμη του Γεωργίου Τσότσου για τα Μακεδονικά γεφύρια, πολύ προσεγμένη δουλειά απ’ όπου όμως λείπουν τα παλιά γεφύρια των Σερβίων και των Λευκάρων. Τελευταία ο Γιάννης Κολομπίας κυκλοφόρησε βιβλίο φωτογραφίζοντας όλες τις καρτ ποστάλ που τυπώθηκαν με θέμα την πόλη της Κοζάνης.

Νοσταλγικά, λοιπόν, διαφημιστικά, επετειακά, προπαγανδιστικά και κόποι προσωπικοί ερευνητών ήταν ως σήμερα τα λίγα λευκώματα που εκδόθηκαν για τη Δυτική Μακεδονία.

Το βιβλίο
Το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα εκδίδεται από τον Μορφωτικό Όμιλο Σερβίων Τα Κάστρα, έναν από τους λίγους ζωντανούς που απέμειναν μαζί με την εφημερίδα του στη Δυτική Μακεδονία. Δύο συγγραφείς ανέλαβαν την ιδέα του βαρύτιμου αυτού έργου: ο Κοσμάς Σαβιλλωτίδης, προσφυγικής καταγωγής θετικός επιστήμονας και η κυρία Χρυσάνθη Τζήρα, αμφότεροι ενεργοί ορειβάτες, μεταπτυχιακοί της εκπαίδευσης και με συγγραφικό έργο πίσω τους, συμβατικό (βιβλία, αφίσες, καρτ ποστάλ) και ηλεκτρονικό (CDs). Προφανώς σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι αναγκαίο το θετικό πνεύμα για να αναζητηθεί, ταξινομηθεί κι αποτυπωθεί το υλικό, ενώ με την αρωγή θεωρητικής οπτικής επιλέγεται το τελικό κείμενο.

Δεν είναι τυχαίο που είναι σαραντάρηδες, η γενιά αυτή έζησε βαθιά την αλλαγή του τρόπου ζωής με τον εξηλεκτρισμό της επαρχίας κατά τη δεκαετία του ΄60 και το άνοιγμα προς την Ευρώπη 20 χρόνια αργότερα. Η παραγωγική ηλικία των νιώθει την ανάγκη να μνημονεύσει όσα χάθηκαν κι αυτά που δεν πρέπει να λησμονηθούν, απόφαση που επιδιώκεται και με την επιμονή στη διατήρηση του αναφερόμενου Μορφωτικού Ομίλου, ο οποίος εκδίδει από το ένα μέρος σημαντικό έντυπο υλικό για το παρελθόν κι από το άλλο προσπαθεί να διαμορφώσει όνειρα της νεολαίας του σήμερα.

Ένας καθηγητής, λοιπόν, της Φυσικής και μια φιλόλογος άρχισαν να συγκεντρώνουν υλικό. Αντλήθηκαν κείμενα και φωτογραφίες από εξήντα περίπου βιβλία και περιοδικά όπως και γραπτές απόψεις αφηγητών: του Μανώλη Κουγιώνη (σ. 32), του ομιλούντος (117), του Ι. Φυντάνη (150), του Ι Ηλιόπουλου (174), της Καλλιόπης Πιερρίου (242) και του Γεωργίου Τσιουκαρδάνη (296). Τα υπόλοιπα κείμενα και τις λεζάντες ανέλαβαν οι συγγραφείς.

Αν και η εύρεση ή η επιλογή των κειμένων δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση, ο ερανισμός ανέκδοτων φωτογραφιών στα πλαίσια μιας κλειστής επαρχιακής κοινωνίας χρειάζεται μεγάλη ψυχική αντοχή και γενναία περισσεύματα πειθούς. Οι συγγραφείς διέθεταν αμφότερα, πράγμα που δηλώνεται ευκρινώς στον πρόλογο: χτυπήσαμε εκατοντάδες πόρτες, απλή πρόταση, αλλά με τεράστιες δυσκολίες, γνωστές σε όσους μελετούν κι ερευνούν σε παρόμοιους χώρους.

Το βαρύ βιβλίο με το χοντρό εξώφυλλο και τις εύχρηστες αλλαγές σελίδων διαθέτει αρκετές αρετές: η δύναμη των ασπρόμαυρων φωτογραφιών στηρίζεται πάντα πάνω στις λιτές λεζάντες τους. Διάσπαρτα μακρύτερα κείμενα, βαλμένα με εντυπωσιακή οικονομία, διανθίζον τις συνεχόμενες εικόνες. Ανέκδοτα προπολεμικά έγγραφα ξεπροβάλλουν απρόσμενα προσδίδοντας επιστημονική αυστηρότητα στην έκδοση. Κι αυτό το κυριαρχούν μαύρο προς το καφετί χρώμα των φωτογραφιών δίνει στον τόμο έναν σοβαρό, νοσταλγικό τόνο, ώστε να ξεχωρίζει έντονα το δίχρωμο χτες από το πολύχρωμο σήμερα.

Δυο συγγραφείς των σαράντα, λοιπόν, ετών εξέδωσαν λεύκωμα των 450 σελίδων με άριστη οικονομία κειμένου και φωτογραφιών. Το ερώτημα που προβάλλει αμείλικτο μετά και πάντα από τους συνήθεις επαίνους είναι ένα η χρησιμότητα του λευκώματος Τα Σέρβια του χθες. Πριν επιχειρηθεί απάντηση, ας εξετάσουμε σε τι διαφοροποιείται από τα προηγούμενα.

α) τα ελάχιστα προηγούμενα λευκώματα υπάρχουν πια μόνο στις βιβλιοθήκες, αν υπάρχουν, ενώ το σημερινό φιλοδοξεί να μπει ως χρηστικό εργαλείο σε κάθε σπίτι.

β) το χαρτί, η ευκρίνεια των φωτογραφιών και το στιβαρό δέσιμο κάνουν Τα Σέρβια του χθες να υπερτερούν.

γ) το πλήθος των φωτογραφιών και το εύρος των θεμάτων είναι ασύγκριτο σε σχέση με τα προϋπάρχοντα. Συγκρίνεται μόνο με πανελληνίου εμβέλειας παρόμοια κι απ’ όσα είναι γνωστά, κανένα άλλο αντίστοιχο τοπικής ιστορίας δεν στέκεται εφάμιλλο.

δ) Καμιά προσδοκώμενη ιδεολογική απόκλιση δεν αναγνωρίζεται μέσα στο βιβλίο, αν εξαιρεθεί η φορτισμένη νοσταλγία του παρελθόντος, η οποία αυτόματα δηλώνει μια υποφώσκουσα άρνηση προς το σήμερα.

Συνεπώς το ερώτημα της προσφοράς του προκείμενου λευκώματος εν μέρει έχει καθοριστεί. Κοιτώντας όμως προσεκτικότερα, βλέπουμε πως επιστήμες όπως π.χ. η Ιστορία έχουν πολλά να κερδίσουν από την έκδοση των Σερβίων του χθες, καθώς οι ανέκδοτες φωτογραφίες του βιβλίου είναι πολύτιμες. Ξεχωρίζουν από τους ερευνητές της δεκαετίας του 1940 δύο εικόνες, οι οποίες κείνται στις σελίδες 124 και 413: ο γενειοφόρος ελασίτης -σπάνια είναι τα αντάρτικα γένια στη Μακεδονία- Κώστας Κουνέτης, βλάχικης καταγωγής Σερβιώτης. Διαθέτει μια καταπληκτικά ζεστή χειμερινή πόζα μπροστά από ένα χαραγμένο πέτρινο σπίτι. Στη δεύτερη φωτογραφία οι φαλαγγίτες της ΕΟΝ, της νεολαίας του Μεταξά, στην πλατεία των Σερβίων γεμάτοι έπαρση κι ένστολη αμηχανία μαζί. Αντιθέσεις που εξαφανίστηκαν δια παντός λίγα χρόνια μετά.

Λαογράφοι, με πτυχία ή χωρίς, θα συναντήσουν πρόσφορο υλικό στις εικόνες του, ενδύματα, τρόπους κόμμωσης κ.α.. Οι ιστορικοί της φωτογραφίας μπορούν να ερευνήσουν τις στάσεις των προσώπων και τις καλλιτεχνικές διαθέσεις των εικονοληπτών. Οι νοσταλγοί του χτες θα αποκτήσουν ένα ακόμη έρεισμα για να αντιτίθενται στο σήμερα, ενώ όσοι απεχθάνονται το παρελθόν θα ακονίσουν τη φιλοπρόοδη διάθεσή τους γνωρίζοντας τα αδύνατα σημεία του χτες.

Το παρόν λεύκωμα πρωτοπορεί τόσο σαν έκδοση όσο και σαν πρόκληση. Η τελευταία απευθύνεται στους γειτονικούς εκδοτικούς γίγαντες της Κοζάνης και του Βελβεντού (ΙΝΒΑ και ΜΟΒ) και κατά κάποιον τρόπο τους προσκαλεί να το μιμηθούν. Έχουν τη δυνατότητα να τυπώσουν, μόνο που εκτός από πόρους και τις ιδέες που προφανώς διαθέτουν χρειάζεται και πολύς προσωπικός κόπος. Αν αυτός διατίθεται, θα ιδωθεί.

Χρήσιμο, λοιπόν, το λεύκωμα που παρουσιάζεται σήμερα. Με σημαντικό ανέκδοτο υλικό για την επιστήμη της Ιστορίας, της Φωτογραφίας, της Λαογραφίας. Ωφέλιμο και για τους φιλίστορες επίσης που καλούνται να το μελετήσουν. Οι γνώμες, έντυπες και προφορικές θα καλυτερέψουν τη δεύτερη έκδοσή του και θα διορθωθούν ελάχιστες τυπογραφικές αβλεψίες, θα προστεθεί ευρετήριο και περισσότερο φωτογραφικό υλικό και κείμενα. Ίσως αποτελέσει κι έναυσμα για τη δημιουργία ενός ταμείου φωτογραφιών στη Δυτική Μακεδονία.

Το χτες πέρασε, αλλά πάντα επιμένει να προκαλεί.

Ομιλία  κατά την παρουσίαση στο Δημαρχείο Σερβίων την Κυριακή 23/9/2001 του βιβλίου των Σαββιλωτίδη Κοσμά και Τζήρα Χρυσάνθης Τα Σέρβια του χθες 1823 –1944: εκατόν είκοσι χρόνια ζωής, Μορφωτικός Όμιλος Σερβίων «τα Κάστρα», Σέρβια 2001. Δημοσιεύτηκε στα Σερβιώτικα Νέα 156 (Αυγ.-Σεπτ. 2001) 1, 15-6. Εδώ ανακτενίστηκε ελαφρώς.

 

Κατηγορίες: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ. Ετικέτες: , , , , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση