Το ελληνικό ναυτικό στον αγώνα του 1821

Έλληνες κουρσάροι και καταδρομείς

Ανακτένιση 18:51′

Το κείμενο γράφτηκε χειρόγραφα πριν από 26 χρόνια ως εργασία σε μάθημα Νεότερης Ιστορίας. Θεωρήθηκε πρόσφορο να δοθεί ελεύθερο στην κοινή εμπειρία επειδή η κλιματιζόμενη ατμόσφαιρα των κλειστών γραφείων φορές δεν συμβαδίζει με την ιωδιούχο αύρα της ανοιχτής θάλασσας. Ανακτενίστηκε, λοιπόν, ελάχιστα με προσθήκη λιγότερων και διαφορετικών εικόνων κι ορθή συμπλήρωση της βιβλιογραφίας. Προφανώς η μόνη χρησιμότητά του έγκειται στη συνεπτυγμένη λιτότητα μιας πρωτόλειας φρεσκάδας.

Εισαγωγή
Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε συνδυασμό με την αποχή των Τούρκων από το εμπόριο συνετέλεσε ώστε να αποσπάσουν οι Ευρωπαίοι συμφέρουσες οικονομικά διομολογήσεις και να κρατήσουν σταθερά στα χέρια τους την εμπορική κίνηση στην ανατολική Μεσόγειο.

Οι πρώτοι αντιδρώντας ευνόησαν τις εσωτερικές τους, τουλάχιστον, οικονομικές συναλλαγές παραχωρώντας προνόμια στα ναυτικά νησιά του Αιγαίου. Αυτό σε συνεργασία με τη ροπή των Ελλήνων στη θάλασσα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των συναλλαγών και των εμπορικών πλοίων. Τα τελευταία όταν εξερράγη η Επανάσταση του 1821 μετατράπηκαν σε πολεμικά.

Αριθμός πλοίων
Το 1820 ταξίδευαν 1.000 ελληνικά εμπορικά πλοία με 18.000 ναύτες,[1] εξ ων 300-400 με ρωσική σημαία.[2] Άλλη πηγή αναφέρει παρόμοιο αριθμό ναυτών σε 611 πολεμικά αντίστοιχα,[3] εκ των οποίων τα της πρώτης γραμμής ποίκιλλαν: 130,[4] 147,[5] 150,[6] 160,[7] 176.[8] Τα περισσότερα προέρχονταν από τα τρία ναυτικά νησιά, Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά. Τριακόσια είκοσι πλοία είχαν εκτόπισμα μεγαλύτερο των 100 τόνων, ενώ 200 ήταν μέχρι 100 τόνους.[9]

Σε μικρότερους αριθμούς προσέφεραν άλλα όπως η Κάσος, Σάμος, Σκιάθος, Λήμνος ή ναυτικοί τόποι σαν το Γαλαξίδι, τον Αίνο της Θράκης κ.α.[10]

Οι Τούρκοι διέθεταν στην αρχή 17 καράβια, ήτοι 7 φρεγάτες, 5 κορβέτες και 5 μπρίκια, ενώ οι Αιγύπτιοι 130 μεγάλα πολεμικά.[11]

Ναυπήγηση
Τα ελληνικά πλοία κατασκευάζονταν στην αρχή εμπειρικά σε ελληνικούς ναυτότοπους. Με τον πλουτισμό όμως των νησιωτών ναυπηγήθηκαν μερικά σε ευρωπαϊκά λιμάνια.[12] Προς το τέλος του 1826 ήρθαν από την Αμερική η φρεγάτα Ελλάς και η μηχανοκίνητη Καρτερία από την Αγγλία.[13]

Τα τουρκικά αντίστοιχα ναυπηγούνταν στην Κωνσταντινούπολη, Σινώπη και Μυτιλήνη, ενώ τα αιγυπτιακά κατασκευάζονταν στην Βρετανία και τη Γαλλία.[14]

Το μπρίκι Θεμιστοκλής του Υδραίου Αντωνίου Κριεζή

Ονομασία
Όλα τα ελληνικά καράβια έφεραν ονόματα ηρώων: 11 ονομάζονταν Θεμιστοκλής, 9 Λεωνίδας κλπ. Ακόμα και τα πυροβόλα τους είχαν αρχαία ονόματα. Αυτά οι Έλληνες τα προσονόμαζαν ξύλα, ενώ τα τουρκικά αντίστοιχα μπεϊλίδια.[15]

Η εθνικότητα των πλοίων δηλωνόταν με συγκεκριμένη σημαία, αρκετές φορές όμως αυτή άλλαζε, σε περιπτώσεις πειρατείας π.χ. ή πολεμικών τεχνασμάτων.[16]

Είδη πλοίων
Μεγαλύτερα ήταν:

  • τα ντελίνια, τρίκροτα και δίκροτα, με εκτόπισμα 1.700 τόνους και πλήρωμα 1.000 περίπου άντρες
  • τα δίκροτα με τρεις ιστούς, 1.500 τόνους και 700 άνδρες
  • οι φρεγάτες με ψηλούς ιστούς, 1.000 τόνους και 700 άντρες -τα φρεγαδόνια ήταν μικρές βορειοαφρικανικές φρεγάτες
  • τα μπάρκα ή νάβες είχαν τρεις ιστούς και τριγωνικό πανί (μπούμα) με εκτόπισμα 500 τόνους
  • τα μπρίκια, 300 τόνων με δύο ιστούς, πυκνή ιστιοφορία και πλήρωμα 80 άτομα. Παρόμοια ήταν οι γολέτες, τα μπριγιαντίνια, τα γολετόμπρικα των 40 τόνων κλπ.
  • τα μύστικα, καταδρομικά των Ψαριανών, 80 τόνων, 3 ιστοί, μικρό βύθισμα και 16 κουπιά σε κάθε πλευρά
  • οι σακολέβες, 30 τόνων με έναν ιστό
  • τα κότερα που χρησίμευαν ως αγγελιοφόροι
  • οι φούστες
  • οι φελούκες.[17]

Ατμοκίνητη ήταν μόνον η Καρτερία, τροχήλατη κορβέτα 233 τόνων, 38 επί 8 μέτρων με μηχανές 85HP αλλά και τέσσερις βοηθητικούς ιστούς. Κατά μια πηγή το δεύτερο δάνειο που είχε ληφθεί από τη Βρετανία για την κατασκευή άλλων έξι μηχανοκίνητων καραβιών δεν χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό της λήψης του.[18]

Οι Έλληνες διέθεταν μικρά καράβια, από κορβέτες και κάτω.

Ο Τούρκος καπουδάν πασάς Καρά Αλής

Οπλισμός
Τα τουρκικά πλοία είχαν κανόνια διαφόρων διαμετρημάτων, τα περισσότερα συνήθως στο ψηλότερο κατάστρωμα. Τα ντελίνια είχαν 70, τα δίκροτα 60, οι φρεγάτες 60, τα φρεγαδόνια 32, οι κορβέτες 25, τα δε μύστικα 8. Τα μεσαία ελληνικά καράβια διέθεταν μέχρι 20 πυροβόλα.[19] Μια σύγκριση: η ναυαρχίδα του Τούρκου Καρά Αλή είχε 84 κανόνια, ενώ η Ελλάς 64.[20]

Οι Έλληνες ορισμένες φορές λαφυραγωγούσαν πυροβόλα από ξένα σκάφη. Άλλοτε έκλεβαν αντίστοιχα από τα παράλια της Μικράς Ασίας ή από κάστρα. Και φυσικά από διάφορες λείες.[21]

Τα βλήματα των κανονιών ήταν σφαιρικά – στο καράβι του Ανδρέα Μιαούλη είχαν όγκο 12 λίτρων. Τα ελληνικά διακρίνονταν για την αδύνατη διατρητική τους ικανότητα, η οποία είχε διαπιστωθεί εξ αρχής στην Μονεμβασιά και στα Δαρδανέλια. Μόνον η Καρτερία διέθετε βλήματα Paixhans, που εκρήγνυνταν μόνο όταν τρυπούσαν το ξύλινο σκάφος του εχθρού. Το πλήρωμα ήταν οπλισμένο με ντουφέκια, τρομπόνια, πιστόλες, σπάθες και μαχαίρια.[22]

Ιδιοκτησία
Τα εχθρικά πολεμικά ανήκαν στον Τούρκο σουλτάνο ή τον διοικητής Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, ενίοτε όμως μίσθωναν προς χρήσιν ευρωπαϊκά εμπορικά. Τα ελληνικά ήταν όλα ιδιόκτητα, εκτός από την Καρτερία και την Ελλάς που αγοράστηκαν με δάνεια. Πλοιοκτήτες των ιδιωτικών ήταν οι πρόκριτοι και οι νοικοκυραίοι.[23]

Πυρπολικά
Τα πυρπολικά (μπουρλότα) ήταν στην αρχή άτεχνα, γι’ αυτό και το πρώτο που μπήκε σε μάχη τον Ιούνιο του 1821 απέτυχε. Μετά τελειοποιήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον. Ο φόβος και ο τρόμος που προξενούσαν ήταν τεράστιος.[24]

Επρόκειτο για παλιά μπρίκια ή μικρότερα καράβια γεμάτα πυρίτιδα κι εμπρηστικά υλικά και πλήρωμα εθελοντές με παράτολμο θάρρος. Έπαιρναν προσήνεμο θέση κι επιτίθονταν εμβολίζοντας τον στόχο. Άναβαν έπειτα το πυρπολικό κι απομακρύνονταν με βάρκα. Τελευταίος έφευγε ο κυβερνήτης, ο οποίος έβαζε φωτιά στο φιτίλι. Το παρεμβληθέν σκάφος σβηνόταν δύσκολα λόγω της φύσης των καιόμενων υλικών[25] παρόλες τις αντλητικές μηχανές του εχθρικού πλοίου.[26]

Προς το τέλος του Αγώνα τους άφθαστους Έλληνες πυρπολητές προσπάθησαν να μιμηθούν Τούρκοι κι Αιγύπτιοι, με μερική όμως επιτυχία. Η ηρωική καταξίωση των μπουρλοτιέρηδων, είχαν τα περισσότερα θύματα, μαζί με το οικονομικό κέρδος της επικίνδυνης επιχείρησης -τα υψηλά ιδεώδη κρύβουν (φορές) κι άλλα κίνητρα-[27] ανέδειξαν τα πυρπολικά ως το μοναδικό όπλο εναντίον του ισχυρότερου σε πυρ εχθρικού στόλου. Οι Σπέτσες μόνο διέθεταν λ.χ. 18 πυρπολικά.[28]

Σύνθεση πληρωμάτων
Στο μπρίκι Αγαμέμνων του Υδραίου Αναστασίου Τσαμαδού το πλήρωμα αποτελούνταν από 91 αξιωματικούς και ναύτες. Συγκεκριμένα:
6 αξιωματικοί, ανάμεσά τους 2 γραμματείς κι ένας ιερέας
6 τιμονιέρηδες
2 λοστρόμοι
12 πυροβολητές
2 καμαρώτοι
2 καλαφάτες
1 σιδηρουργός
60 ναύτες
1 μάγειρας.[29]
Τα ελληνικά πληρώματα ήταν εθελοντικά, ενώ στα τουρκικά πλοία υπηρετούσαν αργυρώνητοι Έλληνες ή αντίστοιχοι που έστελναν υποχρεωτικά στον εχθρικό στόλο τα ελληνικά ναυτικά νησιά.[30] Οι ναύτες των αιγυπτιακών κατοικούσαν στη Βόρειο Αφρική, αλλά οι αξιωματικοί των καραβιών ήταν συνήθως Γάλλοι.[31]

Διοίκηση
Την ουσιαστική διοίκηση των ελληνικών καραβιών είχαν οι ναυτικές κοινότητες, χωριστά η κάθε μία. Αυτές όριζαν ναύαρχο κι αντιναύαρχο των μοιρών τους γνωστοποιώντας τον διορισμό τους το επόμενο έτος. Μετά οι πλοιοκτήτες όριζαν τους καπετάνιους -την Καρτερία κυβερνούσε ο Βρετανός Φραγκίσκος Άστινγκς (Frank Hastings), ο οποίος είχε εποπτεύσει και την κατασκευή της. Οι πυρπολητές όπως ήδη ειπώθηκε ήταν εθελοντές.[32] Δεν έχει ελεγχθεί η πληροφορία πως ναύτης-πυρπολητής έγινε καπετάνιος λόγω της αξιόλογης δράσης του.[33]

Τόμας Κόχραν, αρχηγός του ελληνικού στόλου το 1827

Εν συνεργασία όλων των κοινοτήτων γενικός ηγέτης του στόλου αναγνωριζόταν ο ναύαρχος της ‘Υδρας. Μετά όμως το 1827 παραιτουμένου του Μιαούλη, ανέλαβε με απόφαση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης αρχηγός του ελληνικού στόλου ο Άγγλος Τόμας Κόχραν (Thomas Cochrane).[34]

Γενικός αρχηγός του τουρκικού στόλου ήταν ο καπουδάν πασάς με υποδεέστερους τον καπουδάν μπέη και τον ριαλά μπέη. Οι Αιγύπτιοι είχαν Γάλλους, όπως ελέγχθη νωρίτερα ως στελέχη του ναυτικού τους. Αρχηγός της αποστολής των ήταν ο καπετάνιος Jean-Marie Letellier, o ο οποίος εξαφανίστηκε στην ναυμαχία του Ναυαρίνου.[35]

Οικονομία
Αρχικά τα πλοία συντηρούσαν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες. Ένα μέσο σκάφος για να εκπλεύσει χρειαζόταν 12.000 χρυσές δραχμές, ενώ ολόκληρος ο στόλος 342.000 γρόσια. Καθώς προς το τέλος του Αγώνα τα ελληνικά καράβια είχαν αποδεκατιστεί, η Εθνοσυνέλευση αναγνώρισε θυσίες 9 εκατομμυρίων δραχμών στην Ύδρα, 5 στις Σπέτσες και 4 στα Ψαρά και τους χορήγησε προκαταβολές.[36]

Για την συντήρηση των πλοίων με την πάροδο των ετών φορολογούνταν οι ναυτικές κοινότητες με ποσά που λαμβάνονταν στην Ύδρα από τη μίσθωση τελωνειακών φόρων και δασμών. Ακόμη και το Άγιον Όρος προσέφερε. Επιπλέον μέσω εράνων και λήψεων -όχι πάντα- χρημάτων από το δημόσιο ταμείο. Μεγάλη ήταν η συνεισφορά από τις λείες.[37]

Οι προκαταβολές ήταν απαραίτητες για να κινηθούν τα πλοία με τους ναύτες να λαμβάνουν 40 έως 70 γρόσια ή 25 τάλαρα έκαστος. Σε περίπτωση λείας το 50% αυτής ανήκε στον ιδιοκτήτη, ενώ το υπόλοιπο μοιραζόταν ισομερώς στο πλήρωμα. Δέκα μερίδια διέθετε ο καπετάνιος ως επιβράβευση σε αξιόλογους κατά την κρίση του ναυτικούς.[38]

Για τους πυρπολητές ίσχυαν όπως είναι φυσικό διαφορετικές τιμές. Σε περίπτωση επιτυχίας κι αφού πρώτα λάμβαναν σήμα επίθεσης από τον ναύαρχο έπαιρναν για καταστροφή φρεγάτας 800 γρόσια, για κορβέτα ή φρεγαδόνι 400, ενώ για μπρίκι 200.[39] Ακόμη τους τιμούσαν με αριστεία και διακρίσεις, κάτι που ενοχλούσε κάπως τους Βρετανούς.[40]

Τα έξοδα κίνησης του στόλου εκτός από τις κοινότητες εξαρτώντο κι από τους πολιτικούς του Μινιστέριου, οι οποίοι μέσω του Εκτελεστικού καθόριζαν τις αμοιβές των ναυτών και των καπετάνιων.[41] Έτσι άλλοτε αυτά καθυστερούσαν να δοθούν κι άλλοτε μοιράζονταν άνισα -η Ύδρα π.χ. είχε πάρει 30.000 γρόσια, ενώ τα Ψαρά καθόλου[42] με αποτέλεσμα εμφυλίους πολέμους και φοβερές καταστροφές εκ μέρους των εχθρών στην Κάσο, τα Ψαρά, την Κρήτη, το Γαλαξίδι κι άλλα μέρη.[43]

Μεσολογγίτισσα ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει. Ελαιογραφία του François-Émile de Lansac, 1827

Αιχμάλωτοι
Ήδη από την 7η Απριλίου 1821 αιχμάλωτοι βασανίστηκαν και φονεύτηκαν από Σπετσιώτες εκτελεστές. Τη ζωή τους την έχαναν είτε στον τόπο όπου συλλαμβάνονταν είτε μεταφέρονταν στα νησιά -δεν εξαιρούνταν τα γυναικόπαιδα. Ακόμη φονεύονταν και διασωθέντα πληρώματα έπειτα από θαλάσσιες συγκρούσεις. Αργότερα μόνον άρχισαν να παρεμβαίνουν απαγορευτικά ναυτικές διοικήσεις και ξένες δυνάμεις.[44]

Λεία
Τα υλικά κέρδη από ναυτικές καταδρομικές επιχειρήσεις δεν ήταν λίγα, γι’ αυτό τον λόγο αρκετές φορές τα πλοία εγκατέλειπαν τους σχηματισμούς τους ακόμα και σε περίοδο μαχών για να εφορμήσουν εναντίον ασυνόδευτων μεταγωγικών ή εμπορικών παραβιάζοντας ενίοτε τις ουδέτερες σημαίες τους[45] -αν ήταν εχθρικά πολεμικά τα έκαιγαν μετά. Αποβιβάζονταν επίσης τα πληρώματα σε πόλεις ή εισέβαιναν σε κάστρα χωρίς να λησμονούν τις επιθέσεις εναντίον ομοθρήσκων κι ομόγλωσσων.[46]

Τα ύποπτα εμπορικά πλοία οδηγούνταν στις διοικήσεις κι αν ήταν αθώα το περιεχόμενό τους επιστρεφόταν.[47] Η λεία πωλούνταν έπειτα στους εκάστοτε ναυτότοπους.[48] Προϋπάρχουσες έριδες κατά τη διανομή της είχε ως αποτέλεσμα να κοινοποιηθούν σχετικές εγκύκλιοι.[49]

Τούρκοι κι Αιγύπτιοι λεηλατούσαν πόλεις και παράλια. Σπανιότερα συνελάμβαναν πλοία όπως στο Γαλαξίδι όπου έπιασαν 34 μπρίκια και γολέτες κι έκαψαν έτερα στην ξηρά.[50]

Επικοινωνίες
Οι εγκύκλιοι και οι ειδήσεις μεταφέρονταν με κότερα.

Η σηματολογία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη με κανονιές, σημαίες, φανούς, ψευδοφωτιές. Υπήρχαν σήματα στολοδρομίας, μάχης, επίθεσης, πυρπολικών, αποβάσεων κ.α. Τα επείγοντα δηλώνονταν με διαφορετική τοποθέτηση φανών. Π.χ. δυο σημαίες τοποθετημένες η μία πάνω από την άλλη στο κατάρτι (μπούμι) με την πρώτη τριγωνική, ενώ τη δεύτερη παραλληλόγραμμη με σταυρό στη μέση σήμαινε να αρχίσει ο πόλεμος. Τέσσερα φανάρια τοποθετημένα στην ίδια ευθεία δήλωνε ότι έπρεπε τα πλοία να πλεύσουν στον καθορισμένο λιμάνι.[51]

Ζωή και ποινές
Στο καράβι προσφέρονταν δύο φαγητά κάθε φορά -ισχύει και σήμερα στο εμπορικό ναυτικό. Το πλήρωμα έπινε, τραγουδούσε και χόρευε με όργανα σε περίοδο ανάπαυσης. Όλοι συνεργάζονταν αρμονικά ενώ οι ποινές απουσίαζαν.

Οι Αιγύπτιοι είχαν αυστηρές τιμωρίες για τους αξιωματικούς τους. Αναφέρονται καθαιρέσεις, ξυλοκοπήσεις, ακόμα κι απαγχονισμοί πλοιάρχων λόγω δειλίας.[52]

Κοινωνικές σχέσεις
Τους Έλληνες χαρακτήριζαν η απείθεια και οι έριδες. Αιτίες αυτών ήταν οι άρνηση πληρωμής, η διανομή της λείας και κάποτε ο φόβος εμπρός στην υπεροπλία του εχθρού, ο οποίος έφτανε ως και τη λιποταξία. Μοίρες ολόκληρες εγκατέλειπαν ή δεν κινούνταν καθόλου με καταστροφικά αποτελέσματα όπως στα Ψαρά, την Κάσο κι αλλού.[53]

Ο ανταγωνισμός των ναυτικών κοινοτήτων ήταν καθημερινό φαινόμενο. Οξύνονταν δε ως τη σύγκρουση με κανονιές ή παρ’ ολίγον και χρήση πυρπολικών, ακόμη και με εμφύλιο πόλεμο.[54]

. Ο Ψαριανός πυρπολητής Κωνσταντής Νικόδημος

Μεμονωμένοι καπετάνιοι όπως ο Υδραίος Ζιάκας ανάρχιζαν, ενώ πυρπολητές σαν τον Κωνσταντή Νικόδημο άλλαζαν ναυάρχους. Οι Ψαριανοί κόμπαζαν λόγω των επιτυχών καταδρομών τους.[55]

Οι σχέσεις με τους ξένους δεν ήταν καλές, επειδή οι Ευρωπαίοι υποστήριζαν φανερά τους Τούρκους. Βασική αιτία ήταν η σύλληψη εμπορικών τους πλοίων που τροφοδοτούσαν πολιορκούμενα φρούρια που κατείχαν οι Τούρκοι.[56]

100 αυστριακά εμπορικά είχαν βυθιστεί. Οι Άγγλοι των Επτανήσων με το πρόσχημα της ουδέτερης ζώνης περιέθαλπαν Τούρκους κι εμπόδιζαν κτυπήματα Ελλήνων ή πυροβολούσαν ελληνικά καράβια ως πειρατικά. Οι Γάλλοι έσωζαν Οθωμανούς ναυαγούς, βομβάρδισαν την Ύδρα το 1822, πληροφορούσαν τον εχθρό για τις κινήσεις του ελληνικού στόλου  και προειδοποιούσαν για άφιξη πυρπολικών όπως στην Αλεξάνδρεια.[57] Σε μια περίπτωση ο Μιαούλης δεν μπορούσε να κτυπήσει την τουρκική βάση στον Μούρτο (Σύβοτα), ενώ σε κανονιοβολισμό Άγγλων είχαν φονευθεί έξι Υδραίοι ναυτικοί.[58]

Πειρατεία
Η μόνιμη πληγή της πειρατείας, που είχε και το χαρακτήρα κοινοτικής επιχείρησης, επιδεινώθηκε το 1824. Χίλια πλοία όλων των ειδών, εξ ων τα 80 μεγάλα,[59] ασχολούνταν μ’ αυτήν κτυπώντας αδιακρίτως. Δικτυωμένοι οι πειρατές με προκρίτους, εμπόρους, ακόμη και τουρκικές αρχές, εξορμούσαν από την Κρήτη, τα Γιούρα κι άλλα μέρη  λυμαινόμενοι το ευρωπαϊκό εμπόριο. Οι κουρσάροι μετατρέπονταν πολύ εύκολα σε επαναστάτες και το αντίθετο.[60]

Διακώλυσε τόσο το εμπόριο η ένταση της πειρατείας ώστε υπήρξε κύρια αιτία για τη μεταστροφή των αγγλικών συμφερόντων υπέρ της Ελλάδας. Το είχαν καταλάβει και οι πειρατές: σε επιστολή τους στο Μινιστέριο έλεγαν ότι συντελούσαν στην ανεξαρτησία του Έθνους. Η σχέση πειρατών-επαναστατών ήταν τόσο στενή, ώστε αθωώνονταν από τα ναυτοδικεία, ιδιαίτερα μετά την πτώση του Μεσολογγίου.[61]

Στρατηγική
Οι στρατηγικοί στόχοι του ελληνικού στόλου ήταν:

α) Το άπλωμα της Επανάστασης σε όλη την επικράτεια. Ψαριανά πολεμικά βοήθησαν τη Σμύρνη, την Κασσάνδρα κι άλλες πόλεις ενώ άλλα περιέπλεαν τη Μικρά Ασία. Όμως παρ’ όλες τις προσπάθειες η Κρήτη δεν απελευθερώθηκε ούτε επαναστάτησαν η Ίμβρος και η Τένεδος.[62]

β) αποκλεισμοί φρουρίων -σχεδόν όλα ήταν παραθαλάσσια- όπως η Μονεμβασιά, Η Κόρινθος, το Ναυαρίνο.[63]

γ) παρακώλυση μεταφορών κι αποβάσεων. Στην υπεροχή του ελληνικού στόλου στη θάλασσα οφείλεται η επιτυχία της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες, έτσι οι Τούρκοι αναγκάζονταν να προσέλθουν στα πεδία μάχης με ενιαύσιες δια ξηράς εκστρατείες. Η επιτυχία αυτή είχε ως σημαντικό αποτέλεσμα την ντε φάκτο ανεξαρτησία των περιοχών αυτών επηρεάζοντας τη δυτική στάση υπέρ των Ελλήνων.[64]

δ) ενίσχυση μετώπων ή πολιορκούμενων πόλεων όπως η Αιτωλία και το Μεσολόγγι με τροφές και πολεμοφόδια.[65]

ε) προσβολές εχθρικών πλοίων σχεδόν πάντα με πυρπολικά ακόμη και σε απομεμακρυσμένες βάσεις όπως η Αλεξάνδρεια.[66] Εκεί είχαν αποτύχει τόσο ο Κανάρης, όταν το γαλλικό πλοίο Abeille ειδοποίηση για προσέγγιση πυρπολικών,[67] όσο κι ο Κόχραν.[68]

Οι Έλληνες αδιαφορούσαν για τη στρατηγική, διακρίθηκαν περισσότερο σαν καταδρομείς. Απέφευγαν τις ναυμαχίες εκ παρατάξεως, παρόλο που είχαν επιτυχίες και σ΄ αυτές χωρίς να διαθέτουν πυρπολικά, δεν κατεδίωκαν τον εχθρικό στόλο για να δώσουν αποτελεσματικά κτυπήματα αλλά έμεναν κοντά στα νησιά τους. Ωρίμασαν το 1826 με την προοπτική απόκτησης τακτικού στόλου, ωστόσο στη θάλασσα κυριάρχησαν αποτελεσματικά μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827.[69]

Οι Τούρκοι απέπλεαν από τα Δαρδανέλια με στοιχειώδη οργάνωση. Είχαν δευτερεύουσες μόνον επιτυχίες κι αποτύγχαναν στις οργανωμένες ναυμαχίες. Πνοή τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι που αψηφώντας τον χειμώνα αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο και την Κρήτη. Το Ναβαρίνο τούς σταμάτησε.[70]

Τακτική
Ο όγκος των εχθρικών πλοίων σε συνάρτηση με τον αριθμό τους -κάποτε αναμετρήθηκαν 130 αιγυπτιακά με 70 ελληνικά- ανάγκαζε τους Έλληνες να τα παρακολουθούν και να επιτίθενται με πυρπολικά όταν βρίσκονταν στην κατάλληλη θέση. Βασίζονταν στην ταχύτητα των σκαφών και την επιδεξιότητα στους ελιγμούς. Τα καράβια συνόδευαν τα πυρπολικά προς προστασίαν και περισυλλογήν των πληρωμάτων τους, πυρπολικά που αρχικά εμβόλιζαν τον εχθρό τη νύχτα στο αγκυροβόλιό του, έπειτα όμως και τη μέρα στην κίνηση της ναυμαχίας. Τα αιγυπτιακά πλοία τα κτυπούσαν με δύο πυρπολικά.[71]

Υστερώντας σε δύναμη πυρός απέφευγαν τους κανονιοβολισμούς. Όταν στην Πάτρα αιφνιδίασαν τουρκικά πολεμικά σε μάχη εκ παρατάξεως, απέκτησαν θάρρος. Στον κόλπο του Γέροντα, ανατολικά της Λέρου, νίκησαν σέρνοντας τα πλοία έξω από τη μπουνάτσα, ενώ στο Ηράκλειο επικράτησαν σε νυκτερινή ναυμαχία. Οι απώλειες ήταν σχεδόν πάντα τα πυρπολικά: άλλα αποτύγχαναν και καίγονταν άσκοπα, άλλα πυροδοτούνταν πριν  τον εμβολισμό.[72]

Χρησιμοποιούσαν πολλά τεχνάσματα: προσπαθούσαν να ναυμαχήσουν σε μέρη όπου ήξεραν τους ανέμους και τις ακτές. Ορισμένα υποκρίνονταν ότι καταδιώκονταν. Αναρτούσαν τουρκικές σημαίες. Έτερα παρέσερναν τα πολεμικά του εχθρού σε άλλα μέρη ώστε άλλα να ανεφοδιάζουν διαφορετικά μέτωπα. Επίσης υιοθετούσαν την εμφάνιση των πυρπολικών για να ξεγλιστρούν εύκολα. Γενικά έβαζαν μπροστά στον στόλο τα πυρπολικά και στηρίζονταν στους ελιγμούς.[73] Ο Άστινγκς τους παρακινούσε να αλλάξουν τακτική χρησιμοποιώντας τον ατμό, βαριά πυροβόλα και καινούριους τύπους βλημάτων.[74]

Ορισμένες αποστολές κληρώνονταν με λαχνούς.[75]

Οι Τούρκοι βασίζονταν στον ισχυρό κανονιοβολισμό, τους χαρακτήριζε όμως η απειρία και η έλλειψη θάρρους κι οργάνωσης. Συχνά κατέφευγαν κοντά σε παραθαλάσσια οχυρά για προστασία ή έσβηναν τα φώτα πορείας τη νύχτα προς αποφυγήν των πυρπολικών, συνηθέστερη όμως ήταν η φυγή όταν τα έβλεπαν. Αντίβαρο των αποτυχιών ήταν οι ποινές επάνω στους χριστιανούς υπηκόους των.[76]

Εν αντιθέσει οι Αιγύπτιοι έπλεαν και τον χειμώνα, ελίσσονταν καλύτερα[77] και υπάκουαν στα γαλλικά στελέχη τους. Γι’ αυτό και είχαν επιτυχίες στις κρούσεις και τις αποβάσεις.

Βιβλιογραφία
Arnault Chabeaud Ch., Το ναυτικόν κατά τον υπέρ ανεξαρτησίας της Ελλάδος πολέμου, ήτοι ιστορία των ναυμαχιών κατά τα έτη 1821-1828, Εκ του τυπογραφείου της Ενώσεως, Εν Αθήναις 1882

Finlay George, Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄, Κόσμος, Αθήνα χ.χ.

Jurien de la Gravière, Jean Pierre Edmond, Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνος κυρίως του ναυτικού, μετάφρασις Κωνσταντίνου Ν. Ράδου, ης προτάσσεται μελέτη αυτού περί του έργου του Ζουριέν δε λα Γκραβιέρ και της σημασίας της καθ’ ημάς θαλάσσης, Εν Αθήναις 1894, https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/3/e/f/metadata-01-0000485.tkl

Marwick A., Εισαγωγή στην Ιστορία, Κουτσουμπός, Αθήνα 1985

Woodhouse Christopher, Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας, Εστία, Αθήνα 1978

Αλεξανδρής Κ., Αι ναυτικαί επιχειρήσεις του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος 1821-1829, Εκδ. Ν. Επιθεωρήσεως, Αθήναι 1930

Ανθολογία ναυτικών κειμένων, ΥΕΝ, Αθήναι 1971

Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Αθήναι 1971

Δρακόπουλος Γεώργιος, Ναυτικό μουσείο Αιγαίου, Μύκονος 1987

Έκθεσις της πολεμικής ιστορίας των Ελλήνων, Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, Αθήναι 1970

Η ελληνική εμπορική ναυτιλία (1453-1850), ΕΤΕ, Αθήναι 1972

Ιστορικά ημερολόγια των ελληνικών ναυμαχιών του 1821 : εκ των ημερολογίων του ναυμάχου Αν. Τσαμαδού, Σπυρίδων Κουσουλίνος, Εν Αθήναις 1886

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ΄, Αθήνα 1970

Καλαντζής Κώστας, Ιστορία της μεγάλης ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β΄, Εταιρία Ελληνικών Εκδόσεων, Αθήνα χ.χ.

Κοτζιάς Νικόλαος, Τα καθ’ ημάς ναυτικά, Εν Αθήνησι 1869, https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/8/7/7/metadata-264-0000052.tkl

Κριεζής Αλέξανδρος, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1956

Κωνσταντινίδης Τρύφων, Καράβια, καπετάνιοι και συντροφοναύται, 1800-1830 : εισαγωγή εις την ιστορίαν των ναυτικών επιχειρήσεων του Αγώνος, Εκδόσεις Ιστορικής Υπηρεσίας Β. Ν, Αθήναι 1954

Κώνστας Παναγιώτης, Ναυτική εποποιΐα του 1821, ΓΕΝ, Αθήνα 1971

Λαιμός Ανδρέας, Το ναυτικόν του γένους των Ελλήνων, τ. Α΄, Αθήναι 1968

Λεονταρίτης Γιώργος, Ελληνική εμπορική ναυτιλία (1453-1850), Μνήμων, Αθήνα 1987

Πανηγυρικοί λόγοι ακαδημαϊκών, Αθήνα 1977

Παπαρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. 6Α΄, στ’  έκδοση, Ελευθερουδάκης, Αθήναι 1932

Σαχτούρης Γεώργιος, Ιστορικά ημερολόγια του ναυτικού αγώνος του 1821: εκ των πρωτοτύπων ημερολογίων, Τυπογραφείον και Βιβλιοπωλείον Κουσουλινού και Αθανασιάδου, Εν Αθήναις 1890, https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/f/f/f/metadata-420-0000025.tkl

Σιμόπουλος Κυριάκος., Διαφθορά και εξουσία, Αθήνα 1992

Σιμόπουλος Κυριάκος, Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια, δ΄ έκδοση, Αθήνα 1990

Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Δ΄, Αθήνα 1979-1984

Toynbee Arnold, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1992

Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, τ. Α΄, β΄ έκδοση, Γιοβάνης, Αθήνα 1978

Φωτιάδης Δημήτρης, Κανάρης, Αθήνα 1988

Εικόνες
Αρχική: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ (ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΙΣ), https://elinis.gr/%CE%BF%CE%B9-%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%81%CF%83%CE%AC%CF%81%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%B4%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%B5%CE%AF%CF%82-angligrecs/

Εικόνα 1. Το μπρίκι Θεμιστοκλής του Υδραίου Αντωνίου Κριεζή, https://www.hmmuseum.gr/portals/0/Images/3.syloges/3.1.3.Proepanastatika_xronia_kai_to_nautiko_tou_1821/w600/nme-proepanastatikaxronia-im5.jpg

Εικόνα 2. Ο Τούρκος καπουδάν πασάς Καρά Αλής, http://www3.ascsa.edu.gr/DesktopModules/GennadiosSearch/image_resize.aspx?image=/dotnetnuke/digital_images/Item_low\026_2\026_2_s015\026_2_s015_a.jpg&w=700&h=700

Εικόνα 3. Τόμας Κόχραν, αρχηγός του ελληνικού στόλου το 1827, https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CF%8C%CE%BC%CE%B1%CF%82_%CE%9A%CF%8C%CF%87%CF%81%CE%B1%CE%BD_(10%CE%BF%CF%82_%CE%BA%CF%8C%CE%BC%CE%B7%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9D%CF%84%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CE%BB%CE%BD%CF%84)#/media/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF:Thomas_Cochrane,_10th_Earl_of_Dundonald.jpg

Εικόνα 4. Επεισόδιο από την έξοδο του Μεσολογγίου, 1828, Francois-Έmile de Lansac (1803-1890), Ελαιογραφία, 2 x 2,38 μ., Μεσολόγγι, Δημ. Πινακοθήκη,  https://cdn.cnngreece.gr/media/news/2021/03/05/256966/Francois-mile-de-Lansac——.jpg

Εικόνα 5. Ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης Κωνσταντής Νικόδημος, https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/3/3c/Konstantinos_Nikodimos.jpg

 

Σημειώσεις
[1] Κώνστας Παναγιώτης, Ναυτική εποποιΐα του 1821, ΓΕΝ, Αθήνα 1971, σ. 31

[2] Φωτιάδης Δημήτρης, Κανάρης, Αθήνα 1988, σ. 48

[3] Έκθεσις της πολεμικής ιστορίας των Ελλήνων, Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, Αθήναι 1970, σ. 357

[4] Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Αθήναι 1971, σ. 102

[5] Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, τ. Α΄, β΄ έκδοση, Γιοβάνης, Αθήνα 1978, σ. 147

[6] Λαιμός Ανδρέας, Το ναυτικόν του γένους των Ελλήνων, τ. Α΄, Αθήναι 1968, σ. 124

[7] Arnault Chabeaud Ch., Το ναυτικόν κατά τον υπέρ ανεξαρτησίας της Ελλάδος πολέμου, ήτοι ιστορία των ναυμαχιών κατά τα έτη 1821-1828, Εκ του τυπογραφείου της Ενώσεως, Εν Αθήναις 1882, σ. 15

[8] Η ελληνική εμπορική ναυτιλία (1453-1850), ΕΤΕ, Αθήναι 1972, σ. 411

[9] Finlay George, Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄, Κόσμος, Αθήνα χ.χ., σ. 243

[10] Αλεξανδρής Κ., Αι ναυτικαί επιχειρήσεις του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος 1821-1829, έκδ. Ν. Επιθεωρήσεως, Αθήναι 1930, σ. 38 και Λαιμός, ό.π., σ. 124

[11] Arnault, ό.π., σ. 11, 64

[12] Σιμόπουλος Κυριάκος., Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Δ΄, Αθήνα 1979-1984, σ. 346

[13] Αλεξανδρής, ό.π., σ. 118 και Λαιμός, ό.π., σ. 130. Επίσης  Arnault, ό.π., σ. 130

[14] Αλεξανδρής, ό.π., σ. 2 και Σιμόπουλος, τ. Ε΄, ό.π., σ. 326

[15] Πανηγυρικοί λόγοι ακαδημαϊκών, Αθήνα 1977 και Λαιμός, ό.π., σ. 123. Επίσης Φωτιάδης, ό.π., σ. 75

[16] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (στο εξής ΙΕΕ), Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ΄, Αθήνα 1970;, σ. 281 και Λεονταρίτης Γιώργος, Ελληνική εμπορική ναυτιλία (1453-1850), Μνήμων, Αθήνα 1987, σ. 96. Επίσης Arnault, ό.π., σ. 41

[17] Δρακόπουλος Γεώργιος, Ναυτικό μουσείο Αιγαίου, Μύκονος 1987 και Κώνστας, ό.π., σ. 32, 42-45. Επίσης Φωτιάδης, ό.π., σ. 71-74

[18] Σιμόπουλος, ό.π., σ. 126

[19] Σιμόπουλος, ό.π., σ. 346

[20] ΙΕΕ, ό.π., 249

[21] Jurien de la Gravière, Jean Pierre Edmond, Ιστορία του υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνος κυρίως του ναυτικού, μετάφρασις Κωνσταντίνου Ν. Ράδου, ης προτάσσεται μελέτη αυτού περί του έργου του Ζουριέν δε λα Γκραβιέρ και της σημασίας της καθ’ ημάς θαλάσσης, Εν Αθήναις 1894, σ. 187 και Κριεζής Αλέξανδρος, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1956, σ. 127 και

[22] Αλεξανδρής, ό.π., σ. 32, 118 και Arnault, ό.π., σ. 22. Επίσης Κώνστας, ό.π., σ. 324 και Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 183 

[23] Jurien de la Gravière, Ιστορία, ό.π., 186 και Αλεξανδρής, ό.π., σ. 118. Επίσης Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 372 και Σιμόπουλος, ό.π. 126

[24] Σιμόπουλος, ό.π., τ. Δ΄, σ. 338, 344

[25] Woodhouse Christopher, Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας, Εστία, Αθήνα 1978, σ. 89 και Σιμόπουλος, ό.π., τ.Δ΄, σ. 343. Επίσης Φωτιάδης ό.π., σ. 113

[26] Σαχτούρης Γεώργιος, Ιστορικά ημερολόγια του ναυτικού αγώνος του 1821: εκ των πρωτοτύπων ημερολογίων, Τυπογραφείον και Βιβλιοπωλείον Κουσουλινού και Αθανασιάδου, Εν Αθήναις 1890, σ. 35

[27] Marwick A., Εισαγωγή στην Ιστορία, Κουτσουμπός, Αθήνα 1985, σ. 64

[28] Ιστορικά ημερολόγια των ελληνικών ναυμαχιών του 1821 : εκ των ημερολογίων του ναυμάχου Αν. Τσαμαδού, Σπυρίδων Κουσουλίνος, Εν Αθήναις 1886, σ. 35 και Σιμόπουλος, τ. Δ΄, ό.π., σ. 352. Επίσης Φωτιάδης ό.π., σ. 113 και Κώνστας ό.π., σ. 38, 122

[29] Ημερολόγιο, ό.π., σ. 6-7 και Σιμόπουλος, τ. Δ΄, ό.π. σ. 346

[30] Arnault, ό.π., σ. 11 και Finlay, ό.π, σ. 245

[31] Arnault, ό.π., σ. 51 και Σιμόπουλος, τ. Δ΄, ό.π., σ. 326

[32] Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 102 και Κώνστας, ό.π., σ. 189

[33] Πανηγυρικοί λόγοι ακαδημαϊκών, ό.π., σ. 410

[34] Λαιμός, ό.π., σ. 127 και Φωτιάδης, ό.π., σ. 69. Επίσης Κώνστας, ό.π., σ. 189

[35] Αλεξανδρής, ό.π., σ. 10 και Σιμόπουλος τ. Ε΄, ό.π., σ. 326

[36] Παπαρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 6Α΄, στ’  έκδοση, Ελευθερουδάκης, Αθήναι 1932, σ. 79 και Λαιμός, ό.π., σ. 126, 131. Επίσης Αλεξανδρής, 000 51-52 και ΙΕΕ, ό.π., σ. 126

[37] Σιμόπουλος Κυριάκος, Διαφθορά και εξουσία, Αθήνα 1992, σ. 107 και Κώνστας, ό.π., σ. 32. Επίσης Λεονταρίτης, ό.π., σ. 411

[38] [38] Arnault, ό.π., σ. 159 και Κριεζής, ό.π., σ. 9. Επίσης Σιμόπουλος, τ. Δ΄, ό.π., σ. 346 και Τρικούπης τ. Α΄, ό.π., σ. 146. Ακόμη Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 38

[39] Σιμόπουλος τ. Δ΄, ό.π., σ. 344 και Σαχτούρης, ό.π., σ. 113. Επίσης Αλεξανδρής, ό.π., σ. 47

[40] Φωτιάδης, ό.π., σ. 259 και ΙΕΕ, ό.π., σ. 249

[41] Ανθολογία ναυτικών κειμένων, ΥΕΝ, Αθήναι 1971, σ. 48

[42] Φωτιάδης, ό.π., σ. 257

[43] Κώνστας, ό.π., σ. 140 και Φωτιάδης, ό.π., σ. 371, 377

[44] Κοτζιάς Νικόλαος, Τα καθ΄ημάς ναυτικά, Εν Αθήνησι 1869, σ. 32 και Finlay, ό.π., σ. 245, 250. Επίσης ΙΕΕ, ό.π., σ. 109-110 και Arnault, ό.π., σ. 14. Ακόμη Κριεζής, ό.π., σ. 132 και Σαχτούρης, ό.π., σ. 18

[45] Σιμόπουλος, τ. Δ΄, ό.π., σ. 345, 349 και Κώνστας, ό.π., σ. 171. Επίσης Κριεζής, ό.π., σ. 123-126, 181

[46] Jurien de la Gravière, ό.π., σ. 186 και Finlay, ό.π., σ. 412

[47] Σιμόπουλος, τ. Δ΄, ό.π., σ. 372 και Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 284. Επίσης Αλεξανδρής, ό.π., σ. 26 και Σαχτούρης, ό.π., σ. 18. Ακόμη Ανθολογία, ό.π., σ. 26 και Κριεζής, ό.π., σ. 125

[48] Κριεζής, ό.π., σ. 157

[49] ΙΕΕ, ό.π., σ. 124 και Αλεξανδρής, ό.π., σ. 26, 29, 139

[50] Finlay, ό.π., σ. 308 και Αλεξανδρής, ό.π., σ. 37

[51] Αλεξανδρής, ό.π., σ. 23 και Κώνστας, ό.π., σ. 49. Επίσης Κριεζής, ό.π., σ. 181 και Ιστορικά ημερολόγια, ό.π., σ. 201, 204

[52] Καλαντζής Κώστας, Ιστορία της μεγάλης ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β΄, Εταιρία Ελληνικών Εκδόσεων, Αθήνα χ.χ., σ. 15 και Σιμόπουλος, τ.Δ΄, ό.π., σ. 356. Ακόμη Πανηγυρικοί, ό.π., σ. 411 και Arnault, ό.π., σ. 70-71

[53] Arnault, ό.π., σ. 139 και ΙΕΕ, ό.π., σ. 170. Επίσης Κριεζής, ό.π., σ. 126 και Σαχτούρης, ό.π., σ. 36. Ακόμη Φωτιάδης, ό.π., σ. 223, 317 και Finlay, τ.Β΄, ό.π., σ. 52. Τέλος Σιμόπουλος, τ. Γ΄, ό.π., σ. 477 και Κώνστας, ό.π., σ. 114

[54] Σιμόπουλος, τ. Γ΄, ό.π., σ. 477 και Φωτιάδης, ό.π., σ. 223

[55] Σιμόπουλος, τ. Δ΄, ό.π., σ. 363 και Σαχτούρης, ό.π., σ. 71. Επίσης και Finlay, τ.Β΄, ό.π., σ.52

[56] Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 284 και ΙΕΕ, ό.π., σ. 109, 460

[57] Κωνσταντινίδης Τρύφων, Καράβια, καπετάνιοι και συντροφοναύται, 1800-1830 : εισαγωγή εις την ιστορίαν των ναυτικών επιχειρήσεων του Αγώνος, Εκδόσεις Ιστορικής Υπηρεσίας Β. Ν, Αθήναι 1954, σ. 363 και Σιμόπουλος Κυριάκος, Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια, δ΄ έκδοση, Αθήνα 1990. Επίσης Φωτιάδης, ό.π., σ. 138, 277 και Arnault, ό.π., σ. 24

[58] ΙΕΕ, ό.π., σ. 243

[59] Σιμόπουλος, τ. Δ΄, ό.π., σ. 353

[60] Κώνστας, ό.π., σ. 225 και Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 284. Επίσης Λεονταρίτης, ό.π., σ. 21 και Graviere, ό.π., σ. 191

[61] Woodhouse, ό., σ. 146 και Jurien de la Gravière, ό., σ. 187, 191-192. Επίσης Η ελληνική εμπορική ναυτιλία, ό.π., σ. 433

[62] Αλεξανδρής, ό.π., σ. 15-19 και Κριεζής, ό.π., σ. 124, 130. Επίσης Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 100 και ΙΕΕ, ό.π., σ. 124 και Φωτιάδης, ό.π., σ. 365. Ακόμη Η ελληνική εμπορική ναυτιλία, ό.π., σ. 150

[63] Κριεζής, ό.π., σ. 124 και Κώνστας, ό.π., σ. 63. Επίσης ΙΕΕ, ό.π., σ. 124

[64] Toynbee Arnold, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1992, σ. 306 και Κριεζής, ό.π., σ. 131. Επίσης Κώνστας, ό.π., σ. 71 και ΙΕΕ, ό.π., σ. 367. Ακόμη Woodhouse, ό.π., σ. 88 και Arnault, ό.π., σ. 75

[65] Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 100 και Κώνστας, ό.π., σ. 71. Επίσης ΙΕΕ, ό.π., σ. 408

[66] Arnault, ό.π., σ. 90

[67] Φωτιάδης, ό.π., σ. 588

[68] Κώνστας, ό.π., σ. 123

[69] Κώνστας, ό.π., σ. 19 και Κριεζής, ό.π., σ. 130. Επίσης Αλεξανδρής, ό.π., σ. 4 και Σιμόπουλος, τ. Δ΄, ό.π., σ. 360. Ακόμη ΙΕΕ, ό.π., σ. 170

[70] Αλεξανδρής, ό.π., σ. 4 και Κώνστας, ό.π., σ. 17-19

[71] Φωτιάδης, ό.π., σ. 113 και Σιμόπουλος, τ. Δ΄, ό.π., σ. 343. Επίσης Arnault, ό.π., σ. 64 και Κριεζής, ό.π., σ. 173

[72] Κώνστας, ό.π., σ. 119, 131, 160 και Arnault, ό.π., σ. 32, 76. Επίσης Φωτιάδης, ό.π., σ. 77, 492 και Κριεζής, ό.π., σ. 128. Ακόμη Αλεξανδρής, ό.π., σ. 77

[73] ΙΕΕ, ό.π., σ. 124, 192 και Κώνστας, ό.π., σ. 88, 93, 171. Επίσης Φωτιάδης, ό.π., σ. 559 και Αλεξανδρής, ό.π., σ. 46, 83

[74] Finlay, τ. Α΄, ό., σ. 412

[75] Σαχτούρης, ό.π., σ. 54

[76] Κριεζής, ό.π., σ. 158 και Καλαντζής, 000 16

[77] Αλεξανδρής, ό.π., σ. 164

Κατηγορίες: ΑΡΘΡΑ. Ετικέτες: , , , , , , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση