Δημοσιεύτηκε στον τόμο Η δεκαετία 1940 –1950 στη Δυτική Μακεδονία, Εταιρεία Μελετών Άνω Βοΐου, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 228 –238 με τον τίτλο «ΠΑΟ -ΕΛΑΣ: Ο Εμφύλιος στη Δυτική Μακεδονία 1943 –1945»
Ποτέ μου δεν υπήρξα φανατικός. Ήμουν βέβαια αντικομμουνιστής, γιατί εκτός των άλλων διέτρεχα και κίνδυνο από τους κομμουνιστές. Ήμουν νεαρός, χωρίς να γνωρίζω φόβο, ανήσυχος. Ήθελα να είμαι ελεύθερος, δεν ήθελα να δέχομαι πιέσεις. Αγαπούσα κι αγαπώ την πατρίδα μου την Ελλάδα. Ήμουν κατά των Άγγλων, γιατί ενώ εμείς αγωνιζόμασταν να μην πέσει η Ελλάδα στα χέρια των Σλάβων, αυτοί βοηθούσαν τους ελασίτες, για να νικήσουν τα Σοβιέτ.
Το 1942 το ΕΑΜ έβγαλε ένοπλες ομάδες στα βουνά. Τρέξαμε στην Κοζάνη και συμβουλευτήκαμε τους αξιωματικούς μας, γιατί η ανησυχία μας ήταν μεγάλη. Μας συμβούλεψαν να αποφύγουμε, παντί τρόπω το ΕΑΜ και να περιμένουμε.
Το Φεβρουάριο του ‘43, ενώ οργανώναμε τα χωριά Βαθύλακκο, Λεύκαρα, Ίμερα, Σκάφη ο ΕΛΑΣ εισέβαλε στη Σκάφη και στα Λεύκαρα, σκότωσε και έφυγε. Τότε συγκεντρωθήκαμε αντιπρόσωποι από διάφορες περιοχές για να δημιουργήσουμε Εθνική Αντίσταση. Τέθηκε το ζήτημα του οπλισμού, είχαμε όμως όπλα και δημιουργήσαμε ομάδες.
Το 1943 ο αείμνηστος ταγματάρχης Χρ. Παπαβασιλείου εμφανίστηκε στο βουνό, στην ιστορική Ζαρκαδόπετρα. Τον περιβάλαμε με ενθουσιασμό και ταχθήκαμε υπό τας διαταγάς του. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη Εθνική αντίσταση στο νομό Κοζάνης με την ονομασία ΠΑΟ, πανελλήνιος απελευθερωτική οργάνωση και διοικητή τον ταγματάρχη Παπαβασιλείου.
Αναχώρηση στο Κιλκίς. Το Σεπτέμβριο του ΄43 αναχωρήσαμε για το Κιλκίς προς συνάντηση άλλων εθνικών ομάδων. Βρήκαμε το υπομοίραρχο χωροφυλακής Μήτσου και το Τζαμαλούκα. Εκεί στα βουνά μετά ολίγες ημέρες δεχτήκαμε επίθεση των κομμουνιστών στη θέση Πηγαδούλια. Μια μέρα κράτησε η μάχη και οι κομμουνιστές άφησαν πολλούς νεκρούς.
Ύστερα από λίγες μέρες ήρθαν από την οργάνωση ΠΑΟ της Θεσσαλονίκης αξιωματικοί προς συνάντηση των αρχηγών μας Παπαβασιλείου και Μήτσου. Μετά από μερικές μέρες ήρθε σύνδεσμος και οδηγός από τη Θεσσαλονίκη και πορευτήκαμε για τη Χαλκιδική όπου περιμέναμε υποβρύχιο με εφόδια, που θα στέλνονταν από τη Μέση Ανατολή. Ενώ βαδίζαμε στα βουνά ήρθε άλλος σύνδεσμος και μας πληροφόρησε να γυρίσουμε πίσω το ταχύτερο, γιατί ο κομμουνιστές έμαθαν και κατέδωσαν το σημείο που φυλάγονταν από τους δικούς μας και οι Γερμανοί τους συνέλαβαν και τους εκτέλεσαν όλους.
Γυρισμός στην Κοζάνη. Γυρίσαμε πίσω συγχυσμένοι και απογοητευμένοι και, παρά τις εκκλήσεις και ομιλίες του Παπαβασιλείου, διαλύθηκε όλη η δύναμη. Τότε αποφασίσαμε μια ομάδα να κρατήσουμε τον οπλισμό μας και πάση θυσία να φτάσουμε στα βουνά της Κοζάνης για να συνεχίσουμε τον αγώνα μας κατά των κομμουνιστών. Πράγματι μετά από έντεκα νύχτες βάδισμα φτάσαμε στον τόπο μας.
Η κατάσταση ήταν φριχτή, μάθαμε από τους ανθρώπους μας ότι το ΕΑΜ κατόρθωσε να οργανώσει τα χωριά μας. Η θέση μας ήταν δύσκολη αλλά και οι εκκλήσεις της πατρίδας μεγαλύτερες. Κάθε νύχτα επικοινωνούσαμε, με συνδέσμους, με τα στελέχη μας τα οποία για λόγους συνομωτικότητας αφήναμε να προσχωρήσουν στο ΕΑΜ, για να γνωρίζουμε τις προθέσεις των κομμουνιστών.
Γερμανικός εξοπλισμός
Το Νοέμβριο με Δεκέμβριο του 1943 πήγαμε στη Θεσσαλονίκη και με κίνδυνο της ζωής μας συμβουλευτήκαμε τους αξιωματικούς μας για την εμφάνιση του Μιχαήλ Παπαδόπουλου, ο οποίος έφερνε κι οπλισμό μαζί του. Μας είπαν ότι ο Μιχάλης Παπαδόπουλος είναι δικός μας κι ότι γρήγορα θα έστελναν αξιωματικούς να τεθούν επικεφαλής των ομάδων μας. Επίσης είπαν ότι χάρις στον Μιχάλη η ΠΑΟ Θεσσαλονίκης κατόρθωσε να γλυτώσει από τους Γερμανούς 25 αιχμάλωτους αξιωματικούς, που ήταν κλεισμένοι στο στρατόπεδο Παύλος Μελάς. Καταδόθηκαν από τους κομμουνιστές και πιάστηκαν ενώ ήταν προς πορεία για οργάνωση αντίστασης στο βουνό. Τότε ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, κάτω από τη μυστική κατεύθυνση και διοίκηση της ΠΑΟ Θεσσαλονίκης, ζήτησε όπλα από τους Γερμανούς για να τα χρησιμοποιήσει κατά των κομμουνιστών.
Επιστρέψαμε στα χωριά της Κοζάνης. Ήρθα σε επαφή με τους δικούς μου, βγάλαμε μια νύχτα τα λίγα όπλα, που είχαμε κρυμμένα, συλλάβαμε κι αφοπλίσαμε τους λίγους εαμίτες της Κοιλάδας και κηρύξαμε τον αντικομμουνιστικό αγώνα. Μπήκα επικεφαλής του χωριού μου κι οργάνωσα ομάδες. Ομαδάρχης της πρώτης ο Μ. Παπαδόπουλος, της 2ης ο Φίλιππας Παπαδόπουλος, της 3ης ο Παύλος Γεωργιάδης και της 4ης ο Κωνσταντίνος Ρατσιτσίδης. Οπλισμό μάνλιχερ και πυρομαχικά είχαμε κρυμμένα επειδή φοβόμασταν τους Βούλγαρους. Τα είχε αφήσει ο ελληνικός στρατός κατά την οπισθοχώρηση του ‘41. Σε λίγο καιρό απόκτησα αυτόματα και γερμανικά ταχυβόλα. Όλοι οι οπλίτες είχαν πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο ή ήταν παλιοί αγωνιστές του Πόντου και ήταν δοκιμασμένοι στις μάχες.
Η δύναμή μου ήλεγχε πάντα τις διαβάσεις της περιφέρειας κι έστηνε, σε απίθανα σημεία, ενέδρες. Δεν είχαμε μόνιμη θέση και γίναμε το φόβητρο των κομμουνιστών, που κάθε τόσο προσπαθούσε να εισβάλει στα χωρά μας. Στέλναμε κάθε τόσο διάφορους ομιλητές στα χωριά να διαφωτίζουν τον κόσμο και να τον ξεσηκώνουν.
Μάχη Κοιλάδας
Στις 30… δεχόμαστε στο χωριό μου επίθεση των κομμουνιστών, που ήθελαν να απαγάγουν τον πρόεδρο. Τους είχαμε από νωρίς στήσει ενέδρα και δώσαμε μάχη. Τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας ένα αυτόματο, ένα ντουφέκι και διάφορα άλλα είδη. Η ενέργειά μας αυτή ενθουσίασε την περιφέρεια. Ξεσηκώσαμε τα γύρω χωριά εναντίον του κομμουνισμού.
Εξοπλισμένα χωριά και οπλαρχηγοί τους
Εξοπλίστηκε το Σοφουλάρ με ομαδάρχη τον Π. Κετογλίδη, ο Πολύμυλος με λίγους οπλίτες, ο Τετράλοφος με τον Μάγο Θεόδωρο, που σκοτώθηκε στη μάχη του Αγίου Δημητρίου, το Ρυάκιο με τον Κυριάκο Ιορδανίδη, ο Άι-Δημήτρης με διμοιρίτη τον Χαράλαμπο Καβακίδη, η Ακρινή με το Θόδωρο Κυρικλίδη και υπαρχηγό τον Ηλία Σισμανίδη, ο Κλείτος με τον Στάθη Κωνσταντινίδη και τον Αναστάση Χατζηπαυλίδη, τα Αμύγδαλα (Χαραυγή) με τον καπετάν Θόδωρο Θεοδωρίδη, το Δρέπανο με τον Γιώργο Καλαμάρα, το Μαυροδένδρι, Μελίσσια, Κοίλα με τον καπετάν Παντελή και ομαδάρχες τον Γιάννη Χαριτωνίδη και Ζ. Γρηγοριάδη, η Καλαμιά με τον Αβραάμ Σεμερτζίδη. Μέσα σε δυο μήνες από 1 Ιανουαρίου έως 1 Φεβρουαρίου ΄44 τα κάτωθι χωριά: Αλωνάκια ο Γιάννης Λαζαρίδης, Ξηρολίμνη ο Αντώνης Κεσίδης, Λυγερή ο Παναγιώτης Τριανταφυλλίδης, Σκήτη ο Αντώνης Λαμπριανίδης, Κηπάρι και Κοσκινά ο Χαράλαμπος Ντανίδης, Εράτυρα ο Δάφνης Χαρ. Καρανίτσος, Καλονέρι ο Χαράλαμπος Βαϊνόπουλος, Καισαρειά Ζαρκάδας, Σπάρτο Κ. Καρακώστας, Κάτω Βάνιτσα Χ. Τούνας και στο Βατερό ο Αβραάμ Δαβιδόπουλος. Στην Κοζάνη άνοιξε γραφείο Εθνικής Αντίστασης με αρχηγό το Μιχάλη Παπαδόπουλο και στρατιωτικό διοικητή τον αείμνηστο ταγματάρχη Μαρωνίδη.
Μάχη Ακρινής
Στις 28 Φεβρουαρίου 1944 μάθαμε πως θα χτυπηθεί η Ακρινή. Φτάσαμε τη νύχτα εκεί και καθώς τακτοποιούσαμε τις ενέδρες, δεχτήκαμε επίθεση από όλα τα σημεία. Τα ακρινά σπίτια του άρχισαν να καίγονται. Μέσα στο σκοτάδι της μάχης κι ενώ έδινα εντολές με λέει ένας, νομίζοντας ότι ήμουν δικός τους: μη βάζετε αυτού, είναι δικοί μας. Κατάλαβα ότι ήταν Βούλγαρος τον άρπαξα από το λαιμό, τον αφόπλισα και με το αυτόματο κολλημένο πάνω του, αυτός με σηκωμένα χέρια, τον διέταξα να βαδίσει. Ακούστηκε τότε μέσα στη μάχη μια κραυγή και με άρπαξε από το λαιμό. Το αυτόματο μ’ έφυγε από τα χέρια και μ΄ έβαλε κάτω. Θυμήθηκα την πατρίδα μου την Ελλάδα και επικαλούμενος το όνομα του Χριστού βρέθηκα από πάνω του. Η πάλη, δεν είχαμε ούτε μαχαίρι, κράτησε μισή ώρα, ενώ η μάχη συνεχίζονταν μέσα στη νύχτα. Στο τέλος τον έπνιξα και τον άφησα κάτω. Φώναξα το συνθηματικό κι έτσι βρήκα τα παιδιά.
Η δύναμη των ελασιτών ήταν μεγάλη και μας είχαν κυκλώσει. Αμέσως έδωσα εντολή για σύμπτυξη και πετύχαμε να βγούμε από τον κλοιό. Δεν είχαμε απώλειες. Μίλησα στους ομαδάρχες κι αμέσως κάναμε αντεπίθεση. Οι κομμουνιστές τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας 7 νεκρούς και δυο πολυβόλα.
Ο Μίχας συνδιοικητής μου
Στις 20 Μαρτίου 1944 με κάλεσαν στο αρχηγείο Κοζάνης όπου συνάντησα πολλούς αξιωματικούς. Έστειλαν σε μένα στα άλλα χωριά πήγαν άλλοι ως στρατιωτικό διοικητή τον ανθυπολοχαγό πυροβολικού, σήμερα συνταγματάρχη, Παντελή Μίχα. Ο Μίχας, που διακρίνονταν στις μάχες για το θάρρος του, μιλούσε στους οπλίτες για τη σημασία του αγώνα μας, φανατίζοντάς τους, και οι προβλέψεις και τα σχέδιά του ήταν πάντα σωστά.
Οργάνωση Καραγιαννίων
Μ΄ ανάθεσαν να οργανώσω τα Καραγιάννια. Έδωσα εντολές στους ομαδάρχες του χωριού μου κι αναχώρησα για τη Σκήτη. Βρήκα τους οπλίτες να φυλάγουν στα ακρινά σπίτια έχοντας τους σκοπούς απ’ έξω. Τους συγκέντρωσα, ήταν νύχτα, και τους ρώτησα από ποια κατεύθυνση φοβούνταν επίθεση. Τους είπα: τον κλέφτη κλέφτικα θα τον φυλάμε και δεν χρειάζονται μόνιμες θέσεις. Έβγαλα ενέδρες έξω μακριά από το χωριό και περίπολα μέσα.
Μια νύχτα πήγα στο σπίτι ενός φίλου μου σ΄ ένα χωριό. Χτύπησα την πόρτα, μ΄ άνοιξαν και μπήκα. Είδα φόβο στα πρόσωπά τους, κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει κι είπα στο σύντροφό μου να βγει έξω να λάβει μέτρα. Λέγω στο φίλο μου το σπιτονοικοκύρη κατάλαβα, δε φταις εσύ, φεύγω για να μη νομίσουν αυτοί που έχεις στο σπίτι σου ότι τους κατέδωσες εσύ. Εκείνη τη στιγμή βγήκε από το δωμάτιο ένας καπετάνιος του ΕΛΑΣ, με χαιρέτισε τον χαιρέτισα και καθίσαμε στο τραπέζι μέχρι τα ξημερώματα συζητώντας. Όταν αποχαιρετιστήκαμε μέσα στη νύχτα τον είπα καλή πατρίδα κι αυτός με είπε καλή λευτεριά. Δεν μίλησα σε κανέναν για αυτή τη σκηνή, γιατί θεωρούσα ότι, αν πρόδινα, θα ατίμαζα το σπίτι και την οικογένεια του φίλου μου πράγμα που δεν ήταν στις αρχές μου.
Στις 25 Μαρτίου 44 έμαθα πως οι κομμουνιστές έκαψαν τον ‘Αι Δημήτρη. Έτρεξα στο χωριό μου, όπου τους βρήκα όλους ανάστατους κι έμαθα λεπτομέρειες: μαζεύτηκαν όλες οι δυνάμεις του Βερμίου έκαψαν όλα τα σπίτια και σκότωσαν πολλούς.
Σε μια σύσκεψη αξιωματικών και οπλαρχηγών στην Κοζάνη μίλησα και είπα ότι κάθε χωριό πρέπει να έχει κινητό απόσπασμα, καραούλια κι ενέδρες κι όχι σπίτι και μόνιμη σκοπιά. Όσα χωριά εφάρμοσαν αυτό δεν έπαθαν τίποτα κι έσωσαν και διπλανά τους χωριά.
Μετά απ’ αυτά επήλθε διάλυση των οπλιτών αλλά αυτοί που έμειναν του Αγίου Δημητρίου, του Ρυακίου, της Ακρινής και των Αμυγδάλων προσκολλήθηκαν στη δύναμή μου και ο Μίχας έφυγε στην Κοζάνη.
Εκκαθάριση Βερμίου και Βεντζίων
Στις 23 του Απρίλη του 44 δώσαμε μάχες για εκκαθάριση του Βερμίου. Σε δυο μέρες φτάσαμε στη Βέροια, όπου δημιουργήσαμε πυρήνες. Μετά πήγαμε στη Νάουσα, Αρκουδοχώρι, στην Ερμακιά την 28 Απρίλη και επιστρέψαμε στην Κοζάνη τον Ιούνη..
Από τις 15 έως 25 του Ιούλη 44 κάναμε επιχειρήσεις στην περιοχή Βεντζίων, δώσαμε μάχες και συλλάβαμε αιχμαλώτους.
Μάχη Κλείτους
Η κατάσταση χειροτέρεψε. Στις 23 Αυγούστου 44 το πρωί οι κομμουνιστές χτυπάν το Κλείτος. Εμείς κάναμε αναφορά στην Κοιλάδα, όταν ακούσαμε όπλα και πολυβόλα. Γέλασα εγώ και είπα ότι ο Τσανίδης κάποια άσκηση θα κάνει με τους οπλίτες του. Διαψεύστηκα αμέσως γιατί είδαμε καπνούς και φωτιές. Τρέξαμε από την Κοιλάδα μέσω του κάμπου και κυκλώσαμε ακροβολισμένοι το χωριό. Ένας οπλίτης μου με φωνάζει κάποια στιγμή να προσέξω μια ομάδα με πολυβόλα που έρχονταν από πίσω μας. είχαμε 20 μέτρα απόσταση με τους ελασίτες, όταν τους φώναξα να κατεβάσουν τα όπλα γιατί ήταν κυκλωμένοι. Αυτοί τά ΄χασαν, εκτός από έναν ατίθασο που έβαλε και τραυμάτισε ελαφρά έναν δικό μου οπλίτη. Δημιουργήσαμε σφήνα και μπήκαμε στο χωριό χωρίς να μας πάρουν είδηση. Η μάχη ήταν σκληρή, οι ελασίτες τα ΄χασαν κι οπισθοχώρησαν προς το Βέρμιο. Μια ομάδα τους μπήκε μέσα στη λίμνη Σαρηγκιόλ για να ξεφύγει και οι βδέλλες τους ρούφηξαν το αίμα. Ακολούθησαν οι ενέδρες τους, τις οποίες εξοντώσαμε παίρνοντας πολλά λάφυρα όπλα, αυτόματα, γερμανικές τουρτούρες. Είχαν 70 με 75 νεκρούς.
Οι μάχες συνεχίστηκαν με τη προσπάθεια του ΕΛΑΣ να καταλάβει την Κοζάνη. Σκοτώθηκε σε ενέδρα στους Γεωργιανούς ο στρατιωτικός διοικητής μας Μαρωνίδης, καθώς επέστρεφε από τη Θεσσαλονίκη. Όλοι οι δικοί μας ταμπουρώθηκαν στα χωριά και τις πόλεις. Εγώ με τη δύναμή μου ανέλαβα να ελέγχω τις παρυφές του Βερμίου, όλα τα Μπουτζάκια, ως Ακρινή, Εξοχή και Αμύγδαλα.
Την 10η Σεπτεμβρίου‘44 ήρθε στη θέση του Μαρωνίδη ο ταγματάρχης Φιλιππίδης. Με κάλεσε μια μέρα στην Κοζάνη. Πήγα στο γραφείο, χαιρέτησα και τον καλωσόρισα. Εσύ είσαι ο καπετάν Αχιλλέας; Έτσι με φωνάζουν του απάντησα. Συζητήσαμε διάφορα θέματα. Στο τέλος ο ταγματάρχης είπε: στους αξιωματικούς που παρευρίσκονταν: Ακούστε κύριοι. Δεν θέλω ενόπλους μέσα στα χωριά. Θέλω αντάρτες σαν τον καπετάν Αχιλλέα για να κυνηγάω τους ελασίτες και να μην τους αφήσω πουθενά να φωλιάσουν.
Γινόμαστε Εδεσίτες
Μ΄ έδωσε 3 αξιωματικούς, τον ανθυπολοχαγό Καριάκα Χρυσόστομο και τους αδερφούς ανθυπασπιστή Καριάκα Πολύδωρο κι ανθυπολοχαγό Πεχλιβάνη και έφυγα να βρω τη δύναμή μου. Αυτοί οι αξιωματικοί μια μέρα με είπαν ότι είναι του ΕΔΕΣ, όπως και ο Φιλιππίδης, και με πρότειναν να εισχωρήσω κι εγώ.
Συμφώνησα, με διάβασαν το καταστατικό του Ζέρβα και δώσαμε τη σημαία μας στις κοπέλες του χωριού μας και μας κέντησαν το σήμα του ΕΔΕΣ. Συγκεντρώθηκε ο κόσμος και οι οπλίτες την 20η Ιούλη ‘44 έξω από την Κοιλάδα, κάναμε αγιασμό και ορκομωσία, αλληλοασπαστήκαμε, όπως συνηθίζαμε, και σηκώσαμε τη σημαία του ΕΔΕΣ.
Το παράδειγμά μου ετοιμάζονται να το εφαρμόσουν και άλλοι αλλά σε μια μάχη στην Κοζάνη σκοτώθηκε ο Φιλιππίδης. Ήταν τολμηρός κι αποφασιστικός. Κάποτε με είχε ρωτήσει πόσα παλικάρια έχω. Όταν του απάντησα καμιά 100ριά με είπε να λέω ότι έχω 1000 και με επαινούσε.
Μάχη Καπνοχωρίου
Μάθαμε τα νέα από την Κατερίνη και από το Κιλκίς, ότι τα πάντα καταρρέουν. Στις 14 Σεπτεμβρίου διαδώσαμε με πράκτορές μας ότι φεύγουμε για το Ζέρβα. Μια νύχτα ακούσαμε από το Καπνοχώρι λίγους πυροβολισμούς. Το πρωί πολύ νωρίς έστειλα στο χωριό ανιχνευτές για να μάθουν τι γίνεται και δέχτηκαν ριπές. Αμέσως ταμπουρώθηκαν κι έριξαν, όπως είχαμε συνεννοηθεί, κόκκινη φωτοβολίδα. Κινηθήκαμε ολοταχώς και βρήκαμε τους δικούς μας. Έδωσα εντολή για ακροβολισμό και επίθεση.
Κατάπληκτοι είδαμε να μπαίνει από το δημόσιο δρόμο στο Καπνοχώρι ένα τζιπ με μια μεγάλη αγγλική σημαία ανοιγμένη. Έδωσα εντολή στο σαλπιγκτή να σημάνει παύσατε πυρ, γιατί υπέθεσα πως είναι Άγγλοι κι έρχονται για διαπραγματεύσεις. Μερικοί ζωηροί δικοί μας συνέχισαν να βάζουν και θα μας κακοχαραχτήριζαν οι σύμμαχοι μας που έπρεπε να τιμάμε.
Περιμέναμε στις θέσεις μας αλλά δε γίνεται τίποτα. Έστειλα μια επιτροπή με λευκή σημαία. Οι κομμουνιστές τους όμως τους έβαλαν κι αυτοί γύρισαν πίσω. Κάποτε είδαμε το αυτοκίνητο με τη σημαία να παίρνει το δρόμο του γυρισμού κι όταν απομακρύνθηκε άρχισε να μας βάζει με ένα πολυβόλο. Κατάλαβα τις ατιμίες των κομμουνιστών και διέταξα γενική έφοδο. Οι κομμουνιστές άφησαν ένα νεκρό κι έφυγαν προς το Βέρμιο.
Διαπραγματεύσεις με ΕΑΜ
Στις 18 Οκτωβρίου ήμουν στα βουνά της Σκάφης. Μια αποστολή δική μας με μουλάρια είχε πάει στην Κοιλάδα να φορτώσει τρόφιμα. Εκεί βρήκαν έναν ταγματάρχη του ΕΛΑΣ που ήθελε να έρθει σε επαφή μαζί μου. Τον είπαν ότι μόλις συνδεθούν αυτοί μαζί μου θα τον συνδέσουν κι αυτόν. Ήρθε αγγελιαφόρος και με είπε τα συμβάντα. Τους μηνύσαμε να τον φέρουν στο βουνό από ορισμένο μονοπάτι και λάβαμε διάφορες διατάξεις. Όταν ήρθαν μέσα στο σκοτάδι έγιναν οι συστάσεις. Είπε ότι έρχονταν εκ μέρους του μέραρχου Καλαμπαλίκη και του Καρατζά για να βρει τον καπετάν Αχιλλέα.
Είπε ότι, επειδή εμείς είμαστε του Ζέρβα, δεν θα μας χτυπήσουν παρά θα ενεργήσουν επίθεση εναντίον των άλλων τμημάτων. Εμείς όμως έπρεπε να αποτραβηχτούμε σε μέρος που ήλεγχε ο ΕΛΑΣ, έχοντας εγγυήσεις από το σύντροφο Καλαμπαλίκη.
Καταλάβαμε αμέσως την παγίδα και απαντήσαμε: γιατί να γίνονται εχθροπραξίες μεταξύ μας αφού ο κατακτητής έφυγε. Όπου να ΄ναι θα έρθει νόμιμη ελληνική κυβέρνηση. Εκεί θα παραδώσουμε τα όπλα και θα δώσουμε λόγο των πράξεών μας. Είπε να στείλουμε μια επιτροπή στην Κοζάνη για να ακούσει η μεραρχία τις προτάσεις μας. Τότε τον είπαμε να φύγει, δεν έχουμε να συνεννοηθούμε με κανέναν και αν μας χτυπήσουν θα τους χτυπήσουμε κι εμείς.
Τον συνοδέψαμε έξω από τα όριά μας, αλλάξαμε τοποθεσία και εντείναμε τα μέτρα ασφαλείας.
Συσκέψεις στα Πετρανά
Συγκεντρωθήκαμε στα Πετρανά, όπου είχε συμπτυχθεί και η οργάνωση της Κοζάνης. Εκεί έγινε σύσκεψη με Άγγλους κι εκπροσώπους του ΕΛΑΣ. Μας πρότειναν να παραδώσουμε τα όπλα μας στον ΕΛΑΣ. Δεν καταλήξαμε πουθενά.
Την επόμενη μέρα φτάνει ο Παπαλαζάρου, εκπρόσωπος της κυβέρνησης Παπαντρέου και ο Άγγλος συνταγματάρχης Τζέλικο. Είπαμε ότι τα όπλα θα τα παραδώσουμε μόνο όταν δούμε ελληνικό στρατό και κυβέρνηση, που θα εγγυηθούν τη ζωή μας. Τότε, μέσω διερμηνέως, ο Τζέλικο διέταξε τους αξιωματικούς μας να εγκαταλείψουν τα τμήματα μας και να πάνε μαζί τους, λέγοντας ότι αυτό είναι εντολή των συμμαχικών στρατευμάτων και της ελληνικής κυβέρνησης κι αν δεν υπάκουγαν δεν θα θεωρούνταν πια Έλληνες αξιωματικοί.
Τότε είδαμε τους αξιωματικούς να μπαίνουν στα εγγλέζικα αυτοκίνητα και να χάνονται. Ήταν φοβερό, ήταν δύσκολο να το πιστέψουμε ότι οι αξιωματικοί μας θα είχαν τέτοια διάθεση να μας εγκαταλείψουν. Οι δικοί μου αξιωματικοί κρύφτηκαν και δεν πήγαν. Όταν τους ρώτησα γιατί το ‘καναν είπαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν μαζί μου.
Συναντήσεις μου με ΕΛΑΣ
Την άλλη μέρα, περισφιγγόμενοι από παντού, βρισκόμασταν στα βουνά της Οινόης. Ένας σύνδεσμος μας πληροφόρησε ότι ένας ταγματάρχης του ΕΛΑΣ ήθελε να με δει. Έδωσα συμβουλές από ποιο δρόμο να τον φέρουν και τον περιμένουμε στον αυχένα Σκοπός. Ήταν πάλι ο προηγούμενος ταγματάρχης. Τον είπα: αρχίζουμε να γινόμαστε φίλοι, χωρίς, βέβαια, να συμφωνούμε στις ιδεολογίες και αρχές μας. Έδωσα εντολή να μαζευτούν οι αξιωματικοί, διμοιρίτες και ομαδάρχες για να μην υπάρχει καμιά καχυποψία για τη συζήτηση που θα κάναμε.
Με είπε: ο σύντροφος Καλαμπαλίκης μ’ έστειλε γιατί έκρινε ότι η πρώτη συζήτησή μας ήταν βεβιασμένη, είχε μεσολαβήσει και η νύχτα. Να έρθει μαζί μου μια επιτροπή στην Κοζάνη να συζητήσει με τους καπετάνιους της μεραρχίας». Τον ξαναείπα ότι: εμείς θα παραδοθούμε μόνο στη νόμιμη κυβέρνηση. Με είπε ότι νόμιμη κυβέρνηση και κράτος είναι αυτοί αφού ο λαός είναι μαζί τους.
Θυμήθηκα τον Ψαρρό, το Σιδηρόπουλο, το Ζέρβα και τα άτιμα μέσα που μεταχειρίστηκαν οι κομμουνιστές για την εξόντωση τους. Θέλησα όμως να ακούσω και τη γνώμη των δικών μου. Αποσυρθήκαμε και τους ρώτησα τις εντυπώσεις και τις σκέψεις τους. Άλλοι συμφώνησαν ότι δεν πρέπει να τους εμπιστευόμαστε, άλλοι είπαν ότι δεν θα μας χτυπήσουν επειδή είμαστε του Ζέρβα. Μερικοί οπλίτες και οι αξιωματικοί πρότειναν να πάει η επιτροπή στην Κοζάνη. Τους είπα ότι αν μας γελάσουν θα έχουμε ντροπιασμένο θάνατο αλλά αφού θέλουν ας γίνει. Προσφέρθηκαν να παν οι αξιωματικοί και συζητήσαμε τα σημεία που έπρεπε να προσέξουν. Είπαμε στον ταγματάρχη ότι η επιτροπή είναι έτοιμη, θα μείνει μόνο 2 μέρες στην Κοζάνη και θα μας τους φέρουν στο τάδε σημείο την ορισθείσα ώρα.
Μόλις έφυγαν αποσυρθήκαμε 3 ώρες μακριά, αφήσαμε μια ομάδα σε επίκαιρο σημείο να ελέγχει το μέρος για τυχούσα εχθρική κίνηση. Πέρασαν οι 2 μέρες και οι αξιωματικοί έφτασαν σε μας με τον σύνδεσμό μας. Ρωτήσαμε τις εντυπώσεις τους. Οι δυο ήταν επιφυλακτικοί ενώ ο τρίτος ενθουσιασμένος ότι δεν θα μας χτυπήσουν επειδή ο ΕΛΑΣ έχει σύμφωνο μη επιθέσεως με το Ζέρβα και να πάρω μια νύχτα τα παιδιά να πάμε στα Καραγιάννια, κατεχόμενα χωριά από τον ΕΛΑΣ. Τους είπα να μην πιστεύουν στους κομμουνιστές, διότι δεν έχουν τιμή: είναι καλύτερο να πέσουμε πολεμώντας παρά με άδικο θάνατο.
Αιχμαλωσία
Από παντού δεχόμασταν πληροφορίες για επίθεση. Στις 23 Νοεμβρίου ‘44 σύνδεσμοι από τα Πετρανά μας ανήγγειλαν ότι θα δεχτούμε επίθεση. Την επόμενη το πρωί όλμοι και πυρά μας χτύπησαν με πείσμα απ’ όλες τις πλευρές. Έφταναν συνέχεια εφεδρείες τους από το Βέρμιο, γέμισε ο κάμπος και τα βουνά ελασίτες.
Το απόγευμα προσπαθήσαμε να σπάσουμε από τα υψώματα του σκοπού αλλά ήταν αδύνατο. Δεύτερη φορά και πάλι αποτύχαμε. Άρχισε η διάλυση των ομάδων μας. Μάταια φώναζα. Έβγαλα το πιστόλι να τερματίσω τη ζωή μου. Προς στιγμήν άκουσα έναν οπλίτη μου πως τραυματίστηκε. Σκέφτηκα πως έχω κι άλλες ευθύνες, τον έδεσα πρόχειρα και τον κατέβασα χαμηλότερα στα πρώτα σπίτια της Κοιλάδας.
Εκεί με συνέλαβαν οι Ελασίτες και αφού συναντήθηκα με τον Υψηλάντη με πήραν για ανάκριση. Έφτασε τότε η μάνα μου με κλάματα. Την είπα: μάνα, μην κλαις, αν κάποια μάνα έκλαψε εξ αιτίας μου, τότε με το δίκιο σου να κλάψεις και συ! Έτσι ήρθε το μοιραίο μας τέλος. Μας οδήγησαν όλους στο Δρέπανο και μας στοίβαξαν μέσα στην εκκλησιά για να περάσουμε τη νύχτα. Μαζί μου ήταν κρατούμενη και η γυναίκα μου, έγκυος στον 7ο μήνα. Μέσα στη νύχτα άνοιξε κάποια στιγμή η πόρτα και ένας ελασίτης φώναξε: πού είναι αυτός ο Καπετάν Αχιλλέας; Όταν παρουσιάστηκα και με είδε μ΄ έδωσε μια με το άρβυλο στα μούτρα βρίζοντάς με προδότη και φασίστα. Με πήραν τα αίματα και έφυγε. Τον ήξερα, ήταν ο Μουστακίδης από την Καστοριά, ήμασταν μαζί στην Αλβανία. Με την οπισθοχώρηση είχε έρθει στο Δρέπανο σε συγγενείς του. Τον έδινα τσιγάρα και κάπου κάπου χαρτζιλίκι, ήμασταν φίλοι, Δε χωρούσε στο μυαλό μου η συμπεριφορά του! Είπα τότε στη γυναίκα μου: αυτοί θα με σκοτώσουν. Το παιδί, που έχεις μέσα σου, αν είναι αγόρι να το πεις Αχιλλέα, αν είναι κορίτσι να το πεις Ειρήνη.
Οδηγηθήκαμε στο στρατόπεδο Κοζάνης. Με πήραν τα στρατιωτικά ρούχα που φορούσα. Πέρασαν όλα τα καπετανάτα να μας δουν ανάμεσα σ΄ αυτούς και ο Μαύρος του Βερμίου. Ρώτησε ποιος είναι ο καπετάν Αχιλλέας κι όταν τον είπαν ήρθε κοντά μου. Μ΄ έδωσε μια κλοτσιά στην κοιλιά και με είπε: από πού, ρε παλιόσκυλο, ήρθες τότε στον Κλείτο; Όταν τον απάντησα ότι αυτό ήταν το καθήκον μου, άρπαξε το πιστόλι του, με ύβρισε στα ποντιακά τη μάνα μου κι άρχισε να με χτυπάει. Έπεσαν πάνω του μερικοί ελασίτες και δεν τον άφησαν να με σκοτώσει. Για μένα τότε ο θάνατος δεν ήταν τίποτε όσο η ταπείνωση από τις βρισιές, τα χτυπήματα, την πείνα και το κρύο. Συνέκρινα τη συμπεριφορά του Μαύρου μ΄ αυτήν του Υψηλάντη κι έβρισκα διαφορά όσην έχει το φως από το σκοτάδι. Μήπως όμως κι εμείς τα ίδια δεν είχαμε ;
Στο στρατόπεδο, μας έβγαζαν από τις στρατώνες σ΄ ένα χωράφι 2 φορές τη μέρα για να κάνουμε τις σωματικές μας ανάγκες φρουρώντας μας γύρω με οπλοπολυβόλα. Μια μέρα ενώ κατεβαίναμε τα σκαλοπάτια, με πιάνει από το χέρι ένας ελασίτης και με λέει σιγανά: εσύ πίσω. Μα, του λέω, πρέπει να βγω. Πίσω γρήγορα, μου λέει, δεν ακούς; Ανέβηκα πάνω χωρίς να καταλάβω γιατί με γύρισε. Σε λίγο ήρθαν οι δικοί μας και οι πόρτες έκλεισαν. Τότε ακούσαμε απ΄ έξω φωνές και βρισιές. Φώναζε κάποιος: κάποιος προδότης υπάρχει εδώ μέσα, τίνος πουτάνας γιός τον ειδοποίησε και δεν κατέβηκε κάτω, πού θα με πάει… και τέτοια. Κατάλαβα ότι η δουλειά ήταν για μένα, θα με σκότωναν όταν έβγαινα έξω! Τον σωτήρα μου ελασίτη δεν τον ξαναείδα από τότε αλλά ατή του η πράξη με εδίδαξε πολλά. Όταν αργότερα έδινα ελευθερία σε κάποιον κρατούμενο, αισθανόμουν αγαλλίαση και θυμόμουν τον ελασίτη αυτόν, που ήταν βέβαια πολύ ανώτερός μου!
Στο στρατόπεδο μείναμε από 25 Νοεμβρίου ‘44 έως τον Απρίλη του 1945, που απελευθερωθήκαμε από τον κυβερνητικό στρατό. Άλλοι κρατούμενοι προωθήθηκαν στον Πεντάλοφο και Τσοτύλι. Οι τρεις αξιωματικοί που ήταν μαζί μου εκτελέστηκαν με το βαρβαρότερο τρόπο στην Ανθούσα Βοΐου στις 15 Δεκεμβρίου ‘44.
Συμμετοχή στον εμφύλιο πόλεμο
Άρχισε ο δεύτερος γύρος, στα χωριά δεν υπήρχε ασφάλεια,η ύπαιθρος ελέγχονταν από τους κομμουνιστές, οι χωροφύλακες λίγοι και οι σταθμοί χτυπιούνταν. Βγάλαμε τον Απρίλη του ‘45 λίγα όπλα που είχαμε κρυμμένα, συγκροτήσαμε απόσπασμα κυνηγών Κοιλάδας και σε συνεργασία με τη χωροφυλακή φυλούσαμε τα χωριά μας.
Κάποτε με επισκέφτηκαν στην Κοιλάδα ένας μοίραρχος της χωροφυλακής κι ένας ταγματάρχης του στρατού κι ύστερα από πολύ ώρα συζήτηση με είπαν να έχω το νου μου, γιατί κάπου εδώ στα χωριά κρύβεται ο Υψηλάντης, που τον ψάχνει και η ιντέλλιτζενς σέρβις ακόμα. Αν μάθαινα κάτι έπρεπε οπωσδήποτε να τους πληροφορήσω. Όταν έφυγαν πέρασε από το μυαλό μου η παλικαρίσια συμπεριφορά του Υψηλάντη απέναντί μου, όταν συνελήφθηκα στις 24 Νοεμβρίου του ΄44 από το τμήμα του. Με είχε ρωτήσει: καπετάνιε, τώρα τι γίνεται; του είχα απαντήσει ότι δυο παλεύανε κι ένας από τους δυο παλεύτηκε. Με είπε τότε: α, ρε Αχιλλέα, τέτοιο παλικάρι, έπρεπε να ήσουν με τον ΕΛΑΣ για να δεις την αξία σου! Δεν με πείραξαν καθόλου ! Δεν ήταν στις αρχές μου να προδώσω τον Υψηλάντη, δεν θα τον κατέδιδα ποτέ !
Στις 25 Μάρτη του 1947 ο μέραρχος της 15ης μεραρχίας Μαντάς κάλεσε όλους τους οπλαρχηγούς της Εθνικής Αντιστάσεως και τους πρότεινε να συγκροτήσουν απόσπασμα. Οι περισσότεροι πρότειναν για αρχηγό τον καπετάν Αχιλλέα. Εγώ τότε ήμουν στη Θεσσαλονίκη. Όταν ήρθα σπίτι βρήκα έναν φάκελο, τον άνοιξα και είδα πως έπρεπε να παρουσιαστώ στη μεραρχία. Πήγα, γνωρίστηκα με το στρατηγό, που με συνεχάρη για τις υπηρεσίες που είχα προσφέρει στην πατρίδα και μ’ έδωσε το διορισμό. Ευχαρίστησα το θεό και το στρατηγό και με δυο τζέιμς κατάφορτα με ιματισμό και οπλισμό πήγα στο χωριό μου. Σε δυο μέρες το απόσπασμα ήταν έτοιμο, εφοδιασμένοι όλοι με ατομικές προσκλήσεις ΜΑΥ από την 15η μεραρχία.
Κινούμασταν στα Μπουτζάκια, ενεδρεύαμε στις παρυφές Βερμίου π.χ. την 13η Δεκεμβρίου του ‘47, έως Αμύγδαλα και με τη συνεργασία του στρατού λαμβάναμε μέρος σε πολλές μάχες και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Με το απόσπασμα μαζί με το μοίραρχο χωροφυλακής Παναγόπουλο εκκαθαρίσαμε το Βελβεντό και το Παλιογράτσανο. Μετά εμείς οι δυο μαζί με το 504 τάγμα στρατού του ταγματάρχη Παπαντρέου εκκαθαρίσαμε τα Βέντζια.
Πολλά βράδια οι συμμορίτες επεχειρούσαν να χτυπήσουν το σταθμό του Τετραλόφου πρώτη φορά την 32 Μάρτη του ’47 αλλά πάντα έπεφταν στις ενέδρες μου κι αποτύχαιναν. Άλλες φορές τους εμποδίζαμε να ναρκοθετήσουν το δρόμο Κοζάνης -Θεσσαλονίκης ή βγάζαμε τις νάρκες τους. Εμποδίζαμε την επιστράτευση των κομμουνιστών από τα χωριά. Ανακαλύπταμε τις οργανώσεις, τους τροφοδότες, τις αποθήκες με όπλα, πιστόλια, χειροβομβίδες στην Οινόη βρήκα αποθήκη με μάλλινα γάντια, τσουράπια, φανέλες που είχαν και σημειώματα για τους «ελευθερωτές» και τα αρχεία των συμμοριτών και τα παραδίναμε στις αρχές.
Συνέλαβα μερικούς συμμορίτες, μ΄ έστειλε ο Μαρίνος κι άλλους, ανάμεσά τους ο καπετάν Πιτσιρίκος, για να τους χρησιμοποιήσω κατάλληλα. Χρησιμοποιούσα άντρες μου σε κομμουνιστικά χωριά σαν συμμορίτες ή φυγάδες για το βουνό, ανακαλύπτοντας έτσι τους υπεύθυνους και τους συνδέσμους τους.
Την 5η Φεβρ. 1948 με νέα διαταγή της μεραρχίας συγκρότησα κινητό απόσπασμα από 50 μέχρι 100 ΜΑΥ για διαφύλαξη της περιφέρειας αλλά και για τον έλεγχο του δρόμου Κοζάνης -Θεσ/νίκης. Επειδή είχε κληθεί η κλάση μου στις 19 Αυγούστου του ‘48 οι στρατιωτικές αρχές μ’ έβγαλαν επίτηδες «ανίκανο» από το γιατρό κι απολύθηκα σε 7 μέρες για να συνεχίσω την αντικομμουνιστική δράση μου.
Με την αστυνομία Τετραλόφου και τον αντισυνταγματάρχη Μαρίνο εκκαθαρίσαμε τα Βλάχικα Καλύβια του Βερμίου, δίνοντας μάχη με πολυάριθμους συμμορίτες.
Το 1950 ήμουν αρχηγός των ΤΕΑ του χωριού μου, οπότε υποβάλαμε στο υπουργείο ονομαστική κατάσταση και δικαιολογητικά με τα επώνυμα και τους βαθμούς μας.
