Πώς βρίζονταν οι οικισμοί μεταξύ τους: ταυτότητες κι ετερο-ταυτότητες στην μεσαιωνική κοινωνία Ελίμειας και περιχώρων

Ανακτένιση 13/9/2020, 17:56΄

Εξετάζονται περιγελασμοί οικισμών από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα: το όνομα, η γέννηση, η διάρκεια και η ερμηνεία τους

Θεωρίες. Ταυτότητα ορίζεται στα μαθηματικά η ισότητα ανάμεσα σε δύο αλγεβρικές παραστάσεις,[1] στη διοίκηση το έγγραφο που πιστοποιεί τη μοναδικότητα εκάστου ατόμου και στο εμπόριο τη γνησιότητα των αντικειμένων.[2] Στην αρχαία φιλοσοφία θέτει το πρόβλημα της ομοιότητας και της διαφοράς.[3]

Στην κοινωνία των περασμένων αιώνων η ταυτότητα των κατοίκων εκάστου οικισμού οριζόταν από την εδαφική διαμόρφωση του τόπου, τα εργαλεία χρήσης, τα προϊόντα, τους ναούς. Ακόμη κι από τη σύμπλευση με την εξουσία όπως η αρχαία Καισάρεια της Ελίμειας -πώς ονομαζόταν πρωτύτερα ο οικισμός; Τοιουτοτρόπως, οι χωρίτες του Κήπου (Μπαξί στην ιδιόλεκτο) αυτοονομάζονταν κι ετερο-ονομάζονταν Μπαξιώτις, οι αντίστοιχοι του Χρωμίου (Σφίλτσι) Σφιλτσνοί κ.ο.κ., ενώ οι γυναίκες Μπαξιώτσις και Σφιλτσνιές. Οι του Προσηλίου (Καλντάδις) Καλουδγιώτις[4] -σε οθωμανικό κατάστιχο του 1530 μ.Χ. ο οικισμός αναγράφεται ως Kaludan ή Kaludat με 35 νοικοκυριά, 3 άγαμους και 2 χήρες.[5]

Τα αυτά προσωνύμια υιοθετούσαν σε ειρηνικές περιόδους και οι κάτοικοι άλλων οικισμών, σε συγκρουσιακές όμως αντίστοιχες, διενέξεις λ.χ. για βοσκότοπους ή εκτάσεις προς καλλιέργειαν,[6] σε ένοπλες επιδήμιες ή και σε αχαλίνωτους μυκτηρισμούς κατά τη διάρκεια της Απόκρεω, χρησιμοποιούσαν, όπως συμβαίνει με την «εικόνα του άλλου», διαφορετικά.

Οι ταυτότητες των άλλων δίνονταν από άντρες κι αφορούσαν ομόφυλούς των. Αν ο πρώτος ονοματοδότης είχε μεγάλο σόι ή διοικητική επιρροή, τη διέδιδε σε περισσότερους και την υιοθετούσε ολόκληρο το χωριό του ή ορισμένοι μόνον μαχαλάδες του -παραδίδονται μερικές φορές διαφορετικά επίθετα για κατοίκους του ιδίου οικισμού. Σχεδόν για κάθε χωριό υπήρχε παρανόμι. Τις εξαιρέσεις υποστύλωνε σθεναρά η Γεωγραφία, π.χ. για τους πάραυλους οικισμούς της Αιανής Ρύμνιο, Μικρόβαλτο και Χρώμιο λείπουν οι χλευασμοί, επειδή μεσολαβούσε ο ποταμός Αλιάκμονας και διότι τα ειρημένα χωριά ανήκαν διοικητικά κι εμπορικά στην λωρίδα των Σερβίων κι όχι στην Ελίμεια.

Μη όμορα σκωπτικά προσωνύμια είχαν ως βάση οικονομικές διαφορές σε παζάρια και πανηγύρια που διοργάνωναν οι πόλεις και οι κωμοπόλεις, παρά σε διενέξεις κατά τη διάρκεια προσκυνημάτων σε ναούς ή μονές της περιοχής. Ή κι εξαιτίας ασυνεννοησίας για παιδιά που υιοθετούνταν ή κορίτσια που δίνονταν για μνηστεία από το ένα χωριό στο άλλο.

Πώς χλευάζονταν οι μαχαλάδες μεταξύ τους είναι σπανιότερο να ευρεθεί, αφού έργα για τον οικισμό όπου ανήκαν παραλείπουν σχετικές αναφορές. Έτσι, είναι αναμενόμενο οι κάτοικοι, συγκεκριμένα τα κορίτσια της συνοικίας Μπουντανάθκα της Κοζάνης να ωδούνται στα αποκριάτικα άσματα ως Μπουγδανιώτσις που έτρωγαν ψημένα κουκιά στην αυλή[7] κι όχι μέσα στις τράπεζες των οικιών τους όπως οι αστοί. Το πώς καλούνταν οι άντρες του ιδίου μαχαλά είναι θέμα προς διερεύνησιν. Μάλλον όχι όμως εμπαικτικά.

Φαίνονται, αλλά δεν είναι υβριστικοί οι χαρακτηρισμοί των χωριών. Στην ουσία μαρτυρούν παλαιές καλλιέργειες (τα περισσότερα) και αυτοφυή βλάστηση, επαγγέλματα, τρόπους βιοπορισμού, ασθένειες, οικονομική ευρωστία κ.α. Λιγότερα αναφέρονται στο περιβάλλον ή σε τυχαία γεγονότα. Σήμερα τα σκώμματα έχουν απαβλυνθεί, όταν δεν έχουν εντελώς ξεχαστεί, καθώς η γενιά που τα διατήρησε στη μνήμη εκλείπει ολοταχώς.

Σκευή και μέθοδος έρευνας. Σπανίζουν οι πηγές: ελάχιστες έντυπες, ψήγματα στα τοπικά ΜΜΕ[8] και κυρίως προφορικές διηγήσεις ηλικιωμένων ή νέων που ενθυμούνται διηγήσεις των παππούδων τους. Παράλληλα, αναζητήθηκε η κατάθεση φίλων στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και πράγματι ανταποκρίθηκαν μερικοί: οδηγοί φορτηγών, κομπινέρηδες, κομπιουτεράδες, ιδιωτικοί υπάλληλοι, δάσκαλοι. Τους ευχαριστώ πολύ. Κατά μια μαρτυρία, παρόμοιες «κοσμήσεις» έχουν αποσταλεί παλαιότερα γραπτώς στην Ακαδημία Αθηνών[9] -ο γράφων δεν τις έχει δει. Παρόμοιοι περιγελασμοί σίγουρα υπάρχουν σε αρχεία της Αστυνομίας και των Δικαστηρίων, αλλά δεν ήταν εισβατά.

Η λιτή αυτή συλλογή αποτέλεσε το πρώτο βάθρο που οποιοσδήποτε φιλίστορας μπορεί να οικοδομήσει. Έπειτα, η συνέχεια ήταν απαιτητικότερη καθώς έπρεπε να ερμηνευτούν και να τοποθετηθούν οι περιπαιγμοί στη γραμμή του χρόνου οπότε υπήρχε χρεία περισσότερων πηγών, όχι πάντα εμφανώς σχετικών με το θέμα. Η αναδίφηση αρχειακού υλικού πλούτιζε τον καμβά, αλλά δημιουργούσε ερωτήματα, αρκετά εκ των οποίων δυσαπάντητα. Έτσι, δεκαετίες αιώνων έμελλε να καλυφθούν με τεράστια άλματα λογικών συσχετισμών και φαντασιακών συνδετικών ήλων.

Χρησιμότητα. Ποιοι οι λόγοι γραφής του παρόντος κειμένου; Πρώτα η άσκηση του νου, έπειτα ο επικοινωνιακός και μελετητικός μόχθος. Συναρπάζει κάθε επίσκεψη στο παρελθόν, ιδιαίτερα όταν οι ατραποί προς αυτό είναι λιγοστοί και το τέρμα του άδηλο, γεγονός που επιτρέπει απλόχερα την ανάπτυξη πλούσιας φαντασίας και ανάλογης συγκριτικής τόλμης. Πόσο ευχάριστο είναι για τον ερευνητή να προεικάζει την ερμηνεία μιας λέξης και να την επιβεβαιώνει από τις πηγές! Ακόμη, πόσο ενδιαφέρουσα είναι η περιδιάβαση στο χρόνο από την αρχαία εποχή ως σήμερα και μάλιστα ο καθορισμός αφετηριών! Ύστερα, αν δεν προκύψει ενδιαφέρον για την ανάγνωση του προκείμενου κειμένου τώρα, δεν αποκλείεται μελλοντικό αντίστοιχο. Τέλος, η διάσωση κι ερμηνεία των δεδομένων προσφέρει έδαφος σε άλλους μελετητές, ιστορικούς, γλωσσολόγους, ψυχολόγους, γεωγράφους, οικονομικούς αναλυτές κ.α.

Κληρονομιές. Υβριστική εν τινι τρόπω «κόσμηση» πολύ σπανίως συναντά κανείς, όπως ήδη ειπώθηκε, σε γραπτά κείμενα. Αυτή εκφερόταν δυνατά, εν βρασμώ ψυχής, συνηθέστερα σε ομαδικές συρράξεις που κατέληγαν ορισμένες φορές σε φόνους: στη θέση Παλιούργια Καισαρειάς έχασε τη ζωή του ο Αχιλλέας Μάστορας (Μπαξιώτης) από ευόργητους κατοίκους της Αιανής[10] στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν επανακαθορίζονταν τα όρια των κοινοτήτων,[11] ενώ μια δεκαετία αργότερα κάτοικος της Καισαρειάς έβοσκε το ποίμνιό του στην κτηματική περιοχή της Αιανής.[12] Η παλαιά αυτή διένεξη αναζωπυρώθηκε επί γερμανικής κατοχής με «ιδεολογική» πια ριπίδα: κάτοικοι της Αιανής διασάλπιζαν κάτω από το φλάμπουρο με τον κόκκινο ήλιο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ενώ της Καισαρειάς αμύνονταν στη σκιά της σημαίας του ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός), τον οποίο στρατευμένοι ή μη μελετητές εξισώνουν λανθασμένα με τις αντιστασιακές οργανώσεις ΥΒΕ/ΕΚΑ/ΠΑΟ -υπόθεση κι αυτή αυτο-ταυτοτήτων κι ετερο-ταυτοτήτων.

Ήταν φυσικός ο εμπαιγμός των χωριτών της Καισαρειάς από τους αντίστοιχους της Αιανής, αφού η Αιανή (Κάλιαν(η)) ήταν πληθυσμιακά 20 φορές μεγαλύτερη από την Καισαρειά: το 1530 μ.Χ., η Κάλιανη είχε 619 νοικοκυριά, ενώ η Καισαρειά διέθετε μόνον 29.[13] Στην πληθυσμιακή υπεροχή οφείλεται ο χαρακτηρισμός των πρώτων εναντίον των δεύτερων ως Λουριάηδις, δηλαδή ανθρώπων που, επειδή τα παντελόνια τους πέφτουν, φορούν λουριά (ζώνες), φτωχοί δηλαδή κι αδύνατοι. Κι ακόμη ο συμπληρωματικός εμπαιγμός Κιτρινιάιδις, που θα αναφερθεί πιο κάτω.

Παλαιότητα. Από τους διαθέσιμους περιγελασμούς προς τους κατοίκους της Αιανής, ο υφιστάμενος ως σήμερα Κουρακουγάμδις[14](επιβήτορες κοράκων) φαίνεται παλαιότατος καθώς παραπέμπει στο αρχαίο ανάθεμα έρρ΄ ες κόρακας.[15] Τον εκστόμιζαν προφανώς οι αρχαίοι κάτοικοι της Αιανής, πρωτεύουσας της Ελίμειας, στους γύρω χωρίτες που εξουσίαζαν ή τον χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι ως ύβρη, προφανώς στη μακεδονική διάλεκτο -σήμερα επέζησε ως σύρι στουν κόρακα.

Όταν μέρος των κατοίκων της αρχαίας Αιανής μετοίκησε στην γειτονική θέση Κάλιανη οικοδομώντας νέο οικισμό, το παρωνύμιο εμπλουτίστηκε μισογυνικώς, ως συνήθιζαν οι χωρίτες της Κάλιανης ή των άλλων οικισμών, με την οχεία του πτηνού. Δεν είναι τυχαία η και ονοματοπτηνοδοσία των κατοίκων του όμορου οικισμού της Κερασιάς, αφού κι εκεί είχαν προτιμήσει να μείνουν ορισμένοι κάτοικοι της αρχαίας Αιανής, ως Τρυπουσάκδις, δηλαδή τρυποφράχτες, θαμνόβιο πουλί.[16] Κοινή καταγωγή. Προφανώς το παρωνύμιο δόθηκε στους Κερασιώτες λόγω της ύπαρξης αρκετών θάμνων χρυσόξυλου[17] (βρουμουξυλιά (η) στην ιδιόλεκτο), ιδιαίτερα στην θέση Στου Σιάκα, στα οποία διαβιούσαν οι τρυποφράχτες κρυπτόμενοι από τα αρπακτικά.

Σκωπτικός είναι κι ο χαρακτηρισμός Σιούρδ(οι) των Κοζανιτών. Ακριβώς έτσι τον εκφωνούν οι χωρίτες της Ελίμειας, ενώ οι ξένοι τον προφέρουν Σούρδοι, χωρίς δηλαδή το ι αφού δεν γνωρίζουν εκ γενετής την χωριατική.[18] Δηλώνει τη βλαχική καταγωγή αρκετών κατοίκων της πόλης. Στην αγγλική absurd είναι ο αλόγιστος, αυτός που δεν συμφωνεί με τη λογική, ενώ δηλώνει και τον κωφό[19] ή τον παράλογο[20] στη βλαχική γλώσσα. Τον χαρακτηρισμό συνήθιζαν προφανώς οι Βλάχοι της πόλης τόσο για τους ομόγλωσσούς των όσο και για τους άλλους συγκατοίκους των (Γκρέκους κι Αθίγγανους). Φαίνεται τον χρησιμοποιούσαν συχνά, γι’ αυτό ακούγοντάς τον οι χωρίτες, που δεν μιλούσαν τη βλαχική, τον υιοθέτησαν ως λάφυρο εναντίον των αστών.

Νεότερη είναι η επίκριση Καρανέτα,[21]που εκτόξευαν κάτοικοι του Βελβεντού εναντίον των Σερβιωτών -κι εκεί υπήρχαν διένεξη για τα χωράφια και τα χέρσα του εγκαταλελειμμένου οικισμού Γράτσιαν(η). Επίκριση από τα πνευστά της στρατιωτικής μουσικής των Τούρκων των Σερβίων, μουσική, ιδιωτική πια, με την οποία βιοπορίστηκαν επιτυχώς στη συνέχεια κάτοικοί των[22] -κατά μια πηγή και Αγγουριάηδις από την παραγωγή αγγουριών, ενώ σύμφωνα με έτερη Λαλάδις (οι)[23] από τα πνευστά όργανα, κάτι που συνάδει με τον πρώτο χαρακτηρισμό αλλά στην ιδιόλεκτο οι οργανοπαίκτες ονομάζονταν λαλτστάδις. Επίσης Αμερικάν(οι).[24]

Η επιτίμηση Ψουρουμπέιδις για τους Ερατυρείς οφειλόταν κι αυτή στις αναπόδραστες μάχες για τη γη με τη Γαλατινή: σε μία από αυτές το 1931 είχαν φονευθεί δεκατέσσερα πρόβατα,[25] ενώ Ερατυρείς οργανοπαίκτες δέρνονταν αρκετές φορές όταν πήγαιναν σε γάμους στη Γαλατινή: ήταν στο αίμα μας κατά μια μαρτυρία.[26] Φανερώνει επίσης την οικονομική άνθηση της κωμοπόλεως κατά τη διάρκεια της νεότερης και σύγχρονης εποχής,[27] στην οποία προφανώς συνεισέφεραν και οι λίγοι Βλάχοι κάτοικοί της,[28] οι οποίοι μάλλον βοηθούσαν στην εξυπηρέτηση της προμήθειας ωνίων που από την κωμόπολη κατευθύνονταν στους ποιμένες με τα χιλιάδες αιγοπρόβατα[29] στο όρος Σινιάτσικο και το οροπέδιο της Γράτσιανης.

Λεπτομέρεια προπολεμικού πιστοποιητικού προς έκδοσιν διαβατηρίου. Παριστάνεται μητέρα της Εράτυρας με τα δύο παιδιά της. Η ένδυσή της προσδίδει οικονομική επιφάνεια, την οποία διέθεταν αρκετοί κάτοικοι της κωμόπολης. Πηγή: ΓΑΚ/ΑΝΚ

Ήταν οι Ερατυρείς φανταχτεροί και καθισμένοι σε άσπρα κεντητά μαξιλάρια πάνω στα άλογά τους.[30] Στον πλούτο τους οφειλόταν η αδυναμία του ΚΚΕ να εισχωρήσει ιδεολογικά, διάβαζε εισοδηματικά και υπακουστικά, στον αγροτικό συνδικαλισμό της περιοχής[31] και κατά τη διάρκεια της ιταλογερμανικής κατοχής η ένοπλη αντίθεση των κατοίκων της στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ υπό την ηγεσία ενός ιατρού κι ενός δασκάλου-εφέδρου λοχαγού,[32] πρώην ηγετών του ΕΑΜ κατά μια βρετανική πηγή.[33] Κατόπιν αυτών, η Εράτυρα είχε μπει στο στόχαστρο του ΕΛΑΣ[34] και είχε κτυπηθεί από αυτόν τον Αύγουστο του 1944, καταδήλως για την επιμελητεία αφού τα σπαρτά είχα μόλις θεριστεί, αλλά και τρία χρόνια αργότερα δύο φορές από τους κομμουνιστές αντάρτες (ΔΣΕ) το φθινόπωρο του 1948.[35] Κατά μιαν προσφιλή μάλλον στην Αριστερά πηγή, οι Ερατυρείς πίστευαν πως ήταν περιούσιος και ασφαλής λαός,[36] αλλά προφανώς οι αιτίες της επίθεσης των ανταρτών ήταν κυρίως επιμελητειακές, όπως έχει ήδη ειπωθεί, αφού και τους προηγούμενους αιώνες η Εράτυρα (Σέλτσα) είχε υποστεί κι άλλες παρόμοιες επιδρομές από μουσουλμάνους οπλοφόρους.[37]

Τη χρονική ακολουθία συμπληρώνει η προσωνυμία Λουριάηδις των χωριτών της Καισαρειάς, που έχει αναφερθεί. Οι κοντοί χιτώνες των αρχαίων Ελλήνων είχαν παραχωρήσει τη θέση τους στις μαύρες φουστανέλες, στις οποίες προσαρμόζονταν υφαντά ζωνάρια. Οι δερμάτινες ζώνες, λουριά, άρχισαν να φοριούνται στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ού αιώνα μ. Χ. στα φράγκικα παντελόνια, χρονολογία που μας δίδει την αφετηρία του περιπαιγμού. Λουρίδις[38] οι κάτοικοι του ορεινού χωριού των Καμβουνίων Ελάτη, για την ίδια ραδινότητα, εξ αιτίας της οποίας χρησιμοποιούσαν ζώνες για να κρατούν στο γοφό τα παντελόνια τους.

Ο πιο σύγχρονος χαρακτηρισμός είναι Κιρκιραίοι,[39] όπως αποκαλούσαν τους κατοίκους της Καρυδίτσας, αφού οι ομαδικές εκδρομές σε άλλα μέρη άρχισαν μετά τον κυρίως Εμφύλιο Πόλεμο, ακριβέστατα μέσω των βασιλικών ιδρυμάτων ονόματι Σπίτι του Παιδιού. Κερκυραίοι διότι κατά μια πηγή κάτοικοί της είχαν κοιμηθεί στο λεωφορείο σε ένα εκδρομικό ταξίδι τους στην Κέρκυρα, αλλά χάλασε νωρίς το λεωφορείο κι επέστρεψε στο χωριό τους. Όταν ξύπνησαν, είδαν το χωριό τους και νομίζοντας πως είχαν φτάσει στον προορισμό τους ανεφώνησαν: η Κέρκυρα μοιάζει με το χωριό μας!

Γεωργική παραγωγή. Οι υπόλοιποι, και περισσότεροι, χαρακτηρισμοί αναφέρονται σε παραγωγούς προϊόντων της γης, αυτοφυών ή καλλιεργούμενων: ρίγανη, πράσα, σκόρδα, λάχανα, αγγούρια, καρπούζια, πεπόνια, ροδάκινα. Ρίγανη στην ορεινή Αγία Κυριακή (Σκούλιαρ(η)) από το αυτοφυές φυτό που βλάσταινε στα μέρη της (παιδί είχα συλλέξει μια φορά από εκεί), Ριγανιάηδις οι κάτοικοί της.[40] Αδρέινα, από το αδρό τους περικάρπιο,[41] πεπόνια στη Μηλέα ήδη από το μεσαίωνα,[42] Πιπουνιάηδις οι χωρίτες -άνδρας που πωλούσε υπερώριμα το 1918 στην αγορά της Κοζάνης χρεώθηκε με πρόστιμο 42,6 δρχ.[43]

Εκτάσεις καλλιέργειας αμπέλων στην Κοζάνη του 1950. Παρόλο που φαίνονται αρκετές, στην πραγματικότητα αναλογικά δεν είναι σημαντικά μεγαλύτερες από άλλων οικισμών. Πηγή: ΓΑΚ/ΑΝΚ

Κρασιάηδις οι Κοζανίτες, όχι χωρίς λόγο αφού άμπελοι κύκλωναν την πόλη –στα μέσα του 20ού μ.Χ. αιώνα διέθεταν 2.220 στρέμματα.[44] Ωστόσο και στον οικισμό Αιανή ο μέσος όρος της αναλογίας στρεμμάτων-αριθμού κατοίκων[45] δεν διέφερε κατά πολύ: στην Κοζάνη ήταν 6,3%, ενώ στην Αιανή 5,4%.[46] Προφανώς το προσωνύμιο δόθηκε από το πλήθος της παραγωγής κι όχι κατ’ αναλογίαν στρεμμάτων και κατοίκων, εκτός αν οι αστοί διαφήμιζαν την πόση αρκετού κρασιού κατά τη διάρκεια των Απόκρεων.

Καρπούζια, οπότε Καρπουζιάηδις εκτός άλλων οι Βελβεντινοί, από το πλήθος της καλλιέργειας, με τις εκτάσεις των πεπονοειδών (150 στρέμματα) να καταλαμβάνουν την τρίτη θέση μετά τον καπνό (600) και τα τριφύλλια (600) το 1950.[47] Αγγουριάηδις εκτός άλλων οι Σερβιώτες.[48] Αν αυτό το σκώμμα οφειλόταν στον όγκο της παραγωγής, τα πρωτεία είχε ο Βελβενδός με 100 στρέμματα, ενώ τα Σέρβια δευτέρευαν με 55.[49] Στον Βελβενδό όμως είχαν ήδη δοθεί ορισμένα προσωνύμια, ένα περισσότερο πλεόναζε.

Χωριά και στρεμματικές καλλιέργειες σε ντομάτες (προφανώς και σε αγγούρια κι άλλα κηπευτικά) το 1950. Αν και τα Σέρβια καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση, έλαβαν εξ αυτών ένα από τα προσωνύμιά τους. Πηγή: ΓΑΚ/ΑΝΚ

Κρεμμύδια, οπότε Κρουμδιάηδις οι κάτοικοι του Πρωτοχωρίου, παρατσούκλι που δεν διασταυρώνεται με γραπτές πηγές. Πράγματι τον 16ο και 17ο αιώνες στο Πρωτοχώρι (Πουρτουράζ(ι)) δεν καταγράφονται καλλιέργειες κρεμμυδιών ούτε και στα μέσα του 20ού τα 30 μόνον στρέμματα ήταν αρκετά για να αιτιολογήσουν τον μυκτηρισμό,[50] ο οποίος μάλλον κρύβεται βαθιά μέσα στους αιώνες, αιώνες που ο ειρημένος οικισμός ονόματι Protozar ήταν χριστιανικός το 1530 μ.Χ, πολυπληθής μάλιστα με 175 νοικοκυριά, 43 άγαμους και 11 χήρες.[51] Αργότερα, ή οι πρότεροι κάτοικοί του ή τον εγκατέλειψαν λόγω της οθωμανικής πίεσης ή για οικονομικούς λόγους ή απλώς προσχώρησαν στον μουσουλμανισμό αλλαξοπίστησαν, άλλαξαν τη γλώσσα και παρέμειναν.

Λαχανικά (ζαρζαβάτχια) παράγονταν στην Άνω και Κάτω Κώμη ήδη από τον 16ο αιώνα μ.Χ.[52] Τα πωλούσαν στο παζάρι της Κοζάνης στη σύγχρονη εποχή,[53] στα υπόλοιπα αντίστοιχα της περιοχής παλαιότερα και στα οροπέδια της Ελίμειας και των Βεντζίων φορτώνοντάς τα αρχικά σε όνους. Πράσα, λοιπόν, στην Άνω και σκόρδα στην Κάτω Κώμη, οπότε ονομάστηκαν γενικώς Λαχανιάηδις οι καλλιεργητές και πωλητές τους. Κατά μια δε εξειδίκευση οι της Άνω Κώμης Πρασιάηδις και οι της Κάτω Κώμης Σκουρδιάηδις.

Καθώς όμως τα δύο χωριά έχουν το ίδιο σχεδόν όνομα και γειτονεύουν, συγχέονται και οι καλλιέργειές τους και οι σκωπτικοί χαρακτηρισμοί: σε ανώνυμο σχόλιο αναφέρεται πως οι χωρίτες της Άνω Κώμης στηλιτεύονταν ως Λαχανιάηδις και της Κάτω Κώμης Πρασιάηδις.[54] Άλλη άποψη αναφέρει ότι Πρασιάηδις λέγονταν οι κάτοικοι της Κάτω Κώμης και Σκορδάηδις οι της Άνω Κώμης,[55] αλλά αντιβαίνει σε παλαιές γραπτές και σε σύγχρονες προφορικές πηγές, αφού ήδη από τον 17ο αιώνα μ.Χ. στην παραγωγή σκόρδων η Κάτω Κώμη κατείχε το 85% έναντι του 15% της Άνω.[56] Βέβαια, επίσημες καταθέσεις του 1950 μ.Χ. δεν αναφέρουν ουδεμία έκταση σκόρδων στην Κάτω Κώμη,[57] ενώ στην Άνω 40 στρέμματα,[58] αλλά ηλικιωμένος κάτοικος της Κάτω Κώμης και άριστος γνώστης των πραγμάτων παραδίδει ότι μετά τη δεκαετία του 1940 οι καλλιέργειες άλλαξαν, με τον οικισμό πυρπολημένο και από τις δύο πλευρές της κατοχικής διαμάχης. Ο ίδιος πιστοποιεί ότι έμπορος ερχόταν παλαιότερα από την πόλη στο χωριό τους προς αγοράν σκόρδων[59] κι ακόμη σημερινός κάτοικος της Κάτω Κώμης επιβεβαιώνει το παρωνύμιο Σκουρδιάηδις.[60] Γνωρίζει καλύτερα από όλες πηγές κι από όλους τους εξωτερικούς πληροφορητές.

Περιβάλλον. Ματσκάδις[61] οι κάτοικοι του Πλατανορέματος, καθώς μέρος των κατοίκων του είχαν προσέλθει από τον ορεινό γειτονικό οικισμό Μοσχοχώριον (Ματσκουχώρ(ι)), ονομαστό για τις γκλίτσες (ματσούκις) του από τα άφθονα πουρνάρια που υπήρχαν, απαραίτητες στην εμπορική ορεινή διαδρομή Κοζάνης-Κατερίνης.[62] Προφανώς με τέτοια «ρόπαλα», είχαν πολιορκήσει το καλοκαίρι του 1941 κάτοικοι του οικισμού την Υποδιοίκηση Χωροφυλακής Σερβίων, εκμεταλλευόμενοι το κενό εξουσίας με την άφιξη των Γερμανών.[63] Λασπιάηδις οι Τριγωνικιώτες, επειδή κατεβαίνοντας για τα Σέρβια το χώμα κολλούσε τα κατύμματα των ανθρώπων και στα πέταλα των ζώων.[64] Το έδαφος κατολισθαίνει και σήμερα, γι’ αυτό και η νέα οδός από Ρύμνιο προς Λάρισα επιδιορθώνεται συνεχώς. Ξυλιάιδις[65] οι χωρίτες της Ροδιανής, από τα δάση που ευρίσκονται στο ανατολικό αντέρεισμα του όρους Βούρινος (Μπούρνους) -το έτερο προσωνύμιο Γλιούγκια (τα)[66] είναι ανερμήνευτο. Καρνιαραίοι (οι) ή Καρνιάηδις[67] οι Μεταξιώτες, από τη κατασκευή ξυλοκάρβουνων.

Καψαλιάηδις (οι) ή Καψαλιάρδις[68] οι Κροκιώτες. Κατά τη γνώμη του γράφοντος για να αποφεύγουν οι κάτοικοί του προστίματα κοπής χλωρών δέντρων, μιας και η Κοζάνη ήταν όμορη, έβαζαν στα ζωντανά δέντρα φωτιά, τα οποία μετά λογίζονταν ως καψάλια, οπότε νόμιμα προς περισυλλογήν. Τα πωλούσαν ύστερα στην πόλη. Η εξήγηση ότι τα κορίτσια του οικισμού επέκαιον την ηβική τους χώρα, για να μην είναι αρεστές σε αθέλητους ερωτοκράτες, προσκρούει στην ύπαρξη της γενικής ανυπαρξίας σκωμμάτων για τις θήλεις, σκωμμάτων που θα χρησιμοποιούνταν για να δηλώσουν ομού με τις θήλεις και τους άρρενες κατοίκους. Θεωρείται, λοιπόν, ατομική κι όχι ομαδική ερμηνεία ανδρών, ώστε να γίνει παραδεκτή.

Βιοτεία. Καρανέτα, όπως έχει ήδη ειρηθεί, οι κάτοικοι των Σερβίων, άρα ύπαρξη μουσικών. Πιργιουνιάηδις[69] οι υλοτόμοι του Καταφυγίου (Καταφύ) από τα πριόνια (πιργιόνια στην ιδιόλεκτο) τους για την κοπή κορμών, απαραίτητων στην οικοδόμηση οικιών. Το επάγγελμα ήταν τόσο ανεπτυγμένο, ώστε είχε ιδρυθεί στα μέσα του 20ού αιώνα ο Αλληλοβοηθητικός Σύνδεσμος Υλοτόμων Καταφυγίου.[70] Κιραμιδιάηδις οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής (Πρασκιβή),[71] επειδή έφτιαχναν καλές σκεπές -η μαρτυρία ότι κυνηγούσαν γάτες ακόμη και πάνω στα κεραμίδια[72] είναι προφανώς ύστερη.

Δηλωθέντα αιγοπρόβατα στην κοινότητα Κερασιάς το 1931. Υπερτερεί ο συνοικισμός του Κτενίου, που διέθετε μεγάλους βοσκότοπους. Πηγή: ΓΑΚ/ΑΝΚ

Ξυνουγαλιάηδις[73] οι κτηνοτρόφοι του Κτενίου, εφόσον διατηρούσαν χιλιάδες γιδοπρόβατα στο βουνό. Με τον οικισμό να βρίσκεται στους πρόποδες του ανατολικού αντερείσματος του όρους Βούρινος (Μπούρνους στην ιδιόλεκτο) η καλλιεργήσιμη γη ήταν λιγοστή, γι’ αυτό και την ενοικίαση του φόρου δεκάτης του χωριού λάμβαναν οι ενδιαφερόμενοι με το πιο μικρό ποσό, 7000 δρχ, όμοιο με το οικισματίδιο Μαγούλα του ιδίου οροπεδίου,[74] αφανές σήμερα. Στα τεράστια βοσκοτόπια του έβοσκαν χιλιάδες ζώα:[75] το 1931 είχαν δηλωθεί στον συνοικισμό του Κτενίου 2.309 αιγοπρόβατα, μάλλον ήταν περισσότερα για να μην αυξάνεται ο φόρος βοσκής, αναλογία 10 ζώων προς έκαστο κάτοικο, ενώ στους υπόλοιπους αντίστοιχους της Κοινότητας, Κερασέα και Μηλέα, η δηλωθείσα αναλογία ήταν 4 και 3,5 αντίστοιχα.[76]

 Αγρόσκλα ήταν το εμπαιγμός για τους Γαλατινιώτες,[77] από το πλήθος κοπαδιών και ποιμενικών κυνών, αλλά κι από το ζορμπαλίκι κατοίκων της, σκηνές του οποίου έχουν ήδη αναφερθεί. Η προσφώνηση των χωριτών του Λιβαδερού ως Μουγκράδγια,[78] δηλαδή εκβοώντες, από όμορους κατοίκους του Τριγωνικού φανερώνει εκτός από τον τρόπο βιοπορισμού του Λιβαδερού τον σημαντικότατο παράγοντα της Γεωγραφίας, όταν δεν καταδεικνύει την υπεροχή σε κοπάδια, οι μηκυθμοί (μουγκριές στην ιδιόλεκτο)[79] των οποίων ήταν στεντόρειοι. Το Λιβαδερό απείχε περισσότερα χιλιόμετρα από την πόλη, μετέπειτα κωμόπολη, των Σερβίων, βρισκόταν σε μεγαλύτερο υψόμετρο και διέθετε περισσότερους -και αγριότερους- ποιμενικούς κύνες, οι οποίοι προφανώς υλακτούσαν, όταν δεν ορμούσαν εναντίον των, κατά τους ίδιους, παρείσακτων σε αμφισβητούμενες περιοχές.

Ως Σκλιάηδις αναφέρονται οι κάτοικοι του οικισματιδίου Κήπος,[80] χαρακτηρισμός δημιουργηθείς στα μέσα του 20ού αιώνα, όταν σκύλοι έσκισαν τις κουρελούδες με τις οποίες καλύπτονταν ξύλινη κατασκευή φερόμενη στους ώμους δύο ανδρών, από την οποία ξεπρόβαλε κεφάλι όνου ή αλόγου απογυμνωμένου από τη σάρκα του. Η καμήλα, όπως ονομάζονταν ο δούρειος αυτός ίππος, είχε προσέλθει από την Αιανή μία Πρωτοχρονιά.[81]

Γκιούμνια (μεταλλικά δοχεία) και Τσκαλιάηδις (τσουκαλοποιοί) οι Σιατιστινοί από τα άφθονα μεταλλικά και πήλινα σκεύη τους. Πράγματι σιδηρουργός της κωμόπολης είχε δηλώσει ότι οι Γερμανοί το 1944 τον είχαν κατασχέσει 450 οκάδες άνθρακα που είχε στο εργαστήριο του,[82] ενώ έτερος ανέφερε πως ανάμεσα στα σκεύη του που είχαν οι ειρημένοι λεηλατήσει ήταν και τρεις απλάδις καλαΐσιες,[83] δηλαδή τρεις δίσκοι κεράσματος από κασσίτερο.

Ως Βαρκάρδις περιπαίζονταν οι κάτοικοι του Καλονερίου (Βρουγγίστα), επειδή κατά μια πηγή όταν είχε κατεβάσει νερό ο λάκκος που έρχεται από τη Γαλατινή, χωριανός επιχείρησε να τον περάσει με βάρκα.[84] Από πλεούμενα πάντως γνώριζαν οι πρόσφυγες του χωριού που είχαν έλθει τη δεκαετία του 1920 στο Καλονέρι από την παραθαλάσσια Τρίγλεια της Μικράς Ασίας.

Βιοδομή. Κιτρινιάηδις[85] οι κάτοικοι της Καισαρειάς εκτός από Λουριάηδις. Οι λοιμώδεις ασθένειες μάστιζαν το χωριό από τότε που εγκαταλείφτηκε ο πρότερος οικισμός στη θέση Παλιόκαστρου, ο οποίος υδρευόταν από δροσερές πηγές της Κάλιανης (Αιανής) μέσω πηλοσωλήνων αρκετών χιλιομέτρων. Στον νέο οικισμό, την Κισαργειά, οι χωρίτες έπιναν νερό από τον λάκκο, στον οποίο χύνονταν τα λύματα της πόλης Κόζιανης. Προσπάθεια κατόπιν πρότασης ανθελονοσιακού συνεργείου το 1931 για αλλαγή της κοίτης του ρύακος[86] από όπου υδρευόταν ο οικισμός μάλλον δεν τελεσφόρησε, γι’ αυτό το 1949 από τους 16 θανάτους οι 9 είχαν ως αιτία τον τυφοειδή πυρετό.[87]

Σβαρνουκάπδις οι κάτοικοι του Μικρόκαστρου (Τσιαρούσιανου) από τις μακριές κάπες τους που έφταναν ως το χώμα.[88] Οι οικισμός διατηρούσε παλαιόθεν στρούγκες μικρών ζώων,[89] οπότε οι ποιμένες φορούσαν αδιάβροχα επανωφόρια τους χειμώνες.

Αρζουγαλιάηδις ήταν το προσωνύμιο των κατοίκων της Λευκοπηγής.[90] Αν αρέσκονταν στη βρώση ρυζόγαλων είναι άγνωστο, προφανώς αντανακλά τους μεγάλους βοσκότοπους που διέθετε το χωριό προς το βουνό, ιδιαίτερα στον αφανή σήμερα οικισμό Ζγκόστ(ι). Η μαρτυρία ότι ιπποειδές τίναξε σκόνη από τη ράχη του, η οποία επιπίπτοντας σε ρυζόγαλο θεωρήθηκε ως κανέλα, επέτεινε περιγελαστικότερα το σκώμμα.

Συγκείμενα. Τα παρωνύμια μεγαλύτερων ομάδων δεν ήταν σκωπτικά. Το παλαιότερο των νεότερων είναι η ονομασία Ρουμνιοί, δηλωτικό των χριστιανών των ΝΔ Βαλκανίων. Ρώμας και Ρώμσα αποκαλούσαν οι τσιγγάνοι του Βοΐου αντίστοιχα τους ομόγλωσσούς των άντρα και γυναίκα,[91] Ρόμδις και Ρόμσις στον πληθυντικό αριθμό αυτοαποκαλούνται σήμερα στα Γρεβενά. Το πώς οι Ρόμδις της Κοζάνης και των Σερβίων[92] χαρακτήριζαν τους συγκατοίκους των που δεν καταλάβαιναν την μητρική τους γλώσσα είναι άγνωστο.

Όσοι ήταν από άλλα (ξένα, όχι κατ΄ ανάγκην εκτός της περιοχής) μέρη ονομάζονταν Ξινουμιρίτις.[93] Με ονειδιστική διάθεση οι αστοί της Κοζάνης προσφωνούσαν τους αγροδίαιτους της Ελίμειας και της λωρίδας των Σερβίων Χουριάτις (οι), Σουργκούνια (τα) -sürgün στην τουρκική ο εξόριστος)[94]– και Γκουγκούνια (τα).[95] Χώριατσα τη μία και Χώριατσις οι γυναίκες της υπαίθρου. Το θηλυκό «κοσμητικό» Σουργκούνου (η) [96] ήταν γενικό κι όχι εθνοτοπικό.

Οι Σιατιστινοί όσους κατοικούσαν στη νότια όχθη του ποταμού Αλιάκμονα τους αποκαλούσαν κατά μια πηγή Περατινούς,[97] για την ακρίβεια Πιρατνούς στην ιδιόλεκτο -τον έναν Πιρατνό. Προφανώς ίσχυε για τους κατοίκους της περιοχής Γρεβενών που έρχονταν στην αγορά της κωμόπολης και μάλλον για όλους ασχέτως μητρικής γλώσσας (ελληνικά, βλάχικα, τουρκικά, τσιγγάνικα) και θρησκείας (ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι κι άλλων δογμάτων).

Χασιώτις (οι) αποκαλούσαν όλοι οι πεδινοί της Ελίμειας τους κατοίκους των ορεινών οικισμών νοτίως του Αλιάκμονος, ιδιαίτερα αυτών που ανήκαν διοικητικά στο νομό Κοζάνης παρόλο που τα Χάσια ως περιοχή ούτε συνόρευε με την Ελίμεια ούτε ήταν ορατή από αυτήν ούτε υπήρχαν οικονομικές δοσοληψίες μεταξύ των δύο περιοχών. Ως αντίπραξη οι Χασιώτις, όπως αναφέρεται σε άσμα του οικισμού Λιβαδερό, περιέγραφαν αρνητικά γυναίκες των πεδιάδων, αν ισχύει για όλες τις τελευταίες ο στίχος για νύφη από τα Γρεβενά που πέντ’ αμάξια δεν την σκώνουν[98]

επτομέρεια βερεσέδων πανδοχείου της Κοζάνης του 19ου αιώνα. Επάνω δεξιά δηλώνεται άνδρας ονόματι «Τόρκο γιφτο». Πηγή: ΓΑΚ/ΑΝΚ

Οι Τούρκοι της περιοχής είχαν το προσωνύμιο Τουρκαλάδις, οι γυναίκες τους Τούρκσις, οι νεαροί Τουρκούλια. Όταν ήρθαν στην περιοχή οι πρόσφυγες, επαναλήφθηκαν οι ίδιοι χαρακτηρισμοί επί γερμανικής κατοχής, ανεξάρτητα αν οι πρόσφυγες ομιλούσαν ή όχι την τουρκική -δεν καταλάβαιναν οι ντόπιοι χωρίτες ούτε την ποντιακή ούτε την καππαδοκική διάλεκτο. Ακόμη Αούτ(οι) ή Ντουντούμια.[99] Καταγραφή του 19ου αιώνα σε βιβλίο πανδοχείου της πόλης Κοζάνης για δοσοληψία με άνδρα Τόρκο γιφτο[100] δηλώνει μάλλον μουσουλμάνο αρκετά μελαχρινό, ίσως οργανοπαίχτη ή σιδηρουργό στο επάγγελμα, δεν αποτελεί ονοματολογικό χλευασμό. Ορισμένοι Βλάχοι που είχαν εναντιωθεί στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί ως Ρουμανόβλαχοι,[101] κατά την επίσημη ορολογία. Αν και πώς αποκαλούνταν ανεπισήμως, είναι άγνωστο.

Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι Γρεβενών και Βοΐου έλεγαν τους χριστιανούς Γκιαούρηδες σύμφωνα με λογοτέχνη της πόλης Κοζάνης.[102] Στις αρχές του 20ού αιώνα σε επίσημο έγγραφο απογραφής πληθυσμού υπάρχει ο χαρακτηρισμός γκάιρ μουσλήμ για τους μη μουσουλμάνους, αν η αντιγραφή του πρωτοτύπου είναι ακριβής. Σ΄ αυτόν είχε εναντιωθεί ο μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης προτείνοντας τον αντίστοιχο ρουμ ορθοδόξ, αλλά φαίνεται πως τελικά επικράτησε ο απλούστερος Χριστιάν.[103] Αν η ορθή πρώτη απόδοση είναι γκιαούρ μουσλίμ, άπιστοι μουσουλμάνοι κατά μιαν ερμηνεία, φανερώνει την πρόθεση των Τούρκων να αγκαλιάσουν ολοσχερώς τους υπηκόους τους ντύνοντάς τους με αδιαφανή θρησκευτικό μανδύα.

Τμήμα χάρτη που απεικονίζει την περιοχή Ελίμεια (επαρχία Κοζάνης). Πηγή: Σκερκέμης Λάμπρος, «Η Δυτική Μακεδονία», Γκαβανάς, Κοζάνη 1951 [προσφορά Λαζάρου Οκουζίδη]

Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι Γρεβενών, Βεντζίων και Βοΐου αποκαλούνταν Γυρίζματα επειδή είχαν γυρίσει, αλλάξει δηλαδή θρησκεία, και Βαλαάδις. Τα παιδιά τους Βαλαούλια, σκωπτικός χαρακτηρισμός που επεκτάθηκε και στα άτακτα ελληνόφωνα παιδιά της Ελίμειας. Κρυφτσούλια έλεγαν στο Βόιο τα ζωηρά παιδιά, επειδή οι Βαλαάδες του οικισμού Κρύφτσι (μετέπειτα Κιβωτός) Γρεβενών ήταν ονομαστοί για την ικανότητά τους στις ζωοκλοπές.[104] Για έτερους αλλόθρησκους ή διάφορους δογματικά κατοίκους όπως Ισραηλίτες στη Νεάπολη, Αρμένιους μονοφυσίτες[105] στην πόλη της Κοζάνης και τα περίχωρά της, Ευαγγελικούς στην Κοσκινιά,[106] ένας χιλιαστής στην Καισαρειά[107] και περισσότεροι στα Γρεβενά[108] και παλαιοημερολογίτες[109] δεν είναι γνωστοί οι χαρακτηρισμοί, μάλλον όμως ανύπαρκτοι αφού οι ειρημένοι ήταν πληθυσμιακά ολίγοι.

Ο παλαιός μυκτηρισμός κατοίκου της Αιανής τα φαραϊώ για τους Βουλγάρους[110] μάλλον αποτελεί προσωπική, ανεξάπλωτη, εφεύρεση.

Περιπαιγμοί οικισμών

Αγία Κυριακή (Σκούλιαρη): Ριγανιάηδις (οι).
Αγία Παρασκευή (Πρασκιβή): Κιραμιδιάηδις (οι).
Αιανή (Κάλιανη): Κουρακουγάμδις (οι).
Άνω Κώμη (Βάντσα Ουπανή): Πρασιάηδις (οι).
Βελβενδός (Βιλβιντό, του): Καρπουζιάιδις (οι), Ρουδακινιάιδις, Γκαμπαρντίνις.[111] Τα δύο πρώτα από την αγροτική παραγωγή, το τρίτο από τον πλούτο και τον κοσμοπολιτισμό. Κατά μιαν άλλη άποψη Ζηνάδις (οι)[112] από το πλήθος του βαπτιστικού Ζήνων.
Γαλατινή (Κουντσ(ι)κό, (του): Αγρόσκλα (τα).
Ελάτη (Λουζιανή: Λουρίδις (οι).
Εράτυρα (Σέλτσα): Ψουρουμπέιδις (οι).
Καισάρεια (Κισαργειά): Λουριάηδις (οι) και Κιτρινιάιδις (οι).
Kαλονέρι (Βρουγγίστα, η): Βαρκάρδις, οι.
Καρυδίτσα (Σπούρτα): Κιρκιραίοι (οι).
Καταφύγιον (Καταφύ): Πριγιουνάιδις (οι). Ορθότερα Πιργιουνιάηδις, αφού το πριόνι το εκφωνείται στην ιδιόλεκτο πιργιόν(ι).
Κάτω Κώμη (Βάντσα Κατνή): Σκουρδιάηδις.
Κερασέα (Κιρασιά): Τρυπουσάκδις (οι).
Κήπος (Μπαξί, του): Σκλιάηδις (οι).
Κοζάνη (Κόζιαν(η)): Σιούρδ(οι) (οι). Ακόμη Κρασιάιδις και Λαϊνάδις,[113] από τα αμπέλια και την πώληση λαγυνιών.
Kρόκος (Γκόμπλιτσα, η): Καψαλιάηδις (οι) και Καψιαλιάηδις.
Κτένιον (Χτέν(ι)): Ξινουγαλιάιδις (οι).
Λευκοπηγή (Βιλίστ(ι), του). Αρζουγαλιάηδις (οι). Η πηγή που ονομάζει το ειρημένο χωριό Κλιφτουχώρ(ι) (του)[114] δεν αναφέρεται σε χαρακτηρισμό κατοίκων.
Λιβαδερόν (Μόκρου): Μουγκράδγια (τα).
Μεταμόρφωσις (Ντραβουντάντστα): Πουνηροχώρ(ι) (του).[115]
Μεταξάς (Μιταξά, του): Καρνιαραίοι (οι) ή Καρνιάηδις.
Μηλέα (Μηλουτίνι, του): Πιπουνιάηδις (οι).
Μικρόκαστρο (Τσιαρούσιανου) Σβαρνουκάπδις (οι).
Πλατανόρεμα (Ουρτάκ(ι)): Ματσκάδις (οι),[116] προφανώς επειδή μέρος των κατοίκων του μετοίκησαν από τον ορεινό γειτονικό οικισμό Μοσχοχώριον, παλαιότερα Ματσκουχώρ(ι).
Προσήλιον (Καλντάδις, οι): Καλουδγιώτις (οι).
Πρωτοχώριον (Πουρτουράζ(ι)): Κρουμμυδουχώρ(ι) (του).[117]
Ροδιανή (Τραντουμπίτστα): Ξυλιάηδις (οι).
Σέρβια (Σέρβγια): Καρανέτα (τα), Αγγουριάηδις, Λαλάδις ή Αμερικάν(οι).
Σιάτιστα (Σιάτστα): Γκιούμνια ή Τσκαλιάηδις.
Τριγωνικόν (Δέλνου): Λασπιάηδις (οι).

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παρέμβαση [Κοζάνης] 198-199 (Καλοκαίρι 2020) 70-79 χωρίς τις υποσημειώσεις, τις εικόνες και τον χάρτη

Παραπομπές

[1] Ταυτότητες, http://dide.flo.sch.gr/Exercises/Math-Tautotites.pdf

[2] Ταυτότητα, http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%84%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1&dq=

[3] Πλάτων, Θεαίτητος, 185b, http://www.hellenicaworld.com/Greece/Literature/Platon/gr/Theaititos.html

[4] Κ. Γεώργιος από Τριγωνικό, πληροφορία 15/7/2020

[5] 167 Numarali Muhâsebe-i Vilâyet-i Rûm-Ili Defteri (937/1530, ό.π., , σ. 148

[6] Μπέλλος Αναστάσιος, «Διαμάχες γειτόνων για τα όρια της Γαλατινής», Βοϊακή Ζωή 123 (Μάιος-Ιούνιος 1993) 5

[7] Αλευράς Νάσης, Ο φανός στην Κοζάνη (λαογραφική μελέτη με όλα τα τραγούδια απ΄ το Φανό, Τύποις-Π. Τζώνου, Κοζάνη 1962, σ. 37

[8] Τα Παρατσούκλια μας, https://giapraki.gr/e107_plugins/content/content.php?content.1046.orderddate

[9] Μ. Αναστάσιος από Γαλατινή, προφορική μαρτυρία 24/7/2020

[10] Τσίγκας Ιωάννης, συνέντευξη στην Καισαρειά το 2001

[11] Γενικά Αρχεία του Κράτους/Αρχεία Νομού Κοζάνης (ΓΑΚ/ΑΝΚ), 60/145/892/Καισαρειά, Πρακτικό καθορισμού συνόρων, Κάλιανη 23/5/1926

[12] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/145/889, Κοινότης Αιανής προς Νομάρχην, α.π. 30/28-1-1937

[13] 167 Numarali Muhâsebe-i Vilâyet-i Rûm-Ili Defteri (937/1530) – Vol 1: Dizin ve Tipkibasim, Devlet Arsivleri, Ankara 2003, σ. 70, 72

[14] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π.

[15] Liddell Henry-Scott Robert, Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, μετάφραση Μόσχος Π. Ξενοφών, Σιδέρης, Αθήναι χ.χ., https://myria.math.aegean.gr/lds/data/volB/pdf/pg_0757.pdf

[16] Μπρέτσα Μαρία-Καλλιανιώτης Αθανάσιος, Η βυζαντινή κι οθωμανική Κερασιά, https://www.academia.edu/6915834/H_%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%AE_%CE%BA%CE%B9_%CE%BF%CE%B8%CF%89%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%9A%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%AC_%CE%9A%CE%BF%CE%B6%CE%AC%CE%BD%CE%B7%CF%82

[17] Κοράκης, Γεώργιος, Δασική βοτανική, Αυτοφυή Δένδρα και Θάμνοι της Ελλάδας, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα 2015, σ. 461-465, https://repository.kallipos.gr/handle/11419/742

[18] Σαραντάκος Νίκος, Ο χάρτης του φαντάρου, https://sarantakos.wordpress.com/2017/05/17/stratos/

[19] Χριστοδούλου Χριστόδουλος, Τα κουζιανιώτ΄κα (λεξικό του Κοζανίτικου Ιδιώματος), Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, Κοζάνη 2003, σ. 523

[20] Ντίνας Κώστας, Το γλωσσικό ιδίωμα της Κοζάνης, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 2005, σ. 490, http://users.uowm.gr/kdinas/wp-content/uploads/202005/01/%CE%A4%CE%BF-%CE%B3%CE%BB%CF%89%CF%83%CF%83%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%B9%CE%B4%CE%AF%CF%89%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%9A%CE%BF%CE%B6%CE%AC%CE%BD%CE%B7%CF%82.pdf

[21] Η πρώτη προεκλογική εκδήλωση στο Βελβεντό μετά από χρόνια-Πλήθος κόσμου στην παρουσίαση των υποψηφίων του Αθανάσιου Κοσματόπουλου-Φωτογραφίες!, 30/4/2014, Aνώνυμο σχόλιο 1/5/2014, 7:44 μ.μ., http://ai-vres.blogspot.com/2014/04/blog-post_1851.html

[22] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/231/1449/Σέρβια, Δήλωσις ζημιών εκ πολέμου Θεόδωρου Γωγούση; Σέρβια 1945 και ό.π. Λαζάρου Καλέα

[23] Π. Μαρία από Μικρόβαλτο, πληροφορία 15/7/2020

[24] Μ. Αντώνιος από Σέρβια, πληροφορία 17/8/2020

[25] Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης (ΚΔΒΚ), Μακεδονικόν Βήμα (29.1.31) 3

[26] Γκαντώνας Νικόλαος, Γαλατινή: ιστορικά –λαογραφικά Δυτ. Μακεδονίας, Σύλλογος Γαλατινέων Θεσσαλονίκης «Η Αγία Παρασκευή», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 296

[27] Nασιόπουλος Γιάννης, “Η οικονομική ακμή της Εράτυρας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας”, Β΄ Συμπόσιο Ιστορίας- Λαογραφίας-Γλωσσολογίας-Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής Δυτικομακεδονικού Χώρου, Βοϊακή Εστία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1979 σ. 97-106 (Ψηφιακή προσφορά Ευριπίδη Τσατσιάδη)

[28] Στρέμπας Β., «Μια επιβεβλημένη απάντηση», Εφημερίδα της Εράτυρας 87 (Ιούλιος 2002) 6

[29] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/7/23/905, Απόφασις 16η κοινότητος Ναμάτων 1/6/1952

[30] Ζήρας Γιάννης, «Τα πανηγύρια του παληού καιρού», Αριστοτέλης 1/43 (1964) 1-5

[31] Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Αρχείο ΚΚΕ, Φ.408/23/1/8], Ανδρέας [Κάλφας] προς Αλέκο [Στρίγκο], 19.12.43

[32] Αρχείο Πρωτοδικείου Κοζάνης (ΑΠΚ), Βουλεύματα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, Βούλευμα 31/204-1948, Γ΄ και Kings College London Military Archive (ΚCLMA), GB99, Prentice/Wickstead, Box 1/2/2, Intelligence, Demolition and Reconnaissance, Daily 1 Record, October [1944], χειρόγραφο σημείωμα, ,

[33] KCLMA, GB99, Prentice/Wickstead, Box 1, Situation reports, operational reports, 2/1/1, [Wrigley?] From Siniatsikon to Edmonts 23/7/1944

[34] KCLMA, GB99, Prentice/Wickstead, Box 2, f.3/1, ELAS Documents, Περιληπτική έκθεση επιχειρήσεων, Δελτίο Ειδήσεων 18.7.44, ΙΧ μεραρχία, α.π.15, Ν. Σμόλικας καπετάνιος, Γ. Σταυραετός Επιτελάρχης, κοινοποίησις ΓΣ, ΟΜΜ, 10η μεραρχία

[35] Δασκαλάκης Απόστολος, Ιστορία της Ελληνικής χωροφυλακής χρονικής περιόδου 1936-1950, τ. Α΄, Αρχηγείον Χωροφυλακής, Αθήναι 1973, σ. 890-892

[36] Διαμαντόπουλος Γεώργιος, Όλεθρος – Αναφορά στη μάχη του 48 στην Εράτυρα, http://emfilios.blogspot.com/2012/02/48.html

[37] Γιομπλάκης, Αθανάσιος, Οι «χαλασμοί» της Σελίτσης (Εράτυρας), Ανάτυπον εκ του Η΄ τόμου των «Μακεδονικών», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1968 (ψηφιακή δωρεά Ευρυπίδη Τσατσιάδη), σ. 75 κι εξής

[38] Γ. Νικόλαος από Ελάτη, πληροφορία 20/7/2020

[39] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π.

[40] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π. και Χριστοδούλου, Τα κουζιανιώτ΄κα ό.π., σ. 623

[41] Μαδίκας Δημήτριος, Η ιστορίας της Μηλέας Κοζάνης (Μυλωτίνης) και λαογραφικά στοιχεία της, Πολιτιστικός και αθλητικός σύλλογος Μηλέας «ο προοδευτικός», Κοζάνη 2005, σ. 63 [φωτοτυπημένη έκδοση]

[42] Καμπουρίδης Κώστας-Σαλακίδης Γιώργος,Η επαρχία Σερβίων τον 16ο αιώνα μέσα από οθωμανικές πηγές, Σταμούλης Αντ.-Σύλλογος Φίλων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 463 (προσφορά Ματίνας Τσικριτζή-Μόμτσιου)

[43] ΚΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας 378 (19/8/1918) 4

[44] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/37/169/Κοζάνη, Κατάστασις τας καλλιεργηθείσας εκτάσεις εις στρέμματα ε.ε., Κοζάνη 17/5/1950

[45] Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 16 Οκτωβρίου 1940, Πραγματικός πληθυσμός κατά νομούς, επαρχίας, δήμους, κοινότητας, πόλεις και χωρία, Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Αθήναι 1950, σ. 35, http://www.e-demography.gr/ElstatPublications/censuses/docs/eDemography_Metadata_Censuses_Doc_000055_gr.pdf

[46] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/37/169/Κοζάνη, Πίναξ εμφαίνων τα καλ/θείσας εκτάσεις…, Αιανή 11/5/1950 και Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 16 Οκτωβρίου 1940, ό.π., σ. 35

[47] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/37/169/Κοζάνη, Πίναξ εμφαίνων καλλιεργηθείσας εκτάσεις…, Βελβενδός 27/5/1950

[48] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π. και Χριστοδούλου, Τα κουζιανιώτ΄κα ό.π., σ. 623. Επίσης Παυλός Κώστας, Η συνοίκηση της Κόζιανης 1530-1800, Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη, Κοζάνη 2020, σ. 43

[49] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/37/169/Κοζάνη, ό.π.

[50] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/37/169, Πίναξ εμφαίνων καλλιεργηθείας εκτάσεις…, Πρωτοχώριον 11/7/1950

[51] 167 Numarali Muhâsebe-i Vilâyet-i Rûm-Ili Defteri ό., σ. 83

[52] Καμπουρίδης-Σαλακίδης, ό.π., σ. 730, 758

[53] Τσικριτζή-Μόμτσιου Ματίνα, Φτάκα-Τσικριτζή Φανή, Γεύσεις από παλιά Κοζάνη, τ. Α΄, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 2006, σ. 73

[54] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π.,

[55] Παυλός, Η συνοίκηση της Κόζιανης, ό.π., σ. 43

[56] Καμπουρίδης-Σαλακίδης, ό.π., σ. 730, 758

[57] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/37/169/Κάτω Κώμη, Πίναξ εμφαίνων τις καλλιεργηθείσες εκτάσεις… Κάτω Κώμη 11/7/1950

[58] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/37/169/Άνω Κώμη, Πίναξ εμφαίνοντα τας καλλιεργηθήσας εκτάσεις… Άνω Κώμη 11/5/1950

[59] Γάτας Κωνσταντίνος, συνέντευξη στην Κάτω Κώμη 17/7/1997

[60] Γ. Αθανάσιος. από Κάτω Κώμη, πληροφορία 30/7/2020

[61] Π. Μαρία ό.π.

[62] Βαϊτσόπουλος Γεώργιος, Η Ιστορία του χωριού Μοσχοχωρίου, Πλατανόρευμα >1960 (φωτοτυπημένες σημειώσεις), σ. 9, 17

[63] ΑΠΚ, Ποινικαί αποφάσεις Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, Απόφασις 288/28.7.1941

[64] Κ. Γεώργιος ό.π.

[65] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π. και Χριστοδούλου, Τα κουζιανιώτ΄κα ό.π., σ. 622

[66] Μ. Ηλίας από Αιανή, πληροφορία 16/7/2020

[67] Κ. Γεώργιος ό.π.

[68] Γ. Αθανάσιος ό.π. και Τα Παρατσούκλια μας, ό.π. Ακόμη Χριστοδούλου, Τα κουζιανιώτ΄κα ό.π., σ. 622

[69] Χριστοδούλου, Τα κουζιανιώτ΄κα ό.π., σ. 622

[70] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/296/1905, Σωματεία ν. Κοζάνης 1915-1956

[71] Μ. Ηλίας ό.π.

[72] Ν. Χαρίσιος από Αιανή, πληροφορία 16/7/2020

[73] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π.

[74] ΚΔΒΚ, Ηχώ της Μακεδονίας (11/7/1926) 4

[75] Γκριτζέλη Βάσω, Κτένι-νομού Κοζάνης, ΠΤΔΕ, Φλώρινα 1998, σ. 4, Πρόγραμμα εξομοίωσης, εργασία στο μάθημα Νεοελληνική Ιστορία

[76] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/297/1910/Κερασέα, Πίναξ δικαιώματος βοσκής κοινότητος Κερασιάς χρήσεως 1931-32, Εν Κερασιά 1/4/1931

[77] Δ. Τζέρρυ από Νεάπολη, πληροφορία 20/7/2020 και Μ. Αναστάσιος ό.π.

[78] Κ. Γεώργιος ό.π.

[79] Τζήκας Δημήτριος, Λεξικό Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας – Μ, λήμμα μουγκράδια, http://eranistis.net/wordpress/2017/02/19/%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B5%CF%89%CE%BD-8/

[80] Γ. Αθανάσιος ό.π. και Φ. Γεώργιος από Αιανή, πληροφορία 26/7/2020

[81] Καλλιανιώτης Θανάσης, Η Καμήλα της Αιανής και η δημιουργία ενός εθίμου, https://blogs.sch.gr/thankall/?p=1500

[82] ΓΑΚ/ΑΝΚ 60/15.1/247/1562/Σιάτιστα, Δήλωσις ζημιών εκ πολέμου Ι. Γκαγκασούλη, Σιάτιστα 1945

[83] ΓΑΚ/ΑΝΚ, ό.π., Δήλωσις ζημιών εκ πολέμου Ι. Μπόραβου, Σιάτιστα 1945

[84] Π. Ιωάννης από Καλονέρι, πληροφορία 27/7/2020

[85] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π.

[86] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/260/1666, Κοινότης Καισαργιάς προς Νομάρχην, α.π. 240/21-6-1931

[87] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/165/1053, Μελέτες για την ύδρευση των κοινοτήτων Καισαρειάς, Κτενίου, Λευκοπηγής και Μεταμόρφωσης (εκθέσεις, σχέδια κ.α.). Επιμετρικά στοιχεία Υδραγωγείου Γρεβενών 1949-1954, Έκθεσις υγειονομικής καταστάσεως της υδρεύσεως της Κοινότητος Καισαργιάς, Μαρίκος Νικόλαος 20/7/1951

[88] Μ. Αναστάσιος ό.π.

[89] Ζήρας Γιάννης, «Τα πανηγύρια του παληού καιρού», Αριστοτέλης 1/43 (1964) 1-2

[90] Β. Ιωάννης από Αιανή, πληροφορία 16/7/2020

[91] Εξάρχου Χρήστος, «Οι λαϊκοί μας οργανοπαίχτες: τα όργανά τους, τα τραγούδια τους, η ζωή τους», Βοϊακή Ζωή 91 (Ιαν. –Φεβρ. 1988) 19-20

[92] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/231/1449, Δήλωσις ζημιών εκ πολέμου Ηλία Π., Σέρβια 1945

[93] , σ. 61

[94] Ελληνοτουρκικό λεξικό, https://www.wordreference.com/grtr/ λήμμα εξόριστος

[95] Χριστοδούλου, Τα κουζιανιώτ΄κα, ό.π. σ. 257, 535

[96] Χριστοδούλου, Τα κουζιανιώτ΄κα ό.π., σ. 535

[97] Ζήρας Γιάννης, «Τα πανηγύρια του παληού καιρού», Αριστοτέλης 1/43 (1964) 1-5

[98] Νίκου-Γιωλτζόγλου Έφη, Καμβούνια, τα τραγούδια μιας άλλης εποχής, Λυχνάρι, Κοζάνη 1990, σ. 94

[99] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π.

[100] ΓΑΚ/ΑΝΚ, Στοιχεία λειτουργίας Πανδοχείου 1882-1883, Βιβλίο περιέχων βερεσέδια 1884-1899. Δούναι-λαβείν και βερεσέδια 1928-1932, σ. 28

[101] Γενικό Επιτελείο Στρατού/ Αρχεία Εθνική Αντίστασης, Ιορδανίδης Κυριάκος, Η Εθνική αντίσταση Δυτικής Μακεδονίας στην περίοδο της κατοχής, τ. 5, σ. 369-392, Αθήνα 2000 CD ROM και ΑΠΚ, Πρακτικά Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, αρ. 767/16/12/1946

[102] Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος, «Ένα ξερίζωμα», Δυτιομακεδονικά Γράμματα, τ. Α΄, Σύνδεσμος γραμμάτων και τεχνών ν. Κοζάνης, Κοζάνη 202, σ. 44

[103] Τσαρμανίδης Αθανάσιος, Συμβολή στην Ιστορία της Επαρχία Σερβίων κατά την περίοδο 1350 -1912, 1880 -1912, τ. Β΄, Σέρβια 1995, σ. 242-243

[104] Τσιαμπαρλής Θεόδωρος, συντακ. Κοιν. Γραμματέας, «Τ΄ αχουμι Λιάμτση τα μισά», Βοϊακή Ζωή 139 (Ιαν.-Φεβρ. 1996) 20

[105] Ζήσης Θεόδωρος, Είναι οι Αρμένιοι Ορθόδοξοι; Οι θέσεις του Μ. Φωτίου, https://www.impantokratoros.gr/CC748E31.el.aspx

[106] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/202/1213, Αίτησις Φιλοθέου Ζήκα προς νομάρχη Κοζάνης, Κοζάνη 25/10/1938

[107] Αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, Φ. Ενορίας Άνω Κώμης, ΙΜΣΚ προς ΣΧ Άνω Κώμης 4/10/1948

[108] ΓΑΚ/ΑΝΚ, 60/15.1/202/1213, Νομαρχία Κοζάνης προς ΓΔΜ, 10291, Κοζάνη 18/4/1938

[109] Παπαδόπουλος Ελευθέριος, Ιστορία της Ιεράς Μονής Αναλήψεως Κοζάνης, Κοζάνη 2001, σ. 104-105 (μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία στο Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ), http://ikee.lib.auth.gr/record/128979/files/GRI-2012-8454.pdf και Ιστορικό Αρχείο Ανθρωπολογικού Μουσείου Πτολεμαΐδας, ΦΓ/6/2, Επιτροπή ΕΟΧ, Παράρτημα Πτολεμαΐδας προς Νομάρχην 20/11/1937

[110] Σιαμπανόπουλος Κωνσταντίνος, Αιανή, ιστορία –τοπογραφία –αρχαιολογία, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 57

[111] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π.

[112] Π. Μαρία ό.π.

[113] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π.

[114] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π. και Χριστοδούλου, Τα κουζιανιώτ΄κα ό.π., σ. 622

[115] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π.

[116] Π. Μαρία ό.π.

[117] Τα Παρατσούκλια μας, ό.π. και Χριστοδούλου, Τα κουζιανιώτ΄κα ό.π., σ. 622

Κατηγορίες: ΑΡΘΡΑ. Ετικέτες: , , , , , , , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση