Μεσοβδόμαδη ειδοποίηση από τον μάστερ Ιχθυολογίας Θοδωρή Φασούλα: το προσεχές ΣΚ θα έρθουν στην Κοζάνη δύο μορφές της παγκόσμιας αναρρίχησης, ο Γιώργος Γκάλιος και η Ηρώ Γυιόκα, κανόνισε που θα πάμε.
Άρχισε η αδημονία. Ως τώρα προτιμούσαμε με τον ειρημένο να ανοίγουμε νέες διαδρομές, υπόθεση που σήμαινε κάθε άλλο παρά καθαρή ανέρπυση. Μαγευόμασταν με την εξερεύνηση μισοειδωμένων μονοπατιών, ψαύση παρθένων πεδίων, ανιχνευτικές μονομαχίες με εύθρυπτους βράχους και πρωταθλητισμό αστειοτήτων. Τώρα τι κάνουμε;
Στερφεύοντας σήκωσα τους ώμους. Πρότεινα, σχεδόν εν σιγή, την πρώτη μέρα να πάμε στο λόφο του Αϊ-Λια Κοζάνης, όπου είχαμε ήδη γαζώσει μία, αθλητική πια, διαδρομή, την Ιπτάμενο Τρυπάνι, 6α+, και σκαρφαλώσει την Ξέμεινα από υλικά, 5+, παραδοσιακή αντίστοιχη. Οπότε, για να γεμίσει η μέρα περίσσευε χρόνος να προχωρήσουμε σε άνοιγμα κι άλλης διαδρομής. Για την Κυριακή σκεφτόμασταν να πάμε στο χωριό μου Αιανή, στο φαράγγι του Χάντακα όπου είχαμε ήδη εντοπίσει δυο βραχώδη συμπλέγματα. Να καρφώσουμε κι εκεί βύσματα.
Κατεδαφίσεις ΕΠΕ
Οι φιλοξενούμενοι ήρθαν από Θεσσαλονίκη. Αφήσαμε τα αυτοκίνητα στον Ψηλό Αϊ-Λια και οδεύσαμε τον κατήφορο προς το πεδίο με τον άνεμο να φυσά ψυχρά από το Βορρά. Απιθώσαμε τα υλικά και οι αναρριχητές μπήκαν στο Ιπτάμενο Τρυπάνι. Όταν ήρθε η σειρά μου, αρνήθηκα. Προτίμησα να μιλάω με δυο Κοζανίτες περιπατητές, το Νίκο Σκαρκαλά κι έναν νεότερο, που, όταν μας είδαν, ζύγωσαν κοντά μας. Επιθυμούσα να χαρώ επί γης τους φιλοξενούμενους, παρά να παραδέρνομαι κρεμασμένος επί σχοινίου.
Έπειτα, ο Γιώργος με έμπειρα μάτια εντόπισε μια νέα διαδρομή, δεξιά της πρότερης δικής μας. Την εξετάσαμε από κάτω και οι τέσσερις. Μαλακή κλίση στην αρχή, η οποία κατέληγε σε πατάρι. Ακολουθούσαν μερικά μέτρα καθετίλας. Από κει δύο οι έξοδοι: αριστερά σαθροί ογκόλιθοι και μετά πλάκα, δεξιά μια αδιόρατη ρωγμή που ίσως έπαιρνε υλικά. Πιο πάνω κάθε σκαρίφημα ήταν ανώφελο. Φαινόταν βέβαια μια μικρή άρνηση και ύστερα πλάκα, αλλά έπρεπε να δεις την πορεία από κοντά.
Μπήκε επικεφαλής ο Θοδωρής βαραίνοντας τρία βύσματα. Όταν έφτασε στη βάση των ανισόρροπων ογκόλιθων, έχωσε αναγκαστικά ένα φρεντάκι από κάτω τους και τραβήχτηκε προσεκτικότατα. Πάτησε επάνω τους δίκην λεοπάρδαλης και χτύπησε νέο βύσμα. Κάθιδρος ων από την υπερπροσπάθεια, ζήτησε ανάκληση.
Σειρά του Γιώργου. Ανέβηκε και προφυλάσσοντας με ζέση τα σκοινιά, άρχισε να πετά κάτω μερικές εκατοντάδες κιλά βράχων. Στην πλάκα που βρισκόταν κάθε κίνηση προς τα πάνω ήταν αδύνατη, δεν χωρούσαν υλικά. Αναγκαστικά τρύπησε και βάζοντας για προώθηση και στήριξη τεχνητά (ανάποδα βύσματα και ιμάντες) βίδωσε πλακέτα πιο πάνω από την άρνηση. Κι ακόμα μία πιο πάνω. Κατέβηκε.
Έχωσαν μετά στο λούκι εμένα. Έφτασα στο τελευταίο βύσμα κι άρχισα να ψάχνω σχισμές για χώσιμο υλικών. Μια ψείρα μπήκε δεξιά στην λεπτή επιδερμίδα του βράχου, ένα καρυδάκι αριστερά σε μια αμφίβολη οπή, ιμάντες για ισοστάθμισή τους. Ανόρθωση με άμεση ετοιμότητα πτώσης. Κράτησαν. Εκατέρωθέν μου όλα σαθρά. Πάνω από το κεφάλι ένα έξαρμα όπου μπορούσε να πιαστεί κανείς με ασφάλεια μέχρι να χώσει υλικά, αλλά πώς να το φτάσεις;
Στριφογύριζα σαν παγιδευμένο αγρίμι φτιάχνοντας συνεχώς πόδια και χέρια, αλλά διστάζοντας. Από κάτω ο Τέο να φωνάζει στην αναρριχητική αργκό: «όρμα, ρε σκύλε!». Μετ΄ ου πολύ, απάντησα απονενοημένος: «Τέο, έχεις σάλπιγγα, έτσι; Βάρα την ισπανική υποχώρηση»! Κατέβηκα.
Με διαδέχτηκε ο Τέο. Έβαλε άλλη μια πλακέτα κι έφυγε πιο πάνω, ενώ ο Γιώργος με την Ηρώ είχαν μπει δίπλα, στην διαδρομή Ξέμεινα από υλικά. Το πεδίο δυσκόλευε και είχε κι άλλα σαθρά. Η ώρα περνούσε. Ο Τέο ζήτησε ανάκληση. Δεν επιχείρησε έπειτα κανείς μας.
Η διαδρομή αφέθηκε ημιτελής. Μιαν άλλη φορά. Την είχαμε αρχικά ονομάσει «Κατεδαφίζεται», αλλά μάλλον η ύστερη μεταβάπτισή της ως «Κατεδαφίσεις ΕΠΕ» ακούγεται καλύτερα, καθώς ρίχτηκαν και θα πεταχτούν αρκετά ακόμη βράχια για να καθαρίσει.
Χωριστήκαμε. Τα παιδιά πήγαν στο ράντσο του Τέο στα Βέντζια, ο γράφων στη βραδιά ποίησης προς τιμήν του Μανώλη Αναγνωστάκη στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης. Συμφωνήσαμε αύριο να πάμε Αιανή. Ό,τι καταφέρουμε το πρωί, το μεσημέρι έδινε βροχές.
60 και βάλε θεατές
Κυριακή πρωί, 22α Μαρτίου 2015, στο φαράγγι του Χάντακα. Τέσσερις μόνο, παρόλο που είχε διακοινωθεί νωρίτερα στο ΦΒ η πρόθεσή μας. Όταν αφηγείται κανείς αναρριχητικές περιπέτειες και συγκινήσεις, εραστές της φύσης και της άσκησης πυρακτώνονται από σχετικό ενδιαφέρον, αλλά ελάχιστοι έως κανείς έρχονται στο πεδίο. Η απομόνωση των τοπίων, η επικινδυνότητα του επιχειρήματος ή η ευκολία ροής των λόγων σε σχέση με την πράξη παίζουν απευκταίο ρόλο; Ίσως τα τρία μαζί ή κι άλλα περισσότερα, σαν την ατομικότητα ή την έλλειψη συνεργασίας κι εμπιστοσύνης.
Παιδικές μνήμες ανέβλυζαν δυνατά, μόλις αρχίσαμε να κατεβαίνουμε στο φαράγγι του Χάντακα, για να δούμε από κοντά ένα μπλοκ βράχων στη δεξιά όχθη του λάκκου. Στις σουρβάλες (καταρράκτες) και τα βιρά (βάθρες) του μάθαμε μαθητές Δημοτικού να κολυμπάμε. Βαδίζοντας σε εκτεθειμένα μονοπάτια, που σε περίπτωση πτώσης, σήμαιναν βαρύ τραυματισμό, αν όχι θάνατο. Τότε δεν νιώθαμε κανέναν κίνδυνο, λόγω της προεφηβικής ηλικίας ή της άμεσης επαφής με τη φύση. Εκτός από τον ομήλικό μου Ζήση, που πολύ παλιά είχε κτυπήσει στο κεφάλι, πέφτοντας από μονοπάτι 4+/5-, ήμουν παρών, κανείς δεν έπαθε ποτέ τίποτα εκεί, ούτε η προφορική μνήμη διέσωσε κάτι.
Το μπλοκ των βράχων που από απόσταση φαινόταν κατάγερο, ήταν τελικά χίλια κομμάτια. Οπότε διαπερνώντας το ρέμα που κυλούσε ρωμαλέα, κατευθυνθήκαμε μεταξύ Τρανής και Μικρής Σουρβάλας, στο πεδίο που είχαμε εντοπίσει μια πρότερη μέρα με τον Τέο. Ανεβήκαμε από το παλιό, παιδικό μονοπάτι, απλώνοντας σκοινιά για ασφάλεια, κι εγκατασταθήκαμε στην αριστερή όχθη του γκρεμού, κάτω ακριβώς από το κιόσκι της σημερινής γεώτρησης.
Ρελέ σε μια γκορτσιά κι ο Γιώργος ανέλαβε δράση. Με ασφάλεια τον Τέο φορτώθηκε όλα τα υλικά και κατέβηκε στη βάση της νέας διαδρομής. Ανεβαίνοντας καθάριζε και βαρούσε βύσματα με το τρυπάνι. Αν και η διαδρομή δεν ήταν, μάλλον, μεγαλύτερη από 10 μέτρα, δεν υπήρχε ούτε οπτική ούτε ακουστική επικοινωνία μεταξύ τους, διότι ο βράχος ήταν αρνητικός και το βάγμα των καταρρακτών γέμιζε τον αιθέρα. Μόνον κατά την τοποθέτηση της 5ης ασφάλειας τον είδαμε. Ανέβηκε περιχαρής επάνω και αποσύρθηκε για ανάπαυση προτρέποντάς μας να μπούμε στη διαδρομή. Την έδινε περίπου 6b+.
Ασφάλισα τον Τέο από έναν χαμηλό ισχνό κέδρο με δυο ιμάντες και κατέβηκα στην άκρη του γκρεμού για να μη ζορίζονται τα σκοινιά. Τον πήρα πάνω μου. Κατεβαίνοντας αυτός με ραπέλ ως τη βάση, γρήγορα τον έχασα. Η επικοινωνία μας διεξαγόταν αποκλειστικά μέσω της τάσης του σκοινιού. Ποιος είπε πως η λεκτική αντίστοιχη δεσπόζει όλων των υπόλοιπων; Όταν έπειτα από ώρα τον είδα, χαρήκαμε. Ανέβηκε. «Σειρά σου», είπε, «βγάλε το φούτερ, θα τα δεις όλα!».
Φορώντας κοντομάνικο προσγειώθηκα δίπλα στο λάκκο. Έβαλα τα αναρριχητικά υποδήματα και μπήκα στη διαδρομή. Άρνηση. Αδιόρατα πατήματα για τα πόδια, επικλινή όλα και γλιστερά για τα χέρια. Απασφάλισα το σακούλι με τη μαγνησία κι έχωσα γενναία τα δάχτυλα μέσα. Με τα ψέματα κέρδιζα μέτρα, άρμεξα κρυφά κι ένα σετάκι. Ο ιδρώτας ποτάμι. Βγάζοντας το κεφάλι από την άρνηση, είδα τον φιλοσκώμμονα Τέο να γελάει μιμούμενος την κλασική ελληνική χειρονομία του μέσου δακτύλου, η οποία δήλωνε τη δυσκολία του πράγματος.
Λίγο πριν φτάσω στο κέδρινο ρελέ, άρχισε ξαφνικά η βροχή. Ταχύτατο μάζεμα των υλικών κι ομαδική καταφυγή στη ταβέρνα του Στάμου για άλας, γλυκογόνο και πρωτεΐνες. Απέμενε το όνομα της διαδρομής. Θα την λέγαμε 60 και βάλε θεατές, αφού οι μόνοι περιεστώτες, εκτός του σκύλου μας, του Τζώνυ, ήταν ένα κοπάδι αμνοεριφίων, μαζί με τον ποιμένα του συν τρία μαντρόσκυλα, κι ένα τεράστιο γεράκι που μετεωριζόταν ψηλά, ίσως επειδή είχαμε εισχωρήσει στον βιότοπό του.
Συμφωνήσαμε την επόμενη φορά να προσέλθουμε κι ως φαραγγιστές. Να κατηφορίσουμε (canyoning) το Χάντακα μέσα από την κοίτη του, εξοπλισμένοι με στολές νεοπρενίου.
Γενικές απώλειες ΣΚ: ένα σετάκι, ένα φρεντάκι και συνήθη επιδερμικά τραύματα. Ιδιαίτερα κέρδη: κατάκτηση ανέγγιχτων εδαφών κι ακροβασίες μεταξύ φοβίας και ικανοτήτων, με τις δεύτερες να κερδίζουν. Διαχυτότατη εμπιστοσύνη, άπλετη συνεργασία, ταχύτατη ανταπόκριση και πρωταθλητισμός σε αστειότητες.