Το ιπτάμενο τρυπάνι (ιστορία αναρρίχησης)

Ο Θοδωρής στο μονοπάτι. Κάτω η Εγνατία. Στο βάθος χιονισμένο το Σινιάτσικο

Ο Θοδωρής στο μονοπάτι. Κάτω η Εγνατία. Στο βάθος χιονισμένο το Σινιάτσικο

Μεσημέρι Κυριακής. Χτυπά το κινητό. Φαντάζομαι νέα «σκαρίκια» (συγχαρητήρια). Θεωρητικά είμαι επιθεωρητής από αρχές Ιουλίου, πρακτικά δασκαλεύω ακόμα. Όλα φαίνονται αργά σε όσους βαδίζουν γρήγορα. «Έλα, τώρα βγαίνω από Εγνατία, πάω Βατερό».

Ήταν ο Θοδωρής. Μιλήσαμε από χτες να ανοίξουμε νέα αναρριχητική διαδρομή απέναντι από τον Αρίνταγα, στα βράχια της δυτικής κλιτύος του υψώματος που οι Κοζανίτες αποκαλούν Ψηλό Αϊ-Λια. Πώς το έλεγαν παλιότερα, πριν κτιστεί ο ορθόδοξος ναός είναι άγνωστο. Ναοί σε περίβλεπτα μέρη δεν συνηθίζονταν στη βαθιά Τουρκοκρατία, αφού η αλλόθρησκη εξουσία έμενε στα πεδινά. Το ύψος, ιδίως το ηθικό, και το υψόμετρο παίζουν σημαντικό ρόλο.

Ανηφόρισα τον Αϊ-Λια. Άσφαλτος στη βάση, τσιμέντο μετά και στο τέλος χώμα. Ήλιος λαμπρός, αλλά στην κορυφή ένα ελαφρύ ανοδικό ρεύμα θύμιζε το κατώφλι του χειμώνα. Η καθαρή ατμόσφαιρα επέτρεπε το άνετο άπλωμα των ματιών. Το Γκιοζ Τεπέ (τουρκ. μάτι -κορυφή) προς τα Μπουτζάκια με το εντυπωσιακό πυραμοειδές σχήμα του –η μετονομασία του ως Σκοπός θεωρείται απλοϊκή, διότι σκοποί στήνονται και στο ίσιωμα. Μακριά πίσω άρχιζαν χιονισμένες κορυφές: το Βέρμιο, το κατάφορτο όπως πάντα Καϊμακτσαλάν, το Βίτσι, το Σινιάτσικο, ο Σμόλικας μακρυά, τα Πιέρια κι ο άρχοντας Όλυμπος.

Η ταπεινή Μπνάσια δεν φαινόταν, χωμένη μέσα σε ένα αραιό πέπλο ομίχλης που σκέπαζε την κοιλάδα του Αλιάκμονα. Αν δεν την είχε καταλάβει η τεχνητή λίμνη Πολυφύτου, η κοιλάδα θα απολάμβανε το αιώνιο ευειδέστατό της τοπίο κι όχι την σημερινή ψευδοϋπερηφάνεια των ασμίλευτων όγκων νερού. Ανάβλυσαν στη μνήμη παιδικές σκηνές: περνούσαμε αγωνιωδώς κάθε Πρωτομαγιά από τον πόρο Αιανής -Ρυμνίου με γεωργικούς ελκυστήρες οδεύοντας για τη θέση Αναβρυκά. Το άσπρο πέπλο μαύριζε προς το μέρος του Βελβεντού, με τα αέρια λύματα της ΔΕΗ από το θερμοηλεκτρικό του Αγίου Δημητρίου να φθάνουν ως εκεί.

Χαμηλώνοντας το βλέμμα προς τον Αρίνταγα, το βουνό των μελισσών όπως ερμηνεύουν το έτυμο οι ηλικιωμένοι τουρκόφωνοι κάτοικοι του Βατερού, οι ευγενείς θεράποντες της Ιστορίας ανιχνεύουν τη διαδρομή που είχαν ακολουθήσει Βρετανοί στρατιώτες το βροχερό Οκτώβρη του 1944 επιτιθέμενοι στους οχυρωμένους Γερμανούς του Αϊ-Λια. Έξι από αυτούς έχασαν τη ζωή τους στην απότομη πλαγιά, εφτά μαζί με τον ταγματάρχη τους. Χρωστάμε ευγνωμοσύνη στους πεσόντες, άσχετα με την εκ Λονδίνου εκπορευθείσα πολιτική κι αδιάφορα από τις εντόπιες ατεκμηρίωτες μαρτυρίες περί μη συμμετοχής τους.

Έφθασε σε λίγο ο Τέο, όπως εγγράφεται στο Προσωποβιβλίο ο Θοδωρής. Άρχισε η διαλογή των υλικών, τι να πάρουμε μαζί. Άγνωστος νεαρός δρομέας έφθασε κοντά μας. «Ασχολούμαι κι εγώ» είπε «με αναρρίχηση. Σκαρφαλώνω 7 πλην». «Έλα μαζί» τον είπα. «Πάμε για άνοιγμα διαδρομής». Σκέφτηκε για λίγο. «Δε μπορώ τώρα» ανταπάντησε. «Αύριο θα έρθω ξανά προς τα δω». Δεν ήταν στο πρόγραμμά του ή δίστασε να συνεργαστεί με αγνώστους. Εξαφανίστηκε γρήγορα όπως ήρθε. Την ακολουθία των πεπατημένων διαδρομών υιοθετεί η πλειονότητα. Η πρωτοπορία ανήκει στους λίγους.

Θα παίρναμε μαζί δύο σχοινιά, για να λύσουμε προβλήματα ευλυγισίας κι ασφάλειας. Ακόμα και ύψους, αφού είχαμε ακούσει πως ο γκρεμός ξεπερνούσε τα σαράντα μέτρα. Κάτι γνωστό, καθώς είχα περάσει μήνες πιο πριν από κει.

Φορτωθήκαμε και κατηφορίσαμε έξω σχεδόν από το χαραχθέν μονοπάτι. Στον ψυχρό αέρα προστέθηκαν μερικά πουλιά που τιτίβιζαν κι ένας υπόκωφος θόρυβος από τα αυτοκίνητα που κινούνταν αριστερά κάτω στην Εγνατία οδό.

Κατεβαίνοντας σχεδόν με τα τέσσερα ένα λούκι, ωραίο για επιχείρηση με πιολέ όταν καλυφθεί με παγωμένο χιόνι, φτάσαμε στη βάση του πεδίου (40.18.56Β/21.46.04Α). Αποθέσαμε, στρίψαμε τσιγάρα και καφέ και μελετούσαμε τα βράχια. Δυο –τρεις διαδρομές αποκλείστηκαν, διότι τα υλικά ασφάλειας έπρεπε να μπουν σε ογκόλιθους, η σαθρότητα των οποίων κρίθηκε επικίνδυνα απειλητική. Μια άλλη διαδρομή, πλάκα ως επάνω, είχε ενδιαφέρον μέχρι να δούμε πως επάνω της υπήρχε ένα σκουριασμένο καρφί. Είχε προηγηθεί άλλος οπότε, σύμφωνα με άγραφους νόμους, έπρεπε να αφεθεί απείραχτη.

Στη βάση των βράχων. Αριστερά το χείλος της σπηλιάς από όπου έπρεπε να ξεκινήσουμε

Στη βάση του πεδίου. Αριστερά το χείλος της σπηλιάς από όπου έπρεπε να ξεκινήσουμε την προσπάθεια. Δεμένοι κι έτοιμοι.

Ο αέρας κόπασε και ο ήλιος μας αγκάλιαζε ζεστά. Καταλήξαμε τι θα διαλέγαμε: εκκινώντας από το αριστερό, όπως βλέπαμε, χείλος μιας ευθυτενούς σπηλιάς θα βάζαμε βύσμα στην πλάκα για να αποφευχθεί η πτώση σε πατάρι που σχηματιζόταν τρία μέτρα επάνω από το έδαφος. Η δεύτερη πλακέτα θα έμπαινε σχετικά κοντά, για να νιώθει ασφαλής όποιος επιθυμούσε να ξεπεράσει μία στέγη που ξεπρόβαλλε. Το τρίτο βύσμα θα καρφωνόταν πιο πάνω, αλλά η ακριβής θέση έπρεπε να ιδωθεί από κοντά. Ψηλότερα φαινόταν μια συνεχόμενη σχισμή. Αν εκεί δεν χωρούσαν δάκτυλα, θα έμπαιναν υλικά.

Η διαδρομή φαινόταν από κάτω ποικίλη: ανοίγματα ποδιών με αντιστηρίξεις στη σπηλιά, ισορροπία στην πλάκα, ντούλφερ στη στέγη, δίεδρο πιο πάνω. Χωρίς προθέρμανση, όπως πάντα, μπήκε πρώτος ο Τέο. Πλησίασα το βράχο για να τον πιάσω με τα χέρια, αν έπεφτε. Ανέβηκε, πάτησε κι άρχισε να δοκιμάζει καρυδάκια για να ασφαλιστεί. «Μόνο ψείρες παίρνει» είπε. «Έχε το νου σου». Έστριβε αριστερά, ίσιωνε, έστριβε δεξιά. Τον πρόσεχα συνεχώς. Όταν έβαλε δύο ψείρες (μικρά καρυδάκια), άρχισα να κατεβάζω κάπου κάπου το λαιμό για ξεκούραση. Τοποθέτησε άλλες δύο, έπιασε το τρυπάνι, το σήκωσε πάνω από το κεφάλι του κι άρχισε να τρυπάει. Επιτυχία, μπήκε το πρώτο βύσμα, τέρμα η πτώση στο πατάρι!

Έβαλε τα σκοινιά στο σετάκι της πλακέτας και κρέμασε ιμάντα για τεχνητή προώθηση. Έπειτα κατευθύνθηκε προς τα αριστερά. Τοποθέτησε δυο καρύδια στο κάτω μέρος της στέγης κι ανέβηκε πιο πάνω. Πάτησε στον ιμάντα, ξεκρέμασε το τρυπάνι κι άνοιξε τη δεύτερη τρύπα. Κάρφωσε το βύσμα, βίδωσε την πλακέτα, ασφαλίστηκε και ζήτησε να τον κατεβάσω. Δούλεψε με ασταθή ισορροπία και στις δύο περιπτώσεις, αλλά τα βύσματα είχαν μπει.

Σειρά μου. Κινήθηκα τοπ ρόουπ άφοβα και με ταχύτητα. Όπως είχαμε προβλέψει: με ανοίγματα, ισορροπία και ντούλφερ. Όταν έφυγα πάνω από τη δεύτερη πλακέτα, σκέφτηκα πως είχα καιρό να αθληθώ. Ούτε είχα προθερμανθεί. Γέλασα με τον εαυτό μου. Κάτω δεν σκέφτεται κανείς παρομοίως! Στέλνει τέτοιες πληροφορίες στον εγκέφαλο το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα ή μόνος ο πρώτος δημιουργεί τέτοιους προφυλακτικούς δισταγμούς;

Τα πόδια πατούσαν σε αμφίβολα τακάκια, αλλά το αριστερό χέρι βαστούσε γερά το σώμα. Με το δεξί άρχισα να δοκιμάζω καρυδάκια. Το πρώτο, ένα οχτάρι, μπήκε σε οριζόντια σχισμή, τράβηξα το συρματόσχοινο κάτω, πέρασα σετάκι κι έβαλα τα σχοινιά μέσα. Ανορθώθηκα κι άλλο. Στρίμωξα δύο ψείρες δεξιά, για την ψυχολογία. Προσέθεσα από πάνω μου έναν ιμάντα σε σαθρό βράχο που σχεδόν τον μισό τον έβγαλα και τον πέταξα κομμάτι κομμάτι. Κάτω αριστερά έβαλα ένα κινητό έκκεντρο (friend). Τίποτα από όλα δεν παρείχε εμπιστοσύνη!

Ανεβαίνοντας για την τοποθέτηση του τρίτου βύσματος

Ανεβαίνοντας για την τοποθέτηση του τρίτου βύσματος

Αυτασφαλίστηκα με ιμάντες και ζήτησα το τρυπάνι από τον Τέο ρίχνοντας το γαλάζιο σχοινί. Το έστειλε επάνω. Πιάνοντας το καραμπίνερ για να το βάλω στον ώμο, ξέφυγε, χτύπησε με την αρίδα στο βράχο και δυο φορές αναπήδησε στο χώμα πριν σταματήσει. Δεν είχε πάθει τίποτα! Σταθήκαμε τυχεροί κι επιπλέον ονοματίσαμε τη διαδρομή: ιπτάμενο τρυπάνι!

Το ξαναπήρα επάνω. Τρύπησα, χτύπησα το βύσμα, αλλά η πλακέτα δεν βίδωνε. Τρύπησα ξανά πιο πέρα, έβαλα νέο βύσμα και πλακέτα. Πέρασα εκεί τα σκοινιά και ζήτησα να κατεβώ. Αρκετή ώρα κρεμασμένος στο βράχο, πονούσαν τα δάχτυλα των ποδιών.

Μπήκε ξανά στη διαδρομή ο Τέο. Προωθήθηκε πιο πάνω κι άρχιζε να ασφαλίζεται με καρυδάκια. Τον ξέφυγε ένα σετάκι, προσπάθησα ατυχώς να το πιάσω στον αέρα. Διεκόπη όμως η ξέφρενη πορεία του κι έπεσε μαλακά. Δεύτερο αποσεσοβηκός ατύχημα!

«Κι άλλο καρφί εδώ πέρα» φώναξε ο Τέο από πάνω. «Πρέπει να εγκαταλείψουμε τη διαδρομή, είναι αλλουνού». «Ο άλλος μπήκε στη δική μας διαδρομή με τραβέρσα» απάντησα. «Εμείς πάμε κάθετα»!

Ανέβηκε πιο πάνω όπου βρήκε τρίτο καρφί, χρωμιωμένο. Ο ήλιος είχε πέσει κι έπρεπε να μαζευτούμε. Ζήτησε ιμάντα και τον έστειλα. Τον έδεσε στο καρφί και υποχώρησε κάτω.

Δεκαπέντε περίπου μέτρα είναι η δική μας διαδρομή. Έπειτα διασταυρώνεται με την άλλη των αγνώστων που τραβέρσαραν προς τη δική μας. Προτείναμε να τη συνεχίσουμε στο μέλλον με αυστηρή καθετότητα, κάτι που αυξάνει τη δυσκολία της. Συμφωνήσαμε να εξετάσουμε το ζήτημα μιαν άλλη φορά επιτόπου, γιατί από μακριά, όπως πάντα συμβαίνει, όλα φαίνονται εύκολα.

Πήραμε την ανηφόρα βαδίζοντας στο ανοικτό μονοπάτι. Η Εγνατία διάστικτη από κινούμενα φώτα στο μισοσκόταδο. Σε μισή περίπου ώρα ήμασταν στα αυτοκίνητα. Την αυλαία της επιχείρησης έκλεισε ένας δειλινός ζεστός καφές στην πόλη της Κοζάνης. Βάλαμε πρώτοι βύσματα στο λόφο του Αϊ-Λια, σε μια διαδρομή με ελκυστικά χαρακτηριστικά. Στο ιπτάμενο τρυπάνι!

Κατηγορίες: ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση