Κάθε Σεπτέμβριο εκατομμύρια γονείς πασχίζουν να βρουν τον καλύτερο τρόπο για να ξαναβάλουν τα παιδιά σε πρόγραμμα και ρυθμούς σχολείου μετά την ανεμελιά των διακοπών. Οι συμβουλές είναι γνωστές: Δημιουργήστε έναν ήσυχο χώρο όπου θα μπορούν να μελετούν. Βάλτε πρόγραμμα για το διάβασμα στο σπίτι. Βάλτε τους στόχους. Βάλτε τους όρια.
Αλλά, αντίθετα από ό,τι πιστεύαμε ως σήμερα, για να εντυπωθεί καλύτερα η γνώση απαιτείται ένας βαθμός «επιθυμητής δυσκολίας» στη διάρκεια της μελέτης. Οπως λένε ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες (UCLΑ), «όσο μεγαλύτερη είναι η πρόκληση για να αποθηκευτεί μια πληροφορίατόσο πιο δύσκολα σβήνεται από τη μνήμη αυτή η πληροφορία αργότερα».
Οι αμερικανοί ψυχολόγοι κατέληξαν σε ορισμένες «καλές συνήθειες» που αν καλλιεργήσουμε μικροί και μεγάλοι θα εξασφαλίσουμε το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα. Με δυο λόγια, θα πετύχουμε την έξυπνη μελέτη.
Η πρώτη είναι να εναλλάσσουμε συχνά τον χώρο στον οποίο διαβάζουμε. Η ιδέα μπορεί να ακούγεται ανορθόδοξη, έχει όμως αποδειχθεί ότι η αλλαγή του χώρου όχι μόνο δεν αποσυντονίζει τον εγκέφαλο αλλά αυξάνει τις πληροφορίες που συγκρατούμε μελετώντας.
Φαίνεται λοιπόν ότι η συμβουλή που δίνουμε στους μαθητές να βρουν έναν συγκεκριμένο χώρο στο σπίτι ή μια ήσυχη γωνιά σε κάποια βιβλιοθήκη δεν βοηθάει το διάβασμά τους. Οι έρευνες δείχνουν ότι ο εγκέφαλος συνδέει, συχνά υποσυνείδητα, αυτό που μελετάμε με τα ερεθίσματα που δεχόμαστε από το περιβάλλον και το αποθηκεύει καλύτερα στη μνήμη. «Πιστεύουμε ότι όσο περισσότερο ποικίλλει το εξωτερικό περιβάλλοντόσο εμπλουτίζεται η πληροφορία αναγκάζοντας τον εγκέφαλο να κάνει περισσότερους συσχετισμούς… Ξεχνάμε πιο δύσκολα όσα έχουμε μάθει με αυτόν τον τρόπο» λέει ο Ρόμπερτ Μπιορκ, καθηγητής Ψυχολογίας στο UCLΑ. Κάτι ανάλογο ισχύει όταν εναλλάσσουμε τον τύπο του γνωστικού αντικειμένου που μελετάμε σε μια ημέρα. Αν, π.χ., ασχοληθεί κανείς με το λεξιλόγιο, την ανάγνωση κειμένου και ορισμένους γραμματικούς κανόνες μιας ξένης γλώσσας το ίδιο απόγευμα, οι γνώσεις αυτές θα εντυπωθούν καλύτερα στον εγκέφαλο από ό,τι αν μελετούσε μόνο λεξιλόγιο στη διάρκεια του απογεύματος.
«Τα αποτελέσματα αυτής της μεθόδου είναι εντυπωσιακά. O εγκέφαλος εκπαιδεύεται στο να αναγνωρίζει τη στρατηγική που απαιτείται κάθε φορά για την επίλυση ενός προβλήματος ή τη χρήση μιας πληροφορίας» λέει ο δρ Μπιορκ. Αν και οι ερευνητές δεν αρνούνται ότι η εντατική και εξαντλητική μελέτη ενός και μόνο γνωστικού αντικειμένου σε μικρό χρονικό διάστημα μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερη βαθμολογία σε κάποιο διαγώνισμα, παρομοιάζουν τη διαδικασία της μάθησης με το πακετάρισμα μιας βαλίτσας.
Οταν γίνεται χωρίς βιασύνη, τακτικά και σταδιακά, η βαλίτσα θα κρατήσει για περισσότερο καιρό το περιεχόμενό της χωρίς να διαλυθεί.
Οταν ο εγκέφαλος επανέρχεται σε γνώσεις που απέκτησε στο παρελθόν, αναγκάζεται να μάθει από την αρχή κάποια από τα στοιχεία που είχε απορροφήσει προτού προσθέσει νέες πληροφορίες σε μια πρακτική που εμπεδώνει τη γνώση.
Οσο για τα διαγωνίσματα, παρά τα αρνητικά συναισθήματα που συχνά τα συνοδεύουν, φαίνεται ότι κάνουν θαύματα: όταν αναγκάζεται κανείς να ανασύρει μια πληροφορία από τη μνήμη του, αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αποθηκεύεται και κάνει την πρόσβαση σε αυτήν πιο εύκολη στο μέλλον.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.