fb.jpgΗ Λίτσα Γιάνναρου για το ψηφαικό μας προφίλ στην Καθημερινή:

Αυτή είναι όμως η σημερινή πραγματικότητα. Ο καθένας μας, ιδιώτης ή επιχείρηση, κουβαλάει πια, εκτός από την κανονική, και την ψηφιακή του ταυτότητα, με λιγότερα ή περισσότερα στοιχεία, έτοιμα ωστόσο να ανασυρθούν ανά πάσα στιγμή από τον οποιονδήποτε. Και να κάνουν μικρή ή μεγαλύτερη ζημιά.

Η διάδοση των social media τα τελευταία χρόνια έχει γιγαντώσει το φαινόμενο. Το facebook και το twitter μας έχει μεταμορφώσει όλους σε «μικρούς» δημοσιογράφους, διαμορφωτές της κοινής γνώμης -με όλα τα καλά και τα κακά που αυτό συνεπάγεται.

Ενα φαινομενικά «ανώδυνο» σχόλιο της καθημερινότητάς μας (για την τάδε εταιρεία τηλεπικοινωνιών που δεν μας «περιποιήθηκε» ή τον δείνα πολιτικό που μας εκνευρίζει) φτάνει αυτόματα σε μεγάλο ακροατήριο και διαδίδεται ταχύτατα. Η νέα αυτή, ιδιότυπη «δύναμη», εάν δεν τύχει σωστού χειρισμού, μπορεί αφενός να μας εκθέσει (βλέπε περίπτωση Ανδρέα Κουτούπη) και αφετέρου να «τραυματίσει» ανεπανόρθωτα τη φήμη κάποιου τρίτου. Τα σχόλια στο Ιντερνετ, όπως όλα τα γραπτά, μένουν…

Σε προσωπικό επίπεδο, οι ειδικοί συνιστούν να διαχειριζόμαστε με σύνεση τα νέα αυτά μέσα.

Κάθε μας αναφορά, ανάρτηση, σχόλιο θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ευπρέπεια και να αποφεύγεται η «υπερέκθεση» (είτε σε μορφή σχολίων είτε σε μορφή φωτογραφιών). Κάθε σύγχρονη επιχείρηση, προτού προσλάβει έναν νέο υπάλληλο, ελέγχει και το ηλεκτρονικό «βιογραφικό» του: το προφίλ του στο facebook, τα tweets του, τα αποτελέσματα που «βγάζει» γι’ αυτόν το google. Η ανάρτηση μιας αστείας, αλλά άσεμνης φωτογραφίας διακοπών φαινόταν καλή ιδέα τον Αύγουστο, αλλά ποιος θα ήθελε να χάσει μια δουλειά εξαιτίας της; Το 2009, το 45% των εργοδοτών παγκοσμίως ανέτρεξαν σε «σάιτ» κοινωνικής δικτύωσης για να ελέγξουν το προφίλ υποψηφίων εργαζομένων – ποσοστό που αυξήθηκε κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες από την περασμένη χρονιά. Το 35% των εργοδοτών μάλιστα δήλωσαν ότι αυτά που ανακάλυψαν τους οδήγησαν να μην προσλάβουν τον υποψήφιο. Η κοινή αντίληψη είναι ότι «η κακή ηλεκτρονική φήμη ενός εργαζομένου βλάπτει συνολικά τη φήμη της επιχείρησης».

Σε επιχειρηματικό επίπεδο, τα πράγματα δυσκολεύουν -ειδικά στην Ελλάδα όπου η διάδοση του twitter ξεκίνησε μόλις πριν από έναν χρόνο (στα περυσινά Δεκεμβριανά- σήμερα οι ενεργοί λογαριασμοί είναι περίπου 7.000, ενώ οι Ελληνες χρήστες του facebook φτάνουν τα 2 εκατ.) και όπου πολλές εγχώριες επιχειρήσεις δεν έχουν καν σελίδα στο Διαδίκτυο. Οπως λέει πάντως στην «Κ» η κ. Μαρία Λαζαρίμου, διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας παροχής υπηρεσιών Στρατηγικής Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων Advocate/ Burson-Marsteller, όλο και περισσότερες εταιρείες αντιλαμβάνονται ότι κινδυνεύουν από τις κρίσεις που γίνονται γι’ αυτούς στα social media ή από κάποιου είδους ηλεκτρονική απάτη.

«Αποδελτιώσεις»

Τι μπορούν να κάνουν όμως γι’ αυτό; «Καταρχήν, να παρακολουθούν τι γράφεται γι’ αυτούς στο Ιντερνετ. Αν δεν το κάνουν, κινδυνεύουν να τους ξεπεράσουν τα γεγονότα». Στο πλευρό τους, μπορούν να έχουν εταιρείες δημοσίων σχέσεων, όπως η Advocate, οι οποίες αναλαμβάνουν τέτοιου είδους ψηφιακές «αποδελτιώσεις». «Δεν φτάνει όμως αυτό. Πρέπει να εμπλακείς», εξηγεί η ίδια. «Εάν γραφτεί κάτι εναντίον μιας επιχείρησης σε μια εφημερίδα, η εταιρεία θα καλέσει τον δημοσιογράφο να καταθέσει την άποψή της. Το ίδιο θα πρέπει να γίνεται και στο Ιντερνετ. Να μπαίνουν οι εταιρείες στον κόπο να ανοίγουν διάλογο online. Πρέπει να καταλάβουν επίσης ότι πρέπει να έχουν παρουσία στα «σάιτ» αυτά. Αν δεν είσαι μέσα, δεν είσαι κοντά στον πολίτη. Ζούμε μια νέα πραγματικότητα που αναμένεται τα επόμενα χρόνια να γνωρίσει έξαρση. Γι’ αυτό πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός» καταλήγει η κ. Λαζαρίμου.

Οι «καθαρίστριες» του Ιντερνετ

Λέγονται και… καθαρίστριες του Ιντερνετ. Ο λόγος, για εταιρείες διαχείρισης κρίσεων ή δημοσίων σχέσεων που αναλαμβάνουν να… αναπτερώσουν το πεσμένο ψηφιακό ηθικό μιας επιχείρησης. Δηλαδή, να φτιάξουν το e-προφίλ της, που ενδεχομένως έχει τρωθεί από σειρά δίκαιων ή άδικων αρνητικών αναφορών. Μία από αυτές είναι και η βρετανική Ηington & Klarsey, που αναλαμβάνει να προσεγγίσει για λογαριασμό επιχειρήσεων όσους κάνουν τέτοιου είδους αρνητικά σχόλια και να τους… συνετίσει – με την καλή έννοια. Δεν είναι, όμως, πάντοτε εύκολο να ανακαλύψεις την πηγή μιας φημολογίας.

«Είναι συχνό το φαινόμενο της έναρξης μιας φημολογίας, έστω και ανυπόστατης, η οποία να έχει αποτέλεσμα η αναζήτηση στο google μιας επιχείρησης να “βγάζει” πρώτα και κύρια αρνητικές αναφορές», εξηγεί στην «Κ» η δ/νουσα σύμβουλος της Advocate / Burson-Marsteller, κ. Μαρία Λαζαρίμου. «Αυτό που μπορούμε να κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να δημιουργήσουμε αρκετό θετικό περιεχόμενο ώστε τα αρνητικά αποτελέσματα να πέσουν πιο χαμηλά». Η πρακτική αυτή ονομάζεται και «πνίξιμο» των αρνητικών αναφορών.

Στην Ελλάδα, το ενδιαφέρον εταιρειών για τέτοιου είδους ενέργειες είναι προς το παρόν μικρό, μια και η διείσδυση του Ιντερνετ παραμένει χαμηλή. «Πρέπει να αντιληφθούμε, ωστόσο, ότι σήμερα ο οποιοσδήποτε μπορεί να ανοίξει έναν λογαριασμό ανώνυμα και να σπιλώσει τη φήμη μας», συνεχίζει η ίδια. «Ξέρεις ότι αν γραφτεί κάτι στην “Καθημερινή” θα είναι έγκυρο. Δεν ισχύει το ίδιο όμως και για το Ιντερνετ».

 

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων