Υπάρχουν μέρες που σχεδόν νιώθεις την παραγωγικότητα να πέφτει στο πάτωμα. Κοιτάς γύρω και βλέπεις ανθρώπους κολλημένους σε οθόνες, ανθρώπους που βαριούνται και να προσποιηθούν πως ενδιαφέρονται. Νιώθεις πως όλη αυτή η ακτινοβολία, συντονισμένη να κοιτά τον ίδιο πνευματικό φωταγωγό, παράγει την ίδια ασημαντότητα, την ίδια βαρεμάρα, την ίδια νωθρότητα. Μπορεί όλοι την ίδια στιγμή να μιλάνε ψηφιακά για έναν μεγάλο σκοπό, για μια Μεγάλη Ιδέα, για μια σωτηρία, για μια επανάσταση. Αλλά φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι κάνουν τα κλικ τους, τους εμπνευσμένους σκοπούς τους, το συμβατικό χιούμορ τους, τα οργισμένα γκρουπ τους, τις ανούσιες αναπαραγωγές του ίδιου πράγματος. Φαίνεται πως κανείς δεν θέλει τίποτα να αλλάξει· μόνο η ώρα να περάσει. Είναι η ώρα της οκνηρίας.

Υπάρχουν κάποιες άλλες μέρες που παρατηρείς, πίσω από συμπεριφορές, ανθρώπους φοβισμένους, ανθρώπους γεμάτους προφανή ψυχολογικά προβλήματα, να μιλούν με πάθος για το αγαπημένο τους χόμπι: τον εαυτό τους. Ανθρώπους να αυτοθαυμάζονται έχοντας τόσο προβλέψιμες συμπεριφορές που σχεδόν μυρίζεις τη μανιέρα μέσα από την οθόνη. Είναι ένα στημένο παιχνιδάκι υπερπροβολής, μια φωτογραφία από μια παραλία με ένα φαινομενικά ανέμελο – αλλά στην πραγματικότητα καλά μελετημένο – σχόλιο, ένας κοιλιακός, ένα κλεμμένο απόφθεγμα, ένα selfie, μια πόζα. Είναι η ώρα της αλαζονείας.

Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι άξιοι παρατήρησης. Αυτοί που θα ήσουν σχεδόν σίγουρος πως θα μπορούσαν να γράψουν ό,τι πιο μύχιο υπάρχει, ό,τι πιο ευαίσθητο, ό,τι πιο ακατάλληλο υπάρχει μέσα τους, αναζητώντας λίγη ακόμη προσοχή. Πως θα μπορούσαν να ανεβάσουν φωτογραφία όχι μόνο από το παιδί τους, αλλά και από τον τρόπο που συνέλαβαν το παιδί τους αν αυτό θα τους έκανε να νιώσουν πιο αποδεκτοί. Είναι η λαιμαργία (της προσοχής) και η 
απληστία
 (των likes) σε έναν απάνθρωπο συνδυασμό.

Είναι και οι άλλοι, οι πιο σιωπηλοί. Αυτοί που ζουν τη ζωή τους μέσα από το πρίσμα των social media. Που δεν ενεργούν, απλώς παρακολουθούν. Που δεν αλληλεπιδρούν, μόνο σχολιάζουν την ίδια την έκθεση από μια ψηφιακή γαλαρία. Είναι αυτοί που εγκλωβισμένοι σε έναν παράλληλο κόσμο, ζηλεύουν την άνεση των άλλων να γράφουν τόσο ελεύθερα για τον εαυτό τους, φθονούν τους κοινωνικούς φίλους τους και δημιουργούν έξτρα ψυχολογικά προβλήματα στον εαυτό τους, φοβούμενοι πως χάνουν κάτι σημαντικό την ώρα που ζηλεύουν. Είναι η ώρα της ζηλοφθονίας.

Είναι και αυτοί που είναι έτοιμοι να τσαντιστούν, να πλακωθούν, να βγάλουν πύρινους λόγους με το παραμικρό. Με την ιστορία του κροκόδειλου, με ειδήσεις αλιευμένες συνήθως σε sites της συμφοράς, με τη Βουλή, με το παρελθόν, με τον Κατσουράνη και εκείνον τον διαιτητή, με τον βουλευτή, τον υποκριτή και τον τσαμπατζή. Είναι αυτοί που χάνουν το δίκιο της αγανάκτησης, όντας διαρκώς αγανακτισμένοι. Είναι έτοιμοι να πιστέψουν το πιο παρανοϊκό ψέμα μόνο και μόνο γιατί κουμπώνει με την αγανακτισμένη τους διάθεση. Είναι ο φόβος και ο τρόμος των διαφημιστών και των εταιρειών, όλοι αυτοί που αν συντονιστούν στον ίδιο σκοπό, έστω και κατά τύχη, μπορούν να κάνουν μια εταιρεία να βουλιάξει, μια προσωπικότητα να εξαφανιστεί, έναν σκοπό να ακυρωθεί. Είναι οι άνθρωποι της (δίκαιης ή άδικης, αυθεντικής ή αταβιστικής) οργής.

Μετά είναι και τα ζευγάρια. Ολοι αυτοί που είναι μαζί κοιτώντας παράλληλες εικόνες στα κινητά τους. Μπορεί να συμβεί στον καθένα. Μπορεί, όμως, όπως διηγείται μια νεαρή γυναίκα σε ένα εξαιρετικό αφιέρωμα του «Guardian», που την προηγούμενη εβδομάδα εικονογράφησε τα «7 θανάσιμα ψηφιακά αμαρτήματα», το ένα μέλος της σχέσης (αυτή εν προκειμένω) να απορροφηθεί τόσο πολύ από την ψηφιακή του ύπαρξη, από τους καβγάδες, την αποδοχή, τη ζήλια, τον θυμό, την ευκολία των σχέσεων της οθόνης, που να ξεχάσει εντελώς τη λαγνεία. Ή μάλλον να τη
μετατρέψει σε άκαπνη ψηφιακή λαγνεία. Το έβδομο αμάρτημα.

Το world wide web είναι 25 ετών. Πάνω από δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν μέσα του. Υπάρχουν οι γενιές που έχουν ζήσει και χωρίς αυτό (έστω και αν απορούμε πώς ζούσαμε), υπάρχουν και οι νεότεροι που δεν έχουν καν τη δυνατότητα να σκεφτούν μια ζωή χωρίς όλη τη γνώση του κόσμου στην παλάμη τους.

Δεν χρειάζεται να είμαστε τεχνοφοβικοί, ούτε φοβισμένοι ούτε καταγγελτικοί: αυτός είναι ο τρόπος που ζούμε, που αλληλεπιδρούμε, που βλέπουμε Μουντιάλ, που σχολιάζουμε, που δουλεύουμε, που φλερτάρουμε. Αρκεί να μάθουμε το πώς μας επηρεάζει ηθικά, πνευματικά, πολιτικά και κοινωνικά. Αρκεί να μαθαίνουμε να αλληλεπιδρούμε σε έναν νέο κόσμο που πριν ανακαλυφθεί έχει ήδη παλιώσει. Δεν είναι εύκολο. Αλλά δεν έχουμε και άλλη επιλογή.

Το Βήμα άρθρο του Δ. Θεοδωρόπουλου

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων