απ` το πεδίο της σχολικής πράξης – Αναστάσιος Τασινός

Το “κόλπο grosso” στα Ψηλά Αλώνια

Το «κόλπο grosso» στα Ψηλά Αλώνια

Αναστάσιος Αγ. Τασινός

Ιωάννινα 16 Απριλίου 2013

Στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας, στις 23 Μαρτίου 2013, ώρα 9 το βράδυ, στο μπαρ BBKing, έστησα το «κόλπο grosso», μια ωραία πλάκα στους παλιούς μαθητές μου. Με είχαν δάσκαλο στην Δ`, Ε` και ΣΤ` τάξη από το 1994 έως το 1997, στο 47ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών. Ήταν η μοναδική φορά, που  κατ` εξαίρεση δίδαξα στην ίδια τάξη για τρία συνεχόμενα χρόνια.

Η συνάντηση στο BBKing είχε κανονιστεί από τους μαθητές μου και δε θα μπορούσα ποτέ να αρνηθώ την τιμητική πρόσκλησή τους. Το αντάμωμα αυτό εκ των πραγμάτων αποκτούσε μια ιδιαίτερη σημασία, γιατί γινόταν μετά 16 χρόνια. Από τη στιγμή που ορίστηκε η ημερομηνία της συνάντησης διάφορες σκέψεις διαρκώς περνούσαν από το μυαλό μου:

Άραγε θα τους γνώριζα όλους τους μαθητές; Τους άφησα 12 χρονών παιδιά και σήμερα είναι 28.

Άραγε οι μαθητές μου θα με γνώριζαν, αν έκανα μια μικρή παραλλαγή στο παρουσιαστικό μου; Από αυτή την ιδέα γεννήθηκε και το «κόλπο grosso». Συγκεκριμένα, σκέφτηκα να εμφανιστώ στο BBKing με ένα αδιάφορο και εσωστρεφές ύφος, φορώντας καπέλο τζόκεϊ και γυαλιά, ένα στυλ που ήταν άγνωστο στους μαθητές μου. Αν σκηνοθετούσα καλά την είσοδό μου στο μαγαζί, ίσως και να περνούσα απαρατήρητος για ένα χρονικό διάστημα ανάμεσά τους. Αυτή η πλάκα με γοήτευε και θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον, αν την κατάφερνα.

Ξεκίνησα με το αυτοκίνητό μου από τα Γιάννενα για την Πάτρα στις 23 Μαρτίου 2013, ώρα 12 το μεσημέρι, με συντροφιά τις σκέψεις και τις αναμνήσεις διαρκώς να εναλλάσσονται στο μυαλό μου. Ο καιρός ήταν πολύ καλός και με τις ευχάριστες αναμνήσεις να συνοδεύουν το ταξίδι, έφθασα μετά τρεις ώρες στην Πάτρα. Άφησα τα πράγματα στο ξενοδοχείο Δελφίνι, πήρα το αυτοκίνητο και κατ` ευθείαν για το κέντρο της πόλης.

Έκανα μια βόλτα στην πλατεία Τριών Συμμάχων και στη συνέχεια κατευθύνθηκα στον Άγιο Ανδρέα, όπου άναψα ένα κεράκι. Άφησα το αυτοκίνητο στον περίβολο της εκκλησίας και με τα πόδια ανηφόρισα για τα Ψηλά Αλώνια. Ήθελα να δω το μαγαζί, όπου θα συναντούσα το βράδυ τους μαθητές μου.

Με τις πληροφορίες που είχα, εύκολα εντόπισα το BBKing, γωνιακό μαγαζί στο επάνω μέρος της πλατείας. Εκείνη την ώρα ήταν κλειστό και απ` έξω προσπάθησα να δω τη διαρρύθμιση του χώρου. Παρατήρησα ότι είχε μια κεντρική είσοδο από την πλατεία και μια παράπλευρη είσοδο από τον άλλο δρόμο. Στο ισόγειο του μαγαζιού υπήρχε ένα μεγάλο μπαρ, απέναντι ψηλά τραπέζια με σκαμπό, στο βάθος χαμηλά τραπέζια με καρέκλες και στη γωνία μια σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι.

Κάθισα σε μια καφετέρια στην πλατεία, παρήγγειλα έναν εσπρέσο και σκηνοθέτησα την είσοδό μου στο μαγαζί, με τα δεδομένα που είχα μπροστά μου. Το σενάριο ήταν απλό: Να αποβιβαστώ από το ταξί στο κάτω μέρος της πλατείας, να φοράω γυαλιά και καπέλο, να μπω από την παράπλευρη είσοδο στο μαγαζί με το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω, να πάω κατ` ευθείαν στο μπαρ, να παραγγείλω μία μπύρα και προπαντός να μη δείχνω ότι κάποιον ψάχνω να βρω. Απέκλεισα την κεντρική είσοδο, γιατί από εκεί υπέθεσα ότι θα έμπαιναν οι μαθητές και ίσως κάποιος να με περίμενε στην πόρτα. Επέλεξα να καθίσω στο μπαρ, γιατί οι μαθητές με την είσοδό τους στο μαγαζί θα έβλεπαν την πλάτη μου, ενώ εγώ με κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά θα μπορούσα να ελέγχω την κατάσταση. Στο μαγαζί έπρεπε να πάω τουλάχιστον 15 λεπτά πριν τις 9. Με λίγη τύχη σκεφτόμουν ότι θα τα κατάφερνα. Η πρώτη φάση του σχεδίου να καθίσω στο μπαρ και να ελέγχω τον ερχομό των μαθητών, μου φαινόταν εύκολη υπόθεση. Η δεύτερη όμως φάση να καθίσω σε ένα τραπέζι δίπλα τους και να το παίζω αδιάφορος, μου φαινόταν δύσκολη υπόθεση. Παρόλα αυτά αισθανόμουν αισιόδοξος.

Αφού κατέστρωσα και τις λεπτομέρειες του σχεδίου για το βράδυ, κατέβηκα τις σκάλες της πλατείας, πήρα την οδό Τριών Ναυάρχων και κατευθύνθηκα στον Άγιο Ανδρέα, όπου είχα παρκαρισμένο το αυτοκίνητο. Είχα μπροστά μου ακόμη τρεις ώρες. Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο από τα παλιά,  τον Αντρέα, πρόεδρο τότε του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων στο 64ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών, στο οποίο ήμουν διευθυντής. Προς στιγμή σκέφτηκα να ζητήσω τη βοήθειά του και να πάμε μαζί στο BBKing, ώστε να διαφύγω εύκολα της προσοχής των μαθητών μου. Απέρριψα όμως αυτή την επιλογή, γιατί δεν ήθελα να καταχραστώ το χρόνο του, αλλά και γιατί διαισθανόμουν ότι οι μαθητές με ήθελαν μόνο σε αυτή τη συνάντηση. Με τον Αντρέα καθίσαμε σε μια καφετέρια στην περιοχή της Μαρίνας και θυμηθήκαμε την άριστη συνεργασία των τριών χρόνων που είχαμε. Μια συνεργασία που ευτύχησε να συμβάλει στην ανέγερση νέου διδακτηρίου για το 64ο Δημοτικό Σχολείο. Ο χρόνος πέρασε ευχάριστα, κι όταν πλησίασε η ώρα να πάω στα Ψηλά Αλώνια, πήρα ένα ταξί, γιατί δεν ήθελα τη βραδιά αυτή να έχω την ευθύνη του αυτοκινήτου μου. Σταμάτησα το ταξί σε απόσταση ασφαλείας από το BBKing, φόρεσα τα γυαλιά και το καπέλο και κατευθύνθηκα προς την παράπλευρη είσοδο του μαγαζιού. Εκείνη την ώρα το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο. Αλλιώς, όμως, σχεδιάζεις μερικά πράγματα κι αλλιώς σου βγαίνουν στην πράξη. Μπαίνοντας στο μαγαζί από την παράπλευρη είσοδο, διασταυρώθηκα στον κεντρικό διάδρομο με μια ομάδα τριών μαθητών μου. Τους αναγνώρισα αμέσως και τους τρεις. Ανησύχησα ότι το «κόλπο grosso» θα τιναχτεί στον αέρα. Πρώτη ήταν η Γεωργία Συμεωνίδη, ακολουθούσε ο Νίκος Μπινιέρης και τελευταίος ο Βασίλης Τσακουλογιαννόπουλος, ο επονομαζόμενος και «Βιλάρας» ή «Τσάκο».  Η Γεωργία και ο Νίκος με προσπέρασαν δίχως να με κοιτάξουν. Ο Τσάκο, όμως, με κοίταξε στα μάτια και νόμισα προς στιγμή ότι με τσάκωσε. Με προσπέρασε όμως και αυτός και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν στο πατάρι. Ανακουφίστηκα. Το καπέλο και τα γυαλιά είχαν κάνει σπουδαία δουλειά. Κατευθύνθηκα προς το μπαρ με ανεβασμένη αυτοπεποίθηση, κάθισα σε ένα σκαμπό και παρήγγειλα ένα μικρό ποτήρι μπύρα για να συνέλθω από το βλέμμα του  Τσάκο.

Ύστερα από λίγο εμφανίζεται η Μαριλία Κάνιστρα. Η φυσιογνωμία της ίδια ακριβώς, όπως ήταν και πριν από 16 χρόνια. Κοντοστάθηκε στον κεντρικό διάδρομο, μίλησε για λίγο στο κινητό της τηλέφωνο και κατευθύνθηκε προς το πατάρι.

Εν τω μεταξύ ο μπάρμαν, που πρώτη φορά με έβλεπε, με κοιτούσε με ένα ερευνητικό βλέμμα. Τον φώναξα προς το μέρος μου και του εξήγησα το λόγο για τον οποίο βρίσκομαι στο BBKing. Κέρδισα την εμπιστοσύνη του και μου έδωσε τις πληροφορίες που ήθελα. Συγκεκριμένα ότι η Γιώτα Παπασπηλίου έκλεισε τραπέζι για 10 άτομα και ότι αυτή τη στιγμή είναι όλοι στο πατάρι και με περιμένουν.

Από δω και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα. Πώς να ξεφύγω από τόσα μάτια, που από το πρώτο βήμα στο πατάρι θα με περνούσαν ακτινογραφία;

Η συνταγή πάλι η ίδια. Το γείσο του καπέλου λίγο κατεβασμένο, γυαλιά στα μάτια και προπαντός περπάτημα αδιάφορο και βλέμμα στραμμένο στο πάτωμα. Τo περιφερειακό βλέμμα έπρεπε να το ξεχάσω. Λίγη τύχη χρειαζόμουν στα πρώτα βήματα στο πατάρι για να μη δεχθώ ομαδικά τα βλέμματά τους και λίγη τύχη στη συνέχεια, ώστε να  βρω ένα άδειο τραπέζι για να καθίσω. Πλήρωσα στον μπάρμαν την μπύρα, πήρα μια βαθιά ανάσα και «βουρ» για το πατάρι.

Από τη σκάλα και πριν ακόμη πατήσω το πόδι μου στο πατάρι, εντόπισα στη δεξιά μεριά τους μαθητές μου. Παραδόξως διέσχισα το μισό πατάρι και δεν αισθάνθηκα να γίνομαι στόχος. Στο μέσον του παταριού υπήρχε μια κολώνα και κοντοστάθηκα λίγο για να δω τι θα κάνω. Πήρα μια ανάσα και είδα μπροστά μου ότι είχα δύο επιλογές, όσα ήταν και τα άδεια τραπέζια εκείνη τη στιγμή στο πατάρι. Η πρώτη επιλογή ήταν να καθίσω στο τραπέζι πίσω από την κολώνα με πλάτη τους μαθητές, για να μην είμαι εκτεθειμένος. Η δεύτερη επιλογή ήταν να προσπεράσω την κολώνα και να καθίσω στο τραπέζι ακριβώς δίπλα τους με το προφίλ μου εκτεθειμένο σε όλους. Σε χρόνο μηδέν έπρεπε να αποφασίσω, για να μη γίνω ακίνητος στόχος. Η δεύτερη επιλογή – παρόλο ήταν η πιο δύσκολη –  με εξιτάριζε πιο πολύ, γιατί είχε περισσότερο σασπένς και αδρεναλίνη. Με δεδομένη την επιτυχία που είχα στο ισόγειο του μαγαζιού, αποφάσισα τη δεύτερη επιλογή. Κάθισα στο τραπέζι δίπλα τους προσπαθώντας να βγάλω προς τα έξω την εικόνα του μοναχικού πελάτη, που είναι κλεισμένος στον εαυτό του. Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί στο τραπεζομάντηλο και δεν κουνιόταν ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Δεν το πίστευα ότι είχα γίνει κυρίαρχος του παιχνιδιού!

Απολάμβανα το «κόλπο grosso» και προσπαθούσα να ακούσω τι λένε. Κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι μια ανησυχία και μια κινητικότητα ψιθύρων, ενώ άρχισαν να έρχονται και μερικά βλέμματα προς το μέρος μου. Εγώ εξακολουθούσα να κάνω τον αδιάφορο, δείχνοντας ότι δεν περιμένω κανέναν στο μαγαζί. Η ταχτική αυτή τους απέτρεπε να πάρουν πρωτοβουλία και να με πλησιάσουν. Ήταν τζέντλεμαν και δεν ήθελαν να γίνουν αδιάκριτοι και να ενοχλήσουν έναν σοβαρό-μοναχικό κύριο.  Παρόλα αυτά, αισθανόμουν την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Κάποιος φαίνεται έσπερνε «κοινά δαιμόνια» ότι ο τύπος που κάθισε δίπλα τους, ίσως και να είναι ο δάσκαλος. Εκτίμησα ότι αυτή η χρονική στιγμή, ήταν η κατάλληλη για την αποκάλυψη. Με μια ξαφνική κίνηση σηκώθηκα όρθιος, έβγαλα με το αριστερό χέρι τα γυαλιά, με το δεξί χέρι πέταξα στον αέρα το καπέλο και αναφώνησα: «Ξεχάσατε το δάσκαλό σας!»  Έγινε, το έλα να δεις! Γέλια, χαρά, ενθουσιασμός, εναγκαλισμοί, συγκίνηση! Πολλά συναισθήματα ξεπήδησαν και πλημύρισαν το πατάρι! Τα διπλανά τραπέζια σάστισαν από τα ξεφωνητά και τα γέλια και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Οι μαθητές δεν περίμεναν να εμφανιστώ  δίπλα τους με αυτόν τον τρόπο. Ίσως να περίμεναν  να δουν κανέναν παππού να κοιτάει ένα-ένα τα τραπέζια και να ρωτάει για να τους βρει.

Αναγνώρισα με ευκολία τον Κώστα Βλασσόπουλο. Τον Αλέκο Κάντζαρη εκεί που τον έψαχνα με τα μάτια και ετοιμαζόμουν να του πω ποιος είναι, βιάστηκε και μου αποκάλυψε το όνομά του. Είπα σε όλους εκείνη τη στιγμή να μην αποκαλύπτονται, αν εγώ δεν τους το ζητήσω. Η Βικτωρία Φλιάτουρα με δυσκόλεψε λίγο, γιατί στο Δημοτικό φορούσε γυαλιά. Η Γιώτα Παπασπηλίου προδόθηκε από το χαμόγελό της. Ανακοίνωσα και τα ονόματα των υπολοίπων μαθητών που είχα δει στο ισόγειο του μαγαζιού και κάθισα στο τραπέζι ευχαριστημένος ότι δε μου ξέφυγε κανένας. Κι εκεί που έδρεπα τις δάφνες της επιτυχίας μου, σκάει μύτη ένας τύπος με ξυρισμένο κεφάλι και μαύρη πυκνή γενειάδα. «Για να δούμε δάσκαλε, θα τον γνωρίσεις αυτόν;» μου λέει ο Βιλάρας. Πράγματι μου φαινόταν δύσκολη περίπτωση, γιατί το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο. Προσπάθησε να με βοηθήσει ο Νίκος, αλλά με μπέρδεψε ακόμη περισσότερο, όταν μου είπε ότι το μικρό του όνομα είναι Γιώργος και στο Δημοτικό ήταν ο πιο ψηλός της τάξης. Ο Γιώργος Τσαγγαράς είπα κατ` ευθείαν, αυτός ήταν ο πιο ψηλός. Όχι μου λέει ο Νίκος, δεν είναι αυτός και αναγνώρισε ότι μου είχε δώσει  λάθος πληροφορία. Ανέφερα και το όνομα του Σπύρου, που κι αυτός ήταν από τους ψηλούς της τάξης, αλλά απέτυχα για δεύτερη φορά. Αγχώθηκα, γιατί προηγουμένως – χαριτολογώντας – είχα κάνει και βαρύγδουπη δήλωση ότι αν δεν αναγνώριζα κάποιον μαθητή,  θα έφευγα για τα Γιάννενα. Αρνήθηκα να μου δοθεί άλλη βοήθεια και στηρίχτηκα στο ένστικτο μου. Συζητούσα με το μαθητή, τον κοιτούσα στα μάτια και κατά διαστήματα του έλεγα να μου χαμογελάει. Στο τέταρτο χαμόγελο τον συνέλαβα. Ήταν ο Γιώργος Μιχαλιός. Η γενειάδα του τελικά δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελό του, που είχε αποτυπωθεί στο μυαλό μου. Ήταν ο μοναδικός μαθητής στην τάξη που όλοι τον φωνάζανε με το επίθετό του, γιατί έμοιαζε με μικρό όνομα. Για το λόγο αυτό και η αρχική βοήθεια ότι λέγεται Γιώργος, δε μου έλεγε τίποτε.

«Καλώς ανταμωθήκαμε νεμείς οι ντερτιλήδες», με αυτόν το ωραίο στίχο από τη Δημοτική ποίηση, αρκετές φορές υψώσαμε και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. Ο καθένας έπινε το ποτό της αρεσκείας του, παίρνοντας μεζεδάκι από τις ποικιλίες, που είχαμε στο τραπέζι. Ακόμη  δεν ξεχάσαμε να ευχηθούμε και εις υγείαν των απόντων συμμαθητών. Εκείνο το βράδυ μίλησα στο κινητό τηλέφωνο και με δύο άλλους μαθητές μου, το Γιώργο Τσαγγαρά και το Νίκο Σκούρα, που βρισκόταν εκτός Πατρών.

Ήταν μια ξεχωριστή βραδιά. Οι μαθητές μού μίλησαν για τη ζωή τους αυτά τα 16 χρόνια κι εγώ για τη δική μου. Ανεπανάληπτες στιγμές, πολλές αναμνήσεις, ανείπωτες ομορφιές και δυνατές συγκινήσεις. Τα λόγια που σήμερα γράφω, είναι ανήμπορα να περιγράψουν τα συναισθήματα των στιγμών εκείνων! «Ωραία στιγμή στάσου!» η φράση αυτή  του Γκαίτε από το έργο του «Φάουστ», ήρθε στο μυαλό μου.

Αφού πέρασαν 4 περίπου ώρες, ο Νίκος έριξε την ιδέα να συνεχιστεί η βραδιά σε μπαρ με μουσική, στην πλατεία Γεωργίου. Υπήρχε μεγάλη διάθεση απ` όλους μας και η πρόταση έγινε αμέσως αποδεκτή , για το “plan B” της βραδιάς, όπως το ονομάσαμε.

Στις 01.30 ήμασταν στο νέο μπαρ, το οποίο  ήταν γεμάτο κόσμο. Οι νέοι όρθιοι με ένα ποτό στο χέρι, απολάμβαναν τη μουσική σε υψηλά ντεσιμπέλ. Ο Νίκος, όμως, με τις γνωριμίες που είχε, δεν μας άφησε όρθιους. Μας βρήκε μια ωραία γωνιά στο μαγαζί, που ήταν διαμορφωμένη σαν σαλόνι σπιτιού και βολευτήκαμε όλοι. Φρόντισε να μη μας λείψει τίποτε.

Άφησα τους μαθητές να μου επιλέξουν μια μπύρα από αυτές που έλεγε η σερβιτόρα, γιατί όλες μου ήταν άγνωστες. Η επιλογή τους ήταν πολύ καλή.

Ακολούθησαν νέες συζητήσεις, νέες χαρές, νέες συγκινήσεις. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο ζεστή, που κανείς δεν ήθελε να αποχωριστεί τη συντροφιά. Με κρύα καρδιά σηκώθηκα για να φύγω, γιατί την άλλη μέρα είχα ταξίδι για τα Γιάννενα. Χαριτολογώντας είπα στη Παναγιώτα, αν μπορώ να εγκαταλείψω το “plan B”, γιατί η ώρα είχε πάει 02.30. Ενέκρινε την αποχώρηση χαμογελώντας, αφού πρώτα μου ανήγγειλε ότι αύριο υπάρχει και “plan C”, μεσημεριανός καφές στις 12, σε καφετέρια στην περιοχή της Μαρίνας. Δήλωσα συμμετοχή, τους καληνύχτισα και αναχώρησα για το ξενοδοχείο Δελφίνι. Ο Γιώργος επέμενε να με πάει με το αυτοκίνητό του. Εγώ, όμως,  επέμενα να πάρω ένα ταξί. Ανησυχούσα, μήπως είχε καταναλώσει αλκοόλ περισσότερο από το επιτρεπτό όριο, αλλά με διαβεβαίωσε ότι μόνον ένα ποτό είχε πιει σε διάστημα πέντε ωρών. Έτσι δέχτηκα την προσφορά του.

Το βράδυ δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Οι συγκινήσεις ήταν πολύ δυνατές!

Την άλλη μέρα, στις 12 το μεσημέρι, ήμασταν όλοι μαζί στο Θεατράκι της Μαρίνας. Στην παρέα προστέθηκαν ο Νίκος Σκούρας, τον οποίο αναγνώρισα αμέσως και ο σύζυγος της Παναγιώτας. Καθίσαμε στον επάνω όροφο μιας διώροφης καφετέριας με φόντο τη θάλασσα. Παρόλο που η θέα ήταν πολύ ωραία, ήταν το τελευταίο που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή και για αυτό έβαλα πλάτη τη θάλασσα. Ήμασταν όλοι ξενυχτισμένοι, αλλά ευτυχισμένοι. Επειδή δεν είμαι μαρτυριάρης, δε θα γράψω ποιοι τράβηξαν το “plan B” μέχρι πρωίας. Παρόλα αυτά, ήταν συνεπείς στο “plan C”. Υπήρχε μεγάλη διάθεση για συζήτηση και για πλάκα. «Δάσκαλε, θυμάσαι εκείνο; δάσκαλε, θυμάσαι το άλλο;» μου έλεγαν συνέχεια. Χωρίς να θέλω να ευλογήσω τα γένια μου – μάρτυρες οι μαθητές μου – τα θυμόμουν όλα και υπερθεμάτιζα στις αναμνήσεις. Μου άρεσε πολύ που με προσφωνούσαν “δάσκαλε” και όχι “κύριε”, όπως στο Δημοτικό. Χωρίς να το καταλάβουμε πέρασαν άλλες τρεις ώρες. Σε αυτή τη χαριτωμένη συντροφιά δεν υπήρχε τίποτε το “δήθεν”. Όλες οι στιγμές ήταν αυθεντικές και όμορφες! Απέναντί μου καθόταν ένα ζευγάρι με το μικρό αγοράκι τους και μας παρακολουθούσαν διαρκώς. Έδειχναν  πολύ εντυπωσιασμένοι από την ατμόσφαιρα που έβλεπαν μπροστά τους.

Μετά τα ανταμώματα έρχονται τα ξεχωρίσματα, είπα συγκινημένος στους μαθητές. Όλοι εξέφρασαν την επιθυμία να ξανανταμώσουμε – πρώτα υγεία να υπάρχει – στα Γιάννενα. Το αντάμωμα έχει πάρει ήδη τον κωδικό “plan D”. Τους χαιρέτησα έναν-έναν και μετά  όλους μαζί και  απομακρύνθηκα. Τη στιγμή εκείνη ήρθε στο νου μου το τραγούδι του Σαββόπουλου  «όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται, εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω τις μέρες τις παλιές».

Συνειδητοποίησα ότι από το τις 9 το βράδυ που συνάντησα τους μαθητές μου, μέχρι τις 3 το μεσημέρι που τους αποχαιρέτησα, είχαν περάσει 18 ώρες, εκ των οποίων τις μισές ώρες ήμασταν μαζί. Αυτό τα λέει όλα για την ποιότητα των παιδαγωγικών σχέσεων, που έλαβαν χώρα πριν 16 χρόνια. Ο χρόνος δεν στάθηκε ικανός να τις οξειδώσει, γιατί ήταν σωστές και αληθινές.

Στο δρόμο της επιστροφής, παρόλο το ξενύχτι, ένιωθα ξεκούραστος. Διαρκώς σκεφτόμουν τις όμορφες στιγμές, που είχαν προηγηθεί!

Ήταν μια ωραία συνάντηση, που έγραψε τη δική της ιστορία!

Αγαπητοί μου μαθητές, «πάλε καλαίς αντάμωσαις, πάλε ν` ανταμωθούμε».

Ιωάννινα 16 Απριλίου 2013

2 σχόλια »

  1. kwstas vlasopoulos Eίπε,

    16 Απριλίου, 2013 @ 6:42 μμ       Απάντηση

    tromeros daskalos

  2. Ζωή Νίκου Eίπε,

    19 Ιουνίου, 2013 @ 6:41 μμ       Απάντηση

    Υπέροχο αντάμωμα!!! Ευτυχώς που δε σκεφτήκατε να στείλετε αρχικά τον αδερφό σας, για μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας!!! Είστε υπέροχοι δάσκαλοι και δύο!!!


RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων