Άρθρα: Απόψεις

Αγαπητοί συνάδελφοι,
σας κοινοποιούμε κείμενο θέσεων σχετικά με ένα σημαντικό θέμα: “πώς μπορεί η βαθμολόγηση της Νεοελληνικής Γλώσσας στις Πανελλαδικές να γίνει ακριβοδίκαιη;”.
Πρόκειται για ένα κείμενο καρπό ενός διαλόγου που αναπτύχθηκε στο wiki “agathi.pbworks.com” , ανάμεσα σε φιλολόγους,  βαθμολογητές και συντονιστές της βαθμολόγησης του μαθήματος, που θέλουν να ευαισθητοποιήσουν θετικά τους αρμόδιους φορείς αλλά και κάθε έλληνα πολίτη, για ένα θέμα που συνήθως απασχολεί την κοινή γνώμη σε επίπεδο προσωπικών διαμαρτυριών και φημολογίας, αλλά σχετίζεται τελικά με την αξιοπιστία της διαδικασίας επιλογής φοιτητών. Η κοινοποίηση του κειμένου στον Σύνδεσμό αποσκοπεί στην ανάπτυξη του σχετικού διαλόγου ανάμεσα στους συναδέλφους.

Κείμενο

Ο βαθμός της «Έκθεσης» στις Πανελλήνιες είναι ο άγνωστος χ μιας πολύ κρίσιμης διαδικασίας. Είναι εκείνος που συχνά ανατρέπει προσδοκίες αλλά και χρόνιες αξιολογήσεις, που αποκαλύπτει αλλοπρόσαλλες κρίσεις, που αφήνει πίκρα, θυμό κι απορίες, σε υποψηφίους, γιατί δεν καταλαβαίνουν σε τι απέτυχαν, σε γονιούς, γιατί δεν καταλαβαίνουν πώς διαψεύστηκαν, σε δασκάλους, γιατί δεν καταλαβαίνουν τι δεν δίδαξαν σωστά. Το Γλωσσικό μάθημα – όσο σπουδαίο κι αν είναι δυνητικά – είναι υπόλογο: δεν είναι μετρήσιμο αντικειμενικά παρ’ εκτός κι αν ευτελιστεί σε μια φόρμα τυποποιημένων απαντήσεων κλειστού τύπου. Οπότε καλύτερα να εξαιρεθεί από τον διαγωνισμό επιλογής φοιτητών.

Εκτός κι αν δεν είναι το μάθημα υπόλογο αλλά ο τρόπος της βαθμολόγησής του. Αν αυτός αλλάξει μεθοδικά, δεν χρειάζεται να θυσιαστεί ένας πολύτιμος δείκτης της γλωσσικής και πνευματικής ωριμότητας του υποψηφίου. Συγκεκριμένα, κι από τα πιο απλά στα πιο σύνθετα:
Το κριτήριο πρέπει να επιμεριστεί σε θέματα μικρής βαρύτητας. Όσο υπάρχουν θέματα που καλύπτουν το 40% της συνολικής βαθμολογίας, η βαθμολόγηση θα είναι ρευστή.
Τα ζητούμενα του κριτηρίου πρέπει να διατυπώνονται με την απαιτούμενη σαφήνεια, ακρίβεια και πληρότητα , ώστε να μην επιτρέπουν αποκλίνουσες («αυστηρές» ή «επιεικείς») ερμηνείες και θεωρήσεις κατά την αξιολόγηση.
Σε μια πιθανή αναβαθμολόγηση πρέπει ο τελικός βαθμός να προκύπτει από τον Μέσο όρο των δύο πλησιέστερων μεταξύ τους βαθμολογιών. Όσο προστατεύονται οι υψηλότερες βαθμολογίες, παράγονται αδικίες.
Για την αξιολόγηση του παραγόμενου λόγου είναι αναγκαίο να αξιοποιηθούν ως επιμορφωτές και ως μέλη του Κεντρικού φορέα των εξετάσεων και Γλωσσολόγοι που ασχολούνται με την διδασκαλία της μητρικής γλώσσας στο σχολείο . Η διδασκαλία και τα εξεταστικά κριτήρια γενικά πρέπει να εναρμονίζονται με τα Προγράμματα Σπουδών και να μην παλινδρομούν ανάμεσα σε επιστημονικά έγκυρες αρχές και σε παραδοσιακές συνταγές και παγιωμένες εξωθεσμικά φόρμες αξιολόγησης.
Οι βαθμολογητές πρέπει να είναι καθηγητές που διδάσκουν και βαθμολογούν το μάθημα για πολλά χρόνια και συμμετέχουν όλη τη χρονιά σε εργαστήρια πειραματικής βαθμολόγησης γραπτών δοκιμίων, στη διάρκεια των οποίων θα εντοπίζουν τις αποκλίσεις των κριτηρίων τους και των εκτιμήσεών τους και θα συνειδητοποιούν ότι συμμετέχουν σε μια διαδικασία στην οποία προέχει – πέρα από προσωπικές κρίσεις και εγωισμούς – η ομοιογένεια της αξιολόγησης.
Η βαθμολόγηση πρέπει να βασίζεται σε αναλυτικές οδηγίες, οι οποίες α) θα περιλαμβάνουν σαφείς και ορισμένους δείκτες ποιότητας και απαξίας και ικανά δείγματα απαντήσεων, β) θα προκύπτουν από εισήγηση της κεντρικής επιτροπής αναδιαμορφωμένη σύμφωνα με τις ενστάσεις και τα σχόλια βαθμολογητών και συντονιστών, εδραιωμένα σε «πειραματική βαθμολόγηση» ικανού δείγματος και χρόνου επεξεργασίας και γ) θα εφαρμόζονται υπό την επίβλεψη έμπειρων συντονιστών, επιλεγμένων ώστε να εμπνέουν τον σεβασμό και την ομαδικότητα.
Η βαθμολογική περίοδος δεν πρέπει να τελειώνει με το τέλος της βαθμολόγησης και την ανακοίνωση των βαθμολογιών αλλά με την ενημέρωση των βαθμολογητών σχετικά με αποκλίσεις και απροσδόκητες εκτιμήσεις τους. Σκόπιμο είναι στη φάση αυτή να κατατίθενται προς επεξεργασία και παρατηρήσεις – απορίες των διδασκόντων, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις στις οποίες διαπίστωσαν εκ των υστέρων ότι η βαθμολογία των Πανελληνίων απείχε από τις μαθητικές επιδόσεις , όπως προέκυπταν από μεθοδική ενδοσχολική αξιολόγηση. Η αξιολόγηση δηλαδή πρέπει να ανατροφοδοτεί την διδακτική πράξη συστηματικά.
Τον τελευταίο χρόνο πολλοί εναποθέτουν τις ελπίδες τους για μια ακριβοδίκαια κρίση των γραπτών της Νεοελληνικής Γλώσσας στον υπό δημιουργία Εθνικό Οργανισμό Εξετάσεων και στο εξαγγελθέν Σώμα Βαθμολογητών. Αυτό είναι εν μέρει σωστό. Ορθά μεταθέτει το πρόβλημα στη διαδικασία της βαθμολόγησης και όχι στη φύση του μαθήματος, αλλά καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι το πρόβλημα θα λυθεί ως δια μαγείας χάρη σ’ ένα ευάριθμο σώμα βαθμολογητών υψηλών προσόντων, αμέμπτου ήθους, πειθαρχημένων και ανεπηρέαστων στην κρίση τους. Κάτι τέτοιο μπορεί να ακούγεται καθησυχαστικό, αλλά δεν είναι ρεαλιστικό. Εκτός κι αν ενταχθεί σε ένα πλαίσιο λειτουργίας σαν κι αυτό που περιγράψαμε.

Υπογραφές
Aναστασοπούλου Ελευθερία, Βοκορόκος Τριαντάφυλλος, Γεωργιάδου Αγάθη, Δακανάλη Βιργινία (Βέρα), Διβάνη Αναστασία, Καρακολίδης Παναγιώτης, Κιτσούλης Δημήτρης, Κούτκος Βαγγέλης, Λάζαρης Άγγελος, Λάζος Τάσος, Λεουτσάκος Στάθης, Μιχαηλίδης Αντώνης, Μοίρα Πολίνα, Μουντάνου Ρούλα, Μουρκάκου Σταυρούλα, Μουτάφη Μαρία, Μπαζάνης Βασίλης, Παπαζάνη Αγγελική, Πολύβιος Πρόδρομος, Ρουμπάκης Γιάννης, Ρωμανού Ιωάννα, Σακκά Βασιλική, Σερεμετάκης Γιώργος, Σιαμαντούρα Σωτηρία, Σιώτου Κωνσταντίνα, Σκαλιδάκη Μαίρη, Σκόρδου Αναστασία, Σκούρτη Δέσποινα, Σπηλιοπούλου Κωνσταντίνα, Σταθοπούλου Δήμητρα, Τιμπλαλέξη Παρασκευή, Τόλη Βασιλική, Τσαλίκουσου Πηνελόπη, Τσίγκου Πολυάνθη, Τσιτσεκίδης Γιάννης, Τσουκαλά Ειρήνη, Τσουκαλάς Παναγιώτης, Φελλαχίδου Σοφία, Χριστόπουλος Δημήτρης.

Τον τελευταίο καιρό η παιδεία μας ταλανίζεται από διαδοχικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ η δημόσια εκπαίδευση, ιδιαίτερα η δευτεροβάθμια, βομβαρδίζεται με νόμους και Π.Δ., τα οποία πλήττουν κατακτημένα εργασιακά δικαιώματα και υποβαθμίζουν τη διδακτική διαδικασία και το περιεχόμενο της γνώσης.

Οτιδήποτε έχει κατακτηθεί με τους αγώνες και διατηρούσε μέχρι σήμερα κάποια ισορροπία σε μιαν ανταγωνιστική κοινωνία, η οποία βιώνει τις δυσμενέστερες οικονομικές συνθήκες των τελευταίων ετών, έχει σχεδόν εξαφανιστεί, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση, πολλαπλών προβλημάτων που αφήνουν την παιδεία  έκθετη και εντελώς ανοχύρωτη στον κυκλώνα της κρίσης. Τα προβλήματα αυτά είναι: συγχωνεύσεις δημόσιων σχολείων, κατάργηση σχολικών μονάδων, συμπτύξεις τμημάτων, ακόμη και στις κατευθύνσεις, αναστολή επ΄αόριστον διεξαγωγής του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π., με αποτέλεσμα χιλιάδες φιλόλογοι – και όχι μόνο – να αναμένουν ματαίως να διορισθούν, αύξηση κατά δύο ώρες εβδομαδιαίως του ωραρίου διδασκαλίας των καθηγητών, παρακώλυση πρόσληψης αναπληρωτών για την κάλυψη των διδακτικών κενών.

Οι φιλόλογοι  αλλά και όλοι οι εκπαιδευτικοί,  καλούνται να εργασθούν, υπό αντίξοες συνθήκες και με περικοπή μεγάλου μέρους των αποδοχών τους, βιώνοντας, ιδιαίτερα οι νεοδιόριστοι, τους πλέον επαχθείς όρους διαβίωσης.

Επιπρόσθετα, οι ήδη διορισμένοι και κατέχοντες οργανική θέση εκπαιδευτικοί βρίσκονται υπό τη δαμόκλεια σπάθη της μετάθεσης ή ακόμη και της απόλυσης, που συνδέονται με την πολυσυζητημένη αξιολόγηση,  η οποία φαίνεται ότι δεν αποσκοπεί στη βελτίωση του εκπαιδευτικού, αφού ελλείπει παντελώς κάθε είδους επιμόρφωση, αλλά, αντίθετα, συνδέεται, απλώς με τη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη. Εξάλλου, η εφαρμογή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση πρέπει ασφαλώς να συνδυαστεί με ορισμένες προϋποθέσεις, και όχι να αποτελεί μια στείρα διεκπεραιωτική διαδικασία. Άλλωστε, οι λεγόμενες καινοτομίες του Νέου Σχολείου, όπως ερευνητική μέθοδος (project), ομαδοσυνεργατική διδασκαλία, ποικίλες διαθεματικές δράσεις, πιλοτικά προγράμματα κ.ά., παράλληλα με την αξιολόγηση, δεν μπορούν, κατά γενική ομολογία, να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, χωρίς την απαιτούμενη θεωρητική, μεθοδολογική και επιστημολογική βάση.

Η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων (Π.Ε.Φ.) παρακολουθεί με αγωνία και έκδηλη ανησυχία τα τεκμαινόμενα, που προκαλούν, ως είναι φυσικό, τις εύλογες αντιδράσεις των Τοπικών Συνδέσμων Φιλολόγων και του φιλολογικού κόσμου, στο σύνολό του.

Μείζον θέμα ηθικής τάξης, νομιμότητας και επαγγελματικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των φιλολόγων προέκυψε πρόσφατα με την υλοποίηση των προγραμμάτων επιμόρφωσης, κατά την τέταρτη επιμορφωτική περίοδο, β΄ επιπέδου της πράξης, «Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών για την αξιοποίηση και εφαρμογή των ΤΠΕ στη διδακτική πράξη». Σύμφωνα με σχετική απόφαση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής δόθηκε αδιακρίτως το δικαίωμα, σε ποσόστωση 20%, σε καθηγητές άλλων ειδικοτήτων (θεολόγων, ξένων γλωσσών, νομικών), που διδάσκουν μάθημα β΄ ανάθεσης, δηλ. στην περίπτωσή μας Ιστορία, να επιμορφωθούν μαζί με τους φιλολόγους. Το μάθημα της Ιστορίας συνεχίζει, έτσι, την οδό της απαξίωσης, υπαγόμενο στη διάθεση άλλων ειδικοτήτων και αποτελώντας εύκολη λύση για τη συμπλήρωση του ωραρίου τους.

Η ΠΕΦ διαφωνεί και διαμαρτύρεται για όλες αυτές τις ρυθμίσεις και προτίθεται να αγωνισθεί σθεναρά, με τους λοιπούς φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας, για την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού και ιδιαίτερα του φιλολόγου.

Το Δ.Σ. της Π.Ε.Φ.

 

Προς:

Αξιότιμο Υπουργό

Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων,

Πολιτισμού και Αθλητισμού

κ. Κων/νο Αρβανιτόπουλο

Αξιότιμε κ. Υπουργέ,

Απευθυνόμαστε σε εσάς για το μείζον, όπως αποδεικνύεται, ζήτημα της διδασκαλίας της Ιστορίας στα σχολεία μας, Γυμνάσια και Λύκεια. Η πρακτική των τελευταίων ετών να ανατίθεται μαζικά η Ιστορία ως μάθημα δεύτερης ανάθεσης σε συναδέλφους άλλων ειδικοτήτων πλην του κλάδου ΠΕΟ2, ο οποίος το διδάσκει σε πρώτη ανάθεση, έχει πλέον υπερβεί τα εσκαμμένα, παραβιάζοντας κάθε επιστημονική και παιδαγωγική δεοντολογία, αλλά και την κοινή λογική. Πού μπορεί να οδηγήσει η πρακτική αυτή, κ. Υπουργέ; Πού αλλού εκτός από την πλήρη απαξίωση του μαθήματος της Ιστορίας, αλλά και την υποβάθμιση της ιστορικής μνήμης των μαθητών μας και ολόκληρου του ελληνικού λαού;

Ας μιλήσουμε χωρίς περιστροφές, κ. Υπουργέ: η Ιστορία έχει καταντήσει ένα μάθημα-άθυρμα, μια «νεκρή ζώνη» του σχολικού προγράμματος, στην οποία κινούνται με άνεση πολλοί και διάφοροι κλάδοι, όχι όμως ο κλάδος που (υποτίθεται ότι) το διδάσκει σε πρώτη ανάθεση!

Γνωρίζουμε, φυσικά, ότι το πρόβλημα δεν ξεκίνησε τώρα, ούτε οφείλεται σε δικές σας ενέργειες. Με υπουργική απόφαση της προκατόχου σας (81504/Δ2/19-7-2011, παρ. 7) οριζόταν ότι η διδασκαλία σε δεύτερη ανάθεση δεν μπορεί να υπερβαίνει τις επτά (7) ώρες ανά εκπαιδευτικό, αλλά αίφνης, λίγους μόλις μήνες αργότερα, με την υπουργική απόφαση 23464/Γ2/6-3-2012 οι επτά ώρες γίνονται δέκα (10) και, το χειρότερο, προβλέπεται ότι «σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ύστερα από απόφαση του ΠΥΣΔΕ δύναται να αυξηθεί το ανωτέρω όριο…». Το πόσο «δύναται να αυξηθεί το ανωτέρω όριο» δε διευκρινίζεται, αποτελεί όμως κοινό μυστικό ότι το χωρίο αυτό ερμηνεύεται κατά το δοκούν. Δίνεται, έτσι, η χαριστική βολή στο μάθημα της Ιστορίας, καθώς οι «εξαιρετικές περιπτώσεις» μπορεί πλέον να αποτελούν τη συνήθη πρακτική, ενώ παράλληλα δημιουργείται το παράδοξο να μπορεί να εξαντλεί κανείς το ωράριό του σε ένα αντικείμενο που δεν είναι της ειδικότητάς του και για τη διδασκαλία του οποίου, σε τελική ανάλυση, δε διορίστηκε.  Είναι απορίας άξιο, μάλιστα, πώς θα αξιολογηθεί ο συγκεκριμένος συνάδελφος (και από ποιον σχολικό σύμβουλο, του κλάδου του ή του κλάδου ΠΕ02;) για να κριθεί η διδακτική του επάρκεια και, πιθανότατα, το υπηρεσιακό του μέλλον. Ας αφήσουμε ότι με τον τρόπο αυτό η ίδια η Πολιτεία απαξιώνει και κονιορτοποιεί το θεσμό των εξετάσεων του ΑΣΕΠ, καθώς οι μεν υποψήφιοι του κλάδου ΠΕ02 διαβάζουν και εξετάζονται σε εκατοντάδες σελίδες για το μάθημα της Ιστορίας, ενώ οι υποψήφιοι των κλάδων που το διδάσκουν σε δεύτερη ανάθεση δε διαβάζουν και δεν εξετάζονται ούτε σε μία σελίδα, μπορούν όμως να καλύπτουν με το συγκεκριμένο διδακτικό αντικείμενο ενδεχομένως και όλο το ωράριό τους!

Μπορεί, λοιπόν, να μην ευθύνεστε εσείς προσωπικά, κ. Υπουργέ, για το θέατρο αυτό του παραλόγου, είναι όμως στο χέρι σας να το ακυρώσετε, σήμερα κιόλας, περιορίζοντας δραστικά, ειδικά για το μάθημα της Ιστορίας, τις ώρες της δεύτερης ανάθεσης, με προοπτική (λόγω των συνταξιοδοτήσεων που θα προκύψουν) τη σταδιακή μείωση και, εν τέλει, το μηδενισμό των ωρών αυτών σε εύλογο βάθος χρόνου. Θεωρούμε ότι αυτή είναι μια τίμια και ουσιαστική λύση, που αντιμετωπίζει κατάματα το πρόβλημα και αναδεικνύει στην πράξη τη μεγάλη σπουδαιότητα και την τεράστια σημασία του μαθήματος της Ιστορίας, σε μια ευρωπαϊκή χώρα με πλούσιο ιστορικό παρελθόν, που φέρει, μάλιστα, την πατρότητα της ίδιας της λέξης Ιστορία. Ελπίζουμε ότι μια νηφάλια και σοβαρή αντιμετώπιση του όλου ζητήματος θα διαβλέψει την ορθότητα της πρότασής μας και οι μελλοντικές αποφάσεις σας θα προσανατολιστούν ανάλογα.

Για  το  Δ.Σ.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Ο  ΓΕΝ.  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Μοράτος Ανδρέας                                  Κονδυλόπουλος Ιωάννης

Από το Σύνδεσμο Φιλολόγων Δράμας μας κοινοποιήθηκε το παρακάτω έγγραφο:

Εδώ θα δείτε τις οδηγίες για τη διδασκαλία της Λογοτεχνίας στη Β’ Λυκείου έτσι όπως τις συνέταξε η ομάδα εργασίας που συγκρότησε το Υπουργείο Παιδείας. Οι οδηγίες αυτές αδικαιολόγητα δεν έχουν σταλεί στα Λύκεια.

Η επιστημονική επιτροπή της Νέας Παιδείας που μας το κοινοποίησε, προτείνει στους συναδέλφους να τις αξιοποιήσουν κριτικά στο μάθημά τους, καθώς δεν αντιβαίνουν το ισχύον Πρόγραμμα Σπουδών.

Οι επιχειρούμενες αλλαγές στα ΑΠΣ αναζωπύρωσαν συζητήσεις γύρω από θέματα διδασκαλίας κυρίως των φιλολογικών μαθημάτων. Πιο εκτεταμένες ήταν αυτές που σχετίζονται με τη διδασκαλία της Λογοτεχνίας στην Α’ λυκείου και των Αρχαίων Ελληνικών στην ίδια τάξη. Έτσι και η πρόθεση του υπουργείου να εντάξει τη διδασκαλία της Τοπικής Ιστορίας στο νέο πρόγραμμα επανέφερε μια παλιότερη συζήτηση στο προσκήνιο. Σήμερα η Τοπική Ιστορία διδάσκεται (αν διδάσκεται) στη Γ’ Γυμνασίου αποσπασματικά. Ωστόσο, επειδή “η μελέτη του τοπικού δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί, να περιγραφεί και να εξηγηθεί, χωρίς τη γνώση της ιστορίας του ευρύτερου χώρου” , είναι αυτονόητη η αναγκαιότητα ένταξης της μικροϊστορίας (τοπικής ιστορίας μίας περιοχής) στη μακροϊστορία (στη γενική ιστορία της Ελλάδας ή και της παγκόσμιας ιστορίας ανάλογα με τη σπουδαιότητα του περιγραφόμενου ιστορικού γεγονότος) μέσω μίας επαγωγικής ιστορικής λογικής και μεθοδολογίας.

Το υπουργείο παιδείας προτείνει μια νέα προσέγγιση του μαθήματος της Τοπικής Ιστορίας στο γυμνάσιο. Το εντάσσει στη ” Ζώνη Βιωματικών Δράσεων” και φαίνεται να το αποκόπτει από τη διδασκαλία της Γενικής Ιστορίας, πράγμα που μεταξύ άλλων προκάλεσε την αντίδραση της επιστημονικής επιτροπής του περ. Νέα Παιδεία.

Με αφορμή, λοιπόν, τα προηγούμενα ο Σύνδεσμος Φιλολόγων ν. Δράμας κρίνει σκόπιμο να καταθέσει τη δική του οπτική όπως αυτή αποτυπώθηκε μέσα από δοκιμασμένα στη σχολική αίθουσα δείγματα μαθημάτων. Βασική επιδίωξή μας ήταν να ενταχθεί οργανικά το μάθημα της τοπικής ιστορίας στο ωρολόγιο πρόγραμμα γυμνασίου και λυκείου ανεξάρτητα από την τάξη. Πρόκειται για πρακτική αξιοποίηση της δραμινής ιστορίας με σκοπό την κατανόηση των γεγονότων της γενικής ιστορίας που διδάσκεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Εκπονήθηκαν λοιπόν και δοκιμάστηκαν μέσα στις σχολικές αίθουσες σχέδια μαθημάτων που αφορούσαν όλες τις τάξεις του Γυμνασίου και του Λυκείου (αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη ιστορία) και μελετήθηκαν: ιστορικά γεγονότα τοπικού ενδιαφέροντος, η σύνθεση και εξέλιξη του πληθυσμού, τα τοπωνύμια και οι αλλαγές τους, η διαμόρφωση και ο ρόλος του εργατικού κινήματος, τοπικές θεατρικές παραστάσεις. Η διδασκαλία του μαθημάτων πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ωρολόγιου προγράμματος και είχε σαφή σκοπό: να υπηρετήσει τη διδασκαλία σχετικών ενοτήτων της γενικής ιστορίας. Ως αφετηρία χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα κειμένων και φωτογραφίες που συνοδεύονταν από ερωτήσεις. Σκοπός τους να οδηγηθούν οι μαθητές σε βασικές διαπιστώσεις γύρω από την τοπική ιστορία στη δεδομένη εποχή, να αναπτύξουν προβληματισμούς, να άρουν παρεξηγήσεις και χρησιμοποιώντας τις γνώσεις τους από τη γενική ιστορία να συνειδητοποιήσουν όσο είναι δυνατόν το ρόλο και τη λειτουργία της τοπικής κοινωνίας σε κάθε ιστορική περίοδο.

Τα συμπεράσματα από την εφαρμογή των δοκιμών ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Οι μαθητές έδειξαν να ενδιαφέρονται και η συμμετοχή τους στο μάθημα ενισχύθηκε. Φάνηκε να κατανοούν ότι τόσο ο τόπος τους και οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτόν όσο και οι ίδιοι αποτελούν μέρος της ιστορίας που διδάσκονται στο σχολείο. Πολλοί με δική τους πρωτοβουλία έψαξαν, ρώτησαν και έφεραν επιπλέον υλικό για προέκταση ή εμβάθυνση. Η σχολική ιστορική αφήγηση πήρε σάρκα και οστά. Η σύνδεση της γενικής με την τοπική ιστορία λειτούργησε αποκαλυπτικά καθώς όπως παρατήρησε κάποιος μαθητής “τελικά μαθαίνουμε τόσα, αλλά δεν ξέρουμε τίποτα για τον τόπο μας”.

Προφανώς οι διδακτικές προτάσεις που δοκιμάσαμε ως Σύνδεσμος είναι ανοιχτές σε πολύπλευρη κριτική. Ωστόσο πιστεύουμε ότι είναι χρηστικές και πλήρως ενταγμένες στο συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών, ότι συνδέουν λειτουργικά την τοπική ιστορία με τη γενική ιστορία και δεν την αντιμετωπίζουν με όρους λαογραφικούς.

Επίσης, οι προτάσεις αυτές δείχνουν ότι πρέπει να αρνηθούμε την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, μέρος της οποίας είναι και η ευκαιριακή ανάθεση μαθημάτων. Η σύνδεση του τοπικού με το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο απαιτεί στάση που ξεφεύγει από την ευκαιριακή διευθέτηση του ωραρίου, η οποία – συνήθως – οδηγεί σε διεκπεραιωτική διδασκαλία της ιστορίας.

Σύνδεσμος Φιλολόγων ν. Δράμας

Εγκαινιάζουμε σήμερα μία νέα κατηγορία στις αναρτήσεις μας με τίτλο «Απόψεις».

Εδώ θα μπορούν όλα τα μέλη μας να δημοσιεύουν απόψεις γύρω από διάφορα θέματα που αφορούν την εκπαίδευση και γενικά τον πολιτισμό. Απόψεις που θέλουν να μοιραστούν με άλλους ή που θέλουν να κοινοποιήσουν. Ιδιαιτέρως παρακινούμε τους νέους και νέες φιλολόγους που είναι πιο εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες να ενταχθούν στο σύνδεσμο και να συμμετέχουν σ’ αυτή την προσπάθεια. Μπορείτε να μας στέλνετε τα κείμενά σας σε ψηφιακή μορφή στην ηλεκτρονική διεύθυνση του συνδέσμου. Βασική προϋπόθεση η ευπρεπής γλώσσα και η συνάφεια με τη θεματολογία που θέσαμε.

Το Σάββατο το βράδυ προβλήθηκε στην ΕΤ1 η ταινία του Θ. Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Είχα χρόνια να παρακολουθήσω ταινία του Αγγελόπουλου. Τα αργά του πλάνα με είχαν αποθαρρύνει κι εμένα, όπως και άλλους θεατές. Αυτή τη φορά όμως καθηλώθηκα μπροστά στην οθόνη. Η ταινία σκοτεινή σχεδόν στο μεγαλύτερο μέρος της όπως μας έχει συνηθίσει ο σκηνοθέτης είναι εντούτοις αριστουργηματική στη σύλληψή της και απαιτεί επαρκείς θεατές λογοτεχνικά, ιστορικά και κινηματογραφικά. Γιατί τίποτε δεν είναι αθώο. Όλα τα στοιχεία της ταινίας αλληλοπλέκονται καθώς ο θεατής ακολουθεί τον πρωταγωνιστή στο αγωνιώδες ταξίδι του στα Βαλκάνια σε αναζήτηση των χαμένων ταινιών των αδερφών Μανάκα. Σ’ αυτό το ταξίδι διακρίνει κανείς με μαγικό τρόπο το παρελθόν να εισβάλλει στο σήμερα, και τη μία σκηνή να διεισδύει στην άλλη. Μνήμες του εμφυλίου και του χαμένου ελληνισμού των Βαλκανίων μαζί με άπειρες αναφορές στην Οδύσσεια, την Ομηρική και του Καζαντζάκη, στην οποία άλλωστε παραπέμπει και ο τίτλος. Και όλα αυτά συνδέονται με την αναζήτηση του σκηνοθέτη για έναν νέο τρόπο να δει τον κόσμο. Πως θα βρει το δρόμο; Η κάθοδος στον κόσμο των νεκρών δίνει απαντήσεις; Πηνελόπη στο τέλος του ταξιδιού δεν υπάρχει και όλες οι γυναίκες που εμφανίζονται στο δρόμο του ήρωα έχουν την ίδια μορφή.

Η Ιθάκη του ταξιδιού είναι το εμπόλεμο Σεράγεβο. Η κραυγή του Χάρβεϊ Καϊτέλ είναι η κραυγή των Βαλκανίων, η κραυγή για έναν κόσμο που πεθαίνει. Μόνη σωτηρία η επιστροφή στο αρχικό βλέμμα του κόσμου. Το να περισώσεις το αρχικό, το παρθενικό βλέμμα που έριχνε ο κινηματογράφος στον κόσμο, στην αρχή του αιώνα που έφυγε, σίγουρα είναι ένα ιδανικό που μετριάζει τη «θλίψη απ’ το τέλος του αιώνα» όπως λέει ο Αγγελόπουλος. Μας λέει πως η προσπάθεια για σωτηρία του αιχμαλωτισμένου στο σελιλόιντ βλέμματος μοιάζει με ιεραποστολή και έχει σχέση με αυτό που παλιότερα ονόμαζαν σωτηρία της ψυχής. Ίσως τελικά η σωτηρία, έρθει μέσα από τη σωτηρία του βλέμματος. Όταν μάθουμε να βλέπουμε καλά, μπορούμε να ενεργούμε καλύτερα.