Το μοιρολόι της φώκιας

Α. Γραμματολογικά στοιχεία

Το διήγημα αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πατρίς στις 13 Μαρτίου 1908, τρία σχεδόν χρόνια πριν από το θάνατο του συγγραφέα (3 Ιανουαρίου 1911). Οι περισσότεροι από τους μελετητές του Παπαδιαμάντη θεωρούν «Το μοιρολόγι της φώκιας» ως το αρτιότερο και το καλύτερο από τα διηγήματά του, ενώ πολλοί φτάνουν να το χαρακτηρίσουν ως «το αριστούργημα της παγκό-σμιας φιλολογίας». Οι δύο τελευταίοι στίχοι του ποιήματος με το οποίο ο συγ-γραφέας τελειώνει το διήγημα: «Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου» είναι χαραγμένοι στην προτομή του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο.

Β. Ο τίτλος

  • προκαλεί αναγνωστικό ξάφνιασμα, καθώς δεν αναφέρεται στο βασικό γεγονός, αλλά σε κάτι «δευτερεύον» και εξωλογικό (πέρασμα από τη συμβατική λογική σε μιαν άλλη «λογική», καθαρά ποιητική),
  • προσελκύει το ενδιαφέρον με την παράδοξη φράση,
  • διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον έως το τέλος,
  • προβάλλει όχι το ρεαλιστικό στοιχείο (επιβεβαίωση του πνιγμού) αλλά το λυρικό του μοιρολογιού.

Γ. Δομή – Ενότητες

Ενότητες Πλαγιότιτλοι
α’ ενότητα: «Κάτω από το κρημνόν … εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού». Το μοιρολόγι της γρια-Λούκαινας και το τραγούδι της φλογέρας.
β’ ενότητα: «Μια γολέτα… την παρουσία της». Η περιγραφή της γολέτας και της φώκιας – η εμφάνιση και το μοιραίο ατύχημα της Ακριβούλας.
γ’ ενότητα: «Καθώς είχε… μέχρι το τέλος». Η επιστροφή της γριάς Λούκαινας στο σπίτι – το μοιρολόγι της φώκιας για το άτυχο κοριτσάκι.

Δ. Η ιστορία (ο μύθος)

Το διήγημα εξελίσσεται σε μια παραλία της Σκιάθου, το Κοχύλι, στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκεί κατευθύνεται μια μαυροφορεμένη γριά, η Λούκαινα (lugeo= θρηνώ). είναι μια χαροκαμένη μάνα, που έχει χάσει πέντε παιδιά και τον άντρα της. Έχει και δυο γιους ξενιτεμένους, που σπάνια τη θυμούνται. Ζει στο νησί  μαζί με την οικογένεια της μοναδικής κόρης που της έχει απομείνει. Ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει τη γριά-Λούκαινα σε μια στιγμή της καθημερινής της ζωής. Καθώς ο ήλιος δύει, αυτή φορτωμένη μ’ έναν μπόγο από μάλλινα σεντόνια κατηφορίζει το μονοπάτι για να πάει να τα πλύνει στη θάλασσα. Όσο η γριά Λούκαινα πλένει τα χράμια της, ένας βοσκός από την άλλη μεριά, κοντά στο κοιμητήρι, τραγουδάει με τη φλογέρα του ένα τραγούδι συνοδεύοντας το κοπάδι του.

Παράλληλα, μια γολέτα (ιστιοφόρο σκάφος) κάνει βόλτες μέσα στο λιμάνι, χωρίς να μπορεί να βγει από τον κάβο και μια φώκια, μαγεμένη από το τραγούδι του βοσκού, βγαίνει στα ρηχά και παίζει με τα κύματα. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η Ακριβούλα, η εννιάχρονη εγγονή της γριάς Λούκαινας, που έρχεται να βρει τη γιαγιά της και να της κάνει παρέα. Μαγεμένη και αυτή από τη μουσική του βοσκού αναζητά τη γιαγιά της, χάνεται όμως μέσα στα βράχια και παίρνει ένα απόκρημνο μονοπάτι. Η νύχτα έχει πέσει. Η Ακριβούλα γλιστράει, πέφτει στη θάλασσα και πνίγεται. Κανείς δεν την ακούει εξαιτίας της μουσικής. Ακούγεται μόνο ένα πλατάγισμα στο οποίο κανείς δε δίνει σημασία.

Η γρια-Λούκαινα έχει στο μεταξύ τελειώσει το πλύσιμο και ανηφορίζει για να επιστρέψει στο σπίτι της.  Ακούει το πλατάγισμα αλλά το παρερμηνεύει. Η φώκια όμως βρίσκει το κοριτσάκι πνιγμένο και αρχίζει να το μοιρολογεί, μ’ ένα μοιρολόγι που ένας ψαράς του νησιού, γνώστης της γλώσσας της φώκιας, το έκανε τραγούδι.

Ε. Η συγγραφική σκηνογραφία της αφήγησης

  1. O χώρος – η περιγραφή

Στην αρχή της πρώτης ενότητας καθορίζεται με ακρίβεια και με ιδιαίτερα λεπτομερή τρόπο ο συγκεκριμένος χώρος στον οποίον εξελίσσεται η αφηγηματική δράση. Πρόκειται για αναλυτική περιγραφή (περιγραφή-θέαμα) ανοιχτού χώρου, παραθαλάσσιου και απόκρημνου. Ο χώρος, όπως συμβαίνει πάντα στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, είναι κι αυτός συγκεκριμένος: όχι κάποια ακρογιαλιά, κάτω από κάποιο γκρεμό, αλλά «κάτω από τον κρημνόν… όπου κατέρχεται το μονοπάτι. Το αρχίζον από το νερόμυλο του Μαμογιάννη, όπου αντικρίζει τα Μνημούρια… «το Κοχύλι».

Αυτή η σκηνογραφική επιλογή του συγγραφέα, καθώς μάλιστα οι λεπτομέρειές της περιγράφονται αναλυτικά, δε λειτουργεί ουδέτερα και ανεξάρτητα ως προς τα πρόσωπα. Αντίθετα, προ-ρυθμίζει όχι μόνο τη θέση του καθενός αλλά και την έλλειψη ή, καλύτερα, την ολική απουσία κάθε άμεσης επαφής και επικοινωνίας ανάμεσα στα πρόσωπα. Παράλληλα, προ-ρυθμίζει τη στάση, τις συμπεριφορές, τις αντιδράσεις αλλά και τη μοίρα των προσώπων και πιο πολύ της Ακριβούλας. Τελικά, ο χώρος εισβάλλει στη λογική της ορατής δράσης, συλλειτουργεί με αυτήν και με τα πρόσωπα και παράγει νοήματα.

Η περιγραφή αυτού του χώρου, αναλυτική μέχρι την άκρα λεπτομέρεια, δε συνιστά ένα απλό διακοσμητικό στοιχείο ή ένα αφηγηματικό παραγέμισμα. Γίνεται, τελικά, μια δρώσα «παρουσία», που φθέγγεται με τη σιωπή της, με άρρητους και μη λεκτικούς τρόπους, το δικό της λόγο και τη δική της λογική. Από την άποψη αυτή, ο χώρος, ως συνολικό σκηνικό, εμπλέκεται άμεσα, δραστικά και με κρίσιμο τρόπο στη ροή και τη λογική της αφηγηματικής ύληςž συσσωματώνεται, δηλαδή και συλλειτουργεί μέσα στη συνολική οικονομία και οργάνωση της αφήγησης.

Η αφηγημένη δράση συντελείται, λοιπόν, σ’ έναν ελάχιστο και περιορισμένο χώρο που γειτνιάζει με ένα νεκροταφείο (τα «μνημούρια») του μικρού νησιού. Εντούτοις, όλα τα πρόσωπα που κινούνται σ’ αυτόν τον ελάχιστο χώρο, δεν έχουν όχι μόνο καμιά λεκτική επικοινωνία αλλά ούτε καν και οπτική επαφή. Η «επικοινωνία» τους είναι αποκλειστικά ηχητική-ακουστική. Το κάθε πρόσωπο μοιάζει να λειτουργεί και να κινείται ερήμην του άλλου, γεγονός που ίσως υποδηλώνει πως άνθρωποι και πράγματα, ενώ πορεύονται μοναχικά, τελικά εντάσσονται μέσα σ’ έναν αέναο και νομοτελειακό ρυθμό, που δείχνει τη ζωή, ακόμη και ως αμέριμνη παιδικότητα, να λειτουργεί παγιδευτικά και σύμφυτη με το θάνατο.

  1. Ο χρόνος

Ο χρόνος της ιστορίας είναι προγενέστερος από το χρόνο της αφήγησης, διανθίζεται από αναδρομικές διηγήσεις και είναι συγκεκριμένος: το ηλιοβασίλεμα, «το θάμβος του ήλιου». Αυτήν την ώρα διάλεξε η γριά Λούκαινα, ένα από τα πρόσωπα του διηγήματος, να κατέβει στην παραλία να πλύνει τα ρούχα της και ουσιαστικά ο χρόνος του διηγήματος ξεκινά με την παρουσίασή της στο σκηνικό, το οποίο δεν αλλάζει. Επιλέγεται δηλαδή η πιο γλυκιά στιγμή της μέρας, που όμως, στο ξαφνικό της γύρισμα από το φως στο σκοτάδι και μέσα στη μουσική μαγεία του αυλού, παγιδεύει τη ζωή και την οδηγεί κι αυτή από το φως στο σκότος του θανάτου.

Ο χρόνος κινείται με αργότατους ρυθμούς πένθιμου εμβατηρίου. Ο βοσκός «είχε καθίσει» σε μια πλαγιά και παίζει τη φλογέρα του και μια γολέτα πλέει με δυσκολία μέσα στο λιμάνι αφού «δεν έπαιρναν τα πανιά της και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβο τον δυτικό». Η κίνηση είναι αργή και η αίσθηση των πραγμάτων βαριά.

Το αφήγημα καθώς εξελίσσεται στον ίδιο χώρο και μέσα σε ελάχιστο χρόνο, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό της ενότητας του χώρου και του χρόνου.

ΣΤ. Τα πρόσωπα

Σ’ αυτόν τον περίγυρο κινούνται τα δρώντα πρόσωπα του διηγήματος (τα τρία πρώτα ως φυσικά πρόσωπα και τα δύο τελευταία ως συμβατικά):

  1. Η γρια-Λούκαινα (lugeo = πενθώ): γριά φτωχή, χαροκαμένη, συγκατοικεί με τη μια της κόρη. Έχει δυο γιους ξενιτεμένους. Μετέχει στην πλοκή στο κατέβασμά της για το πλύσιμο και στο ανέβασμά της προς το σπίτι.
  2. Η Ακριβούλα: η εννιάχρονη εγγονή της  γριάς, θέλει να παίξει στα κύματα, γι’ αυτό κατεβαίνει να συναντήσει τη γιαγιά της.
  3. Ο βοσκός: υπάρχει στο σκηνικό αλλά δε φαίνεται. Ακούγεται κυρίως η μουσική της φλογέρας του, η οποία, άθελά του, λειτουργεί σαν παγίδα.
  4. Η φώκια, που αν και δεν είναι πρόσωπο, συμπεριφέρεται σαν «πρόσωπο»:  θέλγεται από τον ήχο της φλογέρας και μετά τον πνιγμό της Ακριβούλας τη μοιρολογεί.
  5. Η γολέτα, που κι αυτή, αν και δεν είναι πρόσωπο, λειτουργεί σαν «πρόσωπο» παγιδευμένο στα δικά του αδιέξοδα.

Εκτός από τα προαναφερόμενα πρόσωπα, στο αφήγημα γίνεται λόγος και για άλλα, μη δρώντα πρόσωπα:

  • τα πέντε χαμένα παιδιά της γριας-Λούκαινας
  • ο άντρας της
  • τα δύο ξενιτεμένα παιδιά της
  • η κόρη της
  • τα έξι εγγόνια
    • οι περαστικοί ξωμάχοι που επιστρέφουν από τα χωράφια τους (σκιώδης παρουσία)
    • ο ψαράς που «μετέφρασε» το μοιρολόγι.

Ζ. Η λειτουργία των ήχων

Αν, προς το παρόν, παραβλέψουµε τις λεπτοµέρειες που συνθέτουν την αφηγηµατική ύλη, ο συνολικός µύ-

θος, ως γενική σύλληψη, δίνει την εντύπωση ότι εξελίσ­σεται ως µια έκφραση ή, καλύτερα, ως µια λειτουργία ήχων. Συγκεκριµένα, ο πρώτος ήχος, ως θλιβερό και πονεµένο µέλος, είναι το µοιρολόγι της γριας-Λούκαι­νας. Είναι ήχος και µέλος για πολλούς θανάτους που συνθέτουν την προσωπική ιστορία της βασανισµένης και βασανιζόµενης γερόντισσας.

Ο δεύτερος ήχος, ως µουσική µαγεία αυτός µέσα στην όµορφη δειλινή ώρα, είναι το αµέριµνο µέλος από το σουραύλι του βοσκού. Ανταµώνουν έτσι ο δραµατι­κός ήχος του θανάτου και ο ανάλαφρος και γλυκός ήχος της ζωής. Ευρηµατική ηχητική συλλειτουργία που µε τον πιο απλοϊκό τρόπο θυµίζει πόσο εύκολα από την αµεριµνησία, µε τη δίσηµη έννοια της λέξης, περνάει κανείς από τη µια κατάσταση στην άλλη, από τη ζωή στο θάνατο. Έτσι, ίσως, µε έναν έστω και κάπως αόριστο τρόπο, προοικονοµείται και ο πνιγµόςτης Ακρι­βούλας.

Ο τρίτος ήχος δεν είναι µέλος. Είναι προάγγελος και γεγονός θανάτου: µια κραυγή, ένα απλό «µπλούµ», που άφησε το σώµα της Ακριβούλας, καθώς έπεφτε στη θά­λασσα. Και αυτός ο ήχος του θανάτου που προκαλεί­ται, ενώ ακούγεται ο άλλος ο αµέριµνος ήχος του βο­σκού, δείχνει και πάλι πόσο εύκολα περνάµε από τη µαγεία της ζωής στο έρεβος του θανάτου.

Ο τέταρτος στη σειρά ήχος είναι και πάλι θλιβερό επιθανάτιο µέλος, µοιρολόγι. Η θρηνούσα τώρα δεν εί­ναι ανθρώπινη ύπαρξηž είναι µια φώκια. Η παρουσία της στο µύθο, για να µην προκληθεί αναγνωστικό και αφηγηµατικό ξάφνιασµα, έχει προοικονοµηθεί πριν από το γεγονός του πνιγµού της Ακριβούλας. Αυτή, βέβαια, η ένθετη αλλά έντεχνα συσσωµατωµένη παρουσία της φώκιας στη ροή της αφήγησης, συνιστά και το κορυ­φαίο αφηγηµατικό εύρηµα.

Ο πνιγµός όµως της Ακριβούλας δεν έγινε αντιλη­πτός από τη γρια-Λούκαινα. Αυτό τον ήχο του θανά­του, αυτό το «µπλούµ» ενός µικρού σώµατος που πέφτει στη θάλασσα, τον παρερµηνεύει: ο βοσκός, σκέφτηκε, «κείνος ο Σουραυλης … ρίχνει βράχια στο γιαλό…». Έτσι, σχεδόν φυσικά και αβίαστα, µέσα απ’ την άγνοια της Λούκαι­νας, το µοιρολόγι για το χαµό της Ακριβούλας περνάει σε µια µη ανθρώπινη ύπαρξη. Η φώκια θα θρηνήσει κι αυτޞ θα πει το πικρό τραγούδι για την ανθρώπινη ζωή.

Ας συµµαζέψουµε κάπως αυτή την τετράπτυχη και τετραπλή συµφωνία των ήχων που απαρτίζει το διήγη­µα. Η αφήγηση αρχίζει µε µοιρολόγι και µε κύκλιο τρό­πο καταλήγει σε µοιρολόγι. Ανάµεσα σ’ αυτά τα δύο ακραία νήµατα του µύθου, το εναρκτήριο και το κατα­ληκτικό, ακούγεται το µέλος του βοσκού και ο ήχος του θανάτου της Ακριβούλας. Η γρια-Λούκαινα, γεµάτη η ίδια από θανάτους, δεν κατανοεί τον ήχο και την κραυ­γή ενός άλλου θανάτου. Από την άλλη µεριά, ο βοσκός, παίζοντας µε το σουραύλι του, γίνεται ακούσιος πρό­ξενος θανάτου. Και η εγγονή της γριας-Λούκαινας, η Ακριβούλα, αυτή που δεν υποψιάζεται το θάνατο ως διαρκή παρουσία στη ζωή, τον γεύεται αναίτια και τρα­γικά. Αυτό είναι συνολικά το ευρηµατικά οργανωµένο «παιχνίδι» της αφήγησης ή, καλύτερα, το «παιχνίδι» που µας στήνει η ίδια η ζωή.

Από τα τέσσερα πρόσωπα (ως «πρόσωπο», έστω και συµβατικά, λαµβάνεται και η φώκια) που εµπλέκονται στη ροή της αφήγησης, η γρια-Λούκαινα είναι µόνο πα­ρελθόν-παρελθόν θανάτων και πικρών ξενιτεµών. Ο βοσκός είναι µια έκφραση και µια στιγµιαία παροντική λειτουργία. «Σκιαγραφείται» µόνο ως µουσικός ήχος ή, έστω, ως «σηµαδιακός κι αταίριαστος», αλλά χωρίς καµιά διάσταση παρελθόντος. Είναι µόνο «παρόν», δηλαδή παρουσία που λειτουργεί αποκλειστικά µέσα στο «τώ­ρα» της αφήγησης. Ο µελωδικός όµως ήχος από το σου­ραύλι του, ως έκφραση µουσικής µαγείας, συντελεί στην προώθηση του µύθουž ρυθµίζει δηλαδή τη συνολι­κή οικονοµία και τη ροή της αφηγηµατικής ύλης. Από την άποψη αυτή, η µουσική µαγεία από το σουραύλι του βοσκού λειτουργεί ως στοιχείο πλοκής του µύθου. Φυσικοποιεί  και προβάλλει το γεγονός του πνιγµού ως στοιχείο που ο αναγνώστης το προσλαµβάνει και το προσδέχεται ως κάτι που συµβαίνει «κατά το εικός», δηλαδή ως ένα στoιχείο που η λογική νοµοτέλεια της αφήγησης το προβάλλει µε τρόπο φυσικό και αβίαστο.

Το τρίτο πρόσωπο, η Ακριβούλα, είναι µια δεύτερη στιγµιαία παρουσία ζωής. Δεν έχει, βέβαια, παρελθόν. Μαγεύεται µόνο και θέλγεται από το “τώρα”, από το στιγµιαίο παρόν της ζωής και έτσι, παγιδευόµενη µέσα σε µια στιγµή µουσικής µαγείας, χάνει οριστικά και την ίδια τη µαγεία της ζωής. Η φώκια, το τέταρτο «πρό­σωπο» του µύθοu, µοιρολογεί αυτή την ξαφνική και απρόσµενη απώλεια ζωής.

Έτσι, τελικά, τα τέσσερα πρόσωπα της αφηγηµένης ιστορίας µοιράζονται, ανά δύο, σε οµόλογα ζεύγη: η γρια-Λούκαινα, ως λειτουρ­γία µοιρολογιού, αντιστοιχεί στη φώκιហη Ακριβούλα, ως αµέριμνη παιδικότητα και αφέλεια, αντιστοιχεί στο βοσκό. Παράλληλα, όταν διασπαστούν τα οµόλογα ζεύ­γη, δηµιουργούνται άλλα, αντίρροπα τώρα και αντιθε­τικά: η γρια-Λούκαινα αντιρροπεί µε το βοσκό, το µοι­ρολόγι δηλαδή µε το αµέριµνο τραγούδι της ζωήςž η ίδια πάλι, ως πολύπαθη εµπειρία και γνώση του θανά­του, αντιρροπεί µε την Ακριβούλα, που ενσαρκώνει την πλήρη άγνοια του θανάτου.

Πάντως, από όλα τα στοιχεία της αφήγησης το µό­νο που δεν παράγει ήχο, ούτε χαρίεντα, όπως ο βοσκός, ούτε θλιβερό, όπως τα δύο µοιρολόγια ή το «µπλούµ» του θανάτου, είναι φυσικά η γολέτα. Μέσα στην ολική άπνοια, που δε φουσκώνει τα πανιά της, µοιάζει να πα­ραπέµπει σε ανθρώπινη ύπαρξη. Καθώς η γολέτα «βολ­ταντζάρει» σε αµήχανους και αδιέξοδους κύκλους µέσα στο λιµάνι, θυµίζει άνθρωπο παγιδευµένo στα δικά του αδιέξοδα. Από την άποψη αυτή, η γολέτα οµορροπεί κάπως με την Ακριβούλα, γιατί και η τευελυταία, χάνοντας το δρόμο της ζωής, εμπλέκεται στα αδιέξοδα του απότομου βράχου.

Η. Τα δύο μοιρολόγια

Στο διήγηµα ακούγονται δύο µοιρολόγια. Το ένα εί­ναι στην αρχή (πρώτη παράγραφος) και το άλλο προς το τέλος. Έτσι, φαίνεται καθαρά ότι το αφήγηµα αρ­χίζει µε µοιρολόγι και κλείνει επίσης µε µοιρολόγι. Η υποτυπώδης δηλαδή αφηγηµατική δράση διαγράφει την πλήρη τροχιά της ανάµεσα σε δύο µοιρολόγια.

Όµως τα δύο µοιρολόγια, συγκρινόµενα µεταξύ τους, παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές. Το πρώτο λέ­γεται από τη γρια-Λούκαινα και είναι θρήνος για τα πέντε της παιδιά, που τα έχασε πριν από πολλά χρό­νια, όταν η ίδια ήταν ακόµη νέα. Το µοιρολόγι αυτό µάς ανάγει σε ένα µακρινό «τότε». Η αναγωγή σ’ αυ­τό το «τότε» λειτουργεί µέσα στο αφήγηµα ως µια σύ­ντοµη αναδροµή στο παρελθόν, καθώς η γρια-Λού­καινα αναθυµάται τα παιδιά που της θέρισε «ο χάρος ο αχόρταστος». Το µοιρολόγι, βέβαια, για τα πέντε παιδιά δε µοιάζει αυθαίρετο και δεν είναι «ξένο σώµα» µέσα στη συνολική οικονοµία του αφηγήµατος. Η γρια­Λούκαινα, καθώς κατέβαινε το µονοπάτι για τη θάλασ­σα, αντίκρισε τα «Μνηµούρια», «το αλώνι του Χάρου», τον «κήπο της φθοράς», δηλαδή το νεκροταφείο. Ή­ταν, λοιπόν, πολύ φυσικό, αντικρίζοντας τα «µνηµού­ρια» να ξυπνήσουν µέσα της η µνήµη και ο πόνος για τα χαµένα παιδιά. Εξάλλου, αυτός ο βαθύς πόνος α­πό τους αλλεπάλληλους θανάτους (έχει χάσει και τον άντρα της), από τον ξενιτεµό των αγοριών και από το γεγονός ότι έχει αποµείνει σχεδόν µόνη στη ζωή να υπηρετεί την κόρη της, είναι το πρωταρχικό στοιχείο που εκφράζει τη σκληρή δοκιµασία της γρια-Λούκαι­νας και το βασανισµό της τη ζωή.

Το δεύτερο µοιρολόγι δε λέγεται από ανθρώπινη ύπαρξηž λέγεται από µια φώκια. Η Ακριβούλα χάθηκε στη θάλασσα χωρίς να γίνει αντιληπτή από κανέναν. Μόνο η φώκια βρήκε «το µικρόν πνιγµένον σώµα της πτωχής Ακριβούλας και ήρχισε να το περιτριγυρίζει και να το µοιρολογά». Αυτός ο θρήνος της φώκιας δε µας ανάγει, όπως το πρώτο µοιρολόγι, σ’ ένα µακρινό «τότε». Μας κρα­τάει, αντίθετα, στο δραµατικό «τώρα» της αφήγησης. Δε λέγεται µε ανθρώπινη λαλιܞ θα έµενε ακατανόη­το, αν δε βρισκόταν ο γέροντας ψαράς να το µεταφέ­ρει στη γλώσσα των ανθρώπων. Ο Παπαδιαµάντης, µ’ αυτή τη «μεταφορά» του µοι­ρολογιού από την άφωνη γλώσσα της φώκιας στη φω­νούµενη ανθρώπινη λαλιά, καταργεί την τυπική λογι­κή της αφήγησης (εύλογα ερωτήµατα: πού άκουσε ο ψαράς το µοιρολόγι; Πώς γνωρίζει τη «γλώσσα» της φώκιας; Ερωτήµατα που θέτει µια συµβατική-τυπική λο­γική). Καταργώντας ο Παπαδιαµάντης αυτή την τρέ­χουσα «λογική», ανάγεται σε ένα µετα-λογικό και ποιη­τικό επίπεδο, στο οποίο πλέον λειτουργεί µια ποιητι­κή σύλληψη των γεγονότων. Και είναι γνωστό ότι η ποιητική σύλληψη και θεώρηση του κόσµου δεν προ­σεγγίζεται και δεν κατανοείται µε τους κανόνες της τρέχουσας συµβατικής λογικής.

Το µη λογικό, ενδεχοµένως και το παράλογο, δηλαδή αυτό που δεν υπακούει στην τρέχουσα και τη συµβα­τική λογική, αλλά στο λόγο και τη «λογική αταξία» της ποίησης, είναι το καταληκτικό µέρος του µύθου: η «µε­τάφραση» του µοιρολογιού της φώκιας, η µεταφορά του από την άφωνη γλώσσα της φώκιας ρε ανθρώπινα λόγια από έναν ψαρά. Το γεγονός δηλαδή του θανάτου, ο ίδιος ο θάνατος, ως σκληρή άρνηση και ακύρωση της ζωής, σκοτεινός και ανεξήγητος, δε βιώνεται ούτε και εξηγείται µε τα µέτρα της κοινής λογικής. Ο θάνατος, τελικά, ως αταξία της ζωής, βιώνεται µέσα από τη λο­γική και την «αταξία» της ποίησης. Γιατί, βέβαια, η ποί­ηση ως έκφραση και λόγος είναι µια αταξία. Μόνο που αυτή η αταξία καθιερώνεται µε τη σειρά της ως µια καινούρια και πρωτοφανέρωτη τάξη, που έχει όµως τη δική της λογική.

Θ. Οι πολλαπλές αντιθέσεις (η λογική των αντιφάσεων)

Με τη φράση «λογική των αντιφάσεων» εννοούμε δύο τουλάχιστον στοιχεία που η κειμενική τους σύζευξη δημιουργεί ισχυρή αντιθετική κλίμακα. Κανονικά, στο επίπεδο της τυπικής λογικής, τα δύο αυτά στοιχεία αλληλοαναιρούνταιž η θέση του ενός προκαλεί αυτόματα την άρση του άλλου. Στο επίπεδο όμως της κειμενικής λειτουργίας, όπως αυτή αναπτύσσεται στο διήγημα, τα δύο αντιτιθέμενα στοιχεία, κατά το σχήμα της «λογικής των αντιφάσεων», δεν αλληλοαναιρούνται. Αντίθετα, συνυπάρχουν και δημιουργούν μια συλλειτουργούσα συζυγία των αντιθέτων, συνθέτοντας ένα άρρηκτο ζεύγος, που μέσα του συνυπάρχει το «συν» μιας θέσης και το «πλην» μιας άρσης. Η περίπτωσή του θυμίζει το ανάλογης λογικής σεφερικό σχήμα: «αγγελικό και μαύρο φως».

Στο κείµενο συνυπάρχουν και συλλειτουργούν πολ­λά αντιθετικά στοιχεία. Όλα µαζί συνεκφράζουν τη ζωή στην ολότητά της: στη χαρούµενη αλλά και στην πένθιµη διάσταση. Οι βασικότερες από αυτές τις α­ντιθετικές κλίµακες, που δηµιουργούν και τις χρωµα­τικές εναλλαγές αλλά και την ποιητική ποικιλία στην αφήγηση, είναι οι ακόλουθες:

α) Ο χώρος που περιγράφεται αναλυτικά στο αφήγη­µα, είναι τα «Μνηµούρια». Είναι το «αλώνι του Χά­ρου», µια διαρκής παρουσία θανάτου µέσα στο δειλινό τοπίο. Όµως αυτός ο τόπος θωπεύεται α­πό τις στερνές ακτίνες του ήλιου που βασιλεύει. Τα µνήµατα των νεκρών γίνονται «λάμπovτα»: το σκότος του θανάτου και το φως της ζωής που συ­νυφαίνονται. Η πικρή αίσθηση του θανάτου τυλιγ­µένη σ’ ένα ειδυλλιακό δειλινό φως.

β) Μέσα στο πένθιµο τοπίο, όπου κυριαρχούν ως µακάβριο θέαµα τα ποικίλα «του θανάτου λάφυρα», ακούγεται ο χαρούµενος ήχος από τη φλογέρα του βοσκού: το πένθος του θανάτου συνυπάρχει αντιθετικά µε το πρόσχαρο τραγούδι της ζωής.

γ) Εξάλλου, το µοιρολόγι της Λούκαινας, που µέσα του ακούγεται ο βαθύς πόνος για τους πολλούς θανάτους, συνυπάρχει, έστω και για λίγο, µε το τραγούδι της φλογέρας. Δύο διαφορετικοί ήχοι, ο ένας του θανάτου (= µοιρολόγι) και ο άλλος της ζωής (= η µουσική της φλογέρας), δηµιουργούν έ­να τρίτο αντιθετικό ζεύγος.

δ) Η κραυγή του θανάτου της µικρής Ακριβούλας πνί­γεται και αυτή µέσα στον ήχο του αυλού. Η τελευ­ταία απελπισµένη φωνή της ζωής που χάνεται, δεν ακούγεται, γιατί σβήνει µέσα στο χαρούµενο τρα­γούδι του βοσκού: η ζωή που χάνεται και η ζωή που συνεχίζεται.

ε) Η αθώα παιδική ύπαρξη της Ακριβούλας, ψάχνο­ντας να βρει το µονοπάτι της σωτηρίας και της ζω­ής, χάνεται τελικά µέσα σ’ ένα αιχµηρό τοπίο. Το µονοπάτι, που νόµισε ότι είναι ο δρόµος της ζωής, έγινε τελικά ο δρόµος του θανάτου.

στ) Η φώκια θρηνεί το πνιγµένο σώµα της Ακριβούλας. Το µοιρολόγι µιας µη ανθρώπινης ύπαρξης για έ­ναν άδικο θάνατο. Την ίδια, όµως, σχεδόν στιγµή αυ­τό το ίδιο πνιγµένο σώµα θα αποτελέσει την ευω­χία της φώκιας στο εσπερινό της δείπνο.

ΙΕ. Το είδος και η τεχνική της αφήγησης

þ Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη. Ο αφηγητής είναι έξω από τη δράση (ετεροδιηγητικός). Πρό­κειται για αφηγητή-παντογνώστη, που γνωρίζει και πα­ρακολουθεί απ’ έξω τα πράγματα και μας τα αφηγεί­ται.

Τ. Τα εκφραστικά μέσα του διηγήματος

  1. Το ύφοςείναι άλλοτε πένθιμο, σοβαρό, μελαγχολικό και άλλοτε ανάλαφρο. Κι ενώ όλα όσα υπάρχουν μέσα στην αφήγηση είναι απλά, καθημερινά και ρεαλιστικά, χωρίς πρωτοτυπία ή μεγαλοπρέπεια, ένας αιθέρας αγιοσύνης, ποίησης και μαγείας περιβάλλει τα θέματα μ’ ένα μοναδικό τρόπο. Οι λέξεις, η σύνδεση των προτάσεων, η θέση των εικόνων, η αλληλουχία των γεγονότων και ίσως και κάτι άλλο απροσδιόριστο που συνέχει όλ’ αυτά, αυτό είναι η μαγεία του Παπαδιαμάντη. Μυστηριώδης και μαγευτική είναι η ατμόσφαιρα του διηγήματος που διαπνέεται από έντονη ποιητικότητα και λυρισμό ένα ποίημα σε πεζό λόγο.
  2. Η γλώσσατου διηγήματος είναι η γνωστή «Παπαδιαμάντεια» γλώσσα, πολύ προσωπική και αναγνωρίσιμη από τη μίξη στοιχείων καθαρεύουσας, δημοτικής και τη χρήση αρχαϊσμών. Ο λόγος είναι μακροπερίοδος και αρκετά πυκνός αλλά προσεγμένος στην επιλογή των λέξεων και στην απόδοση των περιγραφομένων προσώπων και τοπίων. Πολλές καταστάσεις και ενέργειες αισθητοποιούνται με βασικό στοιχείο έκφρασης τις εικόνες και τη χρήση πολλών επιθέτων.

 

;


Μια απάντηση προς “Το μοιρολόι της φώκιας”

  1. Εξαιρετική και πολύ χρήσιμη ανάλυση!

    Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Copyright © Γενικό Λύκειο Μυκόνου          Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση