Τα χταποδάκια” του Μ. Καραγάτση μέσα από τα μάτια των μαθητών,

Μαρίας -΄Αντζελας Αργύρη και Καραγιάννη Πέτρου, του Β1 του σχολείου μας


σχέδιο:Μαρία -΄Αντζελα Αργύρη

"Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων. Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες."

κείμενο :Καραγιάννης Πέτρος

η συνέχεια

“………….και μόνος του πια ο Παναγιωτάκης αποφασίζει να φύγει. Περιπλανήθηκε μέσα στη σκοτεινή ερημιά και μονολογεί:

“μια είναι η λύση…. θα πηδήξω στη θάλασσα, θα πεθάνω….. και όλα θα μείνουν μυστικά…”

Έτσι , ενώ το χιόνι σκέπαζε με τη σιωπή του το χώμα , κάθισε στην άκρη του βράχου στο ψηλότερο σημείο. Ήταν έτοιμος να πηδήξει , να πέσει στα παγωμένα νερά της θάλασσας και να δώσει τέλος στη ζωή του. Μα μια γριά γυναίκα, ξάφνου, εμφανίστηκε και τον ρώτησε με αγωνία:

-τι γυρεύεις εσύ εδώ, μεσ στα σκοτάδια και την ερημιά, σαν νάσαι πιωμένος μου φαίνεται

-άσε με ,κυρά μου, της απάντησε και πήγε να ορμήσει στη θάλασσα. Μα η γριά γυναίκα πρόλαβε και τον κράτησε.

-έλα, του λέει, πάμε σπίτι μου, να σε φροντίσω. Στο σπίτι, γύρω από τη σόμπα της διηγήθηκε ο Παναγιωτάκης το συμβάν στην ταβέρνα,

-τι πίνεις τόσο γιέ μου ;  τον ρώτησε

και ο Παναγιωτάκης της διηγήθηκε το μεγάλο του μυστικό: “στο ταξίδι στην Ιταλία, πριν δύο χρόνια, ήτανε , εκεί γνώρισα τη Μαρία, την πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει, παράφορα ερωτευτήκαμε και της ορκίστηκα πως θάμουνα πάντα δίπλα της. όμως η μοίρα είναι σκληρή και μας έπαιξε το δικό της παιχνίδι. δεν πρόλαβαν να περάσουν τέσσερις μήνες και η βαριά η αρρώστια τη χτύπησε. λίγο θα ζούσε, σιμά  δύο μήνες και δεν ήταν ούτε ο πρώτος που έπεσε βαριά και πάει, χάθηκε….”

Η γριά τον αγκάλιασε, κοιμήσου, του είπε, ηρέμησε , τα ξαναλέμε αύριο.

Το πρωί βρήκε τη γριά γυναίκα να ψάχνει τον Παναγιωτάκη. ένα σημείωμα στο τραπέζι έγραφε: “είσαι ο μόνος άνθρωπος που δεν με έκρινε γι’ αυτό που ήμουν, δεν θα το ξεχάσω ποτέ”. Έκανε ν α σηκωθεί και απ’ έξω ακούστηκαν φωνές. αστυνομία, κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος δίπλα στη θάλασσα. Και το σώμα του Παναγιωτάκη….. νεκρό.

Γύρισε σπίτι, ξαναπήρε το σημείωμα στα τρεμάμενα χέρια της, το γύρισε στην πίσω μεριά και διάβασε :  “σε χαιρετώ καλή μου κυρία, πηγαίνω τώρα στην καλή μου”.

Καραγιάννης Πέτρος