Θα σου πω την ιστορία «ο θυρωρός του πορνείου» και θέλω να με ακούσεις.

Eνημέρωση Nέα

Σε αυτό το blog, στη θέση https://blogs.sch.gr/kkiourtsis/2011/04/12/, είχε δημοσιευτεί η ιστορία «ο θυρωρός του πορνείου», που χρησιμοποιήθηκε ως υλικό σε σεμινάριο. Την ίδια ιστορία τη θυμήθηκα τώρα που κυκλοφορούν ειδήσεις για απεργία των εκπαιδευτικών πάνω στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Έζησα και τις δύο προηγούμενες απεργίες πάνω στις εξετάσεις ως μέλος των Νομαρχιακών επιτροπών. Θεωρώ ότι θα είναι μέγα λάθος του κλάδου η απόφαση μιας απεργίας πάνω στις Πανελλαδικές Εξετάσεις για τρίτη φορά. Να σκεφτούμε ότι υπάρχουν πολλοί που περιμένουν να συνταχθούνε με τον εκατομμυριούχο κατασκευαστή και πωλητή εργαλείων της παρακάτω ιστορίας. Η ιστορία είναι από το βιβλίο του Bucay Jorge (2006) «Να σου πω μια ιστορία». Αθήνα: Opera, 28-33.

Ένας άνθρωπος, εργαζόταν ως θυρωρός σε ένα πορνείο. Δεν υπήρχε πιο κακόφημη και κακοπληρωμένη δουλειά από αυτήν, όμως τι άλλο να έκανε; Πράγματι, ποτέ του δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει, ούτε ήξερε άλλη δουλειά ή κάποια τέχνη. Στην πραγματικότητα ήταν σε αυτό το πόστο, επειδή ο πατέρας του ήταν θυρωρός του πορνείου και πριν ο πατέρας του πατέρα του. Για δεκαετίες το πορνείο περνούσε από γονείς σε παιδιά και το ίδιο γινόταν και με το θυρωρείο.

Μια μέρα πέθανε ο γέρος ιδιοκτήτης και ένας νέος με ανησυχίες, δημιουργικός και με επιχειρηματικό πνεύμα, ανέλαβε το πορνείο. Ο νεαρός αποφάσισε να εκσυγχρονίσει την επιχείρηση. Ανακαίνισε τα δωμάτια και μετά κάλεσε το προσωπικό για να δώσει οδηγίες. Στον θυρωρό είπε: «Από σήμερα και στο εξής, εκτός από τη φύλαξη της πόρτας, θα μου δίνεις μια εβδομαδιαία αναφορά. Θα καταγράφεις πόσοι πελάτες έρχονται κάθε μέρα. Σε κάθε πέντε πελάτες, θα ρωτάς πώς εξυπηρετήθηκαν και τι θα ήθελαν να βελτιωθεί στην επιχείρηση. Και μια φορά την εβδομάδα θα μου δίνεις γραπτή αναφορά με σχόλια που εσύ κρίνεις σημαντικά.».

Ο άνθρωπος άρχισε να τρέμει. Ποτέ του δεν του έλειψε η όρεξη για δουλειά. Όμως . . «Θα χαιρόμουν να ικανοποιήσω την επιθυμία σας κύριε», ψέλλισε, «όμως εγώ … δεν ξέρω να γράφω και να διαβάζω». «Α! Πόσο λυπάμαι. Όπως καταλαβαίνεις δεν μπορώ να πληρώνω άλλο άτομο για να κάνει αυτή τη δουλειά, ούτε μπορώ να περιμένω πότε θα μάθεις να γράφεις. Γι΄ αυτό …». «Μα, κύριε, δε μπορείτε να με απολύσετε. Δουλεύω εδώ όλη μου την ζωή, όπως κι ο πατέρας μου κι ο παππούς μου…». Δεν τον άφησε να τελειώσει. «Κοίταξε, το καταλαβαίνω. Όμως δε μπορώ να κάνω τίποτα. Φυσικά, θα αποζημιωθείς με ένα ποσό για να ανταπεξέλθεις, ώσπου να βρεις άλλη δουλειά. Σου εύχομαι καλή τύχη». Και χωρίς άλλη κουβέντα, του γύρισε την πλάτη κι έφυγε.

Ο άνθρωπος ένιωσε να γκρεμίζεται ο κόσμος ολόκληρος. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Πήγε στο σπίτι του, άνεργος για πρώτη φορά στην ζωή του. Τι να έκανε; Θυμήθηκε ότι, μερικές φορές στο πορνείο, όταν έσπαζε ένα κρεβάτι ή ένα ντουλάπι, τα κατάφερνε κι έκανε μια πρόχειρη επιδιόρθωση με ένα σφυρί και λίγα καρφιά. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να είναι μια προσωρινή δουλειά ώσπου να βρεθεί κάτι πιο μόνιμο. Αναζήτησε σε όλο το σπίτι τα εργαλεία που χρειαζόταν αλλά το μόνο που βρήκε ήταν κάτι σκουριασμένα καρφιά και μια φαφούτα τανάλια. Έπρεπε να αγοράσει μια πλήρη συλλογή εργαλείων και γι΄ αυτό θα χρησιμοποιούσε ένα μέρος της αποζημίωσης που είχε πάρει.

Στη γωνία του δρόμου αντιλήφθηκε ότι στο χωριό του δεν υπήρχε σιδηροπωλείο και ότι θα έπρεπε να ταξιδέψει δυο μέρες με το μουλάρι για να πάει στο διπλανό χωριό και ν΄ αγοράσει τα εργαλεία. «Και τι πειράζει;» σκέφτηκε και ξεκίνησε. Στην επιστροφή, κουβαλούσε ένα ωραίο και πλήρες κουτί με εργαλεία. Δεν είχε προλάβει να βγάλει τις μπότες του όταν του χτύπησαν την πόρτα. Ήταν ο γείτονάς του. «Ήθελα να σε ρωτήσω μήπως έχεις να μου δανείσεις ένα σφυρί;». «Ναι, έχω, μόλις το αγόρασα. Μα το χρειάζομαι για να δουλέψω. Ξέρεις, έμεινα χωρίς δουλειά και …». «Εντάξει. Θα στο επιστρέψω νωρίς, αύριο το πρωί». «Εντάξει».

Το επόμενο πρωί, όπως το είχε υποσχεθεί, ο γείτονας χτύπησε την πόρτα». «Κοίταξε, χρειάζομαι ακόμα το σφυρί. Μου το πουλάς;». «Όχι, γιατί το χρειάζομαι για να δουλέψω. Εξάλλου το σιδηροπωλείο απέχει δύο μέρες με το μουλάρι». «Ας κάνουμε μια συμφωνία» του είπε ο γείτονας. «Εγώ θα σου πληρώσω τις δυο μέρες πήγαινε-έλα, συν το κόστος του σφυριού. Στο κάτω-κάτω, ακόμα άνεργος είσαι. Τι λες;». Πράγματι, αυτό του έδινε δουλειά για τέσσερις μέρες. Δέχτηκε.

Στη επιστροφή του άλλος ένας γείτονας τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού του. «Γεια χαρά, γείτονα. Εσύ πούλησες ένα σφυρί στο γείτονά μας;». «Ναι …». «Χρειάζομαι και εγώ κάποια εργαλεία. Σου πληρώνω τις τέσσερις μέρες ταξίδι κι ένα μικρό κέρδος για το καθένα. Ξέρεις, δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να ταξιδέψεις για να κάνεις τις αγορές σου». Ο πρώην θυρωρός, άνοιξε το κουτί με τα εργαλεία και ο γείτονας διάλεξε μια πένσα, ένα κατσαβίδι, ένα σφυρί κι ένα καλέμι. Τα πλήρωσε κι έφυγε.

«… Δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να ταξιδέψεις για να κάνεις τις αγορές σου», θυμήθηκε. Αν αυτό ήταν σωστό, τότε πολύς κόσμος θα χρειαζόταν κάποιον άλλο να ταξιδεύει για να γέρνει εργαλεία. Στο επόμενο ταξίδι αποφάσισε ότι θα ρισκάριζε λίγο κεφάλαιο από την αποζημίωση, αγοράζοντας περισσότερα εργαλεία από όσα είχε πουλήσει. Έτσι θα εξοικονομούσε και χρόνο σε ταξίδια.

Κυκλοφόρησαν τα νέα στο χωριό, ότι ο πρώην θυρωρός και νυν έμπορος εργαλείων πήγαινε στο γειτονικό χωριό και αγόραζε ό,τι χρειαζόντουσαν οι πελάτες του. Γρήγορα κατάλαβε ότι αν έβρισκε ένα μέρος να αποθηκεύει τα εργαλεία, θα έκανε λιγότερα ταξίδια και θα είχε μεγαλύτερο κέρδος. Έτσι νοίκιασε μια αποθήκη. Μετά μεγάλωσε την είσοδο και ύστερα από μερικές εβδομάδες πρόσθεσε και μια βιτρίνα. Έτσι έγινε το πρώτο σιδηροπωλείο του χωριού. Όλοι ήταν ικανοποιημένοι κι αγόραζαν στο κατάστημά του. Δεν ήταν πια ανάγκη να ταξιδεύει, γιατί το σιδηροπωλείο του γειτονικού χωριού του έστελνε τις παραγγελίες. Είχε γίνει καλός πελάτης.

Με τον καιρό, πολλοί αγοραστές από μικρότερα χωριά πιο απομακρυσμένα προτιμούσαν το σιδηροπωλείο του και γλύτωναν τέσσερις μέρες ταξίδι. Μια μέρα σκέφτηκε ότι ο σιδεράς του χωριού μπορούσε να κατασκευάζει για αυτόν εργαλεία, αρκεί να είχε και έναν τόρνο. Πράγματι, του αγόρασε τον τόρνο και έτσι ο σιδεράς άρχισε να κατασκευάζει σφυριά, τανάλιες, καρφιά, βίδες και όλα όσα χρειαζόταν το κατάστημά του.

Για να μην τραβήξει σε μάκρος η ιστορία, ας πούμε ότι μέσα σε δέκα χρόνια εκείνος ο άνθρωπος είχε γίνει εκατομμυριούχος κατασκευαστής και πωλητής εργαλείων με σκληρή και τίμια εργασία. Και τελικά έφτασε να γίνει ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας της περιοχής. Ήταν τόσο ισχυρός που μια μέρα, με αφορμή τη νέα σχολική χρονιά, αποφάσισε να δωρίζει στο χωριό του ένα σχολείο. Εκτός από ανάγνωση και γραφή, εκεί θα διδάσκονταν οι τέχνες και οι πιο σημαντικές γνώσεις της εποχής.

Ο Δήμαρχος και ο Διοικητής οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή για τα εγκαίνια του σχολείου και ένα σπουδαίο δείπνο προς τιμή του ιδρυτή του. Στο τέλος, ο Δήμαρχος του παρέδωσε το κλειδί της πόλης. Ο Διοικητής τον αγκάλιασε και του είπε: «Με μεγάλη ευγνωμοσύνη και περηφάνια, σας ζητάμε να μας κάνετε την τιμή να υπογράψετε στην πρώτη σελίδα του βιβλίου πράξεων του νέου σχολείου». «Η τιμή είναι δική μου» είπε ο άντρας. «Νομίζω ότι πολύ θα μου άρεσε να υπογράψω αυτό το βιβλίο, αλλά δεν ξέρω ούτε να διαβάζω ούτε να γράφω. Είμαι αναλφάβητος». «Εσείς αναλφάβητος;», είπε ο Διοικητής που δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Δεν ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Δημιουργήσατε μια εμπορική και βιομηχανική αυτοκρατορία χωρίς να ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Μένω έκπληκτος! Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσατε να κάνετε αν ξέρατε ανάγνωση και γραφή». «Μπορώ να σας απαντήσω» αποκρίθηκε ο άνθρωπος ψύχραιμα, «Αν ήξερα να διαβάζω και να γράφω, τώρα θα ήμουν θυρωρός σε πορνείο!»