Το παρόν είναι ένα άρθρο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Μ. Κιουρτσή με τίτλο: “Δεκατρία άρθρα για την εκπαίδευση ενηλίκων», που εκδόθηκε από τον ίδιο στην Έδεσσα και φέρει τον ISBN 960-631-364-6. Εξαντλημένο.
Εισαγωγή
Για την εργασία αυτή έχουμε επιλέξει από το πεδίο των “εκπαιδευτικών καινοτομιών” τη διάσταση “Αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών”, δηλαδή της διάστασης που είναι ευρύτερα γνωστή με το συντμημένο της όνομα ΤΠΕ. Ένα από τα ζητούμενα της σημερινής εποχής είναι η παροχή εύκολης και χωρίς αποκλεισμούς πρόσβασης στις Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) σε όλα εκείνα τα πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα με τους χώρους της Απασχόλησης, της Ανταγωνιστικότητας, της Ανάπτυξης και της Εκπαίδευσης. Πολύ συχνά μάλιστα διατυπώνονται οι φόβοι ότι όσοι πολίτες και φορείς εξακολουθούν να ανθίστανται στην απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων στις ΤΠΕ καθιστούν τους εαυτούς τους αμέτοχους θεατές, ενώ όσοι δεν έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία βρίσκονται σε μειονεκτική θέση (Ζακόπουλος Β. και λοιποί, 2005). Έτσι τα σημερινά σχολεία υποχρεωτικής εκπαίδευσης (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας βαθμίδας), καλούνται να ενσωματώσουν τις ΤΠΕ στη μαθησιακή διεργασία με τέτοιον τρόπο, ώστε ο μαθητής να είναι σε θέση όχι απλά να αποκτήσει τη δεξιότητα χρήσης της σύγχρονης τεχνολογίας αλλά να είναι επίσης ικανός να διακρίνει μέσα στον τεράστιο όγκο των πληροφοριών τα δεδομένα εκείνα που του είναι αναγκαία για να συνθέσει τη δική του πληροφορία. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά και η ανάπτυξη των επικοινωνιακών και των κοινωνικών δεξιοτήτων καθώς η αποτελεσματική χρήση της δικτύωσης προϋποθέτει γνώση περιεχομένου αλλά και δεξιότητες διαπροσωπικής επικοινωνίας (Τσιτουρίδου Μ., 2003).
Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι ΤΠΕ μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, όχι μόνον να βελτιώσουν τη μαθησιακή διαδικασία και να ενισχύσουν τη διδακτική πρακτική, αλλά να εγκαινιάσουν μιας νέας μορφής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, προσφιλή και ευέλικτη, που θα λειτουργήσει ανατροφοδοτικά και θα συμβάλλει ουσιαστικά στην αύξηση της παραγωγικότητας της εκπαίδευσης (Σταχτέας Χ., 2005). Πώς όμως αντιμετωπίζουν αυτήν την πρόκληση οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί;
Στην εργασία αυτή γίνεται μια απόπειρα να προσδιορίσουμε και να τεκμηριώσουμε τους στόχους και τα ερευνητικά ερωτήματα ή τις υποθέσεις μιας εμπειρικής έρευνας που αφορά στη διερεύνηση των στάσεων των εκπαιδευτικών της υποχρεωτικής εκπαίδευσης σχετικά με την αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία των μαθημάτων του αναλυτικού προγράμματος. Προς το σκοπό αυτό, η εργασία αυτή διαρθρώνεται ως εξής:
Στο κύριο μέρος της εργασίας παρουσιάζεται αρχικά η βιβλιογραφική ανασκόπηση, δηλαδή το αποτέλεσμα της αναζήτησης κατάλληλων κειμένων εμπειρικών ερευνών και η ανάλυση αυτών των κειμένων. Ακολούθως εκφράζονται οι προβληματισμοί για τη διαμόρφωση του στόχου της έρευνας και εκτίθεται η οριστική διατύπωση αυτού του στόχου. Στη συνέχεια γίνεται μια απόπειρα να διατυπωθεί και να τεκμηριωθεί το ερευνητικό ερώτημα μέσα από τη διαδρομή γενικότερων ερωτημάτων μέχρις της τελικής διατύπωσης του ερευνητικού ερωτήματος. Η εργασία συνεχίζει με ένα γενικό σχέδιο υλοποίησης της πιλοτικής αυτής εμπειρικής έρευνας και καταλήγει στα συμπεράσματα/επίλογο παραθέτοντας και τη σχετική βιβλιογραφία.
Αναζήτηση και επιλογή των κατάλληλων κειμένων
Η διάσταση “Αξιοποίηση των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση” κατά την τελευταία δεκαετία συγκεντρώνει το έντονο ενδιαφέρον της εκπαιδευτικής και της ευρύτερης κοινότητας. Εξάλλου η από 24/05/2000 πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “e-learning: να σκεφτούμε την εκπαίδευση του αύριο”, ορίζει ότι η χρήση των ΤΠΕ είναι αναγκαία για τη βελτίωση της ποιότητας της μάθησης μέσω της εξ αποστάσεως συνεργασίας και της διευκόλυνσης της πρόσβασης σε πόρους και υπηρεσίες (http://www.europa.eu.int/comm.elearning). Αυτό το γεγονός μπορεί να ερμηνεύσει και τη διάθεση στο διαδίκτυο μεγάλου αριθμού εμπειρικών ερευνών σχετικών με την επιμόρφωση και την αξιοποίηση των ΤΠΕ. Από το σύνολο των ερευνών που εντοπίστηκαν, επελέγησαν οι παρακάτω μελέτες:
1. Γιακουμάτου Τ. (2004) Όταν η πληροφορική συνάντησε τη φιλολογία
2. Καλογιαννάκης Μ.: Εφαρμογές ΤΠΕ στην εκπαίδευση: Μελέτη των κοινωνικών αναπαραστάσεων Γάλλων εκπαιδευτικών φυσικών επιστημών
3. Καραμούζη Π., Τριανταφύλλου Σ., 2005: Εμπειρικά συμπεράσματα από την επιμόρφωση εκπαιδευτικών στην αξιοποίηση των τεχνολογιών της πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην εκπαίδευση
4. Καρτσιώτης Θ.: Επιμόρφωση των Ελλήνων Εκπαιδευτικών στις ΤΠΕ.
Η αναγκαιότητα, η στάση των Ελλήνων εκπαιδευτικών, τα πρώτα συμπεράσματα
5. Ρες Ι.: Υπολογιστικές μηχανές και διαδικτυακή τεχνολογία στην εκπαιδευτική πράξη: απόψεις και στάσεις των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Ν. Χίου
6. Ρούσσος Π., Πολίτης Π., 2004: Χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και στάσεις εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης απέναντι στις ΤΠΕ
Παρουσίαση και ανάλυση των μελετών της σχετικής βιβλιογραφίας
Η κριτική ανάλυση αφορά σε δύο τομείς των επιλεγέντων εμπειρικών εργασιών. Στον τομέα των στόχων και στον τομέα των ερευνητικών ερωτημάτων ή υποθέσεων που διατυπώνουν οι συγγραφείς.
α. Ο τομέας των στόχων
Ένας στόχος που τίθεται από όλους τους συγγραφείς είναι η διερεύνηση απόψεων και στάσεων των εκπαιδευτικών σχετικά με την αποδοχή ή την απόρριψη της χρήσης των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η διερεύνηση αυτή αφορά είτε στη φάση της επιμόρφωσης (εργασίες των Γιακουμάτου Τ., Καραμούζη Π. -Τριανταφύλλου Σ. και Καρτσιώτη Θ.), είτε στη φάση της εφαρμογής, δηλαδή της ενσωμάτωσης των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία (εργασίες των Καλογιαννάκη Μ., Ρες Ι. και των Ρούσσου Π.-Πολίτη Π.). Από κάποιους συγγραφείς τίθενται και ειδικότεροι στόχοι που αφορούν στη διερεύνηση της επίδρασης που ασκούν στις απόψεις και στάσεις των εκπαιδευτικών τα προσωπικά στοιχεία τους όπως είναι η ειδικότητα (Γιακουμάτου Τ.) και το φύλο (Καραμούζη Π.-Τριανταφύλλου Σ.).
β. Ο τομέας των ερευνητικών ερωτημάτων ή υποθέσεων
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο ομάδες ερευνητικών ερωτημάτων. Στην πρώτη ομάδα διατυπώνονται ερωτήματα ή υποθέσεις σχετικά με τη στάση και τις απόψεις των εκπαιδευτικών κατά τη φάση της κατάρτισής τους στις ΤΠΕ (εργασίες Καρτσιώτη Θ., Ρες Ι., Ρούσσου Π.-Πολίτη Π.). Στη δεύτερη ομάδα διατυπώνονται ερωτήματα ή υποθέσεις σχετικά με τη στάση και τις απόψεις των εκπαιδευτικών κατά τη φάση της αξιοποίησης των ΤΠΕ (εργασίες Καλογιαννάκη Μ. και Καραμούζη Π.-Τριανταφύλλου Σ., εργασία Γιακουμάτου Τ.). Οι συγγραφείς διατυπώνουν επιπλέον και πιο εξειδικευμένα ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά έχουν να κάνουν με τη σχέση της κατάρτισης και της χρήσης των ΤΠΕ (εργασία Γιακουμάτου Τ.), με τις μεταβολές που απαιτεί η εισαγωγή των ΤΠΕ στο σχεδιασμό και την οργάνωση της διδασκαλίας (εργασία Καλογιαννάκη Μ.), με την επάρκεια του χρόνου επιμόρφωσης (εργασία Καραμούζη Π.-Τριανταφύλλου Σ.), με τα κίνητρα του ενδιαφέροντος των εκπαιδευτικών (εργασία Καρτσιώτη Θ.), με τις προθέσεις των εκπαιδευτικών για τη χρήση των ΤΠΕ (εργασία Ρες Ι.), με το βαθμό προσαρμογής των εκπαιδευτικών σε νέες καταστάσεις (εργασία των Ρούσσου Π.-Πολίτη Π.).
Απόπειρα διατύπωσης και τεκμηρίωσης του στόχου της εμπειρικής έρευνας.
Ο στόχος της έρευνας αρχίζει να διαμορφώνεται
Πολλές φορές έχει υπογραμμιστεί ένα σημαντικό κενό στις δεξιότητες στις ΤΠΕ όχι μόνον των Ελλήνων αλλά και όλων των Ευρωπαίων πολιτών (Λαζαρίνης Φ., Κουγιουρούκη Ο., 2005) Επιπλέον, το εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από μια δυσκαμψία να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες, η οποία οφείλεται τόσο στη συγκεντρωτική δομή και στο γραφειοκρατικό χαρακτήρα του, όσο και στην απουσία ενός ικανοποιητικού συστήματος ψυχοκοινωνικής και παιδαγωγικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών. Κι όμως όλοι συμφωνούν ότι οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να διαθέτουν τόσο παιδαγωγική όσο και τεχνολογική μόρφωση, ώστε να γνωρίζουν και να αξιοποιούν τις δυνατότητες των ΤΠΕ σε όλα τα μαθήματα, από το δημοτικό μέχρι και το Πανεπιστήμιο (Ράπτης Α., Ράπτη Α., 1999).
Η εργασία αυτή είναι απόπειρα μιας πιλοτικής έρευνας και δεν είναι μια ερευνητική πρόταση. Έχει ως κύριο στόχο της τη διερεύνηση του βαθμού επιτυχίας της προσπάθειας που καταβάλλει το Υπουργείο Παιδείας και όλη η εκπαιδευτική κοινότητα για την ενσωμάτωση των ΤΠΕ στις εκπαιδευτικές διαδικασίες. Ο στόχος αυτός έχει δύο κύριες παραμέτρους:
1. τη διερεύνηση του βαθμού ικανοποίησης των εκπαιδευτικών από τα σχετικά προγράμματα επιμόρφωσης που παρακολούθησαν.
2. τη διερεύνηση των στάσεων των επιμορφωμένων εκπαιδευτικών απέναντι στην αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία των μαθημάτων του αναλυτικού προγράμματος.
Τα επιμορφωτικά προγράμματα στα οποία αναφερόμαστε αποτελούν ολοκληρωμένα προγράμματα κατάρτισης εκπαιδευτικών του Υπουργείου Παιδείας και αφορούν στην απόκτηση βασικών γνώσεων και δεξιοτήτων στη χρήση των ΤΠΕ (ΥΠΕΠΘ, http://www.de.sch.gr/epimorfosi/). Αφορούν επίσης και στην περαιτέρω αξιοποίηση των ΤΠΕ, μέσω της χρήσης προϊόντων εκπαιδευτικού λογισμικού και της καλλιέργειας των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των στάσεων ώστε οι επιμορφούμενοι εκπαιδευτικοί να εξοικειωθούν με τη χρήση των ΤΠΕ και να αξιοποιήσουν αποδοτικά τις δυνατότητές τους στην αναβάθμιση των διδακτικών μεθόδων, στην αναζήτηση νέων πηγών γνώσης, στην ενεργό συμμετοχή τους σε νέες πηγές μάθησης. Στόχος είναι να βελτιωθεί ταυτόχρονα και η απόδοσή τους στον εργασιακό τομέα και να αναβαθμιστεί το μαθησιακό κλίμα μέσω της μεταβολής του τρόπου παρουσίασης της γνώσης και της ενεργού συμμετοχής του μαθητή στη μαθησιακή διεργασία. (Σιμάτος Α., 2000)
Οριστική διαμόρφωση του στόχου της έρευνας
Η αρχική σκέψη ήταν η παρούσα έρευνα να εξετάσει τις στάσεις των εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων. Στην πορεία όμως, όσο προχωρούσε η μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας, άρχισε να προβάλλεται η πρόκληση να εστιαστεί η έρευνα αποκλειστικά και μόνον στους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν τα θεωρητικά μαθήματα δηλαδή στους φιλολόγους. Πιστεύεται γενικά ότι ο κλάδος των φιλολόγων, σε σχέση με τους κλάδους των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών είναι μάλλον συντηρητικός απέναντι στην εισαγωγή καινοτομιών. Έχει επομένως ένα ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον να επιβεβαιωθεί αυτή η υπόθεση. Έτσι διαμορφώθηκε αρχικά ένας κύριος στόχος, δηλαδή να εξεταστεί ο γενικότερη στάση των φιλολόγων απέναντι στην αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία των μαθημάτων ειδικότητας (Γλώσσα, Ιστορία, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία κλπ). Διαμορφώθηκαν όμως και δύο επιμέρους στόχοι:
1. Να διερευνηθεί αν η αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων είναι συστηματική και καθημερινή ή περιστασιακή δηλαδή κάποιες εφαρμογές στη διάρκεια του εκπαιδευτικού έτους
2. Να διερευνηθεί ποια από τα παρακάτω εργαλεία προτιμούν οι φιλόλογοι: Επεξεργαστή κειμένου (word), λογιστικά φύλλα (excel), προγράμματα παρουσίασης (power point), διαδίκτυο (internet, e-mail), εκπαιδευτικό λογισμικό.
Απόπειρα διατύπωσης και τεκμηρίωσης του ερευνητικού ερωτήματος ή της υπόθεσης της εμπειρικής έρευνας.
Όταν κάνουμε μια απόπειρα να διατυπώσουμε ένα πρόβλημα που παρουσιάζει ενδιαφέρον, βρισκόμαστε ήδη στο πρώτο στάδιο της ερευνητικής διαδικασίας. Ακολουθούν τα στάδια της επιλογής της περίπτωσης που θα μελετηθεί, της παρουσίασης δεδομένων και πληροφοριών, της ανάλυσης δεδομένων και πληροφοριών και τέλος της σύνταξης του ερευνητικού πορίσματος. Στο πρώτο στάδιο, όταν διατυπώνουμε το πρόβλημα, αναφερόμαστε πλέον στο έργο του καθορισμού του στόχου της έρευνας που εκπονούμε (Bird M., Hammersley M., Gomm R., Woods P., 1999). Η διατύπωση του προβλήματος μπορεί να γίνει με τη μορφή ερευνητικών ερωτημάτων ή υποθέσεων. Από τα ερωτήματα ή τις υποθέσεις ξεκινάει ένα μεγάλο μέρος της έρευνας, κυρίως στις περιπτώσεις που διερευνώνται σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος και έχουν σαφείς συνέπειες για τον έλεγχο των διατυπωμένων σχέσεων (Cohen L., Lawrence L., 1994). Οι υποθέσεις ειδικότερα είναι δοκιμαστικές προτάσεις για τις σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών και παρέχουν στον ερευνητή έναν οδηγό σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εξεταστεί η αρχική ιδέα (Bell J., 1999).
Κεντρικός στόχος της εμπειρικής έρευνας είναι η διερεύνηση των στάσεων των εκπαιδευτικών της υποχρεωτικής εκπαίδευσης σχετικά με την αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία των θεωρητικών μαθημάτων του αναλυτικού προγράμματος. Ως στάσεις ορίζουμε γενικά τους συγκεκριμένους τρόπους που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μέσα από τις εμπειρίες τους για την αντιμετώπιση αντικειμένων, προσώπων ή γεγονότων. Επομένως οι στάσεις επιδρούν και στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς αυτών που τις έχουν, προτρέποντας ή αποτρέποντας συγκεκριμένες μορφές δράσεις (Διαμαντάκη Κ., Ντάβου Μ., Πανούσης Γ., 2001) Για να διερευνήσουμε λοιπόν τις στάσεις των εκπαιδευτικών απέναντι στην αξιοποίηση των ΤΠΕ, θα πρέπει να καταμετρήσουμε τις επιμέρους παραμέτρους που είναι οι εξής τρεις: Η παράμετρος “γνώση του αντικειμένου”, δηλαδή κατά πόσον οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν τι είναι και πως χρησιμοποιούνται οι ΤΠΕ. Η συναισθηματική παράμετρος, δηλαδή ο βαθμός συμπάθειας, άγχους, ευχαρίστησης προς τον παράγοντα “αξιοποίηση των ΤΠΕ”. Τέλος η παράμετρος της συμπεριφοράς, δηλαδή η ετοιμότητα και η αποφασιστικότητα των εκπαιδευτικών για να εμβολιαστεί η διδακτική πρακτική με την ενσωμάτωση των ΤΠΕ. Να σημειωθεί ότι τα σχετικά ερευνητικά ερωτήματα διατυπώνονται τώρα που έχουν ήδη επιμορφωθεί στην παιδαγωγική χρήση των ΤΠΕ πάνω από 10.000 εκπαιδευτικοί όλων των ειδικοτήτων. (http://www.ypepth.gr/ el_ec_page2083.htm).
Ο κεντρικός λοιπόν στόχος της ερευνητικής μελέτης προσδιορίστηκε με βάση τα ερωτήματα που διατυπώνονται στη συνέχεια. Περιλαμβάνονται και ερωτήματα που διατυπώνουν οι μελέτες της σχετικής βιβλιογραφίας:
- Είναι δυνατόν τα τεχνολογικά βοηθήματα να αναπληρώσουν τα πιθανά κενά στην επιστημονική και παιδαγωγική κατάρτιση των εκπαιδευτικών; (Καρτσιώτης Θ.)
- Συνδέεται η θετική ή η αρνητική στάση των εκπαιδευτικών με την ειδικότητά τους, ή με προσωπικά στοιχεία όπως ο χαρακτήρας και το φύλο τους; (Ρούσσος Π., Πολίτης Π.)
- Θα είναι η υποστήριξη των εκπαιδευτικών συνεχής και πλήρης, ή μήπως αρχίζει και τελειώνει στα εισαγωγικά επιμορφωτικά προγράμματα; ( Ρες Ι.)
- Μήπως η ενσωμάτωση των ΤΠΕ στη μαθησιακή διεργασία είναι εφικτή και χωρίς την κατάρτιση των εκπαιδευτικών; (Γιακουμάτου Τ.)
- Πόσο έτοιμοι είναι οι εκπαιδευτικοί να δεχθούν ότι ούτε το σχολικό βιβλίο, ούτε και οι ίδιοι είναι οι μοναδικές πηγές γνώσης; (Καλογιαννάκης Μ.)
- Διατίθενται επαρκείς πόροι για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και την αξιοποίηση των ΤΠΕ; (Καραμούζη Π., Τριανταφύλλου Σ.)
- Σε ποιο βαθμό γνωρίζουν οι εκπαιδευτικοί τα παιδαγωγικά πλεονεκτήματα των ΤΠΕ; Πόσο έτοιμοι είναι να λειτουργήσουν όχι τόσο ως φορείς της γνώσης αλλά ως συντονιστές των μαθησιακών δραστηριοτήτων των μαθητών;
- Πώς αντιλαμβάνονται οι εκπαιδευτικοί τις αλλαγές που επιφέρει η χρήση των ΤΠΕ στον επαγγελματικό ρόλο τους; Ποιες σκέψεις, φόβους, προσδοκίες εκφράζουν;
- Πόσο έτοιμοι είναι να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο η εισαγωγή των ΤΠΕ να τροποποιήσει τους όρους της παιδαγωγικής πράξης και να προκαλέσει νέες εκπαιδευτικές συμπεριφορές όπως πχ αυξημένες δυσκολίες ελέγχου και τον αποσυντονισμό από την προγραμματισμένη εργασία τους;
- Πώς θα αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο οι μαθητές τους να έχουν περισσότερο αναπτυγμένες δεξιότητες από τους ίδιους;
Η τελική διατύπωση του ερευνητικού ερωτήματος
Υποθέτουμε, ότι όταν οι συνθήκες ενσωμάτωσης των ΤΠΕ είναι ευνοϊκές, τότε και η στάση των φιλολόγων είναι θετική. Η υπόθεση ότι ο κλάδος των φιλολόγων είναι συντηρητικός απέναντι στις καινοτομίες, άρα και στην αξιοποίηση των ΤΠΕ θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ερευνητικά. Είναι άραγε οι φιλόλογοι περισσότερο τεχνοφοβικοί ή περισσότερο αδιάφοροι, ή περισσότερο άκαμπτοι, από εκπαιδευτικούς άλλων κλάδων; Για να ερμηνεύσουμε λοιπόν τις στάσεις των φιλολόγων απέναντι στις ΤΠΕ θα πρέπει να εξετάσουμε το περιβάλλον και τις συνθήκες αξιοποίησης των ΤΠΕ, δηλαδή θα πρέπει να εξετάσουμε:
- Αν έχει οργανωθεί ένα πλήρες και διαρκές πρόγραμμα επιμόρφωσης που να παρακολουθεί τις εξελίξεις, τόσο σε θέματα χρήσης της τεχνολογίας όσο και σε θέματα παιδαγωγικής αξιοποίησης των ΤΠΕ.
- Αν έχει υιοθετηθεί από την εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και από την κάθε εκπαιδευτική μονάδα μια νέα εκπαιδευτική κουλτούρα που να βασίζεται στην αποδοχή νέων παιδαγωγικών προσεγγίσεων όπως της ομαδοκεντρικής διδασκαλίας αντί της μετωπικής, της αναζήτησης αντί της διάλεξης, της ενεργητικής συμμετοχής αντί της παθητικότητας, της συνεργατικότητας αντί του ανταγωνισμού.
- Αν υπάρχει η πρόνοια ώστε οι συνήθεις τυπικοί τρόποι της λεκτικής επικοινωνίας να εμπλουτιστούν με ποικιλία τρόπων που δίνουν θέση και στη μη λεκτική επικοινωνία.
- Αν η εκπαιδευτική κοινότητα μεριμνά να υιοθετηθούν επιπλέον πρακτικές όπως η δικτύωση σχολείων μεταξύ τους, η σύνδεσή τους με τα κέντρα των πληροφοριών, η προμήθεια κατάλληλου και επαρκούς εξοπλισμού, η τεχνική υποστήριξη, η λήψη διοικητικών αποφάσεων και μέτρων σχετικά με τη διερεύνηση και ικανοποίηση των αναγκών και την παροχή κινήτρων.
Με βάση όλον αυτόν τον προβληματισμό, ο τίτλος της πιλοτικής εμπειρικής έρευνας θα μπορούσε να είναι:
” Οι στάσεις των εκπαιδευτικών της υποχρεωτικής εκπαίδευσης απέναντι στην αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία των θεωρητικών μαθημάτων του αναλυτικού προγράμματος “
Πώς μπορεί να υλοποιηθεί η προτεινόμενη πιλοτική έρευνα
Στην εργασία αυτή έχουν ήδη διατυπωθεί τόσο οι στόχοι όσο και τα ερευνητικά ερωτήματα και οι υποθέσεις με τρόπο που να επιτρέπουν την υλοποίηση της σχετικής έρευνας. Προτείνεται λοιπόν η προσέγγιση να είναι ποσοτικού χαρακτήρα και μάλιστα μέσω δομημένου ερωτηματολογίου που θα συμπληρώσουν ίδιοι οι ερωτώμενοι και στο οποίο οι ερωτήσεις θα είναι κυρίως κλειστού τύπου. Ο πληθυσμός από τον οποίο θα προέρχεται το δείγμα της έρευνας να είναι φιλόλογοι (κατά προτίμηση Γυμνασίου) οι οποίοι έχουν επιμορφωθεί στις ΤΠΕ. Η επιλογή τους προτείνεται να γίνει με τυχαίο τρόπο μεταξύ των φιλολόγων Γυμνασίου του ίδιου Νομού (πχ Νομός Πέλλας) το δε μέγεθος του δείγματος να είναι επαρκές ώστε να ταιριάζει με το χαρακτηρισμό της έρευνας ως πιλοτικής.
Το ερωτηματολόγιο, προτείνεται να είναι διαρθρωμένο σε τρία μέρη.
Στο πρώτο μέρος να ζητούνται ατομικά-βιογραφικά στοιχεία του ερωτώμενου (φύλο, έτη υπηρεσίας), αλλά να μην ζητείται ονοματεπώνυμο. Η ανωνυμία θα διευκολύνει ίσως την ειλικρίνεια των απαντήσεων.
Στο δεύτερο μέρος να ζητούνται πληροφορίες σχετικές με τις σχετικές γνώσεις και δεξιότητες του ερωτώμενου (χρήση υπολογιστή και προγραμμάτων), τις στάσεις (φόβοι, προσδοκίες, βαθμός ικανοποίησης) και τις συμπεριφορές (συχνότητα χρήσης των ΤΠΕ στη διδασκαλία, βαθμός συμμετοχής μαθητών, αξιολόγηση).
Στο τρίτο μέρος να ζητούνται οι απόψεις και οι σκέψεις των εκπαιδευτικών και συμπληρωματικές πληροφορίες (αποτελεσματικότητα των ΤΠΕ, δυσκολίες, ανάγκες). Η επεξεργασία των δεδομένων μπορεί να γίνει με διάφορες στατιστικές τεχνικές ανάλυσης και τέλος η όλη πιλοτική έρευνα να αποδοθεί με τη συγγραφή αναλυτικής τελικής έκθεσης που να απευθύνεται στο μέσο πολίτη και όχι σε ερευνητές ή άλλες εξειδικευμένες ομάδες.
Επίλογος – συμπεράσματα
Η αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) αλλά και οι απαιτήσεις της κοινωνίας έχουν δημιουργήσει νέες ανάγκες στην εκπαίδευση. Οι εκπαιδευτικοί φαίνεται να αναγνωρίζουν την αξία των αλλαγών στην εκπαιδευτική διαδικασία, όπως είναι η αξία της στροφής προς ένα περισσότερο μαθητοκεντρικό μοντέλο διδασκαλίας που θα στηρίζεται όχι στην αποστήθιση αλλά στην ανακάλυψη. Οποιαδήποτε όμως εκπαιδευτική παρέμβαση που απομακρύνει τους εκπαιδευτικούς από τις παραδοσιακές εκπαιδευτικές αρχές, αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι αλλαγές γίνονται απότομα και αποφασίζονται χωρίς τη συναίνεσή και την επαρκή προετοιμασία τους. Ο βαθμός ετοιμότητας και αποδοχής των εκπαιδευτικών σε αλλαγές που σχετίζονται με το εκπαιδευτικό έργο θα πρέπει να είναι αντικείμενο έρευνας που θα πρέπει να προηγείται αυτών των αλλαγών.
Ειδικότερα η αξιοποίηση των ΤΠΕ έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο τη συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα των μεθόδων διδασκαλίας και το ρόλο του εκπαιδευτικού μέσα στην τάξη. Θα θέλαμε να κλείσουμε αυτήν την εργασία με ένα σχετικό κείμενο του Μιχάλη Δερτούζου, του αποκαλούμενου και “προφήτη του κυβερνοχώρου” (1998,):
Το να ανάβεις ως εκπαιδευτικός τη φωτιά της μάθησης στις καρδιές των μαθητών και να χτίζεις δεσμούς δασκάλου με μαθητή, αυτοί είναι οι πιο κρίσιμοι παράγοντες για επιτυχή μάθηση και δε μπορούν να μεταδοθούν από την τεχνολογία της πληροφορίας. Έτσι, ακόμη και αν αποφασιστεί ότι η πληροφοριακή αγορά μπορεί να ριζώσει στον τομέα της μάθησης, η αφοσίωση και η ικανότητα των εκπαιδευτικών θα είναι το σημαντικότερο εκπαιδευτικό εργαλείο. Έχουμε καταλήξει να αναγνωρίσουμε ότι η τεχνολογία από μόνη της, ασχέτως πόσο φανταχτερή ή συναρπαστική είναι, δεν βελτιώνει αυτόματα τη διεργασία της μάθησης.
Σημείωση: Οι βιβλιογραφικές παραπομπές μπορούν να αναζητηθούν στη δημοσίευση με τίτλο «Προτεινόμενη βιβλιογραφία»