ΠΟΙΗΣΗ
Μάρτιος:Αρχή της άνοιξης
Καλό μήνα. Ημερολογιακά μπαίνουμε σήμερα στην άνοιξη. Επίσημα (αστρονομικά) αυτό θα συμβεί στις 21 Μαρτίου. Ηπραγματική άνοιξη όμως,διαφορετική βέβαια για τον καθένα μας, είναι η άνοιξη της ψυχής. Ο Joseph Joubert είχε πει ότι “Δεν θα βρεις ποίηση πουθενά, αν δεν κουβαλάς κάποια μαζί σου”. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την άνοιξη. Όσο κι αν η φύση μεταμορφώνεται σε ένα υπέροχο, πολύχρωμο καμβά, εάν η διάθεση να αισθανθούμε την ευφορία δεν “ξυπνήσει” μέσα μας, τίποτε δεν μπορεί να φέρει την άνοιξη στην καρδιά μας.
Ο Γιάννης Ρίτσος παρατηρεί ότι μπροστά στις αποφάσεις των ανθρώπων “απροετοίμαστη κι η άνοιξη. Σε κάθε της βήμα κοντοστέκεται, σαστίζει και σωπαίνει”, ο Pablo Neruda ξεκαθαρίζει: “Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να’ ρθει” και ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει ότι “Την Άνοιξη αν δεν τη βρεις, τη φτιάχνεις”.
Εμείς, γι’αυτή την άνοιξη, σας αφιερώνουμε, τους παρακάτω στίχους της Μαρίας Πολυδούρη(απόσπασμα από το ποίημά της όλα θα σβήσουν).
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού και σαγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κ’ υποψιάζομαι, ζηλεύω, δεν σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει
μια υπόσχεση που αργεί πολύ ναρθή.
Τ’ ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι’ ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελλαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν.
Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, ‘πε μου,
τι θα ωφελήση, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί καλέ μου,
να σβήση πια η αγάπη μου; Και να μη σ’ αγαπώ,
ενώ θάναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλήται τον αιώνιο έρωτα και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.
ΑΠΟΚΡΙΕΣ:Ας γίνουμε πάλι παιδιά.
Masked Ball at the Opera, Paris
Henri Gervex (Paris 1852- id. 1929 )
Ήρθαν και οι απόκριες. Αποκριάτικες μάσκες θα φορεθούν πάλι.Γλέντι, θόρυβος, φώτα, φωνές. Ευκαιρία να …. ξυπνήσουμε το παιδί που έχουμε μέσα μας. Να ξαναβρούμε την παιδικότητά μας,να ανακαλύψουμε τα πιο βασικά “παιδικά” χαρακτηριστικά, χωρίς όμως να παραιτηθούμε από την ενήλικη ταυτότητά μας, για μονιμότερα αποτελέσματα, για να έχουμε χαρούμενη και φωτεινή την κάθε μέρα μας.
Αισιοδοξία, λοιπόν,ονειροπόληση,φαντασία, ενθουσιασμός, εφευρετικότητα, διεκδίκηση, πείσμα και υπομονή, γέλιο και ανεμελιά, κυρίως όμως αλληλεγγύη και αγάπη να οδηγούν και να κατευθύνουν τις πράξεις μας. Αν κάποιος νιώθει απόλυτο εσωτερικό κενό να το …γεμίσει με αγάπη.
Head of a Woman (Study for “Nude with Drapery”), Paris, 1907
Αχ Αγάπη! – Γιάννης Πάριος
Οδυσσέας Ελύτης – Ο έρωτας
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι.
Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι.
Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.
Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
Ερμηνεία: Άλκιστις Πρωτοψάλτη
Χ Ρ Ο Ν Ι Α Π Ο Λ Λ Α !!!
Κάτω από ΓΙΟΡΤΕΣ, ΠΟΙΗΣΗ, ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ | 0 ΣχόλιαΑχιλλέας και Πρίαμος
Η συγκλονιστική συνάντηση των δύο ανδρών στην Ιλιάδα, αποδίδεται με τρόπο λιτό,ανθρώπινο, τρυφερό, μεγαλοπρεπή από τον συντάκτη του ιστολόγιου www.grethexis.com, Διαθέστε λίγο χρόνο για να διαβάσετε το άρθρο που ακολουθεί. Πραγματικά αξίζει.
Δύο αξιοσέβαστοι βασιλιάδες στην πιο συγκινητική στιγμή μιας σκληρής πολεμικής περιπέτειας.
Ο ένας είναι ο Αχιλλέας. Νέος, πεισματάρης και υπόδειγμα γενναιότητας. Πατέρας του είναι ο βασιλιάς της Φθίας, Πηλέας και μητέρα του η θεά Θέτις. Το επικό ποίημα «Ιλιάς», έχει ως κεντρικό θέμα την «μῆνιν τοῦ Αχιλλέως» και τα γεγονότα που αυτή προκάλεσε. Στη σκηνή που θα διαβάσετε παρακάτω, η μῆνις υποχωρεί μπροστά στο μεγαλείο του αντιπάλου και αποκαλύπτεται μία άλλη πτυχή της προσωπικότητας του ήρωα. Ο Αχιλλέας ανήκει στον συνασπισμένο στρατό των ελληνικών πόλεων που πολιορκούν την Τροία.
Ο άλλος είναι ο Πρίαμος, ο ηλικιωμένος πια βασιλιάς της Τροίας, της ένδοξης πόλης που τώρα πολιορκούν οι Αχαιοί. Ο γιος του ο Πάρης – Αλέξανδρος ερωτεύτηκε την πανέμορφη Ελένη, τη σύζυγο του βασιλιά της Σπάρτης, και την έφερε μαζί του στην Τροία. Οι Αχαιοί έχουν έρθει να την πάρουν πίσω. Ο άλλος γιος του Πριάμου, ο Έκτωρ, σκότωσε σε μία μάχη τον Πάτροκλο, ο οποίος φορούσε την πανοπλία του Αχιλλέα. Ο Πάτροκλος ήταν παιδικός φίλος του Αχιλλέα, ο οποίος εκδικήθηκε τον θάνατό του σκοτώνοντας τον Έκτορα σε μονομαχία. Ύστερα, θολωμένος από θυμό και θλίψη ατίμασε το σώμα του σκοτωμένου πρίγκιπα σέρνοντάς το στο στρατόπεδο πίσω από το άρμα του. Αυτή η ασέβεια σε νεκρό, και μάλιστα σε πολεμιστή και πρίγκιπα, εξέπληξε όχι μόνο τους Τρώες, αλλά και τους Αχαιούς. Αλλά ποιος μπορούσε να τα βάλει με τον Αχιλλέα; Όλοι έτρεμαν μπροστά στον οξύθυμο και πεισματάρη ημίθεο. Όλοι, εκτός από εκείνον που δεν είχε πια τίποτα να χάσει!
Ο Πρίαμος είχε ήδη ζήσει μια φορά την καταστροφή της πατρίδας του, όταν ήταν ακόμα παιδί, από τον στρατό του Ηρακλή. Εξελίχθηκε σ’ έναν ικανό και δίκαιο βασιλιά, τον οποίο ο λαός του αγαπούσε πολύ. Τώρα στα γεράματά του έμελλε να ζήσει και πάλι τον ίδιο όλεθρο. Αλλά πριν δει την πόλη του να καίγεται είδε τους γιους του να σκοτώνονται ο ένας μετά τον άλλον. Στην περίπτωση του Έκτορα δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει μόνο τη θλίψη για τον χαμό του διαδόχου του, αλλά και τον πόνο που του προκαλούσε η ατίμωση του νεκρού του σώματος. Ο Έκτωρ παρέμενε άταφος έξω από τη σκηνή του Αχιλλέα και ο Πρίαμος αποφάσισε να πάει ο ίδιος στον Αχιλλέα και να ζητήσει τον νεκρό του γιο προσφέροντας λύτρα. Ξεκίνησε μία νύχτα και τρύπωσε στο στρατόπεδο των Αχαιών. Με τη βοήθεια του θεού Ερμή, εκείνου που είχε αναλάβει να συνοδεύει τους νεκρούς στον Κάτω Κόσμο, έφτασε στη σκηνή του Αχιλλέα και χωρίς δισταγμό μπήκε στη σκηνή του βασιλιά των Μυρμιδόνων. Η σκηνή που εκτυλίσσεται ανάμεσα στους δύο άνδρες και περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ω 485 – 676) είναι εντυπωσιακή!
Η συνάντηση
Ο ηλικιωμένος και βασανισμένος Πρίαμος γονατίζει μπροστά στον φονιά του παιδιού του, ακουμπά τα γόνατά του και του φιλά τα χέρια. Αυτό ήταν το εθιμοτυπικό της ικεσίας εκείνη την εποχή. Ο Αχιλλέας τα’ χασε! Οι υπόλοιποι που βρίσκονταν εκεί κοιτούσαν ο ένας τον άλλον με έκπληξη. Ο Πρίαμος παραμένει προσηλωμένος στον σκοπό του. Κοιτάζει τον Αχιλλέα και του λέει:
«Θυμήσου τον πατέρα σου, θεϊκέ Αχιλλέα, που είναι συνομήλικός μου, στο ολέθριο κατώφλι των γηρατειών. Ίσως κι εκείνον οι γύρω του να τον θλίβουν και κανείς να μην βρίσκεται κοντά του να τον υπερασπιστεί. Εκείνος όμως, ακούγοντας πως είσαι ζωντανός, να έχει χαρά μες στην καρδιά του. Διότι ελπίζει μια μέρα να δει τον αγαπημένο του γιο να επιστρέφει από την Τροία. Εγώ όμως, απ’ όλους πιο δυστυχής, αφού άριστους γέννησα γιους στην Τροία, ούτε ένας πια δεν μου έχει απομείνει…»
Εξηγεί τον σκοπό της απρόσμενης επίσκεψης και ικετεύει: «Δείξε σεβασμό στους θεούς, Αχιλλέα, και έλεος σε μένα, καθώς θυμάσαι τον πατέρα σου. Σε μένα, τον πιο αξιοθρήνητο των ανθρώπων της γης, που φέρνω στο στόμα μου το χέρι εκείνου που σκότωσε το παιδί μου.»
Κι ενώ εκείνος γονατιστός σπαράζει με λυγμούς θρηνώντας το παιδί του, ο Αχιλλέας απομακρύνει απαλά το χέρι του γέροντα από τα γόνατά του και αφήνεται στον δικό του θρήνο. Και δεν θρηνεί μονάχα τον Πάτροκλο.
Ο Αχιλλέας γνώριζε πως αν πήγαινε στην Τροία να πολεμήσει, δεν θα επέστρεφε ποτέ. Η μητέρα του τον είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό και προσπάθησε να τον κρύψει. Ο Αχιλλέας όμως προτιμούσε να πεθάνει νέος, αλλά δοξασμένος παρά να ζήσει άσημος ως τα βαθειά του γεράματα. Έτσι, γνωρίζει καλά πως δεν πρόκειται να ξαναδεί τον πατέρα του και η ιδέα του Πρίαμου να ξεκινήσει τη συζήτηση αναφερόμενος στον Πηλέα βρήκε στόχο! Ο Αχιλλέας κλαίει μαζί με τον εχθρό του, σε μία τρομερή στιγμή που και οι δύο αντικρίζουν την κοινή μοίρα των ανθρώπων. Η φοβερή του οργή που τον οδήγησε να ξεπεράσει κάθε όριο, παγώνει μπροστά στον οίκτο και τον σεβασμό για τον ευγενή γέροντα με άσπρα μαλλιά. Απλώνει το χέρι του και σηκώνει τον Πρίαμο, που μετά βίας στέκεται στα πόδια του:
Ο πάγος σπάει
«Στ’ αλήθεια δύσμοιρε, πόσες συμφορές δεν σε βρήκαν. Πώς βρήκες δύναμη στ’ αλήθεια να έρθεις μόνος και να σταθείς μπροστά στα μάτια εκείνου που τόσους γιους σου έχω σκοτώσει; Σίδερο η καρδιά σου! Έλα όμως, κάτσε εδώ στον θρόνο, ν’ αφήσουμε τους πόνους μας να καταλαγιάσουν κι ας είμαστε πικραμένοι. Τίποτα με τον θρήνο δεν γίνεται!
Διότι έτσι κανόνισαν οι θεοί για τους ταλαίπωρους θνητούς, να ζούνε μες στις πίκρες. Ανέμελοι μόνο εκείνοι ζούνε. Διότι στο κατώφλι του Διός δύο πιθάρια με δώρα υπάρχουν. Ένα γεμάτο βάσανα κι ένα με τα καλά. Σε όποιον δώσει και από τα δύο, άλλοτε του συμβαίνουν πράγματα καλά κι άλλοτε βασανίζεται. Σε όποιον όμως δώσει μονάχα από τις λύπες, καταραμένος ζει πάνω στη γη τη θεϊκή, από θεούς κι ανθρώπους κυνηγημένος.»
Ανακαλώντας τις αναμνήσεις του, ο Αχιλλέας, σε μία νοητική διεργασία που θυμίζει ψυχανάλυση, συνειδητοποιεί πως ο πατέρας του, ο Πηλέας, ήταν από τους πιο τυχερούς ανθρώπους. Από εκείνους που ο Δίας μοίρασε δώρα και από τα δύο πιθάρια. Ήταν βασιλιάς, παντρεύτηκε μία θεά, απέκτησε γιο που έγινε ο μέγιστος ήρωας των Ελλήνων. Τώρα όμως ήρθε η ώρα για τα βάσανα. Δεν πρόκειται να έχει τον γιο του κοντά του, να τον φροντίσει στα γεράματα και η βασιλεία του θα μείνει χωρίς διάδοχο. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο Πρίαμος, που έζησε μία δοξασμένη βασιλική ζωή και όλοι τον θαύμαζαν. Έλεγαν πως είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, ώσπου τον βρήκε η δυστυχία, ο πόλεμος, ο χαμός των παιδιών του και σύντομα, η καταστροφή της πόλης του. Δεν μας το λέει ο Αχιλλέας, αλλά καθώς περιγράφει την τύχη των δύο γερόντων, ίσως να μην του διέφυγε η σύμπτωση πως και οι δύο πέρασαν από την ευτυχία στη δυστυχία εξαιτίας μίας απόφασης των παιδιών τους. Ο Πηλέας θα μείνει ολομόναχος επειδή ο Αχιλλέας περιφρόνησε τον θάνατο προτιμώντας τη δόξα, και ο Πρίαμος υφίσταται τις συνέπειες του φλογερού έρωτα του Πάρη για την Ελένη.
Ο Αχιλλέας και ο Πρίαμος, ο κατακτητής και ο κατακτημένος συνάπτουν μία σιωπηλή συμμαχία, που όπως κάθε συμμαχία εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον. Και οι δύο έχουν την ανάγκη να κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν, γνωρίζοντας πως δεν έχουν μέλλον.
Οι λογαριασμοί κλείνουν
«Βάστα γερά όμως και μην σπαράζεις στην καρδιά σου, πριν πάθεις άλλο κακό. Διότι σε τίποτα δεν θα σε ωφελήσει η λύπη για τον γιο σου. Δεν πρόκειται να τον αναστήσεις», παρηγορεί ο Αχιλλέας τον νέο του φίλο δίνει εντολή στους υπηρέτες του να πλύνουν το σώμα του Έκτορα και να το φροντίσουν όπως πρέπει. Υπόσχεται ανακωχή έντεκα ημερών, ώστε να κηδευτεί ο νεκρός όπως πρέπει. Ύστερα ολοκληρώνεται η συναλλαγή σύμφωνα με το εθιμοτυπικό της εποχής, δηλαδή με την καταβολή λύτρων. Με τον τρόπο αυτό, ο ικέτης διατηρεί την αξιοπρέπειά του, καθώς εξαγοράζει τον γιο του και δεν του δίνεται ως ελεημοσύνη. Από την άλλη, ο Αχιλλέας μπορεί να πει στον νεκρό Πάτροκλο «μην μου θυμώσεις Πάτροκλε, αν μάθεις εκεί στον Άδη πως ελευθέρωσα τον Έκτορα για χάρη του πατέρα του, γιατί τα λύτρα δεν ήταν ταπεινά. Και από αυτά εγώ σε σένα θα δώσω όσα σου αναλογούν»
Το χάος μπήκε σε τάξη και τώρα πια οι δύο άντρες, που αύριο θα είναι και πάλι εχθροί, απολαμβάνουν την γαλήνη που αναζητούσαν. Ο Αχιλλέας προσκαλεί τον Πρίαμο να δειπνήσουν μαζί. Έτσι, όπως κάποτε δειπνούσε με τον Πάτροκλο. Και καθώς δειπνούν, ο Όμηρος ανοίγει ένα παράθυρο στις γαληνεμένες ψυχές δύο εχθρών, που απολαμβάνουν μία ιερή στιγμή φιλίας.
Φως στο σκοτάδι
«… και ο Πρίαμος θαύμαζε τον Αχιλλέα. Πόσο σπουδαίος και όμορφος, ίδιος θεός! Αλλά και ο Αχιλλέας κοιτούσε με θαυμασμό τον Πρίαμο, που είχε όψη ευγενική και μιλούσε τόσο όμορφα!»
Η Ιλιάδα τελειώνει και πάλι με γεύμα. Αυτή τη φορά το παραθέτει ο Πρίαμος μετά την ολοκλήρωση της κηδείας του Έκτορα. Τι έγινε μετά, όταν ο πόλεμος συνεχίστηκε, το μαθαίνουμε από άλλα κείμενα. Ο Όμηρος άρχισε το ποίημά του με το περίφημο «Τραγούδησε θεά την οργή του Πηλείδη Αχιλλέα, την ολέθρια, που μύρια βάσανα φόρτωσε τους Αχαιούς» και το τελειώνει με τον στίχο «Έτσι φρόντιζαν αυτοί του Έκτορα ταφή, του δαμαστή των αλόγων».
Έτσι τίμησε και ο Όμηρος τον γενναίο Έκτορα. Γύρω από το νεκρό του σώμα δύο γενναίοι άντρες του πολέμου απόλαυσαν για λίγο την ευλογία της ειρήνης. Δύο εχθροί είδαν ο ένας στα μάτια του άλλου τις αρετές πίσω από τις φρικαλεότητες του πολέμου. Είδαν τον άνθρωπο της ειρήνης που είχε χαθεί μέσα στο σκοτάδι του πολέμου. Και τον σεβάστηκαν.
Πηγές φωτογραφιών:
http://www.thorvaldsensmuseum.dk http://www.rochester.edu
Ομήρου Ιλιάς: Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την Ιλιάδα (αρχαίο κείμενο) στο perseus.tufts.edu
Πηγή:www.grethexis.com
Κάτω από ΙΣΤΟΡΙΑ, ΠΟΙΗΣΗ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ | 0 Σχόλια
Θεόδωρος Αγγελόπουλος 1935 – 2012
“Ξεχάστε με στη θάλασσα”
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
κι έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει “δικό μου είναι”
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Ότι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία.
(ανέκδοτο ποίημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου γραμμένο το 1982, λίγο πριν τη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας “Ταξίδι στα Κύθηρα”)
Σήμερα 24 Ιανουαρίου συμπληρώνονται 5 χρόνια απουσίας του ποιητή της εικόνας Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Μιχάλης Γκανάς: Έρωτα δεν ξέρεις ν΄ αγαπάς
Έρωτα, δεν ξέρεις ν’ αγαπάς
εγώ πονώ κι εσύ δε με πονάς.
Πάνω που σε νόμιζα εχθρό
απ’ το βυθό με στέλνεις στον αφρό.
Έλα, πάρε με στην αγκαλιά
και μη μου τάξεις άστρα και πουλιά
δώσε μου ένα κορμί γυμνό
και ας με πάει ίσια στο γκρεμό.
Έλα, πάρε με στην αγκαλιά
και μη μου τάξεις άστρα και χρυσά πουλιά
δώσε μου ένα κορμί ζεστό
για να πεθάνω και να ξαναγεννηθώ.
Έρωτα, μια χάρη να χαρείς
για μια φορά αγάπη να ντυθείς
σαν παιδί να παραμυθιαστώ
και στην ποδιά της ν’ αποκοιμηθώ.
‘Ο Σολωμός στο όνειρό μου. Ολόκληρη η ταινία . Του Δεσκείου Γυμνασίου Πάργας
Νίκος Καρούζος
Ὁ Σολωμός στ’ ὄνειρό μου
Πῶς πέφτουμε στη νύχτα κι ἀπό τί πόθους…
Με κοφτερή μοναξιά στολισμένος ἄρχισα να κοιμᾶμαι
λευκός ἱδρωμένος μέσα στην ἀγελάδα τοῦ ὕπνου
κλεισμένος ὁλοῦθε ἀπ’ το ὄνειρο που κυματίζει στα βάθη
κι ὁλοένα κερδίζει την ὕλη πέρα της.
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τα μάτια μου
στους οὐρανούς ἄνοιγαν ὅλα τα παράθυρα κι ὁ Διονύσιος
μαυροντυμένος μ’ ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε το σκουληκάκι
στην παλάμη που ἔμοιαζε με στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ’ ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητες να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνια
και μακριά πῶς ἀκούγονταν ἀθῶα τουφέκια
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρά τῆς συμφορᾶς
μ’ ὅλα τ’ ἄνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ ὅλες τις ἀχτίδες
την ἀγαπημένη του πεταλούδα στον ἱερό γλιτωμό της
και δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπό κίτρινες σκάλες
ὥς τα κοράσια που δε χάρηκαν τον ἒρωτα.
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
με τα πουλιά σαν ἀναρίθμητους καρπούς ἀπάνω στα δέντρα
με τα πουλιά σε μεθυσμένη σύναξη για πάντα κ’ ἕνας σκύλος
ἀργά πηγαίνοντας οὔρησε στο κορμί τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς
με σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἒσφαξε τη φωνή που τινάχτηκε ἀπό τρεῖς λέξεις
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες.
Ἀπό τον Ὑπνόσακκο. Ποιητῶν ἀναθήματα στον Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια και εισαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.
Κάτω από ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ, ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΟΝΕΩΝ, ΠΟΙΗΣΗ, ΣΧΟΛΕΙΟ, ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ | 0 ΣχόλιαΜιχάλης Γκανάς, Η διάρκεια είναι πάθος
«Απομακρύνομαι…», μου ‘χε πει κάποτε μια φίλη, «…δε θα πει χάνομαι. Θα πει δίνω χώρο. θα πει κοιτώ τα πράγματα από μια άλλη σκοπιά – παρατηρώ. Ναι. Παρατηρώ. Πόσες λεπτομέρειες χάνει μια φευγαλέα ματιά; Πόσες στιγμές καίγονται όταν δε δίνεις σημασία. Θες από βιασύνη; Από περιφρόνηση; Γι’ αυτό αποστασιοποιήσου. Παρατήρησε».
Να μην κοιτάς, λοιπόν, μα να παρατηρείς.
Γιατί η παρατήρηση έχει διάρκεια.
Κι η διάρκεια είναι πάθος.
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ένα πάθος που σιγοκαίει.
Σύμφωνοι χωρίς φλόγες αφού τις καταπίνει.
Αλλά και χωρίς καπνούς. Με λιγότερη στάχτη.
Δεν κορώνει μου λες. Ούτε κρυώνει.
Αντιθέτως κρατάει ζωντανή τη φωτιά.
Έστω τη σπίθα. Είναι κάτι κι αυτό.
Είναι πολύ. Είναι αυτό που μας λείπει.
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ένα πάθος που δεν βλέπεις στο σινεμά
γιατί οι ταινίες διαρκούν το πολύ δυο ώρες
κι όταν πέφτει το τέλος
η ζωή συνεχίζεται.
Είρήσθω εν παρόδω όχι όπως θέλουμε
αλλά όπως μπορούμε.
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ιδιαίτερα στην αγάπη.
Σου το λέω εγώ που αγαπώ
τόσους ανθρώπους επί τόσα χρόνια
χωρίς να το ξέρουν.
Μεταξύ μας για μένα τους αγαπώ.
Μου κάνει καλό.
Όπως η αγάπη μου για σένα φερ’ ειπείν.
Με κάνει καλύτερο.
Καλύτερο κι από σένα ενίοτε.
Έλα, σε πειράζω.
Δώσ’ μου το χέρι σου να το κοιμίσω.
Είναι παλτό ξεκούμπωτο η νύχτα
προβιά σφαγμένου ζώου που ανασαίνει ακόμα.
Κοιμήσου – η καρδιά μου ξαγρυπνά.
Το ποίημα του Μιχάλη Γκανά, «Η διάρκεια είναι πάθος», το βρίσκουμε στην εν έτει 2003 κυκλοφορία του, «Ο ύπνος του καπνιστή».
Πηγή:atexnos.gr
Ο Μιχάλης Γκανάς (1944) είναι Έλληνας ποιητής και στιχουργός. Γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.[1]Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, ως επιμελητής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών και ως κειμενογράφος. Πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, o Ara Dinkjian, κ.ά. Το 1994 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του Παραλογή και το 2011 βραβεύτηκε για το σύνολο του ποιητικού του έργου από την Ακαδημία Αθηνών.[2]
Πηγή:el.wikipedia.org
Το μελωδικό σας κέρδος:ΤΙ ΠΑΘΟΣ – Γιώργος Νταλάρας
Κάτω από ΠΟΙΗΣΗ, ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ | 0 Σχόλια
Ναζίμ Χικμέτ: «Τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα»
Σαν σήμερα γεννιέται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, ο Ναζίμ Χικμέτ.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ναζίμ Χικμμέτ Ραν, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου 1902, στους κόλπους μιας εύπορης οθωμανικής οικογένειας της πόλης.
Εκπαιδεύτηκε στη ναυτική σχολή της Κωνσταντινούπολης, αλλά δεν τελείωσε καθώς αποβλήθηκε λόγω των πολιτικών του αντιλήψεων ενώ διάφορε πηγές αναφέρουν πως συμμετείχε σε μια σπουδαστική επαναστατική οργάνωση.
Κεντρική τομή στην ζωή του, ήταν ότι λίγο μετά πήγε στην ΕΣΣΔ, όπου σπούδασε μαζί με τον φίλο του Βαλά Νουρετίν στην Σχολή Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας. Εκτός όμως από την ακαδημαϊκή μόρφωση, ο Χικμέτ είχε την ευκαιρία να εμβαθύνει στη μαρξιστική φιλοσοφία και ιδεολογία, αλλά και να γνωρίσει προσωπικά τον, κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό του, μεγάλο ποιητή του Οχτώβρη, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.
Γι’ αυτή την πρώτη περίοδο της παραμονής του στην ΕΣΣΔ, μας πληροφορεί ο ίδιος ο ποιητής με στίχους όπως: «Στο εικοσιτετράωρο: 24 ώρες Λένιν/ 24 ώρες Μαρξ/ 24 ώρες Ενγκελς/ εκατό δράμια μαύρο ψωμί/ 20 τόνους βιβλία/ και 20 λεφτά για…».
Σύλληψη στην Τουρκία
Το 1924, μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα, ενώ ανέπτυξε κομμουνιστική δράση, για την οποίο συνελήφθη και παρέμεινε στη φυλακή για πολλά χρόνια. Το 1949 διαπρεπείς προσωπικότητες της τέχνης, όπως ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Πάμπλο Πικάσο και ο Πολ Ρόμπεσον ζήτησαν την απελευθέρωσή του.
Για μια επαναστατική ποίηση
Εδώ αξίζει να κάνουμε μία παρένθεση που έχει σημασία για τη διαμόρφωση του ποιητικού λόγου του Χικμέτ. Αν και μεγάλο μέρος της κριτικής εκτιμά πως ο Χικμέτ δέχτηκε μεγάλη επίδραση από τον Μαγιακόφσκι, κυρίως στον τομέα της τεχνοτροπίας, ο μεταφραστής του Χικμέτ στα ελληνικά, Στέλιος Μαγιόπουλος, εκτιμά πως αυτή η επίδραση – αν υπήρχε – ήταν ασήμαντη και δεν έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ποιητική του δημιουργία. Αντίθετα, κάνει λόγο για «τυχαία συνάντηση των δύο μεγάλων ιδιοφυιών, που συμπτωματικά κι οι δυο θελήσανε να σπάσουνε τα δεσμά της σκέψης και της τέχνης…». Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, πως το 1921 που ο Χικμέτ γνωρίζει τον Μαγιακόφσκι, ο τελευταίος είναι πασίγνωστος και ήδη ταυτισμένος στη συνείδηση των λαών της ΕΣΣΔ σαν ο ποιητής της Επανάστασης. Τα ποιήματά του κυκλοφορούν παντού και οι στίχοι του βρίσκονται σε όλα τα χείλη. Ο Μαγιόπουλος έχει απόλυτο δίκιο όταν επιχειρεί να υπερασπιστεί το έργο του Χικμέτ από τους «καλοθελητές» που τον ήθελαν – ίσως και να τον θέλουν ακόμη – σαν έναν όχι και τόσο δυνατό ποιητή όσο ο Μαγιακόφσκι.
Ωστόσο οι δύο ποιητές δεν μπορούν να μπουν ούτε καν σε φιλολογική αντιπαράθεση, γιατί, παρά τα ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά τους, είναι και οι δύο εκφραστές της κουλτούρας, κατ’ αρχήν, των λαών τους. Συνεπώς, η ποιητική τους δύναμη είναι ισάξια. Πάντως, ο Χικμέτ δεν είχε στο νου του τον Μαγιακόφσκι όταν έγραφε: «Την ορμή μου την έχω πάρει εγώ απ’ τους αιώνες./ Κάθε στίχος δικός μου θυμίζει κι ένα ηφαίστειο./ Δεν έκλεψα εγώ μήτε έναν παρά/ απ’ τον ίδρω του λαού/ και μήτε στίχο απ’ την τσέπη αλλουνού ποιητή». Οι στίχοι αυτοί ταιριάζουν περισσότερο για να περιγράψουν την περίοδο που ο ποιητής θα αντιμετώπιζε όχι μόνο την καταστολή του καθεστώτος της πατρίδας του, αλλά και τις πολλές απόπειρες κατασυκοφάντησης της προσωπικότητας και του έργου του, όπως θα δούμε αργότερα.
Το σίγουρο είναι πως ο Χικμέτ ήταν ανοιχτός στα νέα λογοτεχνικά ρεύματα και δε φοβόταν τον πειραματισμό στη μορφή. Ο πειραματισμός αυτός όμως ήταν συνειδητά υποταγμένος στην ανάγκη έκφρασης του οράματος του κομμουνιστή ποιητή, που δεν ήταν άλλο από την απελευθέρωση από την ταξική καταπίεση, τη φτώχεια και τον πόλεμο. Για τη σύνθεση του ποιήματος έλεγε (όπως το μεταφέρει ο Μαγιόπουλος) πως «πρέπει να είναι τέτοια που αν αφαιρέσει κανείς κι ένα κόμμα, όχι μονάχα να μην μπορούμε να φτάσουμε στο ουσιαστικό, στο εξαίρετο, μα το παν να καταρρεύσει». Αν και δεν είναι ο πρώτος Τούρκος λογοτέχνης που έγραψε σε ελεύθερο στίχο, ωστόσο ήταν αυτός που μετέτρεψε τον ελεύθερο στίχο σε λογοτεχνικό «όπλο» του καταπιεσμένου λαού του. Αλλωστε είχε αποδείξει πως κατείχε πολύ καλά και την τεχνική της παραδοσιακής μετρικής ποίησης.
Στράτευση και καταστολή
Λογική συνέχεια της μέχρι τότε πορείας του νεαρού ποιητή και επαναστάτη ήταν η στράτευσή του, το 1923, στο παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας. Ενα χρόνο αργότερα επιστρέφει στην Τουρκία και αρχίζει να γίνεται γνωστός. Στη γνωριμία του έργου του ποιητή με το ευρύ κοινό βοηθά και η ιδιόμορφη κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Τουρκίας εκείνη την εποχή, η οποία, αν και έχει το τούρκικο ΚΚ στην παρανομία, ωστόσο, η αστική κεμαλική δημοκρατία δεν έχει περάσει ακόμη στην πλήρη αντιδραστική της φάση και αναζητά «ανοίγματα» και συνεργασίες που θα την εδραιώσουν στη λαϊκή συνείδηση. Ετσι, ο Χικμέτ γράφει ελεύθερος τα έργα του, τα απαγγέλλει στο ραδιόφωνο της Κωνσταντινούπολης, ηχογραφούνται και κυκλοφορούν παντού. Παράλληλα εργάζεται σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες που φιλοξενούν και ποιήματά του. Συγχρόνως, ο ποιητής γνωρίζει από κοντά την ανυπόφορη ζωή και την εξαθλίωση της εργατικής τάξης της χώρας του, για την οποία δεν έχει αλλάξει τίποτα, ουσιαστικά, από την εποχή των πασάδων.
Η περίοδος της αλογόκριτης «ευφορίας» πέρασε πολύ γρήγορα για την Τουρκία του μεσοπολέμου και φυσικά και για τον ποιητή. Αρχίζει η περίοδος που ο Χικμέτ θα αρχίσει να αισθάνεται την πολύπλευρη πίεση του καθεστώτος, ενώ θα δει και τον φίλο του Νουρετίν να προσχωρεί στις εθνικιστικές απόψεις του «τουρκισμού» και στην αντίδραση. Ηδη έχει αρχίσει να χρησιμοποιεί στα άρθρα του στις εφημερίδες ψευδώνυμο (Ορχάν Σελίμ). Το 1925 ο Χικμέτ ξαναπάει στην ΕΣΣΔ και επιστρέφει το 1928. Ενώ βρίσκεται σε δημιουργική έξαρση και γράφει ασταμάτητα όλα τα είδη του λόγου με την ποίηση να βρίσκεται σε πρώτη προτεραιότητα, το καθεστώς αρχίζει να τον κυνηγά: σχεδόν μετά από κάθε έκδοση έργου του, ακολουθεί δίκη. Η καταστολή όμως δεν μπορεί να σταματήσει την αυξανόμενη απήχησή του στο λαό. Το καθεστώς βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση και αντιδρά σπασμωδικά, ακόμη και κωμικοτραγικά. Για παράδειγμα, το 1930, μερικά ηχογραφημένα του ποιήματα (μην ξεχνάμε τον αναλφαβητισμό που μάστιζε τον τουρκικό λαό, με αποτέλεσμα ο Χικμέτ να επιστρέφει, έστω και με τη βοήθεια της τεχνολογίας, στην πρακτική των «βάρδων») πουλήθηκαν μέσα σε 20 μόλις μέρες. Οχι μόνο αυτό, αλλά οι ηχογραφήσεις ακούγονταν σε κάθε δημόσιο χώρο. Για να μπορέσει να σταματήσει η αστυνομία την «ενοχλητική» αυτή φωνή… αναγκάστηκε να αγοράσει τα δικαιώματα των ηχογραφήσεων από την εταιρία!
Παράλληλα, οι διανοούμενοι του καθεστώτος προσπαθούν να συκοφαντήσουν τον ποιητή στο λαό και στους συναγωνιστές του. Με αφορμή τη χρήση του ψευδωνύμου διαδίδουν πως ο Χικμέτ έχει αρχίσει να αλλάζει την ιδεολογία του και να ασπάζεται τις εθνικιστικές ιδέες. Τη συκοφαντία αυτή τη «στηρίζουν» με το εξωφρενικό «επιχείρημα» πως το ψευδώνυμο «Ορχάν Σελίμ» είναι αμιγώς τουρκικό, σε αντίθεση με το αραβικής προέλευσης, Ναζίμ Χικμέτ! Ο ποιητής τους ξεσκεπάζει μέσα από το έργο του. Βλέποντας ότι δεν τα καταφέρνουν, από το 1935 προσπαθούν να εμφανίσουν τον Χικμέτ ακόμη και ως αγράμματο! Ενώ υπήρξαν και άλλοι χαρακτηρισμοί όπως «τρελός»! Ολες οι κατηγορίες των, σίγουρα πληρωμένων από το καθεστώς, κονδυλοφόρων, πέφτουν στο κενό: όχι μόνο ατσαλώνουν ακόμα πιο πολύ τον ποιητή, αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν και τη διάδοση του έργου του.
Είμαι κομμουνιστής
Είμαι αγάπη απ’ την κορφή ως τα νύχια,
αγάπη θα πει βλέπω, σκέφτομαι, κατανοώ,
αγάπη θα πει το παιδί που γεννιέται,
το φως που πλημμυρίζει
αγάπη θα πει να δέσεις μια κούνια στ’ άστρα
αγάπη θα πει να χύνεις τ’ ατσάλι μ’ απέραντο μόχθο
Είμαι κομμουνιστής.
Είμαι αγάπη απ’ την κορφή ως τα νύχια…
Ναζίμ Χικμέτ
Από τον επίλογο του μυθιστορήματός του «Οι Ρομαντικοί» (Όμορφη που ‘ναι η ζωή!…). Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά τον Δεκέμβριο του 1976 από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Η μετάφραση έγινε από τον Κώστα Κοτζιά, από τη δεύτερη έκδοση στα γαλλικά το 1964.
«Η καρδιά μου πάλι θα χτυπήσει!»
Το 1935 παντρεύεται με την πρώτη του γυναίκα. Συνεχίζει να γράφει με διάφορα ψευδώνυμα, ενώ εργάζεται και σαν σεναριογράφος. Την ίδια περίοδο θα γράψει και θεατρικά έργα. Το 1938 το καθεστώς τον καταδικάζει σε 40 χρόνια φυλακή. Σε όλη τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, ο Χικμέτ θα γνωρίσει «από μέσα» πολλές φυλακές σε όλη την επικράτεια της χώρας. Ο ποιητής όμως δε θα λυγίσει: «Τρύπησαν την καρδιά μου από δεκαπέντε μεριές./ Θάρρεψαν πως δε θα χτυπάει πια η καρδιά μου από τη λύπη της!/ Η καρδιά μου πάλι χτυπά/ η καρδιά μου πάλι θα χτυπήσει!!».
Κάτω από την πίεση της παγκόσμιας κατακραυγής, το καθεστώς αναγκάζεται να απελευθερώσει τον ποιητή, ο οποίος είχε ξεκινήσει απεργία πείνας, το 1950. Την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Ωστόσο παρακολουθείται συνεχώς. Αρχίζει και πάλι να εργάζεται σαν σεναριογράφος αλλά οι πιέσεις συνεχίζονται. Αν και απαλλαγμένος από τη στρατιωτική θητεία, το καθεστώς τον καλεί να καταταγεί! Το 1951 φεύγει κρυφά στη Ρουμανία και την ίδια χρονιά του αφαιρείται η τουρκική ιθαγένεια, η οποία του δόθηκε και πάλι… μόλις πέρυσι. Ταξιδεύει σε πολλές χώρες και το 1952 εκλέγεται μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Το 1960 παντρεύεται για δεύτερη φορά στην ΕΣΣΔ. Τα ξημερώματα της 3ης Ιούνη 1963, η μεγάλη καρδιά που χώρεσε όλον τον κόσμο έπαψε να χτυπά. Αλλά, όπως και ο ίδιος προέβλεψε, συνεχίζει να «χτυπά» μέσα από το έργο του…
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
Κύρια πηγή: Πρόλογος Στ. Μαγιόπουλου στη δίτομη έκδοση «ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ, τα έργα του» («Σύγχρονη Εποχή»)
Με πληροφορίες από erodotos.wordpress.com
Πηγή:www.alfavita.gr
Κάτω από ΠΟΙΗΣΗ, ΣΗΜΕΡΑ | 0 Σχόλια
“ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΚΑΚΟΣ ΚΑΙΡΟΣ” Κ.ΚΑΒΑΦΗΣ
Δεν με πειράζει αν απλώνη έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα. Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή. Το γέλοιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη, σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι, του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει. Τι ωφελεί οπού φυτρώνει |
![]() |
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983) |
Κάτω από ΠΟΙΗΣΗ | 0 Σχόλια