ΓΙΟΡΤΕΣ


Γιορτή του Πατέρα(3): Χ Ρ Ο Ν Ι Α Π Ο Λ Λ Α !!!

18 Ιούνιος 2017

C Τα πρώτα βήματα, Βίνσεντ Βαν Γκογκ

ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ 

*Ο πατέρας μου συνήθιζε να παίζει με τον αδελφό μου και μένα στον κήπο. Η μάνα μας έβγαινε έξω και φώναζε: “Θα χαλάσετε το γκαζόν!”. Κι εκείνος της απαντούσε: “Δεν μεγαλώνουμε γκαζόν, αγόρια μεγαλώνουμε!”- Harmon Killebrew

*Οι καλοί μπαμπάδες δίνουν στα παιδιά τους ρίζες και φτερά. Ρίζες για να νιώθουν πού είναι το σπίτι τους και φτερά για να πετάξουν μακριά ελεύθερα – Jonas Salk

*Δεν μπορώ να σκεφτώ καμία άλλη ανάγκη στην παιδική ηλικία, τόσο δυνατή όσο η ανάγκη της πατρικής προστασίας. Σίγκμουντ Φρόυντ  

*Ο πατέρας που δεν μαθαίνει στο γιο του τα καθήκοντά του είναι σχεδόν εξίσου ένοχος με τον γιο που τα αγνοεί. Κομφούκιος

*Τι καλό έκανες για τον πατέρα σου, ώστε να περιμένεις τόσα απ’ το γιο σου;
Σααντί 

*Ενας άντρας καταλαβαίνει πότε αρχίζει να γερνάει: όταν αρχίζει και μοιάζει με τον πατέρα του. Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες 

ΚΑΙ…. ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ

Δείτε 1:43 min από την ταινία La vita e Bella κάνοντας κλικ στον διπλανό σύνδεσμο:www.youtube.com/watch?v=do-Ks5MUghQ

 

 

 

Γιορτή του Πατέρα(2): Ο Πατέρας στην πεζογραφία και τη ζωγραφική.

17 Ιούνιος 2017

father-and-son-lewis-a-ramsey Lewis A. Ramsey -father and son

Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα – απόσπασμα

Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ’ αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονέ μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ’ ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ’ η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».
Νύχτα, με τ’ άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ’ το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το ‘κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ’ αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ’ όσο φρόντιζε εμάς.
Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ’ έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού ‘παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ’ άρεζε να σηκώνει εμένα που μ’ έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών».
father-and-son-jana-goode   Jana Goode -Father and son

Φραντς Κάφκα, Γράμμα στον πατέρα (απόσπασμα)

Αγαπημένε μου πατέρα
…………………………………………………………………………………………
Έβλεπες τα πράγματα περίπου έτσι: Σε όλη σου την ζωή δούλεψες σκληρά, θυσιάζοντας τα πάντα για τα παιδιά σου, κυρίως δε για μένα. Συνεπώς, έκανα “τη μεγάλη ζωή”, ήμουν απολύτως ελεύθερος ν’ ασχολούμαι με ό,τι μου άρεσε, χωρίς ν’ αντιμετωπίσω ποτέ βιοτικό πρόβλημα και γενικά δεν είχα έγνοιες. Εσύ δεν απαίτησες καμία ευγνωμοσύνη για όλα αυτά, επειδή γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει “ευγνωμοσύνη από τα παιδιά”, αλλά περίμενες τουλάχιστον έναν καλό λόγο, κάποιο δείγμα συμπάθειας.

Εγώ, αντί ν’ ανταποκριθώ σ’ αυτή την προσμονή σου, σε απέφευγα διαρκώς, κρυβόμουν στο δωμάτιό μου μαζί με τα βιβλία μου, έκανα παρέα με φίλους ελαφρόμυαλους και καλλιεργούσα παράδοξες ιδέες.

[…]

Θα ήμουν πιο ευτυχής να σε είχα φίλο, αφεντικό, θείο, παππού, ακόμη (αν και το λέω με κάποιο δισταγμό), πεθερό μου. Αλλά σαν πατέρας ήσουν πολύ δυνατός για μένα και η δύναμή σου γινόταν εντονότερη επειδή οι αδελφοί μου πέθαναν σε μικρή ηλικία και οι αδερφές μου γεννήθηκαν πολύ αργότερα.[…] Πάντως εμείς οι δύο είμαστε τόσο διαφορετικοί και εξαιτίας αυτής της διαφοράς τόσο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλο, ώστε εάν ήθελε κανείς να προβλέψει με ποιο τρόπο, εγώ, ένα παιδί που εξελισσόταν αργά και εσύ, ο ώριμος άντρας, θα μπορούσε να συμπεριφερόμαστε ο ένας προς τον άλλο, θα μπορούσε να συμπεράνει ότι θα με συνέθλιβες, αφανίζοντας ολοκληρωτικά την προσωπικότητά μου. Αυτό βέβαια δε συνέβη, διότι η ζωντανή πραγματικότητα είναι αδύνατον να υπολογισθεί εκ των προτέρων, έχει όμως συμβεί κάτι χειρότερο.

Γιορτή του Πατέρα(1): Ο Πατέρας στην ποίηση και τη ζωγραφική.

16 Ιούνιος 2017

PATER 4 giovanni battista moroni – father and son

ΛΕΟ ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ Το παιδί στον πατέρα του

Όταν σου ζητώ να μ’ ακούσεις

κι εσύ αρχίζεις να δίνεις συμβουλές

δεν έκανες αυτό που σου ζήτησα.

Όταν σου ζητώ να μ’ ακούσεις

κι εσύ αρχίζεις να μου λες γιατί

δε νοιώθω και τόσο ωραία.

Ποδοπατείς τα αισθήματα μου.

Όταν σου ζητώ να μ’ ακούσεις

και νοιώθεις υποχρεωμένος να κάνεις κάτι

για να λύσεις τα προβλήματα μου,

δεν με κατάλαβες, όσο κι αν φαίνεται παράξενο.

Ίσως γι’ αυτό η προσευχή

αποδίδει σε μερικούς ανθρώπους

επειδή ο Θεός είναι βουβός και δεν προσφέρει συμβουλές

και δεν προσπαθεί να τακτοποιήσει πράγματα.

Ο Θεός ακούει μόνο κι εμπιστεύεται εσένα

να τα βγάλεις πέρα με τον εαυτό σου.

Γι’ αυτό, σε παρακαλώ,

πρόσεξέ με κι άκουσέ με.

Κι αν θέλεις να μιλήσεις

περίμενε μια στιγμή,

θα ‘ρθει η σειρά σου.

Σου υπόσχομαι να σ’ ακούσω κι εγώ προσεκτικά

father-and-son-lutz-baarLutz Baar -Father and Son

Γκαμπριέλ Αρέστι  -ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

Θα υπερασπιστώ το σπίτι του πατέρα μου

Ενάντια στους λύκους,

ενάντια στην ξηρασία,

ενάντια στην τοκογλυφία,

ενάντια στη δικαιοσύνη,

θα υπερασπιστώ το σπίτι του πατέρα μου.

Θα χάσω

τα ζωντανά,

τα περιβόλια,

τα πευκοδάση·

θα χάσω

τους τόκους,

τα εισοδήματα,

τα μερίσματα,

αλλά θα υπερασπιστώ το σπίτι του πατέρα μου.

Τα όπλα θα μου αφαιρέσουν,

και με γυμνά τα χέρια

θα υπερασπιστώ το σπίτι του πατέρα μου·

τα χέρια θα μου κόψουν,

και με τα μπράτσα μου

θα υπερασπιστώ το σπίτι του πατέρα μου·

χωρίς μπράτσα,

χωρίς ώμους,

χωρίς στήθος

θα με αφήσουν,

και με την ψυχή μου

 θα υπερασπιστώ το σπίτι του πατέρα μου.

Θα πεθάνω,

η ψυχή μου θα χαθεί,

η φάρα μου θα χαθεί,

αλλά το σπίτι του πατέρα μου θα μείνει όρθιο.

Πατέρας και Γιος. Σκηνές από τον Όμηρο. Προεόρτιο γιορτής του πατέρα

15 Ιούνιος 2017

 ΕΚΤΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗΣ ΟΜΙΛIA (Δ.Ν. Μαρωνίτης)

ΟΜΗΡΟΥ  ΙΛΙΑΔΑ

Eτσι μιλώντας ο γενναίος Έκτωρ το χέρι του άπλωσε να πάρει το παιδί,

μα το παιδί τραβήχτηκε στον κόλπο της καλλίζωνής του βάγιας,

τσιρίζοντας, γιατί φοβήθηκε την όψη του πατέρα του –

το τρόμαξε ο χαλκός, η αλογίσια φούντα,

που φοβερή την είδε να σαλεύει στην κορυφή του κράνους.470

Γέλασε τότε ο πατέρας του, γέλασε κι η σεμνή του μάνα,

κι ευθύς από την κεφαλή του βγάζει την περικεφαλαία ο γενναίος Έκτωρ,

την άφησε κάτω στη γη, κι αυτή λαμποκοπούσε.

Ύστερα σήκωσε στα χέρια του τον γιο του, τον φίλησε, τον χόρεψε,

και τέλος ύψωσε στον Δία και στους ολύμπιους θεούς ευχή:475

«Δία κι εσείς άλλοι θεοί, στέρξετε ο γιος μου

να γίνει κάποτε, όπως κι εγώ, επιφανής ανάμεσα στους Τρώες,

γενναίος κι ατρόμητος, στο Ίλιο να βασιλεύει με τη δύναμή του.

Και κάποιος τότε να το πει: “απ᾽ τον πατέρα του πολύ καλύτερος ο γιος”,

όταν γυρίζει από τον πόλεμο και φέρει ματοβαμμένα τα όπλα480

εχθρού πολεμιστή που σκότωσε· τότε κι η μάνα του θα νιώσει

μέσα της καμάρι και χαρά».

Τέλειωσε την ευχή του κι έδωσε τον γιο του στα χέρια

της ακριβής γυναίκας του· τον υποδέχτηκεν εκείνη

στον μυρωμένο κόρφο της, και χαμογέλασε, με δακρυσμένο γέλιο·

όπως την είδε ο άντρας της, την ευσπλαχνίστηκε· το χέρι του

άπλωσε, την χάιδεψε, της μίλησε και την προσφώνησε:485

«Παράξενη, και μην αφήνεις τον καημό να τυραννάει τον νου σου·

κανείς δεν πρόκειται, πριν απ᾽ την ώρα μου,

στον Άδη να με στείλει·

έτσι κι αλλιώς δεν ξέρω και κανέναν να ξέφυγε ποτέ το ριζικό του,

γραμμένο από τη μέρα που γεννήθηκε,

μήτε ο δειλός μήτε ο γενναίος.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ – ΟΔΥΣΣΕΑ (Δ. Ν. Μαρωνίτη )

ΟΜΗΡΟΥ  ΟΔΥΣΣΕΙΑ

 

19142163_1371997109542625_1482766878_n

“Ἀλλιώτικος μοῦ φάνηκες, ὦ ξένε, ἀπό τά πρῶτα·
ἄλλα φορεῖς κι ἡ ὄψη σου κι αὐτή ἀλλαγμένη τώρα.
Ἕνας θένα ‘σαι ἀπ’ τούς θεούς πού κατοικοῦν τά οὐράνια.
Ἐλέησέ μας, σοῦ τάζουμε καλόδεχτες θυσίες,
καί δῶρα χρυσοδούλευτα· προσπέφτω σου, λυπήσου”.
Τότες τοῦ ἀπάντησε ὁ τρανός, πολύπαθος Δυσσέας·
“Θεός δέν εἶμ’ ἐγώ· γιατί μέ θεούς μέ παρομοιάζεις;
παρά εἶμ’ ἐγώ πατέρας σου, πού ἐσύ γι’ αὐτόν πονώντας
τόσα τραβᾶς ἀπό κακούς καί δύστροπους ἀνθρώπους.
” Μ’ αὐτά τά λόγια φίλησε τό γιό του, καί τά δάκρυα
τοῦ τρέξαν ἀπ’ τά μάγουλα, πού ὡς τότες τά κρατοῦσε.

…………………………………………………………………………….
Εἶπε, καί κάθισε· κι ὁ γιός στήν ἀγκαλιά του πῆρε
τό δοξαστό πατέρα του μέ θρήνους καί  μέ δάκρυα.
Τότες κι οἱ δυό ξεβούρκωσαν, καί δυνατά στριγγλίζαν,
κι ἀπ’ ὄρνια ξεφωνίζοντας πιό ἁψά κι ἀπό σπαράχτες
ἀγιοῦπες ἢ θαλασσαϊτούς, πού πῆραν τά μικρά τους,
ἀκόμα πρί φτερώσουνε, τῆς ἐξοχῆς οἱ ἀργάτες·
τόσο πικρά ἀπ’ τά βλέφαρα τά δάκρυα τους χυνόνταν.

22Μαΐου1930: Ηεπιστροφή των κειμηλίων της Πάργας

22 Μάιος 2017

download

Η επιστροφή των  κειμηλίων, που πήραν μαζί τους οι Παργινοί όταν ,στις 15 Απριλίου του 1819, ημέρα Μεγάλη Παρασκευή, αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν, λόγω της επαίσχυντης συμφωνίας για την πώληση της Πάργας από τους Άγγλους στους Οθωμανούς, έγινε στις 22/5/1930,με την πιο επίσημη τελετή και με τον προσείκοντα σεβασμό προς τους ηθικούς νόμους της Ελληνικής Πολιτείας.

Τα κειμήλια είχαν συγκεντρωθεί και φυλάσσονταν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο κάστρο της Κέρκυρας.

download

 

Την 21ηΜαΐου του 1930  ήρθε στην Κέρκυρα το θρυλικό πλοίο “Έλλη”,μεταφέροντας την Παργινή Επιτροπή παραλαβής των κειμηλίων, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 χρόνια του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.

Την επόμενη 22-05-1930 μεταφέρθηκαν, με το θρυλικό αντιτορπιλικό από την Κέρκυρα στην Πάργα,  η τέφρα των προγόνων, τα ιερά κειμήλια, τα Ευαγγέλια, το λάβαρο και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, η οποία σύμφωνα με την παράδοση φιλοταχνήθηκε από τον Αγιο Λουκά.

download

 

Γλαφειρότατα περιγράφεται η τελετή από την Κερκυραία Μαίρη Αρώνη,όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Νίκου Τσάκα “Παργινές Εκκλησίες Ιερά Κειμήλια-Αρχαία Μνημεία”:

«Η λιτανεία αργά προχωρεί.Συγκινημένος ο κόσμος σταυροκοπείται στη διάβα της. Πάπάδες ιεροφορεμένοι κρατούν στα χέρια τα άγια σκεύη που τόσα χρόνια φύλαγε η Κέρκυρα με ευλάβεια.Σήμερα θα τα παραδώση στην Πάργα.Γλυκείς οι ήχοι των μουσικών γεμίζουν την ξάστερη ατμόσφαιρα…ο ξύλινος Σταυρός,το λάβαρο ξεσχισμένο από τα βόλια των Τούρκων,τα ασημένια αντικείμενα,το ιερό Ευαγγέλιο,εικόνες μαυρισμένες από την πολυκαιρία,ακολουθούν κιβώτια με αναρίθμητα κειμήλια σπασμένα, με την Ελληνική Σημαία…

 

Μεταξύ όλων αυτών των θησαυρών είναι και η Παναγιοπούλα.Ύστερα από τόσα χρόνια θα την ξαναπάμε στον αγαπητό τόπο,όπου πρώτα την ευρήκαν μέσα τους βράχους και την άγρια πρασινάδα…

Η Λιτανεία έχει φτάσει στην προκυμαία.Μία βενζινάκατος του καταδρομικού περιμένει να παραλάβη τα κειμήλια και να τα μεταφέρει στο πολεμικό.Μία απόλυτος ησυχία πλέον.Η συνοδεία έφθασε στο νερό…Ο Μητροπολίτης Κερκύρας σφίγγει μια τελευταία φορά την Παναγιοπούλα προτού την παραδώση σ’ εκείνους τους οποίους ανήκει.
Ω! να μπορούσαν να την δουν οι παλαιοί Παργινοί! Ολόγυρα όλοι κλαίνε…..Ο γέρω Μητροπολίτης της Πάργας είναι βαθειά συγκεκινημένος,δάκρυα βρέχουν τις παρειές του και τα βλέφαρά του. Μια τελευταία φορά ο Μητροπολίτης Κερκύρας ασπάζεται την θαυματουργή εικόνα,την ικετεύει να εξακολουθή από μακρυά ακόμη να προστατεύη το νησί. Ο Μητροπολίτης Πάργας δέχεται την εικόνα στα τρεμουλιασμένα του χέρια.Στα μάτια του περνά μία έκφραση από χαρά και βαθειά κατάνυξη.Φως άγιο λάμπει στο πρόσωπό του…Τα κειμήλια τοποθετούνται στην βενζινάκατο. Στην πλώρη είναι ο Σταυρός,στην πρύμη το λάβαρο….Το σκάφος ξεκινά…ο ήλιος λάμπει……ο ουρανός είναι ανέφελος…Η θάλασσα γαλάζια ανασαίνει…Τα ευλαβικά βλέμματα του κόσμου παρακολουθούν την βενζινάκατο. Μια ματιά ακόμη ρίχνουν στα κειμήλια,που φεύγουν.Ο Σταυρός ξεχωρίζει απάνω στα μικρά γαλανά κύματα.Μια ακόμη σελίδα της ιστορίας έκλεισε.

Η ΕΛΛΗ παραλαμβάνει τα ιερά κειμήλια της Πάργας.Σηκώνει την Άγκυρα. Το πολεμικό γλυστρά απάνω στα νερά σιγά πρώτα,ύστερα γοργά.Ο κόσμος το παρακολουθεί,ώσπου χάνεται πίσω από τον κάβο του Φρουρίου…Οι καρδιές πάλλουν. Οι σκέψεις γυρίζουν στην Πάργα, όταν εδώ και χρόνια,ένα δειλινό με ξάστερο ουρανό και ήσυχη θάλασσα,τα καΐκια με τους Παργινούς εξορίστους απομακρύνονταν αργά-αργά,από το αγαπημένο χώμα.»

 

Κωνσταντίνου και Ελένης των ισαποστόλων

21 Μάιος 2017

Α. Το απολυτίκιο

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Τοῦ Σταυροῦ σου τόν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καί ὡς ὁ Παῦλος τήν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν βασιλεῦσιν, Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρί σου παρέθετο· ἣν περίσωζε διά παντός ἐν εἰρήνη, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Β.Για την Κωνσταντίνα:Ναντίν – Σταμάτης Κόκοτας

Γ. Για την Ελένη:Καζαντζίδης – Νίτσα Ελενίτσα

Δ.Για τον Κωνσταντίνο:Ο ΚΩΣΤΑΣ. Κ. ΣΤΑΝΙΣΗ

Χ Ρ Ο Ν Ι Α      Π Ο Λ Λ Α !!!!!

Γιορτή της Μάνας: η ωραιότερη της οικουμένης (3)

14 Μάιος 2017

tumblr_ner1zekGL81s1qe1go6_1280Γιορτή της Μητέρας σήμερα και κλείνουμε το αφιέρωμα με ένα κείμενο του φιλόσοφου Paul Valery, το ποίημα του Παπαδιαμάντη “Προς τη μητέρα μου” και τη μελοποίηση του ποιήματος που ερμήνευσε ο Σωκράτης Μάλαμας.

 

PAUL VALERY

Η ΝΕΑΡΗ ΜΗΤΕΡΑ

maternity

Αυτό το απομεσήμερο της πιο όμορφης εποχής  είναι τόσο τέλειο, όσο κι ένα πορτοκάλι που η ωριμότητά του εκδηλώνεται.

Ο κήπος σ΄ όλο το σφρίγος του, το φως, η ζωή, διασχίζουν αργά την εποχή της τελειότητας της φύσης τους. Θα νόμιζες πως το κάθε τι από τον καιρό της γένεσής του ωριμάζει μόνο την λάμψη τούτη μερικών στιγμών. Η ευτυχία είναι ορατή όπως ο ήλιος.

Η νέα μητέρα ζει το πιο αγνό της υπόστασής της στα μάγουλα του μικρού παιδιού που κρατάει. Το σφίγγει πάνω της, για να μείνει πάντα ο εαυτός της.

Αγκαλιάζει αυτό που γέννησε. Λησμονεί και διασκεδάζει γιατί δόθηκε, αφού ξανασυλλαβίζει και ξαναβρίσκει τον εαυτό της αόριστα στην τρυφερή επαφή αυτής της σάρκας που η δροσερότητά της την μεθά. Και μάταια τα ωραία χέρια της σφίγγουν τον καρπό που αυτή δημιούργησε, αισθάνεται ολότελα αγνή και τέλεια σαν παρθένα.

Τα αφηρημένα μάτια της χαϊδεύουν τα φυλλώματα, τ΄ άνθη και το λαμπερό σύνολο του κόσμου.

Είναι όπως ένας Φιλόσοφος κι ένας Φυσικός που βρήκε την ιδέα του και που έχτισε αυτό που του χρειαζόταν.

Αμφιβάλλει, αν το κέντρο του σύμπαντος είναι στην καρδιά της ή σ΄ αυτή την καρδιά που χτυπά ανάμεσα στα μπράτσα της και που κάνει να ζει το κάθε τι με τη σειρά του.

 

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

Μάννα μου, ἐγώ ‘μαι τ’ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι,
ὅπου τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι’ ἂν στραφῇ κι’ ἀπ’ ὅπου κι’ ἂν περάσῃ
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθῇ, κλωνάρι νὰ πλαγιάσῃ.


Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ’ ἀφρισμένη,
παλεύω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι’ ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.


Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μαννούλα μου, ν’ ἀράξω,
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοὺ βουλιάξω.
Μαννούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν’ ἀγναντέψω.


Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω,
κι’ ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοῖρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.


Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βάσανά μου,
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι’ ἄμμο•
εἶναι κι’ ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴν ψυχὴ τὴ μαύρη,
π’ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι’ ὁπὄλεος δὲν θαὔρει.


Κι’ ἐκείνη μ’ ἀποκρίθηκε κι’ ἐκείνη ἀπελογήθη:
«Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης•
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες•
ὅντας σὲ ἔπλασ’ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες».

 

Γιορτή της Μάνας: η ωραιότερη της οικουμένης (2)

13 Μάιος 2017

ISRAEL.-Haifa.-1949-50 Woman carrying luggage accompanied by a small boyΔεύτερη μέρα του αφιερώματος για τη γιορτή της μητέρας με ένα απόσπασμα απ τη Θεία κωμωδία του Δάντη και το ποίημα του Καβάφη “Δέησις”.

 

ΔΑΝΤΗΣ  –  ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ

«Παρθένα μάνα, κόρη εσύ του γιου Σου,

πιο ταπεινή και πιο αψηλή από πλάσμα,

του λογισμού του αιώνιου ακίνητο όριο,

Εσύ ΄σαι αυτή που ευγένισες τη φύση

Την ανθρώπινη, τόσο, ώστε να στέρξει

ο ίδιος της πλάστης, πλάσμα της να γίνει.

Μες στην κοιλιά Σου ανάφτηκεν η αγάπη

κι η ζέστα της μέσα στην αιώνια ειρήνη

έκανε να φυτρώσει το άνθος τούτο.

Της αγάπης πυρσός μεσημεριάτης

είσαι για μας εδώ, και στους ανθρώπους

η ζωντανή κρήνη είσαι της ελπίδας.

 

Τόσο μεγάλη είσαι, Κυρά, τόσο άξια,

που όποιος χάρη ζητά, και δεν ξετρέχει

σ Εσέ, σ Εσέ πετά άφτερη η καρδιά του.

Γιατί η ευλογία Σου δεν συντρέμει εκείνον

μονάχα που γυρεύει, μα προτρέχει

πολλές φορές, μονάχη της, τον πόθο.

 

Σ΄ Εσένα το έλεος σπλαχνιά σ΄ Εσένα,

σ΄ Εσένα η απλοχεριά κι η καλοσύνη

κείνη όλη που μπορεί να  ΄χει ένα πλάσμα.

Τώρα, αυτός που από το έσχατο το βάθος

του σύμπαντος, ως πάνωθεν εδώ είδε

του πνεύματος τις ζωές, μια προς μια, όλες,

 

Σ΄ ικετεύει να τον αξιώσεις ώστε

να δυνηθεί, τα μάτια του, αψηλάθε,

στη σωτηρία την ύστατη να υψώσει.

Κ΄  εγώ που για δικού μου, απ΄ όσο τώρα

γι αυτόν, ποτέ δεν πόθησα, μπροστά  Σου

τις προσευχές μου απλώνω, κ΄ ικετεύω

 

Σε, εισάκου τες, σκορπίζοντας το νέφος

του θνητού νου του με τις προσευχές Σου,

που την αθανασία λίγο να ζήσει.

Παρακαλώ Σε, Ρήγισσα, ακόμα ό,τι

θελήσεις, που μπορείς, να μείνει ακέρια

μετά από θέαμα τέτοιο η καρδιά του.

 

Το βλέμμα Σου νικά τα θνητά πάθη:

τους άγιους δες και τη Βεατρίκη: ενώνουν

τα χέρια τους ν΄ ακούσεις τις ευχές μου».

………………………………………………………………………………………………………………………………….

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

ΔΕΗΣΙΣ

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’  έναν ναύτη. —
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν καλοί καιροί —

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ‘λθει πια ο υιός που περιμένει.

 

 

Γιορτή της Μάνας: η ωραιότερη της οικουμένης (1)

12 Μάιος 2017

maxresdefaultΤο σχολείο μας τιμάει την γιορτή της μητέρας με ένα τριήμερο αφιέρωμα. Σήμερα παρουσιάζουμε ένα κείμενο του δοκιμιογράφου και ποιητή Άρη Δικταίου, ένα ποίημα του Γεράσιμου Μαρκορά και τον περίφημο θρήνο της Εκάβης απ την Ω ραψωδία  της Ιλιάδας

 

ΜΗΤΕΡΑ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Όταν πριν μερικά  χρόνια μόλις,  η πολιτισμένη ανθρωπότητα δημιουργούσε την αναμφισβήτητα ωραιότερη γιορτή της, για να τιμήσει τη Μητέρα, κατ΄ ουσία επαναλαμβάνουμε ό,τι είχαν κάνει κιόλας οι άνθρωποι της εποχής του μύθου, που, θεοποιώντας την, στο πρόσωπό της συνόψιζαν  ολόκληρο το μυστήριο της ζωής. Την είχαν ονομάσει Ινιννί ση Σουμμερία, Ίσιδα στην Αίγυπτο, Ιστάρ οι Φοίνικες, Θεά – Μητέρα Δίκτυννα οι Κρήτες, Κυβέλη οι Φρύγες, Δήμητρα και Ήρα οι Έλληνες και, τέλος, Παναγία οι χριστιανοί. Με μια διαφορά: ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, γιορτάζοντας τη Μητέρα, την απογύμνωσε απ’ όλα τα σύμβολα της αρχαιότητας, βλέποντας σ’αυτή μόνο τη συγκεκριμένη Μάνα του: αυτήν που τον γέννησε, τον θήλασε, βασανίστηκε να τον μεγαλώσει, ξενοδουλεύοντας συχνά, αγρυπνώντας πάνω απ το προσκέφαλό του, σπαζοχολιάζοντας μπροστά σε κάθε πραγματικό ή φανταστικό κίνδυνο, κόβοντας το ψωμί απ’ το στόμα της γι αυτόν. Εκφράζει, έτσι, μια επιστημονική (ψυχολογική, βεβαίως, κι όχι βιολογική) αλήθεια: ότι ο ομφάλιος λώρος εξακολουθεί να συνδέει το παιδί με τη μάνα του και πέρα από τη γέννησή του, ως το θάνατο, αλλά και πέρα από το θάνατο για τον εναπομείναντα.

Θεμελιώδες ανθρώπινο συναίσθημα η αγάπη ανάμεσα σ αυτά τα δύο πλάσματα, τη μάνα και το παιδί, δεν ήταν δυνατόν παρά να εκφραστεί και σε μνημείο λόγου από τον ποιητή, που, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι παρά ο εντολοδόχος της ανθρωπότητας, ο εκφραστής των ευχών, ελπίδων, επιθυμιών, τάσεων, χαρών και πόνων και βουλήσεων της ανθρωπότητας. Έτσι, η μορφή της Μητέρας περνά μέσα από χιλιάδες στίχους και σελίδες, ελληνικές και ξένες, από τις απαρχές της λογοτεχνίας ως σήμερα, σ’ όλα τα γεωγραφικά πλάτη και σ’ όλες τις φυλές, σε κείμενα που δονούνται απ’ όλη τη συγκινησιακή κλίμακα του αισθήματος αυτού που δένει Μάνα με Παιδί.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ

ΜΑΝΑ

Μάνα! – Δε βρίσκεται
λέξη καμμία
νάχῃ στον ήχο της
τόση αρμονία·
σαν ποιός να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο.
Όνομα θείο;

Παιδί από σπάργανα
ζωμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και, μάνα, κράζει.

Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης,
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τα’ απάτης,
και, αναστενάζοντας,
μάνα μου! λέει,
μάνα! και κλαίει.

Της νειότης φεύγουνε
τ’ άνθια κ’ η χάρη·
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ως που στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καϋμένος.

Και, πριν την ύστερη
πνοή του στείλη,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το – Μάνα μου! –
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.

 

ΙΛΙΑΔΑ Ω : Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΕΚΑΒΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΤΟΡΑ

 Και με τον θρήνον πόκαμνε στενάζαν οι γυναίκες
και ανάμεσόν τους άρχισε κι η Εκάβη να θρηνήσει:
«Έκτορ, ω το ακριβότερο απ’ όλα τα παιδιά μου,
και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ’ αγαπούσαν
και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.
Τ’ άλλα παιδιά μου, όσα ‘πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης
απόπερ’ από την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε
στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον·
και συ, αφού σ’ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω
του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ’ έχει σύρει,
και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλο ν’ αναζήσει,
εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι
κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε
ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ’ άλυπά του βέλη».
Και η κλάψα της εσήκωσε γύρω οδυρμόν και θρήνους.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση