Η λαϊκή δημιουργία μέσα από τις αναλυτικές κατηγορίες συγκρότησής της με αναφορά στη μουσική και το χορό

Κατηγορίες συγκρότησης της λαϊκής δημιουργίας

Ο όρος λαϊκός προέρχεται από το ΄΄ λαός΄΄ , όρος που χρησιμοποιείται από δύο πλευρές. Την εθνολογική και την κοινωνιολογική. Η εθνολογική εκφράζει το λαό ως ένα άθροισμα ανθρώπων που έχουν κοινά πολιτισμικά στοιχεία και τις ίδιες βασικές αξίες,  γλώσσα, θρησκεία. Η κοινωνιολογική ενδιαφέρεται περισσότερο για το ποιοι είναι αυτοί που έχουν τον ίδιο κώδικα αξιών. Οριοθετείτε ο λαός ως το τμήμα της κοινωνίας που μένει έξω από την κυρίαρχη τάξη και τον ΄΄επίσημο΄΄ πολιτισμό[1].

Οι φορείς της λαϊκής πολιτισμικής δημιουργίας έχουν πάγια βιώματα, παραστάσεις, αποκρυσταλλωμένες απόψεις, μέσα από τις διατάξεις της ηθικής και της υπαγορευμένης νομιμότητας. Μολονότι η ομοιογένεια δεν ισχύει για τη συγκρότηση του λαϊκού πολιτισμού, η κοσμοθεωρία, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά τα πολιτιστικά προϊόντα είναι ενιαία[2].

α. Πρώτη κατηγορία

Οι αναλυτικές κατηγορίες οι οποίες είναι οργανικά συνδεδεμένες μεταξύ τους και η κάθε μία συνοδεύεται κι από μια προσδιοριστική αρχή, ως προς τη φύση της λαϊκής δημιουργίας είναι πρώτη η κατηγορία του λαϊκού χαρακτήρα της συγκρότησης και της μεταβίβασης – μετάπλασης των πρωτογενών στοιχείων της πολιτισμικής δημιουργίας, μέσα στην οποία εμπεριέχεται και η αρχή του αυτοσχεδιασμού[3].

Η  λαϊκή παράδοση προσδιορίζει μόνο τις δομές, το γενικό πλαίσιο μιας δημιουργίας. Αυτό γίνεται είτε με πρωτογενές υλικό που προϋπήρχε, είτε με την υιοθέτηση νέων εξωτερικών στοιχείων,  που αντιστοιχεί με τη γέννηση ενός νέου πολιτισμικού γεγονότος.

Ο ανώνυμος ή και επώνυμος στην τοπική κοινωνία λαϊκός ερμηνευτής, όταν παίζει το όργανό του , όταν τραγουδά , όταν χορεύει, διηγείται μια ιστορία ή δίνει μια θεατρική παράσταση. Προσμιγνύοντας  το καλλιτεχνικό του ταλέντο με την αίσθηση της στιγμής ο πρωταγωνιστής δεν αντιγράφει αυτό που έχει ακούσει αναπαράγοντάς το απλά, αλλά κάθε φορά επιτυγχάνει μια νέα , πρωτότυπη αναδημιουργία[4].

Το πανηγύρι ή ο χώρος συνεύρεσης  των ανθρώπων μιας κοινότητας γίνεται ένας χώρος αξιώσεων σε ότι αφορά την απόδοση των ήχων των μελωδιών της μουσικής και των τραγουδιών. Οι αυθαιρεσίες στη βασική μελωδική γραμμή δεν γίνονται αποδεκτές  και τα στολίσματα των πρωτογενών ακουσμάτων δίνουν κύρος και ανάστημα στους οργανοπαίχτες, τραγουδιστές.

Γνωρίζοντας ότι οι χορευτές δίνουν παραγγελιά, με το αζημίωτο φυσικά, τραγούδια ή συγκεκριμένους σκοπούς, τους οποίους ο καλλιτέχνης πρέπει να αποδώσει με το δικό του ταπεραμέντο, δε μπορεί παρά να παίξει  αναγνωρίσιμη μελωδική γραμμή. Γραμμή που εντοπίζεται από τον καθένα ως σκοπός ΄΄τάδε΄΄.  Ο χορευτής  δηλαδή δίνει  παραγγελία  τον ΄΄ήλιο ΄΄ και όχι ένα οποιοδήποτε τσάμικο. Οπότε ο εκτελεστής  αποδίδει  τον σκοπό κατά πώς τον έμαθε από το δάσκαλό του. Δάσκαλο από κοντά ή από μακριά. Και αυτή η απόδοση φτιάχνει  φήμη για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη, ότι παίζει π.χ. ωραίο ΄΄ ήλιο΄΄.

Το στόλισμα του σκοπού και το μεράκι του τραγουδιστή πάνω στο τραγούδι, εν ήδη αυτοσχεδιασμού, στο τελείωμα της  μελωδίας του τραγουδιού, που πρέπει να παιχτεί σόλο, ή βέρσο, γύρισμα δηλαδή, ο οργανοπαίχτης δείχνει την αξία του και χαρακτηρίζεται  όπως προείπαμε. Αυτός ο αυτοσχεδιασμός είναι το επιπλέον για να μπορέσει να δώσει τη δική του προσωπικότητα στο τραγούδι ή το σκοπό.

Η παραδοσιακή χορευτική πρακτική θεωρείται ως μια συγκροτημένη τέχνη στην οποία έχει συσσωρευτεί μια πολύχρονη εμπειρία. Μια εμπειρία που έχει καλλιεργηθεί μέσα από ένα αδιάκοπο διάλογο με τη φύση και τη ζωή[5]. Μεταφέρεται από γενιά σε γενιά μέσα από το παράδειγμα και τη μίμηση και γίνεται κτήμα των χορευτών. Ο βαθμός εμπέδωσης και βίωσης αυτής της τέχνης εμφανίζεται και στον αυθορμητισμό, αλλά και στην απόδοση των χορευτικών κινήσεων. Ο αυτοσχεδιασμός στη χορευτική πρακτική έχει να κάνει με την ενσωμάτωση της αισθητότητας του χορευτή, κυρίως του πρωτοχορευτή, όταν μιλάμε για κύκλιους χορούς,  στη  χορευτική πράξη και την ενσωμάτωση της κίνησής του στις αποδεχόμενες  κοινωνικά χορευτικές στάσεις.

β. Δεύτερη κατηγορία

Η δεύτερη κατηγορία συγκρότησης της λαϊκής δημιουργίας είναι αυτή της κοινωνικής ένταξης των φορέων και των ομάδων στις κατώτερες κλίμακες ενός κοινωνικού σχηματισμού και της απορρέουσας αρχής διαπροσωπικής οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων στο πλαίσιο της τοπικής συμβιωτικής ομάδας[6].

Στο πλαίσιο της δυτικής οπτικής, η διάσταση της ομαδικότητας, συλλογικότητας φαίνεται να συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα της λαϊκής δημιουργίας. Ο λαός στον οποίο αποδίδεται ο λαϊκός πολιτισμός και η λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία, δεν αποτελεί οντότητα σαφώς περιγεγραμμένη.  Η διατήρηση κάποιας ενεργού συμμετοχής στη δημόσια ζωή δεν αρκεί για να περιφρουρήσει το υπόβαθρο της λαϊκής έκφρασης. Η ανάπτυξη του ιδιωτικού χώρου, συμβάλλει στη διαφοροποίηση του ατόμου από την κοινωνική ομάδα στην οποία εντάσσεται και κατά συνέπεια, στη συρρίκνωση της διάστασης της συλλογικότητας, αναγκαίας συνθήκης για τη συνέχιση της δημιουργίας που χαρακτηρίζουμε ως          ΄΄ λαϊκή΄΄[7].

Το σύστημα που λειτουργούσε το μηχανισμό της κοινωνίας και εξασφάλιζε την ομοιογένεια στο εσωτερικό της, έχει κλονιστεί μετά την ανάδυση του κράτους – έθνους και τη βούληση της νέας πολιτικής τάξης πραγμάτων να υποτάξει τις επιμέρους εγχώριες άλλοτε αυτόνομες πολιτισμικές εκφράσεις.  Από το σημείο αυτό εγκαινιάζεται για το λαϊκό πολιτισμό μια επιταχυνόμενη διαδικασία περιθωριοποίησης[8].

Αυτή την περιθωριοποίησή της ενίσχυσαν και άλλα στοιχεία, όπως η γενίκευση της εθνικής παιδείας, η άναρχη ανάπτυξη των αστικών κέντρων, εκβιομηχάνιση, η αγροτική μετανάστευση, η αστυφιλία και η διάδοση των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Έτσι η λαϊκή δημιουργία θα βρει καταφύγιο στις ομάδες εκείνες που έχουν κοινή μοίρα και ωθούνται από τις συνθήκες να οργανωθούν σύμφωνα με το υπόδειγμα της κοινότητας αλληλογνωριμίας[9].

Σύμφωνα με τη δεύτερη κατηγορία συγκρότησης της λαϊκής δημιουργίας, η οργάνωση σε κατώτερες κοινωνικές ομάδες είναι απόρροια της περιθωριοποίησης, η οποία δημιουργεί ισχυρούς μηχανισμούς συλλογικής άμυνας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κύριοι φορείς διάδοσης και αναπαραγωγής της δημοτικής μουσικής στην Ελλάδα είναι οι ρομ.

Αποτέλεσμα του εντοπισμού της λαϊκής έκφρασης σε χώρους τοπικής συμβιωτικής ομάδας, είναι η σύγχυση των κοινωνικών ρόλων, η απουσία γραπτού πολιτισμού, η ομοιογένεια των τρόπων ζωής και η κοινή θέση στο σύστημα παραγωγής που χαρακτηρίζεται από χαμηλό καταμερισμό της εργασίας. Προϋποθέσεις απαραίτητες ώστε να εμπεριέχονται αυτές οι καλλιτεχνικές εκφάνσεις στην αναλυτική κατηγορία της συλλογικής και ανώνυμης δημιουργίας και την αρχή της προφορικότητας.

Η άντληση στοιχείων και η επιρροή  από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο δε γίνεται μόνο στον τομέα της μουσικής, αλλά και του χορού. Ο χορός συναρθρώνεται από τρία πολιτισμικά στοιχεία: κίνηση μουσική και ποίηση. Αυτή η συνύφανση δημιουργεί προϋποθέσεις και δυνατότητες αυτονόμησης και ένταξης των χορευτικών μορφών   ως αυτοτελών σημείων σε διάφορα περιβάλλοντα[10]. Η λειτουργία αυτή αναδεικνύει τις πολλαπλές εξαρτήσεις του χορού από τα κοινωνικά συμφραζόμενα.

Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχει και απόσταση στους προσδιορισμούς της δεύτερης αναλυτικής κατηγορίας μεταξύ της μουσικής και του χορού. Οι πολλαπλές εξαρτήσεις του χορού από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά δίνουν την εντύπωση της ΄΄ ανοικτής δημιουργίας΄΄ για χρήση στον ιδεολογικό και πολιτικό στίβο[11].

γ. Τρίτη  κατηγορία

Η Τρίτη αναλυτική κατηγορία συγκρότησης της λαϊκής δημιουργίας είναι αυτή του κοινωνικού ελέγχου, κατηγορία του συλλογικού και ανώνυμου μηχανισμού παραγωγής, διάδοσης και διάρκειας στη λαϊκή μνήμη, που προϋποθέτει την αρχή της προφορικότητας[12].

Η λαϊκή δημιουργία, στη μουσική και στο χορό μπορεί να διέπεται από αυθορμητισμό και ευρηματικότητα, όμως η διαδικασία κατοχύρωσης ισχύει υπό όρους. Η δημιουργία απορρέει από μια κοινοτική οργανωτική δομή. Η συμμετοχή σε κοινές εμπειρίες και αντιλήψεις προϋποθέτει συλλογική- ομαδική παραγωγή και δράση.

Η συμμετοχή δε σημαίνει ότι όλοι μαζί δημιουργούν. Κάθε ένας ως συμμέτοχος προσθέτει το δικό του είναι και τη δική του επινόηση στα προηγούμενα. Η όποια ευρηματική και αυτοσχεδιαστική τάση παρουσιάζεται κατά τη στιγμή της επιτέλεσης, χωρίς να έχει προσχεδιαστεί και καθιερώνεται μέσω της διατήρησης και της χρήσης της.

Ο λαϊκός τεχνίτης όποια τέχνη και αν υπηρετεί, είναι ένας, αλλά εκφράζει την ευρύτερη ομάδα όπου ανήκει, συμμορφώνεται σε γενικές γραμμές με τα παραδοσιακά της πρότυπα, έτσι ώστε να μπορεί να αποκληθεί ΄΄ λαϊκό ΄΄[13] . Δε δείχνει και δεν ενδιαφέρεται για την επώνυμη κατοχύρωση της πατρότητας της καλλιτεχνικής έκφρασής του. Η διάδοση του λαϊκού έργου γίνεται μέσα από την επεξεργασία – έλεγχο του συνόλου της κοινωνίας που ανήκει που επιτρέπει τη σταδιακή επεξεργασία του με τροποποιήσεις και προσθήκες.

Ο  πρωτογενής δημιουργός δεν παραμένει ποτέ στην πρώτη γραμμή της δημιουργίας. Κατά την προφορική διάδοση το υπόδειγμα θα υποστεί ποικίλες μεταμορφώσεις, ώσπου να βρει μια μορφή που να ανταποκρίνεται καλύτερα στους κοινωνικούς, ιδεολογικούς και αισθητικούς κανόνες της επιχώριας κοινωνίας.

Συνεπώς η συλλογική δημιουργία εκφράζει κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά τους μηχανισμούς της εμφάνισης του λαϊκού πολιτισμικού γεγονότος. Ο                     ΄΄ πρωτότυπος δημιουργός΄΄ παίζει τελικά έναν εντελώς δευτερεύοντα ρόλο και η αποστολή του ολοκληρώνεται στο μέτρο που παραμένει απρόσωπος και ανώνυμος[14].

Ο δημιουργός δεν επιζητεί την κατοχύρωσή του μέσα από το κοινωνικό σύνολο. Αυτή η διαδικασία της διύλισης των δημιουργημάτων δε γίνεται με απτά οριοθετημένα κριτήρια, ούτε με βάσιμες πηγές και υποψίες. Είναι μια αέναη κατάσταση στην οποία υπόκεινται όλα τα κοινά δημιουργήματα και το αποτέλεσμα κρίνεται αν κάποιο από τα στοιχεία ή την ολότητά του θα την υιοθετήσει η πρακτική στο χρόνο, είτε της μουσικής είτε της χορευτικής πράξης.

Η κατάκτηση τελικά του λαϊκού αποτελέσματος θα είναι κτήμα όλων και φυσικά υλικό για περαιτέρω έλεγχο από τη χρόνια χρήση του. Η προφορικότητα έχει τη δυναμική της τριβής μέσα από οποιεσδήποτε συνθήκες, καθώς επιβιώνει εκεί που βρίσκονται οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Δεν αναζητά πιστοποίηση από επίσημες πηγές και θεσμούς. Η ανταπόκριση και η μίμηση συνιστά άλλο ένα συνεκτικό κοινωνικό στοιχείο της λαϊκής παράδοσης και δημιουργίας.

Στη μουσική εκδοχή οι λαϊκοί οργανοπαίχτες και τραγουδιστές χωρίς να έχουν προσχεδιασμένο κάτι πέρα από το πρόγραμμά τους, έπλεκαν μελωδίες ώστε να είναι αποδεκτές από το κοινό – πανηγυριστές.  Προφανώς το τέμπο των σκοπών πρέπει να είναι σύμφωνο  με τη γενικότερη αισθητική του χώρου. Η αποδοχή ή η μη αποδοχή και καθιέρωσή τους περνάει μέσα από τα φίλτρα των κοινών κριτηρίων. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα που διώχθηκαν οι οργανοπαίχτες από πανηγύρι γιατί το όλον δεν ήταν σύμφωνο με την κοινωνική επιταγή της επιχώριας λαϊκής παράδοσης.

δ. Τέταρτη κατηγορία

Η τέταρτη κατηγορία συγκρότησης της λαϊκής δημιουργίας είναι η κατηγορία με βασική αρχή  τη σχετική αυτάρκεια και την αυτονομία. Η κατηγορία της κοινωνικής λειτουργικότητας στο μέτρο που κάθε λαϊκή πολιτισμική δημιουργία αναπαράγει ένα σύνολο από κοινωνικές στάσεις, αντιλήψεις, εμπειρικές γνώσεις, αισθητικούς κανόνες, ιδεολογία και κοινωνικές πρακτικές, συνδέεται αξεχώριστα με άλλες όψεις της κοινωνικής ζωής και έτσι ισχυροποιεί τις κοινωνικές δομές της ομάδας αναφοράς[15].

Οι κοινοτικοί πειθαναγκασμοί, ο κοινωνικός έλεγχος, η σχετική αυτάρκεια και αυτονομία εξηγούν την κοινωνική λειτουργικότητα του λαϊκού πολιτισμού, το ρόλο του στην κοινωνικοποίηση της προσωπικότητας, τη σημασία του ως σημείου ένταξης στην ομάδα.

Μια χορευτική φόρμα με ένα γνωστό συμβολικό περιεχόμενο, όπως για παράδειγμα η Μακρινίτσα της Νάουσας, θα συνδεθεί και με άλλες νοηματικές αποχρώσεις τελούμενη στο χώρο της πλατείας μετά το εκκλησίασμα από τις Ναουσαίες με τις γιορτινές φορεσιές τους.  Σ’ αυτό εκτός από τον ηρωισμό που εκπέμπει και τη γυναικεία αξιοπρέπεια με τη μη υποταγή στον κατακτητή, θα προστεθεί και η κριτική, το κουτσομπολιό σε σχέση με τη φορεσιά, το κέντημα, τη δεξιοτεχνία στο χορό, σχόλια για την κομπανία, τους τραγουδιστές[16]. Δίνεται η εντύπωση σύνολης της καθημερινότητας της κοινότητας μέσα από την έκφραση του λαϊκού χορού και τη δραματοποίησή του.

Οι αναλυτικές κατηγορίες λαμβάνουν υπ’ όψιν το χαρακτήρα της τοπικότητας και της χρονικότητας, εγγενή σε κάθε λαϊκή δημιουργία και καταργούν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο χωριό και την πόλη. Η λαϊκή πολιτισμική δημιουργικότητα, πέρα από το ρόλο της ως προς τη διαφύλαξη της συνοχής και τη διαιώνιση της επιχώριας συμβιωτικής ομάδας, επιφορτίζεται και με ένα άλλο ρόλο, πρωταρχικής σημασίας, το ρόλο της αντίστασης και της αντιπαράθεσης των καταπιεζομένων ενάντια στους δυνάστες τους[17].

Η έκταση και το βάθος της διχοτόμησης μεταξύ λαϊκού/αστικού, ανώτερου/κατώτερου πολιτισμού εξαρτάται από τον τύπο της κοινωνίας. Οι πληθυσμιακές ομάδες του ελλαδικού χώρου ζουν και δρουν σε ένα κοινωνικό σχηματισμό, όπου η οικονομία είναι αγροτική ή βιομηχανική και η σχέση πόλης- χωριού είναι συμπληρωματική. Αυτές οι διαφορές και να υπάρχουν δε φτάνουν σε ανοιχτή σύγκρουση και είναι αδιαφοροποίητες πολιτισμικά.

Στη μουσική η αυτάρκεια και η αυτονομία σταματούν εκεί που αρχίζει η εισαγωγή αλλότριων στοιχείων. Πολλές φορές οι ανάγκες των όμορων περιοχών εξανάγκαζαν τους μουσικούς να πουλήσουν την τέχνη τους και σε άλλους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η εισαγωγή νέων νοοτροπιών ίσως και ξένων στην πρωταρχική κοινότητα. Έτσι έχουμε αντιπροσώπους που ταυτόχρονα γίνονται και εισαγωγείς δημιουργίας και τέχνης ουσιαστικά ξένης. Αυτά τα στοιχεία υιοθετούνται με την αφομοίωση και τη μετάλλαξη αυτών ώστε να γίνουν οικεία και αισθητηριακά ανεκτά.

Στη χορευτική πράξη η εσωτερική αυτονομία λειτουργούσε καλύτερα, γιατί το τοπικό χρώμα των χορών ήταν κτήμα και βίωμα όλης της κοινότητας και δεν υπήρχαν κάποιοι μόνο εκφραστές, όπως γίνεται στην περίπτωση των οργανοπαιχτών. Εξάλλου οι ευκαιρίες ανταμώματος είναι μοναδικές στον καθένα τόπο, εκτός και από έκτακτα κοινωνικά γεγονότα όπως γάμοι.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι κύριες αναλυτικές κατηγορίες που συγκροτούν τη λαϊκή δημιουργία εκφράζονται από κάποια χαρακτηριστικά που δίνουν καθαρές εξηγήσεις για το φαινόμενο αυτό της λαϊκής δημιουργίας.

Η πρώτη κατηγορία που μας τονίζει τη βάση των πρωτογενών στοιχείων της δημιουργίας και την ενσωμάτωση μετά από την απαραίτητη επεξεργασία στο κοινωνικά αποδεκτό εκφραστικό αποτέλεσμα. Η ταύτιση του καλλιτέχνη με τον παραγωγό και δημιουργό μοτίβων, όταν μέσα από τον αυτοσχεδιασμό εγκαθιδρύει σκέψεις  και νέα αισθητικά πρότυπα. Πάντα όσον αφορά στα δύο μέρη της λαϊκής δημιουργίας.

Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή που συμπεριλαμβάνει τη λαϊκή δημιουργία ως αντικείμενο εργασίας ανθρώπων που ανήκουν σε κατώτερες κοινωνικά ομάδες. Οι ενσωμάτωσή  τους σ’ αυτές τους δημιουργούν κίνητρα για αντίσταση μέσω  της ανάκαμψης της δημιουργίας της τέχνης. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η διάδοση και αναπαραγωγή της μουσικής λαϊκής δημιουργίας στον ελλαδικό χώρο από ανθρώπους που ανήκουν στη φυλή των Ρομ.

Η τρίτη κατηγορία είναι ο κοινωνικός έλεγχος στον οποίο υπόκεινται οι δημιουργοί και τα δημιουργήματα, ώστε να εδραιωθούν στο λαϊκό στερέωμα. Η βασική προϋπόθεση είναι η συλλογική μνήμη, η αξιοποίηση αυτής, καθώς και ο σεβασμός της. Προϋπόθεση της συλλογικής μνήμης είναι η αρχή της προφορικότητας. Όπου το φίλτρο έχει μεγάλη αξία γιατί στηρίζεται στη βιωματική και όχι εγγράμματη εμπειρία.

Η τέταρτη και τελευταία κατηγορία είναι η σχετική με την αυτάρκεια και την αυτονομία. Οι κοινωνίες στο επίπεδο που παράγουν πολιτισμό, μπορούν να έχουν μια καλύτερη τύχη όταν η αυτάρκεια και η αυτονομία τους αντικατοπτρίζουν και τις βιοποριστικές και άλλες συναλλαγές τους. Στον τομέα της μουσικής τα πράγματα διαφοροποιούνται κάπως, χωρίς να θεωρείται ουτοπικό το ένα από τα δύο χαρακτηριστικά, ενώ στο χορό υπάρχει μεγαλύτερη ομοιογένεια και σαφώς αυτάρκεια και αυτονομία όταν αυτός παρουσιάζεται σε κάθε είδους κοινωνικά χοροστάσια.

Το σύνθεμα της προφορικής παράδοσης, του αυτοσχεδιασμού και της κοινής αποδοχής από τα μέλη της κοινότητας αποτελούν τα καίρια σημεία διαφοροποίησης της λαϊκής παράδοσης από άλλες παραδόσεις. Ακόμη τα προσδιοριστικά στοιχεία της έννοιας της λαϊκής παραδοσιακής δημιουργίας που είναι και προσδιοριστικά της ολότητας του λαϊκού πολιτισμού είναι η ομοιομορφία , η συνοχή και η διάρκεια στο χρόνο[18].

Η λαϊκή παράδοση δεν είναι μια αδιάκοπη κίνηση, δεν υπάρχει ΄΄ αρχέτυπο΄΄ είτε τελειωτική και μαρμαρωμένη μορφή. Υπάρχει μόνο δομή, που επενεργεί ως αρχή επιλογής και συσσώρευσης των συλλογικών εμπειριών και ως πρόγραμμα για μελλοντικές πραγματώσεις[19].

 

 Συντάκτης: Λανάρας Ν. Κων/νος, Διευθ. Εσπερινού γυμνασίου Αγρινίου.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βιρβιδάκης, Στ., ΄΄ Διαλεκτικές αντιθέσεις και συνθέσεις στο χώρο της Φιλοσοφίας και της Ιστορίας της Τέχνης ΄΄, στο: Στ.Βιρβιδάκης κ. ά., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, Διαλεκτικοί Συσχετισμοί- Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής,  τ. Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 2003.

Δαμιανάκος, Στ., Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός,  μτφ. Γ. Σπανός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1987.

Ζωγράφου, Μ., Ο χορός στην ελληνική παράδοση,  εκδ. Artwork, Αθήνα 2003.

 

[1] Βιρβιδάκης, Στ., ΄΄ Διαλεκτικές αντιθέσεις και συνθέσεις στο χώρο της Φιλοσοφίας και της Ιστορίας της Τέχνης ΄΄, στο: Στ.Βιρβιδάκης κ. ά., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, Διαλεκτικοί Συσχετισμοί- Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής,  τ. Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 2003,σελ 59.

[2] Ζωγράφου, Μ., Ο χορός στην ελληνική παράδοση,  εκδ. Artwork, Αθήνα 2003, σελ. 64.

[3] Δαμιανάκος, Στ., Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός,  μτφ. Γ. Σπανός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1987, σελ.25.

[4] Στο ίδιο, σελ. 31.

[5] Ζωγράφου, Μ., Ο χορός στην ελληνική παράδοση, ό.π., σελ.53.

[6] Δαμιανάκος, Στ., Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, ό.π., σελ. 25.

[7] Βιρβιδάκης, Στ., ΄΄ Διαλεκτικές αντιθέσεις και συνθέσεις στο χώρο της Φιλοσοφίας και της Ιστορίας της Τέχνης ΄΄, ό.π., σελ. 63

[8] Δαμιανάκος, Στ., Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, ό.π., σελ. 28.

[9] Αυτόθι

[10] Ζωγράφου, Μ., Ο χορός στην ελληνική παράδοση, ό.π., σελ.55.

[11] Στο ίδιο, σελ 56.

[12] Δαμιανάκος, Στ., Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, ό.π., σελ. 25.

[13] Βιρβιδάκης, Στ., ΄΄ Διαλεκτικές αντιθέσεις και συνθέσεις στο χώρο της Φιλοσοφίας και της Ιστορίας της Τέχνης ΄΄, ό.π., σελ. 60.

[14] Δαμιανάκος, Στ., Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, ό.π., σελ. 35.

[15] Στο ίδιο, σελ. 25.

[16] Ζωγράφου, Μ., Ο χορός στην ελληνική παράδοση, ό.π., σελ.57.

[17] Δαμιανάκος, Στ., Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, ό.π., σελ. 33.

[18] Ζωγράφου, Μ., Ο χορός στην ελληνική παράδοση, ό.π., σελ.66.

[19] Δαμιανάκος, Στ., Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, ό.π., σελ. 32.

 

Σχετικά με ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ - ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΓΡΙΝΙΟΥ

Στο Εσπερινό Γενικό Λύκειο μπορούν να εγγραφούν οι ενήλικοι μαθητές και οι εργαζόμενοι μαθητές που έχουν συμπληρώσει το 15 έτος της ηλικίας τους. Η φοίτηση στα Εσπερινά Γενικά Λύκεια διαρκεί τρία (3) σχολικά έτη. Οι τάξεις είναι αντίστοιχες των τάξεων του ημερησίου ΓΕΛ και ΕΠΑΛ, οπότε σε περίπτωση μετεγγραφής δεν χάνεται χρονιά.
Το ωράριο λειτουργίας του σχολείου μας είναι από 7:00 μμ έως 10:35 μμ, με πέντε διδακτικές ώρες.
Στην Α΄ τάξη Λυκείου διδάσκονται μαθήματα γενικής παιδείας
Στη Β΄ τάξη υπάρχουν δύο ομάδες προσανατολισμού :
α) Ανθρωπιστικών σπουδών
β) Θετικών σπουδών,
Στη Γ ΄ τάξη υπάρχουν τρεις ομάδες προσανατολισμού :
α) Ανθρωπιστικών σπουδών
β) Θετικών σπουδών (και υγείας)
γ) Οικονομικών σπουδών και Πληροφορικής.
Ο απολυτήριος τίτλος του Εσπερινού Γενικού Λυκείου είναι πλήρως ισότιμος με τον αντίστοιχο απολυτήριο τίτλο των Ημερησίων Γενικών Λυκείων.
Οι μαθητές των Εσπερινών Λυκείων εισάγονται με ειδικό ποσοστό, με άλλες βάσεις από τα ημερήσια, σε όλες τις σχολές των ΑΕΙ και στις σχολές του Εμπορικού Ναυτικού, εκτός των σχολών που αναφέρονται σε σώματα ασφαλείας.
 

 


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.