Για όσους ασχολούνται με την αγωγή και θεραπεία των παιδιών, που παρουσιάζουν ορισμένες δυσκολίες, τόσο στον κινητικό όσο και στον πνευματικό, συναισθηματικό ή άλλο τομέα, η συνεργασία και η συμβολή του ίδιου του γονιού, ιδιαίτερα της μητέρας, στην όλη διαδικασία της αγωγής, κρίνεται απαραίτητη. Η συμπεριφορά και οι αντιδράσεις των γονιών, που είναι αρνητικές για την εξέλιξη του παιδιού, και τη συνεργασία με τους ειδικούς, δεν γίνονται πάντα κατανοητές και φαίνονται πολλές φορές παράξενες. Κουβέντες του τύπου: -Δεν συνεργάζεται καθόλου, αδιαφορεί, -Δεν ήρθε πάλι στο ραντεβού, -Είναι υπερπροστατευτική, δεν αφήνει το παιδί μόνο του, -Δεν είδαμε καθόλου τον πατέρα, -Συνεχίζει να πηγαίνει σε όλους τους γιατρούς, αφού ξέρει ότι δεν γίνεται τίποτα, -Έχει γυρίσει όλες τις εκκλησίες και τις θαυματουργές εικόνες. Οι εξομολογήσεις του τύπου: -Μου ’ρχεται να το…, -Μου ’ρχεται να αυτοκτονήσω, να το πάρω και να πέσω στη θάλασσα, -Δεν αντέχω άλλο πια, -Έχω οκτώ χρόνια να κοιμηθώ με τον άντρα μου, -Γιατί να τύχει σε ’μενα, -Ο άντρας μου είναι πολύ ευαίσθητος, δεν μπορεί με το παιδί, δεν το αντέχει, -Έχω άγχος, δεν θέλω να βγαίνω έξω, όλοι με βλέπουν. Είναι κάτι το συνηθισμένο, αλλά τις περισσότερες φορές ανεξήγητο. Και η αμέσως προτεινόμενη λύση από τους ειδικούς –Πρέπει να συνειδητοποιήσει και να αποδεχτεί την κατάσταση για να βοηθήσει το παιδί και μας στη θεραπεία του.
Το άρθρο που ακολουθεί επιχειρεί να προσεγγίσει και να κατανοήσει τη συμπεριφορά των γονιών μέσα από τη δυναμική του ψυχισμού τους, όπως αυτή διαμορφώνεται και λειτουργεί με την είσοδο στη ζωή τους ενός παιδιού με δυσκολίες και προβλήματα. Επιχειρεί επίσης να δώσει ορισμένες απόψεις σχετικά με το ζήτημα της συνειδητοποίησης- αποδοχής, που τόσο προβληματίζει όσους ασχολούνται με τα παιδία αυτά. Ελπίζει να συμβάλει στο άνοιγμα μιας συζήτησης γύρω από ζητήματα που θίγει, μια και αποτελεί μία από τις πρώτες προσεγγίσεις του θέματος στους χώρους που εργαζόμαστε.
Α’ ΜΕΡΟΣ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ
Είναι γνωστό, τουλάχιστο σε αυτούς που έχουν αποκτήσει παιδιά ή που πρόκειται σε λίγο να αποκτήσουν, ότι ένα παιδί, πριν να υπάρξει βιολογικά, υπάρχει στην επιθυμία τους, στο λόγο τους, στις συζητήσεις τους ανάμεσα στο στενό οικείο περιβάλλον, πράγμα που προκαθορίζει κατά κάποιον τρόπο στο παιδί ένα ρόλο, μια θέση στην κοινωνία, του δίνει ήδη μια ταυτότητα. Με τη σύλληψη ενός παιδιού οι γονείς αρχίζουν να επεξεργάζονται και να πραγματοποιούν διάφορα σχέδια. Αυτά τα σχέδια είναι λίγο – πολύ συνειδητά. Σκέφτονται και θέλουν το παιδί τους να είναι και να γίνει αυτό ή εκείνο. Αλλά αν το δούμε βαθύτερα το παιδί μπορεί να δίνει την ευκαιρία στους γονείς για μια ρεβάνς, ή μια επανάληψη της δικιάς τους παιδικής ηλικίας. Να ξαναφτιάξουν, μέσα από το παιδί, τη δικιά τους ζωή. Αυτή η αναπαράσταση δίνει στο παιδί μια φαντασιακή θέση, φαντασιακή γιατί στη θέση του πραγματικού παιδιού μπαίνει ένα «ονειρικό» παιδί, ένα παιδί όπως το ονειρευόμαστε, που αποστολή του είναι η πραγματοποίηση των χαμένων ονείρων των γονιών του. Αυτό το «ονειρικό» παιδί θα είχε σα στόχο να ικανοποιήσει αυτό που οι γονείς στερήθηκαν, αυτό που έχασαν ή νόμισαν ότι έχασαν. Θα έπρεπε να διορθώσει κατά κάποιο τρόπο ό,τι φτιάχτηκε άσχημα στην ιστορία των Γονιών του, θα μπορούσε να υποκαταστήσει επίσης την αγάπη των γονιών. Ιδιαίτερα για τη μητέρα, στο μέτρο όπου αυτό επιθυμεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, είναι πριν από όλα η ρεβάνς ή η επανάληψη της παιδικής ηλικίας, ο ερχομός ενός παιδιού θα πάρει μια θέση ανάμεσα στα χαμένα της όνειρα. Είναι ένα όνειρο επιφορτισμένο να γεμίσει αυτό που στο παρελθόν της έμεινε κενό, μια φαντασιακή εικόνα που μπαίνει πάνω από το πραγματικό πρόσωπο του παιδιού. Αυτό το «ονειρικό παιδί» έχει για αποστολή να ξαναφτιάξει και να διορθώσει αυτό που στην ιστορία της μητέρας θεωρήθηκε ελλιπές, που η ίδια αισθάνθηκε σαν έλλειψη ή για να συνεχίσει αυτό το οποίο η ίδια αποσύρθηκε. Έτσι συχνά οι γονείς έχουν την τάση να αποδίδουν στο πραγματικό παιδί όλες τις τελειότητες και να κρύβουν ή να αγνοούν όλες τις ατέλειες. Αυτό που επιθυμήθηκε για το παιδί είναι στην πραγματικότητα αυτό που οι γονείς είχαν διεκδικήσει για τους ίδιους όταν ήταν παιδιά. Συχνά λέγεται ότι το παιδί θα έχει καλύτερη ζωή από τους γονείς του, δεν θα υποστεί τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες που πέρασαν οι γονείς του.
Η ΝΑΡΚΙΣΣΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Για τον ενήλικα το παιδί δεν είναι μόνο ένας τρόπος να προεκτείνει τη ζωή του και να διατηρεί την αυταπάτη της αθανασίας, αλλά είναι εξίσου ένα αληθινό στοίχημα, μια μελλοντική επένδυση. Το παιδί είναι αντικείμενο μιας διπλής επένδυσης. Η πρώτη αφορά το ίδιο, σαν καθαρό αντικείμενο αγάπης. Η επένδυση αυτή είναι μια κίνηση αποστέρησης χωρίς προφυλάξεις, δίχως καμία εγγύηση. (στην περίπτωση αυτή ο ενήλικας δεν ζητά, δέχεται το παιδί όπως είναι, είναι αυτός που δίνει. Η δεύτερη αφορά περισσότερο το παιδί σαν σίγουρη μελλοντική αξία, σαν σύμβολο ανερχόμενης δύναμης. Η επένδυση αυτή θεωρεί το παιδί σαν μια ναρκισσική εικόνα, που θα έτεινε να ικανοποιήσει στην άλλη γενιά ό,τι έμεινε ανικανοποίητο. Η ναρκισσική εικόνα του παιδιού είναι από τις πιο σπουδαίες κάθε ατόμου. Η εικόνα αυτή είναι μια νοητική κατασκευή. Διατηρεί την ανάμνηση αυτού που θα θέλαμε να ήμασταν ιδεατά στο παρελθόν. Η εικόνα αυτή που προβάλλεται στο παιδί που πρόκειται να γεννηθεί είναι ναρκισσική, γιατί κατασκευάζεται από την αγάπη προς τον ίδιο τον εαυτό μας. Είναι ο εαυτός μας που αναζητιέται στην πραγματικότητα στο πρόσωπο του νέου παιδιού. Η φαντασιακή κατασκευή του «ονειρικού παιδιού» συγκρούεται με το πραγματικό παιδί. Σχεδόν κάθε γονιός στο μεγάλωμα του παιδιού του πολλές φορές απογοητεύεται. Το θαυμάσιο-ονειρικό παιδί που έπρεπε να καλύψει τις επιθυμίες και τις ελλείψεις των γονιών ή που έπρεπε να είναι αυτό που οι ίδιοι θα ήθελαν να είναι, δεν υπάρχει. Όταν λοιπόν ο ενήλικας βρίσκεται μπροστά σε ένα παιδί που δεν είναι σύμφωνο με την εικόνα αυτού που περίμενε, βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Υπάρχει τώρα πλέον μπροστά του η εικόνα του πραγματικού παιδιού, έτσι όπως είναι, αυτό που είναι. Ο γονιός πρέπει να θανατώσει μέσα του το «ονειρικό παιδί» να συνειδητοποιήσει, να δεχτεί ότι δεν υπάρχει παρά στη φαντασίωσή του. Και είναι το πραγματικό παιδί που συμβάλλει στη θανάτωση του ψεύτικου εαυτού του. Η θανάτωση αυτού του ονειρικού παιδιού γίνεται πάντα στην πορεία του δικού του γίγνεσθαι καθώς προσπαθεί να πετάξει από πάνω του τα φαντάσματα με τα οποία οι γονείς το επιφορτίζουν, για να αναλάβει τα δικά του και τα σχέδιά του. Ο γονιός πρέπει να χωνέψει ότι δεν υπάρχει ονειρικό παιδί. Αυτό θα γίνει σιγά-σιγά όπως περίπου στην περίπτωση ενός πραγματικού θανάτου, όπου πενθούμε και μετά δεχόμαστε μια καινούργια κατάσταση για να επιζήσουμε. Άλλοτε πάλι δεν γίνεται ποτέ, με συνέπειες αρνητικές για τις σχέσεις γονιών – παιδιών.
Β’ ΜΕΡΟΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ
ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ «ΑΡΚΕΤΑ ΚΑΛΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ»
Είναι γνωστό ότι για ένα σωστό μεγάλωμα κάθε παιδιού το πρόσωπο που θα το φροντίσει θα πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις. Το πρόσωπο που συνήθως ασχολείται με το παιδί τα πρώτα ιδιαίτερα χρόνια, είναι στην κοινωνία μας, η μητέρα του. Η επικρατούσα άποψη μας λέει ότι η μητέρα θα πρέπει να είναι «αρκετά καλή». Με απλά λόγια είναι αυτή που προσαρμόζεται με την ενεργητικότητα στις ανάγκες του παιδιού και δεν απασχολείται μαζί με μεγάλη ανησυχία και καταναγκασμό. Σημασία έχει η αφοσίωση της μητέρας στο παιδί και όχι οι τεχνικές γνώσεις για τη φροντίδα του. Η αρκετά καλή μητέρα αρχίζει με μια ολοκληρωτική σχεδόν προσαρμογή στις ανάγκες του παιδιού που με το χρόνο ελαττώνεται, μια και το παιδί θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την έλλειψη της μητέρας και την πραγματικότητα.
Η σημασία του να γεννηθεί και να μεγαλώσει κάποιος με μια διαφορά στο σώμα του ή στην πορεία της ανάπτυξής του (καθυστέρηση λ.χ.), οι δυσκολίες, τα εμπόδια και τα προβλήματα που συνοδεύουν ή έρχονται σαν συνέπεια αυτής της διαφοράς, είναι λίγο – πολύ γνωστά και οπωσδήποτε αξίζει να αφιερωθεί ένα ολόκληρο και ολόπλευρο άρθρο για το ζήτημα αυτό. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία και πρέπει να επισημανθεί, είναι η αντίδραση του καθένα μας, τα συναισθήματα που κυριαρχούν στην κοινωνία γενικότερα και που είναι ιστορικά καθορισμένα. Κυριαρχεί σήμερα μια στάση απόρριψης, περιθωριοποίησης της διαφοράς και των ατόμων με δυσκολίες και προβλήματα στο σωματικό, πνευματικό, συναισθηματικό, κοινωνικό επίπεδο. Συναισθήματα όπως του οίκτου και της λύπης, της αδιαφορίας, της περιέργειας, του φόβου και της θλίψης και στάσεις, όπως της αποφυγής της κοροϊδίας – αποδοκιμασίας και της περιφρόνησης καθώς και σε μικρότερο βαθμό της συμπόνιας και συμπάθειας, είναι αυτά που κυριαρχούν. Η διαφορά λοιπόν στο σωματικό, πνευματικό, κοινωνικό, συναισθηματικό επίπεδο από το σύνολο σχεδόν του κόσμου αποκαλείται αναπηρία και ταυτίζεται ή συγχέεται με την αρρώστια, την ανικανότητα, τη φθορά, την αδυναμία της δημιουργίας και παραγωγικότητας. Η διαφορά αυτή είναι μια απειλή. Απειλή στο κυρίαρχο μοντέλο, ιστορικά καθορισμένο. Η ιδεολογία και τα συναισθήματα που κυριαρχούν, μας διαπερνούν και υπάρχουν έτοιμα για δράση στον καθένα μας. Επομένως και στους υποψήφιους γονείς ενός παιδιού που θα γεννηθεί με κάποια διαφορά, δυσκολία, εμπόδιο, πρόβλημα. Και σε αυτούς υπάρχει η ίδια στάση, τα ίδια συναισθήματα, τις περισσότερες φορές η απόρριψη και η αδυναμία, η αντίσταση να σκεφτούν ότι μπορεί να τους τύχει ένα τέτοιο παιδί. Αλλοίμονο λοιπόν αν το αποκτήσουν. Αν φέρουν στον κόσμο κάτι που ακόμα και να το σκεφτούν στοιχίζει. Σημαντικό για την κατανόηση ορισμένων τύπων συμπεριφοράς είναι το γεγονός ότι η ύπαρξη ενός προσώπου με δυσκολίες (ιδιαίτερα βαριές) εγγράφει στην ιστορία ενός ατόμου και των προσώπων που είναι δεμένα μαζί του το σημάδι της πληγής, της αρρώστιας, της ανεπάρκειας του ελαττώματος. Αυτά φαίνονται απευθείας δεμένα με την προβληματική του θανάτου. Η οργανική ή λειτουργική διαφορά του σώματος οδηγεί σε αποτυχία την αρμονική και κανονική λειτουργία του ανθρωπίνου οργανισμού. Σε αυτή τη διαφορά μπορούν να προστεθούν ορισμένες φορές ο πόνος και η παραμόρφωση. Όλες αυτές οι εικόνες αναπαριστούν αυτό που συνήθως θεωρούμε προστάδιο θανάτου, γιατί αμφισβητείται η ζωική ακεραιότητα. Αυτή η πορεία προς το θάνατο του ατόμου με μεγάλες δυσκολίες είναι εδώ παρούσα, σαν για να υπογραμμίσει το δυνητικό χαρακτήρα του θανάτου στον καθένα μας, να μας το θυμίζει κάθε στιγμή.
ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
Στο πρώτο μέρος του άρθρου αναφερθήκαμε στην εσωτερική ψυχική πραγματικότητα των γονιών πριν από τη γέννηση ενός παιδιού που ισχύει σχεδόν για κάθε γονιό. Από την άλλη μεριά, στην περίπτωση της γέννησης ενός παιδιού με κάποια διαφορά και δυσκολία στην ανάπτυξη και εξέλιξή του, βρισκόμαστε σε μια αντικειμενική πραγματικότητα- δηλαδή τη γέννηση ενός παιδιού που τις περισσότερες φορές θα κριθεί «ανάπηρο». Η διαφορά σαν εξωτερική αντικειμενική πραγματικότητα θα λειτουργήσει σαν κινητήρας της δοκιμασίας – σύγκρουσης των δύο πραγματικοτήτων, της εσωτερικής ψυχικής και εξωτερικής αντικειμενικής. Η πραγματικότητα θα δοκιμαστεί, δηλαδή θα μετρήσει, θα κάνει διάγνωση του βαθμού του ρεαλισμού των επιθυμιών και των φαντασιώσεων των γονιών, δηλαδή της εσωτερικής πραγματικότητας. Θα έχουμε λοιπόν μια βίαιη σύγκρουση. «Η φαντασιακή κατασκευή του ονειρικού παιδιού συγκρούεται με πολύ βίαιο τρόπο με το πραγματικό παιδί, όταν στην πραγματικότητα ξεπροβάλλει η εικόνα ενός ανάπηρου παιδιού». Είναι αυτή η σύγκρουση που προκαλεί το πρώτο σοκ και την πρώτη μεγάλη απογοήτευση των γονιών. «Τη στιγμή που στα πλαίσια αναζήτησης ικανοποίησης των επιθυμιών, το παιδί θα κάλυπτε τις ελλείψεις, ιδού ένα πραγματικό παιδί που με την αναπηρία του ανανεώνει τις απογοητεύσεις και τις προηγούμενες ανικανοποίητες επιθυμίες των γονιών». Η αποστολή του παιδιού να πραγματοποιήσει τα χαμένα όνειρα των γονιών του αποκλείεται. Αυτό που χτυπά καταρχήν τους γονείς με τον ερχομό ενός παιδιού με διαφορές και δυσκολίες είναι το γκρέμισμα των σχεδίων που έκαναν συλλαμβάνοντάς το. Οι προβολές, που το παιδί ήταν φορέας πριν τη γέννησή του, έγιναν στο μεγαλύτερο μέρος τους αδύνατες. Οι ενήλικες μπλεγμένοι σε αυτή την αδυναμία ορισμένων προβολών, αισθάνονται μια δυστυχία, πράγμα που προσπαθούν να αρνηθούν μια και αυτή η δυστυχία είναι απευθείας δεμένη σε ένα ασυνείδητο επίπεδο με το παιδί. Χρειάζεται λοιπόν να γίνει η «εργασία του πένθους» του φαντασιακού παιδιού με ένα πιο έντονο τρόπο. Το θαυμάσιο «ονειρικό παιδί» αντιπαρατίθεται με τη δυσαρέσκεια, την ατέλεια, το ελάττωμα και τη στέρηση. Στην περίπτωση ενός παιδιού με διαφορές και δυσκολίες η απογοήτευση είναι μερικές φορές τέτοια που δεν επιτρέπει ικανοποιητικές προβολές των γονιών, από τις οποίες θα μπορέσει να φτιαχτεί το παιδί. Πρόκειται για μια συμβολική θανάτωση, στο μέτρο που το παιδί βιώθηκε σαν ένα κακό αντικείμενο, εξ αιτίας της αποτυχίας που παριστάνει για το φαντασιακό επίπεδο.
Ο ΝΑΡΙΚΙΣΣΙΚΟΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ
Στο πρώτο μέρος του άρθρου μας αναφερθήκαμε στην ναρκισσική εικόνα των γονιών για το παιδί τους και για το παιδί σα φορέα δύο επενδύσεων εκ μέρους των γονιών. Η μία, όπου το παιδί είναι πραγματικά το αντικείμενο αγάπης. Η επένδυση αυτή δεν θίγεται καθόλου από τη διαφορά του πραγματικού παιδιού, μια και πρόκειται για αγάπη προς το παιδί χωρίς όρους, έτσι ακριβώς που είναι. Στη δεύτερη το παιδί δεν είναι αντικείμενο αγάπης, αλλά φορέας της εικόνας της αγάπης που οι γονείς έχουν για τον εαυτό τους ή για αυτό που θα ήθελαν να είναι ή να ξαναβρούν. Αυτή λοιπόν η δεύτερη επένδυση, στην περίπτωση απόκτησης ενός παιδιού με διαφορές, εμποδίζεται από την ιδιομορφία του γιατί εδώ πρόκειται να αγαπούν το παιδί έτσι όπως θα το ήθελαν για τον ίδιο τον εαυτό τους. Οι δύο επενδύσεις μπορούν να είναι ταυτόχρονες, αλλά η μια μπορεί να κυριαρχεί πάνω στην άλλη. Αν πρωτεύει η ναρκισσική επένδυση και μια οποιαδήποτε διαφορά – έλλειψη έρχεται να λερώσει την ναρκισσική εικόνα, φτιαγμένη από την αγάπη προς το ίδιο το άτομο, η απογοήτευση και το μίσος αναφαίνονται στους γονείς, τόσο πιο καταστρεπτικές όσο θα είναι καμουφλαρισμένες. Η αποδοχή άνευ όρων του παιδιού δεν είναι πάντα δυνατή. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να περικοπεί η εικόνα που κατασκευάστηκε από τους γονείς. Επειδή η εικόνα αυτή ήταν εικόνα αγάπης για τον εαυτό του, μπορούμε να πούμε για αυτούς εδώ και ειδικότερα για τη μητέρα, πως πρόκειται για ένα τραύμα, για ένα «ναρκισσικό τραύμα». Πράγματι, η ζωή που έφερε η μητέρα, η ζωή που βγήκε από την ίδια, βρίσκεται τραυματισμένη στο κορμί του παιδιού. Η μητέρα ήθελε να δώσει μια εικόνα από την ίδια, από τη δημιουργικότητά της, από τη ζωτικότητά της, από τη γονιμότητά της. Δεν μπορεί να αναγνωρίσει την εικόνα του εαυτού της, στην «αναπηρία» του παιδιού, που έφερε στον κόσμο. Η Μ. Μannoni αναφέρει: «Η αναπηρία ενός παιδιού προσβάλλει τη μητέρα στο ναρκισσικό επίπεδο. Ξαφνικά χάνεται κάθε σημείο ταύτισης και το γεγονός αυτό συνοδεύεται πιθανότατα από παρορμητική συμπεριφορά. Πρόκειται για έναν πανικό μπροστά σε μια εικόνα του εαυτού, που δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε, ούτε να αγαπήσουμε. Από δω και πέρα κάθε γονιός θα ζήσει με τον δικό του τρόπο ένα πραγματικό δράμα, βίαιες συναισθηματικές συγκρούσεις που σπάνια ομολογούνται. Και είναι αυτή η κατάσταση που καθορίζει τη συμπεριφορά των γονιών απέναντι στο παιδί με δυσκολίες και προβλήματα. Ενώ το παιδί γυρεύει την αποδοχή του από αυτούς και το κοινωνικό τους περιβάλλον όπως είναι, δίχως όρους, η επικρατούσα κοινωνική αντίληψη και η ψυχική και συναισθηματική φόρτιση του γονιού λειτουργεί αντίθετα, συχνά ανταγωνιστικά απέναντι στην απαίτηση της αποδοχής.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Α’ ΚΑΙ Β’ ΜΕΡΟΥΣ
Στο α’ και β΄ μέρος του άρθρου μας προσπαθήσαμε στην αρχή να δείξουμε τη σημασία που έχει η γέννηση ενός παιδιού, ενός οποιουδήποτε παιδιού, για τους γονείς του. Το παιδί πριν υπάρξει βιολογικά, υπάρχει στην επιθυμία τους, στο λόγο τους, έχει ήδη μια ταυτότητα, του προκαθορίζεται μια θέση στην κοινωνία. Ένα «ονειρικό παιδί», που έχει για αποστολή τις περισσότερες φορές να πραγματοποιήσει τα χαμένα όνειρα των γονιών του, να ικανοποιήσει όσα στερήθηκαν ή νόμισαν πως στερήθηκαν. Έτσι οι γονείς αποδίδουν στο παιδί όλες τις τελειότητες και κρύβουν ή αγνοούν όλες τις ατέλειες. Το παιδί εκτός των άλλων από τη μεριά των γονιών του είναι και ένα αληθινό στοίχημα, μια μελλοντική επένδυση. Το παιδί είναι αντικείμενο μιας διπλής επένδυσης, σαν καθαρό αντικείμενο αγάπης και σαν σίγουρη μελλοντική αξία, σαν σύμβολο ανερχόμενης δύναμης, πράγμα που θεωρεί το παιδί σαν μια ναρκισσική εικόνα, από τις πιο σπουδαίες κάθε ατόμου. Εικόνα που προβάλλεται στο παιδί που πρόκειται να γεννηθεί. Ναρκισσική εικόνα γιατί στην πραγματικότητα είναι ο εαυτός μας που αναζητιέται στο πρόσωπο του νέου παιδιού. Η φαντασιακή κατασκευή του «ονειρικού παιδιού» συγκρούεται με το πραγματικό παιδί. Ο γονιός πρέπει να θανατώσει μέσα του το ονειρικό παιδί. Ο γονιός πρέπει να θανατώσει μέσα του το ονειρικό παιδί, να συνειδητοποιήσει, να δεχτεί ότι δεν υπάρχει παρά στη φαντασίωσή του. Το πραγματικό παιδί συμβάλλει στη θανάτωση του ψεύτικου εαυτού του. Στη συνέχεια μιλούσαμε για την αναγκαιότητα της ύπαρξης μιας «αρκετά καλής» μητέρας σαν απαραίτητης προϋπόθεσης για τη θετική ανάπτυξη και εξέλιξη του παιδιού. Αυτό είναι σημαντικό μια και θα δούμε παρακάτω, κατά πόσο είναι δυνατή η ύπαρξή μιας τέτοιας μητέρας, όταν το παιδί που θα έρθει θα έχει τέτοιες δυσκολίες, που η σηματοδότησή τους από την κοινωνία και η συναισθηματική τους φόρτιση είναι τελείως αρνητικές στη διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης, μέχρι και σήμερα. Η διαφορά στο σωματικό, πνευματικό, συναισθηματικό, κοινωνικό επίπεδο είναι διαφορά δηλωμένη σαν αναπηρία, διαφορά που απειλεί το ιστορικά καθορισμένο κυρίαρχο μοντέλο. Στην περίπτωση της γέννησης ενός παιδιού η πραγματικότητα, η διαφορά δηλαδή, θα μετρήσει, θα διαγνώσει το βαθμό ρεαλισμού των επιθυμιών και των φαντασιώσεων των γονιών. Θα έχουμε μια βίαιη σύγκρουση που προκαλεί το πρώτο σοκ και την πρώτη μεγάλη απογοήτευση των γονιών. Αποκλείεται το παιδί να πραγματοποιήσει την αποστολή του, την ικανοποίηση δηλαδή των χαμένων ονείρων των γονιών. Γκρεμίζοντας τα σχέδια που έκαναν περιλαμβάνοντάς το. Πολλές φορές η απογοήτευση είναι τέτοια που δεν επιτρέπει ικανοποιητικές προβολές των γονιών, απαραίτητες για να μπορέσει να φτιαχτεί το παιδί (συμβολική θανάτωση). Η πρώτη επένδυση, όπου το παιδί είναι πραγματικά αντικείμενο αγάπης, αγάπης χωρίς όρους, έτσι όπως είναι το παιδί, δεν θίγεται από τη διαφορά του πραγματικού παιδιού. Στην περίπτωση όμως της δεύτερης επένδυσης, όπου το παιδί είναι φορέας της εικόνας της αγάπης που οι γονείς έχουν για τον εαυτό τους ή για αυτό που θα ήθελαν να είναι ή να ξαναβρούν, η επένδυση εμποδίζεται. Αν πρωτεύσει η ναρκισσική επένδυση, η απογοήτευσή τους, το μίσος αναφαίνονται. Η αποδοχή άνευ όρων του παιδιού δεν είναι πάντα δυνατή. Χρειάζεται να περικοπεί η εικόνα που κατασκευάστηκε από τους γονείς. Εδώ μιλούμε για «ναρκισσικό τραύμα» επειδή η εικόνα αυτή ήταν εικόνα αγάπης για τον εαυτό των γονιών. «Η διαφορά του παιδιού (αναπηρία) προσβάλλει ιδιαίτερα τη μητέρα στο ναρκισσικό επίπεδο. Πρόκειται για έναν πανικό, μας λέει η Mannoni, μπροστά σε μια εικόνα του εαυτού, που δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε, ούτε να αγαπήσουμε».
Γ’ ΜΕΡΟΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΣΤΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Η απογοήτευση, που κάθε παιδί φέρνει μαζί του, μετά τη γέννησή του, για τους γονείς είναι ιδιαίτερα έντονη στην περίπτωση ενός παιδιού με διαφορές. Στην πραγματικότητα κάθε άνθρωπος, που εξ αιτίας της κατάστασής του κάνει αδύνατες ορισμένες προβολές, προκαλεί στον άλλο δυστυχία. Δυστυχία όχι αποδεκτή, που οι συνέπειές της θα παραχθούν στα πλαίσια του φαντασιακού. Ο ενήλικας βρίσκεται απέναντι σε ένα φαινόμενο που τον ξεπερνά γιατί στο ατομικό πλαίσιο είναι ανεξήγητο. Λογικά και συνειδητά κανείς δε μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα: γιατί έχω, εγώ, ένα ανάπηρο παιδί; Μπροστά σε αυτό το φαινόμενο ο ενήλικας απαντά με το να αντιστέκεται σε αυτό. Αρνείται την πραγματικότητα της αναπηρίας. Πράγματι, να μη μιλάς για τον πόνο, την κακομορφία, τη δυσμορφία, την αδυναμία, τη μειονεξία, την αδράνεια, το να μη μιλάς για αυτή την πραγματικότητα θα είναι ένας τρόπος να την εξορκίσεις. Η σιωπή θα έδιωχνε το βάσανο; Αλλά και όταν οι γονείς αποφασίσουν να πάνε στον ειδικό θα προσπαθήσουν να αμφισβητήσουν τη διάγνωση εκατό φορές δηλαδή την επιβεβαίωση του σχεδόν μόνιμου χαρακτήρα της αναπηρίας ή διαφοράς σε πολλές περιπτώσεις. Το παιδί από τη γέννησή του θα συνηθίσει τις ιατρικές επισκέψεις. Σε πολλές περιπτώσεις ειδικά «ανίατων» καταστάσεων η Μ. Μannoni υποστηρίζει ότι «η σχέση αγάπης μητέρας – παιδιού, θα έχει πάντα, σε αυτή την περίπτωση, μια κρυμμένη γεύση θανάτου, που τον αρνείται, μεταμορφωμένου τις περισσότερες φορές σε εξιδανικευμένη αγάπη και σε άλλες περιπτώσεις σε παθολογική αδιαφορία ή σε συνειδητή απόρριψη. Αλλά οι ιδέες δολοφονίας είναι παρούσες, ακόμα και αν όλες οι μητέρες δε μπορούν να το συνειδητοποιήσουν. Η ορολογία αυτού του γεγονότος είναι εξ άλλου δεμένη τις περισσότερες φορές με την επιθυμία της αυτοκτονίας. Γίνεται φανερό, πως εδώ πρόκειται για μια κατάσταση όπου παιδί και μητέρα είναι το ίδιο πράγμα. Κάθε υποτίμηση του παιδιού της την αισθάνεται η μητέρα σαν προσβολή της ίδιας. Κάθε καταδίκη του παιδιού σημαίνει θάνατο για αυτή την ίδια. Αν αποφασίσει να ζήσει θα χρειαστεί να ζήσει ενάντια στο ιατρικό σώμα. Συχνά με τη σιωπηλή συνενοχή του συζύγου της, ανίκανου μπροστά σε ένα δράμα που ποτέ δε θα τον αφορά στον ίδιο βαθμό. Η μητέρα θα ζήσει επομένως ενάντια στους γιατρούς, αλλά επιζητώντας ασταμάτητα την υποστήριξή τους. Θα πάει από επίσκεψη σε επίσκεψη για να πετύχει τι ακριβώς;
-Τη θεραπεία του παιδιού της; Σε αυτό δεν πιστεύει, αλλά το παιδί την αφορά, δεν υπάρχει περίπτωση να το αφήσει.
-Μια διάγνωση; Ήδη έγινε πολλές φορές από τις φίρμες ειδικούς.
-Την αλήθεια μήπως; Αλλά ποία αλήθεια. Είναι μόνο η μητέρα που την γνωρίζει.
-Τι γνωρίζει ακριβώς; Θέλει προπαντός να μη γνωρίζει και τίποτε να μην πάρει από το γιατρό. Από το γιατρό που πηγαίνει, για να ζητήσει τι; Τίποτα σε ό,τι αφορά το παιδί. Λίγα σε ό,τι αφορά αυτή την ίδια.
Εύχεται μέσα της η ερώτησή της να μην πάρει ποτέ απάντηση, για να μπορεί να συνεχίσει να την θέτει. Αλλά της χρειάζεται η δύναμη να συνεχίσει. Και είναι αυτό που έρχεται να ζητήσει. Της χρειάζεται ένας μάρτυρας, ένας μάρτυρας που να αισθάνεται πως πίσω από την επιφανειακή της ηρεμία είναι αυτή που δεν αντέχει πια. Ένας μάρτυρας που στην ανάγκη να γνωρίσει, ό,τι ποθεί να σκοτώσει, χωρίς να την ενοχοποιήσει. Μπορούμε να πούμε ότι κάθε μητέρα αλλά και κάθε πατέρας θα ζήσει με το δικό του τρόπο, ένα πραγματικό δράμα που πάντα έχει σχέση με μια προηγούμενη δοκιμασία και της οποίας τα αποτελέσματα μένουν ασυνείδητα. Για παράδειγμα ο ερχομός ενός παιδιού με διαφορές και δυσκολίες για μια γυναίκα που είχε άσχημες σχέσεις με τη μητέρα της, κινδυνεύει να ξυπνήσει νευρωτικές συγκρούσεις που κατά κάποιο τρόπο αποκαταστάθηκαν με το γάμο. Υπάρχει άγχος και μερικές φορές φοβικές αντιδράσεις. Αυτές οι ασυνείδητες συνέπειες έρχονται πολύ αργά στη συνείδηση όταν η μητέρα ή ο πατέρας βρουν ένα μάρτυρα που δέχεται να ακούσει την πραγματικότητα του άγχους τους και επομένως να αναγνωρίσει την πραγματικότητα του τραύματός του. Αν οι γονείς δεν έχουν τη δυνατότητα να μιλήσουν για το άγχος τους, για αυτό που πραγματικά τους προβληματίζει, μπορούμε να περιμένουμε μια παρορμητική στάση και συμπεριφορά από τη μεριά τους, που μπορεί να πάρει μια μορφή επιθετικότητας, είτε ενάντια στον εαυτό της είτε στους άλλους. Στις τάσεις αυτοκτονίας και στην επιθετικότητα απέναντι στο παιδί ξαναβρίσκουμε ίχνη από τις ιδέες του θανάτου, ακόμη και αν οι μητέρες με παιδία με δυσκολίες, δεν το συνειδητοποιούν παρά σε σπάνιες περιπτώσεις. Και πάλι η Mannoni αναφέρεται στις μητέρες που έχουν ένα παιδί με διαφορές και δυσκολίες. «Μητέρες ιδανικές, ήρεμες ή άγριες, αλλά πάντα γεμάτες άγχος. Η δεξιοτεχνία τους είναι να το αρνούνται. Η άρνηση να το ξέρουν είναι για αυτές απόδειξη υγείας. Το άγχος τους το τοποθετούν στη θέση τους με τον άλλο. Η ερώτησή τους περιστρέφεται στην πραγματικότητα γύρω από αυτό που οι ίδιες φαντάζονται ότι ο άλλος περιμένει ή μπορεί να ανεχτεί από αυτές. Όταν έχουμε ένα ανάπηρο παιδί -φαίνεται να σκέφτονται- είμαστε συγχρόνως πολύ μόνες, γιατί διαμέσου αυτού του παιδιού δεν αισθανόμαστε αναγνωρισμένες σαν άνθρωποι, αλλά κάτω από συνεχή επιτήρηση, μια και έχουμε να δώσουμε από τον εαυτό μας μια ορισμένη «ανεκτή εικόνα». Ορισμένες φορές μπορούν να φτάσουν και σε παθολογικές καταστάσεις. Στάσεις όπως η αγοραφοβία (δηλ. ο φόβος μπροστά σε ένα ανοιχτό χώρο). Η μητέρα αισθάνεται σε τέτοιο σημείο δεμένη με το παιδί της, που της είναι δύσκολο να το απαρνηθεί. Ο ρόλος της είναι χαραγμένος. Θα έχει συνείδηση του μητρικού της ρόλου μέχρι το σημείο να αρνηθεί το παιδί της το δικαίωμα να γίνει ένα αυτόνομο – ανεξάρτητο άτομο. Ταυτιζόμενη με τους άνδρες της γραμμής της (πατέρας, αδελφός ή παππούς) θα βρει, μέσα στη δυστυχία της, μια υπεράνθρωπη άφθαρτη δύναμη. Αυτό το παιδί της το αφήνουν σαν αντικείμενο φροντίδας, έξω από τον επηρεασμό του συζύγου της. Πολύ συχνά σε αναφορά με το δικό της πατέρα και όχι τη μητέρα της, θα βρει τη δύναμη να το αναθρέψει. Η αληθινή διάσταση του δράματος δεν βρίσκεται ακριβώς στο παιδί που θα της αφήσουν. Είναι αλλού, δηλαδή στην ίδια και είναι η ίδια που θα αισθανθεί από δω και πέρα υπαρξιακή ανασφάλεια. Η έλλειψη διαλόγου, μια κατάσταση για δυο, σε μια απόλυτη μοναξιά, είναι υπεύθυνη για την αγωνία, το άγχος και την κατάθλιψη αυτών των μητέρων, που στα μάτια του κόσμου κρατούν αξιοθαύμαστα την θέση τους. Αυτήν την αγωνία, που δεν μπορούν να μοιραστούν, είναι βαριά να την ανεχτούν. Γι’ αυτό υπάρχει μια στιγμή στην ιστορία του ανάπηρου παιδιού, όπου πέρα από το πρόβλημά του, είναι το πρόβλημα της ίδιας της μητέρας που μπαίνει με οξύτητα ο θάνατος του «ονειρικού παιδιού» (που όλοι ήμασταν στα όνειρα και τις επιθυμίες αυτών που μας μεγάλωσαν) και που είναι προϋπόθεση για την αυτονόμηση και ανεξαρτητοποίηση κάθε ατόμου από τις επιθυμίες των δικών του, επισπεύδεται στην πραγματικότητα του ερχομού ενός παιδιού με διαφορές και δυσκολίες. Πράγματι, κάθε έκφραση επιθετικότητας, η έκφραση μιας επιθυμίας θανάτου, θα έρθει να συναντήσει τον θάνατο που είναι παρών και απειλητικός στην πραγματικότητα του κορμιού του παιδιού. Πώς να καταλάβεις διαφορετικά τη δυσκολία που έχουν οι γονείς τέτοιων παιδιών στην εκδήλωση μιας απευθείας επιθετικότητας απέναντί τους; Φράσεις όπως «μου ’ρχεται να το…», «ποθώ να το…» κλπ. Που σταματούν χωρίς να ολοκληρώνονται είναι πολύ συνήθεις. Φράσεις που αναφέρονται συνήθως από όλες τις μητέρες λίγο ή πολύ, αντηχούν με τρόπο τρομερά επαυξημένο όταν απευθύνονται σε ένα παιδί ανάπηρο. Το να πεις «είσαι ανυπόφορος» μπορεί ξαφνικά να πάρει ένα τέτοιο νόημα, που ο τρόμος για αυτό εμποδίζει να αφεθείς να το εκφράσεις. Αλήθεια, τι συμβαίνει με τον πατέρα; Στις περισσότερες περιπτώσεις οι πατέρες δεν αισθάνονται ότι έχουν το δικαίωμα να τους μεταχειρίζονται σαν άξιους συνομιλητές. «Ένα άρρωστο παιδί, μου έλεγε ένας, είναι υπόθεση της γυναίκας». Και όταν, κατ΄ εξαίρεση, ο πατέρας αισθάνεται να τον αφορά, το θέμα, δεν είναι σπάνιο να αντιδρά με καταθλιπτικά ή καταδιωκτικά επεισόδια. Αρκετές φορές επεμβαίνει για να διακόψει μια θεραπεία γιατί γνωρίζει ότι όλα είναι χαμένα. Βαρέθηκε τους γιατρούς που τον εκμεταλλεύονται κλπ. Στις περιπτώσεις που ο πατέρας δέχεται με ηρεμία τη διαφορά του παιδιού του, το πληρώνει πολύ συχνά με μια μεγάλη ενοχοποίηση. Σαν άνδρας, σαν πατέρας, είναι κατά κάποιο τρόπο υπό παραίτηση. Είναι διαπιστωμένο ότι το ανάπηρο παιδί, σπάνια το υποδέχονται σε μια αληθινή τριαδική σχέση- κατάσταση. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου ο πατέρας απασχολείται με το παιδί. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για ταύτιση με τη δική του μητέρα. Γιατί σαν εγγυητής του νόμου, ο πατέρας δεν μπορεί παρά να αισθανθεί αμήχανος, αναποφάσιστος, μπροστά σε ένα παιδί που, από την αρχή, προορίζεται να ζήσει έξω από κάθε κανόνα.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ – ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Η εξέλιξη του παιδιού εξαρτάται κύρια από τον πλούτο της σχέσης μητέρας- παιδιού. Η μητέρα παίζει ένα πρωταρχικό ρόλο με τις ενέργειες και τις απαντήσεις που προκαλεί στο παιδί. Τα χαρακτηριστικά της «αρκετά καλής μητέρας», όπως τα καθορίσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, είναι πιο δύσκολο να επιτευχθούν στην περίπτωση της μητέρας ενός παιδιού με διαφορές και δυσκολίες. Γιατί αυτό το παιδί είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνει κατανοητό και οι ανάγκες του είναι περισσότερες εξ αιτίας των δυσκολιών και πιθανών διαταραχών του σε διάφορους τομείς. Η μητέρα εξ άλλου είναι επηρεασμένη από την ψυχική διάθεση που τις προκαλεί ο ναρκισσικός τραυματισμός και το σοκ. Είναι πολύ σημαντικό να σημειώσουμε ότι η συναισθηματική σχέση ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί συνίσταται σε μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στα βιώματα του παιδιού και στα βιώματα της μητέρας. Η ταλάντευση ανάμεσα στην απόρριψη και στην υπερπροστασία είναι η κλασική στάση των περισσότερων γονιών (κυρίως των μητέρων). Η διαφοροποίηση και μετά ο χωρισμός μεταξύ παιδιού και μητέρας είναι τόσο πιο δύσκολα, όσο η εξάρτηση του παιδιού για την ικανοποίηση των αναγκών του είναι πιο μεγάλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις η σχέση μητέρας- παιδιού μπορεί να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα μια σχέση βρέφους – τροφής, γιατί μπροστά στη μεγάλη εξάρτηση του παιδιού για την ικανοποίηση των αναγκών του, η μητέρα ενδέχεται να συγχύσει αυτές τις φροντίδες με το δόσιμο της αγάπης της. Το προοδευτικό γλίστρημα από τον κόσμο της ανάγκης στον της επιθυμίας γίνεται δύσκολα. Το παιδί, κάθε παιδί, είναι πρώτα αντικείμενο πριν γίνει υποκείμενο. Είναι αντικείμενο μητρικών φροντίδων και μητρικής αγάπης. Μια και οι φροντίδες πρόκειται να διαρκέσουν, η κατάσταση αντικειμένου κινδυνεύει να διαρκέσει. Ακόμα περισσότερο όταν μια μητέρα βρίσκει μια ωφέλεια ή μια αποζημίωση αρμόζουσα σε αυτή την επιβεβλημένη κατάκτηση. Η μητέρα είναι κατά κάποιο τρόπο υποχρεωμένη να αναλάβει ένα είδος μακράς κυοφορίας. Όταν ιδιαίτερα ορισμένοι τομείς, απαραίτητοι για τη δημιουργία της προσωπικότητας του παιδιού (π.χ. κίνηση, όραση, λόγος), είναι διαταραγμένοι, καταλαβαίνουμε ότι οι ελλείψεις που προκύπτουν από εδώ, καθώς και η συναισθηματική διαταραχή της μητέρας, βάζουν σε αμφισβήτηση το φταίξιμο της προσωπικότητας του παιδιού με τις διαφορές και δυσκολίες και τις συναισθηματικές του σχέσεις με την οικογένειά του.
Δ’ ΜΕΡΟΣ Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ – ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ
Η «αρκετά καλή μητέρα» που θα βοηθήσει το παιδί να αναπτυχθεί σύμφωνα με τις δυνατότητές του, όσο περιορισμένες και αν είναι αυτές στην περίπτωση ενός παιδιού με διαφορές και δυσκολίες, είναι πιο δύσκολο να υπάρξει. Στο σημείο αυτό, όλοι μας σχεδόν και ιδιαίτερα οι ειδικοί που ασχολούνται με το παιδί, υποστηρίζουν ότι για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται συνειδητοποίηση – αποδοχή εκ μέρους της μητέρας της πραγματικής εικόνας του παιδιού, έτσι όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι. Με βάση τη συνειδητοποίηση αυτή θα ξεκινήσει ένα πρόγραμμα αγωγής θεραπείας, αποκατάστασης, κοινωνικής ένταξης και προπάντων θα καθοριστεί η συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού. Γιατί αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι στην περίπτωση που η διαφορά – δυσκολία δεν εμποδίζει σημαντικά την ωρίμανση του παιδιού και τις αισθητικές του εμπειρίες, το παιδί μπορεί να αναπτυχθεί συναισθηματικά χωρίς προβλήματα, με την προϋπόθεση να στηρίζεται από την αρχή στο βίωμα της παραδοχής του. Το μικρό παιδί δεν έχει συνείδηση της διαφοράς – ιδιομορφίας του, προτού του το φανερώσουν το βλέμμα και η ιδιόμορφη συμπεριφορά των άλλων. Προτού κάνει αυτή την ανακάλυψη το παιδί, είναι θεμελιακό να είχε αγαπηθεί στην κατάσταση που το ίδιο θεωρούσε ομαλή – κανονική. Όταν συνειδητοποιεί τη διαφορά του, μεγάλη σημασία έχει να διασφαλιστεί ότι η αγάπη των γονιών του δεν είναι δεμένη και δεν εξαρτάται από μια μεταμόρφωση της κατάστασής του (π.χ. εγχείρηση) όταν αυτό χρειάζεται να γίνει. Πρόκειται δηλαδή να αγαπιέται χωρίς όρους. Μπαίνει λοιπόν ένα σημαντικό ερώτημα. Μπορεί να υπάρξει συνειδητοποίηση – αποδοχή της κατάστασης και του ίδιου του παιδιού και από ποιους παράγοντες εξαρτάται; Ποια είναι τα στοιχεία που την καθορίζουν, μια και δεν πέφτει από τον ουρανό, και με ποιο τρόπο; Συνειδητοποιώ – αποδέχομαι την κατάσταση του παιδιού, σημαίνει ότι βλέπω και δέχομαι το παιδί όπως είναι, την πραγματική του εικόνα με τη διαφορά, την ιδιαιτερότητα, τις δυσκολίες και τα προβλήματά του. Έτσι σαν γονιός είμαι σε θέση λ.χ. όταν παρατηρώ ότι το παιδί μου παρουσιάζει μια δυσκολία στήριξης του κεφαλιού του ή αργεί αρκετά να περπατήσει, να δεχτώ καταρχήν ότι πράγματι συμβαίνει αυτό και μετά να το πάω σε έναν ειδικό για να ζητήσω τη γνώμη του και να αρχίσω μια θεραπεία – αγωγή, αν αυτό κρίνεται απαραίτητο. Η συνειδητοποίηση – αποδοχή της διαφοράς από μέρους των γονιών είναι πολύ ουσιαστική για την εξέλιξη και ανάπτυξη του παιδιού. Στην πρώτη βρεφική – νηπιακή ηλικία θα καθορίσει το αν ο γονιός θα αρχίσει κάποια αγωγή για τη βελτίωση της κατάστασης του παιδιού και στη μετέπειτα ηλικία, όταν η κατάσταση με τις διαφορές και τις δυσκολίες θα παγιωθεί, θα καθορίσει τη στάση απέναντί του, τη ματιά του και τη συμπεριφορά του σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία. Ευνόητο λοιπόν είναι ότι η συνειδητοποίηση – αποδοχή της κατάστασης του παιδιού με τις δυσκολίες και τα χαρακτηριστικά του θα πρέπει να γίνει όσο πιο νωρίτερα είναι δυνατό. Κάτι που είναι πάρα πολύ δύσκολο, ή σχεδόν αδύνατο σε πολλές περιπτώσεις, μέσα στην όλη δοκιμασία της εσωτερικής – ψυχικής πραγματικότητας του γονιού μετά το σοκ και τον ναρκισσικό τραυματισμό.
ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ – ΑΠΟΔΟΧΗ
Υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες, κατά την άποψη μου, που συμβάλλουν ή όχι στη δυνατότητα συνειδητοποίησης – αποδοχής της κατάστασης του παιδιού και καθορίζουν επομένως και τη στάση της μητέρας, σε ό,τι αφορά την αγωγή του παιδιού, τον ίδιο τον εαυτό της και γενικά τις σχέσεις της με την κοινωνία γενικότερα.
Οι παράγοντες αυτοί αναφέρονται (σε ό,τι αφορά την μητέρα):
• Στον εαυτό της και την προσωπική της ιστορία, που με τη σειράς της καθορίζει τα βιώματα και τη συναισθηματική ένταση – σοκ που προκαλεί η απόκτηση ενός παιδιού με δυσκολίες και προβλήματα.
• Στο ίδιο το παιδί. Το είδος και το βάρος της δυσκολίας και του προβλήματος. Το αν το παιδί έχει σύνδρομο down, εγκεφαλική παράλυση ελαφρά ή βαριά, πνευματική καθυστέρηση, αυτισμό, δεν βλέπει ή δεν ακούει, αυτό ανάλογα βιώνεται και γίνεται αποδεκτό ή όχι. Το είδος της διαφοράς πολλές φορές καθορίζει το χρόνο αποδοχής – συνειδητοποίησης π.χ. το σύνδρομο down είναι λίγο – πολύ φανερό από την πρώτη μέρα και ο κάποιος βαθμός πνευματικής καθυστέρησης θα είναι, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, μια συνέπεια. Αντίθετα η εξέλιξη της εγκεφαλικής παράλυσης σε πολλές περιπτώσεις δεν προδιαγράφεται από την αρχή.
• Στην οικογένεια και στις οικογενειακές σχέσεις. Η στάση του πατέρα και η εκ μέρους του αποδοχή, η υποστήριξη και η ενθάρρυνση της γυναίκας του ή αντίθετα η απόρριψη του παιδιού και η ανάθεση όλων των ευθυνών και φροντίδων στη μητέρα.
• Η στάση των πλησιέστερων συγγενών ιδιαίτερα των γονιών – πεθερικών και η εκ μέρους τους συμπαράσταση ή αντίθετα η ενοχοποίηση ενός από τους δύο γονείς του παιδιού σαν υπαιτίου της διαφοράς.
• Η ύπαρξη αδελφού ή αδελφών σε αρκετές περιπτώσεις λειτουργεί σαν μοντέλο και σημείο σύγκρισης και υποβοηθά στην κατανόηση του βαθμού και της ποιότητας της διαφοράς και των προβλημάτων του παιδιού. Η παρουσία ενός παιδιού χωρίς δυσκολίες σε πολλές περιπτώσεις βοηθά στο ξεπέρασμα του σοκ.
• Στην κοινωνική θέση και την ιδεολογία. Παράγοντες που χρειάζονται ιδιαίτερη μελέτη.
– Στην οικονομική κατάσταση.
– Στην νοοτροπία, στάση και αντίδραση της κοινωνίας για την οποία αναφερθήκαμε ειδικότερα στο β΄ μέρος του άρθρου.
Είναι σημαντικό ότι η κοινωνική ματιά πάνω στη μητέρα ενός τέτοιου παιδιού καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τη δική μας ματιά.
• Στην κοινωνική πολιτική και πρόνοια της πολιτείας.
Η σημερινή έλλειψη σωστής κοινωνικής πολιτικής, η έλλειψη υποστήριξης εκ μέρους της πολιτείας για φροντίδα, αγωγή, θεραπεία, επαγγελματική αποκατάσταση και κοινωνική ένταξη των παιδιών με δυσκολίες και ιδιαίτερα προβλήματα φέρνει τις περισσότερες φορές σε απόγνωση τους γονείς και επηρεάζει με τη σειρά της την αποδοχή ή μη του παιδιού.
• Στους ειδικούς που θα ασχοληθούν με το παιδί και με τους γονείς και στην κατάσταση της επιστήμης στους σχετικούς τομείς. Η σωστή ή όχι διάγνωση, η ανθρώπινη ή η εμπορευματική αντιμετώπιση, η δυνατότητα του γονιού και ιδιαίτερα της μητέρας να μιλήσει, η υποστήριξη ή αδιαφορία, ή απενοχοποίηση ή ενοχοποίηση εκ μέρους του ειδικού, στον οποίο εναποθέτουν τις ελπίδες τους για βελτίωση και αποκατάσταση, παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην αποδοχή και συνειδητοποίηση της πραγματικής κατάστασης του παιδιού.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η συνειδητοποίηση – αποδοχή είναι κάτι πολύ σχετικό. Δεν έρχεται από μόνη της στο γονιό και ιδιαίτερα στη μητέρα, που έχει ένα παιδί με δυσκολίες και προβλήματα στην ανάπτυξή του, αλλά καθορίζεται από τους παράγοντες, που αναφέραμε από την αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδρασή τους. Είναι λοιπόν, κατά την άποψή μου, μια διαλεκτική – δυναμική σχέση ανάμεσα στους διάφορους αυτούς παράγοντες που θα καθορίσει, σε τελευταία ανάλυση, και θα οδηγήσει ή όχι το γονιό σε συνειδητοποίηση- αποδοχή. Ο καθοριστικός ρόλος και το βάρος κάθε παράγοντα στη συνειδητοποίηση – αποδοχή, εξαρτάται τόσο από τις αντικειμενικές συνθήκες (π.χ. οικονομικός, είδος αναπηρίας) όσο και από τη σημασία που δίνεται σε αυτόν από το ίδιο το άτομο, την κοινωνία και τη διαλεκτική του σχέση με άλλον ή άλλους παράγοντες. Κατά την άποψή μου, σε τελευταία ανάλυση, από τους πιο βαρύνοντες καθοριστικούς παράγοντες είναι η στάση και αντίδραση της κοινωνίας και η έλλειψη κοινωνικής πολιτικής. Σχηματικά και μόνο με αναφορά σε ακραία παραδείγματα, μπορούμε να κατανοήσουμε την άποψη- υπόθεση που περιγράψαμε. Αν λ.χ. ένας γονιός απέκτησε ένα παιδί με ελαφριά δυσκολία π.χ. μαιευτική παράλυση στο αριστερό χέρι, η οικογένεια και το άμεσο συγγενικό περιβάλλον έχουν θετική στάση, τα οικονομικά είναι σε καλή κατάσταση και υπάρχει σωστή κοινωνική πολιτική και πρόνοια, η συνειδητοποίηση της κατάστασης και η αποδοχή του παιδιού από τους γονείς του θα είναι σχετικά εύκολη μετά από μια μικρή περίοδο προσαρμογής. Αντίθετα στην περίπτωση όπου ο γονιός έχει αποκτήσει ένα παιδί με σπαστική βαριά τετραπληγία, ο ίδιος είχε αρκετές συναισθηματικές στερήσεις στην ιστορία της ζωής του, το οικογενειακό περιβάλλον είναι απορριπτικό και βρίσκεται σε άθλια οικονομική κατάσταση, στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα όπου δεν υπάρχει σωστή κοινωνική πολιτική, τότε πραγματικά η συνειδητοποίηση και η αποδοχή δύσκολα μπορεί να γίνει ή είναι σχεδόν αδύνατη. Βέβαια κάπου στο μέσο βρίσκονται πολλές περιπτώσεις, για τις οποίες μπορούμε να μιλήσουμε συγκεκριμένα μόνο όταν τις δούμε κάθε μια ξεχωριστά.