
Τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἑορτολόγιο», ἐκδ. Ἀκρίτας
Δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.» Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριότερους ὕμνους τῶν Χριστουγέννων καταλήγει σ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ταυτίζοντας τὸ βρέφος ποὺ γεννήθηκε στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ μὲ τὸν «πρὸ αἰώνων Θεό». Ὁ ὕμνος αὐτὸς συνετέθη τὸν ἕκτο αἰώνα ἀπὸ τὸν περίφημο Βυζα- ντινὸ ὑμνογράφο Ρωμανὸ τὸ Μελωδό: Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει, ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. (Κοντάκιον Χριστουγέννων) Τὸ παιδὶ ὡς Θεός, ὁ Θεὸς ὡς παιδί… Γιατί δη- μιουργεῖται αὐτὴ ἡ ζωηρὴ συγκίνηση τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων ὅταν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ μὲ χλιαρὴ πίστη ἢ ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι, παρατηροῦν αὐτὸ τὸ μοναδικό, ἀσύ- γκριτο θέαμα τῆς νεαρῆς μητέρας νὰ κρατᾶ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της, καὶ γύρω τους οἱ «Μάγοι οἱ ἀπὸ Ἀνα- τολῶν», οἱ ποιμένες, δροσε- ροὶ ἀπὸ τὴ νυχτερινή τους σκοπιὰ στοὺς ἀγρούς, τὰ ζῶα, ὁ ἀνοιχτὸς οὐρανός, ὁ ἀστέρας; Γιατί εἴμαστε τόσο βέβαι- οι, ἀλλὰ καὶ συνεχῶς ἀνα- καλύπτουμε, πὼς σ’ αὐτὸν τὸ θλιβερὸ πλανήτη μας δὲν ὑπάρχει τίποτε ὀμορφότερο καὶ πιὸ χαρμόσυνο ἀπ’ αὐτὸ τὸ θέαμα, ποὺ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἀποδείχτηκε ἀνίκανο νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὴ μνή- μη μας; Ἐπιστρέφουμε σ’ αὐτὸ τὸ θέαμα ὁποτεδήποτε δὲν ἔχουμε ἄλλο καταφύγιο, ὁποτεδήποτε ἔχουμε βάσανα στὴ ζωή, καὶ ἀναζητοῦμε αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσει. Ὅμως στὴν εὐαγγελικὴ διήγηση γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰη- σοῦ Χριστοῦ, ἡ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ δὲ λένε οὔτε μία λέξη, ὡσὰν οἱ λέξεις νὰ εἶναι περιττές, ἐπειδὴ καμιὰ λέξη δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει, νὰ ὁρίσει ἢ νὰ ἐκφράσει τὸ νόημα ὅσων ἔλαβαν μέρος καὶ ἐκπληρώθηκαν ἐκείνη τὴ νύχτα. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ χρησιμοποιοῦμε λέξεις ἐδῶ, ὄχι γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε ἢ νὰ ἑρμηνεύσουμε, ἀλλὰ ἐπειδή, ὅπως ἡ Γραφὴ λέει, «ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ» (Ματθ. 12, 34). Εἶναι ἀδύνατο κάποιος, ποὺ ξεχειλίζει ἡ καρδιά του, νὰ μὴ μοιραστεῖ μὲ ἄλλους τὰ βι- ώματά του. Οἱ λέξεις «παιδίον» καὶ «Θεὸς» εἶναι οἱ πλέον ἀποκα- λυπτικὲς γιὰ τὸ μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Κατὰ κάποιο τρόπο, εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ ἀπευθύνεται στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ζεῖ μυστικὰ μέσα σὲ κάθε ἐνήλικα, στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ἀκούει ὅ,τι ὁ ἐνήλικας ἔχει πάψει νὰ ἀκού- ει, καὶ ποὺ ἀνταποκρίνεται μὲ μία χαρά, ποὺ ὁ ἐνήλικας, μέσα στὸν γήινο, ὑπερώριμο, κουρασμένο καὶ κυνικὸ κό- σμο ποὺ ζεῖ, ἀδυνατεῖ νὰ νιώσει. Μάλιστα, τὰ Χριστούγεννα εἶναι μία γιορτὴ γιὰ τὰ παιδιά, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ χρι- στουγεννιάτικου δένδρου ποὺ διακοσμοῦμε καὶ φωτίζου- με, ἀλλὰ μ’ ἕναν πολὺ βαθύτερο τρόπο, καὶ μόνο τὰ παιδιὰ δὲν ξαφνιάζονται γιὰ τὸ ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς κατέρχεται στὴ γῆ, ἔρχεται ὡς παιδί. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὡς παιδιοῦ συνεχίζει νὰ λάμπει μέσα ἀπὸ τὶς εἰκό- νες καὶ τὰ ἀναρίθμητα ἔργα τέχνης, φανερώνοντας πὼς ὅ,τι εἶναι οὐσιαστικότερο καὶ πλέον χαρμόσυνο στὸ Χριστιανισμὸ βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ, σ’ αὐτὴν τὴν αἰώνια παιδικότητα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐνήλικες, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ «συμπαθοῦν περισσότερο τὰ θρησκευ- τικὰ θέματα», περιμένουν καὶ προσδοκοῦν ἀπὸ τὴ θρησκεία νὰ δώσει ἐξηγή- σεις καὶ ἀναλύσεις, τὴ θέ- λουν ἔξυπνη καὶ σοβαρή. Οἱ ἀντίπαλοί της εἶναι ἐξί- σου σοβαροί, καί, τελικά, τόσο βαρετοί, καθὼς ἀντιμετωπίζουν τὴ θρησκεία μ’ ἕνα χαλάζι ἀπὸ «ὀρθολογικὲς» σφαῖρες. Στὴν κοινωνία μας δὲν ὑπάρχει καμιὰ φράση ποὺ νὰ μεταφέρει καλύτερα τὴν περιφρόνησή μας ἀπὸ τὸ νὰ χαρακτηρίσουμε κάτι λέγο- ντας πὼς «εἶναι παιδιάστικο». Μ’ ἄλλα λόγια, δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἐνήλικες, τοὺς ἔξυπνους καὶ σοβαρούς. Ἔτσι τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν καὶ γίνονται ἐξίσου σοβαρὰ καὶ βαρετά. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε, «γέννησθε ὡς τὰ παιδία» (Ματθ. 18, 3). Τί σημαίνει αὐτό; Τί λείπει ἀπὸ τοὺς ἐνήλικες, ἢ καλύτερα, τί ἔχει στραγγαλισθεῖ, καταπνιγεῖ, ἐκμηδενισθεῖ ἀπὸ ἕνα παχὺ στρῶμα ἐνηλικιότητας; Δὲν εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτὴ ἡ ἱκανότητα, ἡ τόσο χαρακτηριστικὴ τῶν παιδιῶν, νὰ θαυ- μάζουν, νὰ ἀγαλλιοῦν καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο νὰ εἶναι γνήσια στὴ χαρὰ καὶ στὴ λύπη; Ἡ ἐνηλικίωση στραγγαλίζει ἐπίσης τὴν ἱκανότητα νὰ ἐμπιστεύεσαι, νὰ αὐτοεγκαταλείπεσαι, νὰ ἀφήνεσαι τελείως στὴν ἀγάπη καὶ νὰ πιστεύεις μὲ ὅλη σου τὴν ὕπαρξη. Τελικὰ τὰ παιδιὰ παίρνουν στὰ σοβαρὰ ὅ,τι οἱ ἐνήλικες δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἀποδεχθοῦν: τὰ ὄνει- ρα, αὐτὰ ποὺ διασποῦν τὴν καθημερινή μας ἐμπειρία καὶ τὴν κυνική μας καχυποψία, αὐτὸ τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ κόσμου καὶ καθετὶ ποὺ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἁγίους, στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς ποιητές. Ἔτσι μόνο ὅταν εἰσχωρήσουμε στὸ παιδὶ ποὺ ζεῖ κρυμ- μένο μέσα μας, μποροῦμε νὰ κάνουμε δικό μας τὸ χαρμό- συνο μυστήριο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται πρὸς ἐμᾶς «ὡς παι- δίον». Τὸ παιδὶ δὲ διαθέτει οὔτε κύρος οὔτε ἐξουσία, ὅμως ἡ ἀπουσία ἀκριβῶς τοῦ κύρους τὸ ἀναδεικνύει σὲ βασιλιά, πηγὴ τῆς βαθιᾶς του δύναμης εἶναι ἡ ἀνικανότητα νὰ ὑπε- ρασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ ἡ τρωτότητά του. Τὸ παιδὶ σ’ αὐτὴ τὴ μακρινὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεὲμ δὲν ἔχει ἐπιθυμία ὥστε νὰ τὸ φοβόμαστε, εἰσέρχεται στὶς καρδιές μας χωρὶς νὰ μᾶς ἐκφοβίζει, χωρὶς νὰ ἐπιδεικνύει τὸ κύρος καὶ τὴ δύ- ναμή του, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη. Μᾶς δίνεται ὡς παιδί, καὶ μόνο ὡς παιδιὰ μποροῦμε μὲ τὴ σειρά μας νὰ τὸ ἀγαπή- σουμε καὶ νὰ δοθοῦμε σ’ αὐτό. Ὁ κόσμος κυβερνᾶται ἀπὸ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία, μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπ’ ὅλα αὐτά. Τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, ποὺ προσφέρεται μὲ ἐλευθερία καὶ χαρά, τὸ μόνο ποὺ ἐπι- θυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι νὰ τοῦ δώσουμε τὴν καρ- διά μας. Καὶ τὴ δίνουμε σ’ ἕνα ἀνυπεράσπιστο παιδί, ποὺ ἐμπνέει ὅμως τεράστια ἐμπιστοσύνη. Μὲ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκα- λύπτει ἕνα μυστήριο χαρᾶς: τὸ μυστήριο μιᾶς ἐλεύθερα προσφερό- μενης ἀγάπης ποὺ δὲν ἐπιβάλλεται σὲ κανένα. Μιᾶς ἀγάπης ἱκανῆς νὰ δεῖ, νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸ Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ θείου Παιδιοῦ, καὶ νὰ γίνει ἔτσι δῶρο μιᾶς νέας ζωῆς.
n
Κάτω από : θεολογωντας, μνημη χριστουγέννων
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.