
Εν μέσω εξετάσεων, λίγο πριν την εκπνοή της τρέχουσας Σχολικής Χρονιάς και στον απόηχο της λήξης των φετινών μας Δημιουργικών Συναντήσεων, πληροφορηθήκαμε με ιδιαίτερη χαρά τα αποτελέσματα του 8ου Διεθνούς Μαθητικού Διαγωνισμού με θέμα “Ελληνισμός της Ανατολής: Πόντος, Μικρασία, Θράκη”.
O συγκεκριμένος διαγωνισμός υλοποιείται από τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Σερρών, το Υπουργείο Εσωτερικών (Μακεδονίας-Θράκης) και το Τμήμα Εκπαιδευτικής Ραδιοτηλεόρασης και Ψηφιακών Μέσων του Υ.ΠΑΙ.Θ.Α. με την υποστήριξη της Έδρας Ποντιακών Σπουδών του Α.Π.Θ. και του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών. Απευθύνεται σε μαθητές/τριες όλων των τάξεων νηπιαγωγείων, δημοτικών σχολείων, Γυμνασίων και Λυκείων της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ομογένειας, δημόσιων και ιδιωτικών και υλοποιείται με την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού της Ελλάδας και του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας της Κύπρου.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της οργανωτικής επιτροπής στο Διαγωνισμό συμμετείχαν:
- 191 σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, γενικής και ειδικής αγωγής
- από Ελλάδα (155), Κύπρο (30) και Ομογένεια (5, Ηνωμένο Βασίλειο, Πολωνία, Κονγκό, Γερμανία)
- 8.500 περίπου μαθητές
- 365 εκπαιδευτικοί
- 600 μαθητικές δημιουργίες
Όπως προκύπτει από το σχετική ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ανάμεσα στους διακριθέντες μαθητές είναι και δύο μαθητές του Ομίλου μας. Πιο συγκεκριμένα:
α) Το ποίημα με τίτλο “Αλησμόνητη Πατρίδα” του Δημήτρη Δαδή, μαθητή της Β΄ τάξης του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου, έλαβε το 3ο Βραβείο στην κατηγορία Ποίηση-Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης β) Το διήγημα με τίτλο “Πύρινα Κύματα” της Δέσποινας Αεράκη, μαθήτριας της Α΄ τάξης του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου, έλαβε το 2ο Βραβείο στην κατηγορία Διήγημα-Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Θερμά συγχαρητήρια σε όλα τα παιδιά που συμμετείχαν στον Διαγωνισμό. Εκφράζουμε τις θερμές ευχαριστίες μας προς τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Σερρών και συγκεκριμένα προς τον Σύμβουλο Εκπαίδευσης Δασκάλων Διεύθυνσης Π.Ε. Ν. Σερρών, Γιάννη Πούλιο, που με άψογο τρόπο διοργάνωσε για ακόμα μια χρονιά τον συγκεκριμένο διαγωνισμό.
Οι Υπεύθυνοι Εκπαιδευτικοί της Δράσης
Μ. Φιολιτάκη (Υπεύθυνη του Ομίλου Δημιουργικής Έκφρασης και Γραφής)
Ν. Ψαρομήλιγκος (Φιλόλογος Πρότυπου ΓΕΛ Ηρακλείου)
Ακολουθούν τα κείμενα των παιδιών που διακρίθηκαν:
Δημήτρης Δαδής “Αλησμόνητη πατρίδα”
Νεκρή μου πατρίδα,
σε βλέπω και κλαίω.
Τα πρόσωπα δείχνουν
πικρή απονιά.
Το χώμα μυρίζει
πείνα και πόνο
ο άνθρωπος όμως
ποτέ δεν ξεχνά.
Τα χνάρια του πίσω
πάντα θ’ αφήνει
Σημάδια χαράζονται
μες την καρδιά.
Σαν έτοιμος να ‘ναι
και πίσω θα πάει
στους τόπους εκείνους
που ο χρόνος ξεχνά.
Εκεί που γεννήθηκε
κει που αντρώθη
στο μέρος που άλλοτε
αντηχούσε η χαρά
εκεί που μεγάλωσε
εκεί να πεθάνει
στο τόπο που τώρα
κραυγή σεργιανά.
________________________________________________
Δέσποινα Αεράκη “Πύρινα κύματα”
Σαν ψέμα της φαινόταν, σαν ψέμα δίχως τέλος. Η θλίψη, ατέλειωτη κι ένιωθε σαν να την πνίγει βαθιά. Το αδύναμο κορμί της έτρεμε στον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα, ρίγος την διαπερνούσε με κάθε ριπή του ανέμου. Τα μαλλιά της βρώμικα, ανακατεμένα, πλεγμένα ακόμα πλεξούδες από τα χέρια της μητέρας. Το φόρεμά της, που με τόση περφάνια είχε στολίσει με κεντήματα ρόδων και μενεξέδων, ήταν ένα κουρέλι, μια ανάμνηση του τι είχε χάσει, του τι έμεινε πίσω. Πίσω στο ματωμένο χώμα, στον καπνό του πύρινου χειμάρρου που κατάπιε μέσα σε μια στιγμή τη ζωή της όλη.
Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή, τα βλέφαρά της σφάλισαν. Κι αυτή η στιγμή ήταν αρκετή για να γυρίσει σε εκείνο το πρωί, σ’ εκείνο το ξημέρωμα, σ’ εκείνες τις κραυγές πόνου. Πίσω εκεί. Πίσω στις ολάνθιστες κυδωνιές, με τη μεθυστική τους μυρωδιά και το άρωμα κανέλας του σπιτιού. Στα πρωινά που ξυπνούσε με τις φωνές των αδερφών της, τις οδηγίες της μάνας, το γάργαρο γέλιο του πατέρα καθώς έπινε γουλιά γουλιά τον βαρύ γλυκό του πριν φύγει για τη δουλειά. Η αγάπη της μικρότερης, της Νίνας, για το ράψιμο και την απαλή μελωδική φωνή της. Τα γλυκά χάδια της γιαγιάς της και τις ιστορίες της απ’ τα δικά της νιάτα. Σπίτι…
Τινάχτηκε όρθια ακούγοντας το κλάμα του μωρού που ήταν ακουμπισμένο στο στήθος της. Αναστέναξε, δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Το μικρό αγόρι, φωλιασμένο στο στέρνο της, άφηνε σπαρακτικούς λυγμούς και κραυγές που έσκιζαν τον αέρα. Η καρδιά της πονούσε για τον αδερφό της, το μικρό της, τον “πασά” και το καμάρι της μάνας.
«Σώπα γιαβρί μου… Σώπα τζιέρι μου… μην κλαις…»
Τα μάτια της έτσουζαν από τα δάκρυα που απειλούσαν να πέσουν και σαν λάβα να κατακάψουν το πρόσωπο μα και την ψυχή της, που έμοιαζε με βάρκα έτοιμη να πέσει από το χείλος ενός καταρράκτη, έτοιμη να σπάσει, να παρασυρθεί από τα πύρινα κύματα και να χαθεί. Ο πόνος την έπνιγε, έσφιγγε το λαιμό της και δεν την άφηνε να ανασάνει. Μα έπρεπε να αντέξει… Έπρεπε να παλέψει μ’ όλους τους δαίμονες κι όλα τα εμπόδια. Να κοιτάξει μπροστά και να ανασύρει κάτω από την στάχτη της ζωής της την ελπίδα, όση της έμεινε μετά την φωτιά. Ο Αλέξανδρος τη χρειαζόταν. Μα ‘κείνη χρειαζόταν να μην χάσει το μυαλό της, να κρατηθεί όρθια. Μα πόσο ν’ αντέξει η ψυχή του ανθρώπου όταν ήδη νιώθει σπασμένη…
Χωρίς να το καταλάβει, τα μάτια της σφάλισαν κι ο ύπνος την πήρε στην αγκαλιά του, της χάιδεψε τα μαλλιά σαν να την παρηγορούσε, σαν να της έδινε κουράγιο στέλνοντάς την στην παρέα των ονείρων.
Σ’ έναν ελαιώνα στεκόταν τώρα, μες στον γιομάτο ήλιο του μεσημεριού. Μόνη της, με τα μαλλιά της να μπλέκονται και να ανεμίζουν στο φύσημα του αγέρα. Εισέπνεε λαίμαργα την μυρωδιά της ελιάς, των φύλλων, της καταπράσινης χλόης. Ήθελε να απλώσει τα χέρια και να παρασυρθεί σε έναν ξέφρενο χορό, ακολουθώντας τον ρυθμό του καλοκαιριού, να γιορτάσει την εποχή του θέρους και τη γέννηση του αδερφού της. Και τότε την είδε. Στεκόταν εκεί, με το καφέ της φόρεμα γεμάτο σκόνη και την άσπρη ποδιά της δεμένη γύρω από τη μέση της, όπως συνήθιζε να ντύνεται κάθε ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Τα μαλλιά της, μια καστανή περίτεχνη πλεξούδα τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι της σαν ένα στεφάνι. Την έβλεπε να κοιτάει τους ελαιώνες, σαν να ήταν μόνη της κι ολάκαιρος ο κάμπος της ανήκε. Άκουγε το σφύριγμα του ανέμου, μα κάτι την έκανε να ανατριχιάζει. Η σκιά της φαινόταν μεγαλύτερη από ότι συνήθως, η αύρα της γκρίζα.
«Μάνα;» φώναξε, με φωνή γεμάτη απορία κι ανησυχία «Μάνα είσαι καλά;»
Μα απόκριση δεν πήρε. Είδε τη σκιά να γυρνάει και να την κοιτάει με ένα βλέμμα ψυχρό, σκοτεινό, όμοιο με συννεφιασμένο ουρανό του Νοέμβρη. Το μόνο που άκουσε ήταν το θρόισμα των φύλλων πριν η λατρεμένη μορφή γίνει σκόνη και σκορπιστεί στον ουρανό.
«Όχι!» το ουρλιαχτό γρατζούνισε το λαιμό και έκανε το σώμα της να τρέμει.
«Όχι… όχι.. Μάνα, μη με αφήνεις, γιατί… γιατί να φύγεις… Μάνα σε χρειάζομαι… ΜΑΝΑ!»
Άλλος ένας εφιάλτης… σκέφτηκε, καθώς προσπαθούσε να ηρεμήσει την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή. Είχε περάσει τρεις μέρες κάτω από τη σκιά της συκιάς. Με την καλοκαιρινή δροσιά της νύχτας ένιωθε να αρρωσταίνει, να χάνει κάθε ίχνος δύναμης. Τα μεστωμένα σύκα δεν αρκούσαν για να της δώσουν δύναμη και να την κρατήσουν στη ζωή. Έσφιξε τα δόντια και σηκώθηκε. «Για τον Αλέξανδρο, για τον Αλέξανδρο.» Μόνο ο μικρός της αδερφός την ένοιαζε. Έπρεπε να τον κρατήσει ασφαλή, ανέγγιχτο από την τραγωδία, τον πόνο, την ταλαιπωρία. Ευχόταν να μην είχε συμβεί τίποτα, ευχόταν να μπορούσε να έχει την οικογένεια της ξανά, κι όχι απλά μια ασπρόμαυρη, άψυχη κι απρόσωπη φωτογραφία στο μενταγιόν της. Κούνησε το κεφάλι της απαλά, προσπαθώντας να διώξει το συναίσθημα της νοσταλγίας που την κατέκλυζε, μα ένιωθε κάτι μέσα της να τρυπά τα βάθη της ύπαρξής της σαν φαρμακερή βελόνα, μια βάρβαρη υπενθύμιση της πραγματικότητας. Έκανε ένα βήμα μπροστά, ξεκίνησε να απομακρύνεται. Τα πόδια της πονούσαν, με το ζόρι στεκόταν όρθια μα θα πάλευε. Δεν θα εγκατέλειπε τη μάχη, ήταν έτοιμη, να πάει κόντρα σε όλους και σε όλα. «Πρέπει να φτάσεις κάπου… Πρέπει τουλάχιστον να σώσεις τον μικρό, πάση θυσία… Να έχει εκείνος ένα καλύτερο μέλλον.» Αγκάθια έγδερναν τα γυμνά και παγωμένα πέλματά της και κάθε εκατοστό του μονοπατιού ήταν κι ένα δάκρυ, χωρίς ήχο, μια ψιχάλα που έγινε μπόρα καθώς προχωρούσε. «Παναγιά μου, δώσε μου κουράγιο, βοήθησε με, σε ικετεύω…»
Με οδηγό το φως των λιγοστών άστρων, συνέχισε να περπατά γοργά μέσα στα καμένα δέντρα, τα ξεραμένα άνθη και το λασπώδες χώμα με τις κοφτερές μικρές πέτρες. Στο κατακόκκινό πρόσωπό της διακρίνονταν τα αυλάκια που είχαν σκάψει πάνω του τα στεγνά πλέον δάκρυά της. Με μάτια πρησμένα, χείλη γδαρμένα και σκασμένα και τα μαλλιά της κολλημένα στο μέτωπο της, κατέρρευσε στο νοτισμένο έδαφος. Οι ίριδές της ξεκίνησαν πάλι να βουρκώνουν, τα βλέφαρά της ήταν βαριά. Με το λίγο κουράγιο που της είχε μείνει, έσπρωξε τον εαυτό της να σηκωθεί, να προχωρήσει. Κι εκεί, ενώ βάδιζε αργά προς άγνωστη πια κατεύθυνση, ένιωσε ψιχάλες να πέφτουν και να την βρέχουν. Σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό. Και παρά το ότι οι μικρές σποραδικές σταγόνες μετατράπηκαν σε δυνατή καταιγίδα, εκείνη συνέχισε, χωρίς πλέον να διακρίνει τα δικά της δάκρυα από την βροχή.
«Τελικά, ο ουρανός θρηνεί μαζί μου, πονάει και κλαίει… Θα σβήσει άραγε τις φωτιές; Σήμερα; Αύριο; Κάποτε…»
Πρόσφατα σχόλια