Όμιλος Δημιουργικής Γραφής

Πρότυπο ΓΕΛ Ηρακλείου Κρήτης

2 Βραβεία, 1 Εύφημος Μνεία, 6 Έπαινοι Συμμετοχής σε μαθητές του Ομίλου Δ.Γ. στον Παγκρήτιο Μαθητικό Διαγωνισμό Διηγήματος

Μάι 202314
20230512 201439

Διαφορετική και ιδιαίτερα συγκινητική ήταν για τους μαθητές του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής αυτή τη τελετή Απονομής καθώς πραγματοποιήθηκε στην πόλη μας.

Πιο συγκριμένα, την Παρασκευή 12/5/2023 στην Αίθουσα της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης, εκπροσώπων της πολιτικής εξουσίας, του Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης Κρήτης, εκπροσώπων προσφυγικών Σωματείων της Πόλης μας και πλήθους κόσμου πραγματοποιήθηκε η Τελετή Βράβευσης για τον Παγκρήτιο Μαθητικό Διαγωνισμό Διηγήματος με θέμα την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο διαγωνισμός αυτός συνδιοργανώθηκε από τον Σύλλογο Αλατσατιανών  και την Ένωση Φιλολόγων Νομού Ηρακλείου και είχε τη στήριξη του Δήμου Ηρακλείου, της Περιφέρειας Κρήτης και του Ομίλου “Καράτζης Α.Ε.”.

Όπως αναφέρθηκε από την οργανική επιτροπή, το διαγωνισμό αγκάλιασαν με ιδιαίτερη θέρμη μαθητές από Γυμνάσια και Λύκεια σχεδόν από όλους τους Νομούς της Κρήτης, οι οποίοι “πλησίασαν” μια από τις πιο σημαντικές ιστορικές στιγμές του Νεότερου Ελληνισμού, εμπνεύστηκαν από αυτή και προσπάθησαν να αποδώσουν στα κείμενά τους την βαρβαρότητα του πολέμου, τον πόνο της προσφυγιάς και την ελπίδα για μια νέα ζωή.

Στο συγκεκριμένο διαγωνισμό έλαβαν Βραβεία οι μαθητές του Ομίλου:

  1. Μπριλάκη Ροδάνθη (μαθήτρια Γ΄ Τάξης του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου): 2ο Βραβείο στην Κατηγορία Λυκείου για το διήγημά της “Επιστολή 35η”
  2. Ψαρομήλιγκος Κωνσταντίνος (μαθητής Β΄ Τάξης του 2ου Γυμνασίου Ηρακλείου): 2ο Βραβείο στην Κατηγορία Γυμνασίου για το διήγημά του “Επίγεια Κόλαση”

Εύφημο Μνεία, για την κατάκτηση της 3ης θέσης στην κατηγορία Λυκείου, έλαβε η μαθήτρια Χάρις Ορφανού (Β΄ Τάξη Μουσικού Σχολείου Ηρακλείου) για το διήγημά της “Bay garip”.

Έπαινο για τη συμμετοχή τους έλαβαν οι μαθητές:

  1. Κουτσάκης Αντώνης (Α΄ Λυκείου, Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου)
  2. Δαδής Δημήτρης (Α΄ Λυκείου, Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου)
  3. Καγιαμπάκης Γιώργος (Α΄ Λυκείου, Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου)
  4. Τοχταμή Κωνσταντίνα (Γ΄ Λυκείου, Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου)
  5. Κτιστάκη Ραφαέλα-Ερασμία (Γ΄ Λυκείου, Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου)
  6. Χότζα Αγκνέσα (Γ΄ Γυμνασίου, 11ο Γυμνάσιο Ηρακλείου
  7. Αεράκη Δέσποινα (Γ΄ Γυμνασίου, Πρότυπου Γυμνάσιο Ηρακλείου)

Θερμά Συγχαρητήρια στους φορείς που συνεργάστηκαν για την άψογη διοργάνωση του διαγωνισμού, για την τόσο όμορφη Τελετή Απονομής και για τα πλούσια δώρα που δόθηκαν στα παιδιά. Το πιο σημαντικό όμως “δώρο” ήταν αυτό του κινήτρου για ενεργοποίηση της δημιουργικής φαντασίας των μαθητών μας με σκοπό την πρόσληψη μιας ιδιαίτερα φορτισμένης ιστορικής σελίδας του τόπου μας και την διατήρησή της στη μνήμη μας.

Ένα μεγάλο μπράβο αξίζει στα παιδιά μας αλλά και σε όλα τα παιδιά που συμμετείχαν.

Οι συνεργαζόμενες καθηγήτριες

Μαρία Φιολιτάκη (Πρότυπο ΓΕΛ Ηρακλείου)

Μαρία Αθανασάκη-Χρυσή Χουρσάν (11ο Γυμνάσιο Ηρακλείου)

 

Ακολουθεί φωτογραφικό υλικό καθώς και τα κείμενα των παιδιών που βραβεύτηκαν.

20230512 200642IMG 20230512 195917 20230512 20095220230512 20081320230512 20012820230512 200836

Κώστας Ψαρομήλιγκος: Επίγεια κόλαση

– Μη! Όχι! Όχι την κόρη μου. Ακούστηκε μια κραυγή και χάλασε την σιγή της αυγουστιάτικης, ξάστερης νύχτας.

 

Η ώρα ήταν 2:30 την νύχτα. Η μικρή Αντιγόνη, ανήσυχη από το ουρλιαχτό, πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι της και νυχοπατώντας, για να μην ξυπνήσει τον πατέρα της, έφτασε στην κάμαρα των γονιών της.

– Μαμά, ψιθύρισε, φοβάμαι. Άκουσες αυτήν την κραυγή;

– Ναι, αγάπη μου. Αλλά δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Η κυρία Αξιότη, από δίπλα μάλλον βλέπει πάλι εφιάλτη.

– Είπε και κάτι για την κόρη της…

– Μα δεν έχει κόρη, αγάπη μου. Πήγαινε στο κρεβατάκι σου τώρα. Είναι ακόμα πολύ αργά

– Μαμά, είναι σίγουρα καλά η κυρία Αξιότη;

– Αύριο το πρωί θα πάμε να την επισκεφτούμε και θα το δεις και μόνη σου. Μια χαρά θα είναι.

Το επόμενο πρωινό η Αντιγόνη ξύπνησε νωρίς νωρίς για να προλάβει τον μπαμπά της που θα πήγαινε στην δουλειά. Της αρέσει, τώρα που είναι καλοκαίρι και προλαβαίνει να τον καλημερίσει πριν φύγει για το δικηγορικό γραφείο του. Αργότερα, σηκώθηκε και η μαμά της. Η Αντιγόνη δεν είχε ξεχάσει την υπόσχεση που της έδωσε: σήμερα θα πήγαιναν να επισκεφτούν την κυρία Αξιότη.

Η κυρία Αξιότη ήταν μια γλυκύτατη γριούλα και κάθε πρωί την ώρα που έφευγε η Αντιγόνη για το σχολείο της, την χαιρετούσε με ένα ζεστό χαμόγελο και της έλεγε «Να περάσεις όμορφα γιαβρί μου».

Η Αντιγόνη δεν ήξερε τι είναι αυτό «γιαβράμ» αλλά της άρεσε. Της άρεσε τόσο που τον σκύλο της τον έβγαλε «Αβράμ» από το «γιαβράμ».

– Θα πάμε να την επισκεφτούμε, αφού ετοιμάσω κάτι για να της κρατάμε, είχε πει η μητέρα και η Αντιγόνη περίμενε υπομονετικά.

Όταν το πεσκέσι για την κυρία Αξιότη ήταν έτοιμο, μάνα και κόρη έκλεισαν την πόρτα του κήπου, περπάτησαν δύο βήματα και στάθηκαν στο διπλανό σπίτι. «Στρατή Δούκα 13» έγραφε με μεγάλα γράμματα έξω από την πόρτα. Η Αντιγόνη έμενε στο 11. Χτύπησαν το κουδούνι και η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέσως, χωρίς ν’ ακουστεί καν η φωνή της κυρίας Αξιότη από το θυροτηλέφωνο. Ανέβηκαν με τα πόδια ως τον πρώτο όροφο και την βρήκαν να τους περιμένει στην πόρτα.

– Καλησπέρα κυρία Δήμητρα, έκανε κάπως αμήχανα η μαμά.

– Καλώς τις. Απάντησε εύθυμα η κυρία Αξιότη που κάθε άλλο παρά φάνηκε να παραξενεύτηκε από την αναπάντεχη επίσκεψη. Θα έλεγε κανείς ότι μάλλον τις περίμενε. Τι κάνεις τζιέρι μου; Ρώτησε την Αντιγόνη.

– Καλά είμαι. Εσείς όμως είστε καλά; Ρώτησε ανήσυχη και χωρίς να διστάζει η Αντιγόνη.

– Κυρία Δήμητρα, διέκοψε την Αντιγόνη η μητέρα της, εγώ και η Αντιγόνη ήρθαμε για να σας φέρουμε αυτό το γλυκό και για να δούμε αν χρειάζεστε κάτι. Είπε με βιασύνη, προκειμένου να προλάβει την απορία που ζωγραφίστηκε στο βλέμμα της γειτόνισσάς της μετά την τόσο αυθόρμητη ερώτηση της μικρής Αντιγόνης.

– Δεν χρειάζομαι κάτι, απάντησε σαστισμένη η κυρία Αξιότη αλλά τι σας κάνει να πιστεύετε ότι δεν είμαι καλά;

– Χθες το βράδυ σας ακούσαμε να φωνάζετε. Υποθέσαμε ότι κάτι συνέβαινε. Μάλλον κάναμε λάθος. Είπε η μητέρα.

– Καταλαβαίνω, απάντησε η κυρία Αξιότη. Όχι δεν κάνατε λάθος. Περάστε μέσα, σας παρακαλώ. Ας δοκιμάσουμε κι εκείνο το γλυκό που φέρατε και αν έχετε χρόνο μπορούμε να τα πούμε λίγο. Θα καταλάβετε…

Το σπίτι, όπως φαινόταν και απέξω, ήταν παλιό αλλά η κυρία Αξιότη, παρά τα χρόνια της, το φρόντιζε πολύ και το διατηρούσε σε καλή κατάσταση. Από το ταβάνι κρεμόταν ένα μεγαλόπρεπο φωτιστικό. Ο ξεθωριασμένος καναπές πρόδιδε το πέρασμα του χρόνου και ο σκαλιστός μπουφές και το ακριβό σερβίτσιο μέσα από τη βιτρίνα, μαρτυρούσαν μια αλλοτινή πολυτέλεια. Στους τοίχους κρέμονταν ασπρόμαυρες φωτογραφίες χαμογελαστών αλλά και σοβαρών προσώπων, περίτεχνες κορνίζες που πλαισίωναν φωτογραφίες μιας πόλης με ψηλά αρχοντικά σπίτια γύρω από ένα πολυσύχναστο λιμάνι. Εικόνες που αποτύπωναν στιγμές μιας άλλης εποχής, μακρινής αλλά ένδοξης.

– Καθίστε. Είπε η κυρία Αξιότη δείχνοντας δύο αναπαυτικές πολυθρόνες. Εγώ θα πάω να φέρω ένα ζεστό ρόφημα για να συνοδεύσουμε το κέικ της μαμάς σου που μοσχομυρίζει. Στράφηκε στην Αντιγόνη.

Σε λίγη ώρα γύρισε πίσω με έναν δίσκο και τρία φλυτζάνια, από τα οποία έβγαινε μια τόσο όμορφη ευωδία.

– Σαλέπι, είπε σαν να μάντεψε την ερώτηση. Θα σας αρέσει· δοκιμάστε. Μετά την πρώτη γουλιά, η ατμόσφαιρα έγινε ακόμη πιο φιλική σαν η ζέστη του ροφήματος να ζέστανε και τις καρδιές. Και τότε η κυρία Αξιότη στράφηκε προς την μητέρα της Αντιγόνης:

– Μπορείτε, να μου πείτε τι ακριβώς ακούσατε χθες το βράδυ;

– Φωνάζατε “Μη, μη όχι την κόρη μου!” Πετάχτηκε η Αντιγόνη.

Το πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας άλλαξε με μιας.

– Την κόρη μου…αναστέναξε μελαγχολικά. Ναι. Δίκιο έχεις, παιδί μου. Αχ, πόσο μου την θυμίζεις… Αλλά αν έχετε χρόνο μπορώ να σας τα πω από την αρχή, νιώθω πως ήρθε η ώρα να μιλήσω σε κάποιον. Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε αλλά η καταγωγή μου είναι από την Σμύρνη.

– Τι είναι αυτή η Σμύρνη; Ρώτησε η Αντιγόνη.

– Η Σμύρνη… η “Κυρία των κυριών”. Η πιο λαμπρή πόλη της Μικράς Ασίας. Παλιά ήταν ελληνική όμως τώρα πια την έχουν στην κατοχή τους οι Τούρκοι. Την λένε «Γκιαούρ Ιζμίρ», «Άπιστη Σμύρνη». Εκεί ήταν το σπίτι μου. Ζούσα μαζί με τον άντρα μου και την κόρη μας. Όλα ήταν ειρηνικά: Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι συνυπήρχαμε αρμονικά και καθένας ήταν προσηλωμένος στην δουλειά του. Αυτά όμως μέχρι τον Πόλεμο του 1914. Πολλοί έφυγαν για τα αμελέ ταμπουρού, απ’ όπου λίγοι γύριζαν ζωντανοί. Το 1919, σαν τέλειωσε ο πόλεμος και ήρθε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, νομίζαμε ότι τελείωσε ο εφιάλτης. Ακόμα το θυμάμαι. 16 του Μάη ήταν. Σαν ήρωες τους υποδεχτήκαμε. Νομίζαμε ότι θα ζούσαμε σαν και πρώτα. Μα κάναμε λάθος. Στην αρχή, η όλη επίθεση πήγαινε καλά. Ο ελληνικός στρατός νικούσε και όλοι ήταν ευδιάθετοι και αισιόδοξοι στην Σμύρνη. Όμως, οι επιθέσεις ήταν άγριες ενάντια στους Τούρκους κι αυτοί δεν έκατσαν με σταυρωμένα χέρια: όταν ήρθε η ώρα της αντεπίθεσης πήραν το αίμα τους πίσω. Έλεγαν «δεν είχαμε δουλειά μέσα στην Τουρκία» και μέρα με την μέρα η κατάσταση χειροτέρευε. Οι Τούρκοι διέπρατταν βιαιότητες σε όσους είχαν την παραμικρή σχέση με την Ελλάδα. Και ξαφνικά όλα κατέρρευσαν. Φωτιές παντού και κόσμος που καιγόταν. Το σπίτι μας τυλίχτηκε στις φλόγες. Και εγώ αγκαλιά με την κόρη μου, τριών χρονών παιδάκι να τρέχω να ξεφύγω. «Τρέχα! Πάρε τη Μαρία και φύγε». Άκουσα τον άντρα μου να μου λέει. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτα. Άρπαξα το παιδί και το ‘βαλα στα πόδια. Ο άντρας μου δεν μ’ ακολούθησε. Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε. Τρέξαμε στο Και και πλησιάσαμε προς την πρώτη βάρκα που βρήκαμε μπροστά μας. Όλοι έψαχναν διέξοδο από την επίγεια κόλαση, καθώς εγώ με την κόρη μου στριμωχνόμασταν στην βάρκα. Ακόμα αναθεματίζω εκείνη την στιγμή. Την κόρη μου την έλεγαν Μαρία. Όμως, μέσα στην σύγχυση κάποια μάνα φαίνεται έχασε το παιδί της και πέρασε την κόρη μου για δική της. Μεμιάς αρπάζει την Μαρία από την βάρκα και την τραβάει όξω λέγοντας «Yasemin burdasin», που σημαίνει «Γιασμίν εδώ είσαι» . «Μη, μη όχι την κόρη μου!» φώναξα. Τότε ένιωσα να χάνομαι… Θυμάμαι, ξύπνησα όταν η βάρκα έδεσε στην Μυτιλήνη. Μια γυναίκα μου φώναξε «Σήκω, φτάσαμε. Σωθήκαμε». Την κοίταξα, δεν της μίλησα, τι να της πω. Δεν ήξερα αν ζούσα ή είχα πεθάνει.

Εκεί σταμάτησε η κυρία Δήμητρα Αξιότη. Σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν από το γέρικο, πονεμένο, γεμάτο ρυτίδες πρόσωπό της.

– Ω, δεν ξέρω τι να πω… Ψέλλισε η μαμά της Αντιγόνης. Λυπάμαι πολύ.

– Είναι τόσο άδικο είπε η Αντιγόνη και ξέσπασε και αυτή σε κλάματα.

– Μην κλαις, γιαβρί μου. Μην κλαις και μου σπαράζεις την καρδιά. Είπε η κυρία Αξιότη. Τώρα που είναι καλοκαίρι θα έρχεσαι να με βλέπεις που και που, ε; Ρώτησε ξανασκουπίζοντας τα δάκρυά της.

– Ναι, ναι! Είπε ενθουσιασμένη η μικρή Αντιγόνη. Σηκώθηκε, πήγε στην κυρία Αξιότη και την πήρε αγκαλιά χωρίς να τη ρωτήσει.

Πίσω από τους ώμους της γριούλας, είδε το κάδρο του τοίχου.  Τώρα η θάλασσα της πόλης του κάδρου δεν ήταν πια γαλήνια. Της φάνηκε σαν να ‘χε πελώρια κύματα και βάρκες που έπαιρναν κόσμο μακριά από την επίγεια κόλαση. Και στο βάθος της σιωπής που επικράτησε στο σπίτι της οδού «Στρατή Δούκα 13» άκουσε «Δεν είμαι η Γιασμίν. Η Μαρία είμαι.».

________________________________________________

Μπριλάκη Ροδάνθη: «Επιστολή 35η» 

Αθήνα, 1935

 

Αγαπητέ Αλέξανδρε,

θυμάσαι; Μου είπες να ‘μαι δυνατή και να σε περιμένω. Μου είπες να μην κλάψω.

Δύσκολα πράγματα μου ζήτησες και, που και που, με παίρνει το παράπονο. Τότε, κάθομαι κι εγώ στο μπαλκόνι του σπιτιού της αδελφής σου εδώ στην Κηφισιά και σου γράφω κι ας ξέρω ότι ποτέ δεν θα λάβεις το γράμμα μου.

Αχ και να μπορούσες να έβλεπες πως μεγάλωσε η Μαρία μας και ο Γιάννης μας. Ακούς; Αρραβωνιάστηκε ο γιόκας σου που σαν χθες τον έπαιρνες καβάλα στα γόνατά σου. Τη βραδιά του αρραβώνα, έβγαλα το καλό τραπεζομάντηλο -εκείνο που τύλιξα το μωρό μας φεύγοντας τότε από τη Σμύρνη- και έφτιαξα σεκέρ παρέ για το τσάι με τους συμπεθέρους· έγλειφαν τα χέρια τους. Σ’ άρεσε και σένα πολύ, θυμάσαι; Εξόν από κείνη τη μέρα, τώρα δεν έχω λόγο να το φτιάχνω. Και τότε το έφτιαξα γιατί ήθελα να σε φέρω κοντά μας με έναν τρόπο….

Η Μαρία μας όπως πάντα πεισματάρα δεν παντρεύτηκε. Σπουδάζει, δουλεύει και θέλει λέει να γίνει μεγάλη και τρανή επιστήμονας. Την βλέπω να ζορίζεται και σφίγγεται η καρδιά μου. Αν ήσουν εδώ σίγουρα θα επέμενες να την παντρέψεις· μα σαν την έβλεπες με τη στολή της, μπορεί και ν’ άλλαζες γνώμη.

Η γειτονιά μας… Δύσκολα περάσαμε μέχρι να μας δεχτούν. Είδα κι έπαθα να τους δείξω πως νοικοκυρά είμαι κι εγώ και πως κάποτε ήμουν αφέντρα του σπιτιού μου στην Σμύρνη. Μα πάνω απ’ όλα ήθελα να αποδείξω πως είμαι Ελληνίδα στην ψυχή και στο σώμα. Σάμπως είμαστε σκουπίδια μας κοιτούσαν τ’ “αδέλφια” μας -όπως έλεγες αυτούς που ζούσαν στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου… Ας είναι καλά η αδελφή σου που μας φιλοξενεί στο σπίτι της και μερικοί γείτονες αλλιώς ίσως να ‘χαμε χαθεί και ‘μεις από τύφο, στοιβαγμένοι σ’ έναν από τους καταυλισμούς.

Σαν πήγα μια φορά, με την ελπίδα να συναντήσω κάποιον από την Σμύρνη μας και να μάθω νέα σου, μαύρισε η ψυχή μου. Με πλησίασε ένας παππούς κι άρχισε να με τράβα. «Έλα κόρη μου, πάμε να φύγουμε από δω, έλα, Ειρήνη μου, πάμε σπίτι». Τρόμαξα. Τι να του έλεγα; Πως δεν είμαι η κόρη του; Και πού άραγε να ήταν η κόρη του; Χάθηκαν οι μισοί μας άνθρωποι στον δρόμο για τον λυτρωμό και έμειναν άλλοι τόσοι πίσω να θρηνούν γι’ αυτούς. Στον καταυλισμό δεν ματαπήγα από τότε. Τα μάτια του γέρου με στοίχειωσαν ακόμη και στον ύπνο μου. Κι ας μην ήταν αυτό το πιο φρικιαστικό περιστατικό που αντίκρισα από τον ξεριζωμό μας…Ίσως γατί γονέας είμαι κι εγώ και δεν θα μπορούσα ούτε να φανταστώ πως χάνω τα παιδιά μου.

Σαν έμαθα πως έπεσε το μέτωπο του Αφιον-Καραχισάρ έχασα κάθε ελπίδα να σε ξαναδώ. Ήδη είχα αργήσει πολύ να φύγω κρατιόμουν -βλέπεις-  απ’ την ελπίδα ότι θα επέστρεφες να φύγουμε μαζί, πως να αφήσω το σπίτι μας μόνη με δύο παιδιά; Η αρμένικη συνοικία καιγόταν ήδη, όταν αποφάσισα να τα μαζέψω. Ο χρόνος είχε τελειώσει. Άνοιξα ένα μπόγο και πέταξα μέσα δυο ρούχα, την ασημένια ζαχαριέρα και την εικόνα της Παναγιάς. Με το καλό τραπεζομάντηλο τύλιξα το μωρό που κοιμόταν ακόμα. Άρπαξα τα παιδιά και δεν ήξερα που να πάω. Μου ‘χες πει «Κάνε κουράγιο, θα γυρίσω. Μα αν καταλάβεις πως κάτι δεν πάει καλά, φύγε… ΦΥΓΕ και μην γυρίσεις πίσω. Πήγαινε στην αδερφή μου. Εκεί θα ‘ρθω κι εγώ….» μου ΄χες πει…… Στηρίχτηκα στην ελπίδα κι έφυγα.

Στον δρόμο για το λιμάνι ουρλιαχτά έσκισαν τον ζεστό αέρα. Τα μάτια μου έτσουζαν από τον καπνό που σαν στόμα αδηφάγο κατέτρωγε τα σπίτια μας. Πάλευα να κλείσω τα μάτια των παιδιών να μην κοιτούν γύρω τους. Δυο χέρια μου έδωσε ο Θεός και δε μπόρεσα να προστατεύσω τις ψυχές τους από το θέαμα.

Και τότε… σαν έφτασα στην προκυμαία, μεγάλο κρίμα έκανα, μα δεν γινόταν αλλιώς… Σαν έφτασα στο λιμάνι αλαφιασμένη, είδα κόσμο να σπρώχνεται να μπει στις βάρκες. Πλησίασα έναν άντρα και του έτεινα το δαχτυλίδι που μου έβαλες στο χέρι τη μέρα του αρραβώνα μας. Με κοίταξε πονηρά… Του ‘δωσα και το βαφτιστικό σταυρό του μωρού… Ήθελα να φύγω με κάθε τρόπο. Που να πήγαινα; Το ‘χα από ώρα καταλάβει πως η Σμύρνη δεν υπήρχε.

Όσο απομακρυνόμασταν από τη Σμύρνη, τα παιδιά ρωτούσαν… ρωτούσαν συνέχεια για σένα… και στην Λέσβο και στην Αθήνα, όταν φτάσαμε, πάλι για σένα ρωτούσαν. Τους έλεγα πως θα έρθεις να μας βρεις σύντομα. Μετά από δύο χρόνια έπαψαν πια να ρωτούν. Σε έψαξα πολύ, σε ψάχνω κάθε μέρα. Όταν συνάντησα τον Παναγή δεν είχε ακούσει τίποτα για σένα…δεν τον ρώτησα περισσότερα. Είχε χάσει την γυναίκα του και ήθελα να τον παρηγορήσω μα δεν έβρισκα τις κατάλληλες λέξεις. Πως να μιλήσεις στον πόνο;

Ο καθένας ψάχνει κάποιον. Όλοι μας έχουμε χάσει κάποιον. Όλοι μας ψάχνουμε δικούς μας ανθρώπους. Και μέσα σε όλα αυτά φαντάζει τρομακτική η σκέψη της λήθης που φαίνεται να λουφάζει απειλητικά. Να μην ξεχάσουμε τίποτα, να τα μεταφέρουμε όλα στα παιδιά στα εγγόνια μας: μνήμες, παραδόσεις, έθιμα. Να φτιάξουμε τον τόπο μας απ’ την αρχή σε άλλο τόπο.

Πάνε δώδεκα χρόνια πια…. Μου λείπεις. Μου λείπει και το όμορφο σπίτι μας, και η θέα της θάλασσας απ’ το μπαλκόνι. Μου λείπει η Σμύρνη μας. Άραγε ποιος να μένει τώρα στην γειτονιά μας, στο σπίτι μας; Θα έδινα τα πάντα για να γυρίσω πίσω έστω και για λίγο. Αλλά δεν μας αφήνουν να επιστρέψουμε γιατί τα πράγματα δεν έχουν καταλαγιάσει ακόμα. Προς το παρόν κάθομαι εδώ στο μπαλκόνι και εξασκούμαι στο να θυμάμαι χωρίς να σκέφτομαι, εξασκούμαι στο να θυμάμαι χωρίς να νιώθω τον πόνο να σκίζει τα σωθικά μου.

 

Σου στέλνω την αγάπη μου.

Περιμένω να ανταμώσουμε πάλι,

Ευθυμία

_______________________________

Χάρις Ορφανού: «Bay garip»

 

Αθήνα, 20/09/1922

Είχα χρόνια να γράψω ημερολόγιο. Μόνο όταν ήμασταν παιδιά, γράφαμε σε αυτό τα μυστικά μας και ό,τι μας έκανε χαρούμενους ή μας γέμιζε λύπη. Έτσι και τώρα. Μπορεί να μην είμαι παιδί αλλά κάτι με σπρώχνει να σκύψω στο τετράδιο. Γράφω γιατί δεν θέλω να ξεχάσω όσα έζησα σήμερα, γιατί η μνήμη συχνά μας προδίδει, μα τα γραπτά όχι. Αυτά νικάνε τον χρόνο.

Γυρνώντας σήμερα από το γραφείο, ύστερα από μία κουραστική μέρα με τον ουρανό να είναι πιο γκρίζος από κάθε άλλη φορά, θλιμμένος, λες και ήξερε τι θα ακολουθήσει. Σχεδόν νιώθοντάς τον σαν βάρος, περπατούσα στο πεζοδρόμιο σκυφτός. Σκεπτόμενος τα δικά μου προβλήματα προσπαθώντας να απωθήσω από την σκέψη μου την εξέλιξη των γεγονότων στο μέτωπο της Μικρασίας και να κλειστώ στον εαυτό μου σαν άμυνα. Τότε ήταν που με την άκρη του ματιού μου διέκρινα κάτι στη γωνιά του πεζοδρομίου. Πλησίασα πιο κοντά από περιέργεια χωρίς να είμαι σίγουρος για το τι ακριβώς ήταν αυτό που έβλεπα και με τραβούσε κοντά του. Όταν όμως έφτασα αρκετά κοντά του κατάλαβα ότι ήταν ένα παιδί.

Ήτανε κουλουριασμένο στην άκρη του πεζοδρομίου με τα μάτια κλειστά -εμφανώς καταβεβλημένο από την κούραση και με μία ώριμη δυστυχία στο πρόσωπό του. Φορούσε κάτι κουρέλια. Κοίταξα τριγύρω αναζητώντας με το βλέμμα κάποιον που θα μπορούσε να είναι γονιός του ή έστω κάποιο αδέρφι, αν είχε. Όμως ο δρόμος ήτανε άδειος. Έκατσα λίγο να το κοιτάζω. Να ‘ναι κορίτσι ή αγόρι; Πόσο χρονών; Πώς να βρέθηκε εδώ; Πολλά ερωτήματα πλημμύρισαν το μυαλό μου και παραμέρισαν κάθε άλλη σκέψη μου και έτσι ξέχασα ό,τι άλλο είχα στο νου μου. Ασήμαντα όλα μπρος σε αυτή τη ψυχούλα στην άκρη του πεζοδρομίου, ένα μέτρο μακριά μου.

Ξαφνικά, αυτό το παιδάκι άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε τρομαγμένο. Έκανα ένα μεγάλο βήμα πίσω βιαστικά. Κάτι που σίγουρα δεν ήθελα να κάνω ήτανε να το τρομάξω. Σήκωσε το κεφάλι του και τότε σαν να διέκρινα μία λάμψη στα μάτια του. Νομίζω κατάλαβε τις προθέσεις μου και ένιωσε κάπως ασφαλές στην δυστυχία του. Στάθηκε όρθιο με την λιγοστή δύναμη που είχε. Πλέον μπορούσα να καταλάβω ότι ήταν αγοράκι. Ζήτημα να ήτανε δέκα χρονών.

Δεν μιλούσε ελληνικά. Το κατάλαβα γιατί προσπαθούσε να μου πει κάτι σε μία γλώσσα άγνωστη σ’ εμένα. Δεν τα παράτησε όμως. Μετά από διάφορες κινήσεις με τα χέρια του και κάποιες σκόρπιες λέξεις που ηχούσαν στον άδειο δρόμο χωρίς να λάβουν καμία απάντηση, ξαφνικά το πρόσωπό του σαν να φωτίστηκε. Έβαλε το χεράκι του βιαστικά στην τσέπη του κουρελιασμένου παντελονιού, έβγαλε ένα ταλαιπωρημένο χαρτί και το έτεινε προς το μέρος μου. Άπλωσα το χέρι μου και το πήρα πολύ προσεκτικά σαν να καταλάβαινα ότι μέσα σε αυτό ήταν η ελπίδα του παιδιού που είχα μπροστά μου. Πρέπει να ήτανε κάποιο έντυπο ταυτοπροσωπίας από τη χώρα του. Τα μάτια μου απευθείας καρφώθηκαν στην φωτογραφία που είχε πάνω αυτό το χαρτί. Είδα ένα παιδί σαν όλα τα άλλα, χωρίς τρόμο στα μάτια του, με ζωηράδα και λάμψη που φώτιζε το προσωπάκι του. Φορούσε καθαρά ρούχα και ήταν πραγματικά πολύ όμορφο. Μα αυτό που μου τράβηξε πιότερο την προσοχή, ήταν το χαμόγελό του.

Δεν είχα δει ποτέ κάποιον να χαμογελάει έτσι. Σχεδόν μπορούσα να ακούσω το γέλιο του. Το χαμόγελό του πλατύ. Καταλάμβανε όλο του το πρόσωπο. Τα μάτια του κλειστά, φάνταζαν μικροσκοπικά μπροστά στα χείλη του. Φαινόταν να είχε βρει κάτι που λείπει από τις ζωές όλων μας.

Αμέσως, έστρεψα το βλέμμα μου στο παιδί που είχα μπροστά μου και αναζήτησα το χαμογελαστό προσωπάκι της φωτογραφίας. Δεν το είδα. Μπροστά μου βρισκόταν ένας ενήλικας που υποδυόταν το παιδί. Ξαφνικά, συνειδητοποίησα από που είχε έρθει αυτό το αγόρι. Ποιος ξέρει τι πέρασε για έρθει εδώ. Έψαξα για το χαμόγελό του στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του. Μάταια. Το μόνο που είδα ήταν ένα ενοχλημένο πρόσωπο. Δοκίμασε να μου ξαναπεί κάτι που δεν κατάλαβα και ύστερα έτεινε το χέρι του με σκοπό να του δώσω το έγγραφό του. Το πήρε και το φύλαξε πάλι βιαστικά στην τσέπη του. Εγώ χωρίς να ξέρω γιατί, σαν κάποια δύναμη να με ώθησε να το κάνω, χάιδεψα με το χέρι μου το κεφαλάκι του, μα ύστερα το τράβηξα βιαστικά πίσω. Πλημμυρισμένος από ένα αλλόκοτο συναίσθημα, γύρισα την πλάτη, έφυγα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και βυθίστηκα ξανά στις σκέψεις μου.

Μα νιώθω ένα περίεργο συναίσθημα από τότε. Αυτό με σπρώχνει και τώρα στο χαρτί. Ελπίζω αύριο να συναντήσω πάλι αυτόν τον μικρό και να του προσφέρω κάποια βοήθεια ή έστω να καταλάβω τι θέλει να μου πει.

 

Αθήνα, 20/09/1922

Σήμερα είναι η δεύτερη μέρα που βρίσκομαι εδώ.  Δεν ξέρω που ακριβώς. Δεν έχω κανέναν άλλο εκτός από εσένα. Tο μόνο αντικείμενο που πρόλαβα να πάρω προτού φύγουμε όλοι τρέχοντας από το σπίτι. Κι από όλους μόνο εγώ είμαι εδώ. Η μάνα κι ο πατέρας έμειναν πίσω. Εμένα με έβαλαν σε μία βάρκα και έτσι έφτασα εδώ, μα μου είπαν πως θα έρθουν και αυτοί. Μπορεί να μην τους έχω δει ακόμα αλλά τους πιστεύω, και αφού είπαν ότι θα έρθουν, θα το κάνουν, γιατί δεν μου λένε ποτέ ψέματα.

Κοιτάζω τα πρόσωπα των περαστικών μήπως και τους δω ή μήπως κάποιος μου πει ότι τους έχει κάπου δει. Κανείς όμως δεν απαντά.

Δεν μου αρέσει εδώ πέρα. Δεν έχω ούτε τους φίλους μου ούτε την οικογένειά μου, αν και, όπως σου έγραψα, πιστεύω ότι θα τους ξαναβρώ κάποτε.

Σήμερα βρήκα τσαλακωμένο ένα χαρτί που μου είχε δώσει ο μπαμπάς πριν με βάλει στην βάρκα. Νόμιζα ότι το είχα χάσει αλλά απλά είχα ξεχάσει ότι το έβαλα ανάμεσα στις σελίδες του ημερολογίου. Επίσης σήμερα συνάντησα έναν πολύ παράξενο άνθρωπο. Όταν ξύπνησα από τον μεσημεριανό μου ύπνο, όπως όταν με έβαζε η μαμά κάθε μεσημέρι μετά το φαγητό να κοιμάμαι, είδα έναν άντρα να με κοιτάει. Στην αρχή τρόμαξα και αυτός έκανε δύο βήματα πίσω. Νόμιζα ότι θα φύγει αλλά τελικά δεν έφυγε. Πρώτη φορά κάποιος έμεινε κοντά μου για τόσο πολύ, από τότε που έφυγα από το σπίτι. Συνήθως ούτε οι περαστικοί μου δίνουν σημασία και απλά συνεχίζουν με το γρήγορο περπάτημά τους. Σηκώθηκα και του μίλησα «Ailemi gördün mü?» (είδες την οικογένειά μου;) Μα αυτός δεν μου απάντησε, έμοιαζε σαν να μη είχε καταλάβει καν τι του είπα. Προσπάθησα να του το πω και με κινήσεις μα ούτε τότε έδειχνε να καταλαβαίνει. Τότε του έδωσα το δεύτερο πιο πολύτιμο αντικείμενο που είχα πάνω μου: το χαρτί που μου είχε δώσει ο μπαμπάς στη βάρκα και είχα βάλει ανάμεσα στις σελίδες του τετραδίου. Άπλωσε το χέρι του και το πήρε. Το κοίταζε για πολύ ώρα. Σκέφτηκα ότι θα έλεγε πάνω κάτι σημαντικό και σκέφτηκα ότι για να το κοιτάει τόση ώρα ίσως το καταλαβαίνει. Δεν τον διέκοψα. Μετά όμως άρχισε να κοιτάει μία εμένα, μία αυτό το χαρτί. Ήταν πολύ παράξενος αυτός ο κύριος. Προσπάθησα να τον ξαναρωτήσω αν είχε δει τους γονείς μου μιας που τώρα είχε διαβάσει αυτό το χαρτί και μπορεί να είχε κάποια παραπάνω πληροφορία για μένα. Όμως ούτε και τότε μου απάντησε. Θύμωσα και τέντωσα το χέρι μου για να μου το δώσει πίσω. Αυτός μου το έδωσε και μετά ακούμπησε με την παλάμη του το κεφάλι μου, έτσι όπως έκανε και η μαμά όταν δεν έκανα αταξίες.

Ύστερα έφυγε σκυφτός και λυπημένος. Έμεινα να τον κοιτάζω που απομακρυνόταν και η μορφή του μίκραινε όλο και περισσότερο στο σοκάκι, μέχρι που χάθηκε εντελώς. Αυτός ο άντρας ήταν πολύ παράξενος για αυτό τον ονόμασα «bay garip» (κύριο παράξενο). Εκτός από τη συνάντηση μου με τον «bay garip» δεν έγινε κάτι άλλο συνταρακτικό για να σου γράψω και ευτυχώς δηλαδή γιατί είναι αργά και νυστάζω. Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα. Ίσως κρυώνω λιγότερο. Ίσως έρθει πάλι ο «bay garip». Ίσως να βρω ακόμα και τους δικούς μου. Αύριο…όλα αύριο θα γίνουν καλύτερα…

 

 

 

από κάτω από: Πεζογραφία, Χωρίς κατηγορία| με ετικέτα ,  |  | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο 2 Βραβεία, 1 Εύφημος Μνεία, 6 Έπαινοι Συμμετοχής σε μαθητές του Ομίλου Δ.Γ. στον Παγκρήτιο Μαθητικό Διαγωνισμό Διηγήματος    

Τα σχόλια είναι κλειστά.

dimigrafi
Μάιος 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  


Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων