Όμιλος Δημιουργικής Γραφής

Πρότυπο ΓΕΛ Ηρακλείου Κρήτης

Σκέψεις και Όνειρα: ηλεκτρονικά βιβλία των μαθητών του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής

Ιούν 202419
IMG20240424115046

IMG20240424115015

Άλλη μια όμορφη και δημιουργική χρονιά, η τέταρτη συνεχής, έφτασε στο τέλος της. Οι μαθήτριες και οι μαθητές του Ομίλου με ιδιαίτερη χαρά και υπερηφάνεια παρουσιάζουν τρία ηλεκτρονικά βιβλία, στις σελίδες των οποίων οι αναγνώστες θα βρουν διηγήματα, ποιήματα, εικαστικά έργα των παιδιών του Σχολείου μας που για άλλη μια χρονιά άνοιξαν τα φτερά της φαντασίας τους και ταξίδεψαν σε άλλους κόσμους.

Ξεφυλλίζοντάς τα ο κάθε αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ακολουθήσει τη σκέψη μας, να μπει στα όνειρά μας, να δει ένα μέρος της ψυχής μας.

Είμαστε υπερήφανοι όχι μόνο για τα κείμενά μας αλλά για τη δύναμη που κρύβει αυτή η πράξη “έκθεσης”.

Σας ευχόμαστε να απολαύσετε και εσείς το ταξίδι μας…

Διηγήματα: https://www.storyjumper.com/book/read/174075191/666a1b93cc1ca 

φοτ2

Ποιήματα: https://www.storyjumper.com/book/read/174110201/666d9ad51c457

φοτ1

Μαντινάδες: https://www.storyjumper.com/book/read/155701411/666bc547e3012

φοτ3

Φωτογραφίες: https://www.storyjumper.com/book/read/174211941/66741414cf396

φωτ4

 

Εκ  μέρους του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής

Μαρία Φιολιτάκη

από κάτω από: Ανακοινώσεις, Πεζογραφία, Ποίηση | με ετικέτα  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Σκέψεις και Όνειρα: ηλεκτρονικά βιβλία των μαθητών του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής    

2 Βραβεία σε μαθητές του Ομίλου Δ.Γ. στον 8ο Διεθνή Μαθητικό Διαγωνισμό “Ελληνισμός της Ανατολής: Πόντος, Μικρασία, Θράκη”.

Μάι 202427
Χωρίς τίτλο

Εν μέσω εξετάσεων, λίγο πριν την εκπνοή της τρέχουσας Σχολικής Χρονιάς και στον απόηχο της λήξης των φετινών μας Δημιουργικών Συναντήσεων, πληροφορηθήκαμε με ιδιαίτερη χαρά τα αποτελέσματα του 8ου Διεθνούς Μαθητικού Διαγωνισμού με θέμα “Ελληνισμός της Ανατολής: Πόντος, Μικρασία, Θράκη”.

O συγκεκριμένος διαγωνισμός υλοποιείται από τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Σερρών, το Υπουργείο Εσωτερικών (Μακεδονίας-Θράκης) και το Τμήμα Εκπαιδευτικής Ραδιοτηλεόρασης και Ψηφιακών Μέσων του Υ.ΠΑΙ.Θ.Α. με την υποστήριξη της Έδρας Ποντιακών Σπουδών του Α.Π.Θ. και του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών. Απευθύνεται σε μαθητές/τριες  όλων των τάξεων νηπιαγωγείων, δημοτικών σχολείων, Γυμνασίων και Λυκείων της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ομογένειας, δημόσιων και ιδιωτικών και υλοποιείται με την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού της Ελλάδας και του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας της Κύπρου.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της οργανωτικής επιτροπής στο Διαγωνισμό συμμετείχαν:

  • 191 σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, γενικής και ειδικής αγωγής
  • από Ελλάδα (155), Κύπρο (30) και Ομογένεια (5, Ηνωμένο Βασίλειο, Πολωνία, Κονγκό, Γερμανία)
  • 8.500 περίπου μαθητές
  • 365 εκπαιδευτικοί
  • 600 μαθητικές δημιουργίες

                Όπως προκύπτει από το σχετική ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ανάμεσα στους διακριθέντες μαθητές είναι και δύο μαθητές του Ομίλου μας. Πιο συγκεκριμένα:

α) Το ποίημα με τίτλο “Αλησμόνητη Πατρίδα” του Δημήτρη Δαδή, μαθητή της Β΄ τάξης του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου, έλαβε το 3ο Βραβείο στην κατηγορία Ποίηση-Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης β) Το διήγημα με τίτλο “Πύρινα Κύματα” της Δέσποινας Αεράκη, μαθήτριας της Α΄ τάξης του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου, έλαβε το 2ο Βραβείο στην κατηγορία Διήγημα-Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

           Θερμά συγχαρητήρια σε όλα τα παιδιά που συμμετείχαν στον Διαγωνισμό. Εκφράζουμε τις θερμές ευχαριστίες μας προς τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Σερρών και συγκεκριμένα προς τον  Σύμβουλο Εκπαίδευσης Δασκάλων Διεύθυνσης Π.Ε. Ν. Σερρών, Γιάννη Πούλιο, που με άψογο τρόπο διοργάνωσε για ακόμα μια χρονιά τον συγκεκριμένο διαγωνισμό.

Οι Υπεύθυνοι Εκπαιδευτικοί της Δράσης

Μ. Φιολιτάκη (Υπεύθυνη του Ομίλου Δημιουργικής Έκφρασης και Γραφής)

Ν. Ψαρομήλιγκος (Φιλόλογος Πρότυπου ΓΕΛ Ηρακλείου)

Ακολουθούν τα κείμενα των παιδιών που διακρίθηκαν:

Δημήτρης Δαδής  “Αλησμόνητη πατρίδα”                                                                                               

Νεκρή μου πατρίδα, 

σε βλέπω και κλαίω.

Τα πρόσωπα δείχνουν 

πικρή απονιά.

 

Το χώμα μυρίζει 

πείνα και πόνο

ο άνθρωπος όμως 

ποτέ δεν ξεχνά.

 

Τα χνάρια του πίσω 

πάντα θ’ αφήνει

Σημάδια χαράζονται

μες την καρδιά.

 

Σαν έτοιμος να ‘ναι

και πίσω θα πάει

στους τόπους εκείνους

που ο χρόνος ξεχνά.

 

Εκεί που γεννήθηκε

κει που αντρώθη

στο μέρος που άλλοτε

αντηχούσε η χαρά

 

εκεί που μεγάλωσε

εκεί να πεθάνει

στο τόπο που τώρα

κραυγή σεργιανά.

________________________________________________

Δέσποινα Αεράκη “Πύρινα κύματα” 

Σαν ψέμα της φαινόταν, σαν ψέμα δίχως τέλος. Η θλίψη, ατέλειωτη κι ένιωθε σαν να την πνίγει  βαθιά. Το αδύναμο κορμί της έτρεμε στον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα, ρίγος την διαπερνούσε με κάθε ριπή του ανέμου. Τα μαλλιά της βρώμικα, ανακατεμένα, πλεγμένα ακόμα πλεξούδες από τα χέρια της μητέρας. Το φόρεμά της, που με τόση περφάνια είχε στολίσει με κεντήματα ρόδων και μενεξέδων, ήταν ένα κουρέλι, μια ανάμνηση του τι είχε χάσει, του τι έμεινε πίσω. Πίσω στο ματωμένο χώμα, στον καπνό του πύρινου χειμάρρου που κατάπιε μέσα σε μια στιγμή τη ζωή της όλη.

Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή, τα βλέφαρά της σφάλισαν. Κι αυτή η στιγμή ήταν αρκετή για να γυρίσει σε εκείνο το πρωί, σ’ εκείνο το ξημέρωμα, σ’ εκείνες τις κραυγές πόνου. Πίσω εκεί. Πίσω στις ολάνθιστες κυδωνιές, με τη μεθυστική τους μυρωδιά και το άρωμα κανέλας του σπιτιού. Στα πρωινά που ξυπνούσε με τις φωνές των αδερφών της, τις οδηγίες της μάνας, το γάργαρο γέλιο του πατέρα καθώς έπινε γουλιά γουλιά τον βαρύ γλυκό του πριν φύγει για τη δουλειά. Η αγάπη της μικρότερης, της Νίνας, για το ράψιμο και την απαλή μελωδική φωνή της. Τα γλυκά χάδια της γιαγιάς της και τις ιστορίες της απ’ τα δικά της νιάτα. Σπίτι…

Τινάχτηκε όρθια ακούγοντας το κλάμα του μωρού που ήταν ακουμπισμένο στο στήθος της. Αναστέναξε, δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Το μικρό αγόρι, φωλιασμένο στο στέρνο της, άφηνε σπαρακτικούς λυγμούς και κραυγές που έσκιζαν τον αέρα. Η καρδιά της πονούσε για τον αδερφό της, το μικρό της, τον “πασά” και το καμάρι της μάνας. 

«Σώπα γιαβρί μου… Σώπα τζιέρι μου… μην κλαις…» 

Τα μάτια της έτσουζαν από τα δάκρυα που απειλούσαν να πέσουν και σαν λάβα να κατακάψουν το πρόσωπο μα και την ψυχή της, που έμοιαζε με βάρκα έτοιμη να πέσει από το χείλος ενός καταρράκτη, έτοιμη να σπάσει, να παρασυρθεί από τα πύρινα κύματα και να χαθεί. Ο πόνος την έπνιγε, έσφιγγε το λαιμό της και δεν την άφηνε να ανασάνει. Μα έπρεπε να αντέξει… Έπρεπε να παλέψει μ’ όλους τους δαίμονες κι όλα τα εμπόδια. Να κοιτάξει μπροστά και να ανασύρει κάτω από την στάχτη της ζωής της την ελπίδα, όση της έμεινε μετά την φωτιά. Ο Αλέξανδρος τη χρειαζόταν. Μα ‘κείνη χρειαζόταν να μην χάσει το μυαλό της, να κρατηθεί όρθια. Μα πόσο ν’ αντέξει η ψυχή του ανθρώπου όταν ήδη νιώθει σπασμένη…

Χωρίς να το καταλάβει, τα μάτια της σφάλισαν κι ο ύπνος την πήρε στην αγκαλιά του, της χάιδεψε τα μαλλιά σαν να την παρηγορούσε, σαν να της έδινε κουράγιο στέλνοντάς την στην παρέα των ονείρων.

 

Σ’ έναν ελαιώνα στεκόταν τώρα, μες στον γιομάτο ήλιο του μεσημεριού. Μόνη της, με τα μαλλιά της να μπλέκονται και να ανεμίζουν στο φύσημα του αγέρα. Εισέπνεε λαίμαργα την μυρωδιά της ελιάς, των φύλλων, της καταπράσινης χλόης. Ήθελε να απλώσει τα χέρια και να παρασυρθεί σε έναν ξέφρενο χορό, ακολουθώντας τον ρυθμό του καλοκαιριού, να γιορτάσει την εποχή του θέρους και τη γέννηση του αδερφού της. Και τότε την είδε. Στεκόταν εκεί, με το καφέ της φόρεμα γεμάτο σκόνη και την άσπρη ποδιά της δεμένη γύρω από τη μέση της, όπως συνήθιζε να ντύνεται κάθε ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Τα μαλλιά της, μια καστανή περίτεχνη πλεξούδα τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι της σαν ένα στεφάνι. Την έβλεπε να κοιτάει τους ελαιώνες, σαν να ήταν μόνη της κι ολάκαιρος ο κάμπος της ανήκε. Άκουγε το σφύριγμα του ανέμου, μα κάτι την έκανε να ανατριχιάζει. Η σκιά της φαινόταν μεγαλύτερη από ότι συνήθως, η αύρα της γκρίζα.   

«Μάνα;» φώναξε, με φωνή γεμάτη απορία κι ανησυχία  «Μάνα είσαι καλά;»

Μα απόκριση δεν πήρε. Είδε τη σκιά να γυρνάει και να την κοιτάει με ένα βλέμμα ψυχρό, σκοτεινό, όμοιο με συννεφιασμένο ουρανό του Νοέμβρη. Το μόνο που άκουσε ήταν το θρόισμα των φύλλων πριν η λατρεμένη μορφή γίνει σκόνη και σκορπιστεί στον ουρανό. 

«Όχι!» το ουρλιαχτό γρατζούνισε το λαιμό και έκανε το σώμα της να τρέμει.

«Όχι… όχι.. Μάνα, μη με αφήνεις, γιατί… γιατί να φύγεις… Μάνα σε χρειάζομαι… ΜΑΝΑ!»

 

Άλλος ένας εφιάλτης… σκέφτηκε, καθώς προσπαθούσε να ηρεμήσει την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή. Είχε περάσει τρεις μέρες κάτω από τη σκιά της συκιάς. Με την καλοκαιρινή δροσιά της νύχτας ένιωθε να αρρωσταίνει, να χάνει κάθε ίχνος δύναμης. Τα μεστωμένα σύκα δεν αρκούσαν για να της δώσουν δύναμη και να την κρατήσουν στη ζωή. Έσφιξε τα δόντια και σηκώθηκε. «Για τον Αλέξανδρο, για τον Αλέξανδρο.» Μόνο ο μικρός της αδερφός την ένοιαζε. Έπρεπε να τον κρατήσει ασφαλή, ανέγγιχτο από την τραγωδία, τον πόνο, την ταλαιπωρία. Ευχόταν να μην είχε συμβεί τίποτα, ευχόταν να μπορούσε να έχει την οικογένεια της ξανά, κι όχι απλά μια ασπρόμαυρη, άψυχη κι απρόσωπη φωτογραφία στο μενταγιόν της. Κούνησε το κεφάλι της απαλά, προσπαθώντας να διώξει το συναίσθημα της νοσταλγίας που την κατέκλυζε, μα ένιωθε κάτι μέσα της να τρυπά τα βάθη της ύπαρξής της σαν φαρμακερή βελόνα, μια βάρβαρη υπενθύμιση της πραγματικότητας. Έκανε ένα βήμα μπροστά, ξεκίνησε να απομακρύνεται. Τα πόδια της πονούσαν, με το ζόρι στεκόταν όρθια μα θα πάλευε. Δεν θα εγκατέλειπε τη μάχη, ήταν έτοιμη, να πάει κόντρα σε όλους και σε όλα. «Πρέπει να φτάσεις κάπου… Πρέπει τουλάχιστον να σώσεις τον μικρό, πάση θυσία… Να έχει εκείνος ένα καλύτερο μέλλον.» Αγκάθια έγδερναν τα γυμνά και παγωμένα πέλματά της και κάθε εκατοστό του μονοπατιού ήταν κι ένα δάκρυ, χωρίς ήχο, μια ψιχάλα που έγινε μπόρα καθώς προχωρούσε. «Παναγιά μου, δώσε μου κουράγιο, βοήθησε με, σε ικετεύω…»

Με οδηγό το φως των λιγοστών άστρων, συνέχισε να περπατά γοργά μέσα στα καμένα δέντρα, τα ξεραμένα άνθη και το λασπώδες χώμα με τις κοφτερές μικρές πέτρες. Στο κατακόκκινό πρόσωπό της διακρίνονταν τα αυλάκια που είχαν σκάψει πάνω του τα στεγνά πλέον δάκρυά της. Με μάτια πρησμένα, χείλη γδαρμένα και σκασμένα και τα μαλλιά της κολλημένα στο μέτωπο της, κατέρρευσε στο νοτισμένο έδαφος. Οι ίριδές της ξεκίνησαν πάλι να βουρκώνουν, τα βλέφαρά της ήταν βαριά. Με το λίγο κουράγιο που της είχε μείνει, έσπρωξε τον εαυτό της να σηκωθεί, να προχωρήσει. Κι εκεί, ενώ βάδιζε αργά προς άγνωστη πια κατεύθυνση, ένιωσε ψιχάλες να πέφτουν και να την βρέχουν. Σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό. Και παρά το ότι οι μικρές σποραδικές σταγόνες μετατράπηκαν σε δυνατή καταιγίδα, εκείνη συνέχισε, χωρίς πλέον να διακρίνει τα δικά της δάκρυα από την βροχή.

«Τελικά, ο ουρανός θρηνεί μαζί μου, πονάει και κλαίει… Θα σβήσει άραγε τις φωτιές; Σήμερα; Αύριο; Κάποτε…»  

 

από κάτω από: Πεζογραφία, Ποίηση, Χωρίς κατηγορία | με ετικέτα ,  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο 2 Βραβεία σε μαθητές του Ομίλου Δ.Γ. στον 8ο Διεθνή Μαθητικό Διαγωνισμό “Ελληνισμός της Ανατολής: Πόντος, Μικρασία, Θράκη”.    

Απονομή Βραβείων και Επαίνων σε μαθητές του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής που διακρίθηκαν στον 40ο Παγκρήτιο Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Χανίων

Απρ 20247
434019223 892284989364501 5473051477596976943 n

Την Κυριακή, 7 Απριλίου 2024, στο θέατρο Μίκης Θεοδωράκης πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση βράβευσης του 40ού Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του Συνδέσμου. Στην εκδήλωση παρευρέθηκε η μαθήτρια του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής Χρύσα Σπυριδάκη, για να διαβάσει το ποίημα που της χάρισε τον 2ο Έπαινο στην κατηγορία ποίησης Λυκείου.

Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του Συνδέσμου Φιλολόγων Νομού Χανίων στον 40ο Παγκρήτιο Διαγωνισμό έλαβαν μέρος 147 μαθητές γυμνασίου, λυκείου, ενήλικους μαθητές με κείμενα και ποιήματα και όπως επεσήμανε η πρόεδρος του “Συνδέσμου Φιλολόγων” κ. Σίτσα Κοτσιφάκη “η ζωηρή ανταπόκριση από πολλά σχολεία της Κρήτης μας γέμισε χαρά, ενθουσιασμό και ευγνωμοσύνη για αυτούς τους νέους ανθρώπους επιμένουν να εκφράζουν τις σκέψεις του στο χαρτί κόντρα στις σειρήνες της εποχής που αποθεώνουν τη γρηγοράδα της επικοινωνίας, τη βιασύνη και την ελαφρότητα της σκέψης».

434074276 892285029364497 6550535827987420804 n

Συγχαρητήρια λοιπόν σε όλα τα παιδιά που πήραν μέρος στον 40ο Παγκρήτιο Διαγωνισμό και ένα μεγάλο μπράβο στις τρεις μαθήτριες του Πρότυπου ΓΕΛ Ηρακλείου και μέλη του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής για τη διάκρισή τους:

  1. Λεμονάκη Ελένη (Π.Λ.Η. -Τάξη Γ): Διήγημα “Γρηγοριανό Έτος”  – 2ο Βραβείο στην κατηγορία Διήγημα-Λυκείου
  2. Σπυριδάκη Χρυσή (Π.Λ.Η. Τάξη Α): Ποίηση “Ίριδα ζωής”  – 2ος Έπαινος στην κατηγορία Ποίηση-Λυκείου
  3. Αντωνοπούλου Ειρήνη (Π.Λ.Η. Τάξη Β): Ποίηση “Κύματα”  – 3ος Έπαινος στην κατηγορία Ποίηση-Λυκείου

Tα αποτελέσματα του 40ου Παγκρήτιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού ανακοίνωσε με Δελτίου Τύπου ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Χανίων (https://www.cretalive.gr/politismos/oi-nikites-toy-40oy-pagkritioy-mathitikoy-logotehnikoy-diagonismoy).

Λεπτομέρειες από την Τελετή Βράβευσης μπορείτε  να διαβάσετε πατώντας ΕΔΩ.

Ακολουθούν τα κείμενα των μαθητριών που διακρίθηκαν:

Λεμονάκη Ελένη «Γρηγοριανό Έτος»

Κίτρινη Ημέρα

Σήμερα είναι μια κίτρινη μέρα. Το φως του ήλιου μπαίνει κρυφά από το παράθυρο, στριφογυρίζοντας στο πάτωμα σαν φίδι. Έξω, η φυλλώδης ψευδοκαρυδιά τινάζεται στον αέρα.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν γράφω. Κι όταν το κάνω, τις περισσότερες φορές πρόκειται για καταγραφή γεγονότων. Στην πόλη δεν είχα χρόνο για ποίηση ή όμορφα λόγια. Κανείς δεν ήθελε όμορφα λόγια⸱ ούτε τα περίμενε από εμένα. Αλλά τώρα, μόνος με την κρύα πέτρα, το ψυχρό κίτρινο φως και τα κίτρινα φίδια του ήλιου, έχω χρόνο.

Ακούω ένα βουητό στον ανήσυχο αέρα. Ολόκληρη η αίθουσα είναι νευρική. Όλοι περιμένουμε τη μετάδοση της είδησης για τον στρατηγό Κομπάρντ. Οι φρουροί φοβούνται μήπως ξεσπάσουν διαμαρτυρίες μεταξύ των κρατουμένων για τη σύλληψη του Στρατηγού. Μόλις εκείνος φτάσει, θα ξεθωριάσει στο βάθος, σα μια ακόμη ζέβρα με άσπρες και μαύρες ρίγες πιεσμένη στον τοίχο.

Κρυμμένος καθώς είμαι στον περιορισμό, δεν με νοιάζει τίποτα για τον κόσμο.

Κρύα μέρα 

Σήμερα κρυώνω. Πάει καιρός από τότε που έγραψα τελευταία φορά. Δεν μου αρέσει να γράφω. Το χέρι μου τρέμει όπως και η ανάσα μου και το μυαλό μου ξεχνάει τις λέξεις που είχα συνθέσει τόσο προσεκτικά μόλις λίγες στιγμές πριν. Όταν ζούσα ακόμη στην Ομοσπονδιακή Περιφέρεια, υπαγόρευα ότι γεγονότα συνέβαιναν. Μια γραμματέας με λεία μαλλιά και σφιχτό φουλάρι στο λαιμό, έγραφε, τόσο γρήγορα που νόμιζες ότι τα δάχτυλά της θα άρπαζαν φωτιά.

Ανακάλυψα ότι τα μισοκαμμένα φυτίλια κεριών που έχουν ξεραθεί στον ιδανικό βαθμό, δημιουργούν ένα υπέροχο μολύβι. Για πολλές ώρες πειραματιζόμουν. Έσπασα ένα κερί, τράβηξα το φυτίλι και έγειρα πάνω από τη φλόγα που τρεμόπαιζε. Τα μάτια μου έκαιγαν και το κερί κάπνιζε στο πρόσωπό μου, μετά από πολλές προσπάθειες, είχε πλέον κάψει τέλεια. 

Αφού καεί, αφήνω το φυτίλι δίπλα στο παράθυρο. Το κρύο θα κατέβει από τα βουνά, όταν οι τρόφιμοι θα διασκορπιστούν στην αυλή και η μπουγάδα θα μαστιγώνει τον αέρα σαν κουρασμένα σύννεφα — και τότε το μολύβι μου δημιουργείται.

Και έτσι γράφω.

Έχω το χαρτί — μου φέρνουν το φαγητό τυλιγμένο σε καφετί χαρτί. Μερικές φορές ο φύλακας φέρνει ένα πακέτο από τους συναδέλφους μου ή τη γυναίκα μου και τον γιο μου⸱ μα αυτό το τυλίγουν σε εφημερίδα.

 

Μπλε Ημέρα

Σήμερα είναι μπλε -βαθύ μπλε. Σιδερένιος κι απρόσωπος ο ουρανός.

Κάτι θα έρθει σύντομα: μια καταιγίδα, ένας τυφώνας από την παραλία, ίσως ακόμα και χιόνι. Ο άνεμος θα μαζέψει και θα πετάξει τα εργαλεία και τα παγκάκια στην αυλή σαν χρησιμοποιημένα παιχνίδια.

Δεν μπόρεσα να γράψω για τα πακέτα μου την προηγούμενη φορά, γιατί μου έφεραν καινούργια και έτρεξα να κρύψω τα λιτά μου σεντόνια μη τυχόν και τα προσέξουν οι φρουροί και γίνουν περίεργοι. Ας δώσει ο Θεός να μη μου πάρουν την μοναδική ψυχαγωγία μου …

Τα δέματά μου έρχονται με το χαρτί σκισμένο και ανοιχτό σε διάφορα σημεία επειδή σε διαφορετικούς σταθμούς τα ελέγχουν. Μερικές φορές, αν η οικονόμος μου Σενιόρα Μοράλες, στείλει τη μαρμελάδα της, λείπει το καπάκι (το κασσίτερο είναι πολύτιμο) και μια σέσουλα στο μέγεθος δακτύλου έχει εξαφανιστεί.

 

Επόμενη μέρα

Σήμερα είναι ημέρα πακέτου. Οι φρουροί δεν έχουν φέρει ακόμα τα πακέτα μου, αλλά όποτε έρχονται προσεύχομαι να μην λείπει τίποτα.

Οι φύλακες δεν περνάνε καλύτερα από μας. Είναι φίλοι μου —μερικοί από αυτούς. Ο Χοσέ ο κοκκινομάλλης είναι ο καλύτερος, και, όταν είναι σε υπηρεσία, η μαρμελάδα είναι ανέπαφη. Ο Αζούλ είναι αυτός που είναι πάντα λυπημένος. Αυτοί οι δύο, και ο  «Μονοφρύδης», όπως τον αποκαλώ, είναι οι καλοί.

Αλλά όταν ο Ντιάμπλο ή ο Ρότε είναι σε υπηρεσία, έχω το κεφάλι μου σκυμμένο. Είμαι αμίλητος, κι αν είναι στις καλές τους, με αφήνουν ήσυχο.

Ο στρατηγός κατέφτασε χθες, την Μπλε Ημέρα. Παρέλασαν προς τιμήν του, τον έφεραν με καροτσάκι  και τον τράβηξαν μέσα στην αυλή της φυλακής, όπου όλοι εμείς οι εξορισμένοι μπορούσαμε να τον κοιτάξουμε από ψηλά. Ήταν μια συναρπαστική ημέρα· όχι όμως τόσο για να την χαρακτηρίσω κόκκινη. 

Ο ουρανός μπλε ήταν.

 

 

Γκρίζα Ημέρα

Είναι καταιγιστικό, όπως είπα. Το παράθυρό μου έχει τρεις μεταλλικές ράβδους, τίποτα άλλο. Μπορώ μόνο να παρακολουθήσω την ψευδοκαρυδιά μου να λυγίζει και να λικνίζεται κάτω από το βάρος των σύννεφων, χαμηλώνοντας μέχρι να ακούσω ράγισμα. Είναι σαν να ακούω το δέντρο να ουρλιάζει.

Το φίδι επέστρεψε. Το πάτωμα μεταμορφώνεται σε φίδι όταν το φως κατευθυνθεί με τον σωστό τρόπο. Υπάρχει μια εσοχή στο πάτωμα. Νομίζω ότι ο άντρας πριν από εμένα το έκανε. Το σχεδίασε έτσι ώστε να είναι αόρατο όταν το φως είναι ατελές. Αλλά σήμερα — κατά τη διάρκεια του κεραυνού, όπως και την Κίτρινη ημέρα, μπορώ να δω το φίδι.

Είναι κουλουριασμένο, ήρεμο και δυνατό. Ο λαιμός του είναι τοξωτός τόσο ελαφρά – ποτέ δεν ήταν τόσο ελαφρά. Το κεφάλι του, σε σχήμα ρόμβου, ευέλικτο και θανατηφόρο. Όταν είμαι σε μια από τις κίτρινες διαθέσεις μου, τις τρελές μου διαθέσεις, νομίζω ότι τρέχει κρυφά προς τα εμπρός, βγάζει τη γλώσσα, πλησιάζει όλο και πιο κοντά για να μου δώσει ένα φιλί.

 

Άσπρη μέρα

Είναι επίσης η μέρα των πουλιών. Νιώθω ένα δροσερό αεράκι στο πρόσωπό μου και βλέπω τα σύννεφα να κυλούν νωχελικά πίσω από τη ψευδοκαρυδιά όσο αφουγκράζομαι τις φλαμανδικές κίσσες να ζευγαρώνουν και να τραγουδούν μακριά από τους τοίχους της φυλακής.

Πόσο θα ήθελα να ήμουν αυτό το πτηνό, να πετάω ψηλά πέρα ​​από αυτές τις ράβδους και μακριά από τους τοίχους που πονάνε τα μάτια μου. Θα ‘θελα να είμαι ελεύθερος, έστω για μια νύχτα και ας ξέρω ότι θα επιστρέψω στο ίδιο και απαράλλαχτο κελί μου..

Εμείς είμαστε τα πουλιά, οι κίσσες και τα ορτύκια. Είμαι ένα ωδικό πουλί, ελεύθερος αλλά φυλακισμένος. Μια μέρα, η τρέλα μου θα υποχωρήσει, θα γίνω πουλί για πάντα.

Μια μέρα.

 

Πράσινη μέρα

Έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά που έγραψα. Τα δέματά μου σταμάτησαν να έρχονται και άρχισαν να τυλίγουν το φαγητό με αλουμινόχαρτο, επειδή υπήρχε υπερχείλιση σε ένα εργοστάσιο. Το αλουμινόχαρτο δεν μπορεί να συγκρατήσει τα σημάδια του μολυβιού μου.

Οι μουσώνες έχουν φύγει και η υπέροχη μεξικάνικη ζέστη του βουνού κυλάει προς τα δω. Μ’ αρέσει περισσότερο από το κρύο. Η ψευδοκαρυδιά ορφάνεψε από φύλλα για ένα διάστημα, αλλά σήμερα είναι μια πράσινη μέρα :μπορώ να δω το πράσινο να επανέρχεται. Είναι όμορφο.

Άλλο ένα καλό. Η καταιγίδα έσπασε ένα κλαδί στο δέντρο μου και παρόλο που το γεγονός αυτό ήταν θεωρητικά κάτι αρνητικό, ανάγκασε το δέντρο να δυναμώσει. Κάθε μέρα πλησιάζει όλο και περισσότερο στο παράθυρό μου.Ελπίζω ότι μέχρι να έρθει ξανά η εποχή των πεκάν, θα είναι αρκετά κοντά για να ικανοποιήσω την πείνα που μας μαστίζει όλους εδώ.

Ο στρατηγός Κομπάρντ μεταφέρθηκε στο κελί απέναντι από το δικό μου πριν από λίγες μέρες. Αν και αυτή είναι η λεγόμενη τρελή πτέρυγα, δεν είναι τρελός – δεν κραυγάζει όπως κάνουμε εμείς οι υπόλοιποι. Μερικές φορές τραγουδάει. Μπορώ να τον ακούσω αν ακουμπήσω το αυτί μου πάνω στο αυλάκι της πόρτας μου. Τραγουδάει για αγάπη και έρωτες. Τις περισσότερες όμως φορές ή μένει σιωπηλός ή απαγγέλει ποίηση τόσο σιγανά, που κανένας δεν αναγνωρίζει το νόημα των ψιθύρων του.

“Αν κανείς δεν ξέρει γιατί γελάμε,

ούτε γιατί κλαίμε.

Αν κανείς δεν ξέρει γιατί ζούμε,

ούτε γιατί φεύγουμε”

Μακάρι να μπορούσα να ρωτήσω τον λόγο που είναι εδώ. Οι περισσότεροι φαίνεται ότι είναι τρελοί. Η τρέλα και η θλίψη τους έκανε επικίνδυνους.

Αυτό που έκανα για την εταιρεία μου —τον εργοδότη μου, με έφερε εδώ. Οι άλλοι κρατούμενοι είναι εδώ για φόνο, εμπρησμό, κλοπή… και λοιπά. Είναι απλώς εγκληματίες. Εμείς, οι τρελοί, ψηλά στα κλειστά φτερά της μεξικάνικης αυτής φυλακής, είμαστε τα ωδικά πουλιά, τα φίδια, αυτά που όλοι φοβούνται. Ίσως να ντρέπονται για εμάς.

 Έχω αρκετό χαρτί σήμερα και ένα μακρύ μολύβι από χθες. Ο Χοσέ μου δώρισε ένα ψηλόλιγνο κερί. Μου είπε, αν μπορέσει, θα μου φέρει ένα αληθινό μολύβι, με αληθινό χαρτί. Τον συμβούλεψα να μην ασχοληθεί. Αν ο Ρότε υποψιαστεί κάτι, θα υποφέρουμε και οι δύο.

Κίτρινη Ημέρα

Σήμερα είναι μια κίτρινη μέρα, όχι λόγω του φωτός, μα γιατί νιώθω ένα διαφορετικό ξόρκι τρέλας να πλησιάζει. Το δέντρο και το φίδι θα με παρακολουθούν και θα φροντίζουν να μην πληγώσω τον εαυτό μου.

Θα δώσω τα χαρτιά μου στο φίδι. Θα τα προστατέψει, να μην τα σκίσει ο τρελός μέσα μου. Το φίδι θα τα αγκαλιάσει σφιχτά, και αφού τελειώσουν όλα, θα μου δώσει ένα φιλί όταν έρθει η ώρα να τα πάρω πίσω.

Σπυριδάκη Χρυσή “‘Ιριδα ζωής”  

 

Κόκκινο

το χρώμα της πρώιμης αυγής,

κατεστραμμένων ήλιων· 

της ήδη ώριμης πληγής,

του πόνου και του θρήνου.

 

Πορτοκαλί

ο άτρωτος ο δισταγμός,

η πεινασμένη φλόγα·

σάπιος καρπός ο ώριμος, 

το άγχος και η σήψη.

 

Κίτρινα

όξινα δάκρυα του ουρανού,

η ξεχασμένη ελπίδα, 

πνοή αγέννητης ψυχής,

η δίψα και το κρίμα.

 

Πράσινη

ματιά η σκυθρωπή,

το χρήμα και οι ορέξεις·

όλα τα ζοφερά φυτά,

η ζήλεια και ο φθόνος. 

 

Μπλε

τα δάκρυα του έρωτα,

τα βάθη της αβύσσου·

η πρωινή η μοναξιά

κι η βραδινή γαλήνη.

 

Μωβ

η ξεχασμένη μελανιά,

του χρόνου υστερία·

κάθε ματιά αγαπητή,

χωρίς ίχνος ελπίδας. 

 

Κι όμως …

Κόκκινο σου εμφανίζεται, 

το τρυφερό το ρόδο.

Πορτοκαλί είν’ ο ορίζοντας,

στο τέλος κάθε χρόνου.

Κίτρινες οι αχτίδες οι απαλές,

στους ώμους σαν σ’ αγγίζουν.

Πράσινη η χλόη η ανάλαφρη,

κάτω απ’ τα δάχτυλά σου.

Μπλε η απέραντη θάλασσα,

το σώμα σου να απλώνεις. 

Μωβ είναι τα δαμάσκηνα,

τους μήνες της Περσεφόνης.

 

Γιατί πώς θα ‘ταν η ζωή 

αν δεν υπήρχε χρώμα,

Γκρίζα, μουντή και άκαρδη, 

σαν άγριος χειμώνας.

Αντωνοπούλου Ειρήνη: «Κύματα»

Κυανά νερά

αστράφτουν ζωή. 

Δροσερή αλμύρα φυσάει,

με το απαλό αγέρι αγγίζει 

θόλο ολογάλανο στου ουρανού την άκρη.

Κι η θάλασσα κλέβει όλες τις ηλιαχτίδες.

Σε βυθό ήρεμο αστερισμοί σπιθίζουν,

χορεύουν.

Μπλέκει ο άνεμος

μαλλιά από μετάξι.

Και γαληνά, τα κύματα μεθούν

απ’ του ηλίου την πνοή.

Και ξάφνου από κάπου μακριά

πλησιάζει καλπάζοντας στα ήρεμα νερά

ξανθό, δελφινοκόριτσο.

Απ’ τις λυτές πλεξούδες

στάζει μαγεία, 

ευτυχίας.

Φως πλημμυρίζει•

ελπίδα ανθίζει.

Καθώς χορεύουν ήρεμα

και φωτίζονται

του κόσμου όλες οι ομορφιές.

Κι εγώ κοιτώ, τα αλλοτινά

Κι αναλογίζομαι.

Μες σε λέμβο ανισόρροπη,

σε μυαλό κενό,

το χάος.

Τοίχοι μισοί, συντρίμμια 

Ακόμα τραντάζουν, συθέμελα

τα αυτιά 

το νου

τη ψυχή.

Βόμβες, φωτιές, κραυγές,

Ο εχθρός πλησιάζει

Του τρόμου το φως με τυφλώνει.

Η απόδραση δεν ήρθε

και το μυαλό

με σταματάει.

Σε σύγχυση κοιτώ, τριγύρω

Ψάχνω να βρω

να βρω την έξοδο,

τη σωτηρία.

Και αυτή γύρισε,

μα δε με κατάλαβε,

Και ξανά γυρνά τη πλάτη.

Τέλος.

Ερημιά, 

αλμύρα στη γεύση

από αίμα και από θάλασσα. 

Καμιά ζωή πλέον δε ζω.

από κάτω από: Πεζογραφία, Ποίηση | με ετικέτα ,  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Απονομή Βραβείων και Επαίνων σε μαθητές του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής που διακρίθηκαν στον 40ο Παγκρήτιο Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Χανίων    

Βράβευση 6 μαθητών του Ομίλου Δ.Γ. στον 9ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Δήμου Βύρωνα

Ιαν 20244
IMG20231228183753 2 1

Με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση παρευρεθήκαμε και φέτος στην τελετή Απονομής του 9ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Λογοτεχνικής Έκφρασης Έφηβων και Νέων “Στο βλέμμα του Μπάιρον” με τίτλο “Μη σταματάς να ονειρεύεσαι”, η οποία πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 28/12/2023, στο αμφιθέατρο «Αντώνης Τρίτσης», στην Ακαδημία Αθηνών.

Κατά την διάρκεια της εκδήλωσης η συγγραφέας και συντονίστρια του Διαγωνισμού κα. Δήμητρα Νούση παρουσίασε την Ανθολογία “Μη σταματάς να ονειρεύεσαι” του Δήμου Βύρωνα, στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα λογοτεχνικά κείμενα των παιδιών που διακρίθηκαν, διαβάστηκαν αποσπάσματα από τα έργα των μαθητών και σε κλίμα ιδιαίτερης συγκίνησης απονεμήθηκαν τα βραβεία στους μαθητές αλλά και στους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν στον Διαγωνισμό.
Από τα παιδιά του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής παρευρέθηκαν και παρέλαβαν τα βραβεία τους οι:
  • Μπαλλά Βασιλική, μαθήτρια του Πρότυπου ΓΕΛ Ηρακλείου (1ο Βραβείο Πρωτότυπης Λογοτεχνικής Δημιουργίας στη Λογοτεχνική Συντροφιά του Δήμου Βύρωνα)
  • Μπριλάκη Ροδάνθη, μαθήτρια του Πρότυπου ΓΕΛ Ηρακλείου (2ο Βραβείο στην Κατηγορία Ποίηση-Εφήβων)
  • Κώστας Ψαρομήλιγκος, μαθητής του 2ου Γυμνασίου Ηρακλείου (Τιμητικό Βραβείο Λογοτεχνικής Δημιουργίας στη Λογοτεχνική Συντροφιά του Δήμου Βύρωνα)

Στον ίδιο διαγωνισμό διακρίθηκαν αλλά για λόγους αντικειμενικής δυσκολίας δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν στην εκδήλωση και οι μαθητές:

  • Σπυριδάκη Στέλλα, μαθήτρια του Πρότυπου ΓΕΛ Ηρακλείου (1ο Βραβείο στην Κατηγορία Ποίηση-Εφήβων)
  • Δαδής Δημήτρης, μαθητής του Πρότυπου ΓΕΛ Ηρακλείου (3ος Τιμητικός Έπαινος στην Κατηγορία Ποίηση-Εφήβων)
  • Τοχταμή Κωνσταντίνα, μαθήτρια του Πρότυπου ΓΕΛ Ηρακλείου (Τιμητικό Βραβείο Λογοτεχνικής Δημιουργίας στη Λογοτεχνική Συντροφιά του Δήμου Βύρωνα).

Για ακόμη μια χρονιά εκφράζουμε τις θερμές ευχαριστίες μας στο Δήμο Βύρωνα και στην Οργανωτική Επιτροπή του Διαγωνισμού για την άψογη διοργάνωσή του.

Εκ μέρους του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής

Μαρία Φιολιτάκη

Τα βραβευθέντα κείμενα των μαθητών του Διαγωνισμού μπορείτε να τα διαβάσετε σε παλαιότερη ανάρτηση πατώντας ΕΔΩ.

Το Δελτίο Τύπου του Δήμου Βύρωνα καθώς και φωτογραφικό υλικό από την βράβευση θα το βρείτε ΕΔΩ.

Untitled 415040032 771382898350203 4008251094184951326 n 415162959 771387188349774 4564943020527815867 n IMG20231228183902

 

από κάτω από: Ανακοινώσεις, Πεζογραφία, Ποίηση | με ετικέτα ,  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Βράβευση 6 μαθητών του Ομίλου Δ.Γ. στον 9ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Δήμου Βύρωνα    

Διακρίσεις στον 9ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνικής Έκφρασης του Δήμου Βύρωνα

Οκτ 202319

Ξεκίνημα μιας ακόμα δημιουργικής χρονιάς για τον “Όμιλο Δημιουργικής Έκφρασης και Γραφής” του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου με τον πιο αισιόδοξο τρόπο…

Σήμερα, Πέμπτη 19 Οκτωβρίου, ανακοινώθηκαν από τον Δήμο Βύρωνα τα ονόματα των μαθητών που διακρίθηκαν στον 9ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνικής Έκφρασης Δήμου Βύρωνα 2022 στο πλαίσιο της Δράσης με τίτλο «στο βλέμμα του Μπάιρον».

https://www.dimosbyrona.gr/article.php?id=11992#

Έφηβοι μαθητές, ηλικίας 13-18 ετών και νέοι, ηλικίας 18-30 ετών, από όλη την Ελλάδα συμμετείχαν με λογοτεχνικό κείμενο, πεζό ή ποίημα και προσπάθησαν να εκφράσουν σκέψεις, προβληματισμούς και στοχασμούς με αφορμή ένα επίκαιρο θέμα: “Ειρήνη η μόνη επιλογή”. Πιο συγκεκριμένα, οι μαθητές κλήθηκαν να απαντήσουν λογοτεχνικά σε μια από τις παρακάτω φράσεις:

  1. «στον πόλεμο οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους, στην ειρήνη τα παιδιά θάβουν τους γονείς» (Ηρόδοτος)
  2. «Ποτέ πια πόλεμος, ποτέ πια φασισμός» (Σύνθημα κατά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου)
  3. «Ο πόλεμος δεν μπορεί να γίνει ανθρώπινος, μόνο να καταργηθεί μπορεί» (Άλμπερτ Αϊνστάιν)
  4. «Μεσ’ στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρά του» (Γιάννης Ρίτσος)
  5. «Η ειρήνη δεν χαρίζεται, κερδίζεται» (Θεοδόσης Πιερίδης).

                Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην έκθεση αξιολόγησής της η Κριτική Επιτροπή του Διαγωνισμού, «Για άλλη μια φορά το θέμα του διαγωνισμού ήταν συνδεδεμένο με την επικαιρότητα του πολέμου και την ανάγκη για ειρήνη. Οι αναφορές των κειμένων, που έγραψαν τα παιδιά, στην Ουκρανία και τα αραβικά κράτη, θα αποτελούν για το μέλλον τη μαρτυρία της νεανικής σκέψης για τις σύγχρονες προκλήσεις».

            Το ποίημα με τίτλο “Χρωματίζοντας” της Στέλλας Σπυριδάκη και το ποίημα με τίτλο “Εσωτερικός Μονόλογος” της Ροδάνθης Μπριλάκη (μαθητριών του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου και μελών του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής), απέσπασαν το 1ο και 2ο Βραβείο Ποιητικών Κειμένων αντιστοίχως στην κατηγορία Έφηβοι. Στην ίδια κατηγορία 3ο Τιμητικό Έπαινο έλαβε το ποίημα “Όνειρο Ιλαρό” του Δημήτρη Δαδή, ενώ Επαίνους Συμμετοχής έλαβαν οι μαθητές Κουτσάκης Αντώνης και Κουτεντάκη Εβελίνα με τα ποιήματά τους “Ώσπου να βγει ο ήλιος” και “Τόσο η ειρήνη…”.

           Θερμά συγχαρητήρια σε όλα τα παιδιά του που συμμετείχαν στον Διαγωνισμό. Εκφράζουμε τις θερμές ευχαριστίες μας προς τον Δήμο Βύρωνα, που με άψογο τρόπο διοργάνωσε για ακόμα μια χρονιά τον συγκεκριμένο διαγωνισμό, ο οποίος ιδιαίτερα φέτος αποτέλεσε πηγή σκέψης και προβληματισμού.

Ακολουθούν τα κείμενα των παιδιών που διακρίθηκαν:

 

Στέλλα Σπυριδάκη: «Χρωματίζοντας»

Ασπρόμαυρος κόσμος

κι οι άνθρωποι θηρευτές.

Θηρευτές όπλων,

θηρευτές κραυγών,

θηρευτές νεκρών.

Όχι.

Χρώματα.

Χρώματα αναζητώ.

Πρώτα…γαλάζιο

-ναι γαλάζιο.

Έντονο γαλάζιο.

Να βάψω τη θάλασσα,

τη μαύρη πλέον θάλασσα.

Κι έπειτα άσπρο,

με μανία να ζωγραφίζω την Ειρήνη.

Με κεφαλαία γράμματα, με ιριδίζοντα χρώματα φωτός·

σε κάθε γωνιά

σε κάθε προκυμαία

σε κάθε μαχαίρι.

Να το βλέπουν οι δολοφόνοι.

Μετά θα φωνάζω.

Θα βγω και θα φωνάζω.

Θα φωνάζω “Ειρήνη”.

Κι όλο και κάποιο σύννεφο θ’ ακούσει

-δε μπορεί.

Θα σταματήσει να βρέχει πόλεμο.

Μονάχα τα περιστέρια θα μιλούν.

Και τότε τα όνειρα θα γίνουν έγχρωμα.

 

Μπριλάκη Ροδάνθη: «Εσωτερικός μονόλογος»

Ποιον να κατηγορήσω

για τα χρόνια της άπνοιας;

Γενιές παλιές ή τωρινές

Την μάνα μου;

Τον γείτονα;

Το φωτεινό κουτί των άδειων ιδεών;

Τα τρένα που μ’ αφήνουν πίσω;

Τον πύρινο ήχο

του ουρανού.

 

Πρώτα φυτρώνουν τα λουλούδια.

Ύστερα ανθίζουν τα μπουμπούκια.

Όλα δελεαστικά

ανάποδα,

σε τούτη τη χώρα.

 

Στην γη των αγγέλων μην πας.

Νωρίς είναι…

Σε παρακάλεσα.

Μην πας.

Δεν έχω εισιτήριο.

Δεν έχεις εισιτήριο.

Μην πας.

 

Ξέρω μια χώρα που ο απόηχος της σύγχυσης

κόπασε

χρόνια τώρα.

Έλα μαζί μου.

Άγουρα τα φρούτα που σου έδωσαν.

Πάλι καλά

να λες.

 

Ψάχνουν εισιτήρια όλοι.

Να φύγουν

Θα φύγουν.

Για που;

Ο νους φυλακή

το σώμα ανήμπορο.

Για που;

(αν απόλαυσες την νιότη

μην τους πεις…)

 

Δημήτρης Δαδής: «Όνειρο ιλαρό»

Κι η ελπίδα

έρημη πλανιέται

ψάχνοντας να βρει τη λύτρωση

και να σωθεί.

Διάπλατα πόρτες

της ανοίγονται,

μα καμιά δεν μα καμιά δεν οδηγεί

εκεί που ίδια ποθεί.

 

Και κει,

στο τέρμα του βουβού δωματίου

μια πόρτα που άδεια μοιάζει

περιμένει.

Μα σαν την ανοίξει

λάβαρο υψωμένο και ζωσμένο σε φλόγες

θ’ αντικρίσει.

 

Μα όλα αυτά

εκείνη,

τα αγνοεί

γιατί αυτό που λαχταρά

είναι η πόρτα που κρύβει

το όνειρο,

που πάντα λησμονούσε.

 

Κι αν τελικά τις φλόγες παραμερίσει,

κι άλλες πόρτες πίσω τους

λουσμένες στο φως

θ’ ανοίξουν.

Και τότε ακτίνες λαμπερές

θα πλημμυρίσουν

την ψυχή της.

 

Κι όταν όλα αυτά

με κόπο θα ‘χει αποκτήσει

ήσυχη

θα μπορέσει να ψάξει

και για άλλες πόρτες!

 

από κάτω από: Ανακοινώσεις, Ποίηση, Χωρίς κατηγορία | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Διακρίσεις στον 9ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνικής Έκφρασης του Δήμου Βύρωνα    

Παραλαβή Επάθλων για την Τιμητική Διάκριση στον 15ο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό των Εκδόσεων Πατάκη

Οκτ 20234
IMG20231025142016

Με πολύ μεγάλη χαρά οι μαθητές του Πρότυπου Γενικού Λυκείου παρέλαβαν και φέτος το έπαθλό τους για τη συμμετοχή τους στον 15ο Διαγωνισμό Γραπτού Λόγου των Εκδόσεων Πατάκη, ο οποίος διοργανώθηκε κατά το προηγούμενο Σχολικό Έτος 2022-23.

IMG20231025142029

Στο συγκεκριμένο διαγωνισμό η ομάδα μαθητών του Πρότυπου Γενικού Λυκείου εργάστηκε στο πλαίσιο του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής και έλαβε Τιμητική Διάκριση. Οι Εκδόσεις Πατάκη δώρισαν στη βιβλιοθήκη του Σχολείου μας 17 λογοτεχνικά βιβλία.

Την τιμητική διάκριση έφεραν στο Πρότυπο Γενικό Λύκειο οι μαθητές και οι μαθήτριες του Ομίλου:

  1. Κουτσάκης Αντώνης (Π.Λ.Η. Τάξη Α): Ποίηση “Ζωή Παντοτινή”
  2. Κουτεντάκη Εβελίνα (Π.Λ.Η. Τάξη Α): Ποίηση “Χαμένη ματιά”
  3. Κολυδάκης Ιάσονας (Π.Λ.Η. Τάξη Α): Ποίηση “Απόγευμα”
  4. Κοσμά Ανθή (Π.Λ.Η. Τάξη Β΄): Ποίηση “Αγάπης φλόγες”
  5. Γαγγιολάκη Καίτη (Π.Λ.Η. Τάξη Β): Ποίηση “Καταστροφή”
  6. Καραγιαννοπούλου Νάγια (Π.Λ.Η. Τάξη Β): Ποίηση “Στα σύννεφα”
  7. Φασουλά Λένα (Π.Λ.Η. – Τάξη Β): Ποίηση “3 π.μ.”
Ευχαριστούμε θερμά τις Εκδόσεις Πατάκη τόσο για την άψογη διοργάνωση του Διαγωνισμού όσο και για την δωρεά των συγκεκριμένων βιβλίων, τα οποία ευελπιστούμε ότι θα αποτελέσουν πηγή έμπνευσης και δημιουργίας.
                                                                                                               Εκ μέρους του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής
                                                                                                                                                                Μαρία Φιολιτάκη

Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού έχουν αναρτηθεί στη διεύθυνση:

https://www.patakis.gr/ekdotikos-oikos/post/21096/APOTELESMATA-15ou-DIAG%CE%9FNISMOU-GRAPTOU-LOGOU/

από κάτω από: Ανακοινώσεις, Πεζογραφία, Ποίηση, Χωρίς κατηγορία | με ετικέτα ,  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Παραλαβή Επάθλων για την Τιμητική Διάκριση στον 15ο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό των Εκδόσεων Πατάκη    

2 Βραβεία, 1 Εύφημος Μνεία, 6 Έπαινοι Συμμετοχής σε μαθητές του Ομίλου Δ.Γ. στον Παγκρήτιο Μαθητικό Διαγωνισμό Διηγήματος

Μάι 202314
20230512 201439

Διαφορετική και ιδιαίτερα συγκινητική ήταν για τους μαθητές του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής αυτή τη τελετή Απονομής καθώς πραγματοποιήθηκε στην πόλη μας.

Πιο συγκριμένα, την Παρασκευή 12/5/2023 στην Αίθουσα της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης, εκπροσώπων της πολιτικής εξουσίας, του Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης Κρήτης, εκπροσώπων προσφυγικών Σωματείων της Πόλης μας και πλήθους κόσμου πραγματοποιήθηκε η Τελετή Βράβευσης για τον Παγκρήτιο Μαθητικό Διαγωνισμό Διηγήματος με θέμα την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο διαγωνισμός αυτός συνδιοργανώθηκε από τον Σύλλογο Αλατσατιανών  και την Ένωση Φιλολόγων Νομού Ηρακλείου και είχε τη στήριξη του Δήμου Ηρακλείου, της Περιφέρειας Κρήτης και του Ομίλου “Καράτζης Α.Ε.”.

Όπως αναφέρθηκε από την οργανική επιτροπή, το διαγωνισμό αγκάλιασαν με ιδιαίτερη θέρμη μαθητές από Γυμνάσια και Λύκεια σχεδόν από όλους τους Νομούς της Κρήτης, οι οποίοι “πλησίασαν” μια από τις πιο σημαντικές ιστορικές στιγμές του Νεότερου Ελληνισμού, εμπνεύστηκαν από αυτή και προσπάθησαν να αποδώσουν στα κείμενά τους την βαρβαρότητα του πολέμου, τον πόνο της προσφυγιάς και την ελπίδα για μια νέα ζωή.

Στο συγκεκριμένο διαγωνισμό έλαβαν Βραβεία οι μαθητές του Ομίλου:

  1. Μπριλάκη Ροδάνθη (μαθήτρια Γ΄ Τάξης του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου): 2ο Βραβείο στην Κατηγορία Λυκείου για το διήγημά της “Επιστολή 35η”
  2. Ψαρομήλιγκος Κωνσταντίνος (μαθητής Β΄ Τάξης του 2ου Γυμνασίου Ηρακλείου): 2ο Βραβείο στην Κατηγορία Γυμνασίου για το διήγημά του “Επίγεια Κόλαση”

Εύφημο Μνεία, για την κατάκτηση της 3ης θέσης στην κατηγορία Λυκείου, έλαβε η μαθήτρια Χάρις Ορφανού (Β΄ Τάξη Μουσικού Σχολείου Ηρακλείου) για το διήγημά της “Bay garip”.

Έπαινο για τη συμμετοχή τους έλαβαν οι μαθητές:

  1. Κουτσάκης Αντώνης (Α΄ Λυκείου, Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου)
  2. Δαδής Δημήτρης (Α΄ Λυκείου, Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου)
  3. Καγιαμπάκης Γιώργος (Α΄ Λυκείου, Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου)
  4. Τοχταμή Κωνσταντίνα (Γ΄ Λυκείου, Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου)
  5. Κτιστάκη Ραφαέλα-Ερασμία (Γ΄ Λυκείου, Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου)
  6. Χότζα Αγκνέσα (Γ΄ Γυμνασίου, 11ο Γυμνάσιο Ηρακλείου
  7. Αεράκη Δέσποινα (Γ΄ Γυμνασίου, Πρότυπου Γυμνάσιο Ηρακλείου)

Θερμά Συγχαρητήρια στους φορείς που συνεργάστηκαν για την άψογη διοργάνωση του διαγωνισμού, για την τόσο όμορφη Τελετή Απονομής και για τα πλούσια δώρα που δόθηκαν στα παιδιά. Το πιο σημαντικό όμως “δώρο” ήταν αυτό του κινήτρου για ενεργοποίηση της δημιουργικής φαντασίας των μαθητών μας με σκοπό την πρόσληψη μιας ιδιαίτερα φορτισμένης ιστορικής σελίδας του τόπου μας και την διατήρησή της στη μνήμη μας.

Ένα μεγάλο μπράβο αξίζει στα παιδιά μας αλλά και σε όλα τα παιδιά που συμμετείχαν.

Οι συνεργαζόμενες καθηγήτριες

Μαρία Φιολιτάκη (Πρότυπο ΓΕΛ Ηρακλείου)

Μαρία Αθανασάκη-Χρυσή Χουρσάν (11ο Γυμνάσιο Ηρακλείου)

 

Ακολουθεί φωτογραφικό υλικό καθώς και τα κείμενα των παιδιών που βραβεύτηκαν.

20230512 200642IMG 20230512 195917 20230512 20095220230512 20081320230512 20012820230512 200836

Κώστας Ψαρομήλιγκος: Επίγεια κόλαση

– Μη! Όχι! Όχι την κόρη μου. Ακούστηκε μια κραυγή και χάλασε την σιγή της αυγουστιάτικης, ξάστερης νύχτας.

 

Η ώρα ήταν 2:30 την νύχτα. Η μικρή Αντιγόνη, ανήσυχη από το ουρλιαχτό, πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι της και νυχοπατώντας, για να μην ξυπνήσει τον πατέρα της, έφτασε στην κάμαρα των γονιών της.

– Μαμά, ψιθύρισε, φοβάμαι. Άκουσες αυτήν την κραυγή;

– Ναι, αγάπη μου. Αλλά δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Η κυρία Αξιότη, από δίπλα μάλλον βλέπει πάλι εφιάλτη.

– Είπε και κάτι για την κόρη της…

– Μα δεν έχει κόρη, αγάπη μου. Πήγαινε στο κρεβατάκι σου τώρα. Είναι ακόμα πολύ αργά

– Μαμά, είναι σίγουρα καλά η κυρία Αξιότη;

– Αύριο το πρωί θα πάμε να την επισκεφτούμε και θα το δεις και μόνη σου. Μια χαρά θα είναι.

Το επόμενο πρωινό η Αντιγόνη ξύπνησε νωρίς νωρίς για να προλάβει τον μπαμπά της που θα πήγαινε στην δουλειά. Της αρέσει, τώρα που είναι καλοκαίρι και προλαβαίνει να τον καλημερίσει πριν φύγει για το δικηγορικό γραφείο του. Αργότερα, σηκώθηκε και η μαμά της. Η Αντιγόνη δεν είχε ξεχάσει την υπόσχεση που της έδωσε: σήμερα θα πήγαιναν να επισκεφτούν την κυρία Αξιότη.

Η κυρία Αξιότη ήταν μια γλυκύτατη γριούλα και κάθε πρωί την ώρα που έφευγε η Αντιγόνη για το σχολείο της, την χαιρετούσε με ένα ζεστό χαμόγελο και της έλεγε «Να περάσεις όμορφα γιαβρί μου».

Η Αντιγόνη δεν ήξερε τι είναι αυτό «γιαβράμ» αλλά της άρεσε. Της άρεσε τόσο που τον σκύλο της τον έβγαλε «Αβράμ» από το «γιαβράμ».

– Θα πάμε να την επισκεφτούμε, αφού ετοιμάσω κάτι για να της κρατάμε, είχε πει η μητέρα και η Αντιγόνη περίμενε υπομονετικά.

Όταν το πεσκέσι για την κυρία Αξιότη ήταν έτοιμο, μάνα και κόρη έκλεισαν την πόρτα του κήπου, περπάτησαν δύο βήματα και στάθηκαν στο διπλανό σπίτι. «Στρατή Δούκα 13» έγραφε με μεγάλα γράμματα έξω από την πόρτα. Η Αντιγόνη έμενε στο 11. Χτύπησαν το κουδούνι και η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέσως, χωρίς ν’ ακουστεί καν η φωνή της κυρίας Αξιότη από το θυροτηλέφωνο. Ανέβηκαν με τα πόδια ως τον πρώτο όροφο και την βρήκαν να τους περιμένει στην πόρτα.

– Καλησπέρα κυρία Δήμητρα, έκανε κάπως αμήχανα η μαμά.

– Καλώς τις. Απάντησε εύθυμα η κυρία Αξιότη που κάθε άλλο παρά φάνηκε να παραξενεύτηκε από την αναπάντεχη επίσκεψη. Θα έλεγε κανείς ότι μάλλον τις περίμενε. Τι κάνεις τζιέρι μου; Ρώτησε την Αντιγόνη.

– Καλά είμαι. Εσείς όμως είστε καλά; Ρώτησε ανήσυχη και χωρίς να διστάζει η Αντιγόνη.

– Κυρία Δήμητρα, διέκοψε την Αντιγόνη η μητέρα της, εγώ και η Αντιγόνη ήρθαμε για να σας φέρουμε αυτό το γλυκό και για να δούμε αν χρειάζεστε κάτι. Είπε με βιασύνη, προκειμένου να προλάβει την απορία που ζωγραφίστηκε στο βλέμμα της γειτόνισσάς της μετά την τόσο αυθόρμητη ερώτηση της μικρής Αντιγόνης.

– Δεν χρειάζομαι κάτι, απάντησε σαστισμένη η κυρία Αξιότη αλλά τι σας κάνει να πιστεύετε ότι δεν είμαι καλά;

– Χθες το βράδυ σας ακούσαμε να φωνάζετε. Υποθέσαμε ότι κάτι συνέβαινε. Μάλλον κάναμε λάθος. Είπε η μητέρα.

– Καταλαβαίνω, απάντησε η κυρία Αξιότη. Όχι δεν κάνατε λάθος. Περάστε μέσα, σας παρακαλώ. Ας δοκιμάσουμε κι εκείνο το γλυκό που φέρατε και αν έχετε χρόνο μπορούμε να τα πούμε λίγο. Θα καταλάβετε…

Το σπίτι, όπως φαινόταν και απέξω, ήταν παλιό αλλά η κυρία Αξιότη, παρά τα χρόνια της, το φρόντιζε πολύ και το διατηρούσε σε καλή κατάσταση. Από το ταβάνι κρεμόταν ένα μεγαλόπρεπο φωτιστικό. Ο ξεθωριασμένος καναπές πρόδιδε το πέρασμα του χρόνου και ο σκαλιστός μπουφές και το ακριβό σερβίτσιο μέσα από τη βιτρίνα, μαρτυρούσαν μια αλλοτινή πολυτέλεια. Στους τοίχους κρέμονταν ασπρόμαυρες φωτογραφίες χαμογελαστών αλλά και σοβαρών προσώπων, περίτεχνες κορνίζες που πλαισίωναν φωτογραφίες μιας πόλης με ψηλά αρχοντικά σπίτια γύρω από ένα πολυσύχναστο λιμάνι. Εικόνες που αποτύπωναν στιγμές μιας άλλης εποχής, μακρινής αλλά ένδοξης.

– Καθίστε. Είπε η κυρία Αξιότη δείχνοντας δύο αναπαυτικές πολυθρόνες. Εγώ θα πάω να φέρω ένα ζεστό ρόφημα για να συνοδεύσουμε το κέικ της μαμάς σου που μοσχομυρίζει. Στράφηκε στην Αντιγόνη.

Σε λίγη ώρα γύρισε πίσω με έναν δίσκο και τρία φλυτζάνια, από τα οποία έβγαινε μια τόσο όμορφη ευωδία.

– Σαλέπι, είπε σαν να μάντεψε την ερώτηση. Θα σας αρέσει· δοκιμάστε. Μετά την πρώτη γουλιά, η ατμόσφαιρα έγινε ακόμη πιο φιλική σαν η ζέστη του ροφήματος να ζέστανε και τις καρδιές. Και τότε η κυρία Αξιότη στράφηκε προς την μητέρα της Αντιγόνης:

– Μπορείτε, να μου πείτε τι ακριβώς ακούσατε χθες το βράδυ;

– Φωνάζατε “Μη, μη όχι την κόρη μου!” Πετάχτηκε η Αντιγόνη.

Το πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας άλλαξε με μιας.

– Την κόρη μου…αναστέναξε μελαγχολικά. Ναι. Δίκιο έχεις, παιδί μου. Αχ, πόσο μου την θυμίζεις… Αλλά αν έχετε χρόνο μπορώ να σας τα πω από την αρχή, νιώθω πως ήρθε η ώρα να μιλήσω σε κάποιον. Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε αλλά η καταγωγή μου είναι από την Σμύρνη.

– Τι είναι αυτή η Σμύρνη; Ρώτησε η Αντιγόνη.

– Η Σμύρνη… η “Κυρία των κυριών”. Η πιο λαμπρή πόλη της Μικράς Ασίας. Παλιά ήταν ελληνική όμως τώρα πια την έχουν στην κατοχή τους οι Τούρκοι. Την λένε «Γκιαούρ Ιζμίρ», «Άπιστη Σμύρνη». Εκεί ήταν το σπίτι μου. Ζούσα μαζί με τον άντρα μου και την κόρη μας. Όλα ήταν ειρηνικά: Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι συνυπήρχαμε αρμονικά και καθένας ήταν προσηλωμένος στην δουλειά του. Αυτά όμως μέχρι τον Πόλεμο του 1914. Πολλοί έφυγαν για τα αμελέ ταμπουρού, απ’ όπου λίγοι γύριζαν ζωντανοί. Το 1919, σαν τέλειωσε ο πόλεμος και ήρθε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, νομίζαμε ότι τελείωσε ο εφιάλτης. Ακόμα το θυμάμαι. 16 του Μάη ήταν. Σαν ήρωες τους υποδεχτήκαμε. Νομίζαμε ότι θα ζούσαμε σαν και πρώτα. Μα κάναμε λάθος. Στην αρχή, η όλη επίθεση πήγαινε καλά. Ο ελληνικός στρατός νικούσε και όλοι ήταν ευδιάθετοι και αισιόδοξοι στην Σμύρνη. Όμως, οι επιθέσεις ήταν άγριες ενάντια στους Τούρκους κι αυτοί δεν έκατσαν με σταυρωμένα χέρια: όταν ήρθε η ώρα της αντεπίθεσης πήραν το αίμα τους πίσω. Έλεγαν «δεν είχαμε δουλειά μέσα στην Τουρκία» και μέρα με την μέρα η κατάσταση χειροτέρευε. Οι Τούρκοι διέπρατταν βιαιότητες σε όσους είχαν την παραμικρή σχέση με την Ελλάδα. Και ξαφνικά όλα κατέρρευσαν. Φωτιές παντού και κόσμος που καιγόταν. Το σπίτι μας τυλίχτηκε στις φλόγες. Και εγώ αγκαλιά με την κόρη μου, τριών χρονών παιδάκι να τρέχω να ξεφύγω. «Τρέχα! Πάρε τη Μαρία και φύγε». Άκουσα τον άντρα μου να μου λέει. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτα. Άρπαξα το παιδί και το ‘βαλα στα πόδια. Ο άντρας μου δεν μ’ ακολούθησε. Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε. Τρέξαμε στο Και και πλησιάσαμε προς την πρώτη βάρκα που βρήκαμε μπροστά μας. Όλοι έψαχναν διέξοδο από την επίγεια κόλαση, καθώς εγώ με την κόρη μου στριμωχνόμασταν στην βάρκα. Ακόμα αναθεματίζω εκείνη την στιγμή. Την κόρη μου την έλεγαν Μαρία. Όμως, μέσα στην σύγχυση κάποια μάνα φαίνεται έχασε το παιδί της και πέρασε την κόρη μου για δική της. Μεμιάς αρπάζει την Μαρία από την βάρκα και την τραβάει όξω λέγοντας «Yasemin burdasin», που σημαίνει «Γιασμίν εδώ είσαι» . «Μη, μη όχι την κόρη μου!» φώναξα. Τότε ένιωσα να χάνομαι… Θυμάμαι, ξύπνησα όταν η βάρκα έδεσε στην Μυτιλήνη. Μια γυναίκα μου φώναξε «Σήκω, φτάσαμε. Σωθήκαμε». Την κοίταξα, δεν της μίλησα, τι να της πω. Δεν ήξερα αν ζούσα ή είχα πεθάνει.

Εκεί σταμάτησε η κυρία Δήμητρα Αξιότη. Σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν από το γέρικο, πονεμένο, γεμάτο ρυτίδες πρόσωπό της.

– Ω, δεν ξέρω τι να πω… Ψέλλισε η μαμά της Αντιγόνης. Λυπάμαι πολύ.

– Είναι τόσο άδικο είπε η Αντιγόνη και ξέσπασε και αυτή σε κλάματα.

– Μην κλαις, γιαβρί μου. Μην κλαις και μου σπαράζεις την καρδιά. Είπε η κυρία Αξιότη. Τώρα που είναι καλοκαίρι θα έρχεσαι να με βλέπεις που και που, ε; Ρώτησε ξανασκουπίζοντας τα δάκρυά της.

– Ναι, ναι! Είπε ενθουσιασμένη η μικρή Αντιγόνη. Σηκώθηκε, πήγε στην κυρία Αξιότη και την πήρε αγκαλιά χωρίς να τη ρωτήσει.

Πίσω από τους ώμους της γριούλας, είδε το κάδρο του τοίχου.  Τώρα η θάλασσα της πόλης του κάδρου δεν ήταν πια γαλήνια. Της φάνηκε σαν να ‘χε πελώρια κύματα και βάρκες που έπαιρναν κόσμο μακριά από την επίγεια κόλαση. Και στο βάθος της σιωπής που επικράτησε στο σπίτι της οδού «Στρατή Δούκα 13» άκουσε «Δεν είμαι η Γιασμίν. Η Μαρία είμαι.».

________________________________________________

Μπριλάκη Ροδάνθη: «Επιστολή 35η» 

Αθήνα, 1935

 

Αγαπητέ Αλέξανδρε,

θυμάσαι; Μου είπες να ‘μαι δυνατή και να σε περιμένω. Μου είπες να μην κλάψω.

Δύσκολα πράγματα μου ζήτησες και, που και που, με παίρνει το παράπονο. Τότε, κάθομαι κι εγώ στο μπαλκόνι του σπιτιού της αδελφής σου εδώ στην Κηφισιά και σου γράφω κι ας ξέρω ότι ποτέ δεν θα λάβεις το γράμμα μου.

Αχ και να μπορούσες να έβλεπες πως μεγάλωσε η Μαρία μας και ο Γιάννης μας. Ακούς; Αρραβωνιάστηκε ο γιόκας σου που σαν χθες τον έπαιρνες καβάλα στα γόνατά σου. Τη βραδιά του αρραβώνα, έβγαλα το καλό τραπεζομάντηλο -εκείνο που τύλιξα το μωρό μας φεύγοντας τότε από τη Σμύρνη- και έφτιαξα σεκέρ παρέ για το τσάι με τους συμπεθέρους· έγλειφαν τα χέρια τους. Σ’ άρεσε και σένα πολύ, θυμάσαι; Εξόν από κείνη τη μέρα, τώρα δεν έχω λόγο να το φτιάχνω. Και τότε το έφτιαξα γιατί ήθελα να σε φέρω κοντά μας με έναν τρόπο….

Η Μαρία μας όπως πάντα πεισματάρα δεν παντρεύτηκε. Σπουδάζει, δουλεύει και θέλει λέει να γίνει μεγάλη και τρανή επιστήμονας. Την βλέπω να ζορίζεται και σφίγγεται η καρδιά μου. Αν ήσουν εδώ σίγουρα θα επέμενες να την παντρέψεις· μα σαν την έβλεπες με τη στολή της, μπορεί και ν’ άλλαζες γνώμη.

Η γειτονιά μας… Δύσκολα περάσαμε μέχρι να μας δεχτούν. Είδα κι έπαθα να τους δείξω πως νοικοκυρά είμαι κι εγώ και πως κάποτε ήμουν αφέντρα του σπιτιού μου στην Σμύρνη. Μα πάνω απ’ όλα ήθελα να αποδείξω πως είμαι Ελληνίδα στην ψυχή και στο σώμα. Σάμπως είμαστε σκουπίδια μας κοιτούσαν τ’ “αδέλφια” μας -όπως έλεγες αυτούς που ζούσαν στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου… Ας είναι καλά η αδελφή σου που μας φιλοξενεί στο σπίτι της και μερικοί γείτονες αλλιώς ίσως να ‘χαμε χαθεί και ‘μεις από τύφο, στοιβαγμένοι σ’ έναν από τους καταυλισμούς.

Σαν πήγα μια φορά, με την ελπίδα να συναντήσω κάποιον από την Σμύρνη μας και να μάθω νέα σου, μαύρισε η ψυχή μου. Με πλησίασε ένας παππούς κι άρχισε να με τράβα. «Έλα κόρη μου, πάμε να φύγουμε από δω, έλα, Ειρήνη μου, πάμε σπίτι». Τρόμαξα. Τι να του έλεγα; Πως δεν είμαι η κόρη του; Και πού άραγε να ήταν η κόρη του; Χάθηκαν οι μισοί μας άνθρωποι στον δρόμο για τον λυτρωμό και έμειναν άλλοι τόσοι πίσω να θρηνούν γι’ αυτούς. Στον καταυλισμό δεν ματαπήγα από τότε. Τα μάτια του γέρου με στοίχειωσαν ακόμη και στον ύπνο μου. Κι ας μην ήταν αυτό το πιο φρικιαστικό περιστατικό που αντίκρισα από τον ξεριζωμό μας…Ίσως γατί γονέας είμαι κι εγώ και δεν θα μπορούσα ούτε να φανταστώ πως χάνω τα παιδιά μου.

Σαν έμαθα πως έπεσε το μέτωπο του Αφιον-Καραχισάρ έχασα κάθε ελπίδα να σε ξαναδώ. Ήδη είχα αργήσει πολύ να φύγω κρατιόμουν -βλέπεις-  απ’ την ελπίδα ότι θα επέστρεφες να φύγουμε μαζί, πως να αφήσω το σπίτι μας μόνη με δύο παιδιά; Η αρμένικη συνοικία καιγόταν ήδη, όταν αποφάσισα να τα μαζέψω. Ο χρόνος είχε τελειώσει. Άνοιξα ένα μπόγο και πέταξα μέσα δυο ρούχα, την ασημένια ζαχαριέρα και την εικόνα της Παναγιάς. Με το καλό τραπεζομάντηλο τύλιξα το μωρό που κοιμόταν ακόμα. Άρπαξα τα παιδιά και δεν ήξερα που να πάω. Μου ‘χες πει «Κάνε κουράγιο, θα γυρίσω. Μα αν καταλάβεις πως κάτι δεν πάει καλά, φύγε… ΦΥΓΕ και μην γυρίσεις πίσω. Πήγαινε στην αδερφή μου. Εκεί θα ‘ρθω κι εγώ….» μου ΄χες πει…… Στηρίχτηκα στην ελπίδα κι έφυγα.

Στον δρόμο για το λιμάνι ουρλιαχτά έσκισαν τον ζεστό αέρα. Τα μάτια μου έτσουζαν από τον καπνό που σαν στόμα αδηφάγο κατέτρωγε τα σπίτια μας. Πάλευα να κλείσω τα μάτια των παιδιών να μην κοιτούν γύρω τους. Δυο χέρια μου έδωσε ο Θεός και δε μπόρεσα να προστατεύσω τις ψυχές τους από το θέαμα.

Και τότε… σαν έφτασα στην προκυμαία, μεγάλο κρίμα έκανα, μα δεν γινόταν αλλιώς… Σαν έφτασα στο λιμάνι αλαφιασμένη, είδα κόσμο να σπρώχνεται να μπει στις βάρκες. Πλησίασα έναν άντρα και του έτεινα το δαχτυλίδι που μου έβαλες στο χέρι τη μέρα του αρραβώνα μας. Με κοίταξε πονηρά… Του ‘δωσα και το βαφτιστικό σταυρό του μωρού… Ήθελα να φύγω με κάθε τρόπο. Που να πήγαινα; Το ‘χα από ώρα καταλάβει πως η Σμύρνη δεν υπήρχε.

Όσο απομακρυνόμασταν από τη Σμύρνη, τα παιδιά ρωτούσαν… ρωτούσαν συνέχεια για σένα… και στην Λέσβο και στην Αθήνα, όταν φτάσαμε, πάλι για σένα ρωτούσαν. Τους έλεγα πως θα έρθεις να μας βρεις σύντομα. Μετά από δύο χρόνια έπαψαν πια να ρωτούν. Σε έψαξα πολύ, σε ψάχνω κάθε μέρα. Όταν συνάντησα τον Παναγή δεν είχε ακούσει τίποτα για σένα…δεν τον ρώτησα περισσότερα. Είχε χάσει την γυναίκα του και ήθελα να τον παρηγορήσω μα δεν έβρισκα τις κατάλληλες λέξεις. Πως να μιλήσεις στον πόνο;

Ο καθένας ψάχνει κάποιον. Όλοι μας έχουμε χάσει κάποιον. Όλοι μας ψάχνουμε δικούς μας ανθρώπους. Και μέσα σε όλα αυτά φαντάζει τρομακτική η σκέψη της λήθης που φαίνεται να λουφάζει απειλητικά. Να μην ξεχάσουμε τίποτα, να τα μεταφέρουμε όλα στα παιδιά στα εγγόνια μας: μνήμες, παραδόσεις, έθιμα. Να φτιάξουμε τον τόπο μας απ’ την αρχή σε άλλο τόπο.

Πάνε δώδεκα χρόνια πια…. Μου λείπεις. Μου λείπει και το όμορφο σπίτι μας, και η θέα της θάλασσας απ’ το μπαλκόνι. Μου λείπει η Σμύρνη μας. Άραγε ποιος να μένει τώρα στην γειτονιά μας, στο σπίτι μας; Θα έδινα τα πάντα για να γυρίσω πίσω έστω και για λίγο. Αλλά δεν μας αφήνουν να επιστρέψουμε γιατί τα πράγματα δεν έχουν καταλαγιάσει ακόμα. Προς το παρόν κάθομαι εδώ στο μπαλκόνι και εξασκούμαι στο να θυμάμαι χωρίς να σκέφτομαι, εξασκούμαι στο να θυμάμαι χωρίς να νιώθω τον πόνο να σκίζει τα σωθικά μου.

 

Σου στέλνω την αγάπη μου.

Περιμένω να ανταμώσουμε πάλι,

Ευθυμία

_______________________________

Χάρις Ορφανού: «Bay garip»

 

Αθήνα, 20/09/1922

Είχα χρόνια να γράψω ημερολόγιο. Μόνο όταν ήμασταν παιδιά, γράφαμε σε αυτό τα μυστικά μας και ό,τι μας έκανε χαρούμενους ή μας γέμιζε λύπη. Έτσι και τώρα. Μπορεί να μην είμαι παιδί αλλά κάτι με σπρώχνει να σκύψω στο τετράδιο. Γράφω γιατί δεν θέλω να ξεχάσω όσα έζησα σήμερα, γιατί η μνήμη συχνά μας προδίδει, μα τα γραπτά όχι. Αυτά νικάνε τον χρόνο.

Γυρνώντας σήμερα από το γραφείο, ύστερα από μία κουραστική μέρα με τον ουρανό να είναι πιο γκρίζος από κάθε άλλη φορά, θλιμμένος, λες και ήξερε τι θα ακολουθήσει. Σχεδόν νιώθοντάς τον σαν βάρος, περπατούσα στο πεζοδρόμιο σκυφτός. Σκεπτόμενος τα δικά μου προβλήματα προσπαθώντας να απωθήσω από την σκέψη μου την εξέλιξη των γεγονότων στο μέτωπο της Μικρασίας και να κλειστώ στον εαυτό μου σαν άμυνα. Τότε ήταν που με την άκρη του ματιού μου διέκρινα κάτι στη γωνιά του πεζοδρομίου. Πλησίασα πιο κοντά από περιέργεια χωρίς να είμαι σίγουρος για το τι ακριβώς ήταν αυτό που έβλεπα και με τραβούσε κοντά του. Όταν όμως έφτασα αρκετά κοντά του κατάλαβα ότι ήταν ένα παιδί.

Ήτανε κουλουριασμένο στην άκρη του πεζοδρομίου με τα μάτια κλειστά -εμφανώς καταβεβλημένο από την κούραση και με μία ώριμη δυστυχία στο πρόσωπό του. Φορούσε κάτι κουρέλια. Κοίταξα τριγύρω αναζητώντας με το βλέμμα κάποιον που θα μπορούσε να είναι γονιός του ή έστω κάποιο αδέρφι, αν είχε. Όμως ο δρόμος ήτανε άδειος. Έκατσα λίγο να το κοιτάζω. Να ‘ναι κορίτσι ή αγόρι; Πόσο χρονών; Πώς να βρέθηκε εδώ; Πολλά ερωτήματα πλημμύρισαν το μυαλό μου και παραμέρισαν κάθε άλλη σκέψη μου και έτσι ξέχασα ό,τι άλλο είχα στο νου μου. Ασήμαντα όλα μπρος σε αυτή τη ψυχούλα στην άκρη του πεζοδρομίου, ένα μέτρο μακριά μου.

Ξαφνικά, αυτό το παιδάκι άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε τρομαγμένο. Έκανα ένα μεγάλο βήμα πίσω βιαστικά. Κάτι που σίγουρα δεν ήθελα να κάνω ήτανε να το τρομάξω. Σήκωσε το κεφάλι του και τότε σαν να διέκρινα μία λάμψη στα μάτια του. Νομίζω κατάλαβε τις προθέσεις μου και ένιωσε κάπως ασφαλές στην δυστυχία του. Στάθηκε όρθιο με την λιγοστή δύναμη που είχε. Πλέον μπορούσα να καταλάβω ότι ήταν αγοράκι. Ζήτημα να ήτανε δέκα χρονών.

Δεν μιλούσε ελληνικά. Το κατάλαβα γιατί προσπαθούσε να μου πει κάτι σε μία γλώσσα άγνωστη σ’ εμένα. Δεν τα παράτησε όμως. Μετά από διάφορες κινήσεις με τα χέρια του και κάποιες σκόρπιες λέξεις που ηχούσαν στον άδειο δρόμο χωρίς να λάβουν καμία απάντηση, ξαφνικά το πρόσωπό του σαν να φωτίστηκε. Έβαλε το χεράκι του βιαστικά στην τσέπη του κουρελιασμένου παντελονιού, έβγαλε ένα ταλαιπωρημένο χαρτί και το έτεινε προς το μέρος μου. Άπλωσα το χέρι μου και το πήρα πολύ προσεκτικά σαν να καταλάβαινα ότι μέσα σε αυτό ήταν η ελπίδα του παιδιού που είχα μπροστά μου. Πρέπει να ήτανε κάποιο έντυπο ταυτοπροσωπίας από τη χώρα του. Τα μάτια μου απευθείας καρφώθηκαν στην φωτογραφία που είχε πάνω αυτό το χαρτί. Είδα ένα παιδί σαν όλα τα άλλα, χωρίς τρόμο στα μάτια του, με ζωηράδα και λάμψη που φώτιζε το προσωπάκι του. Φορούσε καθαρά ρούχα και ήταν πραγματικά πολύ όμορφο. Μα αυτό που μου τράβηξε πιότερο την προσοχή, ήταν το χαμόγελό του.

Δεν είχα δει ποτέ κάποιον να χαμογελάει έτσι. Σχεδόν μπορούσα να ακούσω το γέλιο του. Το χαμόγελό του πλατύ. Καταλάμβανε όλο του το πρόσωπο. Τα μάτια του κλειστά, φάνταζαν μικροσκοπικά μπροστά στα χείλη του. Φαινόταν να είχε βρει κάτι που λείπει από τις ζωές όλων μας.

Αμέσως, έστρεψα το βλέμμα μου στο παιδί που είχα μπροστά μου και αναζήτησα το χαμογελαστό προσωπάκι της φωτογραφίας. Δεν το είδα. Μπροστά μου βρισκόταν ένας ενήλικας που υποδυόταν το παιδί. Ξαφνικά, συνειδητοποίησα από που είχε έρθει αυτό το αγόρι. Ποιος ξέρει τι πέρασε για έρθει εδώ. Έψαξα για το χαμόγελό του στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του. Μάταια. Το μόνο που είδα ήταν ένα ενοχλημένο πρόσωπο. Δοκίμασε να μου ξαναπεί κάτι που δεν κατάλαβα και ύστερα έτεινε το χέρι του με σκοπό να του δώσω το έγγραφό του. Το πήρε και το φύλαξε πάλι βιαστικά στην τσέπη του. Εγώ χωρίς να ξέρω γιατί, σαν κάποια δύναμη να με ώθησε να το κάνω, χάιδεψα με το χέρι μου το κεφαλάκι του, μα ύστερα το τράβηξα βιαστικά πίσω. Πλημμυρισμένος από ένα αλλόκοτο συναίσθημα, γύρισα την πλάτη, έφυγα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και βυθίστηκα ξανά στις σκέψεις μου.

Μα νιώθω ένα περίεργο συναίσθημα από τότε. Αυτό με σπρώχνει και τώρα στο χαρτί. Ελπίζω αύριο να συναντήσω πάλι αυτόν τον μικρό και να του προσφέρω κάποια βοήθεια ή έστω να καταλάβω τι θέλει να μου πει.

 

Αθήνα, 20/09/1922

Σήμερα είναι η δεύτερη μέρα που βρίσκομαι εδώ.  Δεν ξέρω που ακριβώς. Δεν έχω κανέναν άλλο εκτός από εσένα. Tο μόνο αντικείμενο που πρόλαβα να πάρω προτού φύγουμε όλοι τρέχοντας από το σπίτι. Κι από όλους μόνο εγώ είμαι εδώ. Η μάνα κι ο πατέρας έμειναν πίσω. Εμένα με έβαλαν σε μία βάρκα και έτσι έφτασα εδώ, μα μου είπαν πως θα έρθουν και αυτοί. Μπορεί να μην τους έχω δει ακόμα αλλά τους πιστεύω, και αφού είπαν ότι θα έρθουν, θα το κάνουν, γιατί δεν μου λένε ποτέ ψέματα.

Κοιτάζω τα πρόσωπα των περαστικών μήπως και τους δω ή μήπως κάποιος μου πει ότι τους έχει κάπου δει. Κανείς όμως δεν απαντά.

Δεν μου αρέσει εδώ πέρα. Δεν έχω ούτε τους φίλους μου ούτε την οικογένειά μου, αν και, όπως σου έγραψα, πιστεύω ότι θα τους ξαναβρώ κάποτε.

Σήμερα βρήκα τσαλακωμένο ένα χαρτί που μου είχε δώσει ο μπαμπάς πριν με βάλει στην βάρκα. Νόμιζα ότι το είχα χάσει αλλά απλά είχα ξεχάσει ότι το έβαλα ανάμεσα στις σελίδες του ημερολογίου. Επίσης σήμερα συνάντησα έναν πολύ παράξενο άνθρωπο. Όταν ξύπνησα από τον μεσημεριανό μου ύπνο, όπως όταν με έβαζε η μαμά κάθε μεσημέρι μετά το φαγητό να κοιμάμαι, είδα έναν άντρα να με κοιτάει. Στην αρχή τρόμαξα και αυτός έκανε δύο βήματα πίσω. Νόμιζα ότι θα φύγει αλλά τελικά δεν έφυγε. Πρώτη φορά κάποιος έμεινε κοντά μου για τόσο πολύ, από τότε που έφυγα από το σπίτι. Συνήθως ούτε οι περαστικοί μου δίνουν σημασία και απλά συνεχίζουν με το γρήγορο περπάτημά τους. Σηκώθηκα και του μίλησα «Ailemi gördün mü?» (είδες την οικογένειά μου;) Μα αυτός δεν μου απάντησε, έμοιαζε σαν να μη είχε καταλάβει καν τι του είπα. Προσπάθησα να του το πω και με κινήσεις μα ούτε τότε έδειχνε να καταλαβαίνει. Τότε του έδωσα το δεύτερο πιο πολύτιμο αντικείμενο που είχα πάνω μου: το χαρτί που μου είχε δώσει ο μπαμπάς στη βάρκα και είχα βάλει ανάμεσα στις σελίδες του τετραδίου. Άπλωσε το χέρι του και το πήρε. Το κοίταζε για πολύ ώρα. Σκέφτηκα ότι θα έλεγε πάνω κάτι σημαντικό και σκέφτηκα ότι για να το κοιτάει τόση ώρα ίσως το καταλαβαίνει. Δεν τον διέκοψα. Μετά όμως άρχισε να κοιτάει μία εμένα, μία αυτό το χαρτί. Ήταν πολύ παράξενος αυτός ο κύριος. Προσπάθησα να τον ξαναρωτήσω αν είχε δει τους γονείς μου μιας που τώρα είχε διαβάσει αυτό το χαρτί και μπορεί να είχε κάποια παραπάνω πληροφορία για μένα. Όμως ούτε και τότε μου απάντησε. Θύμωσα και τέντωσα το χέρι μου για να μου το δώσει πίσω. Αυτός μου το έδωσε και μετά ακούμπησε με την παλάμη του το κεφάλι μου, έτσι όπως έκανε και η μαμά όταν δεν έκανα αταξίες.

Ύστερα έφυγε σκυφτός και λυπημένος. Έμεινα να τον κοιτάζω που απομακρυνόταν και η μορφή του μίκραινε όλο και περισσότερο στο σοκάκι, μέχρι που χάθηκε εντελώς. Αυτός ο άντρας ήταν πολύ παράξενος για αυτό τον ονόμασα «bay garip» (κύριο παράξενο). Εκτός από τη συνάντηση μου με τον «bay garip» δεν έγινε κάτι άλλο συνταρακτικό για να σου γράψω και ευτυχώς δηλαδή γιατί είναι αργά και νυστάζω. Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα. Ίσως κρυώνω λιγότερο. Ίσως έρθει πάλι ο «bay garip». Ίσως να βρω ακόμα και τους δικούς μου. Αύριο…όλα αύριο θα γίνουν καλύτερα…

 

 

 

από κάτω από: Πεζογραφία, Χωρίς κατηγορία | με ετικέτα ,  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο 2 Βραβεία, 1 Εύφημος Μνεία, 6 Έπαινοι Συμμετοχής σε μαθητές του Ομίλου Δ.Γ. στον Παγκρήτιο Μαθητικό Διαγωνισμό Διηγήματος    

3o Βραβείο για μαθητή του Ομίλου Δ.Γ. στον Διαγωνισμό Διηγήματος “Καίτη Λασκαρίδη”

Μάι 202310
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ 1024x482 1
Στον πολύ όμορφο και ζεστό χώρο της Ιστορικής Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη, στον Πειραιά, ανακοινώθηκαν την Κυριακή 7 Μαΐου τα αποτελέσματα του 10ου Πανελλήνιου Μαθητικού Διαγωνισμού Διηγήματος, ο οποίο πραγματοποιείται κάθε χρόνο στη μνήμη της Καίτης Λασκαρίδη.
Το σκεπτικό των βραβεύσεων της Κριτικής Επιτροπής παρουσίασε στην τελετή ο Πρόεδρος της Επιτροπής, κ. Θεόδωρος Κατσικάρος, Δρ. Συγκριτικής Γραμματολογίας, εκπαιδευτικός, συγγραφέας ο οποίος ανακοίνωσε και τα βραβεία. Οι ηθοποιοί Ναταλία Swift και Δημήτρης Γεωργιάδης διάβαζαν αποσπάσματα από διακριθέντα κείμενα και επιδόθηκαν τα έπαθλα στους Νικητές.
Ανάμεσά τους ήταν και ο Κώστας Ψαρομήλιγκος, μαθητής του 2ου Γυμνασίου Ηρακλείου και μέλος του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής, ο οποίος με το διήγημά του “Το κουτί των ψυχών” κατάφερε να διακριθεί ανάμεσα σε 260 διηγήματα μαθητών Γυμνασίου και να αποσπάσει το 3ο Βραβείο.
Είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς γι αυτή τη διάκριση, συγχαίρουμε τον Κώστα και του ευχόμαστε καλή συνέχεια στην περιδιάβασή του στα μονοπάτια της σκέψης και του ονείρου.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη για την άψογη διοργάνωση του διαγωνισμού καθώς και για την τόσο  όμορφη τελετή, η οποία είχε στόχο αποκλειστικά και μόνο να τιμήσει τους μικρούς συγγραφείς και να προβάλει το έργο τους.
Θερμές ευχαριστίες στη συνεργαζόμενη εκπαιδευτικό του 2ου Γυμνασίου, κα Καλλιόπη Χρονάκη  και στον Διευθυντή του Σχολείου, κο Μανόλη Χουρσανίδη. Τέλος, ευχαριστούμε θερμά τη συγγραφέα Μαρία Δασκαλάκη για την μεγάλη της συνδρομή στην επιτυχία του Κώστα.
Τα αποτελέσματα του Διαγωνισμού μπορείτε να τα δείτε πατώντας ΕΔΩ.
Βίντεο από την Τελετή Απονομής μπορείτε να δείτε πατώντας ΕΔΩ.
Ακολουθεί το διήγημα του Κώστα Ψαρομήλιγκου

Κώστας Ψαρομήλιγκος: Το κουτί των ψυχών

Αλικάντε 1571 μ.Χ.

Εγώ, ο λοχαγός Κάρλος Θερβάντεθ ο ΙΙΙ, τα είκοσι πλοία μου, διακόσιοι στρατιώτες, εκατό κωπηλάτες, δεκαεννιά υπολοχαγοί, δέκα γραφείς, ένας γεωγράφος και τριάντα νέγροι δούλοι ξεκινήσαμε για να κατακτήσουμε την Πόλη.

Αφού τελειώσαμε τις ετοιμασίες για το ταξίδι, ήρθε η μέρα της αναχώρησης. Τριγύρω δάκρυα και αγκαλιές που εμένα με άφηναν αδιάφορο και με έκαναν να πλήττω. Όμως, η άφιξη ενός γέροντα με παραξένεψε και έτσι πήγα να του μιλήσω.

Καθόταν στην προβλήτα κρατώντας αγκαλιά ένα κουτί. Ένα ξύλινο, ξεφτισμένο και χιλιοταλαιπωρημένο κουτί.

– Γειά σου, γέροντα. Χαιρέτησα τον ασπρομάλλη, γενειοφόρο γέροντα.

– Γειά σας κύριε… Απάντησε ο γέροντας κάνοντας μια παύση.

– “Λοχαγέ” τον βοήθησα.

– Α! Μάλιστα! ΄Ωστε έχω την τιμή να συνομιλώ με τον λοχαγό Θερβάντεθ, να υποθέσω.

– Σωστά, του απάντησα με ήρεμο τόνο.

– Τότε, θα μου επιτρέψετε να σας δωρίσω αυτό, είπε και μου έτεινε το κουτί.

– Ω, σας ευχαριστώ αλλά δεν μπορώ να δεχτώ ένα δώρο από έναν άγνωστο.

– Συγχωρέστε με για την παράλειψη. Το όνομά μου είναι Χάβεθ, μου συστήθηκε.

–  Ωραία, σχολίασα. Όμως αδυνατώ να κατανοήσω την αξία αυτού του ξεχαρβαλωμένου κουτιού.

Ο γέροντας ακούγοντάς με να μιλάω έτσι, σήκωσε το κεφάλι ψηλά και μουρμούρισε: «Σώσον, Κύριε τον λαόν σου». Μετά, γυρίζοντας προς το μέρος μου είπε:

– Από τα λόγια σας συμπεραίνω ότι δεν έχετε ποτέ βρεθεί σε κάποια εκκλησία της Ισπανίας Παρασκευή βράδυ.

– Ποτέ δεν έχω βρεθεί σε εκκλησία, του απάντησα λακωνικά.

Ο Χάβεθ μόρφασε και ξαναμουρμούρισε εκείνο το “Σώσον κύριε τον λαόν σου”.

– Οπότε θα πρέπει εγώ να σου διηγηθώ τον μύθο που μας συντροφεύει κάθε βράδυ Παρασκευής … Άρχισε ο γέροντας αλλά τον διέκοψα.

– Εσύ πως και ξέρεις τι λένε κάθε Παρασκευόβραδο στην εκκλησία;

– Είμαι ιερέας, απάντησε με στόμφο.

Μετά από αυτό κοκκίνισα διότι, αν και δεν πήγαινα στην εκκλησία, γνώριζα ότι οι ιερείς ήταν αξιοσέβαστα πρόσωπα.

– Ω, συγνώμη, πάτερ. Συνεχίστε, τον παρότρυνα.

– Όπως λοιπόν, σου έχω προαναφέρει, ο μύθος ή η αλήθεια, κανείς μας δεν ξέρει, έχει ως εξής:

«Ήταν μέρα-μεσημέρι στην έρημο και ένας φτωχός, καταπονημένος νέος ήταν έτοιμος να αφήσει την τελευταία του πνοή και, για να τον θυμούνται, σκέφτηκε να βάλει σε ένα κουτί μερικά ρούχα του. Όμως, πριν προλάβει να ολοκληρώσει αυτή την τελευταία του πράξη, ξεψύχησε».

Εκεί μόρφασα. Όχι για τον θάνατο μιας και έχω βρεθεί σε πολλές μάχες αλλά, για την ηρεμία του ιερέα Χάβεθ, που εξιστορούσε ένα τέτοιο γεγονός χωρίς να μοιρολογεί ούτε να λυπάται, έστω και λίγο, το αδικοχαμένο παλικάρι. Αφού όμως δεν είχα διάθεση να τον διακόψω, συνέχισα να ακούω.

«Οι σκέψεις και η ψυχή αυτού του παλικαριού έμειναν αναλλοίωτες και φυλαγμένες μέσα στο κουτί. Ο Ύψιστος όμως…»

Και βλέποντάς με να απορώ πρόσθεσε:

«Ο Θεός, όμως, για να τιμήσει τον νέο και την ψυχή του, έστειλε το κουτί καταμεσής στο πέλαγος. Εκεί που ένας καπετάνιος με το πλοίο και τους ναύτες του πάλευαν με τα κύματα. Την ύπαρξη του κουτιού στη θάλασσα αντιλήφθηκε ο ύπαρχος του πλοίου, που σαστισμένος με το γεγονός ότι το κουτί επέπλεε αποφάσισε ότι παρά τους κινδύνους θα το έπαιρνε στην κατοχή του. Πήρε μια βάρκα, κατέβηκε στη θάλασσα και κατάφερε να αγγίξει το κουτί. Πριν όμως το πάρει μαζί του ένα μεγάλο κύμα τον έπνιξε. Όμως επειδή ο ύπαρχος είχε ταξιδέψει και είχε ταλαιπωρηθεί πολύ στη ζωή του, ο Θεός σκέφτηκε να τον ανταμείψει και αυτόν διαφυλάσσοντας την ψυχή και τις σκέψεις του στο ίδιο κουτί. Έτσι, σύμφωνα με αυτόν τον θρύλο όποιος έχει μαζί του αυτό το κουτί συντροφεύεται από τις ψυχές των δύο αυτών ανθρώπων και μπορεί να αφουγκραστεί και τις συμβουλές τους.»

– Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, αυτό το πολύτιμο κουτί είναι αυτό που περιέχει τις σκέψεις και τις ψυχές των παλικαριών;

– Έτσι νομίζω, είπε ο γέροντας κοιτώντας με με χαμόγελο ικανοποίησης, που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του όταν με άκουσε να αποκαλώ το κουτί του «πολύτιμο» και όχι πια «ξεχαρβαλωμένο».

– Και γιατί δεν το ανοίγουμε να δούμε; Στο άκουσμα της ερώτησής μου, τρόμος περιέλουσε το βλέμμα του πατήρ Χάβεθ.

– Επειδή αν συμβαίνει όντως αυτό, τότε οι σκέψεις μια άλλης άγνωστης και άκρως επικίνδυνης εποχής θα απελευθερωθούν και θα τριγυρνούν ελεύθερα στον κόσμο μας.

Δήλωσε ορθά-κοφτά και στη συνέχεια, πρόσθεσε:

– Παρότι αμφιβάλλω για το αν είσαι το σωστό άτομο, επειδή αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να έχω άλλη επιλογή, σου εμπιστεύομαι αυτό το κουτί και ο Θεός βοηθός.

– Τιμή μου, πάτερ, του απάντησα με βλέμμα που γυάλιζε από περιέργεια.

– Την ευλογία μου, είπε και μου παρέδωσε το κουτί. Εγώ κοίταξα το περίεργο απόκτημά μου σαν υπνωτισμένος και όταν σήκωσα το βλέμμα, αντιλήφθηκα ότι μου είχε ήδη γυρίσει την πλάτη και απομακρυνόταν μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μου…

Έμεινα εκεί κάμποση ώρα να κοιτώ πότε το κουτί, πότε τον ορίζοντα περιμένοντας μήπως εμφανιστεί και πάλι ο γέροντας αλλά όταν αντιλήφθηκα ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί πήρα τον δρόμο προς το πλοίο. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν τη συζήτηση με τον γέροντα.

Όταν όμως έφτασα στο πλοίο, έπρεπε να παραμερίσω τις σκέψεις μου γιατί αντίκρισα ένα μπουλούκι ανάκατων δούλων, στρατιωτών, κωπηλατών και υπολοχαγών, οι οποίοι μιλούσαν όλοι μαζί και προσπαθούσαν μάταια να συνεννοηθούν. Έπρεπε επειγόντως να βάλω  τάξη σε αυτό το χάος. Πήρα βαθιά ανάσα και βροντοφώναξα:

– ΠΡΟΣΟΧΗ!

Όλοι τους, δούλοι, στρατιώτες, κωπηλάτες και υπολοχαγοί γύρισαν, πάτησαν δυνατά τα πόδια τους και περίμεναν ακίνητοι. Τόσο ακίνητοι που νόμιζα ότι δεν ανέπνεαν και αν δεν τους έδινα την επόμενη εντολή θα σωριάζονταν κάτω ξέπνοοι.

– Εμπρός! Όλοι στα πλοία! Αναχωρούμε! Διέταξα.

Αμέσως, το μέχρι πριν από λίγο μπουλούκι μετατράπηκε σε οργανωμένες ομάδες και κάθε μια από αυτές κατευθύνθηκε σε συγκεκριμένη κατεύθυνση ώστε να προετοιμαστεί για αναχώρηση.

Σε λίγο το πλοίο ξανοιγόταν στο πέλαγος.

 

Μια μέρα μετά, η Ισπανία ούτε που φαινόταν πίσω μας. Εγώ, αγκαλιά πάντα με το κουτί, περιφερόμουν στο πλοίο και έδινα διαταγές, ενώ ένιωθα συνεχώς τα βλέμματα όλων γύρω να είναι καρφωμένα πάνω μου.

Είχαν ήδη περάσει τέσσερις μέρες από την συνάντησή μου με τον πατέρα Χάβεθ και την αναχώρησή μας, όταν με πλησίασε ο γεωγράφος και είπε λίγο διστατικά:

– Κύριε, πολύ πιθανόν να καθυστερήσουμε να φτάσουμε στην Νάπολη.

– Γιατί; Τον κοίταξα όλο απορία, αυστηρότητα αλλά και έπαρση.

– Διότι οι κωπηλάτες και οι δούλοι διαμαρτύρονται εξαιτίας της εξάντλησης και της πείνας τους και δηλώνουν ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν το ταξίδι.

– Τότε σκοτώστε έναν να τους κοπεί η λιγούρα, απάντησα με ειρωνεία.

– Μα…κύριε… έχουν το πάνω χέρι… έχουν ομήρους. Είπε και υποχώρησε τρία βήματα προς τα πίσω περιμένοντας το ξέσπασμα της οργής μου.

Πετάχτηκα όρθιος. Αυτό ήταν άνω ποταμών! ΑΝΤΑΡΣΙΑ! Και μάλιστα από τους δούλους. Να μας έχουν στο χέρι τα αποβράσματα κρατώντας ομήρους!

Άρπαξα το σπαθί μου και κατευθύνθηκα με ορμή προς το κεντρικό μέρος του πλοίου. Τότε αντιλήφθηκα ότι επικρατούσε απόλυτη σιγή. Παράξενο μου φάνηκε μιας και οι δούλοι δεν συνήθιζαν να κάνουν τόση ησυχία σε οποιαδήποτε περίσταση.

Παρατηρώντας γύρω μου είδα ένα δούλο να κρατάει τον γραφέα του πλοίου μου.

– Άφησε αμέσως τον γραφέα ελεύθερο! Πρόσταξα με θυμό.

– Δεν εκτελώ διαταγές. Μόνο δίνω. Αντιγύρισε ο δούλος και έκοψε το κεφάλι του γραφέα.

Εκείνη τη στιγμή και καθώς το νεκρό σώμα του γραφέα έπεφτε με γδούπο στο κατάστρωμα, μπόρεσα για έναν ανεξήγητο λόγο να ανακτήσω την ψυχραιμία μου και αντιλήφθηκα ότι τα υπόλοιπα δεκαεννιά πλοία είχαν περικυκλώσει το δικό μας. Όλα έδειχναν ότι στα άλλα πλοία οι δούλοι είχαν τον απόλυτο έλεγχο. Τα κανόνια τους είχαν στραφεί προς το μέρος μας και η οσμή από τα φυτίλια που άναβαν έφτανε σε εμάς μέσω της θαλασσινής αύρας.

– Θα κάνουμε μια συμφωνία. Είπε ο δούλος που νωρίτερα είχε σκοτώσει τον γραφέα.

– Τί έχεις στο μυαλό σου; Του απάντησα χωρίς να έχω χάσει το προκλητικά υπεροπτικό μου ύφος, παρά το γεγονός ότι ήμουν σε μειονεκτική θέση.

Αμέσως, ένας άλλος δούλος, βούτηξε βίαια έναν στρατιώτη και του έτεινε το μαχαίρι του.

– Σε περίπτωση που δεν επιθυμείς να υπάρξει συμφωνία, βλέπεις ότι είμαι έτοιμος να στείλω αυτόν τον κακομοίρη να κάνει παρέα στον προηγούμενο. Είπε και έδειξε με τον αντίχειρά του τον γραφέα που κείτονταν στο κατάστρωμα σαν πέτρινο άγαλμα.

Έκανε μια παύση συνεχίζοντας όμως να με κοιτά για να δει τις αντιδράσεις μου. Φάνηκε σαν να διάβασε την απάθεια στο βλέμμα μου.

– Επειδή αντιλαμβάνομαι ότι μάλλον δεν δίνεις δεκάρα γι αυτούς εδώ, συνέχισε, σε ενημερώνω ότι στα γύρω πλοία υπάρχουν δεκάδες όμηροι που πιστεύω ότι σε νοιάζουν περισσότερο.

Καταλάβαινα τι ήθελε να πετύχει. Ο στόχος του ήταν να με καθυστερήσει μιλώντας μου, ώστε να αρχίσουν οι κανονιοβολισμοί από τα γύρω πλοία ενώ αυτός θα είχε την ευκαιρία μέσα στον αλαλαγμό να διαφύγει, πηδώντας σε ένα από τα πλοία που θα είχαν πλευρίσει το δικό μας. Αλλά τι μπορούσα να κάνω για να το αποφύγω;

– Ποια είναι η συμφωνία; Μίλα γιατί αν δεις γύρω σου, δεν νομίζω ότι προλαβαίνουμε. Υπάρχουν ήδη…

– Δεν με ενδιαφέρει! Φέρε το κουτί! Ούρλιαξε ο δούλος με τέτοιο τρόπο που οι φλέβες στο λαιμό του λες και ήταν έτοιμες να εκραγούν.

Για πρώτη φορά αντιλήφθηκα το αδιέξοδο και τρόμαξα. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Να δώσω το κουτί; Φάνηκε ότι ήταν η μόνη λύση.

– Εντάξει. Απάντησα.

Στο άκουσμα της απάντησής μου, όλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν και να σχολιάζουν έκπληκτοι την απόφασή μου, ενώ οι κωπηλάτες των γύρω πλοίων έσβησαν τα φυτίλια των κανονιών.

Σε λίγα λεπτά δύο γεροδεμένοι κωπηλάτες με άρπαξαν από τους ώμους και με έσυραν προς την κάμαρά μου. Καθώς κατεβαίνανε τη σκάλα αντιλήφθηκα ότι πίσω μας ερχόταν ο δούλος με τον οποίο είχα κάνει τη συμφωνία και που όλα έδειχναν ότι είναι ο επικεφαλής. Δεν ήταν τόσο γεροδεμένος τελικά και ίσως αν τον αντιμετώπιζα σώμα με σώμα είχα ελπίδες να ανακτήσω τον έλεγχο του στόλου μου.

Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου, όταν έφτασα στην καμπίνα μου. Οι δύο δούλοι με έσπρωξαν μέσα και περίμεναν στην πόρτα, καθώς εγώ άνοιξα την ντουλάπα μου αναζητώντας το κουτί.

Το βρήκα εκεί ακριβώς που το είχα τοποθετήσει πριν από μία ώρα, τότε που είχα την εντύπωση ότι θα ανέβαινα στο κατάστρωμα για έναν έλεγχο ρουτίνας. Μόλις το πήρα ένιωσα τα κρύα χέρια αυτού που τώρα ήταν κυρίαρχος του πλοίου μου να το αρπάζει και πριν προλάβω να ξεστομίσω τον παραμικρό ήχο, τον είδα να ανοίγει το καπάκι με λύσσα.

Στο άνοιγμα του κουτιού ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν και νόμιζα ότι έχασα την όρασή μου. Η λάμψη από εκατοντάδες χρυσά φλουριά ήταν εκτυφλωτική. Βρήκα την όραση αλλά ένιωσα να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου και μαζί και την λαλιά μου.

– Ζήτω! Είμαι πλούσιος! Έλεγε και ξαναλεγε χοροπηδώντας ο μέχρι πριν από λίγο ρακένδυτος και εξαντλημένος δούλος μου.

Τώρα όχι μόνο ήταν αρχηγός του πλοίου μου και όριζε τη ζωή μου αλλά φάνηκε ότι θα όριζε τη ζωή εκατοντάδων άλλων ανθρώπων. Άρχισα να σκέφτομαι πόσο αφελής ήμουν που πίστεψα σε έναν τσαρλατάνο γέρο και που δεν είχα κάνει το αυτονόητο: να ανοίξω απλώς το κουτί.

Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου και να τα βάλω με τον εαυτό μου γιατί τελικά αποδείχτηκε ότι οι δούλοι μου εξακολουθούσαν να φέρονται σαν όχλος εξαγριωμένος ακόμη και τώρα που είχαν το πάνω χέρι.

Εξαιτίας των επιφωνημάτων του δούλου-αρχηγού, όλοι οι υπόλοιποι έτρεξαν να δουν τι είχε συμβεί και στη θέα των νομισμάτων άρχισαν να λογομαχούν και στη συνέχεια ήρθαν στα χέρια. Κάποιοι μάλιστα δεν δίστασαν να βγάλουν τα μαχαίρια τους και να τα τείνουν προς το μέρος των πριν από λίγο συμμάχων τους.

Πλέον δεν επρόκειτο για καβγά αλλά για πόλεμο. Η κατάσταση ήταν δύσκολη και φαινόταν ότι θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο καθώς οι δούλοι των άλλων πλοίων αντιλήφθηκαν την αναταραχή και ξεκίνησαν τους κανονιοβολισμούς.

Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι έπρεπε να εκμεταλλευτώ την αναμπουμπούλα και να απομακρυνθώ. Με γρήγορες και σχεδόν αυθόρμητες κινήσεις άρπαξα από το μπράτσο τον γεωγράφο και ξεκινήσαμε να τρέχουμε προς την πλώρη. Πήραμε φόρα και με ένα σάλτο βρεθήκαμε στον “Κυρίαρχο των Θαλασσών”.

Σε αυτό το πλοίο ήταν ο υπολοχαγός Λόπεζ, δεκαπέντε στρατιώτες και δύο γραφείς, οι οποίοι πολεμούσαν πλέον σώμα με σώμα με τους δούλους για να πάρουν και πάλι τον έλεγχο του πλοίου μας. Αμέσως ρίχτηκα και εγώ με τον γεωγράφο στην μάχη και σε λίγη ώρα αφού σκοτώσαμε κάμποσους δούλους, αιχμαλωτίσαμε τους υπόλοιπους και ανακτήσαμε τον έλεγχο του πλοίου.

Με το νέο πλέον πλήρωμά μου ξεκινήσαμε να κανονιοβολούμε τα άλλοτε πλοία μας στην προσπάθειά μας να ανοίξουμε τον θαλάσσιο δρόμο προς τη σωτηρία μας.

Βυθίσαμε τελικά τρία και μέσα σε αυτά ήταν και το «Μπρούμι». Το άλλοτε μεγαλειώδες πλοίο, όπου βρισκόταν το θαλάσσιο αρχηγείο μου, η κάμαρά μου και φυσικά μαζί και το μυστηριώδες κουτί κατευθύνονταν προς το βυθό παίρνοντας μαζί τους το μεγαλείο και την ανοησία μου.

Όταν τα κανόνια σίγησαν στρέφοντας το βλέμμα προς την πρύμνη του πλοίου, διαπίστωσα το μέγεθος της καταστροφής: από τα τριακόσια εξήντα ένα μέλη του πληρώματός μου είχαν απομείνει εκατόν ογδόντα έξι. Από αυτά οι εκατόν εξήντα ήταν στρατιώτες, οι οκτώ γραφείς, οι δεκαέξι υπολοχαγοί, ο ένας γεωγράφος και εγώ. Το πλήγμα ήταν βαρύ και δεν είχαμε άλλη επιλογή: έπρεπε να γυρίσουμε στην Ισπανία.

Έτσι, τα εννέα εναπομείναντα πλοία πήραν καταρρακωμένα τον δρόμο του γυρισμού…

 

Σε τρεις μέρες πιάσαμε λιμάνι.

Ο βασιλιάς Φίλιππος όταν πληροφορήθηκε τις απώλειες δυσανασχέτησε αλλά μόλις του εξήγησα τι ακριβώς είχε συμβεί έδειξε κατανόηση και με προέτρεψε να αναζητήσω τον γέροντα και να μάθω τι ακριβώς ήξερε για το κουτί και αν γνώριζε και ο ίδιος για τον θησαυρό. Μου τόνισε ότι θα έπρεπε να σιγουρευτούμε για το αν θα μας καταδίωκε κάποια κατάρα, τώρα που άνοιξε το κουτί και που χάθηκε στα βάθη της θάλασσας.

Συμφωνήσαμε να αναχωρήσουμε την επόμενη Κυριακή για την Νάπολη, αφού πρώτα έχουμε λάβει εγγύηση της ασφάλειάς μας.

Εκείνη τη μέρα οι συγγενείς των μελών του πληρώματος που είχαν επιστρέψει σώοι είχαν οργανώσει σπονδές και μεγαλόπρεπα συμπόσια ως έκφραση ευγνωμοσύνης ή ως προσευχές για την ανάπαυση των ψυχών όσων είχαν για πάντα χαθεί στον θαλάσσιο τάφο τους. Όλη η πόλη επικοινωνούσε με κάθε τρόπο με τους θεούς ή τον Θεό, ανάλογα την πίστη του καθενός.

Όμως εγώ δεν μετείχα σε καμία τέτοια τελετή. Ακολούθησα τη συμβουλή του βασιλιά και αναζήτησα τον πατέρα Χάβεθ προκειμένου να διασφαλίσω ότι την επόμενη φορά ο στόλος θα φτάσει στον προορισμό του.

Βρήκα τον γέροντα στην εκκλησία των Αγίων Πάντων. Συγκράτησα τα συναισθήματά του καθώς είχα καταλάβει ότι αν ήθελα να μάθω κάτι θα έπρεπε να συνομιλήσω μαζί του με τους δικούς του όρους. Εκείνος θεώρησε σκόπιμο να με ξεναγήσει στην εκκλησία γνωρίζοντας ότι δεν είχα βρεθεί ποτέ άλλοτε σε παρόμοιο χώρο. Μετά το τέλος της περιήγησης του διηγήθηκα τα τρομερά γεγονότα που ακολούθησαν την αναχώρησή μου μαζί με το κουτί που μου εμπιστεύτηκε.

Διαπίστωσα ότι δεν είχε ιδέα τι περιείχε το κουτί. Με κοίταζε ίσια στα μάτια με απορία αλλά και με μια απόκοσμη γαλήνη.

– Υπάρχει περίπτωση τα φλουριά να ανήκαν στους δύο αδικοχαμένους άντρες; Του απηύθυνα το ερώτημά μου στο τέλος της συζήτησής μας.

– Ίσως τέκνον μου. Κανείς δεν ξέρει. Αλλά αν όντως ισχύει αυτό, τότε είναι όντως αδικοχαμένοι.

– Όπως αδικοχαμένοι είναι και οι άντρες του πληρώματός μου…Του είπα με νόημα περιμένοντας της απόκρισή του.

Δεν απάντησε κάτι. Σηκώθηκε και απομακρύνθηκε.

Εγώ έμεινα σαν μαγνητισμένος να τον κοιτάζω, όπως τότε που έφυγε αφήνοντάς με αγκαλιά με το κουτί στην προβλήτα του λιμανιού.

 

από κάτω από: Πεζογραφία, Χωρίς κατηγορία | με ετικέτα ,  |  Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο 3o Βραβείο για μαθητή του Ομίλου Δ.Γ. στον Διαγωνισμό Διηγήματος “Καίτη Λασκαρίδη”    

Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης “100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή”: 1o Βραβείο για μαθήτρια του Ομίλου

Απρ 202325
342220484 6355680237815863 7860352533877278715 n

Την Κυριακή 23/4/2023, στις 8.00 μ.μ.,  στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου πραγματοποιήθηκε η Τελετή Απονομής Βραβείων και Επαίνων του 10ου Πανελλήνιου Μαθητικού Διαγωνισμού Ποίησης των Εκπαιδευτηρίων Παναγία Προυσιώτισσα.

Με αφορμή το θέμα του διαγωνισμού «Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο ξεριζωμός και η προσφυγιά με τη ματιά της ποίησης», μαθητές Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου από όλη την Ελλάδα είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν με τα ποιήματά τους συναισθήματα και σκέψεις για μια από τις πιο μελανές σελίδες της Ιστορίας του Ελληνισμού.

Στον διαγωνισμό διακρίθηκε στην Β΄ Κατηγορία (έργα μαθητών Γ΄ Γυμνασίου και Λυκείου), η Δέσποινα Αεράκη, μαθήτρια του Πρότυπου Γυμνασίου Ηρακλείου, η οποία παρακολουθεί τα μαθήματα του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου. Η Δέσποινα με το ποίημά της “Θρήνος Πατρίδας” απέσπασε το 1ο Βραβείο και παρευρέθηκε διαδικτυακά στην Τελετή, την οποία κάλυψε η ΕΡΤ.

Πολλά συγχαρητήρια στη Δέσποινα αλλά και σε όλα τα παιδιά που έλαβαν μέρος. Θερμές Ευχαριστίες στα Εκπαιδευτήρια “Παναγία Προυσιώτισσα” για την άψογη διοργάνωση του Διαγωνισμού και στις συνεργαζόμενες εκπαιδευτικούς από τα Σχολεία, στα οποία φοιτούν οι μαθητές του Ομίλου.

Τα αποτελέσματα μπορείτε να τα δείτε στην ιστοσελίδα των Εκπαιδευτηρίων: https://ppschool.gr/index.php/en/our-location/45-academics/531-poetry-2023

340444446 740164157593676 1878002533343483794 n

Ακολουθεί το ποίημα της Δέσποινας:

Πανδώρα

“Θρήνος πατρίδας”

Καταιγίδα είμαι σε πέλαγος μαύρο

αφρός ψυχών και κρεβάτι άδειο.

Χώμα φρέσκο με χόρτο χλωρό,

πέτρα λιωμένη, ξεχασμένη καιρό.

 

Μαντήλι είμαι, από χέρι μικρό ραμμένο,

νήμα γαλάζιο, απ’ τον καιρό φθαρμένο.

Του Αϊδινίου ρόδο, του αιώνιου καημού

και πιόνι χαμένο παρτίδας σκακιού.

 

Σκοτάδι είμαι, φωνή του μυαλού

ανάσα τρεμάμενη του δισταγμού.

Δωμάτιο άγνωστο μα και γυμνό

δηλητήριο μέσα σε κρασί πικρό.

 

Κανέλα είμαι, της “άπιστης πόλης”

διαμάντι λαμπρό της πλάσης όλης.

Κέντημα περίτεχνο, δαντελένιο

στολίδι σε τάφο βαθύ τσιμεντένιο.

 

Αστέρι είμαι, για χρόνια χαμένο

σπίτι παλιό, γκρίζο, ρημαγμένο.

Ποτάμι κόκκινο, μ’ ορμή που ρέει,

φωτιά που στο διάβα της τα πάντα καίει.

 

Πληγή είμαι, σε δέρμα σκισμένο,

πέπλο σε μπαούλο καλά κρυμμένο.

Καφές βαρύγλυκος, λικέρ κεράσι

φόρεμα παλιό από απαλό μετάξι.

 

Σύννεφο είμαι, νεφέλη θολή,

μελωδία σε σπασμένο, άηχο βιολί.

Καπνός σκούρος μα και αχνός

του ανέμου ο αιώνιος εχθρός.

 

Θάνατος είμαι, μαύρη σκιά

δεμένη σφιχτά σε λαιμό μια θηλιά.

Κυδωνιά με κομμένο λεπτό κλαδί

στο κενό αντηχεί σπαρακτική κραυγή.

 

Η Μικρασία είμαι, η μάνα του πόνου

φυλακισμένη αιώνια του χρόνου.

Για μια πλάνη, για την Ελλάδα

“κόρη” καμιά ποτέ δεν ξανάδα.

1ο βραβείο για μαθήτρια του Ομίλου σε Διεθνή Διαγωνισμό: Υπόθεση Noratlas- η Ιστορία μέσα από τη λογοτεχνική ματιά μιας δημιουργικής μαθήτριας

Μαρ 202331
Kipros e vima

Ανακοινώθηκαν χθες, 30 Μαρτίου 2023, τα αποτελέσματα του 9ου Διεθνούς Μαθητικού Διαγωνισμού που συνδιοργανώθηκε από τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Σερρών, το Υπουργείο Εσωτερικών (Μακεδονίας-Θράκης), την Πρεσβεία της Κύπρου στην Ελλάδα – Μορφωτικό Γραφείο – Σπίτι της Κύπρου και το Τμήμα Εκπαιδευτικής Ραδιοτηλεόρασης και Ψηφιακών Μέσων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδος. Ο διαγωνισμός είχε τίτλο “Κύπρος-Ελλάδα-Ομογένεια: εκπαιδευτικές γέφυρες” και έλαβαν μέρος μαθητές από σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, της Κύπρου, της Ελλάδας και της Ομογένειας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που εστάλησαν από την οργανωτική επιτροπή υποβλήθηκαν συνολικά 1359 μαθητικές δημιουργίες (διηγήματα, εικαστικά έργα, εφημερίδες,  παραμύθια, ταινίες, πρότζεκτ, ιστοσελίδες, μουσικές συνθέσεις). Στον διαγωνισμό αυτό απεστάλησαν από το Σχολείο μας δύο διηγήματα μαθητών του Ομίλου, δύο εικαστικά έργα μαθητριών της Β΄ Τάξης καθώς και ένα project, το οποίο υπήρξε αποτέλεσμα σύμπραξης ανάμεσα στο Σχολείο μας και στο 11οο Γυμνάσιο Ηρακλείου (συμμετείχαν 3 μαθητές της Α΄ Τάξης του Πρότυπου ΓΕΛ και 3 μαθητές του 11ου Γυμνασίου).

Από τα 56 διηγήματα που κατατέθηκαν από Σχολεία Δευτεροβάθμιας και Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ξεχώρισε  το διήγημα με τίτλο “Άραγε χάνεται ο πόνος;” της μαθήτριας του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής και της Α΄ Τάξης του Πρότυπου Γενικού Λυκείου, Εβελίνας Κουτεντάκη, το οποίο και απέσπασε το 1ο Βραβείο στην κατηγορία Διηγήματα-Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ελλάδας.

Συγχαίρουμε θερμά την Εβελίνα μας γι αυτή τη διάκριση και για το τόσο ωραίο διήγημά της, το οποίο εμπνεύστηκε από ιστορικό γεγονός και μέσω αυτού προσπάθησε να περάσει πολλαπλά μηνύματα (το διήγημα παρατίθεται στην παρούσα ανάρτηση).τίτλοΠολλά μπράβο σε όλα τα παιδιά που συμμετείχαν και ένα μεγάλο ευχαριστώ στις συναδέλφους από το 11ο Γυμνάσιο Ηρακλείου: Μαρία Αθανασάκη (Διευθύντρια του 11ου Γυμνασίου), Χρυσή Χουρσάν (Φιλόλογο), Κλειώ Χρηστάκη (Εικαστικών).

Οι συνεργαζόμενοι καθηγητές στο πλαίσιο

του συγκεκριμένου Πολιτιστικού Προγράμματος

Μαρία Φιολιτάκη-Νίκος Ψαρομήλιγκος

IMG 62d7da2efec32cb8003370d95255ac1b V

Ευαγγελία Κουτεντάκη

“Άραγε χάνεται ο πόνος;”

Η αυγουστιάτικη ηλιαχτίδα ενός όμορφου πρωινού του 2015 μπήκε στο δωμάτιο και με ξύπνησε. Αν ήταν μια οποιαδήποτε άλλη μέρα θα με γέμιζε ελπίδα και όρεξη για να ζήσω. Όμως αυτή η ηλιαχτίδα με γέμισε άγχος, φόβο και άρνηση.

Σηκώθηκα για να φτιάξω καφέ αλλά, πριν προλάβω να πιάσω την κούπα από το ντουλάπι, χτύπησε το τηλέφωνό μου και σήμερα, όπως κάθε μέρα. Από την άλλη μεριά της γραμμής ήταν η Ναταλία, η κόρη μου. Προσπάθησα να της μιλήσω όσο πιο φυσικά και ήρεμα γινόταν (όπως θα έκανα οποιαδήποτε άλλη μέρα). Δεν ήθελα να ξέρει… Με μεγάλη προσπάθεια μπόρεσα να συγκρατηθώ, ώστε να μην αρχίσω να κλαίω με λυγμούς και της είπα “Όλα καλά. Σε λίγο θα βγω για κάνα δύο πράγματα που θέλω για το σπίτι”.

Ετοιμάστηκα μηχανικά και σχεδόν δεν ένιωθα τα πόδια μου. Τα χέρια μου να είχαν μουδιάσει καθώς η ανάμνηση ήταν εκεί πιο ζωντανή από ποτέ. Τόσος πόνος, τόσα ερωτήματα που είχαν μείνει αναπάντητα.

 

Θυμάμαι τη μέρα που ήρθε το “χαρτί”. Αυτό το χαρτί που μου στιγμάτισε όλη την ζωή. Εκείνος άνοιξε τον φάκελο, το ξεδίπλωσε και το διάβασε σιωπηλός. Αμέσως μετά με αγκάλιασε, έσκυψε να φιλήσει την κοιλιά μου και προχώρησε στην κρεβατοκάμαρά μας. Εγώ έμεινα σαστισμένη, να τον κοιτώ χωρίς να καταλαβαίνω τι είχε συμβεί. Όμως το βλέμμα του που είχε σκοτεινιάσει, σαν το σήκωσε για να με αντικρίσει, με έκανε να καταλάβω ότι θα μας έφερνε πολύ πόνο. Στην αρχή δίστασα να το διαβάσω, αλλά τελικά το ξεδίπλωσα: «Καλείσθε πρός κατάταξιν εις Α’ Μοίραν Καταδρομέων, εις τήν Σούδαν Χανίων…».

Έκανα δύο βήματα πίσω και σωριάστηκα στην ξύλινη σκαλιστή πολυθρόνα με το βελούδινο πράσινο μαξιλαράκι, όπου πάντα μου άρεσε να κάθομαι και να κοιτάω τα ξύλα να καίγονται στο τζάκι. Το βλέμμα μου στάθηκε πάνω στο σκαλιστό τραπέζι από ξύλο συκιάς, το οποίο μου θύμισε το γάμο μας· το ‘χε παραγγείλει ο πατέρας μου για δώρο γάμου. Δεν ήταν διόλου όμορφο, δεν ήταν καν στο ύφος του σπιτιού μας. Μας το έφερε μια μέρα μετά τον γάμο, γεμάτος χαρά για το δώρο του. Κοίταξα τον Νίκο με απορία και αμηχανία και εκείνος μου ανταπέδωσε το ίδιο βλέμμα. Μίλησε, πριν προλάβω εγώ: «Ευχαριστούμε πατέρα, είναι πολύ όμορφο και ταιριάζει τέλεια με το σαλονάκι μας. Έλα να το μεταφέρουμε!». Ήταν  καλόψυχος και δεν ήθελε να στενοχωρεί κανέναν.

Πέντε χρόνια μετά, το τραπεζάκι ήταν στην θέση που το τοποθέτησαν τότε και μου θύμιζε την χαρά εκείνης της μέρας. Το βαρύ περπάτημα που άκουσα πίσω μου διέκοψε τη θύελλα των σκέψεών μου. Σήκωσα το βλέμμα και τον αναζήτησα. Τον είδα να σηκώνει τον χακί σάκο με το σήμα των Καταδρομέων. Κι άλλες αναμνήσεις. Την τελευταία φορά που κρατούσε αυτόν τον σάκο, ήταν τόσο χαρούμενος και τόσο υπερήφανος. Υπερήφανος που είχε υπηρετήσει τη θητεία του. Χαρούμενος που θα ξεκινούσαμε την ζωή μας. Την ημέρα εκείνη όμως, η χαρά δεν υπήρχε και είχε αντικατασταθεί από αγωνία για την οικογένεια που άφηνε πίσω του. Ωστόσο, διέκρινα ανέγγιχτη την υπερηφάνεια να τον κατακλύζει καθώς πίστευε ότι είχε έρθει η ώρα να υπηρετήσει την πατρίδα του και πάλι.

– Πήρες ό,τι σου χρειάζεται; Ρώτησα και προσπάθησα ν’ ακουστώ ψύχραιμη.

– Ναι, απάντησε κοφτά και αυτό το “ναι” αντήχησε σαν βροντή στο μέχρι πριν λίγο ήρεμο σαλόνι μας.

– Θα τα καταφέρεις Νίκο μου… Θα γυρίσεις πίσω και θα μεγαλώσουμε την κορούλα μας δεν, δεν…Είπα και κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλό μου.

– Μην κλαις…. Αφού είπαμε, θα πάνε όλα καλά. Θα γυρίσω. Θα το δεις…

Λίγες ώρες μετά είχε έρθει η στιγμή να τον αποχαιρετήσω. Σηκώθηκε και πλησίασε  προς το μέρος μου, αγκαλιαστήκαμε για τελευταία φορά και ακούγοντας τον χτύπο της καρδιάς του ένιωσα ό,τι ένιωθε: φόβο, αγωνία, θάρρος, υπερηφάνεια, δύναμη και αγάπη.  Έσκυψε και φίλησε την κοιλιά μου, το μικρό μας κοριτσάκι. Έπειτα σηκώθηκε, έκανε δύο βήματα πίσω κοιτώντας με στα μάτια και μετά γύρισε και βάδισε αποφασιστικά κατά μήκος του διαδρόμου. Το επόμενο λεπτό, έκλεισε πίσω του την πόρτα και μαζί και την ζωή μας. Τα όνειρά μας έφυγαν μαζί του και η ελπίδα μου να τον ξαναδώ καταρρίφθηκε μαζί με το Noratlas. Τρεις μέρες μετά, σε ένα άλλο “χαρτί”, αυτή τη φορά -φύλλο εφημερίδας- διάβασα «Καταρρίφθηκε το ‘Νίκη 4’ από φίλια πυρά». Και όλη η ζωή μου σκόρπισε στον άνεμο…

Πέρασαν 42 χρόνια από τότε… Μεγάλωσα την κόρη μου με θυσίες και κόπο, χωρίς να μπορώ να της απαντήσω που ήταν ο πατέρας της. Στην μεγαλούπολη χανόμασταν στο πλήθος και ήμουν πάντα μια “κακομοίρα μάνα” που μεγάλωνε μόνη της την κόρη της. Όσοι μας ήξεραν μας αντιμετώπιζαν πάντα με οίκτο “Κρίμα, έχασε τον άντρα της τόσο νωρίς”. Προσπαθούσαν να μας βοηθήσουν αλλά εγώ ήμουν πολύ υπερήφανη για να δεχτώ οποιαδήποτε βοήθεια. Μέρα με τη μέρα γινόμουν  και πιο σκληρή. Ίσως γιατί είχα μόνο ερωτήσεις, ερωτήσεις όχι μόνο της κόρης μου μα και δικές μου. Όλες ξεκινούσαν με ένα “γιατί”. Στην αρχή: “γιατί να φύγει;, γιατί να συμβεί αυτό σε εμένα;”… Στην πορεία: “γιατί να είμαι μόνη μου;” “γιατί να μην έχει ο πόνος ένα “τέλος” ή έστω ένα μνήμα που να μπορώ πάνω του να κλάψω;”

Και τότε, 42 χρόνια μετά ένα πρωί χτύπησε το τηλέφωνο:

– Κυρία Παπαδάκη, μετά από εκταφή στην περιοχή Μακεδονίτισσας, εντοπίσαμε μεταξύ και άλλων σορών, τα οστά του συζύγου σας. Πρέπει να έρθετε για αναγνώριση και παραλαβή των οστών ώστε να προχωρήσετε σε ταφή.

– Καλώς. Ήταν το μόνο που μπόρεσα να αρθρώσω.

Έκλεισα το τηλέφωνο «Αυτό ήταν λοιπόν; Με ένα τόσο ψυχρό τηλεφώνημα δόθηκαν οι απαντήσεις στα ερωτήματά μου;»

Ένα ακόμα ταξίδι προς τη Λευκωσία. Ένα ταξίδι που ήλπιζα αυτή την φορά να δώσει απαντήσεις. Δεν είπα τίποτα στην Ναταλία. Μπήκα στο αεροπλάνο χωρίς να το ξέρει κανείς, με μόνη αποσκευή κάποια έγγραφα και την ανάμνηση από τις τελευταίες ώρες πριν τον Αποχωρισμό. Σκεφτόμουν ότι ίσως τώρα να λυτρωθώ.

 

Οκτώβριος 2016: βρίσκομαι στo C-130. Γύρω μου όλα είναι τόσο γνωστά, αλλά και τόσο άγνωστα. Κοιτώ απ’ το παραθυράκι του αεροπλάνου την θάλασσα και συλλογίζομαι. Συλλογίζομαι, όσα ζήσαμε, όσα δεν ζήσαμε, όσα χάσαμε και μετράω… Μετράω πληγές και πόνο. Μέσα στην αντάρα των συναισθημάτων μου όμως, υπάρχει μια γεύση λύτρωσης. Επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια είμαι πάλι κοντά με τον άντρα μου.

«Θα γυρίσω, θα το δεις…», είχε πει.

Και έστω και έτσι, σε λειψανοθήκη, με την ελληνική σημαία σκεπασμένος, τήρησε την υπόσχεσή του.

 

« Παλιότερα άρθρα
dimigrafi
Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  


Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων