
Κώστας Ψαρομήλιγκος: Το κουτί των ψυχών
Αλικάντε 1571 μ.Χ.
Εγώ, ο λοχαγός Κάρλος Θερβάντεθ ο ΙΙΙ, τα είκοσι πλοία μου, διακόσιοι στρατιώτες, εκατό κωπηλάτες, δεκαεννιά υπολοχαγοί, δέκα γραφείς, ένας γεωγράφος και τριάντα νέγροι δούλοι ξεκινήσαμε για να κατακτήσουμε την Πόλη.
Αφού τελειώσαμε τις ετοιμασίες για το ταξίδι, ήρθε η μέρα της αναχώρησης. Τριγύρω δάκρυα και αγκαλιές που εμένα με άφηναν αδιάφορο και με έκαναν να πλήττω. Όμως, η άφιξη ενός γέροντα με παραξένεψε και έτσι πήγα να του μιλήσω.
Καθόταν στην προβλήτα κρατώντας αγκαλιά ένα κουτί. Ένα ξύλινο, ξεφτισμένο και χιλιοταλαιπωρημένο κουτί.
– Γειά σου, γέροντα. Χαιρέτησα τον ασπρομάλλη, γενειοφόρο γέροντα.
– Γειά σας κύριε… Απάντησε ο γέροντας κάνοντας μια παύση.
– “Λοχαγέ” τον βοήθησα.
– Α! Μάλιστα! ΄Ωστε έχω την τιμή να συνομιλώ με τον λοχαγό Θερβάντεθ, να υποθέσω.
– Σωστά, του απάντησα με ήρεμο τόνο.
– Τότε, θα μου επιτρέψετε να σας δωρίσω αυτό, είπε και μου έτεινε το κουτί.
– Ω, σας ευχαριστώ αλλά δεν μπορώ να δεχτώ ένα δώρο από έναν άγνωστο.
– Συγχωρέστε με για την παράλειψη. Το όνομά μου είναι Χάβεθ, μου συστήθηκε.
– Ωραία, σχολίασα. Όμως αδυνατώ να κατανοήσω την αξία αυτού του ξεχαρβαλωμένου κουτιού.
Ο γέροντας ακούγοντάς με να μιλάω έτσι, σήκωσε το κεφάλι ψηλά και μουρμούρισε: «Σώσον, Κύριε τον λαόν σου». Μετά, γυρίζοντας προς το μέρος μου είπε:
– Από τα λόγια σας συμπεραίνω ότι δεν έχετε ποτέ βρεθεί σε κάποια εκκλησία της Ισπανίας Παρασκευή βράδυ.
– Ποτέ δεν έχω βρεθεί σε εκκλησία, του απάντησα λακωνικά.
Ο Χάβεθ μόρφασε και ξαναμουρμούρισε εκείνο το “Σώσον κύριε τον λαόν σου”.
– Οπότε θα πρέπει εγώ να σου διηγηθώ τον μύθο που μας συντροφεύει κάθε βράδυ Παρασκευής … Άρχισε ο γέροντας αλλά τον διέκοψα.
– Εσύ πως και ξέρεις τι λένε κάθε Παρασκευόβραδο στην εκκλησία;
– Είμαι ιερέας, απάντησε με στόμφο.
Μετά από αυτό κοκκίνισα διότι, αν και δεν πήγαινα στην εκκλησία, γνώριζα ότι οι ιερείς ήταν αξιοσέβαστα πρόσωπα.
– Ω, συγνώμη, πάτερ. Συνεχίστε, τον παρότρυνα.
– Όπως λοιπόν, σου έχω προαναφέρει, ο μύθος ή η αλήθεια, κανείς μας δεν ξέρει, έχει ως εξής:
«Ήταν μέρα-μεσημέρι στην έρημο και ένας φτωχός, καταπονημένος νέος ήταν έτοιμος να αφήσει την τελευταία του πνοή και, για να τον θυμούνται, σκέφτηκε να βάλει σε ένα κουτί μερικά ρούχα του. Όμως, πριν προλάβει να ολοκληρώσει αυτή την τελευταία του πράξη, ξεψύχησε».
Εκεί μόρφασα. Όχι για τον θάνατο μιας και έχω βρεθεί σε πολλές μάχες αλλά, για την ηρεμία του ιερέα Χάβεθ, που εξιστορούσε ένα τέτοιο γεγονός χωρίς να μοιρολογεί ούτε να λυπάται, έστω και λίγο, το αδικοχαμένο παλικάρι. Αφού όμως δεν είχα διάθεση να τον διακόψω, συνέχισα να ακούω.
«Οι σκέψεις και η ψυχή αυτού του παλικαριού έμειναν αναλλοίωτες και φυλαγμένες μέσα στο κουτί. Ο Ύψιστος όμως…»
Και βλέποντάς με να απορώ πρόσθεσε:
«Ο Θεός, όμως, για να τιμήσει τον νέο και την ψυχή του, έστειλε το κουτί καταμεσής στο πέλαγος. Εκεί που ένας καπετάνιος με το πλοίο και τους ναύτες του πάλευαν με τα κύματα. Την ύπαρξη του κουτιού στη θάλασσα αντιλήφθηκε ο ύπαρχος του πλοίου, που σαστισμένος με το γεγονός ότι το κουτί επέπλεε αποφάσισε ότι παρά τους κινδύνους θα το έπαιρνε στην κατοχή του. Πήρε μια βάρκα, κατέβηκε στη θάλασσα και κατάφερε να αγγίξει το κουτί. Πριν όμως το πάρει μαζί του ένα μεγάλο κύμα τον έπνιξε. Όμως επειδή ο ύπαρχος είχε ταξιδέψει και είχε ταλαιπωρηθεί πολύ στη ζωή του, ο Θεός σκέφτηκε να τον ανταμείψει και αυτόν διαφυλάσσοντας την ψυχή και τις σκέψεις του στο ίδιο κουτί. Έτσι, σύμφωνα με αυτόν τον θρύλο όποιος έχει μαζί του αυτό το κουτί συντροφεύεται από τις ψυχές των δύο αυτών ανθρώπων και μπορεί να αφουγκραστεί και τις συμβουλές τους.»
– Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, αυτό το πολύτιμο κουτί είναι αυτό που περιέχει τις σκέψεις και τις ψυχές των παλικαριών;
– Έτσι νομίζω, είπε ο γέροντας κοιτώντας με με χαμόγελο ικανοποίησης, που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του όταν με άκουσε να αποκαλώ το κουτί του «πολύτιμο» και όχι πια «ξεχαρβαλωμένο».
– Και γιατί δεν το ανοίγουμε να δούμε; Στο άκουσμα της ερώτησής μου, τρόμος περιέλουσε το βλέμμα του πατήρ Χάβεθ.
– Επειδή αν συμβαίνει όντως αυτό, τότε οι σκέψεις μια άλλης άγνωστης και άκρως επικίνδυνης εποχής θα απελευθερωθούν και θα τριγυρνούν ελεύθερα στον κόσμο μας.
Δήλωσε ορθά-κοφτά και στη συνέχεια, πρόσθεσε:
– Παρότι αμφιβάλλω για το αν είσαι το σωστό άτομο, επειδή αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να έχω άλλη επιλογή, σου εμπιστεύομαι αυτό το κουτί και ο Θεός βοηθός.
– Τιμή μου, πάτερ, του απάντησα με βλέμμα που γυάλιζε από περιέργεια.
– Την ευλογία μου, είπε και μου παρέδωσε το κουτί. Εγώ κοίταξα το περίεργο απόκτημά μου σαν υπνωτισμένος και όταν σήκωσα το βλέμμα, αντιλήφθηκα ότι μου είχε ήδη γυρίσει την πλάτη και απομακρυνόταν μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μου…
Έμεινα εκεί κάμποση ώρα να κοιτώ πότε το κουτί, πότε τον ορίζοντα περιμένοντας μήπως εμφανιστεί και πάλι ο γέροντας αλλά όταν αντιλήφθηκα ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί πήρα τον δρόμο προς το πλοίο. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν τη συζήτηση με τον γέροντα.
Όταν όμως έφτασα στο πλοίο, έπρεπε να παραμερίσω τις σκέψεις μου γιατί αντίκρισα ένα μπουλούκι ανάκατων δούλων, στρατιωτών, κωπηλατών και υπολοχαγών, οι οποίοι μιλούσαν όλοι μαζί και προσπαθούσαν μάταια να συνεννοηθούν. Έπρεπε επειγόντως να βάλω τάξη σε αυτό το χάος. Πήρα βαθιά ανάσα και βροντοφώναξα:
– ΠΡΟΣΟΧΗ!
Όλοι τους, δούλοι, στρατιώτες, κωπηλάτες και υπολοχαγοί γύρισαν, πάτησαν δυνατά τα πόδια τους και περίμεναν ακίνητοι. Τόσο ακίνητοι που νόμιζα ότι δεν ανέπνεαν και αν δεν τους έδινα την επόμενη εντολή θα σωριάζονταν κάτω ξέπνοοι.
– Εμπρός! Όλοι στα πλοία! Αναχωρούμε! Διέταξα.
Αμέσως, το μέχρι πριν από λίγο μπουλούκι μετατράπηκε σε οργανωμένες ομάδες και κάθε μια από αυτές κατευθύνθηκε σε συγκεκριμένη κατεύθυνση ώστε να προετοιμαστεί για αναχώρηση.
Σε λίγο το πλοίο ξανοιγόταν στο πέλαγος.
Μια μέρα μετά, η Ισπανία ούτε που φαινόταν πίσω μας. Εγώ, αγκαλιά πάντα με το κουτί, περιφερόμουν στο πλοίο και έδινα διαταγές, ενώ ένιωθα συνεχώς τα βλέμματα όλων γύρω να είναι καρφωμένα πάνω μου.
Είχαν ήδη περάσει τέσσερις μέρες από την συνάντησή μου με τον πατέρα Χάβεθ και την αναχώρησή μας, όταν με πλησίασε ο γεωγράφος και είπε λίγο διστατικά:
– Κύριε, πολύ πιθανόν να καθυστερήσουμε να φτάσουμε στην Νάπολη.
– Γιατί; Τον κοίταξα όλο απορία, αυστηρότητα αλλά και έπαρση.
– Διότι οι κωπηλάτες και οι δούλοι διαμαρτύρονται εξαιτίας της εξάντλησης και της πείνας τους και δηλώνουν ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν το ταξίδι.
– Τότε σκοτώστε έναν να τους κοπεί η λιγούρα, απάντησα με ειρωνεία.
– Μα…κύριε… έχουν το πάνω χέρι… έχουν ομήρους. Είπε και υποχώρησε τρία βήματα προς τα πίσω περιμένοντας το ξέσπασμα της οργής μου.
Πετάχτηκα όρθιος. Αυτό ήταν άνω ποταμών! ΑΝΤΑΡΣΙΑ! Και μάλιστα από τους δούλους. Να μας έχουν στο χέρι τα αποβράσματα κρατώντας ομήρους!
Άρπαξα το σπαθί μου και κατευθύνθηκα με ορμή προς το κεντρικό μέρος του πλοίου. Τότε αντιλήφθηκα ότι επικρατούσε απόλυτη σιγή. Παράξενο μου φάνηκε μιας και οι δούλοι δεν συνήθιζαν να κάνουν τόση ησυχία σε οποιαδήποτε περίσταση.
Παρατηρώντας γύρω μου είδα ένα δούλο να κρατάει τον γραφέα του πλοίου μου.
– Άφησε αμέσως τον γραφέα ελεύθερο! Πρόσταξα με θυμό.
– Δεν εκτελώ διαταγές. Μόνο δίνω. Αντιγύρισε ο δούλος και έκοψε το κεφάλι του γραφέα.
Εκείνη τη στιγμή και καθώς το νεκρό σώμα του γραφέα έπεφτε με γδούπο στο κατάστρωμα, μπόρεσα για έναν ανεξήγητο λόγο να ανακτήσω την ψυχραιμία μου και αντιλήφθηκα ότι τα υπόλοιπα δεκαεννιά πλοία είχαν περικυκλώσει το δικό μας. Όλα έδειχναν ότι στα άλλα πλοία οι δούλοι είχαν τον απόλυτο έλεγχο. Τα κανόνια τους είχαν στραφεί προς το μέρος μας και η οσμή από τα φυτίλια που άναβαν έφτανε σε εμάς μέσω της θαλασσινής αύρας.
– Θα κάνουμε μια συμφωνία. Είπε ο δούλος που νωρίτερα είχε σκοτώσει τον γραφέα.
– Τί έχεις στο μυαλό σου; Του απάντησα χωρίς να έχω χάσει το προκλητικά υπεροπτικό μου ύφος, παρά το γεγονός ότι ήμουν σε μειονεκτική θέση.
Αμέσως, ένας άλλος δούλος, βούτηξε βίαια έναν στρατιώτη και του έτεινε το μαχαίρι του.
– Σε περίπτωση που δεν επιθυμείς να υπάρξει συμφωνία, βλέπεις ότι είμαι έτοιμος να στείλω αυτόν τον κακομοίρη να κάνει παρέα στον προηγούμενο. Είπε και έδειξε με τον αντίχειρά του τον γραφέα που κείτονταν στο κατάστρωμα σαν πέτρινο άγαλμα.
Έκανε μια παύση συνεχίζοντας όμως να με κοιτά για να δει τις αντιδράσεις μου. Φάνηκε σαν να διάβασε την απάθεια στο βλέμμα μου.
– Επειδή αντιλαμβάνομαι ότι μάλλον δεν δίνεις δεκάρα γι αυτούς εδώ, συνέχισε, σε ενημερώνω ότι στα γύρω πλοία υπάρχουν δεκάδες όμηροι που πιστεύω ότι σε νοιάζουν περισσότερο.
Καταλάβαινα τι ήθελε να πετύχει. Ο στόχος του ήταν να με καθυστερήσει μιλώντας μου, ώστε να αρχίσουν οι κανονιοβολισμοί από τα γύρω πλοία ενώ αυτός θα είχε την ευκαιρία μέσα στον αλαλαγμό να διαφύγει, πηδώντας σε ένα από τα πλοία που θα είχαν πλευρίσει το δικό μας. Αλλά τι μπορούσα να κάνω για να το αποφύγω;
– Ποια είναι η συμφωνία; Μίλα γιατί αν δεις γύρω σου, δεν νομίζω ότι προλαβαίνουμε. Υπάρχουν ήδη…
– Δεν με ενδιαφέρει! Φέρε το κουτί! Ούρλιαξε ο δούλος με τέτοιο τρόπο που οι φλέβες στο λαιμό του λες και ήταν έτοιμες να εκραγούν.
Για πρώτη φορά αντιλήφθηκα το αδιέξοδο και τρόμαξα. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Να δώσω το κουτί; Φάνηκε ότι ήταν η μόνη λύση.
– Εντάξει. Απάντησα.
Στο άκουσμα της απάντησής μου, όλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν και να σχολιάζουν έκπληκτοι την απόφασή μου, ενώ οι κωπηλάτες των γύρω πλοίων έσβησαν τα φυτίλια των κανονιών.
Σε λίγα λεπτά δύο γεροδεμένοι κωπηλάτες με άρπαξαν από τους ώμους και με έσυραν προς την κάμαρά μου. Καθώς κατεβαίνανε τη σκάλα αντιλήφθηκα ότι πίσω μας ερχόταν ο δούλος με τον οποίο είχα κάνει τη συμφωνία και που όλα έδειχναν ότι είναι ο επικεφαλής. Δεν ήταν τόσο γεροδεμένος τελικά και ίσως αν τον αντιμετώπιζα σώμα με σώμα είχα ελπίδες να ανακτήσω τον έλεγχο του στόλου μου.
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου, όταν έφτασα στην καμπίνα μου. Οι δύο δούλοι με έσπρωξαν μέσα και περίμεναν στην πόρτα, καθώς εγώ άνοιξα την ντουλάπα μου αναζητώντας το κουτί.
Το βρήκα εκεί ακριβώς που το είχα τοποθετήσει πριν από μία ώρα, τότε που είχα την εντύπωση ότι θα ανέβαινα στο κατάστρωμα για έναν έλεγχο ρουτίνας. Μόλις το πήρα ένιωσα τα κρύα χέρια αυτού που τώρα ήταν κυρίαρχος του πλοίου μου να το αρπάζει και πριν προλάβω να ξεστομίσω τον παραμικρό ήχο, τον είδα να ανοίγει το καπάκι με λύσσα.
Στο άνοιγμα του κουτιού ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν και νόμιζα ότι έχασα την όρασή μου. Η λάμψη από εκατοντάδες χρυσά φλουριά ήταν εκτυφλωτική. Βρήκα την όραση αλλά ένιωσα να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου και μαζί και την λαλιά μου.
– Ζήτω! Είμαι πλούσιος! Έλεγε και ξαναλεγε χοροπηδώντας ο μέχρι πριν από λίγο ρακένδυτος και εξαντλημένος δούλος μου.
Τώρα όχι μόνο ήταν αρχηγός του πλοίου μου και όριζε τη ζωή μου αλλά φάνηκε ότι θα όριζε τη ζωή εκατοντάδων άλλων ανθρώπων. Άρχισα να σκέφτομαι πόσο αφελής ήμουν που πίστεψα σε έναν τσαρλατάνο γέρο και που δεν είχα κάνει το αυτονόητο: να ανοίξω απλώς το κουτί.
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου και να τα βάλω με τον εαυτό μου γιατί τελικά αποδείχτηκε ότι οι δούλοι μου εξακολουθούσαν να φέρονται σαν όχλος εξαγριωμένος ακόμη και τώρα που είχαν το πάνω χέρι.
Εξαιτίας των επιφωνημάτων του δούλου-αρχηγού, όλοι οι υπόλοιποι έτρεξαν να δουν τι είχε συμβεί και στη θέα των νομισμάτων άρχισαν να λογομαχούν και στη συνέχεια ήρθαν στα χέρια. Κάποιοι μάλιστα δεν δίστασαν να βγάλουν τα μαχαίρια τους και να τα τείνουν προς το μέρος των πριν από λίγο συμμάχων τους.
Πλέον δεν επρόκειτο για καβγά αλλά για πόλεμο. Η κατάσταση ήταν δύσκολη και φαινόταν ότι θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο καθώς οι δούλοι των άλλων πλοίων αντιλήφθηκαν την αναταραχή και ξεκίνησαν τους κανονιοβολισμούς.
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι έπρεπε να εκμεταλλευτώ την αναμπουμπούλα και να απομακρυνθώ. Με γρήγορες και σχεδόν αυθόρμητες κινήσεις άρπαξα από το μπράτσο τον γεωγράφο και ξεκινήσαμε να τρέχουμε προς την πλώρη. Πήραμε φόρα και με ένα σάλτο βρεθήκαμε στον “Κυρίαρχο των Θαλασσών”.
Σε αυτό το πλοίο ήταν ο υπολοχαγός Λόπεζ, δεκαπέντε στρατιώτες και δύο γραφείς, οι οποίοι πολεμούσαν πλέον σώμα με σώμα με τους δούλους για να πάρουν και πάλι τον έλεγχο του πλοίου μας. Αμέσως ρίχτηκα και εγώ με τον γεωγράφο στην μάχη και σε λίγη ώρα αφού σκοτώσαμε κάμποσους δούλους, αιχμαλωτίσαμε τους υπόλοιπους και ανακτήσαμε τον έλεγχο του πλοίου.
Με το νέο πλέον πλήρωμά μου ξεκινήσαμε να κανονιοβολούμε τα άλλοτε πλοία μας στην προσπάθειά μας να ανοίξουμε τον θαλάσσιο δρόμο προς τη σωτηρία μας.
Βυθίσαμε τελικά τρία και μέσα σε αυτά ήταν και το «Μπρούμι». Το άλλοτε μεγαλειώδες πλοίο, όπου βρισκόταν το θαλάσσιο αρχηγείο μου, η κάμαρά μου και φυσικά μαζί και το μυστηριώδες κουτί κατευθύνονταν προς το βυθό παίρνοντας μαζί τους το μεγαλείο και την ανοησία μου.
Όταν τα κανόνια σίγησαν στρέφοντας το βλέμμα προς την πρύμνη του πλοίου, διαπίστωσα το μέγεθος της καταστροφής: από τα τριακόσια εξήντα ένα μέλη του πληρώματός μου είχαν απομείνει εκατόν ογδόντα έξι. Από αυτά οι εκατόν εξήντα ήταν στρατιώτες, οι οκτώ γραφείς, οι δεκαέξι υπολοχαγοί, ο ένας γεωγράφος και εγώ. Το πλήγμα ήταν βαρύ και δεν είχαμε άλλη επιλογή: έπρεπε να γυρίσουμε στην Ισπανία.
Έτσι, τα εννέα εναπομείναντα πλοία πήραν καταρρακωμένα τον δρόμο του γυρισμού…
Σε τρεις μέρες πιάσαμε λιμάνι.
Ο βασιλιάς Φίλιππος όταν πληροφορήθηκε τις απώλειες δυσανασχέτησε αλλά μόλις του εξήγησα τι ακριβώς είχε συμβεί έδειξε κατανόηση και με προέτρεψε να αναζητήσω τον γέροντα και να μάθω τι ακριβώς ήξερε για το κουτί και αν γνώριζε και ο ίδιος για τον θησαυρό. Μου τόνισε ότι θα έπρεπε να σιγουρευτούμε για το αν θα μας καταδίωκε κάποια κατάρα, τώρα που άνοιξε το κουτί και που χάθηκε στα βάθη της θάλασσας.
Συμφωνήσαμε να αναχωρήσουμε την επόμενη Κυριακή για την Νάπολη, αφού πρώτα έχουμε λάβει εγγύηση της ασφάλειάς μας.
Εκείνη τη μέρα οι συγγενείς των μελών του πληρώματος που είχαν επιστρέψει σώοι είχαν οργανώσει σπονδές και μεγαλόπρεπα συμπόσια ως έκφραση ευγνωμοσύνης ή ως προσευχές για την ανάπαυση των ψυχών όσων είχαν για πάντα χαθεί στον θαλάσσιο τάφο τους. Όλη η πόλη επικοινωνούσε με κάθε τρόπο με τους θεούς ή τον Θεό, ανάλογα την πίστη του καθενός.
Όμως εγώ δεν μετείχα σε καμία τέτοια τελετή. Ακολούθησα τη συμβουλή του βασιλιά και αναζήτησα τον πατέρα Χάβεθ προκειμένου να διασφαλίσω ότι την επόμενη φορά ο στόλος θα φτάσει στον προορισμό του.
Βρήκα τον γέροντα στην εκκλησία των Αγίων Πάντων. Συγκράτησα τα συναισθήματά του καθώς είχα καταλάβει ότι αν ήθελα να μάθω κάτι θα έπρεπε να συνομιλήσω μαζί του με τους δικούς του όρους. Εκείνος θεώρησε σκόπιμο να με ξεναγήσει στην εκκλησία γνωρίζοντας ότι δεν είχα βρεθεί ποτέ άλλοτε σε παρόμοιο χώρο. Μετά το τέλος της περιήγησης του διηγήθηκα τα τρομερά γεγονότα που ακολούθησαν την αναχώρησή μου μαζί με το κουτί που μου εμπιστεύτηκε.
Διαπίστωσα ότι δεν είχε ιδέα τι περιείχε το κουτί. Με κοίταζε ίσια στα μάτια με απορία αλλά και με μια απόκοσμη γαλήνη.
– Υπάρχει περίπτωση τα φλουριά να ανήκαν στους δύο αδικοχαμένους άντρες; Του απηύθυνα το ερώτημά μου στο τέλος της συζήτησής μας.
– Ίσως τέκνον μου. Κανείς δεν ξέρει. Αλλά αν όντως ισχύει αυτό, τότε είναι όντως αδικοχαμένοι.
– Όπως αδικοχαμένοι είναι και οι άντρες του πληρώματός μου…Του είπα με νόημα περιμένοντας της απόκρισή του.
Δεν απάντησε κάτι. Σηκώθηκε και απομακρύνθηκε.
Εγώ έμεινα σαν μαγνητισμένος να τον κοιτάζω, όπως τότε που έφυγε αφήνοντάς με αγκαλιά με το κουτί στην προβλήτα του λιμανιού.
Πρόσφατα σχόλια