ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ , χωρίς χριστουγεννιάτικα παραμύθια δεν γίνεται !
Τα χριστουγεννιάτικα παραμύθια είναι ίσως η πιο κλασική ρουτίνα κάθε δασκάλου και παιδιού ! Οι ιστορίες των Χριστουγέννων , ξυπνούν την φαντασία και σε ταξιδεύουν σε κόσμους μαγικούς. Φέτος στη σχολική μας βιβλιοθήκη διαβάζουμε μερικές από τις πιο ωραίες χριστουγεννιάτικες ιστορίες !
ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΣΤ΄1 ΤΑΞΗΣ : ΕΒΕΛΙΝΑ , ΑΘΗΝΑ , ΝΕΦΕΛΗ , ΘΕΟΔΩΡΑ , ΚΑΤΕΡΙΝΑ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΝΑ !
1.Η Χριστουγεννιάτικη ιστορία (Σκρουτζ)
Το πιο πολυδιαβασμένο από όλα τα Χριστουγεννιάτικα παραμύθια που υπάρχουν στον κόσμο! ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ
2. To κοριτσάκι με τα σπίρτα
Το αριστουργηματικό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και ίσως μια από τις πιο λυπητερές ιστορίες των Χριστουγέννων των παιδικών μας χρόνων, σε μια animation εκδοχή μικρού μήκους. Ένα ατμοσφαιρικό παραμύθι για τις αξίες που πρέπει να μας μεταδώσει η γιορτή των Χριστουγέννων. ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ
3.Ο καρυοθραύστης
Μεταφερθείτε μαζί με την Κλάρα σε έναν μαγευτικό κόσμο, όπου ξύλινα στρατιωτάκια ζωντανεύουν και πανέμορφες νεράιδες που χορεύουν σε παλάτια από ζαχαρωτά. ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ
4. Ο παπουτσής και τα ξωτικά
Ένα από τα πιο αγαπημένα Χριστουγεννιάτικα παραμύθια, που είναι πάντα επίκαιρα είναι ο Παπουτσής και τα ξωτικά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ :
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπουτσής, εργατικός και πολύ καλός τεχνίτης. Μα οι καιροί ήταν δύσκολοι και με πολύ κόπο έβγαζε το ψωμί του. Ό,τι κέρδιζε το ξόδευε για την οικογένεια του και τις περισσότερες φορές δεν του περίσσευαν χρήματα για να αγοράσει καινούργια δέρματα. Ένα βράδυ είχε δέρμα, που του έφτανε ίσα ίσα για να φτιάξει ένα ζευγάρι παπούτσια. Έκοψε λοιπόν πολύ προσεκτικά τα κομμάτια, τα άπλωσε πάνω στον πάγκο, πέρασε και κλωστή στις βελόνες του, για να είναι έτοιμα που θα τα έραβε το πρωί, που έχει καλύτερο φως.
Καθώς λοιπόν έκλεινε τα εξώφυλλα της βιτρίνας του αναστέναξε:
– Μπορεί να μην ξαναφτιάξω άλλο ζευγάρι παπούτσια. Όταν πουλήσω αυτά εδώ, θα πρέπει να δώσω όλα τα χρήματα για φαγητό και δε θα μείνει τίποτα για δέρμα. Πω πω, τι θα κάνω;
Το επόμενο πρωί ξύπνησε με βαριά καρδιά και τράβηξε στεναχωρημένος για τον πάγκο του. Αντί όμως για τα δερμάτινα κομμάτια, βρήκε να τον περιμένει ένα υπέροχο ζευγάρι παπούτσια! Ήταν ραμμένα με λεπτότητα και με τις πιο μικρές και ταχτικές ραφές που είχε δει ποτέ του. Ο παπουτσής τα έχασε! Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, έβαλε τα παπούτσια στη βιτρίνα.
Ακόμη αναρωτιόταν ποιος μπορεί να τα είχε φτιάξει, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας πλούσιος ηλικιωμένος κύριος, που ήθελε να αγοράσει τα παπούτσια και μάλιστα του πρόσφερε πολύ περισσότερα χρήματα από όσα είχε πληρωθεί ποτέ του ο παπουτσής! Πληρώθηκε λοιπόν και αμέσως πήγε να αγοράσει περισσότερο δέρμα και φαγητό για την οικογένεια του.
Το ίδιο βράδυ ο παπουτσής έκατσε πάλι στον πάγκο του κι έκοψε για δυο ζευγάρια παπούτσια από το καινούργιο δέρμα. Μετά άφησε τα κομμάτια απλωμένα όπως την προηγούμενη φορά, έτοιμα για να τα ράψει το πρωί.
Όταν πήγε στο εργαστήρι του την άλλη μέρα το πρωί, βρήκε πάλι δυο ζευγάρια παπούτσια, έτοιμα ραμμένα πάνω στον πάγκο του κι αναρωτήθηκε:
– Μα ποιος μπορεί να είναι αυτός που δουλεύει τόσο γρήγορα και κάνει μάλιστα τόσο μικρές ραφές;
Έβαλε λοιπόν τα παπούτσια στη βιτρίνα και σε λίγη ώρα πλούσιοι άνθρωποι, που δεν είχαν πατήσει ξανά στο μαγαζί του, ακριβοπλήρωσαν για να τα αγοράσουν. Ο παπουτσής βγήκε πάλι έξω κι αυτή τη φορά αγόρασε περισσότερο δέρμα κι έκοψε περισσότερα κομμάτια.
Για βδομάδες συνέβαινε το ίδιο πράγμα κάθε βράδυ. Δυο ζευγάρια παπούτσια, μερικές φορές και τέσσερα, γίνονταν σε μια νύχτα. Κι ο παπουτσής σύντομα έγινε γνωστός σε όλη την πόλη για τα καταπληκτικά του παπούτσια.
Παράλληλα όμως τον έτρωγε κι η περιέργεια. Ποιος ήταν αυτός που του έφτιαχνε τα παπούτσια; Τέλος δεν άντεξε άλλο. Με τη γυναίκα του αποφάσισαν να δουν ποιοι ήταν αυτοί οι βραδινοί επισκέπτες. Έμειναν λοιπόν ξύπνιοι και κρύφτηκαν πίσω από την πόρτα. Μόλις το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, άκουσαν ένα γρήγορο τρεχαλητό έξω από το παράθυρο και αμέσως μετά είδαν δυο μικρά ανθρωπάκια να τρυπώνουν μέσα από τις γρίλιες. Ύστερα τράβηξαν προς τον πάγκο, έβγαλαν κάτι μικροσκοπικά εργαλεία από την τσάντα τους και άρχισαν να ράβουν τα δέρματα. Ο παπουτσής και η γυναίκα του δεν πίστευαν στα μάτια τους, γιατί τα μικρά ανθρωπάκια δεν ήταν μεγαλύτερα από τις βελόνες του μάστορα. Πριν ξημερώσει, τρία πανέμορφα ζευγάρια παπούτσια ήταν έτοιμα πάνω στον πάγκο. Τα ξωτικά μάζεψαν τα εργαλεία τους, τακτοποίησαν και έφυγαν όπως ακριβώς είχαν έρθει.
Ο παπουτσής και η γυναίκα του, όταν συνήλθαν από την έκπληξη, άρχισαν να σκέφτονται πως θα μπορούσαν να δείξουν ευγνωμοσύνη στα ξωτικά. Η γυναίκα του πρότεινε λοιπόν να τους φτιάξουν καινούργια ρούχα. Την άλλη μέρα η γυναίκα του παπουτσή έραψε δυο μικρές πράσινες ζακέτες και παντελόνια, ενώ ο παπουτσής έκοψε κι έραψε δυο ζευγάρια μπότες.
Την παραμονή των Χριστουγέννων άφησαν τα δώρα τους πάνω στον πάγκο, μαζί με δυο ποτηράκια κρασί και μια πιατελίτσα με εδέσματα. Όταν νύχτωσε, κρύφτηκαν πάλι πίσω από την πόρτα. Τα μεσάνυχτα πάλι, τα ξωτικά τρύπωσαν στο μαγαζί κι ανέβηκαν στον πάγκο. Σαν είδαν τις μικρές πράσινες ζακέτες, τα παντελόνια και τις μπότες, χοροπήδησαν από την χαρά τους. Έπειτα φόρεσαν γρήγορα τα ρούχα, έφαγαν και ήπιαν τα κεράσματα κι εξαφανίστηκαν σαν αστραπή.
Μετά τα Χριστούγεννα ο παπουτσής συνέχισε να κόβει τα δέρματα και να τα αφήνει πάνω στον πάγκο, μα τα ξωτικά δεν ξαναήρθαν ποτέ. Είχαν καταλάβει πως ο παπουτσής και η γυναίκα του, τους είχαν δει. Και τα ξωτικά δεν θέλουν να τα βλέπουν οι άνθρωποι.
Αλλά ο παπουτσής δεν πειράχτηκε. Το μαγαζί του ήταν τόσο γνωστό πια, που είχε πάρα πολλούς πελάτες. Βέβαια οι δικές του ραφές δεν ήταν τόσο ταχτικές, όπως αυτές των ξωτικών, μα κανείς δεν το πρόσεχε. Έτσι, οι δουλειές του συνέχισαν να πηγαίνουν καλά και δεν έλειψε τίποτα πια από την οικογένεια του. Από τότε κάθε χρόνο, την παραμονή των Χριστουγέννων, μαζεύονται γύρω από τη φωτιά και πίνουν στην υγειά των ξωτικών, που τους είχαν βοηθήσει.
5. Η Κάλλω και οι καλικάντζαροι
Παραμύθι της προφορικής μας παράδοσης του Δωδεκαημέρου ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΕΔΩ
Ή ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας…
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά χρόνια, σε ένα χωριουδάκι ζούσε μια μάνα με τις δύο κόρες της. Την Μεγαλύτερη, την έλεγαν Μάρμπω και ήταν άσχημη. Η μικρότερη όμως, ήταν πανέμορφη και την φώναζαν Κάλλω. Όλος ο κόσμος μιλούσε για τα κάλλη της, κι απ’ όπου περνούσε σχολιάζανε την ομορφιά της. Η Μάρμπω, τα γνώριζε όλα αυτά και την ζήλευε. Για το λόγο αυτό, είχε κλειστεί στο σπίτι και δεν έβγαινε έξω ακόμα κι αν της το ζητούσε η μητέρα της.
Άντε βρε Μάρμπω… άντε κόρη μου, πετάξου ίσαμε την αγορά…
Όχι, δεν πάω εγώ. Στείλε την προκομένη σου, την Κάλλω…
απαντούσε η Μάρμπω κι η Κάλλω που δεν ήθελε να στεναχωρήσει την μητέρα της, έτρεχε αμέσω όπου της ζητούσαν. Κι όχι απλά πήγαινε, αλλά κατάφερνε και τις δουλειές καλύτερα απ’ τον καθένα, γιατί εκτός από όμορφη, ήταν επίσης και πάρα πολύ έξυπνη. Κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες στο όμορφο χωριό ώσπου ήρθαν τα Χριστούγεννα. Την παραμονή της μεγάλης γιορτής, η μάνα των δύο κοριτσιών, κοιτάζοντας στο ντουλάπι της κουζίνας την κασέλα που είχανε το αλεύρι, είδε πως το αλεύρι είχε τελειώσει.
Τώρα τι κάνουμε; Δεν έχουμε άλλο αλεύρι στην αποθήκη. Ποια από τις δυο σας θα πάει στο μύλο; Άντε Μάρμπω κόρη μου, εσύ που είσαι και η μεγαλύτερη, σύρε στον μύλο…
…μα πριν προλάβει η μάνα να ολοκληρώσει την φράση της, η Μάρμπω απάντησε με πείσμα…
Όχι, δεν πάω…να πάει η Κάλλω.
Θα πάω εγώ μάνα…
Κι έτσι έγινε. Η μικρή Κάλλω, φόρτωσε στο γαιδουράκι της δυο σακιά με σιτάρι και ξεκίνησε για τον νερόμυλο. Μα ο νερόμυλος, ήτανε μακριά και το ταξίδι μεγάλο. Όταν έφτασε επιτέλους, η Κάλλω αντίκρισε κάτι που δεν το περίμενε. Κόσμος πολύς είχε φτάσει πριν από αυτήν στο μύλο και περίμενε να αλέσει τα γεννήματά τους. Μεγάλη η ουρά που είχαν σχηματίσει, μα δεν γινότανε αλλιώς. Η Κάλλω, ξεφόρτωσε το στάρι από το γαϊδουράκι της και περίμενε υπομονετικά την σειρά της. Οι ώρες όμως περνούσαν κι όσο να αλέσουν οι άλλοι, ο ήλιος είχε βασιλέψει και γρήγορα νύχτωσε. Ο μυλωνάς, πήρε το σιτάρι της και το έριξε στο καρίκι του μύλου, ενώ αυτός πήγε στην κάμαρά του για να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί. Η Κάλλω έμεινε μόνη και καθισμένη πάνω σε κάτι σακιά, περίμενε να γίνει το αλεύρι της. Ήταν μισοσκότεινα και το μοναδικό φως που έφεγγε ήταν από ένα μικρό λαδοφάναρο. Φοβότανε πολύ και γι’ αυτό είχε κουρνιάσει σε μια γωνιά. Κατά τα μεσάνυχτα όμως, κι ενώ όλα ήταν ήσυχα, ξαφνικά άκουσε κάτι πατημασιές από την εξωτερική πόρτα του μύλου. Γυρίζει τρομαγμένη και τι να δει! Γύρω στους δέκα καλικάντζαρους να έχουν τρυπώσει στο μύλο και να την πλησιάζουν. Πάγωσε από την τρομάρα της, αλλά από την άλλη δεν θέλησε να φωνάξει για να μην ξυπνήσει τον μυλωνά. Ανασηκώθηκε λοιπόν στα σακιά και περίμενε να δει τι θα γίνει. Οι καλικάντζαροι, την είχαν περικυκλώσει κι άρχισαν να της λένε …
Θα σε φάμε Κάλλω, θα σε φάμε!
Αρχικά η Κάλλω φοβήθηκε και σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια. Μα δεν θα κατάφερνε τίποτα γιατί σίγουρα θα την πιάνανε. Τότε μια ιδέα της ήρθε στο μυαλό κι αφού κοντοστάθηκε τους είπε ψύχραιμη πλέον…
Εντάξει λοιπόν…ας με φάτε. Αλλά έτσι; Δεν τρώγεται έτσι η Κάλλω!
Και πως τρώγεται η Κάλλω;
…ρώτησαν με περιέργεια οι καλικάνρζαροι.
Με αυτό το παλιοφόρεμα θα με φάτε; Η Κάλλω επιθυμεί καινούργιο και όμορφο φόρεμα.
Καινούργιο και όμορφο φόρεμα; Πάμε γρήγορα να της φέρουμε…
απάντησαν οι καλικάντζαροι και σκόρπισαν τριγύρω ψάχνοντας, ενώ ταυτόχρονα μουρμούριζαν «φόρεμα», «φόρεμα», για να μην ξεχάσουν τι ψάχνουν. Χαμός επικράτησε στο νερόμυλο. Κι επειδή καλικάντζαροι είναι αυτοί και όλα τα καταφέρνουν, χώθηκαν από εδώ, στριμώχτηκαν από εκεί, κάποιοι άλλοι εξαφανίστηκαν και εμφανίστηκαν στο άψε-σβήσε…τελικά δεν άργησαν να εμφανιστούν και πάλι μπροστά της κρατώντας ένα πολύ όμορφο φόρεμα. Η Κάλλω το πήρε και το φόρεσε μα οι καλικάντζαροι και πάλι την περιτριγύρισαν απειλητικά λέγοντας…
Θα σε φάμε Κάλλω, θα σε φάμε!
Εντάξει λοιπόν…ας με φάτε. Αλλά έτσι; Δεν τρώγεται έτσι η Κάλλω!
Και πως τρώγεται η Κάλλω;
Ξυπόλητη θα με φάτε χρονιάρα μέρα; Η Κάλλω επιθυμεί καινούργια και όμορφα παπούτσια.
Καινούργια και όμορφα παπούτσια;
Οι καλικάντζαροι σκόρπισαν και πάλι. «Παπούτσια», «παπούτσια», «παπούτσια» μουρμούριζαν και…χαθήκαν από εδώ, βρεθήκαν από εκεί, χωθήκανε σε χαραμάδες και πάλι δεν άργησαν να εμφανιστούν μπροστά της με ένα ωραίο ζευγάρι παπούτσια.
Τώρα όμως, ήρθε η ώρα σου Κάλλω. Θα σε φάμε!
Μα όχι έτσι…θέλω και παλτό!
«Παλτό», παλτό», «παλτό», μουρμούρισαν και ξανά-μανά τα ίδια και να σου μπροστά της το παλτό. Κι όσο έφερναν οι καλικάντζαροι, όλο και περισσότερα ζητούσε στην συνέχεια η Κάλλω που είχε το σχέδιο της. Ζήτησε γάντια, γούνα, κάλτσες. Ζήτησε τσατσάρα, καθρεφτάκι, βελόνια και κλωστές, πούδρες και τσιμπιδάκια, κι ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε πως της έρχοταν στο μυαλό. Με τούτο και με εκείνο, οι ώρες πέρασαν και δεν άργησε η στιγμή που ακούστηκε από έξω ο κόκορας να χαιρετίζει το ξημέρωμα. Κι οι καλικάντζαροι σαν το άκουσαν, το δίχως άλλο εξαφανίστηκαν γιατί όπως όλοι ξέρουμε, τις σκανταλιές τους τις κάνουνε μόνο τα βράδυα και με το πρώτο φως της μέρας τρέχουν να κρυφτούνε στις φωλιές τους.
Πάνω στην ώρα ξύπνησε κι ο μυλωνάς κι αφού το σιτάρι είχε αλεστεί, φόρτωσαν στο γαϊδουράκι το αλεύρι καθώς κι όλα αυτά που είχαν κουβαλήσει οι καλικάντζαροι κι η Κάλλω πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό. Η μάνα της είχε ανησυχήσει και γι’ αυτό όταν την είδε να έρχεται, η χαρά της ήταν πολύ μεγάλη. Κι όταν είδαν ότι εκτός από αλεύρι είχε φέρει και χίλια δυο ακόμα πραματάκια, απόρησαν και την ρώτησαν…
Που τα βρήκες όλα αυτά κόρη μου;
Μου τα έφεραν ψες το βράδυ οι καλικάντζαροι στον μύλο…
τους απάντησε η Κάλλω. Η Μάρμπω δεν είπε τίποτα εκείνη την στιγμή, μα σίγουρα ζήλεψε πολύ. Έβαλε με το νου της να πάει κι αυτή στον μύλο να βρει τους καλικάντζαρους και να τους ζητήσει φορέματα, παπούτσια και άλλα πολλά. Αλλά πως θα πήγαινε αφού το αλεύρι θα τους έφτανε για καιρό και οι καλικάντζαροι φεύγουνε από τον δικό μας κόσμο όταν τα Φώτα ο παππάς αγιάζει με την αγιαστούρα. Έτσι λοιπόν, άρχισε κρυφά, όταν δεν την έβλεπε κανείς, να παίρνει αλεύρι από την κασέλα και να το σκορπάει πότε στον ανέμο και πότε να το ρίχνει στο ρέμμα και το αλεύρι τελικά σώθηκε με την πρώτη μέρα του νέου έτους. Πάει η μάνα στην κασέλα να πάρει αλεύρι για να κάνει την βασιλόπιτα και κουλούρια, μα την βρήκε άδεια.
Τώρα τι κάνουμε; Δεν έχουμε άλλο αλεύρι στην αποθήκη. Ποια από τις δυο σας θα πάει στο μύλο;
Πάω εγώ…
απάντησε η Κάλλω μα πετάχτηκε από την άκρη η Μάρμπω και είπε πείσμα…
Τώρα θα πάω εγώ!
Φορτώνει λοιπόν το σιτάρι στο γαϊδουράκι, κι άρχισε το ταξίδι για τον μύλο, χωρίς να βιάζεται για να φτάσει αργά ώστε να χρειαστεί να περάσει το βράδυ της εκεί. Έτσι κι έγινε. Κατά τα μεσάνυχτα κι ενώ η Μάρμπω περίμενε καρτερικά στον νερόμυλο μόνη της, εμφανίστηκαν οι καλικάντζαροι οι οποίοι την περικύκλωσαν και άρχισαν να της λένε…
Θα σε φάμε Μάρμπω, θα σε φάμε.
Η Μάρμπω τρόμαξε πολύ και φοβήθηκε. Νόμισε ότι θα της φέρουν φορέματα και παπούτσια, μα αντί για αυτά, αυτοί όρμησαν πάνω της. Η Μάρμπω έβαλε τις φωνές και ξύπνησε ο μυλωνάς, αλλά μέχρι να ανάψει το φανάρι του και να βγει από την κάμαρά του, οι καλικάντζαροι με τα νύχια τους κατάφεραν και της γρατζούνισαν το πρόσωπο και τα χέρια. Έτσι, γύρισε στο χωριό πληγωμένη και λυπημένη, μα η Κάλλω την λυπήθηκε και της έδωσε κάποια από τα δικά της δώρα. Κι από ότι μάθαμε πολλά χρόνια μετά, κι οι δυό τους παντρεύτηκαν, κάνανε οικογένεια, και ζήσανε ευτυχισμένα και με αγάπη. Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λεν’ τα παραμύθια
6. Το ποντικάκι που ήθελε να αγγίξει ένα αστεράκι
Η ιστορία έχει κεντρικό ήρωα τον Τρωκτικούλη ποντικούλη που ονειρεύεται να αγγίξει ένα αστεράκι, αλλά παρ’ όλες τις προσπάθειές του δεν τα καταφέρνει. Ώσπου ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, καθώς βγαίνει από την ποντικότρυπά του, βλέπει στη μέση του σαλονιού ένα στολισμένο έλατο και στην κορυφή του έλατου ένα ασημένιο αστεράκι. ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ
7. Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη,
χριστουγεννιάτικη ιστορία , γραμμένη από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη . ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ