Ο Ηρακλής γεννήθηκε στη φαντασία των ανθρώπων σε µια πολύ παλιά εποχή. Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι κυνηγούσαν τα άγρια ζώα, για να τραφούν µε το κρέας τους και να ντυθούν µε το δέρµα τους, και τρόµαζαν από τους κεραυνούς, τους σεισµούς και τις άγριες καταιγίδες. Χρειάζονταν λοιπόν τους ήρωες, για να τους βοηθούν στις δυσκολίες της ζωής τους. Ο Ηρακλής είναι ο µεγαλύτερος ήρωας της ελληνικής µυθολογίας. Γιος του ∆ία και µιας θνητής βασιλοπούλας, της Αλκµήνης, ήταν ο δυνατότερος απ’ όλους τους ανθρώπους. Ήταν πάντα δίκαιος, καλόκαρδος και πρόθυµα βοηθούσε τους ανθρώπους. Ήταν ατρόµητος κι ανίκητος και τα κατορθώµατά του έµειναν για πάντα αξέχαστα.
Κάποτε ο Αµφιτρύωνας και η γυναίκα του, η Αλκµήνη, κόρη του βασιλιά των Μυκηνών, αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους και να ζητήσουν καταφύγιο στη Θήβα. Εκεί η Αλκµήνη γέννησε δυο παιδιά. Τον Ηρακλή, που ήταν γιος του Δία, και τον Ιφικλή.
Η Ήρα ζήλευε την Αλκµήνη και µισούσε πολύ τον Ηρακλή. Ο ∆ίας όµως έστειλε µια µέρα τον Ερµή να φέρει το µωρό στον Όλυµπο και το έβαλε να πιει λίγο γάλα από το στήθος της Ήρας, την ώρα που αυτή κοιµόταν, για να γίνει ανίκητο. Όταν η Ήρα ξύπνησε, κατάλαβε ποιο ήταν το µωρό και τραβήχτηκε απότοµα. Χύθηκε τότε λίγο από το γάλα της στον ουρανό κι έγινε ο Γαλαξίας µε τα χιλιάδες αστέρια του.
Όταν τα δυο παιδιά έγιναν περίπου οκτώ µηνών, η Ήρα έστειλε µια νύχτα δυο φίδια να τα πνίξουν. Μόλις τα φίδια πλησίασαν την κούνια τους, ο Δίας έστειλε φως που έλουσε το δωµάτιο και τα παιδιά ξύπνησαν. Ο Ιφικλής τροµαγµένος έβαλε τα κλάµατα. Ο Ηρακλής όµως, χωρίς κανένα φόβο, άρπαξε τα φίδια απ’ το λαιµό και τα έπνιξε. Όλοι τότε κατάλαβαν ότι ο Ηρακλής είχε θεϊκή καταγωγή.
Όταν µεγάλωσε ο Ηρακλής, παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά της Θήβας, τη Μεγάρα κι έγινε ο ίδιος βασιλιάς. Κυβέρνησε µερικά χρόνια τη Θήβα και ζούσε ευτυχισµένος.
Κάποια µέρα όµως η Ήρα, που πάντα τον µισούσε, τον τρέλανε κι ο Ηρακλής έκανε κακό στα παιδιά και στη γυναίκα του, νοµίζοντας πως είναι εχθροί του. Συνήλθε όµως και κατάλαβε το κακό που είχε κάνει. Πήγε τότε στο µαντείο των Δελφών, για να ρωτήσει τον Απόλλωνα τι έπρεπε να κάνει για να τον συγχωρέσουν οι θεοί.
Η Πυθία, η ιέρεια του Απόλλωνα, του είπε ότι έπρεπε να γυρίσει στις Μυκήνες, την πατρίδα της µητέρας του, και να υπηρετήσει πιστά δώδεκα χρόνια τον ξάδερφό του, τον Ευρυσθέα, που βασίλευε εκεί. Μετά θα γινόταν αθάνατος και θα ανέβαινε στον Όλυµπο.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή