Γλωσσική αγλωσσία

Δημήτρης Γάκης

Κουτσός, παιγνιώδης και άκρως διασκεδαστικός θεωρείται ο μήνας Φεβρουάριος, καθότι ξεκινούν οι Απόκριες και όλο το συνεπακόλουθο τζέρτζελο! Είναι και λίγο… λειψός, ίσως γι’ αυτό και πολύ αγαπητός. Τον μήνα αυτό- στις 9- καθιερώθηκε και η παγκόσμια ημέρα Ελληνικής γλώσσας. Φαίνεται ταιριαστή η ημερομηνία, γιατί η χρήση της γλώσσας συχνά και φαιδρή και λειψή είναι.

Θέλετε παραδείγματα; «Ο πάτερ μού είπε», «το δηλητηριώδη φίδι» και άλλα πολλά. Οδύρονται δικαίως οι φιλόλογοι με αυτά που ακούν και νιώθουν να σείεται η γη κάτωθεν των ποδιών τους, αλλά κανένα αποτέλεσμα… Εμείς συνεχίζουμε καθημερινώς να την κατακρεουργούμε με ποικίλα γλωσσικά λάθη. Σε τι, όμως, οφείλεται το ότι έχουμε φτάσει σε τέτοια επίπεδα γλωσσικής απάθειας και αναισθησίας; Εμείς, οι απόγονοι ενδόξων προσωπικοτήτων, δημιουργών μιας ευφυούς γλώσσας, της Ελληνικής, στην οποία στηρίζουμε την εθνική μας ταυτότητα.

Για να απαντηθεί το ερώτημα πρέπει να αναλυθούν τα προβλήματα όπως η λεξιπενία, που χαρακτηρίζει πολλούς από εμάς. Αυτή οφείλεται πρωτίστως στην ακινησία μας, στην έλλειψη ενδιαφέροντος για διεύρυνση των γλωσσικών οριζόντων αλλά και στη μείωση της αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους που ο τρόπος ζωής μάς επιβάλλει. Κι επειδή τα γεγονότα είναι αδιάψευστοι μάρτυρες, ας αναλογισθούμε πώς η πανδημία άλλαξε τον τρόπο ομιλίας μας και πώς ο γραπτός μας λόγος συρρικνώθηκε σε μηνύματα απρόσωπα που μόνη τους επιθυμία είναι η μείωση του περιεχομένου τους, ώστε να εξοικονομείται χρόνος. Δευτερευόντως, οφείλεται και στον τρόπο διδασκαλίας της γλώσσας στα ελληνικά σχολεία, ο οποίος πλέον έχει καταλήξει σε μηχανική αποστήθιση ιδεών και σε «εφόδιο» μόνο για την επιτυχία στις εξετάσεις και όχι σε ολόκληρη τη ζωή. Επιπλέον, αυτός ο τρόπος μετατρέπει την επαφή με τη γλώσσα σε έναν συνεχή εφιάλτη με κορύφωσή του τις διορθώσεις του εκάστοτε καθηγητή!

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο χρόνος μας επιφυλάσσει νέες εκπλήξεις- μάλλον αρνητικού περιεχομένου. Η ελληνική γλώσσα έχει αρχίσει να κατακλύζεται από εκατοντάδες ξενικές λέξεις, όχι επιστημονικούς όρους αλλά καθημερινής χρήσεως λέξεις, αντικαθιστώντας έτσι τις αντίστοιχες «εγχώριες». Είναι και λογικό, εάν κανείς αναλογισθεί τη διεθνοποιημένη κοινωνία στην οποία ζούμε, την επίδραση των κοινωνικών δικτύων αλλά και τη δική μας τάση να υποπίπτουμε στις επιταγές του μάρκετινγκ βάσει του οποίου ό,τι ξενικό καθίσταται σύγχρονο. Να επισημανθεί, βέβαια, ότι δεν είναι το πρόβλημα η υιοθέτηση αυτών, αλλά ο αριθμός τους που όλο και διογκώνεται.

Οι λόγοι και οι αιτίες, όμως, μένουν απλώς σε αυτή τους την ιδιότητα και δε δύνανται να μας παρακινήσουν να αλλάξουμε τον τρόπο έκφρασής μας και μαζί με αυτόν όλη την καθημερινότητά μας. Πρέπει πρώτα να αντιληφθούμε το μεγαλείο της και να βρούμε τα «πατήματα» τα οποία μας συνδέουν με τη λεγόμενη μητρική μας. Αυτό που τη χαρακτηρίζει, δηλαδή τη συντακτική ευκαμψία της, το πλούσιο λεξιλόγιο και την ικανότητά της να «ελίσσεται» και να δημιουργεί μοναδικές, νέες σύνθετες λέξεις. Από τα γραμματικά φαινόμενα μέχρι τη σύνταξη απαιτείται μεγάλη προσοχή και οξυδέρκεια, ώστε να γίνεται ορθά η χρήση της. Ακόμη, η μουσικότητά της και ο ρυθμός της διαφέρει από τις άλλες και την κάνει να ξεχωρίζει.

Αυτό το χαρακτηριστικό εξαίρει στο ποίημά του ο Νικηφόρος Βρεττάκος «η Ελληνική Γλώσσα»: «Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς/ θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα/ ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει./ Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα /στοὺς γαλάζιους διαδρόμους /συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς /μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ/ δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε /μεταξὺ τους μὲ μουσική».

Αν έστω και λίγο μεταβάλουμε το ενδιαφέρον μας για τη γλώσσα, τότε θα μας ξεδιπλωθεί ο μαγικός της κόσμος, ο κόσμος της ευτυχίας!