Οκτώβριος 1993 – Ιούνιος 1995
Σήμερα έκλεισε οδυνηρά άλλο ένα κεφάλαιο «αγάπης» στη ζωή μου. Δεν μπόρεσα να εμποδίσω την «επανάληψη της ιστορίας», γιατί όλοι και όλα στάθηκαν τόσο άδικα μαζί μου… Κι η κατάληξη, ο χωρισμός, ηχούσε παράξενα και τρομερά στ’ αυτιά μου. Ξαναεμπιστεύτηκα την αγάπη και ξαναπροδόθηκα… εκείνη η παγωνιά που φώλιαζε στο κορμί και στην ψυχή μου ήταν αφόρητη. Το αίσθημα του κενού, το αίσθημα του ίλιγγου με κατέκλυσε, ένιωσα ξεκρέμαστη, μετέωρη, μόνη. Είμαι ξανά μόνη και πρέπει να συμφιλιωθώ με τη μοναξιά μου, πρέπει να ξαναρχίσω απ’ την αρχή.
Οι δυο τελευταίες μέρες που πέρασα στη Θεσσαλονίκη ήταν, πραγματικά, ξεκούραστες και ξέγνοιαστες! Ενώ οι προηγούμενες, με το ξύπνημα απ’ τα άγρια χαράματα και τη διάψευση της αγάπης ήταν σκέτος εφιάλτης, σαν ένα κακό όνειρο, που πέρασε και πάει. Γιατί εγώ δεν έχω κανένα κοινό σημείο με «ζώα» που με χαρακτηρίζουν και μ’ αντιμετωπίζουν ως «εισιτήριο για τη ζωή». Είμαι άνθρωπος με συγκροτημένη προσωπικότητα, με ψυχικές, πνευματικές και βιολογικές ανάγκες που χρειάζεται ανθρωπιά, στοργή κι αφοσίωση. Κι αυτά που χρειάζεται, μπορεί και να τα δώσει.
Απ’ τον τόπο μου, ακόμη, που βρισκόμουν τις τελευταίες μέρες, συνέλαβα μια ιδέα: αναλογίζομαι πως κρύβω μέσα μου ένα σωστό μεγαλείο. Κι αυτό το μεγαλείο μου έγκειται στο ότι, ενώ πατώ γερά στη γη κι έχω συνείδηση της τετράγωνης λογικής που διέπει τις σχέσεις των ανθρώπων, ωστόσο έχω τη δύναμη να παραμερίζω αυτή τη στενή, μίζερη και συμφεροντολόγα λογική για χάρη του συναισθήματος. Ναι, ως τώρα στη ζωή μου έδωσα το προβάδισμα στο συναίσθημα και οικοδόμησα τις σχέσεις μου στον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια. Θεώρησα το συναίσθημα και την ανθρωπιά πιο σημαντικούς οδηγούς απ’ τη στυγνή εκμετάλλευση και την προώθηση ατομικών συμφερόντων και να που κατέληξα: εγκαταλειμμένη και λησμονημένη, εδώ στη Βέροια, απ’ όσους ευεργέτησα. Φαίνεται πως η μοίρα των δικαίων είναι σκληρή.
Εγώ, σαν δίκαιη Θεά, λάμβανα πάντα υπ’ όψιν τις ανάγκες των εραστών μου. Αυτοί, όμως, στην πρώτη δυσκολία και για το συμφέρον τους, μου έκλεισαν την πόρτα στην ανάγκη… Δεν στάθηκα παράλογη κι ούτε που έχω άγνοια της ζούγκλας που ζούμε, μα ο ανθρωπισμός μου είναι τόσο βαθύς που νιώθω δυνατή, όντας αδύνατη, αδύναμη. Μπορεί να φαίνομαι τρωτή κι ανυπεράσπιστη, προδομένη και θλιμμένη. Ο ορίζοντας μπροστά μου σκοτεινός και δεν διακρίνεται κανένα σημάδι αισιοδοξίας… κι όμως εγώ θα παλέψω και φέτος εδώ στη Βέροια, έχοντας πολύτιμο οδηγό την αξιοπρέπεια που ποτέ δεν μ’ εγκατέλειψε.
Απ’ τη Βέροια, τη μικρή αυτή πόλη της Βόρειας Ελλάδας, στέλνω μηνύματα αισιοδοξίας στους «μοναχούς» της γης, στέλνω το «μεγαλείο» μου σ’ όσους μικρόψυχους βασανίζονται: χωρίς ίχνος απερισκεψίας κι επιπολαιότητας, ας αγαπούν δυνατά, κι ας αφήνονται, ενσυνείδητα, ευτυχισμένα «κούτσουρα» στο ρεύμα του συναισθήματος… Άς τους συνεπάρει κι αυτούς μια φορά ο χείμαρρος του πάθους και της ανιδιοτέλειας… Τότε μόνο θα μάθουν τί σημαίνει «αγάπη».
Είναι ανέκφραστα θλιβερό να βαδίζω μόνη στους δρόμους της Βέροιας… Εγώ που δεν έφταιξα σε τίποτα, να περιφέρομαι, κουρασμένη κι αφηρημένη, σαν την άδικη κατάρα, να κοιτάζω γύρω μου σπίτια, βιτρίνες κι ανθρώπους κι ουσιαστικά να μην τους βλέπω, γιατί το βλέμμα μου ήταν βυθισμένο στο κενό, γιατί στο μυαλό μου στριφογύριζαν φράσεις-φαντάσματα του παρελθόντος… Λέξεις που διαψεύστηκαν απ’ το χρόνο και που τότε μου θώπευαν τ’ αυτιά και την καρδιά… Κι αυτή η Βέροια είναι πόλη, απρόσωπη κι άγνωστη για μένα. Δεν τους γνωρίζω τους ανθρώπους της, δεν με γνωρίζουν. Ξέρω πως φέτος η διαμονή μου εδώ προβλέπεται πολύ διαφορετική απ’ την περσινή. Δεν έχω να κάνω πια με τους κανόνες της κλειστής κοινωνίας, αλλά της «απάνθρωπης» πόλης. Ώρες-ώρες νοσταλγώ το χωριό, όμως ξέρω πως σιγά-σιγά θα συνηθίσω κι εδώ. Τώρα, στην αρχή, είναι δύσκολη η φάση της προσαρμογής.
Άραγε μεγαλοποιώ τις καταστάσεις της ζωής μου; Σίγουρα όχι πια. Απ’ τη μοναξιά, καταγράφω όποια σκέψη μου περάσει απ’ το νου. Και δεν χρειάζεται βέβαια να πω πως έχω βρεθεί αμέτρητες φορές σε παρόμοια κατάσταση στο παρελθόν.
Με βασανίζει απ’ το πρωί μια τρομερή ημικρανία. Το περιβάλλον στην πόλη και ο χώρος δουλειάς μου, μού είναι τρομερά απωθητικά. Μια απαθής θλίψη κατακλύζει τον εσωτερικό μου κόσμο. Γιατί η ζωή μου να πάρει τέτοια απροσδόκητη τροπή; Που είναι αυτά για τα οποία αγωνίστηκα; Πώς χάθηκαν έτσι ξαφνικά, άδικα, παράδοξα; Ερωτήματα που ροκανίζουν το μυαλό μου και ταράζουν τα όνειρά μου. Πότε θα βγω επιτέλους απ’ αυτό το σκοτεινό διάδρομο; Κι είναι τόσο μακρύς, ατελείωτος. Πόσο ακόμη θ’ αντέξω να υπομένω την αδικία, το παράλογο, το ανάλγητο;
Έπεσε το μούχρωμα, όμως νιώθω κάπως καλύτερα απ’ ό,τι το πρωί, πιο ήρεμη, πιο ξεκούραστη. Μα το ίδιο άδεια από χαρά.
Οι άνθρωποι δεν διακοινώνουν εύκολα τα εσώψυχά τους. Προσπαθούν να τα κρύψουν, να τα καταχωνιάσουν ακόμη πιο βαθιά, για να προστατεύσουν απ’ την προδοσία και το διασυρμό… Κι αυτή η εναγώνια προσπάθεια οδηγεί στην έλλειψη επικοινωνίας.
Απογοήτευση κυριαρχεί μέσα μου. Δεν είναι όμως παθητική. Είναι μια απογοήτευση με τάση για αισιόδοξη δράση.
Μου κάνει εντύπωση πόσο αυθόρμητα, αστεία κι ελαφρά φέρεται, παρά την ηλικία του. Θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτά είναι δείγματα ανθρώπου αφιλοσόφητου κι επιπόλαιου. Μήπως, όμως, είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα ανθρώπου που έχει αντιληφθεί τη ματαιότητα, το εφήμερο και τη συντομία αυτής της παλιοζωής και αδράχνει απλά κι απροσποίητα τις μικροχαρές της; Φαίνεται τύπος αλέγρος, έξω καρδιά κι πολύ φανατικός Έλληνας. Όλα αυτά κάπου μ’ αρέσουν, σχεδόν μ’ ελκύουν και κάπου μ’ απωθούν.
Δεν συνέβη τίποτα απ’ όσα επιθυμούσα. Η ζωή μου παραμένει ανοργάνωτη. Υπάρχουν πολλές «υπόνοιες» παντού και για όλα, όμως αυτή η νεφελώδης κι ακαταστάλαχτη κατάσταση παραμένει.
Μπερδεύονται μέσα μου τα σώματα που με λάτρεψαν… Ένα κουβάρι μπερδεμένο οι αναμνήσεις… Δεν ήτανε πολλά. Δυο ήταν τα κορμιά που με σημάδεψαν, όμως η ψυχή μου δεν μπορεί πια να τα ξεχωρίσει… Μόνη, τόσες ώρες σήμερα, διορθώνω συνεχώς. Μ’ απορρόφησε η δουλειά και ξεχάστηκα. Ξέχασα πόσο δυστυχισμένη πρέπει να νιώθω. Βέβαια. Υπάρχει και κάποια δεοντολογία στα αισθήματα που προκαλεί η μοναξιά. Πώς είναι δυνατόν να την παραβαίνω;
Ξύπνησα ήρεμη και αναλογιζόμενη με τί φαντασμένο και ψεύτη άνθρωπο τα είχα μπλέξει! Το μυαλό του αεροβατούσε κι έπλαθε μεγαλεπήβολα σχέδια των οποίων ήταν ο πρωταγωνιστής! Πλασματικές, γελοίες καταστάσεις, γιατί υπερεκτιμούσε τις δυνατότητές του! Κι εγώ που ήμουν αναγκασμένη να τα ανέχομαι ή, τέλος πάντων, να είμαι συγκαταβατική απέναντι σ’ αυτά, οποία συμφορά! Ευτυχώς που απαλλάχτηκα! Σκέφτομαι για τον εαυτό μου…
Νιώθω πως στο τέλος θα σκάσω απ’ τη μοναξιά. Ω Θεέ μου πόσο συμφεροντολόγα, στενά και αναξιοπρεπή είναι τα πεπραγμένα των ανθρώπων… Βίος και πολιτεία πόρνης φτηνής η κοινωνική και αισθηματική ζωή των ανθρώπων… Και στασιμότητα για μένα. Κανένα φως στο βάθος.
Είναι αδύνατο να μην γράφω λίγες γραμμές κάθε μέρα. Είναι ο μόνος τρόπος να νιώθω πως επικοινωνώ με κάποια ανθρώπινη ύπαρξη, έστω με τον εαυτό μου.
Η σημερινή ήταν μια δύσκολη μέρα για μένα… Η κουρασμένη μου ψυχή σερνότανε βαριά στη φυλακή της. Θα ξημερώσουν, άραγε, καλύτερες μέρες για μένα φέτος; Ή όλη η χρονιά, θα κυλήσει έτσι άχρωμα και μουντά;
Το πεδίο είναι ανοιχτό. Καλύτερα, γιατί έτσι δεν παραμένω κολλημένη πουθενά. Δεν δεσμεύομαι, δεν εμπιστεύομαι, δεν δένομαι ψυχικά.
Γράφοντας κάθε μέρα στο πάνω μέρος την ημερομηνία, μια παράξενη μαγεία νιώθω να με τυλίγει… Με κυριεύει μιαν ασίγαστη φλόγα, μια παράξενη αναπόληση για το χρόνο που κύλησε, μιαν απαισιόδοξη, μελαγχολική λατρεία για την κάθε μέρα που κυλά, και που καταγράφεται σ’ αυτό το χαρτί… Πολύ γρήγορα έφυγε κι αυτή η βδομάδα. Αύριο, κιόλας, έχουμε Παρασκευή.
Ήδη τώρα, με τις ζωγραφικές και τη Βιβλιοθήκη, τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα απ’ ό,τι ήταν στην αρχή. Όμως, μουντά και ανιαρά, αλλά ήσυχα και ξεκούραστα. Μπορεί να μην έχουν το στοιχείο του ενθουσιασμού και της ζωντάνιας, αλλά μου προσφέρουν ήρεμο, βαθύ ύπνο. Δεν με βασανίζουν πια αφόρητες αϋπνίες κι εξαντλητικές αγωνίες, που νιώθουν οι ερωτευμένοι. Κι ίσως, από δω και στο εξής να κοιμάμαι για πάνα ήρεμα. Όπως άλλωστε, εδώ και τόσον καιρό…
Άκαρπες οι προσπάθειές μου να βρω διέξοδο στα «μαθήματα» ζωγραφικής στη Στέγη του Δήμου. Αυτά τα δήθεν «μαθήματα» είναι ανύπαρκτα, μια κατάσταση ασχημάτιστη, νεφελώδης κι εκεί, που δεν είχε να μου προσφέρει τίποτα, ούτε από άποψη προόδου και γνώσεων στο σχέδιο, ούτε από άποψη γνωριμιών.
Ζω ήρεμα, προσγειωμένα. Τις τελευταίες μέρες νιώθω, σχεδόν, ναρκωμένη από μια άχρωμη καθημερινότητα. Αν και κοιμάμαι πολύ, νυστάζω συνέχεια… κοιμάμαι και βλέπω παράξενα κι ασυνάρτητα όνειρα… δεν ταράζουν ούτε κι αυτά την ηρεμία μου. Ως κι η δύναμη της σκέψης, η διαύγεια του μυαλού μου, έχουν ατονήσει.
Ξύπνησα αργά σαν από νάρκη. Νιώθω βραδυκίνητη και «βαρύνοη». Το μυαλό μου, δηλαδή, δε δουλεύει κανονικά. Φταίει η κλεισούρα κι η μονοτονία. Το ξέρω καλά. Και τώρα, άλλο ένα μοναχικό Σαββατοκύριακο. Όλοι καταλαβαίνουν τί σημαίνει αυτό. Και τα πολλά λόγια περιττεύουν ή είναι φτώχεια.
Κρατώ καθημερινά, σχεδόν, ημερολόγιο κι είναι φυσικό να με συγκινούν τα λόγια ενός σπουδαίου ανθρώπου γι’ αυτό: «έργο του βιογράφου… είναι να ωθεί τη σκέψη στις ιδιωτικές δραστηριότητες και να επιδείχνει τις παραμικρές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, εκεί όπου παραμερίζονται τα εξωτερικά στολίδια, εκεί όπου ο κάθε άνθρωπος προσπαθεί να φανεί ανώτερος από τον άλλον, μονάχα με τη φρόνηση και την αρετή του». (Johnson, The Rambler, αριθ. 60).
Αυτό το Σαββατοκύριακο φαίνεται πως θα το περάσω βυθισμένη στις θλιβερές αναμνήσεις μου… Κάθομαι ώρα ακίνητη, με το βλέμμα στυλωμένο στο κενό και θυμάμαι… κι έρχονται στο νου μου, φράσεις, σκηνές τρυφερές κι αγαπημένες απ’ τους προδομένους μου έρωτες, φαντάσματα αλλοτινά. Κι ένα σωρό ατέλειωτα γιατί, ένα σωρό αναπάντητα ερωτηματικά ν’ αναδεύουν στο μυαλό και στην καρδιά μου. Τότε είναι αδύνατον να μην ξεσπάσω σε λυγμούς. Γιατί κάθε φορά αυτοί ν’ αλλάζουν στάση κι αισθήματα απέναντί μου, ενώ εγώ παραμένω η ίδια ως το τέλος, πιστή και σταθερή στις επάλξεις της αγάπης; Γιατί να συναντώ πάντα δειλία, ανωριμότητα, οπισθοχώρηση; Ασυνέπεια και αδικία;
Θέλω να ξεφύγω. Και θα ξεφύγω απ’ αυτή τη θλίψη. Δεν με κυνηγούν ούτε τύψεις, ούτε ερινύες. Μόνο που κουράζομαι να προσπαθώ να κρατηθώ απ’ την ελπίδα, κουράστηκα απ’ τη μάταιη προσμονή. Κάθε φορά που εμπιστεύομαι «τ’ αγνά αισθήματα» των ανθρώπων, αυτοί μου φέρονται με τον χειρότερο τρόπο.
Μ’ έπιασε πάλι το παράπονο. Όμως δεν λέω πια μεγάλα λόγια πως δεν χρειάζομαι έρωτα κι αγάπες. Τα χρειάζομαι σαν κολασμένη, όμως και τί δεν θα έδινα να ήταν αληθινά κι αδιάπτωτα!
Ο χρόνος κυλά κι «η ιστορία που επαναλήφτηκε» συνεχίζει να με πληγώνει σιωπηλά. Η συναναστροφή με κόσμο δεν είναι αποτελεσματική θεραπεία. Λειτουργεί απλά σαν ένα παροδικό παυσίπονο, σαν λύση ανάγκης. Απ’ το τίποτα, μερικές φορές καλό είναι κι αυτό.
Εγώ, όμως, είμαι μια ύπαρξη διαφανής. Δεν αντέχω πια – άλλωστε ποτέ μου δεν άντεχα – τις ρευστές και μεσοβέζικες καταστάσεις.
Ξύπνησα μες τη νύχτα απ’ το βαθύ λήθαργό μου και η ψυχή μου πονούσε, τα μάτια μου έτρεχαν, ανάβλυζαν καυτά δάκρυα πίκρας…
«Δεν υπάρχεις για μένα,
σ’ έχουν πάρει καράβια, αεροπλάνα και τραίνα…».
Κι όμως η μνήμη ξυπνά και πονά.
Απ’ το πρωί, αφότου γύρισα απ’ τα Αγγλικά, στην ψυχή μου κοχλάζει μια οργή, ανακατεμένη με μίσος, παράπονο και πίκρα… Κι όλος αυτός ο χόχλος της θλίψης, της ανυπομονησίας και του ανικανοποίητου, με ταράζει σύγκορμη, με κατακλύζει, με κυριεύει, δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω…
Πριν λίγο, τριγυρνούσα σα χαμένη στους δρόμους της Βέροιας… Χειμώνιασε πια… κι έχει κι ένα τσουχτερό κρύο, δύσκολο να τ’ αντέξει η ευαίσθητη φύση μου… Το βλέμμα μου έστεκε κενό, πάνω σε παλιές βυζαντινές εκκλησίες, σε νεοκλασικά αρχοντικά και φανταχτερές βιτρίνες… Προσπαθώ από κάπου να πιαστώ και να ξεχάσω πως κανένας άνδρας δεν μ’ αγάπησε αληθινά, παρ’ όλο που εγώ κόπιασα, πόνεσα γι’ αυτούς… Τους χάρισα το κορμί και την ψυχή μου…
Τι κοινό μπορεί να έχει η αγάπη μου με την μικροαστική και συμφεροντολόγα «αγάπη» της; Βέβαια, εγώ αποκόμισα μαζί με την οδύνη και ηδονή, όμως το τίμημα του πόνου και της φθοράς είναι δυσβάστακτο… Αυτή στερείται την ηδονή από φόβο για την οδύνη και περιχαρακώνεται πίσω απ’ τις ηθικές της αρχές, ουσιαστικά ταμπουρώνεται πίσω απ’ την ανύπαρκτη «ηθική» της. Κι έτσι δεν προχωρά σε σεξουαλικές σχέσεις απ’ το φόβο της προδοσίας ουσιαστικά, κι όχι απ’ τους φραγμούς που της θέτουν οι ηθικοί νόμοι της θρησκείας. Τί μικρόψυχη, συμφεροντολόγα λογική, Θεέ μου…
Ποτέ μου δεν κορόιδεψα κανέναν, κι ούτε θα το κάνω. Σιχαίνομαι τους συμβιβασμούς και την προδοσία στις ανθρώπινες σχέσεις. Τόσο ακέραια, κι όμως, τόσο μόνη, τρωτή κι ευαίσθητη… Όσο περνάει ο καιρός, πόση κοροϊδία ανακαλύπτω γύρω μου από «ηθικούς» και ανήθικους ανθρώπους, που δεν εκτιμούν την αξία «άνθρωπος»…
Δεν αισθάνομαι ανασφαλής, ούτε κομπλεξική. Μόνο που μου λείπει η αληθινή αγάπη, χωρίς την οποία ο άνθρωπος δεν ολοκληρώνεται, μια ζωή περιφέρεται μισός, αναζητώντας το άλλο του μισό, που θα το βρει μόνο μέσα στο γάμο, μόνο μέσα στην οικογένεια… Εκεί θα δοκιμαστεί η δύναμη της προσωπικότητάς του, η ακεραιότητα του χαρακτήρα του… εκεί θα χαλυβδωθεί η αγάπη του, μέσα στο καμίνι της θυσίας και της προσφοράς, της αντοχής και της συγνώμης.
Τί κρίση κι αυτή η σημερινή μου! Απ’ τις δύσκολες. Όμως την ξεπέρασα, και νά ’μαι πάλι ελπίζουσα και προσδοκούσα αγάπη κι απαντοχή… Αν είναι θά ’ρθει, θε νά ’ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει… Γι’ αυτό ας μην αγωνιώ, κι ας πάψω να τριγυρνώ μάταια στους διαδρόμους του μυαλού μου. Η αληθινή αγάπη είναι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Εξάλλου τα όμορφα πράγματα είναι και απλά.
Είμαι αφηρημένη, βυθισμένη σε μελαγχολικές σκέψεις. Μέσα σ’ ένα δεσμό, ακόμη και τα πιο απλά πράγματα, ακόμη κι οι πιο τετριμμένοι διάλογοι, ακόμη κι οι πιο κοινότυπες σκέψεις φέρνουν μια ιδιαίτερη βαρύτητα, παίρνουν μια παράξενη σημασία γιατί φορτίζονται συναισθηματικά. Και μετά τον χωρισμό, ηχούν σαν πελώριες καμπάνες στ’ αυτιά μου, μοναδικές, αδιάκοπες, που δεν μ’ αφήνουν να ηρεμήσω…
Ξύπνησα αργά, θλιμμένα. Μέσα κι έξω παγωνιά. Νιώθω σαν μικρό πληγωμένο ζωάκι, κουρνιασμένο στην πιο απόμερη και ξεχασμένη γωνιά του κόσμου… Φοβάμαι τους «ανθρώπους». Δεν έχω τίποτε κοινό μαζί τους. Θέλω να κρυφτώ κάπου βαθιά να μη βλέπει κανείς τα δάκρυά μου… Από χθες μια ανείπωτη θλίψη μου κόβει τα φτερά. Προσπαθώ συνεχώς να ξεχάσω, μα δεν μπορώ. Ξέρω πως όσο είμαι μόνη, θα είναι δύσκολη η ζωή μου. Είναι κι αυτή η απόλυτη σιωπή που απλώνεται μέσα μου και γύρω μου…
Φοβάμαι… Ο φόβος, μαύρος, παγερός, γεμίζει την καρδιά μου. Αυτός είναι το τίμημα της εμπιστοσύνης μου στην αγάπη. Πληρώνω ξανά, όπως τότε, για την αποκοτιά μου να βγω απ’ την απέλπιδη απάθειά μου και να τολμήσω να ξαναγαπήσω. Τί κόσμος απάνθρωπος είναι αυτός, όπου οι δίκαιοι, σταθεροί και σωστοί άνθρωποι τραβούν τα πάνδεινα; Όπου αυτοί που αξίζουν, πληγώνονται ανεπανόρθωτα από φτηνές και μικροπρεπείς υπάρξεις;
Έχω αηδιάσει. Έχω μπουχτίσει από πόνο. Νιώθω γριά. Τίποτε πια δεν μ’ ενθουσιάζει, όπως πρώτα. Όπως τότε που ήμουν άπραγη κι ανέραστη. Όλα ξέφτισαν, απομυθοποιήθηκαν, έχασαν το νόημά τους: οι μεγάλες ιδέες, τα υψηλά ιδανικά, οι μεγάλες λέξεις… Τώρα μόνο καταλαβαίνω, γιατί πολλοί ευαίσθητοι άνθρωποι οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Η έλλειψη αγάπης κι εμπιστοσύνης είναι πράγματα τρομερά, φοβερά, αβάσταχτα…
Αν ήξερα πως θα ποδοπατούνταν έτσι αλόγιστα τα αισθήματά μου, πως θα ξεχνιούνταν έτσι εύκολα οι θυσίες μου, δεν θα έστελνα τα γράμματα που έστειλα, δεν θα έκανα όλα αυτά που έκανα μ’ ελπίδα στη δύναμη της αγάπης… Αν ήξερα, θα είχα πεθάνει από μικρή, στην αρχή ακόμη της ζωής μου. Κι ούτε που θα ήθελα ν’ ανακαλύψω, να εξερευνήσω, ν’ αποκομίσω εμπειρίες, ν’ αγαπήσω τους ανθρώπους. Δεν θα ήθελα ν’ ανήκω καν στο γένος τους. Γιατί ν’ ανήκω, εξάλλου, κάπου που με πονούν, με βασανίζουν ακατάπαυστα;
Αυτό το Σαββατοκύριακο είναι ένα Σαββατοκύριακο θρήνου, όπως αμέτρητα άλλα στη ζωή μου… Έχω συνέλθει κάπως. Ξέρω πως αύριο θα ξεχαστώ με τη δουλειά, το φως της μέρας θα γεμίσει την ψυχή μου με φως. Τώρα όμως, ακόμη αναλογίζομαι πως μερικοί άνθρωποι είναι περαστικοί διαβάτες απ’ τη ζωή μας… Περνούν, έτσι εφήμερα κι αδιάντροπα, και την αναστατώνουν με μεγάλες κουβέντες και υποσχέσεις… Και λίγο αργότερα φεύγουν σαν ξένοι, ξεγλιστρούν δειλά και ύποπτα σαν σιχαμερά φίδια που σε δαγκώνουν, ενώ τα ζέσταινες στον κόρφο σου… Κι ευτυχώς, αυτοί οι «άνθρωποι» δεν μας ακολουθούν στο υπόλοιπο της ζωής μας. Γιατί είναι πλάσματα ψυχικά ανάπηρα, που αδυνατούν ν’ αγαπήσουν αληθινά, να συμπάσχουν, να ενδιαφερθούν ειλικρινά. Ναι, αυτή είναι η γνώμη μου, η τελική μου κρίση για τους πρώην «αγαπημένους» μου.
Μπορείς να φυλακίσεις το νου και την καρδιά του ανθρώπου;
Πώς αγαλλιάζω όταν οι σκέψεις μου ρέουν στο χαρτί! Ο ρέων λόγος μου με κάνει περήφανη. Κι όταν μαζεύονται οι σελίδες γεμάτες από νοήματα, ηδονίζομαι να τις ξεφυλλίζω! Το πάθος της «συγγραφής!».
Κι αυτή η μονότονη επανάληψη καταστάσεων και συναισθημάτων, χωρίς κάτι το ελκυστικό, με διαλύει, με πεθαίνει, με σκοτώνει…
Η εκδρομή στη Βεργίνα ήταν σκέτο ξεθέωμα στην ορθοστασία και στην πείνα. Η ξενάγηση ήταν τόσο κουραστική, με επιμονή σε ανούσιες λεπτομέρειες, που για μερικές στιγμές νόμισα πως θα πεθάνω απ’ την αφηρημάδα και την ανία. Είχε, όμως, και τα θετικά της σημεία: απόλαυσα μια υπέροχη φθινοπωρινή φύση, σ’ όλο της το μεγαλείο, έβγαλα φωτογραφίες (όντας ξεκούραστη, περιποιημένη και ντυμένη σικ) και θαύμασα τα αρχαία μας μνημεία από κοντά.
Όμως φοβάμαι τόσο να προχωρήσω ξανά στον έρωτα, όταν θυμάμαι πως πάντα στο τέλος διαψεύδεται η αγάπη κι ο έρωτας χάνεται σαν καπνός…
Άραγε υπάρχει αυτό το παράξενο φρούτο στον άχαρο κόσμο μας;
Μα και η τελευταία μου σχέση, που διαλύθηκε τόσο άδοξα, ποτέ δεν με ικανοποιούσε απόλυτα… Το συναίσθημα της πληρότητας, της ευτυχίας, λείπει απ’ την ψυχή μου τόσο καιρό τώρα…
Ξέρω πως άδικα παραδέρνω ανάμεσα στο ένα και στο άλλο και «τυρβάζω περί πολλά»… Η «ευτυχία» που ζούσα τότε… ήταν ένα όνειρο, όμως μόνο τότε ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη, γιατί συμβίωνα, γιατί συγχωνεύτηκα και ταυτιζόμουν μ’ ένα πρόσωπο του αντίθετου φύλου, που ένιωθα να μ’ αγαπά αληθινά…
Η Βέροια, σαν επαρχιακή πόλη, με κερδίζει όλο και περισσότερο. Όσο περνούν οι μέρες, ανακαλύπτω πως έχει ιδιαίτερο χρώμα, πολιτιστική κληρονομιά και «βαρύ» βυζαντινό παρελθόν. Και η φύση στα περίχωρα της Ημαθίας είναι ειδυλλιακή, γεμάτη πλούσια βλάστηση και τρεχούμενα νερά.
Η Βέροια, κατάσπαρτη από παλιές βυζαντινές εκκλησίες και τούρκικα ή ελληνικά αρχοντικά, μου επιδεικνύει, σε κάθε μου βήμα το βυζαντινό παρελθόν της. Κι αυτό, κάποτε-κάποτε, με μεθάει, γιατί μου θυμίζει το παλιό μου πάθος για την έρευνα του βυζαντινού κόσμου… Περασμένα μεγαλεία, καταχωνιασμένα βαθιά στη μνήμη μου…
Τώρα πια με τρώει άλλο σαράκι. Ξέρω πως δεν μπορούν να με γιατρέψουν οι παλιές μου ερωτικές σχέσεις, γιατί στέρεψαν για μένα και δεν έχουν τίποτα πια να μου προσφέρουν. Για κοίτα, βρε παιδί μου, πώς «αγαπούν» μερικοί άνθρωποι… Με τη μεζούρα, λες κι έχει μέτρο η αγάπη! Θα βρω, άραγε άνδρα που να μ’ αγαπήσει αληθινά; Αυτό είναι το σαράκι που με τρώει. Δεν θα τ’ αφήσω όμως, και να με ροκανίσει. Όλα κι όλα. Αρκετά υπέφερα και υποφέρω. Χρειάζομαι γνήσια χαρά, χωρίς ίχνος σκιάς, χωρίς υποψίες κι αμφιβολίες.
Έζησα την εμπειρία μιας ζωντανής και πολύχρωμης μέρας. Όμως η ανεξάντλητη ζωτικότητα και η υπέροχη ενεργητικότητά μου δε βρίσκουν τα κατάλληλα κανάλια για να διοχετευτούν. Στο χώρο του σχολείου, επικρατεί μια παράξενη νηνεμία. Όπως λίγο πριν ξεσπάσει η «καταιγίδα».
Είναι σαν να μου λέει: μην ανησυχείς, εγώ είμαι εδώ να σε στηρίξω. Μήπως όμως όλες αυτές οι αόριστες εντυπώσεις είναι δημιουργήματα της φαντασίας μου, απ’ την επιθυμία μου να βρω αληθινή αγάπη; Ο χρόνος θα με διαψεύσει ή θα με δικαιώσει.
Μπορώ να πω πως βρίσκομαι σε αρκετά καλή κατάσταση. Έχω ανακτήσει την ψυχική μου ισορροπία και νιώθω τις πνευματικές και σωματικές μου δυνάμεις ακμαίες. Ίσως γιατί κάνω μια ζωή μετρημένη, ξεκούραστη, δημιουργική σχετικά. Μ’ ένα λόγο ζω φυσιολογικά. Ξέρω πως αυτός ο ήρεμος τρόπος ζωής μου θ’ αναστατωθεί με τον ερχομό του έρωτα. Όμως αξίζει τον κόπο γι’ αυτά τα υπέροχα σκιρτήματα να εγκαταλείψω τη βολή μου. Αρκετό χρόνο πήρε το βόλεμά μου, και ήρθε ο καιρός να ποθήσω την αναστάτωση.
Αυτή τη δεύτερη φορά πολύ σύντομα ξεπέρασα τον πόνο μου, γιατί το αίσθημα δεν ήταν τόσο βαθύ και γιατί απόφυγα την παγίδα του ακατάλυτου ψυχικού δεσμού και της συμβίωσης. Ως το τέλος κρατούσα τις επιφυλάξεις μου, είχα τις αμφιβολίες μου. Ω, εκείνη η απόλυτη σιγουριά, που είχα κάποτε, για τη δύναμη της αγάπης και την ειλικρίνεια των ανθρώπων, πόσο μου λείπει τώρα πια… Πόσο βαθιά γλύκαινε κι ομόρφαινε τότε τη ζωή μου… Πόσο πλατιά, απόλυτα, αναπαυόταν η καρδιά μου πάνω της… Τώρα είναι δύσκολο να βρω ησυχία, εκτός και δώσω τόπο στην ελπίδα…
Από χθες συνέβησαν διάφορα «συνταρακτικά» γεγονότα στη ζωή μου, και η καρδιά μου πάει να σπάσει, ενώ το μυαλό μου είναι αρκετά μπερδεμένο. Τα λιμνάζοντα ύδατα της ζωής μου ταράχτηκαν κι η αόριστη ελπίδα, που προσδοκούσα να πάρει σάρκα και οστά, εκπληρώθηκε.
Και τελικά, οι ιδιότητες της ανδροπρέπειας και της αρρενωπότητας πρέπει να ιχνηλατούνται, όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά και στον χαρακτήρα και στη συμπεριφορά. Αφού η ανδροπρέπεια είναι συνάρτηση φυσικής εμφάνισης και ψυχικού περιεχομένου, θα συνεκτιμήσω και τα δύο, δεόντως. Εξάλλου, η ανάγκη για ψυχική επαφή και επικοινωνία, υπάρχει μέσα μου έντονη. Όποιος μου καλύψει αυτή την ανάγκη, κερδίζει αυτόματα και την καρδιά μου.
Αύριο ξημερώνει μια καινούργια, πολύβουη, πολύχρωμη μέρα και θα χρειαστώ δυνάμεις για να τη ζήσω γεμάτα!
Νιώθω τόσο κουρασμένη, μπερδεμένη, απογοητευμένη… Τη νύχτα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ ήρεμα. Ο θόρυβος της βροχής ήταν πολύ παρατεταμένος κι έντονος, η μυρωδιά του τσιγάρου, βαριά και αποπνικτική στο δωμάτιό μου, μ’ έτσουζε τα μάτια. Ο καφές που ήπια αργά μου δημιούργησε ταχυπαλμία και χίλιες δυο σκέψεις στροβιλίζονταν στο νου μου.
Η μνήμη μου είχε συσκοτιστεί απ’ τις παλιές μορφές των εραστών μου, κι όταν, τα χαράματα με πήρε ο ύπνος, ξύπνησα ταραγμένη από παράξενους εφιάλτες…
Ήρθε απόγευμα και δεν αισθάνομαι καθόλου καλά. Αρχίζω να ξαναμισώ τη Βέροια, κι όλες τις πόλεις και τα χωριά του κόσμου που έζησα. Δεν με χωρά ο τόπος, γιατί τίποτε και κανένας δεν είναι δυνατό να χωρέσει τον καημό μου.
Καθημερινά όλα τρέχουν, γυρίζουν γύρω μου, εξελίσσονται με γοργούς ρυθμούς ή παραμένουν όλα στάσιμα και ίδια. Όλα τ’ αντικείμενα ακίνητα στις θέσεις τους, όπως κι οι ανθρώπινες καρδιές, σκληρές κι ανάλγητες… Μόνο τα ανθρώπινα πρόσωπα γερνούν, φρείρονται, υποκύπτουν… Τι μελαγχολική εικόνα Θεέ μου…
Ποτέ δεν θέλησα να στριμώξω στη γωνία έναν άνδρα και να τον «κουκουλώσω» κατά την απεχθή λαϊκή έκφραση. Ήθελα μόνο να τον αγαπήσω και να μ’ αγαπήσει αληθινά. Τίποτα άλλο.
Γιατί τόσες παρεξηγήσεις, τόσοι πολύπλοκοι ιστοί γύρω από ένα τόσο απλό και μεγαλειώδες συναίσθημα που φτάνει ως την προσωπική θυσία; Ποτέ μου δεν θα το καταλάβω. Όλα με πληγώνουν: άνθρωποι, αντικείμενα, καταστάσεις.
Είδα τις φωτογραφίες μας του καλοκαιριού και μου φάνταξαν εικόνες κόσμου αλλοτινού, μακρινού, εξωτικού. Έτσι είναι: μες το χειμώνα το καλοκαίρι προβάλλει, με τις αναμνήσεις του, τόσο επιθυμητό, εξιδανικεύεται… Το έχω μες την καρδιά μου γιατί ήμουν με τη Βασουλίνα μου… Την έχω τόσο πεθυμήσει. Σχεδόν μ’ έπιασε νοσταλγία.
Αρκετά κουράστηκα, προσπαθώντας να ερμηνεύσω και να δικαιολογήσω αφύσικες συμπεριφορές ανδρών κι αρκετά βασάνισα το μυαλό μου, πετώντας με τα φτερά του έρωτα και προσδοκώντας μια αφύσικη και λογική απάντηση από άτομα διαταραγμένα και τραγελαφικά.
Ωστόσο, τα καθημερινά δρώμενα συνεχώς με διαψεύδουν στις μεγάλες, θλιμμένες και σταθερές μου αποφάσεις, όπως η χθεσινή.
Οι προσεγγίσεις μας, όπως η σημερινή, προκύπτουν ύστερα από αμοιβαία έλξη. Πάντως, η λογική μού επιβάλλει, για την περίπτωσή του, πολλούς φραγμούς, που είμαι αποφασισμένη να τους τηρήσω. Αυτή τη φορά θα παίξω το παιχνίδι σωστά, προφυλάσσοντας τον εαυτό μου από άκαιρες συναισθηματικές δεσμεύσεις. Οι περιορισμοί που θέτω στον εαυτό μου, αφορούν μόνο την ερωτική επαφή μαζί του. Κατά τ’ άλλα, θα επιδιώξω εξονυχιστική γνωριμία, στην οποία θα μπορεί να βασιστεί μια γερή φιλία. Γιατί και μόνο αυτή να απομείνει στο τέλος, δεν θα βγω χαμένη. Άλλωστε, έχω πολύ μεγαλύτερη ανάγκη απ’ τη φιλία ενός άνδρα, παρά απ’ τον έρωτά του. Οι έρωτές μου με πρόδωσαν, κάποιες φιλίες όμως, μ’ ακολουθούν ακόμη.
Κοιμήθηκα και ξεκουράστηκα, όμως τα κατάλοιπα της απέλπιδης μοναξιάς και της απογοήτευσης απ’ τους ανθρώπους, μαυρίζουν ακόμη την ψυχή μου… Γιατί διαλύθηκε και το τελευταίο πιαστράκι που είχα, ίσως, η ίδια δημιουργήσει για να κρατηθώ..Τώρα πια που αποκαλύφθηκε η πλεκτάνη εις βάρος μου, οι σχεδιασμένες κινήσεις για να με ταπεινώσουν, χαίρομαι που κατόρθωσα να κρατήσω σε απόσταση ασφαλείας έναν άνθρωπο στείρο από αγάπη και βάθος. Ακόμη μου έκανε τη χειρότερη εντύπωση πόσο αδέξια και άγαρμπα προεξοφλούν ορισμένα άτομα, τις σχέσεις τους με τους συνανθρώπους τους… πόση ψευτιά και πόση ανευθυνότητα δέρνει κάποιους που βιάζονται να βγάλουν ξώπετσα και βιαστικά συμπεράσματα και δεν διαθέτουν την εσωτερική ικανότητα να εκτιμούν το καλό που βρίσκεται γύρω τους… Κι αναρωτιέμαι και πάλι: γιατί οι άντρες ν’ αντιμετωπίζουν τις γυναίκες σαν άψυχα κορμιά, διαθέσιμα για κάθε είδους ανωμαλία, κι όχι σαν ολοκληρωμένους ανθρώπους με σωματικές, ψυχικές και πνευματικές ανάγκες; Η περίπτωσή του είναι η πλέον αντιπροσωπευτική αυτής της νοοτροπίας, που κυριολεκτικά σιχαίνομαι.
Δεν αντέχω τη δολοφονία της αγάπης. Ίσως και να είναι της μοίρας μου γραφτό, από δω και πέρα, χρησιμοποιώντας κατάλληλα την πείρα και τη λογική μου, που με τόσο κόπο και δάκρυ απόκτησα, να μπορώ ν’ αποφεύγω, σχετικά ανώδυνα τις κακοτοπιές. Δόξα τω Θεώ…
Ένας μήνας απόμεινε ως τα Χριστούγεννα κι η ζωή μου σέρνεται… Επαναλαμβάνω τις ίδιες μονότονες κινήσεις κάθε μέρα κι η ψυχή μου, συνεχώς, βαραίνει… Θέλω τόσο να ξεφύγω μα είναι όλα πολύ δύσκολα… Σχεδόν ασφυκτικά. Προσπαθώ ν’ αντλήσω δύναμη από μέσα μου για να μην ξανακυλήσω στη γνώριμη κρίση απόρριψης κ.τ.λ.
Τελευταία στα όνειρά μου βλέπω συνεχώς εφιάλτες, τέρατα, παράξενα aliens να μ’ απειλούν. Και μόνο οι γονείς φαίνεται πως βρίσκουν την ψυχραιμία και τον τρόπο να με καθησυχάσουν… Τί σημαίνουν όλα αυτά; Μήπως επαναστατεί το υποσυνείδητό μου, θέλοντας να φιμώσει το συνειδητό; Νιώθω την ψυχή μου να την κατακλύζει μια απόλυτα παθητική θλίψη… μια απέραντη απάθεια…
Κοντεύει να μου στρίψει. Νομίζω πως το μυαλό του ανθρώπου είναι μια πολύ ευαίσθητη μηχανή, που λίγο παραπάνω να πιεστείς, ξεπερνώντας τα όρια, είναι πιθανό να πάθει βλάβη.
Τί δύσκολα που ερωτεύομαι πλέον… Είναι γιατί πέρασα μέσα απ’ το σίδερο και τη φωτιά κι η τρυφερή καρδιά μου σκλήρυνε. Τα συναισθήματά μου δεν με παρασύρουν εύκολα, όπως άλλοτε, γιατί τα συνδυάζω με τη λογική. Όλα τα ζυγίζω, όλα τα μετρώ. Μα όσο και να προσπάθησα ν’ αποχωρίσω το sex απ’ το συναίσθημα για να μην πληγώνομαι, δεν τα κατάφερα. Δεν αντέχω το ωμό sex, χωρίς κατανόηση και αγάπη. Η παρορμητική μου φύση παρασύρεται απ’ τα ανθρωπιστικά της ιδανικά και πληγώνεται πάντα… Γιατί πάντα, επίσης, συναντά όλο ακατάλληλους ανθρώπους στο δρόμο της.
Αυτοί που τους έδωσα την καρδιά μου με πρόδωσαν οικτρά. Τώρα, ο θρήνος μόνο μού ταιριάζει. Το παράξενο είναι πως δεν μπορώ πια να κλαίω όπως παλιά. Οι ευθύνες στη δουλειά μου κι η πολύχρωμη καθημερινότητα, το ότι βγαίνω κάθε μέρα έξω και συναναστρέφομαι με κόσμο, όλα αυτά με κρατούν απαθή. Συνέρχομαι, πλέον, εύκολα απ’ τις απογοητεύσεις και τα ψυχολογικά αδιέξοδα. Έχω άραγε σκληρύνει; Σίγουρα ναι, απ’ τις πίκρες της ζωής:
«Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πικρία της ζωής…».
Οι ζωντανοί θέλουν, μα δεν μπορούν να λησμονήσουν.
Η σημερινή μέρα σ’ αυτό το τουβλοποιείο που λέγεται ΤΕΛ Βέροιας ήταν αβάσταχτα θλιβερή. Δεν αντέχω να χαραμίζω το μυαλό μου, τη φωνή μου και την υπομονή μου γι’ αυτά τα ηλίθια κι ανάγωγα πλάσματα. Ευθυνόφοβα, αναξιοπρεπή και αυθάδικα καθώς είναι, τους πρέπει μόνο η περιφρόνηση, η τιμωρία κι ο αποκλεισμός απ’ τη γνωστική και συναισθηματική κοινότητα των ανωτέρων παιδιών, που εκεί μέσα είναι φαεινές εξαιρέσεις. Οι πρώτοι κι οι πρώτες συνέρχονται μόνο όταν επικρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια τους ο φόβος κι ο τρόμος της τιμωρίας. Δυστυχώς, ως εκεί φτάνει η απύθμενη ανωριμότητά τους.
Νιώθω απόλυτα απογοητευμένη απ’ το υποτυπώδες επάγγελμά μου, που δεν πληρεί ούτε τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για να διεξάγεται σωστά.
Μ’ έχει πιάσει μια βαθιά μελαγχολία και συνεχώς μου έρχονται δάκρυα στα μάτια… Πρέπει να βρω διεξόδους, πρέπει να βρω λύσεις… μέσα από μένα την ίδια. Μόνο απ’ τα βάθη του εσωτερικού μου κόσμου θα μπορέσω ν’ αντλήσω ηρεμία κι ευτυχία. Όταν καταλαγιάσουν οι εσωτερικές μου συγκρούσεις κι απαλύνει το βλέμμα κι η ψυχή μου, θα ξαναδώ τον κόσμο μ’ εκείνο το γλυκό και χαρούμενο φως.
Ξέρω, πια, καλά, πόσο εκμεταλλεύονται την καλοσύνη και την επιείκεια και τη δημοκρατικότητα οι ανάξιοι κι ανώριμοι άνθρωποι γύρω μου. Γι’ αυτό άλλωστε πτοούμαι όταν συναντώ στο δρόμο μου τέτοια κρούσματα κοινωνικής νόσου. Και γι’ αυτό επίσης ξέρω πως προέχει ο εαυτός μου. Αυτόν προσπαθώ να περιθάλψω και να συνεφέρω απ’ τη μελαγχολία του. Ξέρω πως κάπου-κάπου το κατορθώνω, αλλά μετά ξανά κατρακυλώ. Τα ψυχικά τραύματα, που κρύβω μέσα μου, δεν πρόκειται να κλείσουν ποτέ, ό,τι και να συμβεί. Πάντα θα ξυπνούν και θα με πονούνε…
Έχω εξαντλήσει τα περιθώρια ενθουσιασμού με πράγματα κι ενασχολήσεις. Όλες τις μικροχαρές της ζωής τις γεύτηκα απλόχερα (φαγοπότια, ψώνια, φιλικές συζητήσεις και συγκεντρώσεις, «αποκλειστικούς» έρωτες και «μεγάλες» φιλίες, ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία, διασκέδαση, ψυχαγωγία και πνευματικές αναζητήσεις, ενατενίσεις του απείρου- μια υπέροχη ζωή με την ανεπανάληπτη αδερφή μου και τους υποδειγματικούς γονείς μου…). Απ’ την άλλη μεριά, η ζωή με κέρασε, απλόχερα επίσης, πίκρες κι απογοητεύσεις.
Οι μέρες που περνώ είναι παράξενες, ανήσυχες και ταυτόχρονα γεμάτες από μια παθητική αναπόληση του παρελθόντος… Μέσα σ’ αυτή τη θολούρα της ψυχής μου, προστέθηκε, πρόσφατα ένα καινούργιο πρόσωπο.
Ίσως, οι δυο τελευταίες βδομάδες να είναι και απ’ τις χειρότερες και πιο δύσκολες της ζωής μου. Νιώθω να έχω χάσει κάθε ενδιαφέρον για όλα. Τίποτα δεν με τραβάει. Το μυαλό μου δεν μπορεί να συγκεντρωθεί δημιουργικά σε κάτι το τωρινό, αλλά πλανιέται αφηρημένα κι άσκοπα σε ατέρμονα πισωγυρίσματα στο παρελθόν. Βασανίζεται από φαντάσματα και έμμονες ιδέες… κάπου-κάπου, κουρασμένη απ’ την ανώφελη περιπλάνηση, ξεσπώ σε κλάμα που κρατά λίγα μόνο δευτερόλεπτα και μετά βυθίζομαι ξανά στη σιωπηλή απελπισία μου… Ακόμη κι οι ιδέες του έρωτα και του γάμου έχουν πάψει να με συνεπαίρνουν… σκέφτομαι τις μύριες περιπλοκές τους και λέω: καλύτερα έτσι, μόνη κι έρημη και ήσυχη.
Το παλιό και γραφικό του σπίτι μ’ εντυπωσίασε, καθώς και η επίδοσή του στη φωτογραφία. Καθώς καθόμασταν, αργά χθες βράδυ, νωχελικά παραδομένη στη θαλπωρή του ερωτικού αυτού σπιτιού, ποθούσα να κάνω έρωτα οπωσδήποτε σ’ αυτό το σπίτι.. Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα ήταν τόσο ερωτική που αδυνατώ να της αντισταθώ… κι η παρουσία του μ’ εμπνέει και μ’ ερεθίζει… αυτό το τριχωτό μελαχρινό του κορμί, το στέρνο του, τα χέρια του, με προκαλούν και μου γεννούν ερωτικές φαντασιώσεις. Όταν γύρισα σπίτι, χθες βράδυ, αναλογίστηκα πώς θα ήταν να μ’ αγκάλιαζε, να με φιλούσε, να μου έκανε έρωτα στο υπέροχο δωμάτιό του…
Ο καθένας με τη μοίρα του κι εγώ με την πικρή μου μοίρα… Συνέβη αυτό που κλωθωγυρνούσα στο μυαλό μου χθες. Έκανα έρωτα μαζί του, έτσι απλά, το παραδέχομαι. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Ήταν μια ανάγκη που έπρεπε να εκπληρωθεί, μαζί του, για να κοπάσει μέσα μου η έλξη μου γι’ αυτόν.. Κι έτσι, συνειδητά και με τη θέλησή μου παραδόθηκα σε μια στιγμή παραφοράς κι ασυγκράτητου πάθους.
Ο έρωτας που έκανα σήμερα δεν είχε καμιά σχέση με τον έρωτα που γνώρισα τότε, κι ακόμη και πρόσφατα… Δεν αισθάνθηκα συγκίνηση… κι όμως η βαθιά ανθρώπινη φύση μου τον ένιωσε τόσο κοντά της, παρ’ όλο που δεν της πρόσφερε τραντάγματα και σκοτοδίνες. Τον εκτίμησα, όταν βούρκωσε μπροστά μου. Όμως, εμείς οι δυο δεν θα μπορούσαμε να έχουμε ποτέ σχέση. Είμαστε δυο ετερώνυμα που έλκονται παροδικά και μετά τραβά το καθένα το δρόμο του.
Δεν τον αγαπώ, αλλά τον έχω ερωτευτεί κεραυνοβόλα. Ξέρω πως είναι ένας έρωτας παράλογος κι «αισχρός», όμως δεν μπορώ να τον αποφύγω. Δεν θέλω να τον αποφύγω! Θέλω κι εγώ επιτέλους να ζήσω έντονα μαζί του ξανά. Ανυπομονώ να τον δω αύριο… Ποθώ να ξανακάνω έρωτα μαζί του μέχρι τελικής πτώσεως… θα ζήσω αυτόν τον έρωτα ώσπου να κλείσει ο κύκλος του και να πεθάνει, να κοπάσει, ξέροντας πως βαδίζω προς την αυτοκαταστροφή, γιατί θα ξαναπληγωθώ και θα ξαναπονέσω με μαθηματική ακρίβεια… Κι όμως, παρ’ όλο που έχω επίγνωση των κινδύνων και της κατάστασης, δεν λέω να χαλιναγωγήσω τον οικτρό εαυτό μου. Αυτός στρέφεται ολόκληρος να δρέψει τη χαρά του έρωτα, έστω κι εφήμερη, πρόσκαιρη και φρούδα… Αυτή η παλιοζωή, πόσο θα συνεχίζει να με πονά ακόμα; Γι’ αυτό κι εγώ θα ζήσω αυτόν τον έρωτα έξω απ’ τη λογική, έξω απ’ τα στενά όρια των μακροπρόθεσμων στόχων. Κι ό,τι προκύψει…
Παρατηρώ ότι η ευαίσθητη φύση μου σιγά-σιγά προσαρμόζεται ακόμη και σ’ αυτά τα στυγνά και ωμά πάθη, γιατί ο έρωτας την τρέφει, της χαρίζει μια ενεργητικότητα και μια ζωντάνια «πρωτόγνωρη» και πάντα, βέβαια, ποθητή.
Τραγική ύπαρξη είμαι, γιατί παρ’ όλη την επίγνωση που έχω για την κατάσταση, συνεχίζω να προσπαθώ για την αγάπη… Πολλοί θα με χαρακτήριζαν άμυαλη, ανεγκέφαλη και ανεδαφική, ματαιοπονούσα, αθεράπευτα ρομαντική, όμως εγώ ξέρω πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς έρωτα… αυτός είναι η δύναμη της ζωής μου που με στροβιλίζει και με ξεσηκώνει.
Και το έδειξε σήμερα μια για πάντα, κι έδωσε τέλος στην ελπίδα και στις προσδοκίες μου… Είναι, όπως πάντα, ένα τέλος οδυνηρό, ανεξήγητο… Η ψυχή μου και τα μάτια μου γέμισαν θρήνο και σιωπή… Εκείνη τη γνώριμη, παγωμένη σιωπή, που έρχεται πάντα μετά την απόρριψη… Τρίτη φορά τώρα, (για να μην πω τέταρτη) ανεβαίνω τον ίδιο Γολγοθά…
Τώρα νιώθω άσχημη, παραπεταμένη, με πάμπολλες σωματικές και ψυχικές ανάγκες που ζητούν μάταια ικανοποίηση… Κι όμως, δε νιώθω ανάξια ν’ αγαπηθώ… απλά δεν μπορώ πια να ελπίζω… Πεθαίνω αργά…
Δεν έχω ζωή μέσα μου… Πόσο φοβερό είναι αυτό το συναίσθημα της μοναξιάς και του θανάτου…
Και το κακό με μένα είναι πως, εφόσον η ερωτική έλξη γίνει ακαταμάχητη, αρχίζει να συμμετέχει κι η ψυχή μου στην όλη διαδικασία, και καλύπτει ελαττώματα κι αδυναμίες προφανείς, και προσπαθεί συνεχώς, πολλές φορές απελπισμένα… Και τελικά πληγώνεται…
Έχω ετοιμαστεί και τον αναμένω. Να δούμε πώς θα νιώσω όταν τον αντικρύσω. Το παράξενο είναι πως η καρδιά μου δεν χτυπάει ούτε έχω ανυπομονησία, για τίποτα. Είμαι κουρασμένη και απαθής. Έχω πονέσει τόσο ως τώρα απ’ τον έρωτα, που έχει παύσει πλέον να μ’ ενδιαφέρει. Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Εγώ μόνο να είμαι καλά.
Ο έρωτάς του μου δίνει ζωή… με ανανεώνει, χαρίζοντάς μου μια πρωτόγνωρη ενεργητικότητα, μια πηγαία δύναμη… Αν και με πληγώνει που μ’ απορρίπτει για μόνιμη σύντροφό του, αν και μ’ αηδιάζει η ωμότητά του και αν τα βιτσιόζικα γούστα του μ’ απωθούν και με θλίβουν, αφού τα βρίσκω γελοία, αφύσικα και μη σοβαρά, ωστόσο παραμένω προσκολλημένη πάνω του… Επιζητώ τον έρωτά του, παραμερίζοντας την αξιοπρέπειά μου. Ξέρω πως οδεύω αργά και σταθερά προς την αυτοκαταστροφή, όμως αυτή τη φορά δεν θέλω ν’ αποφύγω την αναστάτωση και το σεισμό… Είναι κεραυνοβόλος έρωτας και θέλω να τον ζήσω… Σήμερα ξανακάναμε έρωτα παθιασμένα και δυνατά… κι ένιωσα ξανά υπέροχα! Δεν θέλω να κάνω όνειρα και σχέδια για το μέλλον γιατί το μέλλον μαζί του θα είναι γεμάτο πόνο κι απογοήτευση. Είναι άνθρωπος παράξενος, κακομαθημένος και ανεξήγητος. Προέρχεται απ’ άλλο κόσμο, ξένο προς το δικό μου. Ωστόσο περνώ μαζί του έντονες στιγμές, άλλοτε θλιμμένες κι άλλοτε ευτυχισμένες… Η παρουσία του πλουτίζει αυτό τον καιρό τη ζωή μου.
Μοιάζω μ’ ένα θλιβερό απολίθωμα. Τα δάκρυά μου έχουν σκεπάσει τα πάντα. Το μυαλό μου, ένα μπερδεμένο κουβάρι που πότε-πότε έχει αναλαμπές.
Η συναναστροφή με κόσμο μου έκανε πολύ καλό. Νιώθω ήρεμη, η ταραγμένη καρδιά μου γλύκανε. Κατά βάθος, δεν μισώ κανέναν απ’ αυτούς που με πλήγωσαν. Ας είναι ευτυχισμένοι στο δρόμο που διάλεξαν, μακριά μου… Θέλω κι αυτός να είναι ευτυχισμένος κοντά σ’ αυτή που ξεχώρισε η ψυχή του… Μόνο που θα ήθελα να ήταν πιο γλυκός, πιο τρυφερός μαζί μου, σαν αληθινός φίλος. Η πραγματική αγάπη είναι πάνω από κτητικά, κατώτερα συναισθήματα… Κι εγώ που για μια φορά αγάπησα αληθινά έναν άνδρα, ξέρω καλά τί σημαίνει αυτό…
Τελικά, είμαι πολύ περήφανη για τους γονείς μου. Ήταν φυσικό από τέτοιους γονείς να βγει μια τέτοια κόρη, τέτοιες κόρες, βέβαια, εφόσον και η πολυαγαπημένη μου αδερφή είναι ισάξιά μου και λίγο ανώτερή μου. Ειδικά η μαμά είναι σίγουρα απ’ τις ικανότερες, εξυπνότερες και δυναμικότερες γυναίκες της εποχής της. Τέλειωσε την Ακαδημία Ιωαννίνων το 1960 και από τότε, δηλαδή απ’ τα είκοσί της χρόνια, δουλεύει συνεχώς και κρατά και στην εντέλεια το νοικοκυριό της. Μόνο που έχει ένα ελάττωμα: θέλει παντού και πάντα να επιβάλλει τη γνώμη της, που στις 98% φορές αποδεικνύεται σωστή. Όμως τη θαυμάζω, γιατί παρ’ όλα αυτά διατήρησε τον αυθορμητισμό, την αξιοπρέπεια και την αγάπη πάνω της. Θαρρώ πως της έχω μοιάσει.
Χθες ξανάκανα έρωτα. Παρ’ όλο που πήρα εγώ την πρωτοβουλία να του ζητήσω να πάμε για καφέ, δεν ένιωσα καθόλου άσχημα, ούτε μειωμένη, με στραπατσαρισμένη την αξιοπρέπειά μου, όπως άλλες φορές.
Εξάλλου, αυτός συντέλεσε άμεσα στην ερωτική συνέχεια: ζήτησε άμεσα και κάπως απότομα να κάνουμε έρωτα. Κι εγώ δέχτηκα, αν κι απ’ την αρχή το μόνο που ήθελα ήταν να συζητήσουμε και να επικοινωνήσουμε ψυχικά και πνευματικά. Βέβαια, έγινε κι αυτό, ενώ εγώ έπινα το χυμό μου κι εκείνος τη μπύρα του, αλλά με τον γνωστό ιδιόρρυθμο τρόπο που εμποδίζει την απόλυτη ειλικρίνεια, γιατί συσκοτίζεται απ’ τη σύγχυση και τις αντιφάσεις του μυαλού και της ψυχής του. Πάντως γενικά, η ώρα μας στην Camelot πέρασε απλά, όμορφα κι αγαπημένα, αφού για μια στιγμή, καθώς περπατούσαμε στους δρόμους της Βέροιας, προκειμένου ν’ αποφασίσουμε σε ποια καφετέρια θα καθόμασταν, μ’ αγκάλιασε κι απ’ τον ώμο, πράγμα που μου έκανε εντύπωση. Κι όλη την ώρα που περπατούσαμε και μιλούσαμε πλανιόταν μια ήρεμη «φιλία» στον αέρα. Απ’ τη μεριά μου αυτή η «φιλία» έκλεινε περισσότερο στην αγάπη, κι απ’ τη μεριά του έκλεινε περισσότερο στον ερωτικό πόθο.
Και μετά στην ώρα του έρωτα, με τις καινούργιες στάσεις που δοκίμασα μαζί του, ένιωσα όμορφα και απολαυστικά, σαν να έτρωγα ένα λαχταριστό γλυκό. Όμως δεν υπήρχε το καρδιοχτύπι του έρωτα, ο ρομαντισμός και η μαγεία της αγάπης. Όλα ήταν απλά, προσγειωμένα και πολύ γήινα.. Κι ο οργασμός μου ήταν κι αυτός χαμηλών τόνων, χωρίς τραντάγματα και σκοτοδίνες.
Τέλος πάντων, τώρα πια νιώθω απλά και συμπαθητικά. Ο παθιασμένος μου έρωτας γι’ αυτόν μετατράπηκε σε μια ήρεμη αγάπη. Δεν θρηνώ πια που μ’ απορρίπτει σαν μόνιμη σύντροφό του. Ξέρω πως με την άστατη ιδιοσυγκρασία που διαθέτει κάτι τέτοιο θα ήταν θάνατος για την ευαίσθητη ψυχή μου, κι ίσως να σκότωνε σταδιακά και την αγάπη που του έχω και ν’ αναιρούσε, μια για πάντα, ακόμη κι αυτή την περιστασιακή μας ερωτική σχέση. Και για τους δυο είναι σίγουρα καλύτερα έτσι.
Η ζωή μου φαντάζει όμορφη κι άξια να τη ρουφά κανείς, όπως το τσιγάρο. Γύρω μου απλώνεται μια απλή, καθημερινή ευτυχία. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τί μπορεί να του επιφυλάσσει η επόμενη μέρα. Γι’ αυτό, λοιπόν, ζω, αγαπώ και ελπίζω. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι και ίσοι και ολόγυμνοι μπροστά στην αλήθεια της ζωής και του θανάτου.
«Για την αγάπη, όσα κι αν δώσεις είναι λίγα. Δώστα και φύγε, γιατί δεν έχει ανταμοιβή…».
Αυτό το τραγούδι του Γ. Νταλάρα μου ’ρχόταν στο μυαλό χθες, που πέρασα τη μέρα μαζί του. Χαιρόμουν ανείπωτα πολύ που τον είχα δικό μου για μια μέρα… και το βράδυ, καθώς κάναμε έρωτα μες τη σιγαλιά της νύχτας, έκλαψα πικρά και παραπονεμένα που δεν μ’ αγαπά και δεν με καταλαβαίνει. Ενώ εγώ τον αγαπώ τόσο. Όμως γενικά, η χθεσινή ήταν μια όμορφη και γεμάτη μέρα, με συζητήσεις, διαφωνίες, χαριτωμένους μα και γελοίους διαπληκτισμούς, ατέλειωτες κουβέντες, και όλα αυτά διανθισμένα με την απύθμενη ερωτική μου έμπνευση για αυτόν. Τρεις φορές ο κυνικός και ζωώδικος έρωτάς του δόνησε τα έγκατά μου. Όμως η τρίτη φορά μου προκάλεσε τέτοια συγκίνηση, μες τη νύχτα, που δεν έκλεισα μάτι. Το παράξενο είναι πως τώρα, μετά απ’ το χθεσινό έρωτα, νιώθω αναζωογονημένη και χαρούμενη. Στο κάτω-κάτω, είμαι η καλύτερη περίπτωση που θα μπορούσε να του τύχει, ιδανική για να καλύψει τις ανάγκες του, μόνο που το κακό είναι πως δεν θέλει να εμπιστευτεί την αγάπη μου. Δεν είναι ακόμη απόλυτα ισορροπημένος.
Η ζέστη που κάνει τελευταία είναι αφόρητη. Θυμίζει Ιούλιο. Βυθισμένη λοιπόν στη ζέστη και στις σκέψεις μου… Εκείνη την τελευταία φορά που κάναμε έρωτα στη δροσερή αγκαλιά της ανοιξιάτικης νύχτας, τότε που τα τριζόνια μόνο ακούγονταν στη σιγαλιά της, η συγκίνηση που ένιωσα θα μου μείνει αξέχαστη… Ήταν τόσο έντονη που το κλάμα ανάβλυσε, καυτό, απ’ τα μάτια και την ψυχή μου… Έκλαιγα από αγάπη γι’ αυτόν, μα και από απελπισία που δεν μ’ αγαπά και που αναγκαστικά θα παύσω να τον βλέπω… Όταν κάνω μαζί του έρωτα η καρδιά μου σφύζει από ζωή κι από συναισθήματα… Πώς είναι δυνατόν, όταν μου κάνει έρωτα, η δική του να είναι απογυμνωμένη; Κατά βάθος, αυτό ποτέ δεν θα μπορέσω να το καταλάβω…
Οι κυνικές του φράσεις αντηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου, φοβερές, εφιαλτικές. Μου φαίνεται παράξενο, αδιανόητο να μην με θέλει. Κι όμως ο τρόπος που μου τα έλεγε ήταν εξοργιστικά πειστικός, ρεαλιστικός. Δεν μου αφήνει κανένα περιθώριο να υποθέσω το αντίθετο. Η ποιότητα του χαρακτήρα του, εξάλλου, μου ήταν γνωστή απ’ την αρχή. Πώς μπόρεσα να επιμείνω τόσο και να πέφτουν τα λόγια μου και οι πράξεις μου στο κενό; Το έκανα από αγνό έρωτα κι από μεγάλη αγάπη. Όμως αυτός ποτέ του δε νοιάστηκε για μένα. Αντίθετα μ’ αντιμετώπισε, εσκεμμένα πολλές φορές, σαν αμελητέα ποσότητα. Του πρέπει μόνο περιφρόνηση κι αδιαφορία εκ μέρους μου. Όλα «τα φετινά» φτάνουν, αργά αλλά σταθερά στο τέλος τους. Αφήνουν, καθώς φεύγουν, μια πικρή γεύση στο στόμα μου, κι ένα αναπάντητο, παραπονεμένο «γιατί» στην καρδιά μου. Γιατί να χαθούν όλα αυτά που προσδοκούσα φέτος μες το ψέμα, τον εγωισμό και τις αντιφάσεις; Στην ανευθυνότητα, στην ευθυνοφοβία και στην αναλγησία; Όλοι οι άνθρωποι, δεν είμαστε ίδιοι. Άλλοι είναι περισσότερο ευαίσθητοι κι άλλοι είναι αναίσθητοι, υπερβολικά φίλαυτοι, κι ανίκανοι ν’ αγαπούν.
Δεν έχω τίποτα να πω, εδώ και καιρό. Δεν έχω τίποτα να γράψω. Όλα είναι ασήμαντα και σιωπηλά χωρίς αγάπη. Όλα είναι μουντά κι ασπρόμαυρα. Λείπει το χρώμα. Λείπει η ζωντάνια.
Στα Τρίκαλα ήταν αλλιώς: εκεί ήταν η αδερφή μου και με γέμιζε… Εδώ, μοναξιά, ψυχική κούραση. Θεέ μου, πόσο άχαρη είναι η ζωή μου…
Δεν πρέπει ν’ αφεθώ έρμαιο της σκληρής μου μοίρας. Οφείλω να συνεχίσω να προσπαθώ, με αισιοδοξία, αγάπη και συμπόνια στην καρδιά μου. Εξάλλου, ποτέ δεν έχασα την πεποίθηση στον εαυτό μου. Αυτή η αυτοπεποίθηση μ’ έσωσε και βγήκα σώα και αβλαβής μέσα από τόσο πόνο.
Και τώρα μόνη μου, χωρίς καμιά στιβαρή και τρυφερή ανδρική βοήθεια, πρέπει να κάνω τη μετακόμισή μου… Και η φετινή ήταν άλλη μια χρονιά χωρίς αγάπη, χωρίς ζεστασιά κι απαντοχή. Ήταν άλλη μια χρονιά βυθισμένη στη μοναξιά, στον πόνο και στην απογοήτευση. Κι ετοιμάζομαι να φύγω κι απ’ τη Βέροια άπραγη και μόνη.
Κι όσο για τον ερωτισμό, που εξαιτίας του πλανιόταν στην ατμόσφαιρα του φετινού συλλόγου, έφθινε, ξέφτιζε σιγά-σιγά, και στο τέλος με πονούσε, αντί να με ζωντανεύει, όπως έκανε στην αρχή. Τώρα πια που φεύγω πρέπει να χαίρομαι, γιατί γλιτώνω απ’ την καθημερινή του, βαριά παρουσία που κάνει την καρδιά μου να χτυπά. Ο έρωτας κι η αγάπη μου γι’ αυτόν πήγαν χαμένα, γιατί αυτά τα αισθήματα δυστυχώς δεν είναι πάντα αμοιβαία.
Τις επόμενες τρεις μέρες που μ’ απομένουν να τον δω, θα ενδώσω στη βαθιά μου επιθυμία να τον παρατηρώ ξεδιάντροπα, ανεξέλεγκτα, για να χαράξω στη μνήμη μου την ερωτική του μορφή που τόσο αγάπησα… Το έχω αποφασίσει πως έτσι πρέπει να γίνει. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Σκόπελος… Οι μέρες μας εδώ κυλούν γεμάτες. Πλέουμε ακατάπαυστα σαν τα γοργά δελφίνια στα καταγάλανα ύδατα και τις ώρες μας πλουτίζουν απλές απολαύσεις, ο ήλιος, η θάλασσα, τα απροσδόκητα «πλησιάσματα» και τα χαριτωμένα μας χαχανητά. Θαρρείς και τίποτα δεν είναι ικανό, να μας πτοήσει, να μας αποσπάσει απ’ το να γευόμαστε αχόρταγα τις πολυπόθητες διακοπές μας…
Το περιβάλλον στην πόλη και ο χώρος δουλειάς μου, μού είναι τρομερά απωθητικά. Μια απαθής θλίψη κατακλύζει τον εσωτερικό μου κόσμο. Γιατί η ζωή μου να πάρει τέτοια απροσδόκητη τροπή; Πού είναι αυτά για τα οποία αγωνίστηκα; Πώς χάθηκαν έτσι ξαφνικά, άδικα, παράδοξα; Ερωτήματα που ροκανίζουν το μυαλό μου και ταράζουν τα όνειρά μου. Πότε θα βγω επιτέλους απ’ αυτό το σκοτεινό διάδρομο; Κι είναι τόσο μακρύς, ατελείωτος. Πόσο ακόμη θ’ αντέξω να υπομένω την αδικία, το παράλογο, το ανάλγητο;
Η βεβαιότητα της ψυχικής μου δύναμης θραύστηκε κάτω απ’ το βάρος του πόνου και της μοναξιάς… γιατί κατρακύλησα ξανά στις γνώριμές μου, πια, κακοτοπιές…
Σήμερα ήταν η πιο δύσκολη μέρα μου εδώ στη Λιβαδειά. Γι’ αυτό άλλωστε και γράφω. Δεν μ’ οδήγησε στο άδειο χαρτί, που περίμενε τόσον καιρό να γεμίσει, απλά η αδήριτη ανάγκη μου να ηρεμήσω, αλλά η ζωτική μου ανάγκη να αυτοκαθοριστώ εξ’ αρχής σαν ανθρώπινη οντότητα. Ένιωσα να χάνονται τα ευκρινή μου όρια, να διαλύονται οι βεβαιότητες και η αυτοπεποίθησή μου μέσα σε μια αχλύ ψυχικής κούρασης, ανίας, ρουτίνας και συμβατικότητας… Απαίσιο, το πιο απαίσιο συναίσθημα.
Κι αυτή η θλίψη που με ποτίζει η σκέψη του… με ρούφηξε ολόκληρη το απόγευμα… είχα απομείνει μια κουκίδα στο μοναχικό μου δωμάτιο, μια κουκίδα από ψυχή στα διεσταλμένα, δακρυσμένα μάτια μου… Κι αναρωτιόμουν, όπως τόσες μέρες τώρα: άραγε θα μου απαντήσει ή όχι αυτός ο μοναδικός, ο παντοτινός και πονεμένος έρωτάς μου; Η λογική μου υπαγορεύει ένα ΟΧΙ, σταθερό και αναμφισβήτητο. Όμως η επιθυμία μου γι’ αυτόν, που φτάνει ως την τρέλα και τα ανεξέλεγκτα συναισθήματά μου επιμένουν να μου δίνουν ελπίδες.. Νιώθω να βιώνω, απ’ τη μέρα που προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, έναν οδυνηρό διχασμό.. Τον καλώ στα πιο κρυφά όνειρά μου, επιστρατεύω όλες μου τις ψυχικές και διανοητικές δυνάμεις μήπως και ακούσει το κάλεσμά μου, κι όμως, ταυτόχρονα, ξέρω πως εις μάτην τα κάνω όλα αυτά, κι άδικα εξαντλούμαι και πονώ…
Κάτι τέτοιες στιγμές που ο κρυφός κι έναστρος κόσμος της εσωτερικής μου ζωής συγκρούεται και διαλύεται στα κρημνώδη βράχια της πραγματικότητας και σκορπίζεται στους πέντε ανέμους, νιώθω πόσο λίγο απέχω απ’ την τρέλα. Τότε επανέρχομαι, πότε αυτόματα, πότε μετά από έντονη προσπάθεια για να συνεχίσω να ζω σαν έμφρων και φυσιολογικός άνθρωπος. Αν και ελέγχω και πάλι την κατάσταση, βαθιά μέσα μου, στα μύχια κι ανεξερεύνητα λαγκάδια της ψυχής μου, που έχω την τόλμη να ατενίζω, φέγγει, πάντα θα φέγγει η ελπίδα ότι αυτός μπορεί και ν’ απαντήσει… Φέγγει η ελπίδα, ώσπου βέβαια να διαψευστεί απ’ το χρόνο… Όμως ακόμη και τότε εγώ θα ξαναπαλέψω, θα προσπαθήσω ξανά γι’ αυτόν, για μένα, για την αγάπη μου…
Η μόνη πραγματικότητα παραμένει για μένα η γλυκιά μου αδερφή, το μόνο ανοιχτό παράθυρο στη ζωή μου, η δυναμική και θετική παρέμβαση στη μουντή μου καθημερινότητα, γιατί ο έρωτας απουσιάζει.
Μόλις τώρα διάβασα τι έγραφα πέρσι τέτοιον καιρό, και, πραγματικά, συγκινήθηκα απ’ τον ωραίο και απλό τρόπο που εξωτερίκευα τα συναισθήματά μου. Τί δύναμη ήταν εκείνη, τί παλμός, τί σκαμπανεβάσματα, τί εξυπνάδα… Αναμφίβολα, πέρσι, τέτοιον καιρό, ήμουν σε φοβερή υπερένταση… Τώρα, φέτος, άλλαξαν πολλά… σχεδόν όλα.
Πόσο ρόλο παίζει η επικοινωνία και η συνεννόηση για να νιώθεις ότι ο χρόνος σου κυλά δημιουργικά και ευχάριστα…
Έχω παύσει ακόμη και να αυτοϊκανοποιούμαι… Μέσα σ’ αυτό το ανοργασμικό και ανερωτικό περιβάλλον που ζω, ο έρωτας μου φαντάζει σαν μια μακρινή πλατωνική «ιδέα» που κατοικεί στο «υπερπέραν»… καθώς είναι κρυμμένος στις περσινές μου αναμνήσεις, τον νοσταλγώ και πονώ στη θύμησή του…
Η ζωή μου ταξιδεύει σ’ ένα τραίνο απ’ τα Τρίκαλα στη Λιβαδειά…
Η θαλπωρή απλωνόταν αργά.
Το κουρασμένο μου σάρκινο περίβλημα ηδονιζόταν.
Καιρό πολύ κράτησε ο παράδεισος.
Τόσο που στο τέλος χαιρόμουν που θα τέλειωνε.
Με ανέμενε μόνη η κούραση.
Κούραση γλυκιά και ποθητή.
Τώρα πια ζω μαζί της.
Κάθε πρωί με παίρνει στα φτερά της.
Ταξιδεύουμε ως να μεσουρανήσει ο ήλιος.
Ώσπου ν’ αρχίσει τ’ άλλο μου ταξίδι.
Το φουρτουνιασμένο και δύσκολο.
Το αέναο, το απαραίτητο.
Δίχως το καθημερινό εσωτερικό μου ταξίδι
ο κόσμος χάνεται.
Ο κόσμος του πρωινού και του ήλιου.
Ο σκληρός κι ανήλεος κόσμος
που χρόνια τώρα πασχίζω να εξημερώσω
βουτώντας στο γαλήνιο της ψυχής μου.
Η περηφάνια, η αυστηρότητα, η καλοσύνη.
Οι αξίες μου παντού μ’ ακολουθούν.
Χρόνια τώρα μες τα πυρωμένα μου μάτια.
Ζητούν λίγη θάλασσα.
Να δροσιστούν και να κοκκινίσουν…
Θα υποφέρουν πάλι για τον έρωτα
Πάντα ζητούν, κι ας ξέρουν για τον πόνο.
Θέλουν να ζήσουν γι’ αυτό και ζητούν.
Κι η προσφορά είναι πάντα η μόνιμη:
χαρά και πόνος. Η ζωή.
Έρωτά μου αγιάτρευτε…
που με θρέφεις στην αβάσταχτη μοναξιά μου,
που με χαϊδεύεις τρυφερά τις κρύες νύχτες…
εσύ που ξεπηδάς απ’ την ψυχή μου
και τυλίγεις τ’ άμοιρο κορμί μου…
Απελπισμένε μου έρωτα,
μακρινή μου ανάμνηση που τείνεις να μ’ εγκαταλείψεις
μείνε μαζί μου…
η πόλη αυτή είναι αφόρητα μουντή.
Μείνε μαζί μου και φέτος.
Σε χρειάζομαι. Δεν θέλω να πεθάνω.
Η ζωή μου φέτος είναι η Βασουλίνα μου. Χαίρομαι τόσο που θα πάω την Παρασκευή στην Αθήνα… Ξανοίγομαι ξανά στην περιπέτεια… θ’ αλλάξω παραστάσεις, θα ψυχαγωγηθώ, μα προπαντός θα δω τη γλυκιά μου Βασουλίνα, θα επικοινωνήσουμε με το δικό μας κώδικα και θα νιώσω ξανά εκείνη την υπέροχη σύμπνοια, τη ζεστασιά και την ασφάλεια που μόνο αυτή μπορεί να μου δώσει. Ίσως τελικά ο Θεός να μην μ’ έχει εγκαταλείψει…
Θέλω συνεχώς να βρίσκομαι με κόσμο, μ’ ανθρώπους, ακόμη κι όταν δεν επικοινωνώ ουσιαστικά μαζί τους. Δεν αντέχω τη μοναξιά. Όχι άλλο πια.
Δεν με χωρά ο τόπος. Μπαίνω στα μαγαζιά και δοκιμάζω ρούχα που, εξ’ αρχής, δε σκοπεύω ν’ αγοράσω.
Η πόλη είναι σκέτα σκατά. Εννοώ βέβαια τους ανθρώπους της, γιατί αυτοί τη χρωματίζουν και την σηματοδοτούν… Νιώθω πως η μοναδικότητά μου σ’ αυτή την πόλη αντανακλά στους δρόμους, στα μαγαζιά, παντού… Πόσο θα ήθελα να μου έπαιρνε τηλέφωνο σήμερα.
Τα δυσάρεστα συναισθήματά μου είναι πλέον δύσκολο να τα ελέγξω… Η ψυχική και σωματική μου κόπωση είναι «υπέρμετρες»… Και στα Τρίκαλα κι εδώ και παντού, βουλιάζω μες το μονήρη μου βίο… Αναζητώ τη χαρά της ζωής και προσκρούω συνέχεια σε εμπόδια… Θαρρώ πως ήρθε ο καιρός να βρω καινούργιους «δεσμούς» με τα Τρίκαλα… Αν θα γίνει όμως, ποτέ αυτό, θα μου φανεί σαν θαύμα…
Εγώ κι εσύ φανταστική μου αγάπη, απομονωμένοι απ’ τον άδικο και παράξενο κόσμο, σ’ ένα ερημικό νησί… να τρώμε εξωτικά φρούτα, να πίνουμε αχόρταγα τους χυμούς τους, να λιαζόμαστε στον ήλιο, να βουτάμε στη δροσερή θάλασσα και να κάνουμε έρωτα συνεχώς… Κυρίως αυτό το τελευταίο είναι που μου λείπει.
Θα ήθελα να πάω στην Περσία… αν κι όχι κατ’ ανάγκη εκεί… ούτε καν στην Ανατολή… Πάντως σίγουρα κάπου μακριά, πολύ μακριά απ’ τις σκέψεις μου… όπου θα έπινα ένα απόσταγμα φιλιού που θα με μεθούσε… Και θα έκανα ένα μεθύσι υπέροχο, ελαφρύ που θα με σεργιάνιζε σαν πούπουλο στους δρόμους… Εκεί μόνο την αδερφή μου θα ήθελα να ξέρω…
Τώρα θέλω να κλάψω, μα δεν μπορώ… Το φορτίο της ζωής μου έγινε πολύ βαρύ και με συνθλίβει… ώρες-ώρες, τουλάχιστον νιώθω περιττή σ’ αυτή εδώ τη γη και θα ήθελα να βούλιαζα μέσα της… Είναι γιατί αναζητώντας τη χαρά της ζωής, τον έρωτα, προσκρούω πάντα σε εμπόδια…
Πάντως, κάτι μέσα μου με σπρώχνει ν’ αναζητήσω καινούργιους «δεσμούς» με τα Τρίκαλα, με τη «γενέθλια πόλη μου»… Αν πραγματικά κατορθώσω κάτι τέτοιο, να επανασυνδέσω, δηλαδή, τις σχέσεις μου με τα Τρίκαλα, θα το θεωρήσω σκέτο θαύμα! Τόσο πολύ νιώθω αποξενωμένη κι αποκομμένη απ’ τη ζωή και τους ανθρώπους της γενέτειράς μου, που είναι και πολύ χωριάτες!..
Τώρα που κατέγραψα τις σκέψεις μου νιώθω πραγματικά ανανεωμένη.. Η σωματική και ψυχική κόπωση που ένιωθα πριν λίγο σε υπέρμετρο βαθμό έχουν εξανεμιστεί… Τέλος πάντων, το μυαλό μου δουλεύει ρολόι… Όταν κάθομαι και εκλογικεύω τη θλίψη μου, τότε νιώθω κυρίαρχος, όχι μόνο του εαυτού μου, αλλά και «πολλών άλλων», αφού μπορώ να ελέγχω τα δυσάρεστα συναισθήματά μου…
Με περιμένουν τα υπέροχα θεάματα των Αθηνών: θέατρα, κινηματογράφοι, δρόμοι, μαγαζιά. Κι είναι η Λιβαδειά με τη γνωστή της, υποφερτή, καθημερινότητα… Γλυκιά ζωή, πόσο με μαγεύεις… Κι είμαι τόσο ευτυχισμένη που δεν κατατρύχομαι απ’ το μικροαστικό όνειρο του να γίνω ευρύτερα γνωστή για τα «κατορθώματά» μου… Μου φτάνει να νιώθω γεμάτη, μου φτάνει να περνώ καλά με τη Βασουλίνα μου, μου φτάνει που στον περίγυρό μου, έστω και στενό, είμαι μια μικρή star που προκαλεί δυνατά συναισθήματα, αγάπη και μίσος, αποδοχή και απόρριψη, και που «κάποιοι» είναι φοβερά περίεργοι να μάθουν «διάφορα» γι’ αυτή, έστω κι αν δεν το δείχνουν φανερά!…
Θά ’θελα να μπορούσα να ερωτευτώ ξανά…
Θά ’θελα να μπορούσα να κλάψω και πάλι…
Μα αυτή η καταραμένη πόλη
και τα δυο μού αρνείται.
Τίποτε άλλο δεν θα μ’ αλάφρωνε πιο πολύ
απ’ τον έρωτα και το κλάμα…
το δυνατό ξέσπασμα του ανέμου της καρδιάς μου…
Κι όμως, να μην μπορώ: να το μαρτύριο.
Άλλη μια μοναχική Δευτέρα περνάω, μακριά απ’ τη γλυκιά και καταπραϋντική παρουσία της αδερφούλας μου… Και το παράδοξο ή το αστείο είναι πως μόλις σήμερα το πρωί χωριστήκαμε! Ευτυχώς που θα είμαστε ξανά μαζί την Τετάρτη, δηλαδή μεθαύριο! Δεν θα άντεχα για περισσότερο τον αποχωρισμό, γιατί ο χρόνος μακριά της μετράει διαφορετικά. Κυλάει αργόσυρτα, νωθρά, και τα λεπτά ισοδυναμούν με αιώνες. Όταν μάλιστα οι άνθρωποι που σε περιτριγυρίζουν αποδεικνύομαι κρυψίνους και άθλιοι υποκριτές.
Τελικά, κάθε χρόνο γίνομαι μάρτυρας της ένωσης παράταιρων και κακάσχημων «πλασμάτων»! Φοβερή τύχη κι αυτό, ε; Να βλέπω συνεχώς συμβιβασμούς.
Νιώθω ήρεμη, ευτυχισμένη, πλήρης που έχω την αδερφούλα μου και τους γονείς μου. Νομίζω πως είμαι ο «κυρίαρχος του κόσμου» κάτι τέτοιες ώρες. Ο «κυρίαρχος του παιχνιδιού» της ζωής…
Μια Πρωτομαγιά ταξιδεμένη με τραίνο… Παράξενα που είναι τα ταξίδια με το τραίνο… Όλοι οι «σταθμοί» είναι τόσο ίδιοι μεταξύ τους, που οι τόποι εξομοιώνονται…
Από αύριο μπαίνω ξανά στο γρήγορο ρυθμό της καθημερινότητας κι είμαι έτοιμη να παλέψω ξανά με οποιεσδήποτε αντιξοότητες για τις αρχές μου, τα ιδανικά μου: την αξιοπρέπεια και τη δικαιοσύνη. Τόσες μέρες διακοπών και ξεκούρασης, γέμισα τις μπαταρίες μου στο φουλ και νά ’μαι ξανά, ανανεωμένη και δυνατή στο στίβο του καθημερινού μόχθου…
Όσο για τον έρωτα, παραμονεύει σ’ όλες τις γωνίες, μα δεν έχει το κουράγιο και το θάρρος να εμφανιστεί καθαρός στο σκοτεινό μου ορίζοντα…
Αυτή η αχόρταγη φύση μου που δεν γνωρίζει το μέτρο, με παρέσυρε ξανά σε υπερβολές… Τέλος πάντων. Έτσι κι αλλιώς τα λόγια δεν αλλάζουν την κατάσταση.
Το πρωί, παραλίγο να με πιάσουν μελαγχολικές, μαύρες σκέψεις και παρά τρίχα κινδύνεψα ν’ αρχίσω να νοσταλγώ το παρελθόν, να γλιστρήσω στο γκρεμό των πισωγυρισμάτων, μα… μ’ άρπαξα αμέσως απ’ τα μαλλιά και ορθώθηκα, σώθηκα.
Αχ, αυτός ο χρόνος ο φονιάς, ο αδηφάγος! Τίποτα και κανέναν δε λυπάται. Όλα τα τρώει… Ακόμη και τις «υποτιθέμενες μεγάλες αγάπες!».
«Η βαθύτερη ουσία της γυναικείας ψυχής είναι η δίψα και η αγωνία της ελευθερίας που καμιά αφοσίωση και καμιά μητρότητα δεν είναι ικανή να την παρηγορήσει» για τη Madame Bovary του G. Flaubert.
«Όταν τίποτε δεν δηλώνεται, όλα υπαινίσσονται. Όταν τίποτε δεν είναι υπερβολικό και δεν κραυγάζει, όλα κρύβουν μυστήριο…».
Αύγουστος 1995 – Ιούνιος 1996
Τι παράξενη, αλήθεια, που είναι η ζωή… απ’ τη μια στιγμή στην άλλη μπορούν να χαλάσουν, να ανατραπούν τα πάντα: όνειρα, σχέδια, ελπίδες, μα προπαντός μπορεί αυτή η ίδια να παύσει να σου χαμογελά, ν’ αρχίσει να φθίνει, να χάνεται, σιγά-σιγά, πίσω από κάποια σκοτεινή γωνία… Όχι, αγαπώ πολύ τη ζωή για να μην αγωνιστώ ως την τελευταία μου στιγμή γι’ αυτήν τη γαλαζόασπρη Θεά…
Τώρα, μετά από δυο-τρεις ταινίες που παρακολούθησα στη σειρά και με κομμένη την ανάσα, απολαμβάνω την πρωινή δροσιά παρέα με τον καφέ μου… Αυτές οι μικροαπολαύσεις, οι μικροχαρές της ζωής είναι αναντικατάστατες. Και ευτυχώς που δεν μου λείπουν.
Πάντως τα αποθέματα ζωντάνιας και ενεργητικότητας που κλείνω μέσα μου πρέπει να διοχετεύονται σε ενασχολήσεις δημιουργικές. Ακόμη και την απόλυτη αφοσίωσή μου σε μια ταινία τη θεωρώ πράξη δημιουργική και επαφή με την τέχνη. Στην άνυδρη ζωή μου ο κινηματογράφος είναι μεγάλη παρηγοριά και καταφύγιο… Εμποδίζει αναπολήσεις και μάταια πισωγυρίσματα. Σταματά τη λύπη για χαμένες, ανάξιες αγάπες. Κι όσο κι αν καλλιεργεί τη φαντασία σου, σε προσγειώνει παράλληλα σε μια πραγματικότητα ωμή, σκληρή… Κι όμως… είναι τόσο γλυκό το φως, το πρώτο της αυγής… θωπεύει καθησυχαστικά τα κουρασμένα μου μάτια και μ’ αγκαλιάζει στοργικά. Νιώθω τώρα μέσα μου την ανάγκη να τ’ αντικρίζω συχνότερα.
Έτσι, φυσικά και αβίαστα, με παρασύρουν οι μικροχαρές της καθημερινότητας και η θεσπέσια συντροφιά της αδερφής μου, τόσο που δεν έχω χρόνο να σκέφτομαι πράγματα δυσάρεστα.
Για κάποιους τα λόγια είναι του αέρα, όμως για μένα τα λόγια είναι τα χρυσά πουλιά που γεμίζουν τα άχαρα κενά, μέσα μας και γύρω μας.
Μια γλυκιά κούραση βαραίνει τα βλέφαρά μου. Είναι απ’ την ολοκληρωτική αϋπνία. Κι όμως δεν θέλω να χάσω αυτή την ώρα που είναι όλα, ακόμη, ήρεμα, αθόρυβα, αγουροξυπνημένα… Δεν θέλω να χάσω ούτε λεπτό απ’ την καινούργια μέρα που ξανοίγεται μπροστά μου. Σαν σε ριπή οφθαλμού περνούν απ’ το μυαλό μου πρόσωπα που σημάδεψαν τη ζωή μου και που μετά έφυγαν για πάντα… Μια τέτοια ώρα μαγική δε νιώθω τίποτα για όλα αυτά παρά μια ήρεμη και υποτονική «φιλότητα», μιαν ουδέτερη αγάπη.
Οι πρώτες μέρες του φετινού Σεπτέμβρη ήταν αρκετά δροσερές, τώρα, όμως, ξανάρχισε καλοκαιρινή ζέστη.. Αναλογίζομαι την αφοσίωσή μου στη ζωγραφική, και νιώθω δημιουργική και γεμάτη: «κατόρθωσα» να φτιάξω πολλούς όμορφους πίνακες με κόπο και προσοχή και προπαντός με αδιάπτωτα σκληρή δουλειά. Το ρήμα «κατόρθωσα» σ’ αυτή την περίπτωση παίρνει την πραγματική του σημασία γιατί είχα πολύ καιρό, σχεδόν ένα χρόνο, να πιάσω πινέλο στα χέρια μου και είχα ξεσυνηθίσει. Κι αλήθεια χάρηκα πολύ που ξαναθυμήθηκα την παλιά μου δημιουργική ενασχόληση. Αχ, αυτή η τέχνη! Πόσα της χρωστώ! Πόσο δεν μ’ έχει βοηθήσει στις δύσκολες στιγμές μου!
Τώρα, που γράφω, τ’ αυτιά μου ευφραίνονται απ’ τις μελωδίες του Mozart.
Οι μέρες μού αφήνουν στα χείλη μια γλυκιά γεύση από μέλι… κυλούν ήσυχα, αργά μέσα στην πολύτιμη οικογενειακή θαλπωρή, που ίσως κάποτε μου λείψει… σε χαλεπούς και μακρινούς καιρούς ίσως, που δεν θα ήθελα ποτέ να έρθουν για μένα… Αν μου λείψει κάποτε αυτή η ζεστασιά, αυτή η απόλυτη ασφάλεια που μέσα της πλέω ξέγνοιαστη κι ευτυχισμένη, θα ταραχτεί συθέμελα η ύπαρξή μου, γιατί είμαι ένας άνθρωπος που μεγάλωσα μέσα σε μια «σχετικά» αρμονική οικογένεια, με αυτάρκεια, για να καλύπτει τις υλικές και πνευματικές μου ανάγκες… Ίσως λίγο περισσότερο τις πρώτες, όμως και παρ’ όλη αυτή τη δυσαναλογία, μέσα μου σχηματίστηκε, πια οριστικά, το πρότυπο μιας ευτυχισμένης οικογένειας. Αυτό το σχήμα, αυτή τη στάση ζωής, τα έχω πια ενστερνιστεί, τα έχω πια τόσο πολύ αφομοιώσει, που δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς αυτά: οι οικογενειακοί δεσμοί είναι για μένα συνώνυμοι της ευτυχισμένης ζωής.
Αναρωτιέμαι, γιατί άραγε να τα γράφω όλα αυτά: για να διατηρήσω, για πάντα, με τη μαγική δύναμη των λέξεων που απαθανατίζονται σ’ ένα άψυχο χαρτί, την εσωτερική μου ισορροπία, που σ’ ένα βαθμό οφείλεται σ’ αυτή την τωρινή ρόδινη κατάσταση;
Τις μέρες αυτές των διακοπών, που διαβάζω τους «Αναλφάβητους του Έρωτα» της Ομηρόλη, με ικανοποίηση ανακαλύπτω πως οι σκέψεις, οι αναζητήσεις και οι προβληματισμοί της ηρωίδας της, ταυτίζονται με πράγματα δικά μου: βιώματα, ψαξίματα, σκέψεις. Αυτή η ανακάλυψη, πρέπει να πω, πως δεν με ξάφνιασε διόλου: εξάλλου, έχει ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο. Αυτή τη φορά όμως είναι πιο δυνατή η ταύτιση, ίσως γιατί η ηρωίδα της είναι ώριμη και περασμένης ηλικίας κι εγώ διαβαίνω, σ’ ένα χρόνο, το κατώφλι των τριάντα μου χρόνων.
Είναι μια βροχερή Μ. Παρασκευή. Τώρα, το βράδυ, έχει βροχή και υγρασία, ενώ το μεσημέρι είχε ηλιοφάνεια… Αλλοπρόσαλλος καιρός. Όμως, παρ’ όλο που τα μηνύματα του θανάτου «δίνουν και παίρνουν» απ’ τα Μέσα μαζικής ενημέρωσης, λόγω και της ημέρας, εγώ είμαι βυθισμένη σε μια πρωτοφανή απάθεια. Δεν μ’ αγγίζει ο φόβος του θανάτου, μ’ αγγίζει μόνο η ίδια η ζωή , η τέχνη, η φύση, ο έρωτας, η αγάπη… Μόνο γι’ αυτά χτυπά η καρδιά μου. Καλή ανάσταση!
Ο συμβατικός τρόπος που σκέφτονται και η απαρχαιωμένη νοοτροπία τους δεν συμβιβάζονται καθόλου με τον δικό μου, άστατο και μποέμ τρόπο της ζωής μου… Μιας γλυκιάς ζωής που υπεραγαπώ όταν δονείται από δημιουργικότητα και έμπνευση. Μα κι όταν νιώθω πως λιμνάζει και βυθίζεται, λίγο-λίγο, στο τέλμα της απραξίας, ακόμη και τότε ψάχνω μέσα μου να βρω τις αντιστάσεις, κι όχι γύρω μου, όπου κυριαρχεί η ψευτιά κι η υποκρισία… Κι ο εσωτερικός μου πλούτος με ανανεώνει και με ενδυναμώνει να βγω απ’ το τέλμα… Σε μια τέτοια χρονική φάση βρίσκομαι και σήμερα που βγαίνω, σιγά-σιγά, απ’ την απαισιοδοξία και την απραξία τη χθεσινή και εισέρχομαι σε λιβάδια και θάλασσες φωτεινές κι ελπιδοφόρες…
Αγαπημένε μου, ξέρω πως σε σένα χρωστώ την ξεγνοιασιά και την ηρεμία του φετινού μου χειμώνα. Χάρη στη δική σου αφοσίωση κι αγάπη, μπορώ κι απορροφιέμαι απ’ τους μαγικούς κόσμους των βιβλίων, που τελευταία είχα τόσο παραμελήσει. Τώρα επανεκτιμώ την αξία τους και βυθίζομαι γλυκά στην ηδονική ανάγνωσή τους… η φαντασία μου πετά απελευθερωμένη από συμβάσεις και περιορισμούς και το μυαλό μου, πότε δουλεύει πυρετωδώς και πότε ξεκουράζεται σε φωτεινά ξέφωτα… Όλες αυτές τις υπέροχες απολαύσεις τις χρωστώ στον έρωτά σου, που άλλοτε τρυφερός, άλλοτε δυνατός κι ορμητικός, τονώνει το σώμα και την ψυχή μου…
Μέσα μου μένει ακόμη ζωντανή η ανάμνηση της τελευταίας μας βραδιάς. Το φως του κεριού, τα λουλούδια στο βάζο, η γιορτινή ατμόσφαιρα, τα χρώματα γύρω μου και μέσα μου, οι σκοτοδίνες του έρωτα κι οι αναστεναγμοί του πάθους μας κρατούν ακόμη…
Σ’ ευχαριστώ και σ’ ευγνωμονώ βαθιά. Η σιγουριά κι η ηρεμία που μου προσφέρεις με τρέφουν, και ροδίζουν το παιδικό μου πρόσωπο… Η απαντοχή και η θαλπωρή ξεκουράζουν το βασανισμένο μου σώμα που σταματά πλέον να πλανιέται και κουρνιάζει στη ζεστή αγκαλιά σου…
Σήμερα, ανήμερα του Πάσχα έχει συννεφιά. Το πρωί βγήκε για λίγο ο ήλιος αλλά δεν τον είδα γιατί κοιμόμουν. Ξύπνησα σχεδόν μεσημέρι, όταν πια τον ήλιο τον είχαν κρύψει πυκνά σύννεφα. Έφαγα σαν λυμασμένη σκύλα το αχνιστό μας αρνάκι!
Βρήκα πια το μυστικό της πληρότητας, σχεδόν της ευτυχίας, ή έστω της εσωτερικής γαλήνης: να γεμίζεις το χρόνο σου με πράγματα που σ’ αρέσουν και σ’ ανεβάζουν. Κι εγώ θέλγομαι ν’ ανεβαίνω σε σφαίρες υψηλές: της Τέχνης και του Στοχασμού. Αν και μερικοί τα βρίσκουν όλα αυτά κουραστικά και βαρετά, εμένανε μ’ απογειώνουν!… Ό,τι αφορά το Λόγο με μαγνητίζει. Και τότε τί αγαλλίαση που νιώθω, πόση ηρεμία και ανωτερότητα με πλημμυρίζουν… Η γελοιότητα κι η φτήνια δε μ’ αγγίζουν, γιατί ο Λόγος είναι ιερός. «Εν αρχή ην ο λόγος». Κι εγώ ζω μέσα απ’ αυτή τη ρήση, πλέω μες τα καθάρια τα νερά του. Ακόμη κι όταν μηχανικά ζωγραφίζω, αντιγράφοντας γραμμές και χρώματα, το μυαλό μου, η διάνοιά μου κι η ψυχή μου δεν κοιμούνται, αλλά πετούν, δουλεύοντας κι αυτά μαζί με τα χέρια μου που κρατούν το πινέλο. Την έχω νοσταλγήσει τη ζωγραφική.
Βουλιάζω στο τέλμα του εσωτερικού μου χώρου, δεν έχω καμιά διάθεση να βγω έξω και αισθάνομαι βρώμικη κι άπλυτη σαν ασβός!..
Αχ και να μπορούσα ν’ αγγίξω για λίγο ψηλές κορφές, δροσερές, ν’ ανασάνω. Στιγμές-στιγμές νιώθω να πνίγομαι κι άλλες πάλι υποψιάζομαι πως όλα μπορούν να διορθωθούν και ν’ αλλάξουν προς το καλύτερο. Στο παρελθόν, αυτό μου έχει αποδείξει η δυνατή μου βούληση και η αδάμαστη αυτοπεποίθησή μου.
Θα πάρω αποφασιστικά τα ηνία του πνεύματός μου, του ατίθασου, και θα το οδηγήσω σε ζεστές κοιλάδες, γαλήνιες θάλασσες και γαλάζιες λίμνες του αλλού… Να βλέπω παλιά αρχοντικά, μεσαιωνικά γεφύρια, χαλάσματα φρουρίων, ζωγραφικούς πίνακες, ανθρώπους παράξενους..
Τώρα πια νύσταξα για τα καλά. Ο πνευματικός κόπος, τελικά είναι ανεκτίμητος: εξαντλεί γλυκά το σώμα και το μυαλό και σου αφήνει ένα υπέροχο αίσθημα ικανοποίησης… Τα κενά και οι ελλείψεις καλύπτονται και νιώθεις γεμάτη και πλούσια. Έτσι και τώρα. Και πράγμα παράξενο: η συγγραφή με θέλγει τόσο που θα προτιμούσα να μην είχα ανάγκη τον ύπνο.
Στο κορμί του προσδοκά η ηδονή να με πάρει στη δίνη της, να με στριφογυρίσει στα ύψη και στα τάρταρα… Κι αυτή η εναλλαγή του ύψους και του βάθους πόσο μ’ ανανεώνει… Μα γιατί ν’ απορώ γι’ αυτό; Αφού είναι η ίδια η πηγή της ζωής. Αχ, δεν θα ήθελα να χάσω ποτέ απ’ τη ζωή μου ξανά, αυτήν την ηδονή του έρωτα, αυτό το θεϊκό παραλήρημα που αποκαλύπτει την ομορφιά στα έκπληκτα μάτια μας…
Ανυπομονώ να φτάσω κοντά στον εραστή μου, σαν άλλη Ευρυδίκη που αποζητά το φως του απάνω κόσμου. Τα φώτα στη ζωή μου είναι πολλά, μα ο έρωτας κι η ηδονή είναι απ’ τα πρώτα.
Οι κοινωνικές συναναστροφές, η επικοινωνία, η κουβεντούλα διευκόλυναν την προσαρμογή μου στην πέτρινη πόλη. Και τίποτα πια δεν μου φαίνεται δυσβάστακτο. Η επαφή με τους ανθρώπους μου θυμίζει το σοφό αρχαίο ρητό: «Κοινή γάρ η τύχη και το μέλλον αόρατο». Είναι, βέβαια, δημιουργική η απομόνωση και η ηθελημένη μοναξιά, όμως παντού χρειάζεται μέτρο. Εξάλλου, δεν μπορεί να με καλύπτει επ’ αόριστον! Είναι ζωτικής σημασίας η ζωντανή παρέα.
Αυτή τη στιγμή πόσο νιώθω ευνοημένη απ’ τη μοίρα, σχεδόν ευλογημένη, γιατί είμαι ενθουσιασμένη. Κι ο ενθουσιασμός είναι πραγματικά ένθεη μανία!
Πώς να ξεχάσω το ξανάνιωμα της φύσης την Άνοιξη; Θαρρώ, είναι μια εικόνα που η μνήμη της θα μ’ ακολουθεί και πέρα απ’ το τάφο…
Άνοιξη 1996 – Εικόνα δωματίου
«Τα όμορφα, χλωρά μάτια της Άνοιξης με μεθούν… μπουμπούκια σφιχτά, μεστά από νιότη ομορφαίνουν τον άσχημο ακάλυπτο χώρο απ’ το παράθυρό μου και τα αρχαιόπρεπα, κεραμιδιά γλαστράκια μου, που στη θέα τους πρασινίζει η ξέρα της καρδιάς μου, συνοδεύουν τις πολύχρωμες μαργαρίτες στο βάζο, που στέκει λίγο πιο ψηλά στο μικρό τραπεζάκι… Το δωμάτιο της μοναξιάς και της περισυλλογής μου ζωντανεύει από χίλια χρώματα: γαλάζια, κίτρινα, λευκά… Και τα χαριτωμένα μου πινακάκια, που πάνω τους απέθεσα την επιδεξιότητα των χεριών μου και την ευαισθησία της ψυχής μου, ταξιδεύουν, ίδιο καράβι, το δωμάτιό μου, στη χώρα της φαντασίας και της τέχνης… Το δωμάτιό μου, αυτή τη στιγμή, είναι μια εικόνα ευτυχίας. Χαίρομαι να κλείνομαι μέσα του και να «τυρβάζω περί πολλά…»
Μπουμπουκιασμένη η άνοιξη γύρω μου με χαιρετά. Οι δρόμοι της πέτρινης πόλης, τ’ απογεύματα προς το βραδάκι, μυρμηγκιάζουν από ανθρώπους κάθε ηλικίας, που βολτάρουν στον πεζόδρομο ή κάθονται νωχελικά στα παγκάκια της πλατείας. Κι εγώ, σήμερα, μέσα σ’ όλο αυτό το πλήθος καθώς πήγαινα σε μια συναυλία κλασικής μουσικής, ένιωσα παράξενα μόνη, αποκομμένη απ’ τον ανθρώπινο συρφετό, διαφορετική και εύθραυστη. Ήμουν αγχωμένη και λυπημένη.
Το sex με ισορροπεί και με γεμίζει… ακόμα κι όταν όλα γύρω μου τείνουν να καταρρεύσουν, εγώ αναδύομαι μέσα απ’ το ερωτικό πάθος δυνατή και δροσερή, σαν την «Κύπριδα», που γεννιέται απ’ τους αφρούς της θάλασσας…
Πόσο η κακία και η βία των ανθρώπων μου είναι ξένες πρακτικές, ανάρμοστες και άνανδρες. Πόσο η αγάπη κι η ειρήνη με εξυψώνουν… Κι η ηρεμία πόσο με τονώνει… Θα ήθελα πάντα στη ζωή μου, πρόσωπα ανέφελα να συναντώ με όμορφα χαμόγελα στα χείλη… με καλοσύνη γλυκιά μέσα στα μάτια.
Ας ήταν να πιστέψουν οι περισσότεροι άνθρωποι της γης στην αγάπη και στη δικαιοσύνη. Αυτή η πίστη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ευτυχίας…
Ιανουάριος 1994 – Οκτώβριος 1997
Από χθες το βράδυ που έφτασα, νιώθω σαν τον άγνωστο, θλιμμένο ταξιδιώτη της βροχής, που άδικα πλανιέται σ’ αυτή την πόλη του βορρά. Ω, αγαπημένε μου Νότε, που στην αγκαλιά σου κοιμάται η αδερφούλα μου! Πόσο λυπάμαι που δεν βρίσκομαι κοντά σου…
Μετά την φοβερή αδιαφορία του, δεν είχα το κουράγιο ούτε να περπατήσω στο δρόμο. Τα μάτια μου θόλωναν και τ’ αυτιά μου δεν άκουγαν ήχους καθαρούς, παρά μόνο ένα απαίσιο βουητό… Ήρθα στο σπίτι κι έκλαιγα με λυγμούς, ασταμάτητα. Μια σιωπηλή, παγερή θλίψη με σκέπασε κι απόμεινα ώρα πολλή αφηρημένη, σα φυτό. Δεν το ήθελα, προσπαθούσα ν’ αντιδράσω σ’ αυτή τη μανία αυτοκαταστροφής, μόνο που ήταν κάτι πέρα απ’ τις δυνάμεις μου. Εκείνη τη στιγμή θέλησα να πεθάνω, γιατί σκέφτηκα, τί αξίζει μια ζωή που με πονάει τόσο; Όμως αμέσως τότε, σκέφτηκα, πόσο πολύ θα μου έλειπες εσύ, γλυκιά Βασουλίνα, αν πέθαινα! Δεν θ’ άντεχα για τίποτα να σ’ αποχωριστώ. Αξίζει να ζω μόνο για σένα. Κι έτσι δεν πρόκειται να θελήσω ξανά να πεθάνω. Ποτέ πια.
Η έλλειψη κι ο πόθος του έρωτα μου προκάλεσαν ξανά, το βράδυ, μια φοβερή κρίση αϋπνίας. Ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι από φόβο κι απορία… είχα εφιαλτικά όνειρα… οι έρωτές μου, όλοι, ματαιώνονταν κι απορρίπτονταν… Τα φιλιά κι οι περιπτύξεις με άνδρες γνωστούς κι αγνώστους, αλλά πάντα ελκυστικούς, κατέληγαν πάντα σε πόνο… Ο έρωτας έγινε στα όνειρά μου μια πράξη που πονά… Με μαστιγώνει φρικτά η ιδέα της απόρριψης… Ευτυχώς, ξεχάστηκα μέσα στα ψώνια και στην τύρβη της καθημερινότητας. Πλέον, μόνο αυτή με σώζει… η πολυχρωμία της, η ποικιλία της κι οι ήχοι της με συνεπαίρνουν και μου θυμίζουν πως κάπου υπάρχει και για μένα η χαρά της ζωής…
Τα παιδιά με τις τρέλες τους και τα αστεία τους καμώματα, άλλοτε μ’ εκνευρίζουν και με λυπούν κι άλλοτε με χαροποιούν και με γεμίζουν ζωντάνια.
Το βράδυ ολόκληρο δεν έκλεισα μάτι. Η αλλαγή περιβάλλοντος, η μοναξιά κι η αγωνία για το μέλλον μου, έκαναν την καρδιά μου να χτυπά δυνατά… Κι αυτή η βουβή θλίψη που δεν λέει να μ’ αφήσει… Πόσο μ’ έχει εξαντλήσει… Ανείπωτα. Τέρμα. Έχω πάψει πια να ελπίζω στον έρωτα και στην αγάπη. Θα ζήσω έτσι, χλιαρά, άχρωμα, χωρίς μεγάλα ξεσηκώματα κι ενθουσιασμούς.
Αχ, και να μπορούσα να ξεφύγω απ’ όλη αυτή την κατάσταση που με πνίγει…
Όλο και περισσότερο κλείνομαι στον εαυτό μου. Ηδονίζομαι να περιχαρακώνομαι στα στενά μου όρια, αντιμετωπίζοντας αδιάφορα τους άλλους. Δεν τη θέλησα εγώ αυτή την απρόσωπη στάση. Μου την επέβαλαν οι συνθήκες κι οι άνθρωποι, με την προσποίηση και το επίπλαστο ενδιαφέρον τους που στο τέλος αποδεικνύεται πάντα φενάκη… Θλίβομαι τόσο… οι μέρες μου εδώ περνούν άχρωμα κι ανούσια, ενώ οι νύχτες μου είναι εφιαλτικές.
Τί ζητώ εγώ εδώ, σ’ αυτή την ξένη γη που ο έρωτας είναι ανύπαρκτος; Εγώ τον κράτησα σαν μωρό στην αγκαλιά μου, αλλά αυτός δεν θέλησε να με κρατήσει, ούτε και πρόσκαιρα… ούτε για λίγο… Αν ήξερε πόσο με πόνεσε… και με πονά σιωπηλά κάθε μέρα…
Το σημερινό απόγευμα το αφιέρωσα στο θρήνο. Σκέφτηκα: τώρα που έχω αρκετό χρόνο, ας θρηνήσω… Όμως έχω ξεπεράσει τα γενικώς παραδεκτά όρια του θρήνου. Το παράκανα και φθείρω συνεχώς τον πολύτιμο εαυτό μου.
Δυστυχώς, μόνο κλαίγοντας γοερά ξαλαφρώνω. Τώρα νιώθω ξανά την ανάγκη να κλάψω…
Γράφω, γράφω τα ίδια και τα ίδια γιατί στο νου μου κλωθωγυρνώ τα ίδια και τα ίδια.
Όλα και σήμερα ήταν ίδια, όπως και χθες και προχθές.
Άλλωστε το χθες μου μοιάζει τόσο με το σήμερα… Κι όλα αυτά, χθες, σήμερα, αύριο, γίνονται ένα δυσβάσταχτο κράμα λύπης στην ψυχή μου. Με βαραίνει…
Νιώθω παράξενα. Σα να βρίσκομαι σε αναμονή για κάποιον καινούργιο έρωτα που θα έρθει στη ζωή μου. Και θα ταράξει, λέει, τα λιμνάζοντα ύδατα της ζωής μου. Βιώνω μιαν απέραντη νηνεμία, όπως ακριβώς, πριν ξεσπάσει η καταιγίδα προηγείται μια παράξενη γαλήνη.
Είναι ένα χαρούμενο, φωτεινό και λαμπερό πρωινό. Ξύπνησα νωρίς κι ο ήλιος καταυγάζει το χαριτωμένο μου σπιτάκι. Αντανακλά το χαρούμενο φως του στα χρυσά περιγράμματα των καινούργιων μου κάδρων κι η καρδιά μου απ’ αυτό το απλό γεγονός, παίρνει δύναμη και κουράγιο.
Την Παρασκευή, που βρήκα τη δύναμη και το κουράγιο να μην πάω σπίτι του, παρά τη γελοία πρόσκλησή του, φάνηκα αντάξια των βιολογικών και πνευματικών καταβολών! Ένιωσα γενναία, αν και μόνη, γιατί απέδειξα στον ίδιο μου τον εαυτό πως διαθέτω κι εγώ κάτι απ’ το ψυχικό σθένος της Βασουλίνας μου. Έστω κάτι λίγο.
Έρχονται στιγμές που τον λυπάμαι κι άλλοτε πάλι τον μισώ που δεν θέλησε να με κρατήσει, έστω για λίγο…
Κι αυτός εμμένει στην απόφασή του: δεν θέλει ν’ αγαπηθούμε. Δεν μ’ αφήνει, ποτέ του δεν μ’ άφησε να του φανερώσω τον αληθινό μου εαυτό.
Όταν είμαστε μαζί, λ.χ. καθώς τρώγαμε, μιλούσαμε για χίλια δυο άσχετα πράγματα, έξω από μας… για πρόσωπα που ουσιαστικά δεν τον αφορούν και δεν τον αγγίζουν… φτηνές υπεκφυγές γεμάτες προσποίηση κι αγωνία… Η ψυχή μου πονούσε που δεν μιλούσαμε για μας…
Περνά ο καιρός χωρίς να γνωριζόμαστε, γιατί αυτός δεν θέλει να δεθεί ψυχικά μαζί μου… Κι εγώ φοβάμαι τη μορφή του κι αποφεύγω να τον κοιτώ με εμβρίθεια για να μη με σημαδέψει για πάντα η αγάπη… Κι αυθόρμητα προσποιούμαι μπροστά του, ενώ θέλω να του αποκαλυφθώ με τον πιο αυθεντικό τρόπο.
Ο έρωτάς του είναι δίκοπο μαχαίρι. Γιατί να υποφέρω τόσο; Γιατί να νιώθω τόσο απαίσια μπλεγμένη;
Καλύτερα να μ’ απόφευγε τελείως, να μην πρότεινε τίποτα, να μην μου έδειχνε τρυφερότητα και στοργή με τα σφιχταγκαλιάσματά του στο κρεβάτι. Τότε θα μπορούσα πιο εύκολα να τον ξεχάσω, σχεδόν να τον ξεγράψω. Τώρα υποφέρω, κλαίω, αλλά δεν βγαίνει τίποτα.
Μέσα στο μυαλό μου όλα πηδούν, χορεύουν ένα τρελό χορό. Τι είναι αγάπη, πού βρίσκεται η αγάπη; Δεν ξέρω πια. Έχω απομείνει έτσι να κάθομαι εδώ και ώρα αποχαυνωμένη, σα φυτό. Υπάρχει για μένα φώς;
Μέσα μου υπάρχει η δύναμη, εκεί όπου φωλιάζουν τα μύχια της ψυχής μου. Κι αυτά τα γνωρίζει μόνο ο εαυτός μου κι η Βασούλα μου. Όχι, δεν θα ντραπώ να της τα φανερώσω.
Σίγουρα έχω τρελαθεί. Το μυαλό μου δε λειτουργεί κανονικά. Η σκέψη του έρωτά του με υπερθερμαίνει, μα ζαλίζει… Αλλά σήμερα δεν μου έμεινε τόσο η πράξη όσο αυτά τα ατέλειωτα φιλιά. Όμως η συμπεριφορά του με ταπεινώνει, με πληγώνει που δεν με θέλει για μόνιμη σύντροφό του. Ίσως κι αυτός να είναι ο λόγος που τον θέλω τόσο πολύ.
Το κακό είναι πως άδικα βασανίζομαι.
Μέσα μου πονώ μ’ ένα λεπτό, διακριτικό πόνο. Όχι κραυγαλέα και φοβερά, αλλά σιωπηλά, ήσυχα.
Αυτό το Σαββατοκύριακο, στη μοιραία πόλη, τη Θεσσαλονίκη, δόθηκε η χαριστική βολή στις αμυδρές ελπίδες μου…
Όλες οι πόλεις μου είναι το ίδιο ξένες. Πουθενά δε βρίσκω χαρά. Όλα μου φαντάζουν μάταια, όλα με διώχνουν να χαθώ στην άβυσσο… Έχω χάσει τη δημιουργική μου πνοή…
Δεν ξέρω αν ποτέ θα το ξεπεράσω αυτό το σοκ… Ένας έρωτας που τέλειωσε πριν καν αρχίσει… Ίσως δεν υπάρχει πιο τραγικό σημάδι απανθρωπιάς και ξεπεσμού… Η πεισματική άρνησή του να βρει, να ψάξει για τους μυστικούς, κρυπτογραφημένους κώδικες επικοινωνίας ανάμεσά μας, μ’ έχει καταντήσει μια περιφερόμενη ζωντανή νεκρή. Τα βλέμματά του πάνω μου όλο και λιγοστεύουν… Κάποτε πετούσα από χαρά σ’ ένα του βλέμμα κι η καρδιά μου γέμιζε ελπίδες…
Νιώθω εκμηδενισμένη, προσβεβλημένη, παραμερισμένη… αμελητέα ποσότητα… Δεν μετανιώνω που παραμέρισα τελείως τον εγωισμό μου και του φανέρωσα την αγάπη μου. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ποτέ δεν χάνεται από μια τέτοια παραδοχή. Όμως αυτός δεν κάμφθηκε στη σκληρή του στάση απέναντί μου. Η αγάπη μου του είναι ανώφελη κι αδιάφορη, γιατί δεν είναι ερωτευμένος μαζί μου.
Γιατί, τότε, με ξεγέλασαν οι αναλαμπές του; Αφού ήξερα απ’ την αρχή τί άνθρωπος ήταν. Η λογική μου υπαγόρευε να απομακρυνθώ έγκαιρα, όμως ο έρωτάς μου, όσο φούντωνε, τόσο μ’ έκανε να ελπίζω και να μετριάζω τα ελαττώματα και τα τρωτά του.
Έρχονται στιγμές που το σώμα μου τον επιθυμεί, όμως όταν η ψυχή μου θυμάται την παγωνιά της ψυχής του, παύει να τον επιθυμεί και το σώμα μου.
Από χθες, μια ασταμάτητη νεροποντή έχει πλημμυρίσει τους δρόμους αυτής της απρόσωπης πόλης. Βρέχει και στην ψυχή μου… μια βροχή σιωπηλή, θλιβερή… που με ποτίζει ως το κόκκαλο και με κάνει να βήχω και να βυθίζομαι όλο και πιο πολύ στη μοναξιά μου.
Τώρα πια, που δεν έχω τίποτε να περιμένω, σε τίποτε και σε κανέναν να ελπίζω, θέλω να βρίσω, να φτύσω, να καταραστώ βαριά, όσους με πλήγωσαν… Ας είναι καταραμένοι οι άνδρες που μ’ αδίκησαν. Ας μην βρουν ποτέ τους την ευτυχία όπως κι εγώ ψάχνω να βρω την αγάπη και δεν τη βρίσκω πουθενά, άσκοπα περιπλανώμενη, περιφέρω εδώ κι εκεί το μικρό μου σαρκίο…
Όταν όμως σκέφτομαι τη ματαιότητα των ανθρωπίνων και το πόσο απροσδόκητος και απρόσμενος μπορεί να είναι ο θάνατος για τον καθένα μας, συνέρχομαι. Να, πριν από λίγο μ’ έπιασε η γνώριμή μου ζωτικότητα κι εκείνη η χαρά κι η δίψα για ζωή… Λικνιζόμουν έντονα και ρυθμικά στους ήχους της μουσικής απ’ το τρανζιστοράκι μου.
Δεν είμαι καθόλου καλά σήμερα. Το νευρικό μου σύστημα και οι εσωτερικές μου αντιστάσεις έχουν καταρρεύσει. Ο χρόνος της ζωής μου κυλά άσκοπα.
Θεέ μου, τι θλιβερή ομοιομορφία που υπάρχει στον κόσμο… γιατί οι άνθρωποι δεν προσπαθούν ν’ αναπτύξουν την προσωπικότητά τους με τις ιδιαιτερότητές τους!
Όλα έχουν ξεθωριάσει μέσα μου, γύρω μου… Σαν παλιές ζωγραφιές… Χρειάζομαι ύπνο. Έχω κουραστεί πολύ…
Το μυαλό μου ξελαμπικάρισε εντελώς απ’ τον πολύ ύπνο. Είμαι τόσο ξεκούραστη, που το πνεύμα μου πετά, φυσικά και αβίαστα, σε σκηνές του παρελθόντος… σκηνές ασήμαντες, που όμως η μνήμη μου τις έχει αποθηκεύσει με θαυμαστές λεπτομέρειες. Είναι ν’ απορεί κανείς πόσο παράξενο «μηχάνημα» είναι η ανθρώπινη καρδιά…
Τα πρόσωπα των τριών ανδρών που αγάπησα μπερδεύονται, συγχωνεύονται σε μια ενιαία μορφή που με γλυκαίνει και με θλίβει ταυτόχρονα… Κανείς απ’ τους τρεις εραστές μου δεν θέλησε να με κρατήσει για πάντα… Σε κανέναν τους δεν προκάλεσα αρκετά δυνατά συναισθήματα, όπως ομολόγησαν όλοι τους στο τέλος… Ποιός άραγε φταίει; Πάντως εγώ ένιωσα έρωτα, τους αγάπησα αληθινά… Αυτοί απομακρύνθηκαν στο τέλος. Αυτό «το τέλος» μου θυμίζει πως ο έρωτας είναι αδερφός του θανάτου.
Έξω χιονίζει ασταμάτητα. Η ατμόσφαιρα είναι χαρούμενη και ειδυλλιακή. Και παρ’ όλο που η μνήμη μου ανακάλεσε οικτρές προδοσίες και φτηνά ψέματα, μέσα μου χαίρομαι τη μοναξιά μου και την ησυχία μου.
«Ο προσκυνητής» του Βάλταρι είναι η αιτία για την ερωτική διάθεση που μ’ έπιασε χθες και για τη γεμάτη απελπισία περιπλάνησή μου στο παρελθόν. Έχει μέσα κάτι φοβερές ερωτικές σκηνές, διανθισμένες με φιλοσοφική σκέψη που με συνάρπασαν.
Δυστυχώς, όμως, οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για μένα… Πάντα αυτές οι αντικειμενικές κι ανεξάρτητες απ’ τη θέλησή μου συνθήκες, αυτές οι απρόσωπες κι ανεξέλεγκτες δυνάμεις που, πολλές φορές καθορίζουν την τροπή της ζωής μας, η τύχη κι η μοίρα στάθηκαν και στο παρελθόν και στο παρόν αντίξοες κι εχθρικές σε μένα.
Κι αυτά τα άσπρα μπαλώματα που όλο πυκνώνουν και χοντραίνουν, ενώ χθες με γέμισαν χαρά, σχεδόν παιδική, σήμερα μ’ έκαναν σοβαρή και σκυθρωπή γιατί δυσκόλεψαν τη ζωή μου.
Αυτή τη στιγμή θα ήθελα να είχα ποιητική διάθεση. Όμως, μια απέραντη πεζότητα, μια απέραντη αηδία έχουν αλυσοδέσει την ψυχή μου. Γι’ αυτό ευθύνεται η συναισθηματική και ερωτική μου έλλειψη.
Πάντως, το παράδοξο είναι πως αυτό το θέαμα του χιονιού που πέφτει-πέφτει, απαλά και μανιασμένα μαζί, μ’ έχει ηρεμήσει.
Όλη μέρα ένιωθα σαν ποντίκι πιασμένο μες τη φάκα του. Ο κλοιός αυτού του απαίσιου χιονιού, σφίγγει την καρδιά μου σαν άσπρος εφιάλτης… Σκέτη μούχλα, απραξία, οι ίδιες κι οι ίδιες μάταιες σκέψεις να με βασανίζουν και να με βυθίζουν στη μελαγχολία…
Κι η καρδιά μου που δεν μπορεί να κλειστεί στα στενά όρια της πεζής και θλιβερής πραγματικότητας, να πετά με τους ήχους της μουσικής έξω απ’ το χρόνο, μακριά απ’ το χώρο… Και να πλάθω με το νου και με τη φαντασία μου ένα σωρό πλασματικές καταστάσεις, για να εντυπωσιάσω και να χαροποιήσω τον ίδιο μου τον εαυτό… Τί τραγικό να τις πλάθω ενσυνείδητα για να χαρώ λίγο μες τη φρικτή μοναξιά μου…
Ωστόσο, αν κι έχω προσγειωθεί στη σκληρή πραγματικότητα του ηττημένου, έρχονται φορές που κάνω ενσυνείδητες πτήσεις γιατί έχω ανάγκη να φύγω κι εγώ… Ω, ευλογημένη μου φυγή της μουσικής…
Σιγά-σιγά αρχίζω να συνέρχομαι απ’ τη ζάλη αυτών των λευκών ημερών. Και μπαίνω αργά αλλά σταθερά, στο γνώριμό μου τόπο και χρόνο. Εγκλιματίζομαι.
Καταραμένος να είναι αυτός που έκλεψε τα γράμματα της Βασουλίνας μου και μου στέρησε τη μοναδική χαρά της ζωής μου, την επικοινωνία με την πολυαγαπημένη μου αδερφή!
Είμαι περήφανη γι’ αυτό που είμαι, για τον ευαίσθητο και ισορροπημένο μου εαυτό.
Κατάλαβα, για πρώτη φορά, τόσο έντονα, πως δεν μπορώ να πληγώνω ανθρώπους που κάποτε αγάπησα…
Ο δρόμος της μοναξιάς που άρχισα να βαδίζω απ’ τον Οκτώβριο δεν έχει για μένα γυρισμό.
Κι αυτό το συμφέρον που έχει καταντήσει τις ανθρώπινες σχέσεις φενάκη, καταραμένο ας είναι… Ποτέ του δεν τ’ άφησα να με αγγίξει ως τα τώρα…
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ο πόνος αντί να μ’ έχει βρωμίσει ψυχικά, μ’ έχει εξαϋλώσει, μ’ έχει εξαγνίσει…
Αυτοί οι άνδρες, που έρχονται σε τόσες αντιφάσεις με τη συμπεριφορά τους, δεν θα ωριμάσουν ποτέ; Δεν ξέρουν ακόμη τί θέλουν;
Όταν καταλαβαίνουν πως μπορείς να τους ψυχολογήσεις, τους πιάνει πανικός. Κι αυτή η μανία τους να επιδεικνύονται με ψευτοηρωικές πράξεις, απορρέει από χίλια δυο απωθημένα και κόμπλεξ ανεπάρκειας…
Απ’ τις μέχρι τώρα εμπειρίες μου δεν τρέφω και ιδιαίτερη εκτίμηση για τους άνδρες. Είναι πλάσματα με υπερφίαλο εγωισμό που τους εμποδίζει να γευτούν τις χαρές της αγάπης… Θα ήθελα να έβρισκα έναν άνδρα ισορροπημένο και δίκαιο προς το γυναικείο φύλο.
Το κακό είναι πως όλοι αυτοί οι άνδρες που με κοιτάζουν αδηφάγα δεν μπορούν να ξέρουν τον ψυχικό μου πλούτο και τη δυναμικότητα του χαρακτήρα μου. Ξέρω πως τους ελκύω απλά και μόνο λόγω της εξωτερικής μου εμφάνισης.
Μπήκε ο Απρίλιος, ο μήνας των γενεθλίων μου. Φαίνεται πως τα ψέματα μπολιάζουν μερικές φορές τη ζωή μας, όταν δεν συναντάμε αληθινούς ανθρώπους…
Πόσο όμορφη είναι όμως η αλήθεια… Πάντα την επιζητούσα στις σχέσεις μου. Ποτέ μου δεν τη φοβήθηκα.
Ξέρω πια καλά, πως είναι καλύτερα για μένα έτσι. Αυτό το φοβερό αίσθημα του απέραντου κενού που ένιωσα σήμερα, μετά την ερωτική μας πράξη, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν ένα αίσθημα ψυχικού θανάτου.
Τον αγάπησα και ξέρω καλά πως όσα κι αν δώσεις για την αγάπη είναι λίγα κι αυτό που δίνεις πως δεν έχει ανταμοιβή.
Ποτέ δεν άνοιξε την καρδιά του μαζί μου. Δεν θέλησε να την ανοίξει, γι’ αυτό και τον λυπάμαι.
Αυτός είναι που μ’ έχει σημαδέψει. Στη θύμηση του προσώπου του, του κορμιού του, οι λέξεις που για μένα έχουν μαγική δύναμη, χάνουν τη σημασία τους…
Κι είναι η πρώτη μέρα, μετά από ένα μήνα, που νιώθω το τέρας της μοναξιάς να με πλησιάζει… Ένας μήνας πέρασε γεμάτος πολύχρωμες εντυπώσεις, και τώρα μου φαίνεται πως ξαναγυρίζω στην παλιά, γνώριμη, ανέλπιδή μου καθημερινότητα.
Μια στυφή πίκρα γεύεται το στόμα μου. Μια ατονία υπάρχει στο ρυθμό της καρδιάς μου. Μια παγερή ακινησία με κατέλαβε χθες που ευτυχώς, σήμερα υποχώρησε.
Έλα όμως που διψώ τόσο πολύ για έρωτα κι αγάπη κι αποδοχή… Στο πρόσωπο ποιανού, άραγε, θα τα βρω που υπάρχει τέτοια ηθική αναλγησία τριγύρω μου; Τόση έλλειψη ευαισθησίας, τέτοια κουτοπονηριά και τόση υποκρισία που νιώθω να βυθίζομαι ξανά στην αχλύ της «ιστορικής» μου λύπης.
Μόνο που τώρα, πια, δεν μπορώ να κλάψω όπως παλιά κι αυτό είναι που με «σκοτώνει». Μόνο χθες, αφού έπεσα απ’ τα σύννεφα, μπόρεσα κι έκλαψα. Όμως ήταν τόσο λίγο που δεν μου άρκεσε.
Άραγε, είναι το αναπόφευκτο πεπρωμένο ή οι συνθήκες και οι συγκυρίες, που καθορίζουν τις αποφάσεις μας; Δεν ξέρω να απαντήσω αν και η λογική μου κλείνει προς το δεύτερο. Πάντως, αυτό που έχει σημασία είναι πως ο έρωτας μου εμφυσά πνοή ζωής, με ξεσηκώνει!
Ω, Θεέ μου, τί μεταστροφή, τί αναθεώρηση απόψεων και αποφάσεων είναι αυτή που έχω κάνει… Έχω φτάσει, μετά από μια επίπονη ψυχική διαδικασία και σε μικρό χρονικό διάστημα, στην αντίπερα όχθη.
Θρηνώ, γιατί ξανά απογοητεύτηκα. Προσπάθησα να εμπιστευτώ τους ανθρώπους και αυτοί διέψευσαν την εμπιστοσύνη μου. Ηχούν μέσα μου λέξεις κενές, ονόματα χωρίς νόημα, πένθιμα, θλιβερά.
Βυθίζομαι ξανά σε κείνη τη βουβή, γνώριμη από παλιά, θλίψη… Λόγια ψεύτικα… Δεν υπάρχουν άνθρωποι που να θέλουν ν’ αγαπήσουν. Τίποτα πια, κανείς.
Τα τρυφερά μου συναισθήματα, οι ερωτικές μου προσδοκίες, μεταστράφηκαν σε πόνο και σπαραγμό.
Πότε, άραγε, θα λιώσει το χιόνι πίσω στον ακάλυπτο χώρο; Έχει παγώσει, και κάθε πρωί που ξυπνάω το βλέπω εκεί. Αυτά τα τελευταία υπολείμματα χιονιού που παγώνουν κάθε πρωί την καρδιά μου, πότε θα λιώσουν άραγε; Η καρδιά μου είναι ακόμη παγωμένη. Ευτυχώς που απ’ το απόγευμα άρχισε να λιώνει λίγο-λίγο ο πάγος. Το ξέρω, όμως, πως ολοκληρωτικά θα λιώσει μόνο, όταν μπει κάποια αγάπη στη ζωή μου. Κάποια αγάπη αληθινή… Όχι άλλες ανόητες αγάπες, ανόητα φιλιά, λόγια ψεύτικα. Νιώθω τόσο κουρασμένη… Θέλω να κοιμηθώ κανονικά, επιτέλους.
Η θλιμμένη, πρωτινή μου κούραση, που βαραίνει τα βλέφαρά μου, μπερδεύεται με μια κρυφή ανακούφιση: είναι κάπως παράδοξο, αλλά κοντά στη θλίψη και την απογοήτευση νιώθω, συνάμα κι ένα στοιχείο απελευθέρωσης και συγκρατημένης αισιοδοξίας.
Το πρωί που «πήρα το δρόμο του γυρισμού» χιόνιζε λίγο. Και το βράδυ που προσπαθούσα να συνέλθω απ’ την κάπως αναπάντεχη εξέλιξη μου ερχότανε στο νου το τραγούδι: «ανόητες αγάπες, ανόητα φιλιά, λόγια, λόγια, λόγια των Κατσιμιχαίων, λόγια ψεύτικα, λόγια ψεύτικα…».
Αυτή είναι, πια, υπόθεση χαμένη από χέρι, ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Κι απ’ ότι φαίνεται το «φρούριό μου» αντέχει γερά κι έχει τη δύναμη να παραμείνει για πολύ-πολύ καιρό απόρθητο, αν και σε κάποιες γωνιές του παραμονεύει ένας μικρός-μικρός πειρασμός, γιατί το σώμα έχει τους δικούς του νόμους, που αρχίζουν και λειτουργούν υπό το φάσμα της τρομακτικής μοναξιάς.
Έχω χρέος απέναντι στον πολύτιμο εαυτό μου να οργανώσω το χρόνο μου, σύμφωνα με τις δικές μου προδιαγραφές και ανάγκες, χωρίς να υποχωρώ ούτε σπιθαμή, χωρίς να προσαρμόζομαι, σαν ένα βολικό και χωρίς προσωπικότητα έρμαιο στις επιθυμίες ανοργάνωτων ανθρώπων.
Οι περιπέτειες της ζωής μ’ έχουν χαλυβδώσει. Έχω μάθει, πια, ν’ αγωνίζομαι και να παίρνω ό,τι μου αξίζει.
Τί ξέβρασε η ψυχή μου σήμερα! Φωτιά και λάβα, ηφαιστειακή!
Και τώρα, που τα πάθη, οι απορίες και οι αμφιβολίες καταλάγιασαν, τώρα που τα σκαμπανεβάσματα έληξαν, τώρα που τα διλήμματα έληξαν, μετά βέβαια από πολύωρη συζήτηση, το αποφάσισα.
Τί νιώθω επιτέλους για αυτόν; Συμπόνια, απέχθεια, λύπηση, έλξη, βόλεμα, αδιαφορία, μίσος, εκδίκηση, αγάπη; Όλα αυτά ανάκατα σ’ ένα παράξενο κράμα, απ’ όπου όμως, δυστυχώς, λείπει ο έρωτας.
Όμως, θα ήθελα να μπορούσα να έγραφα πιο απλά, πιο άμεσα, γιατί η απλότητα και η αμεσότητα είναι αρετές των αληθινών ανθρώπων! Όχι πως εγώ είμαι ψεύτικη όταν γράφω, μα μ’ αρέσει ο λόγος του άλλου να κυλάει για να γίνεται κτήμα μου…
Νιώθω κενή από υψηλά συναισθήματα, ανικανοποίητη από έναν «έρωτα» μίζερο, υποτονικό, μισερό, εκ μέρους μου… Τον κρατώ τεχνητά στη ζωή, για την μικρή ζωτικότητα που μου προσφέρει, γιατί μου τονώνει τον εγωισμό και γιατί γεμίζει κάπως ευχάριστα τον χρόνο μου. Εξάλλου, μ’ αυτό τον τρόπο, παίρνω και την κρυφή μου εκδίκηση που με γεμίζει αγαλλίαση… Είμαι, πια, μια βρωμερή και απεχθής καιροσκόπα. Η κακία, η «μοχθηρία» και η εκδικητικότητα φωλιάζουν σιγά-σιγά μέσα μου και γίνονται συστατικά στοιχεία του καινούργιου μου εαυτού, που αναδύεται σιγά-σιγά μέσα απ’ τα σκοτάδια της μοναξιάς και του προσωπικού πόνου… Έτσι είναι. Η ευαισθησία έχει και την αρνητική της πλευρά.
Με ορμή ταύρου, γραπώνομαι απ’ τους μαστούς της ζωής και ρουφώ αχόρταγα τους θρεπτικούς χυμούς της. Γιατί ακόμη κι ένας υποτυπώδης έρωτας προσφέρει παρέα, συντροφικότητα και κάποια σωματική απόλαυση, κάποια ψήγματα ηδονής, έστω.
Εν τέλει, χρειάζεται τόλμη να ζεις έναν τέτοιο απογοητευτικό έρωτα.
Μόνο όσοι έχουν πονέσει πολύ μπορούν να τον ανεχτούν, ν’ αφεθούν στα χάδια και στις απλόχερες και τρυφερές φροντίδες του, που κάποτε είναι απολαυστικές κι άλλοτε πάλι αποφευκτέες, σχεδόν ανεπιθύμητες κι αηδιαστικές.
Αυτή την πόλη αρχίζω σιγά-σιγά να την μισώ. Είναι γκρίζα, πέτρινη και παγερή και δεν ξεκουράζει ποτέ το βλέμμα μου. Μόνο όταν πέφτει λίγο χιόνι κι ασπρίζουν οι μουντές της επιφάνειες είναι κάπως υποφερτή, από αισθητική άποψη. Όμως, από πρακτική άποψη, αρχίζει να δυσκολεύει κι η ζωή μου… Παγώνουν και γλιστρούν οι δρόμοι, κι είναι, άστα να πάνε…
Απ’ τη στιγμή που πρωτοήρθα σ’ αυτό το σπίτι, το σπίτι μου, στη Φιλελλήνων Β6, το αγάπησα… Το περιποιήθηκα και το καθάρισα σα ζωντανό οργανισμό και τώρα, ύστερα από τόσες μέρες δουλειάς και αγωνίας απόκαμα… Η καρδιά μου πτοημένη και το σώμα μου κουρασμένο κάνουν ένα απαισιόδοξο συνδυασμό…
Καμιά «αρσενική μυρωδιά». Όλα ουδέτερα. Σχεδόν νεκρά. Ίδωμεν… Κι η μοναξιά μου, στο μεταξύ, γράφει τη «μελωδία» της…
Η αλήθεια είναι πως δεν απόλαυσα τις νωχελικές φωνές τους, γιατί βιαζόμουνα και πνιγόμουν να πω τα δικά μου νέα τόσο, που ξέχασα να τους πω για το χθεσινό σεισμό που μ’ αναστάτωσε… η καρδιά μου χτυπούσε παλαβά και δεν μπορούσα να την ησυχάσω… Αποσβολωμένη, στάθηκα κάτω απ’ την παραστάδα της πόρτας και την κρατούσα να μην μου φύγει, να μην πετάξει μακριά… Θαρρούσα πως θα πέθαινα, αν διαρκούσε περισσότερο. Ήταν τρομερό… σαν να όρμησε ένα κύμα θανάτου στο δωμάτιο και τα πάγωσε όλα… Δεν θα ήθελα ποτέ να το ξαναζήσω. Είθε να μην ξανασυμβεί.
Η μοναξιά είναι σκληρή. Τώρα, όμως, που τη βιώνω σαν αντίτιμο της τόλμης και της ειλικρίνειας, της γενναιότητας και του ασυμβίβαστου του χαρακτήρα μου, έχει τη γοητεία της ηθικής ελευθερίας…
Η ολιγάρκεια είναι η πηγή της ευτυχίας.
Μεγάλα λόγια, ψεύτικες αγάπες κι αυταπάτες… Να δούμε ως πότε θα τραβά αυτή η πονεμένη ιστορία… Φαίνεται πως η ειλικρίνεια κι η ευθύτητα δεν αρέσουν πια στους ανθρώπους… Μα πότε τους άρεσαν θα μου πεις; Πάντα η υποκρισία κι η προσποίηση ήταν ο κανόνας, ενώ η ευθύτητα κι η ειλικρίνεια ήταν οι εξαιρέσεις… Κι εγώ δυστυχώς, ανήκω σ’ αυτές…
Ποιός θα βρεθεί να χωρέσει την αλήθεια μου; Ποιός θα με δεχτεί και θα μ’ αγαπήσει όπως είμαι;
Ας αργήσει να βρεθεί αυτός, γιατί προς το παρόν μού χρειάζεται ηρεμία κι αυτοσυγκέντρωση…
Όλα δείχνουν πως αρχίζω να εγκλιματίζομαι ομαλά. Φαίνεται πως ο χρόνος έκανε το θαύμα του και με θεράπευσε. Τώρα είναι όλα όπως και πρώτα, όπως και πριν τη θύελλα. Μόνο που στα μάτια μου κάθε βράδυ απλώνεται μια θλίψη βουβή και παραπονεμένη… Μόλις μπω στο αγαπημένο μου δωμάτιο και χωθώ στη ζεστή αγκαλιά του κρεβατιού μου, με πιάνει η θύμηση… ξέρω πως αυτοί οι ρομαντισμοί δεν έχουν πια νόημα… εξάλλου όλα έχουν τελειώσει εδώ και πολλές-πολλές μέρες και τίποτε δεν θέλω πια ν’ αλλάξει στη ζωή μου.
Σήμερα ο καιρός είναι κρύος και μουντός. Μια θλίψη σέρνεται μέσα και έξω μου. Νιώθω πως θα ξεσπάσει σε κλάμα…
Δεν θ’ αφήσω τη ζωή μου να την κυβερνά ένα φάντασμα, γιατί είμαι άνθρωπος με σάρκα και οστά, με ανάγκες και προσωπικότητα. Τί κι αν σήμερα συναντηθήκαμε στο δρόμο φευγαλέα; Είναι σα να μην έγινε καθόλου. Η ζωή μου πια τραβάει το δρόμο της, τον ανηφορικό της δρόμο.
Θέλω πάντα κάτι να κάνω για να αποφεύγω να λιμνάζω στις ίδιες ανούσιες σκέψεις. Θέλω να με παρασύρει η καθημερινότητα στους έντονους ρυθμούς της, να φτάνω ψόφια στο σπίτι απ’ τις πολλές δουλειές και να μην έχω την πολυτέλεια να σκέφτομαι. Εξάλλου τι σημασία έχει πια να κλωθωγυρνώ στο νου μου τα ίδια και τα ίδια. Εγώ θέλω να μ’ αγαπήσουν αληθινά, παντοτινά, με πράξεις γενναίες, με θυσίες μικρές, καθημερινές. Θέλω να μ’ εκτιμούνε και να μ’ εμπιστεύονται…
Ξέρω πως κάποτε τα Γρεβενά θα είναι για μένα μια μακρινή ανάμνηση… Ο χρόνος που θα περάσει, θα σβήσει όσα με πλήγωσαν και θα με κάνει να κρατήσω όσα μου έδωσαν χαρά… Μόνο που οι παγωμένες στιγμές της διάψευσης θα ζουν για πάντα μέσα μου, σε μια κρυφή γωνιά της καρδιάς μου, και ώρες-ώρες θα με γεμίζουν μελαγχολία…
Θα έλεγε κανείς πως ένα αόρατο χέρι κατευθύνει τη ζωή μου. Είθε, αν υπάρχει, να την κατευθύνει σε ασφαλή μονοπάτια.
Τραγουδώ και αίρομαι, νιώθω άλλος άνθρωπος, απελευθερωμένος απ’ τα γήινα δεσμά του και εξαϋλωμένος. Τελικά, είναι και το τραγούδι μια μορφή τέχνης και η τέχνη λυτρώνει.
Σήμερα, μ’ έπιασε ξανά μια μικρή θλίψη. Η έλλειψη του έρωτα αρχίζει να με πονά… Το κορμί μου, που το μούδιασε η αναπάντεχη διάψευση ένα μήνα τώρα, αρχίζει να ξαναξυπνά. Είναι οδυνηρό, είναι άδικο να είμαι μόνη μετά από τόση καρδιά που ξόδεψα…
Η πόλη αυτή με πληγώνει… Περπατώ στους δρόμους, στην πλατεία κι οι αναμνήσεις ζωντανεύουν κι ορμούνε να με πνίξουνε… Όμως, στο τέλος, δεν αφήνω τα φαντάσματα να μαυρίσουν τη ζωή μου. Και προχωρώ, και ζω την κάθε μέρα μου μόνη, όπως και πρώτα.
Σκέφτηκα τη ζωή μου… Αυτό το κεράσι στα «δόντια» της διάψευσης να αιμορραγεί ακατάπαυστα…
Δεν νιώθω θλίψη που είμαι μόνη. Η μοναξιά με θωπεύει απαλά στο μέτωπο και ξετυλίγει τη σκέψη μου. Αυτή, τουλάχιστον μου είναι πιστή, δεν θα μ’ εγκαταλείψει ποτέ, όπως τόσες και τόσες απατηλές, ανόητες αγάπες…
«Κουρασμένη Μοναξιά»
Άγριες φωνές
φωνές παιδιών χαρούμενες
φτάνουν στ’ αυτιά μου απ’ το δρόμο…
Το μουδιασμένο μου μυαλό ξυπνά.
ξαφνιάζομαι.
Κοιτάζω με βλέμμα απλανές το τίποτα.
Το τίποτα που μου προσφέρεται
σε πολυτελή συσκευασία, άδεια.
Στις κόχες τους τα μάτια βασιλεύουν
Το Τίποτα που αντίκρισαν τά θάμπωσε.
Γέρνω στο μαξιλάρι μου θλιμμένη
Τ’ όνειρο στο σκοτάδι με τραβά.
μ’ έχει δεμένη στο σκοινί του
και με σέρνει…
Η Κυριακή μου κύλησε ικανοποιητικά. Καφές στο «απρόοπτο», αστεία, γέλια κι ανούσιες κουβέντες, περιοδικό διάβασμα λογοτεχνίας, ζωγραφική… και το CD με τις επιτυχίες της Πόπης Αστεριάδη που μ’ απογείωσε και με συγκίνησε τόσο… Μάλιστα κάποια τραγούδια ήταν ακριβώς για την περίπτωσή μου… ένιωσα λες και τα είχα γράψει εγώ…
Και βέβαια, απαραίτητη συντροφιά η μοναξιά μου, άλλοτε δημιουργική κι άλλοτε πληκτική, μα πάντοτε δικιά μου… Φτάνω να την ξαναγαπήσω όπως και πρώτα, όπως και τότε που με τόλμη την επέλεξα…
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.