«Η Γνώση είναι ένας από τους ανθρώπινους στόχους και όλοι εργαζόμαστε για την επίτευξη αυτού. Σήμερα βλέπουμε, σε ορισμένες κοινωνίες, να γίνονται προσπάθειες για την απομάκρυνση των ανθρώπων από το στόχο αυτό. Να αναφέρετε αν πράγματι συμβαίνει και που αποσκοπεί η προσπάθεια αυτή».
Απ’ τα χρόνια της Αναγέννησης ακόμα, χρόνια που έδωσαν το προβάδισμα για το ξύπνημα του ανθρώπινου μυαλού διατυπώθηκε η γνώμη ότι η γνώση είναι δύναμη για τον άνθρωπο που την κατέχει. Κι όταν λέμε γνώση δεν εννοούμε την αυστηρά επιστημονική γνώση, αλλά διευρύνοντας τα όρια της έννοιας αυτής εννοούμε τη Γνώση που καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα λειτουργιών στην ανθρώπινη ζωή. Μια Γνώση που στοχεύει στην καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής κάθε ανθρώπινης ύπαρξης από οποιοδήποτε τομέα κι αν απορρέει: είτε απ’ την οικονομία, είτε απ’ την πολιτική επιστήμη, είτε απ’ την κοινωνιολογία, είτε απ’ την ψυχολογία, είτε απ’ την ηθική, είτε απ’ την ανθρωπολογία με την σύγχρονη έννοια του όρου. Κι αυτή η Γνώση απ’ την Αναγέννηση μέχρι σήμερα προβάλλει ως το μέσο ή καλύτερα ένα από τα μέσα που οδηγούν στην πνευματική και υλική ευδαιμονία των ανθρώπινων κοινωνιών. Όμως υπάρχουν και οι αποκλίσεις απ’ αυτό τον κανόνα.
Σήμερα, αν στρέψουμε διεισδυτικά το βλέμμα μας σε ορισμένες κοινωνίες, θα παρατηρήσουμε ότι γίνονται συστηματικές προσπάθειες για την απομάκρυνση των ανθρώπων απ’ τον υψηλό αυτό στόχο. Και τρανταχτή απόδειξη γι αυτή την πραγματικότητα αποτελούν τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων γύρω μας. Γιατί τα ενδιαφέροντα των περισσότερων ανθρώπων σήμερα έχουν αποπροσανατολιστεί κατά πολύ απ’ την κατάκτηση της Γνώσης και τελικά απ’ την κατάκτηση της ίδιας της ζωής του. Αντίθετα έχουν στραφεί σε μια ζήση χωρίς κόπο και νόημα, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, γιατί προσπαθούν να μιμηθούν δουλικά πρότυπα ζωής εντελώς εξωπραγματικό. Βέβαια με τον τρόπο αυτό όχι μόνο δεν αλλάζουν τη ζωή τους προς το καλύτερο, αλλά αντίθετα είτε παραμένουν στάσιμοι στην εξελικτική τους πορεία, είτε βουλιάζουν ακόμη περισσότερο στην ηθική ψυχική ή υλική κακομοιριά τους.
Όμως μπορούμε να πούμε ότι η κατάσταση αυτή δεν οφείλεται μόνο στις επίμονες προσπάθειες που καταβάλλονται από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά είναι πολλές φορές αποτέλεσμα και της δικής τους ανευθυνότητας, της δικής τους επανάπαυσης στον εύκολο τρόπο ζωής. Βέβαια μ’ αυτό δεν αναιρούνται οι επιδράσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος που τις περισσότερες φορές είναι αρνητικές αφού αποσκοπούν στην αποχαύνωση του κριτικού πνεύματος του ατόμου για την εξυπηρέτηση κατώτερων συμφερόντων. Είτε αυτά τα συμφέροντα είναι πολιτικά, είτε είναι οικονομικά, πάντως είναι ομολογουμένως κατώτερα από την πνευματική υγεία και εγρήγορση του κοινωνικού συνόλου. Για να συγκεκριμενοποιηθούν όμως ακόμα περισσότερο τα πράγματα και, για να αντιληφθεί ο άνθρωπος πώς δρουν οι σκοταδιστικές δυνάμεις που πασχίζουν να τον αποπροσανατολίσουν απ’ την αναζήτηση της Γνώσης είναι σκόπιμο να σταθεί σ’ ορισμένες εκφάνσεις της ζωής γύρω του που με μια πρώτη ματιά θεωρούνται ασήμαντες, αλλά κατά βάθος είναι ενδεικτικές αυτών των καταστροφικών προσπαθειών.
Αν ο κάθε άνθρωπος στραφεί και προσπαθήσει να διερευνήσει το στόχο ορισμένων μαζικών συναθροίσεων και θεαμάτων που διαφημίζονται εντονότατα στην κοινωνία μας, όπως τα ατέρμονα ποδοσφαιρικά ματς και τα κάθε είδους άσκοπα υπερθεάματα, θα αντιληφθεί πόσο όλα αυτά καταρρακώνουν τη ζωτική κριτική του ικανότητα και πόσο καταστρέφουν την πολυσχιδία των κριτηρίων που διαθέτει για να κάνει μια δική του επιλογή. Κι αυτό βέβαια το πεδίο των προσπαθειών είναι το πιο απλό και εύκολα εντοπίζεται γιατί εφαρμόζεται σ’ όλες σχεδόν τις σημερινές κοινωνίες. Όμως υπάρχουν και προσπάθειες που γίνονται ακόμα πιο στρατηγικά από ανελεύθερα καθεστώτα και που στραγγαλίζουν πιο σταθερά την προσπάθεια του πολίτη τους για γνώση. Με τις ρητές απαγορεύσεις τους αλλά και με τα πρότυπα και τις ιδέες που προβάλλουν καθημερινά από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως καθιστούν σχεδόν ανεπαίσθητη αυτή την απομάκρυνση απ’ τη Γνώση κι έτσι οι άνθρωποι αποτελματώνονται εξοντωτικά. Όμως σ’ αυτές τις περιπτώσεις επειδή ακριβώς δεσμεύεται η πολιτική ελευθερία των ανθρώπων είναι επόμενο αυτοί να οδηγηθούν σε άγνοια. Γιατί πάντοτε απαραίτητη προϋπόθεση της πραγματικής γνώσης είναι η ελευθερία. Μόνο όταν υπάρχει ελευθερία μπορεί να απλωθεί ο πνευματικός ορίζοντας του ανθρώπου και σ’ άλλες σφαίρες διαμέσου της γνώσης.
Όμως τι θα μπορούσαμε ν’ αντιτάξουμε σαν αιτία στο κατρακύλισμα της δικής μας ελεύθερης κοινωνίας από τα στέρεα βάθρα της γνώσης; Ίσως το ότι οι προσπάθειες που καταβάλλονται είναι φοβερά δυνατές, ώστε θα ήταν ανέφικτο να απαγκιστρωθούμε απ’ τις παγίδες τους; Όμως όλοι βαθιά μέσα παραδεχόμαστε και θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε ελεύθερες προσωπικότητες, διαμορφωμένες βέβαια ως ένα βαθμό απ’ τον κοινωνικό μας περίγυρο, όμως με εσωτερική ελευθερία και δύναμη αφομοίωσης των εξωτερικών επιδράσεων. Αν πράγματι πιστεύουμε κάτι τέτοιο, τότε οι σημερινές συνθήκες της ζωής μας μας προκαλούν να το αποδείξουμε. Μας προκαλούν να επιχειρήσουμε να ανεβάσουμε τη Γνώση, ή μάλλον να ξανανεβάσουμε τη Γνώση στη θέση που της αξίζει και να την εξάρουμε σαν έναν απ’ τους καταξιωμένους ανθρώπινους στόχους για μια δικαιότερη και πιο ανθρώπινη κοινωνία.
«Στον σημερινό άνθρωπο παρατηρούμε μια αξιοσημείωτη τάση για κατανάλωση. Ποιοι παράγοντες και ποιες οι συνέπειες του φαινομένου;
Επηρεάζει η διαφήμιση τον άνθρωπο; Πώς και γιατί;»
«Γιατί να υπάρχουν τα δαπανηρά, πολύχρωμα, ελκυστικά διαφημιστικά μέσα, που μπορούν και να παρασύρουν, κι όχι μια ξερή ανακοίνωση, σε ύφος εγκυκλίου, για τα είδη, που προσφέρονται, τις ιδιότητές τους και τις τιμές τους; Αλλά τότε γιατί να υπάρχουν και τα καλοφτιαγμένα μαγαζιά του λιανικού εμπορίου κοντά στον καταναλωτή, με βιτρίνες, με περιποίηση, με συσκευασίες κι όχι μεγάλες, κεντρικές αποθήκες, ελάχιστα δαπανηρές, όπου ο καταναλωτής θα έβρισκε, μεθοδικά στοιβαγμένα, τα είδη που χρειάζεται; Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει: γιατί έτσι είναι πιο ωραίο. Κι ακόμα: γιατί η οικονομία της αγοράς, για να λειτουργήσει, προϋποθέτει το κυνήγι του πελάτη.
Αλλά, αυτή η κοινωνική δικαίωση της διαφήμισης δεν πρέπει να μας κρύβει την άλλη όψη του νομίσματος. Η επισήμανσή της -που κινδυνεύει να κάνει το δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου ασυμπαθές στους διαφημιστές- δε γίνεται, για να αποκατασταθεί κάποια μάταιη «κεντρώα» ισορροπία, αλλά γιατί η παραδοχή των βλαπτικών πλευρών ενός φαινομένου βασικά χρήσιμου επιτρέπει ίσως τη ρύθμισή του κατά τρόπο που να περιορίζει τις δυσάρεστες παρενέργειες. Τότε μένει καθαρή η χρησιμότητα. Γι αυτό πρέπει να επισημανθούν μερικές αναλήθειες που και πρόσφατα ακούστηκαν σε υπεράσπιση της διαφήμισης.
Δεν είναι αλήθεια ότι τα μονοπώλια, εθνικά ή πολυεθνικά, δεν χρειάζονται τη διαφήμιση αφού η έλλειψη ανταγωνιστών τους εξασφαλίζει τη διάθεση των προϊόντων τους. Η διαφήμιση χρειάζεται, σ’ αυτή την περίπτωση, για να προτιμηθεί το προϊόν του μονοπωλίου από άλλα προϊόντα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά ή και απλώς για να πεισθεί το κοινό πόσο αναγκαία είναι η κατανάλωση ολοένα μεγαλυτέρων ποσοτήτων από το προϊόν των μονοπωλίων. Τα πολυεθνικά μονοπώλια των απορρυπαντικών με τη διαφήμιση κατάφεραν να εκτοπίσουν το σαπούνι από την πλύση (εις βάρος και της εθνικής μας οικονομίας και της θάλασσάς μας) και με τη διαφήμιση προσπαθούν να μας πείσουν για τις ολοένα καινούργιες και ολοένα πιο μαγικές ιδιότητες των παντοδύναμων, βιολογικών, ενζυματούχων προϊόντων τους.
Δεν είναι αλήθεια ότι οι ανάγκες του ανθρώπου υπάρχουν σαν φυσικά δεδομένα και δεν αυξάνονται από τη διαφήμιση. Βέβαια όλη η φιλολογία περί «φυσικών αναγκών» όπου θα έπρεπε να περιοριστεί ο άνθρωπος, για να κερδίσει κάποια χαμένη παραδεισιακή ευτυχία, είναι παραπλανητική -αν δεν ονειρευόμαστε να ξαναζήσουμε όπως οι άνθρωποι των σπηλαίων. Αλλά βέβαιο είναι επίσης ότι πολλές από τις ανάγκες που ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται σαν επιτακτικές σε βαθμό άγχους δεν είναι και τόσο επιτακτικές- η ευτυχία μπορεί να είναι περισσότερο υπόθεση βιωμάτων και λιγότερο υπόθεση κατοχής αντικειμένων. Και εξίσου βέβαιο είναι ότι το κεφάλαιο, για να φέρει νέα κέρδη, που θα επιτρέψουν νέες επενδύσεις κι ακόμα περισσότερα κέρδη, χρειάζεται να επιβάλει την αίσθηση νέων αναγκών. Οι εκδρομές του Σαββατοκύριακου θα μπορούσαν εξίσου ωραία και ωραιότερα να γίνονται με το τρένο, αλλά η βιομηχανία των αυτοκινήτων, των πετρελαιοειδών και των ελαστικών έχουν κατορθώσει να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι μόνο με το αυτοκίνητο μπορούν να πραγματοποιηθούν.
Δεν είναι αλήθεια ότι ο τύπος εξασφαλίζει την ελευθερία του χάρη στη διαφήμιση, δήθεν γιατί οι διαφημιζόμενοι είναι τόσο πολλοί, ώστε κανείς δεν είναι αρκετά ισχυρός, για να επιβάλλει τις θελήσεις του. Μπορεί οι διαφημιζόμενοι να είναι πολλοί αλλά τυχαίνει να βρίσκονται όλοι από την ίδια πλευρά της κοινωνικής διαμάχης, από την πλευρά του κεφαλαίου. Στα κρίσιμα κοινωνικά θέματα οι υποθετικές παραλλαγές των θελήσεών τους παραχωρούν τη θέση τους στην ενιαία τοποθέτηση. Κι ακριβώς έχει επισημανθεί ότι η ποσοστιαία αύξηση των εσόδων του τύπου που καλύπτονται από τη διαφήμιση και η αντίστοιχη ποσοστιαία μείωση των εσόδων από την πώληση των φύλλων δημιουργεί μια κρίσιμη εξάρτηση του τύπου από το διαφημιζόμενο κεφάλαιο -κι όχι από το αναγνωστικό κοινό. Αν φτάσουμε κάποτε να μοιράζονται οι εφημερίδες δωρεάν, αποκλειστικά χρηματοδοτούμενες από τη διαφήμιση, θα μπορούμε ακόμα να μιλάμε για ελευθερία του τύπου;
Δεν είναι αλήθεια πως η διαφήμιση υπηρετεί όχι τόσο το μεγάλο κεφάλαιο αλλά τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις. Εδώ τα στατιστικά στοιχεία δημιουργούν απατηλές εντυπώσεις, γιατί πολλές μεγάλες επιχειρήσεις δε χρειάζονται τη διαφήμιση, αφού καταναλωτές των προϊόντων είναι μόνον ένας στενός κύκλος άλλων μεγάλων επιχειρήσεων ή τα ίδια τα κράτη –γι αυτό π.χ. δε βλέπει κανείς διαφημίσεις σταθμών ηλεκτροπαραγωγής ή αρμάτων μάχης. Πέρα όμως από αυτές τις περιπτώσεις, όταν ανταγωνίζονται μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου, με πλατύ κύκλο καταναλωτών, φανερό είναι πως μόνο η μεγάλη επιχείρηση θα αντέξει στο βάρος των εξόδων για τη διαφήμιση, πνίγοντας έτσι τη μικρή. Περίπου όπως τα σούπερ-μάρκετ πνίγουν το μπακάλη της γειτονιάς..»
Γ.Α.Κουμάντος
«Οι ανώτερες πολιτιστικές αξίες και η πνευματική καλλιέργεια αποτελούν ανάγκες για τον σύγχρονο άνθρωπο και ειδικότερα τον Έλληνα;»
Στην εποχή μας, που οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν φτάσει στο αποκορύφωμά τους και που οι θεαματικές ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών αποτελούν τον έσχατο θρίαμβο για το σύγχρονο άνθρωπο, πολλοί ισχυρίζονται ότι όλα αυτά αλλοίωσαν τον εσωτερικό του κόσμο και κατά συνέπεια το χαρακτήρα του, στρέφοντάς τον προς εκδηλώσεις οι οποίες παραγκωνίζουν τελικά τον ανθρώπινο παράγοντα, οδηγούν στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και τέλος του δημιουργούν αποστροφή προς τις ανώτερες πολιτιστικές αξίες και προς την πνευματική καλλιέργεια. Υπάρχει όμως και μια άλλη μερίδα ανθρώπων που παίρνουν θέση διαμετρικά αντίθετη απ’ την πρώτη, πάνω στο ίδιο θέμα φυσικά. Δηλαδή ισχυρίζονται ότι αυτή η αλματώδης άνοδος του τεχνικού και υλικού πολιτισμού σε σχέση προς τον πνευματικό, δημιουργεί στον άνθρωπο ανάγκη πολύ πιο έντονη από άλλοτε, να προωθηθεί ακόμα περισσότερο ως πνευματική και ηθική προσωπικότητα. Κι αυτή η άποψη μοιάζει να επεκτείνεται και να ριζώνεται ακόμα πιο πολύ, όσο ο άνθρωπος ανακαλύπτει πως ο ψυχικός και πνευματικός του κόσμος παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητος παρ’ όλη την πάροδο τόσων αιώνων. Έτσι μπορούμε πλέον να παραδεχτούμε απερίφραστα ότι οι ανώτερες πολιτιστικές αξίες και η πνευματική καλλιέργεια αποτελούν όχι μόνο ανάγκες για το σύγχρονο άνθρωπο μα ταυτόχρονα και το βαθύτερο χρέος κάθε ανθρώπου που ποθεί να εκπληρώσει κάποιον υψηλό προορισμό. Ειδικότερα μάλιστα για τον Έλληνα το χρέος αυτό που μετατρέπεται μεταγενέστερα σε ανάγκη είναι πολύ επιτακτικό μια και διακρίνεται από το ότι είναι κάτοχος μακραίωνης πολιτιστικής κληρονομιάς, από την έμφυτη και πάντα ζωντανή έφεσή του προς την πνευματική εργασία και από τον πηγαίο συναισθηματισμό του.
Όταν κανείς κάνει λόγο για ανώτερες πολιτιστικές αξίες πρέπει να λαβαίνει πάντα υπόψη του ότι οι αξίες αυτές δεν είναι το κατασκεύασμα ενός μεμονωμένου ηθικολόγου ή κοινωνιολόγου, αλλά αποτελούν απόρροια της διανόησης και της συσσωρευμένης πείρας λαών και ολόκληρων γενιών ανθρώπων. Οι ανώτερες πολιτιστικές αξίες είναι η αίσια κατάληξη μιας πορείας του ανθρώπου μέσα από ποικίλες οικονομικές συνθήκες και πολύμορφες κοινωνικές διαστρωματώσεις και ταυτόχρονα είναι η γόνιμη και δημιουργική σύζευξη ανάμεσα στα πολιτιστικά επιτεύγματα του παρελθόντος και τις σημερινές πολιτιστικές απαιτήσεις και ιδιομορφίες. Έτσι αν θα θέλαμε να κάνουμε κάποιον διαχωρισμό όσον αφορά τις ανώτερες πολιτιστικές αξίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές διακρίνονται σε θρησκευτικές, ηθικές, αισθητικές και λογικές. Οι τελευταίες άλλωστε αποτελούν προϊόν ιδιαίτερα της εποχής μας και γι’ αυτό η σημασία τους επεκτείνεται όλο και περισσότερο. Ο σύγχρονος άνθρωπος, επηρεαζόμενος βέβαια και από κληρονομικές, βιολογικές και ψυχολογικές καταβολές οι οποίες διαφοροποιούνται από άνθρωπο σε άνθρωπο, σταθμίζει ανάλογα τα κριτήριά του και διαμορφώνει έτσι κάποια τάξη ιεραρχίας στην οποία και κατατάσσει αυτές τις αξίες.
Πάντως είναι γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος που κατά κανόνα διακατέχεται από άγχος και που μαστίζεται ολοένα από τη μοναξιά, πολλές φορές μάλιστα ανελέητα, που η ζωή του χαρακτηρίζεται από φοβερά έντονο ρυθμό και που ο ίδιος πολλές φορές αγανακτεί γι αυτή την κατάσταση, αναζητεί κάποια όαση που στην προκειμένη περίπτωση μπορούν να την αποτελέσουν οι ανώτερες πολιτιστικές αξίες. Γιατί πράγματι είναι δυνατόν να απαγκιστρωθεί απ’ το άγχος όταν αποφασίσει να εμβαθύνει περισσότερο είτε στην αγνή θρησκεία την απαλλαγμένη από δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις, προσπαθώντας να βελτιώσει περισσότερο την ευάλωτη φύση του και αγωνιζόμενος να κατευθύνει ο ίδιος σωστά και υπεύθυνα τις αναγκαίες ορμές του για να κρατηθεί στο ύψος το ανθρώπινο, στο ύψος που του ταιριάζει. Ακόμη ανάγκη για το σύγχρονο άνθρωπο αποτελούν και οι ηθικές αξίες γιατί ο άνθρωπος έχοντάς τις ως στέρεο βάθρο μπορεί να καυχιέται, με την καλή έννοια της λέξης, για την σταθερότητα στις αρχές του και να μην παρασύρεται πότε από το ένα ιδεολογικό ρεύμα και πότε από το άλλο, που άλλωστε κατακλύζουν τον κόσμο μας. Έτσι μπορεί να βαδίζει ακατάβλητος μέσα στη ζωή με τις τόσες απαιτήσεις της, αφού θα έχει πλέον εδραιωμένη μέσα του την πεποίθηση ότι κατευθύνεται από ηθικές αξίες δοκιμασμένες στη διάβρωση του χρόνου και επομένως με διαχρονικό κύρος. Βέβαια στην επιλογή του για τις θρησκευτικές και ηθικές αξίες συμβάλλουν με τον τρόπο τους οι λογικές αξίες που παραδέχεται κάποιος στη ζωή του. Δηλαδή ο κριτικός στοχασμός, η ερευνητικότητα και η αναζήτηση, γνωρίσματα που πηγάζουν άμεσα από λογικές οπωσδήποτε αξίες συμβάλλουν αποφασιστικά στη σωστή επιλογή και εδραίωση όλων των άλλων αξιών, ακόμα και των αισθητικών. Άλλωστε οι αισθητικές αξίες του σύγχρονου ανθρώπου αν και αναφέρονται ως επί το πλείστον στο συναίσθημα, και αποτελούν εύγλωττη έκφραση της καλαισθητικής του αντίληψης και του αυθόρμητου αισθητηρίου του, αυτό δε σημαίνει πως δεν αντικατοπτρίζουν και κάποιες υπόνοιες οι οποίες ανάγονται σε ορισμένες λογικές αξίες του σύγχρονου ανθρώπου και ιδιαίτερα του Έλληνα που ανέκαθεν χαρακτηριζόταν από ασυγκράτητο θαυμασμό προς το κάλλος γενικά και προς οτιδήποτε το οποίο του προκαλεί πρωτόγνωρη και έντονη καλαισθητική συγκίνηση.
Και αφού τελικά λέμε ότι οι ανώτερες πολιτιστικές αξίες αποτελούν σε τελευταία ανάλυση ανάγκη και για το σύγχρονο άνθρωπο, (βέβαια και σήμερα δεν μπορούν να εξαλειφθούν οι εξαιρέσεις που άλλωστε παρατηρούνται σε κάθε εποχή και που παραμένουν ασυγκίνητες μπροστά σε κάθε οργασμό του πνευματικού κόσμου και που ευτυχώς δεν αποτελούν την πλειοψηφία) καταλήγουμε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι και η πνευματική καλλιέργεια αποτελεί μια εξίσου τέτοια ζωτική ανάγκη αφού στην ουσία της συνίσταται απ’ αυτές τις ανώτερες πολιτιστικές αξίες. Με αυτό το πνεύμα, πνευματική καλλιέργεια σημαίνει όχι βέβαια απλή συσσώρευση γνώσεων εγκυκλοπαιδικών και μη, αλλά κυριολεκτικά στάση ζωής που χαρακτηρίζεται από πνευματική ωριμότητα και πληρότητα και από πνευματική ανεκτικότητα προς το συνάνθρωπο, αφού ο πνευματικά καλλιεργημένος άνθρωπος έχει βαθιά συναίσθηση του ότι είναι πεπερασμένος και του ότι μπορεί να περιπέσει σε πλάνη.
Επομένως δεν προσπαθεί να επιβάλλει με τη βία την άποψή του στο συνάνθρωπο του, αλλά κρατώντας τα μάτια της ψυχής του πάντα ανοιχτά και άγρυπνα, πασχίζει για την εξεύρεση της ορθότερης αντίληψης πάνω σ’ ένα οποιοδήποτε θέμα.
Χωρίς αμφιβολία η προσήλωση του σύγχρονου ανθρώπου και ειδικότερα του Έλληνα στις ανώτερες πολιτιστικές αξίες και κατ’ επέκταση στην πνευματική καλλιέργεια αποτελεί την ιδανικότερη τομή, τη χρυσή τομή για τις σχέσεις του πρώτα με τον εαυτό του και ύστερα με τους συνανθρώπους του. Γι αυτό και όταν τα άτομα και κατά φυσική συνέπεια τα έθνη και οι λαοί καλλιεργούν αδιάκοπα και αναπτύσσουν τον πνευματικό τους πολιτισμό, προωθούν τελικά κάποιο ανθρωπιστικό, πάντως ιδανικό και κατ’ αυτό τον τρόπο παρέχουν στον εαυτό τους τη δυνατότητα ν’ ατενίζουν με αισιοδοξία μια κοινωνία η οποία θα έχει περιορίσει τουλάχιστον ορισμένες βασανιστικές συμβατικότητες της σύγχρονης ζωής και αν δεν έχει εξαλείψει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο εντελώς, τουλάχιστον θα έχει καταφέρει να ανυψώσει τον ανθρώπινο παράγοντα στο ύψος που του αρμόζει, στο ύψος μιας πνευματικά και ηθικά ολοκληρωμένης ανθρώπινης προσωπικότητας.
«Αν σας ανέθεταν να ορίσετε τους στόχους της παιδείας (εκπαίδευση) για τα χρόνια που έρχονται που θα ρίχνατε το βάρος; Σε μια παιδεία που θα έθετε στόχο αποκλειστικό τη μετάδοση στους νέους γνώσεων και πρακτικών ικανοτήτων (για να μπορούν να «κερδίσουν» τη ζωή) ή σε κείνη που θα τους έκανε ικανούς να προχωρήσουν και σε αναζητήσεις καθαρά πνευματικές, συναισθηματικές και ηθικές;»
Μέχρι σήμερα η παιδεία που αποτελεί έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο της εσωτερικής πολιτικής κάθε κράτους διέρχεται συνεχής διακυμάνσεις και κλυδωνισμούς, μεταβαίνει απ’ τη μια καινοτομία σε άλλη, απ’ τη μια μεταρρύθμιση στην άλλη, και γενικά βρίσκεται σε αναταραχή. Και ως φυσική απόρροια αυτής της αναστάτωσης είναι και η αδιάκοπη αλλαγή των στόχων της. Βέβαια η παιδεία με την έννοια της εκπαίδευσης διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή, αφού οι στόχοι της και οι επιδιώξεις της καθορίζονται από τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες κάθε εποχής, καθώς επίσης και από το βαθμό της τεχνολογικής της εξέλιξης.
Έτσι και σήμερα, επειδή η παιδεία διαμορφώνεται από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής κατά την οποία εφαρμόζεται, η εκπαίδευση που λαμβάνουμε σκοπεύει στη συσσώρευση γνώσεων και ικανοτήτων στους μαθητές, που θα τους σταθούν στις αντιξοότητες της σύγχρονης ζωής. Ο στόχος αυτός της σημερινής εκπαίδευσης είναι απόλυτα δικαιολογημένος μια και η ραγδαία επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη που συντελείται σήμερα, μας επιβάλλει αφομοίωση γνώσεων σε πρωτοφανή έντονο ρυθμό. Ακριβώς γι αυτό το λόγο έχουμε παραμελήσει αρκετά μια άλλη σειρά στόχων που είναι έμφυτοι στην έννοια της παιδείας, μα όμως που για να καρπίσουν χρειάζονται καλλιέργεια και αφοσίωση. Είναι εκείνοι οι στόχοι που προωθούν τις πνευματικές, συναισθηματικές και ηθικές αναζητήσεις της ανθρώπινης φύσης.
Αν λοιπόν μου ανέθεταν να ορίσω τους στόχους της παιδείας (εκπαίδευσης) για τα χρόνια που έρχονται, θα συμπεριλάμβανα σ’ αυτούς όχι μόνο τη μετάδοση γνώσεων και πρακτικών ικανοτήτων, αλλά παράλληλα και την ώθηση σε κριτικό και γόνιμο στοχασμό των καθιερωμένων αξιών, σε αυτοσχέδιες μα δημιουργικές αναζητήσεις του κάθε μαθητή που τελικά θα ήταν ικανές να τον κατευθύνουν στον πλουτισμό του συναισθηματικού του κόσμου. Άλλωστε είναι αναντίρρητα τα θλιβερά αποτελέσματα που προέκυψαν πολλές φορές στο παρελθόν, από το ότι η παιδεία έθεσε ως αποκλειστικό της στόχο τη στείρα απομνημόνευση γνώσεων από τους μαθητές με τη φτηνή δικαιολογία ότι μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να τις αξιοποιήσουν στη ζωή τους. Όμως επειδή συνέβη ακριβώς το αντίθετο, πράγμα που αποτελεί τρανή απόδειξη του ότι τέτοιου είδους μονόπλευροι στόχοι καταρρακώνουν και αποχαυνώνουν το πνεύμα και την κριτική ικανότητα του ανθρώπου, κάθε λογικός και υπεύθυνος πολίτης θα κατέκρινε με πάθος παρόμοια στάση.
Επιπλέον, επειδή η διανοητική εξέλιξη του ανθρώπου και η διαμόρφωση και διάπλαση του χαρακτήρα του είναι υψηλοί στόχοι που σαρκώνονται μόνο διαμέσου μιας παιδείας (εκπαίδευσης) που προνοεί όχι μόνο για τη λογική μα και για την ψυχοπνευματική του υπόσταση, η παιδεία για τα χρόνια που έρχονται θα πρέπει να διευρυνθεί κάπως περισσότερο, έτσι ώστε να γεμίζει από παραστάσεις πολυάριθμες και ποικίλες όλο το «είναι» του μαθητή, πράγμα που ανυψώνει και την ποιότητα της ίδιας της παιδείας και ικανοποιεί τους μαθητές, γιατί θα τους παρέχει εφόδια όχι μόνο για να ανταπεξέλθουν στις υλικές ανάγκες της ζωής, μα και για να εκπληρώσουν βαθύτερες ανάγκες τους, ανάγκες που αναφέρονται σε ενδόμυχες αναζητήσεις τους.
Εξάλλου, για να φτάσει ένας άνθρωπος στην πολυπόθητη πνευματική ωριμότητα, που τόσο πολύ συζητιέται σήμερα σε συνάρτηση με την παιδεία και παράλληλα καπηλεύεται από πολλούς, χρειάζεται εμβάθυνση και επίπονη αναζήτηση όχι μόνο σε πολύπλοκα μαθηματικά θεωρήματα και σε αποκαλυπτικά πράγματι πειράματα φυσικής και χημείας, αλλά και στα ηθικά κελεύσματα της κοινωνίας, στις αντιλήψεις της εκάστοτε θεωρούμενης πνευματικής «ηγεσίας» και στην εκδήλωση των συναισθημάτων του. Και επειδή η παιδεία είναι η μόνη αρμόδια να οιστρηλατήσει μια τέτοια εμβάθυνση και αναζήτηση, κατά συνέπεια είναι και η μόνη που μπορεί να προωθήσει έστω και μια υποτυπώδη πνευματική ωριμότητα, στη χειρότερη βέβαια περίπτωση. Και αφού η πνευματική ωριμότητα υποτίθεται ότι διακρίνει τους σωστούς και υπεύθυνους πολίτες, κάθε δημοκρατικό καθεστώς πρέπει να θέτει ανάλογους στόχους στην παιδεία που παρέχει, αν ποθεί να ριζώσει και να στεριώσει, γιατί οι πνευματικά ώριμοι πολίτες είναι αυτοί που αποτελούν το γερό βάθρο πάνω στο οποίο υψώνεται σταθερά και αμετακίνητα η έννοια και η ζωή της δημοκρατίας.
Το παρελθόν μα και η τωρινή κατάσταση που επικρατεί θα πρέπει να μας παραδειγματίζει μα και να μας προβληματίζει. Και έχοντας ως έναυσμα και ως αφετηρία, το πόσο οι στόχοι της εκπαίδευσης διαστρεβλώθηκαν, πόσο ορισμένοι από αυτούς παραποιήθηκαν μα και παραβλέφθηκαν και πόσο προκατειλημμένα αντιμετωπίστηκαν άλλοι από αυτούς, θα πρέπει στο μέλλον να χαράξουμε μια διαφορετική πορεία όσον αφορά την παιδεία. Μια κι είναι τόσο βαρυσήμαντη η σημασία της δεν είναι ούτε κοινωνικά παραδεκτό, ούτε ηθικό να καταπατούνται μερικοί από τους στόχους της, για να προωθούνται ιδιοτελή συμφέροντα και κάθε είδους πολιτικές επιδιώξεις. Και είναι επίσης απαράδεκτη η καταδυνάστευση και υποδούλωση της παιδείας, ενός τόσο ζωτικού και δυναμικού παράγοντα πνευματικής ανάκαμψης ενός λαού, χάρη προσωρινών ίσως συγκυριών χωρίς διαχρονική ισχύ και κύρος. Όμως δυστυχώς δεν είναι λίγες οι περιστάσεις που μια τέτοια ηθική και πνευματική κατάπτωση κρίνεται από πολλούς αναγκαία λόγω του ότι συντρέχουν ειδικές συνθήκες που καθιστούν αναγκαία αυτή την αντιμετώπιση. Βέβαια σ’ αυτές τις περιπτώσεις τυπικά μόνο λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα, γιατί στην πραγματικότητα παύει πια να προάγει την γενική πνευματική στάθμη, παύει πια να αποτελεί μια ρέουσα κατάσταση πραγμάτων, όπου υπάρχει δυνατότητα συνεχούς εξέλιξης και δυναμικής διεκδίκησης καινοτομιών και μεταρρυθμίσεων, όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας του.
Τελικά, μετά απ’ όλα αυτά καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το να θέτουμε μονόπλευρους στόχους στην παιδεία που εξυπηρετούν μόνο απαιτήσεις βιοποριστικές και υλικές αποτελεί χίμαιρα και όχι σθεναρή αντιμετώπιση των αναγκών του ανθρώπου στο σύνολό τους, αφού ο άνθρωπος είναι ον δισυπόστατο και εκτός από τη ρωμαλέα ορμή του για την κατάκτηση της ζωής, όπως σήμερα νοείται, τον διακρίνει και μια εξίσου, αν όχι μεγαλύτερη ορμή, για την πλήρωση του εσωτερικού του με το να συλλαμβάνει υψηλά νοήματα ηθικής και με το να διοχετεύει δημιουργικά συναισθήματά του, τα ανώτερα βέβαια, στο έμψυχο περιβάλλον που τον περιτριγυρίζει. Έτσι χάρη σε μια ανώτερη και πλήρη παιδεία, συνειδητοποιεί τον βαθύτερο προορισμό του, αφού καταξιώνεται και ως ηθική και πνευματική προσωπικότητα.
«Σχετικά με την Τέχνη διατυπώθηκαν οι θεωρίες:
« η Τέχνη πρέπει να υπηρετεί την Τέχνη»,
«η Τέχνη πρέπει να είναι στρατευμένη»,
«η Τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη».
Αφού παραλείψετε την ανάπτυξη των θεωριών αυτών, να εκθέσετε τη δική σας άποψη».
Οι θεωρίες «η Τέχνη πρέπει να υπηρετεί την Τέχνη» και «η Τέχνη πρέπει να είναι στρατευμένη» εκφράζουν δυο ακραίες καταστάσεις και για το λόγο αυτό περιέχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες λάθους. Η θεωρία της «Τέχνης για την Τέχνη» καταλήγει στο να προσφέρει στον άνθρωπο μια στείρα ικανοποίηση, αντιπροσωπεύει μια έννοια στατική, τελείως απομονωμένη από την εποχή, στην οποία δημιουργείται, από τα σύγχρονά της προβλήματα, ανάγκες, προβληματισμούς. Από την άλλη μεριά η «στρατευμένη Τέχνη» είναι τελικά ανελεύθερη. Υπηρετεί συγκεκριμένους κοινωνικούς ή πολιτικούς σκοπούς, η ύπαρξή της καθορίζεται από τα συγκεκριμένα δεδομένα της εποχής της. Είναι ουσιαστικά ένα προϊόν της εποχής, που δε μπορεί να σταθεί έξω από τον καθορισμένο τόπο και χρόνο. Χάνεται μ’ αυτό τον τρόπο η διαχρονική αξία των καλλιτεχνημάτων, η αδιάβλητη από το χρόνο σημασία τους, ενώ εδραιώνεται ο παροδικός τους χαρακτήρας, ο χαρακτήρας τους ως προϊόντων συγκυριών.
Προβάλλει, επομένως, σαν ιδανική λύση η θεωρία ότι η τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη. Κι αυτό, για δύο, πρώτα απ’ όλα, λόγους. Η Τέχνη υπηρετεί μ’ αυτό τον τρόπο τον εαυτό της. Εξασφαλίζεται η δημιουργία καλλιτεχνημάτων υψηλού επιπέδου, που προσφέρουν πραγματική αισθητική απόλαυση, μια γνήσια ευχαρίστηση. Επιδιώκεται η συνεχής βελτίωση τεχνοτροπιών, ρευμάτων, αισθητικών αντιλήψεων και ταυτόχρονα οι προσπάθειες των καλλιτεχνών προσανατολίζονται προς μια αδιάκοπη πρωτοπορία, αναζήτηση «του καινούργιου», της καινοτομίας. Με τον τρόπο αυτό δίνεται στην Τέχνη η ευκαιρία, να εξελίσσεται συνεχώς, να λειτουργεί δυναμικά, να προχωρεί, να προοδεύει, να παρουσιάζει διαρκώς ένα νέο πρόσωπο. Παρέχονται, λοιπόν, οι εγγυήσεις για την πορεία της στο χρόνο, την ανεξάρτητη από σύγχρονα δεδομένα αξία της.
Όμως η αυτόνομη τέχνη δεν εξαντλείται εκεί. Αυτό που τη διαφοροποιεί από το να υπηρετεί τη θεωρία «η Τέχνη για την Τέχνη» είναι ότι εκφράζει την εποχή της. Διαπλάθεται μέσα από τα θέματα που απασχολούν τη σύγχρονή της κοινωνία, δεν είναι ξένη προς τα προβλήματα που υπάρχουν. Χωρίς η επίλυση αυτών να αποτελεί αυτοσκοπό της, τελικά καταλήγει να υπηρετήσει κοινωνικές ανάγκες, πόθους, να συντονιστεί με τον προβληματισμό της εποχής της. Αυτό, όμως, γίνεται πάντα σε ανύποπτο χρόνο και σε καμιά περίπτωση δεν υπηρετεί συγκεκριμένες, προκαθορισμένες σκοπιμότητες, ώστε πολλές φορές να φθάνει στο σημείο να αποτελεί «τέχνη κατά παραγγελία», κατάσταση στην οποία συχνά καταλήγει η στρατευμένη τέχνη. Η αυτόνομη τέχνη, λοιπόν, εξασφαλίζει επιπλέον την ελευθερία του καλλιτέχνη. Αυτός μπορεί να αφοσιωθεί στο έργο του χωρίς να τον απασχολεί το να περάσει μέσα από αυτό συγκεκριμένα μηνύματα, χωρίς αποσπάσεις από πολιτικές ή κοινωνικές σκοπιμότητες.
Βέβαια, ο καλλιτέχνης δεν είναι απομονωμένο άτομο. Ανήκει σε μια ομάδα, αποτελεί μέλος μιας ορισμένης πολιτικής, θρησκευτικής, εθνικής ομάδας. Είναι, λοιπόν, αναπόφευκτό να περάσει κάποιες διαμορφωμένες αντιλήψεις του μέσα στο έργο του. Αυτό όμως γίνεται αβίαστα, είναι απόρροια της ίδιας της προσωπικότητάς του, γνήσια έκφραση του ψυχισμού και προβληματισμού του.
Εξάλλου η διασφάλιση της αυτονομίας της Τέχνης διασφαλίζει τελικά και τη μεγαλύτερη δυνατή συμβολή της Τέχνης στη διαμόρφωση των κοινωνικών καταστάσεων. Γιατί, όπως παρατηρεί ο Ελύτης, «η Τέχνη από μόνη της είναι μια Επανάσταση που αντιστρατεύεται όλες τις επιμέρους επαναστάσεις». Με το να την υποτάσσει, λοιπόν, ο καλλιτέχνης σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό ή κοινωνικό αγώνα την περιορίζει, μειώνει τη δύναμή της. Αντίθετα, με το να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της εξασφαλίζει ταυτόχρονα και την πολυμέρεια και ευρύτητά της.
Τέλος, η αυτόνομη Τέχνη συμβάλλει αποφασιστικά στην κατάργηση της μοναξιάς. Κι αυτό, γιατί αποτελεί ένα ουσιαστικό μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό του. Ο καλλιτέχνης, αδέσμευτος από οποιουσδήποτε εξωτερικούς παράγοντες και ανεξάρτητος από πιέσεις, δίνει στο έργο του ένα μέρος από την προσωπικότητά του, εκφράζεται μέσα από αυτό χωρίς προσποιήσεις. Έτσι αυτό περιέχει και παρέχει αληθινή ανθρώπινη παρουσία, ζωντανή, δυνατή και συγκεκριμένη.
Επομένως, η Τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη. Μόνο τότε υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να επιτευχθεί ο τελικός, ο ουσιαστικός σκοπός της Τέχνης. Μόνο τότε, δηλαδή, η Τέχνη μπορεί μέσα από το δρόμο της αισθητικής συγκίνησης να εκφράσει νοήματα που βρίσκονται πέρα από τη διάνοια, δηλαδή την επιστημονική γνώση, πέρα από τις επιταγές του ηθικού νόμου και ακόμη πέρα από την πολιτεία και τις επιδιώξεις της.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.