ΑΜΑΛΙΑ Κ. ΗΛΙΑΔΗ
Φιλόλογος-Ιστορικός
Μαρτυρολόγια και Συναξάρια απ’ τα πρωτοχριστιανικά χρόνια έως τον 6ο αι. μ.Χ.: Η Πρώϊμη Βυζαντινή περίοδος μέσα απ’ τους βίους των αγίων.
Τα αγιολογικά κείμενα της πρώϊμης βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές. Επισημάνσεις και παρατηρήσεις.
Ψηφιδωτό 5ου αι., Galla Placidia, Ραβέννα.
Copyright: Aμαλία Κ. Ηλιάδη
Τρίκαλα 2003
Στοιχεία συγγραφέως: Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Δ/νση: Μ. Πιτσάκου 21
Τ.Κ.42100 Τρίκαλα
Τηλ.& Fax: 2431071402
E-Mail: ailiadi@sch.gr
Διορθώσεις: Βάσω Κ. Ηλιάδη
Τα συγγραφικά δικαιώματα του βιβλίου ανήκουν στην κ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη(συγγραφέα). Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).
Copyright: Αμαλία Κ. Ηλιάδη-2005.
Αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην αδερφή μου Βάσω Κ. Ηλιάδη.
L’ιtude des textes ne peut jamais κtre assez recommandιe; c’est le chemin le plus court, le plus sur et le plus agrιable pour tout genre d ιrudition ; ayez les choses de premiθre main; Puisez ΰ la source; Maniez, remaniez le texte.
[Ό,τι και να πει κανείς για τη σημασία της μελέτης των κειμένων είναι λίγο: είναι ο συντομότερος, ο ασφαλέστερος και ο πιο ευχάριστος δρόμος για κάθε είδος μάθησης. Γνωρίστε τα πράγματα από πρώτο χέρι. Αντλείτε από την πηγή. Ερευνάτε και ξαναερευνάτε το κείμενο.]
LA BRUYERE
Les caractθres,
De quelques usages, 72.
Η «κατασκευή» των Μαρτύρων.
Η σπουδή των βίων των μαρτύρων και των αγίων και η εξιχνίαση της διαδικασίας κατασκευής τους αποκαλείται σήμερα Επιστήμη της Αγιογραφίας ή Αγιολογίας. Εμπεριέχει τις εργασίες εκατοντάδων σημαντικών λογίων των τελευταίων εκατό χρόνων, εκ των οποίων μόνο μια μικρή μειοψηφία υπήρξαν ρασιοναλιστές. Κορυφαίοι Καθολικοί λόγιοι όπως ο Μgr. Duchesne, σπουδαίοι προτεστάντες λόγιοι, όπως ο Harnack και πολλοί άλλοι, λιγότερο γνωστοί αλλά όχι λιγότερο αφοσιωμένοι ερευνητές, συνεργάστηκαν στην έρευνα των μαρτυρίων και των βίων των αγίων των παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Το αποτέλεσμα είναι φανερό στο έργο του Dr. Albert Ehrhard: “Die altchristliche Literature”. O Ehrhard είναι καθολικός, όμως συνοψίζει, συμπυκνώνει και τελικά επικυρώνει το έργο των προηγούμενων κριτικών. Μας παραδίδει τους συγγραφείς και τους τίτλους περισσότερων των χιλίων βιβλίων και δοκιμίων που πραγματεύονται κριτικά το ζήτημα της εγκυρότητας των μαρτυρολογίων. Ο Neumann, για παράδειγμα, μας πληροφορεί πως έχει κάνει μια ειδική μελέτη όλων των θρύλων και των μύθων των μαρτύρων επί Κομμόδου αυτοκράτορος και διαπίστωσε ότι σχεδόν όλοι τους, εκτός από δύο ή τρεις, είναι φαλκιδευμένοι. Περαιτέρω, μελέτησε εξονυχιστικά την ιστορία της Αγίας Felicitas και των επτά υιών της και κατέδειξε ότι, στην περίπτωση αυτή, δύο τελείως διαφορετικές εκδοχές του θρύλου έχουν συγχωνευτεί, έτσι ώστε η Αγία να αποκτά πραγματικά τους επτά υιούς της κατά την περίοδο του Μεσαίωνα. Ο Delehaye, ένας Ιησουΐτης μελετητής προέβη σε μια ειδική μελέτη των μαρτύρων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και διαπίστωσε ότι όλες οι «Πράξεις» τους – συμπεριλαμβανομένων και των πολύτιμων αφηγήσεων για την Αγία Αγνή και την Αγία Καικιλία- είναι μεταγενέστερα συμπιλήματα τα οποία δεν μαρτυρούν αναφορές σε προγενέστερες πηγές.
Ο Duchesne μελέτησε ιδιαίτερα τα Μαρτυρολόγια που αναφέρονται σε γαλλικής καταγωγής αγίους. Ο Εhrhard μελέτησε τους Έλληνες μάρτυρες και ο καθηγητής von Gebhardt ξόδεψε σχεδόν μια ζωή στη μελέτη των «Πράξεων του Παύλου και της Θέκλας» και όπως παρατηρεί ο πατέρας Delehaye, «το αποτέλεσμα μας δείχνει τη μοιραία πορεία μέσα στο χρόνο των αγιογραφικών κειμένων, τα οποία παλιότερα είχαν υπερτιμηθεί ως θρησκευτικές και ιστορικές πηγές. Ο καθηγητής Usener και άλλοι λόγιοι κατέδειξαν ότι παγανιστικές θεότητες μεταμορφώθηκαν, μετασχηματιζόμενες στα βασικά τους στοιχεία σε χριστιανούς μάρτυρες. Άλλοι μελετητές ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την κατηγορία των αγιοποιημένων ηθοποιών που, ως ειδωλολάτρες, αρνήθηκαν να παρωδήσουν τους χριστιανούς στη σκηνή, εξαγοράζοντας έτσι την προηγούμενη άτακτη και αμαρτωλή ζωή τους με το μαρτύριο. Σ’ αυτή την κατηγορία, η τυπολογία της οποίας αποδείχτηκε ιδιαίτερα δημοφιλής, αποτελώντας τη βάση για πολλούς βίους μαρτύρων, εντάσσονται τα μαρτύρια των Αγίων: Γενεσίου, Γελασίνου, Αρδαλίωνος, Πορφυρίου, Φιλήμωνος και άλλων.
Πρέπει ν’ αναφερθεί πως στο χώρο των Ιησουϊτών λογίων ο μορφωμένος ταυτίζεται με το Βολλανδιστή. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι μέλος της μόνιμης επιτροπής ή της Εταιρείας-Κοινωνίας των Βολλανδιστών μελετητών, που απ’ το 17ο αιώνα, υπό την εποπτεία, επιστασία και καθοδήγηση του πατρός Βοlland, συγκέντρωσε αγιολογικά κείμενα, δημιουργώντας την πιο μνημειώδη συλλογή Μαρτυρολογίων και βίων Αγίων που υπήρξε ποτέ. Έως την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης οι Βολλανδιστές είχαν εκδόσει 53 τεράστιους τόμους που περιείχαν τους βίους 25.000 Αγίων και μαρτύρων. Για τον τρόπο κατασκευής και δημιουργίας των πρώιμων αγιολογικών κειμένων οι Ιησουΐτες μελετητές διαπίστωσαν πως ισχύουν οι συνήθεις διαδικασίες, οι οποίες, στο πέρασμα του χρόνου, καταλήγουν στη σύνθετη παραγωγή τέτοιων κειμένων. Η αρχική συγγραφική εκδοχή ενός βίου-αγιολογικού κειμένου τροποποιείται μέσα στους αιώνες γιατί οι αντιγραφείς του είναι συνήθως απρόσεκτοι ή καταγράφουν τις παρατηρήσεις τους στο περιθώριο του κειμένου ή αντίθετα αισθάνονται ότι αυτό είναι ένα έργο τέτοιας ευσέβειας και ιερότητας που είναι αδύνατον ν’ αγγίξουν, έστω και λίγο, τροποποιώντας την, την αρχική του αφήγηση. Μ’ αυτό τον τρόπο τα κείμενα των βίων σώζονται σε αρκετά διαφορετικές εκδοχές σ’ Ανατολή και Δύση και οι μεγάλοι συγγραφείς βίων και μαρτυρολογίων του 5ου, 6ου και 7ου αιώνα προσπάθησαν να συγχωνεύσουν αυτές τις διαφορετικές εκδοχές και να εισαγάγουν στο τελικό τους κείμενο και την παραμικρή λεπτομέρεια που τυχόν έβρισκαν ν’ αναφέρεται στις πηγές τους.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. Thomas Head, The Cult of the Saints and their Relics. Hunter College and the Graduate Center CUNY.http://orb.rhodes.edu/encyclop/religion/hagiography/cult.htm (7/3/2000).
2. Joseph Mc Cabe, The Story of Religious Controversy. http://www.infidels.org/library/historic…be/religious_controversy/chapter_15html (17/5/2000).
3.Beck, Hans-Georg, Kirche und Theologische Literatur im Byzantinischen Reich (Munich, 1959).
4. Leroy Julien, Le cursus canonique chez S. Thιodore Studite, EphL 68, 1954, 5-19.
5. Rezac Giovanni, Le diverse forme di unione fra i monasteri orientali, OCA 153, 1958, 99-135.
Ακολουθούν ορισμένες συγκεκριμένες παρατηρήσεις με βάση συγκεκριμένα κείμενα βίων από το Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη.
1 Βίος του Συμεών του Στυλίτη
Αυτός ο Μέγας, κατά το Συναξαριστή, Συμεών καταγόταν από χωριό που ονομαζόταν Σισάν, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στην επαρχία των Σύρων και των Κιλικίων, κατά τα χρόνια του Λέοντα του μεγάλου, του επονομαζόμενου Μακέλλη, και του Μαρτυρίου, Πατριάρχη Αντιοχείας, το έτος υνζ΄ (457). Στη μέση του είχε δεμένο ένα σχοινί τραχύτατο, κατασκευασμένο από φοίνικες, ώστε όλη του η μέση πληγώθηκε τριγύρω και έβγαζε αίματα. Αγωνιζόταν απλά με μια πρωτοφανή και υπεράνθρωπη άσκηση. Επίσης κατασκεύασε ψηλό στύλο, που απείχε από τη γη τριανταέξι πήχες. Εκεί, εξαιτίας της φήμης του, τον επισκέπτονταν πλήθη και έθνη ανθρώπων από διάφορα μέρη της γης και βαπτίζονταν από τα χέρια του μακαρίου Θεοδώρητου, ο οποίος τίμησε το θρόνο της εκκλησίας της Κύπρου και αυτός πρώτος έγραψε τα σχετικά με τον όσιο Συμεών.
Προφήτευσε, δίχως να ψεύδεται, σύμφωνα με το βίο του, πολλά πράγματα τα οποία επρόκειτο να συμβούν: ξηρασία, πείνα, πανούκλα, επιδρομή ακριδών, τα οποία πραγματοποιήθηκαν με ακρίβεια. Και φερόταν έως και στους ζητιάνους και αγροίκους ανθρώπους σα να ήταν υπηρέτης. Μόνο εναντίον των αιρέσεων καταφερόταν με κάποιο θυμό ή μάλλον με ζήλο.
2 Σύμφωνα με το θρύλο και την παράδοση, τις σάλπιγγες με τον ήχο των οποίων οι ιερείς των Εβραίων γκρέμισαν τα τείχη της Ιεριχούς, επί Ιησού του Ναυή, τις μετέφερε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός στην Κων/πολη και τις τοποθέτησε στο ναό της Αγίας Σοφίας (βλ. Δωδεκάβιβλος, σελ. 1152).
3 Ο αρχάγγελος Μιχαήλ, σύμφωνα με την πρώϊμη βυζαντινή παράδοση στην τέχνη και στους βίους των Αγίων, παριστάνεται ως αρχιστράτηγος με άρματα και σπαθί. Γι’ αυτό πολλές φορές συμβολίζει τον πόλεμο με νικηφόρα έκβαση υπέρ των βυζαντινών όπλων.
4 Στο συναξάρι των Σαράντα Παρθένων το οποίο αναφέρεται στην εποχή του Λικινίου εν έτει 303 μ.Χ., έχουμε μνεία παρθεναγωγείου, ιδιότυπου βέβαια, καθώς οι Σαράντα Παρθένες-ασκήτριες που κατάγονταν απ’ την Αδριανούπολη ασπάστηκαν το χριστιανισμό έχοντας συλλογικό δάσκαλο και καθοδηγητή τον Διάκονο Αμμούν. Μάλιστα ο Αμμούν, εμφορούμενος από θεία δύναμη, άρπαξε και κρέμασε στον αέρα τον ιερέα των ειδώλων για πολλές ώρες, σύμφωνα με το βίο των Σαράντα Παρθένων. Οι θαυματουργίες αυτού του είδους είναι κοινός τόπος στα Μαρτυρολόγια των πρώτων Χριστιανικών αιώνων και της πρώιμης βυζαντινής περιόδου γενικότερα.
5 Στο βίο του Αγίου Μάμαντος (260 μ.Χ.) παρατηρούμε τα πρώτα ίχνη οικογενειακής λατρείας η οποία αργότερα επεκτάθηκε και συντέλεσε τα μέγιστα στην επίσημη αγιοποίηση του Μάμα. Ο Άγιος Μάμας καταγόταν απ’ την πόλη Γάγγρα της Παφλαγονίας και ήταν γόνος Χριστιανών οι οποίοι φυλακίστηκαν απ’ τους ειδωλολάτρες κατά την περίοδο που η μητέρα του τον κυοφορούσε (260 μ.Χ.). Έτσι ο Μάμας γεννήθηκε στη φυλακή κι όταν έμεινε ορφανός από τους μάρτυρες γονείς του (πέθαναν στη φυλακή απ’ τα βασανιστήρια) τον παρέλαβε και τον ανέθρεψε μια πλούσια χριστιανή ονόματι Αμμία. Και επειδή συνεχώς το μικρό ορφανό αποκαλούσε τη θετή του μητέρα μαμά, ονομάστηκε Μάμας. Σύμφωνα με την παράδοση ο Άγιος μετά τη γέννησή του παρέμεινε άφωνος επί πέντε χρόνια. Την πρώτη φορά που μίλησε, όντας πέντε ετών, πρόφερε στα λατινικά τη λέξη Μάμα, γι’ αυτό και ονομάστηκε Μάμας. Στα δεκαπέντε του σώζεται θαυματουργικά από πνιγμό στη θάλασσα και στη συνέχεια κρύβεται σ’ ένα σπήλαιο για το φόβο των ειδωλολατρών όπου τρέφεται με το γάλα ελαφιών. Η φρικιαστική σκηνή του μαρτυρίου του κατά την οποία ο Άγιος Μάμας βγαίνει απ’ το αμφιθέατρο κρατώντας με τα χέρια τα εντόσθιά του, γιατί επρόκειτο να χυθούν έξω και σ’ αυτή την κατάσταση φτάνει σε απόσταση ενός σταδίου έξω απ’ την Καισάρεια όπου και πεθαίνει, είναι πραγματικά μυθιστορηματική. Εκεί αργότερα η θετή του μητέρα Αμμία έκτισε ένα πολυτελή ναό στο όνομα του Αγίου Μάμα, εγκαινιάζοντας έτσι μιαν αρχικά οικογενειακή λατρεία. Αργότερα στον ίδιο ναό γιόρταζαν κάθε χρόνο οι Καισαρείς τη μνήμη του κατά την εποχή της άνοιξης.
Πάντως, ο τρόπος που ο Άγιος Μάμας επιβίωσε, θηλάζοντας γάλα ελαφίνων, οι οποίες συναγωνίζονταν η μια με την άλλη για το ποια θα προσφέρει το μαστό της στο μάρτυρα, θυμίζει το μύθο του Ρώμου και του Ρωμύλου, οι οποίοι-αντίστοιχα-επιβίωσαν θηλάζοντας γάλα λύκαινας. Αυτή η διείσδυση αρχαίων μύθων απ’ τη Ρώμη και την Ελλάδα στη χριστιανική παράδοση αποδεικνύει την ενσωμάτωσή τους στους βίους των Αγίων και τη συνέχεια του πολιτισμικού σύμπαντος απ’ την αρχαιότητα στο Βυζάντιο.
6.Ο άγιος Ιωάννης, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Νηστευτής, έζησε στα χρόνια του Ιουστίνου, του Τιβερίου και του Μαυρικίου(580μ.Χ.) στην Κων/πολη. Όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία έγινε χαράκτης(τεχνίτης της χαρακτικής). Στον καιρό της πατριαρχείας του ξέσπασε στην Πόλη μεγάλο θανατικό. Για το λόγο αυτό ο άγιος έδωσε στον υπηρέτη του δυο κοφίνια, το ένα άδειο και το άλλο γεμάτο από μικρές πέτρες, δίνοντάς του παράλληλα την εξής οδηγία: να σταθεί στη λεωφόρο του βοός και να μετρήσει τους νεκρούς που κείτονταν εκεί. Κατόπιν να ρίξει τόσες πέτρες στο άδειο καλάθι όσοι και οι νεκροί που μέτρησε. Ο υπηρέτης ακολούθησε τις οδηγίες του με ακρίβεια: επί μια ολόκληρη ημέρα στήθηκε στη λεωφόρο του βοός κι όταν το βράδυ μέτρησε τις πέτρες διαπίστωσε ότι οι νεκροί εκείνη την ημέρα είχαν φτάσει τους τριακόσιους εικοσιτρείς. Την επόμενη μέρα έκανε το ίδιο και διαπίστωσε ότι οι νεκροί ήταν λιγότεροι. Κάνοντας το ίδιο για επτά συνεχείς ημέρες διαπίστωσε στο τέλος ότι το θανατικό σταμάτησε χάρη στην εκτενή προσευχή του Αγίου, όπως μας πληροφορεί ο βίος. Το παραπάνω περιστατικό μας φέρνει στο νου τον αρχαίο ελληνικό μύθο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας καθώς και το νεότερο παραμύθι του Κοντορεβιθούλη, αφηγήσεις στις οποίες η αντιστοιχία ανθρώπου-πέτρας συμβολίζει το στερέωμα της ζωής και την αύξηση ή ελάττωση των ανθρώπων στον πλανήτη ή στις πόλεις και τις κώμες.
Κάποια Παρασκευή γνωστοποιήθηκε στον Άγιο η είδηση ότι πρόκειται να διεξαχθούν ιπποδρομίες και θεατρικές παραστάσεις. Το θέαμα θα λάμβανε χώρα Σάββατο Πεντηκοστής, γι’ αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής παρακαλούσε το Θεό να φανερώσει σημείο θαυμαστό για να φοβηθούν οι άνθρωποι και να εμποδιστούν από ένα τέτοιο αμαρτωλό «παιχνίδι». Η απέχθεια του Αγίου προς τα κατάλοιπα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας στο χώρο της ψυχαγωγίας τον 6ο αιώνα μ.Χ., φανερώνει εν γένει την εχθρική στάση της καθεστηκυίας τάξης προς τον ειδωλολατρικό κόσμο που έπνεε τα λοίσθια. Πραγματικά, σύμφωνα με το βίο του Ιωάννη του Νηστευτή το δειλινό εκείνου του Σαββάτου και ενώ ο ουρανός ήταν ανέφελος ξέσπασαν φοβεροί ανεμοστρόβιλοι και δυνατοί άνεμοι και έπεσε τέτοια καταρρακτώδης βροχή ώστε αμέσως έφυγε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος απ’ τον ιππόδρομο, νομίζοντας πως είχε φτάσει η συντέλεια του κόσμου.
Μετά το θάνατο του Αγίου κι όταν το λείψανό του τέθηκε σε δημόσιο ασπασμό και λαϊκό προσκύνημα, προσήλθε ο έπαρχος Νείλος και καθώς φίλησε το λείψανο, αυτό σηκώθηκε και τον φίλησε με τη σειρά του σα να ήταν ζωντανό. Το γεγονός αυτό της παροδικής νεκρανάστασης του Αγίου Ιωάννη του Νηστευτή είναι απ’ τα πιο πρωτότυπα στην Αγιολογία της πρώιμης Βυζαντινής περιόδου και συνδέεται βέβαια με τ’ αντίστοιχα θαύματα του Χριστού (Ανάσταση του Λαζάρου, της κόρης του Ιαείρου, του γιού της χήρας της Ναϊν κ.ά.) και παράλληλα συμβολίζει το χριστοφόρο χαρακτήρα των Αγίων. («Ζει εν εμοί Χριστός»).
Η πιο συνηθισμένη ερώτηση, που υποβάλλουν οι ειδωλολάτρες ηγεμόνες στους χριστιανούς προς εξέταση και ανάκριση, αναφέρεται στο γένος, το επάγγελμά τους και τη χώρα καταγωγής τους. Και τα τρία αποτελούν καίρια και καθοριστικά σημεία της ταυτότητας του Ρωμαίου πολίτη και λίγο αργότερα του πρωτοβυζαντινού ανθρώπου.
7.Στο βίο της Αγίας Βασίλισσας διαβάζουμε πως αφού η Αγία κήδεψε και ενταφίασε το λείψανο του μάρτυρα ηγεμόνα μαζί με τον επίσκοπο, βγήκε έξω απ’ την πόλη της Νικομήδειας και φτάνοντας σ’ ένα τόπο που απείχε τρία σημεία απ’ το τείχος της πόλης κατόρθωσε με την προσευχή της να προκαλέσει ανάβλυση νερού από πέτρα. Το παραπάνω θαύμα του νερού αρκετά συνηθισμένο στους βίους της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, τα γεγονότα των οποίων διαδραματίζονται σε άνυδρες και ξηρές περιοχές (έρημος, βραχώδη τοπία).
8.Στο βίο του Αγίου ιερομάρτυρα Βαβύλα συναντούμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες και παραστατικές περιγραφές εικόνων και γεγονότων τα οποία συνδέονται με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Παραβάτη και την πόλη της Αντιόχειας, όπου ο Βαβύλας διετέλεσε επίσκοπος. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Νουμεριανού (284 μ.Χ.) ο Βαβύλας χειροτονήθηκε επίσκοπος Αντιόχειας διαδεχόμενος τον Ζεβίνο, σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας (βιβλ.ς΄, κεφ. κθ΄). Όταν λοιπόν έμαθε ότι ο αυτοκράτωρ Νουμεριανός έσφαξε απάνθρωπα το γιό του Πέρση βασιλιά, τον οποίο είχε λάβει ως ενέχυρο (όμηρο) για να τηρηθεί και να διασφαλισθεί η συνθήκη ειρήνης που είχε υπογραφεί με τους Πέρσες και ότι πρόσφερε θυσίες στα είδωλα καθώς επίσης και ότι επιχειρούσε να μολύνει την εκκλησία των Χριστιανών ζητώντας να εισέλθει σ’ αυτή ενώ ήταν φονιάς και ειδωλολάτρης, για όλους αυτούς λοιπόν τους λόγους ο Βαβύλας στάθηκε με τόλμη στις θύρες της εκκλησίας και διασχίζοντας το «τείχος» των σωματοφυλάκων και δορυφόρων του αυτοκράτορα άπλωσε το δεξί του χέρι στο στήθος του μιαρού ηγεμόνα και επιτιμώντας τον ικανώς τον εξέβαλλε απ’ την εκκλησία. Ο αυτοκράτωρ καταρχάς εσιώπησε και δεν έκανε καμιά κίνηση, φοβούμενος μήπως ξεσπάσει επανάσταση προερχόμενη απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος των χριστιανών, όμως πικρώς και βαρέως έφερε την ύβρη και την ατιμία που υπέστη. Για το λόγο αυτό ο Άγιος Βαβύλας αλυσοδεμένος ατιμωτικά και περνώντας από το μέσα της πόλης κατευθύνθηκε στη φυλακή.
Η παραπάνω αφήγηση του γεγονότος της σύγκρουσης κοσμικής εξουσίας και χριστιανικής εκκλησίας στα πρώτα της βήματα θυμίζει το ανάλογο περιστατικό ανάμεσα στον επίσκοπο Αμβρόσιο των Μεδιολάνων και τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Αυτή η κοινότητα του γενναίου και σταθερού φρονήματος ανάμεσα στους δύο ιεράρχες των πρωτοχριστιανικών χρόνων φανερώνει την αγνότητα, την απολυτότητα, την αυστηρότητα μα και το δυναμισμό της αρχαίας εκκλησίας.
Τον άγιο Βαβύλα ακολουθούσαν και τρία μικρά παιδιά, αδέλφια, που παρά τη μικρή τους ηλικία ήταν γνωστικά και συνετά σαν γέροντες. Η περιγραφή της ωραίας αυτής εικόνας μας παραπέμπει στο στερεότυπο του παιδαριογέροντα, που συναντάται πολύ συχνά στους βίους των Αγίων. Όταν πλησίαζε το τέλος του ο Βαβύλας τοποθέτησε μπροστά του τα τρία άκακα μικρά παιδιά κι όταν εκείνα αποκεφαλίστηκαν γινόμενα μάρτυρες, ο Βαβύλας αναφώνησε: «Ιδού εγώ και τα παιδία, ά μοι έδωκεν ο Θεός». Στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε και ο Βαβύλας το έτος 283 και τάφηκε απ’ τους Χριστιανούς με τις αλυσίδες στο λαιμό και στα πόδια, όπως ακριβώς τους είχε παραγγείλει ο άγιος όντας ακόμη εν ζωή. Η ταφή του αγίου με τις αλυσίδες μπορεί εύλογα να παραλληλισθεί με την αρχαιοελληνική συνήθεια της ταφής των ηρώων με τα όπλα τους. Εξάλλου, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιβεβαιώνει αυτόν τον παραλληλισμό στο δεύτερο λόγο του στον Ιερομάρτυρα Βαβύλα, λέγοντας: «μέλλων τοίνυν ο μακάριος αποσφάττεσθαι Βαβύλας, μέτα του σιδήρου το σώμα ταφήναι επέσκηψε, δεικνύς, ότι τα δοκούντα επονείδιστα είναι, ταύτα όταν δια τον Χριστόν γίνεται, σεμνά τε εστί και λαμπρά, και ου μόνον ουκ εγκαλύπτεσθαι, αλλά και σεμνύνεσθαι επ’ αυτοίς χρη τον πάσχοντα. Καν τούτω τον μακάριον Παύλον μιμούμενος, ός άνω και κάτω τά στίγματα, τά δεσμά , την άλυσιν έστρεφε, καυχώμενος και μεγαλοφρονών, εφ’ οίς ησχύνοντο έτεροι».
Όπως ακριβώς λοιπόν οι νικητές των πολέμων ήταν συνήθεια να θάπτονται με τα όπλα τους με τα οποία νίκησαν τους εχθρούς, έτσι ακριβώς και ο Βαβύλας θέλησε να ενταφιασθεί με τις αλυσίδες ως νοητά όπλα της πίστης. Γι’ αυτό γράφει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον λόγο του προς τον μάρτυρα Βαρλαάμ: «έτι γάρ και νυν παράκειται ταύτα τά όπλα τοίς του Χριστού στρατιώταις. Και καθάπερ τους αριστέας μετά των όπλων θάπτουσιν οι βασιλείς, ούτω και ο χριστός εποίησε και μετά των όπλων αυτούς έθαψεν. Ίνα και πρό της αναστάσεως δείξη πάσαν την δόξαν και την δύναμιν των αγίων».
Ενδιαφέρουσα είναι η παράδοση που μας διασώζει ο Θεοδώρητος στο γ΄ βιβλ., κεφ. θ΄ της εκκλησιαστικής του ιστορίας για τη «συνάντηση» του Ιουλιανού με τον μάρτυρα Βαβύλα: Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Αποστάτης πριν την εκστρατεία του στην Περσία ζήτησε απ’ τον Απόλλωνα στη Δάφνη να του προβλέψει το μέλλον. Και ο Απόλλωνας του είπε ότι εμποδίζεται απ’ τους γειτονεύοντες νεκρούς εννοώντας το λείψανο του Αγίου Βαβύλα και των μικρών παιδιών που μαρτύρησαν μαζί του. Εξαιτίας αυτής της πρόβλεψης-χρησμού ο Ιουλιανός φοβούμενος τη δύναμη των μαρτύρων πρόσταξε τους χριστιανούς να μεταφέρουν τα λείψανα του Αγίου Βαβύλα σ’ άλλο τόπο. Έτσι οι χριστιανοί χορεύοντας και τραγουδώντας τη μελωδία «αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοίς γλυπτοίς» προχώρησαν στη μετάθεση των λειψάνων του μάρτυρος, θεωρώντας την ήττα των δαιμόνων.
9.Ο άλλος Άγιος Βαβύλας που ήταν δάσκαλος στην Αντιόχεια και μαρτύρησε μαζί με τους ογδοντατέσσερις μαθητές του προβάλλεται ως πρότυπο δασκάλου-κατηχητή ως προς τη σχέση του με τους μαθητές του. Όταν ο Μαξιμιανός βρισκόταν στη Νικομήδεια ενώ ήδη είχε κηρύξει διωγμό κατά των Χριστιανών (298 μ.Χ.) οι χριστιανοί της περιοχής κρύβονταν από φόβο. Κατά το βίο του Βαβύλα ένας ειδωλολάτρης αποκάλυψε στο Μαξιμιανό το κρησφύγετο του Αγίου το οποίο βρισκόταν κάτω από μια κρυφή καμάρα: εκεί ο γέροντας Βαβύλας μυούσε στο χριστιανισμό τα μικρά παιδιά των χριστιανών, ωθώντας τα παράλληλα να αποστρέφονται την ειδωλολατρία.
Κατά τη στιγμή του μαρτυρίου και του θανάτου τους ο Βαβύλας έψαλλε ήσυχα: «Ιδού εγώ και τα παιδία, ά μοι έδωκεν ο Θεός». Μετά το θάνατό τους μερικοί χριστιανοί ερχόμενοι κρυφά τη νύχτα τοποθέτησαν τα λείψανά τους σ’ ένα μικρό πλοίο το οποίο τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, συνοδεία των χριστιανών αυτών. Έπειτα τα τοποθέτησαν, σύμφωνα με την παράδοση, σε τρεις λάρνακες και έτσι τα έθαψαν έξω απ’ τα τείχη της πόλης κατά το βορρά όπου βρίσκεται και η Μονή της Χώρας.
10.Ένα απ’ τα ιερά κειμήλια-λείψανα της αρχαίας ιστορίας του χριστιανισμού υπήρξε η ράβδος του προφήτη Μωϋσή. Κατά το Γεώργιο Κωδηνό η θαυματουργή αυτή ράβδος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και ο αυτοκράτωρ βγήκε και την προϋπάντησε πεζός για να τιμήσει το γεγονός. Και αφού έχτισε ναό προς τιμήν της Θεοτόκου τοποθέτησε εκεί τη ράβδο. Αργότερα όμως τη μετέφερε στο Μέγα Παλάτιο.
Τα συναξάρια και οι βίοι των Αγίων της Πρωτοβυζαντινής περιόδου αναφέρουν με μεγάλη συχνότητα παραδόσεις που αφορούν τα ιερά κειμήλια της χριστιανοσύνης. Αυτές εντάσσονται στην προσπάθεια κράτους και εκκλησίας να εδραιώσουν θρησκευτικούς θεσμούς και τελετές, ενισχύοντας παράλληλα τη λαϊκή ευσέβεια.
Συμπληρωματική βιβλιογραφία για τους βίους των αγίων.
1 Oσίου Πατρός ημών Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τ.1-6, εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη». Θεσσαλονίκη, 1989
(για τη βιβλιογραφική ενημέρωση ο σπουδαστής του Βυζαντίου-πρώιμου και μεταγενέστερου-μπορεί να συμβουλευτεί, μεταξύ άλλων, και τα παρακάτω έργα που παραθέτουν εκτενή και συστηματική βιβλιογραφία):
1.Ζακυθηνού, Δ .Α. Η βυζαντινή αυτοκρατορία 324-1071, 1969.
2.Vasiliev, A. A .Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας 324-1453 (μετάφραση Δημοσθ. Σαβράμη), 1954 .Ν.Δ.Σακκάς.
Τα ακόλουθα έργα της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη που έχουν εκδοθεί για τους βίους των αγίων ως ιστορικές πηγές:
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Οι Βίοι των Αγίων της Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές.
Σημειώσεις και παρατηρήσεις για τα βυζαντινά αγιολογικά κείμενα της Μέσης περιόδου: 7ος – 10ος αιώνας
Αυτοέκδοση, Τρίκαλα 2006
Η σπουδαιότητα της αγιολογίας ως επιστήμης είναι πολύπλευρη, γιατί πέρα απ’ τη μελέτη του γραμματειακού είδους των βίων των αγίων, οι άγιοι συνδέθηκαν με τα ποικίλα, κοινωνικά, πνευματικά και θρησκευτικά προβλήματα του καιρού τους, γι’ αυτό και η σχετική γραμματεία προσφέρει ανεξάντλητο πλούτο ιστορικών πληροφοριών για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο της εποχής τους.
Προϋπόθεση της εσωτερικής δόμησης και σύνθεσης της μελέτης μου αυτής αποτελούν τα παρακάτω κριτήρια κατηγοριοποίησης των αγίων, τα οποία διατρέχουν το βασικό κορμό της και διαπλέκουν τα εσωτερικά της «νήματα»:
1. Κατηγοριοποίηση αγίων, ανάλογα με την κοινωνική τους θέση, ηλικία, φύλο, καταγωγή, εποχή, τρόπο άσκησης (αυστηρή-λιγότερο αυστηρή και άλλα κριτήρια, όπως κοινοβίτες, κελλίτες, απομονωμένοι ασκητές κ.τ.λ.).
2. Κατηγοριοποίηση αγίων, ανάλογα με την εμβέλεια της επίδρασής τους στην τοπική-περιορισμένη κοινωνία ή την αγιοποίησή τους εκ των άνω, απ’ τα ανώτερα στρώματα της πρωτεύουσας (αυλικοί, αξιωματούχοι, αυτοκράτορες, κ.τ.λ.).
3. Κατηγοριοποίηση αγίων, ανάλογα με την εύρεση στο κείμενο (πρωτότυπο) του βίου τους κοινών αγιολογικών τόπων (συχνότητα και ποσότητα αγιολογικών τόπων που συναντώνται σε κάθε εποχή).
4. Θεματικά κέντρα βίων (ποιότητα και είδος ιστορικών πληροφοριών για αγροτική ζωή, κοινωνία, οικονομία, εμπόριο, αρχαιότητα, στάσεις, αντιλήψεις, νοοτροπίες).
5. Γυναίκα και αγιότητα (κοινά με τους άνδρες αγίους).
6. Άγιοι και εξουσία.
7. Άγιοι και καθεστηκυία εκκλησία (επίσκοποι, ιερείς, μητροπολίτες, κ.τ.λ.).
8. Φαινόμενα κοινωνικής «παθογένειας» και κοινωνικών προβλημάτων στους βίους (φτώχεια, ανέχεια, ζητιανιά).
9. Ακραία αγιότητα: Σαλοί, δενδρίτες, κιονίτες, «παράξενοι» αναχωρητές και στάση της εκκλησία απέναντί τους.
10. Συναγωνισμός εκκλησίας και αγίων για τον «προσεταιρισμό» του λαού-ποιμνίου.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Σημειώσεις και παρατηρήσεις στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον 11ο ως τον 15ο αιώνα.
Τα αγιολογικά κείμενα της περιόδου.
Συμβολή στη μελέτη των βίων των Αγίων ως ιστορικών πηγών.
Αυτοέκδοση, Τρίκαλα 2006
Η σπουδαιότητα της αγιολογίας ως επιστήμης είναι πολύπλευρη, γιατί πέρα απ’ τη μελέτη του γραμματειακού είδους των βίων των αγίων, οι άγιοι συνδέθηκαν με τα ποικίλα, κοινωνικά, πνευματικά και θρησκευτικά προβλήματα του καιρού τους, γι’ αυτό και η σχετική γραμματεία προσφέρει ανεξάντλητο πλούτο ιστορικών πληροφοριών για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο της εποχής τους. Οι Βίοι των Αγίων ως ιστορικές πηγές, μας αποκαλύπτουν έναν εξαιρετικά μεγάλο πλούτο παντοειδών πληροφοριών ως προς τα ιστορικά γεγονότα (πολιτικά, στρατιωτικά, κοινωνικά), ως προς τις αντιλήψεις, στάσεις, αξίες της κοινωνίας της υπό μελέτην περιόδου (Υστεροβυζαντινής), ως προς την κουλτούρα (πνευματική καλλιέργεια) των συγγραφέων τους και του αναγνωστικού τους κοινού και, βέβαια, ως προς την, εν γένει, κοινωνική και οικονομική κατάσταση του βυζαντινού κράτους κατά την ύστερη περίοδο της ζωής του (11ος-15ος αι.).
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.