“Τώρα που πια τελειώσαν τα ταξίδια”
Και τώρα που τελειώσαν τα ταξίδια
απομένουν οι φωτογραφίες να τονώνουν τις αναμνήσεις¨
κάποιες έντονες, λάμπουν ξανά στο φως
και κάποιες αμυδρές, που να ξεφτίσουν κόντευαν,
για λίγο να ξαναζούν μέσα μου νοερά.
Πόσο αυτά τα νοερά ταξίδια, τα επαναλαμβανόμενα,
κλωθωγυρνούν στιγμές ανόμοιες μες στην ανέμη του μυαλού μου
και καταρρέω απ΄το βάρος
μιας ακούσιας ενοχής για όλα
όσα δεν πρόλαβα να ονειρευτώ,
για όλα όσα δεν πρόλαβα να ζήσω.
Και τώρα, που τελειώσαν τα ταξίδια,
που πια οι φωτογραφίες ξεθωριάσαν
μου απομένουν μόνο, στην ανέμη του μυαλού μου
εκείνες οι στιγμές που μοιάζουν μεταξύ τους.
Κι είν’ όλα ίδια και νωθρά,
μουντά κι ακίνητα.
Κι ούτε λυπάμαι που δεν πρόλαβα να ονειρευτώ
κι ούτε φοβάμαι που δεν πρόλαβα να ζήσω
Η λήθη εκτόπισε τη μνήμη
απ’ την ύπαρξή μου την κενή,
από την ύπαρξή μου την ακίνητη,
Τώρα που πια τελειώσαν τα ταξίδια.
“Πλαστή συγκίνηση”
Τα δακρυσμένα βλέμματα μας συγκινούνε προς στιγμήν
Δεν χρειάζεται και περισσότερο, άλλωστε ν’ ασχολούμαστε
μ’ έναν “πλησίον” που δεν είναι πια “πλησίον”.
Μια παρατεταμένη συγκίνηση θα έβλαπτε τον εύθραυστό μας ψυχισμό,
που δεν αντέχει δυνατά τραντάγματα
να απειλούν την πολύτιμή του ισορροπία.
Γι΄αυτό κι είναι καλό ν’ αρκούμαστε σε τέτοιες συγκινήσεις,
ανώδυνες, επιφανειακές, ουδέτερες και γκρίζες,
που απλόχερα παρέχονται, φτιαχτές, μέσα απ’ την τηλεόραση
έτσι, για να νιώθουμε περισσότερο σπουδαίοι κι άνθρωποι.
Η ανθρωπιά μας η νωθρή, μας ησυχάζει.
Στην πολυθρόνα μας βαθιά χωνόμαστε συγκινημένοι.
“Σύνθεση ονείρου”
Όλα τα χρώματα του κόσμου τ’ αγαπώ.
Σαν εισβάλλουν εντός μου με κουρσεύουν.
Τα όνειρά μου τα πλάθουν με ευλύγιστες γραμμές
και στα πέρατα της γης με ταξιδεύουν.
Σαν το γέλιο ενός ανθρώπου που πονά
συσπασμένο απ’ της προσπάθειας τον κόπο
τα όνειρά μου με βιασύνη και με μόχθο μου μιλούν
τρέχουν, νεύουν, κι απ’ τα χρώματα ξεφεύγουν.
Και τα χρώματα απ΄τα όνειρα γλιστρούν
το άσπρο- μαύρο της ζωής μας μας κουράζει
οι σημαίες της πανδαισίας των χρωμάτων
μακρινά πουλιά που λύτρωση γυρεύουν.
Κι είναι αυτή η φυγή, του θανάτου η κραυγή
στα όνειρά μας τα παλιά που παραπαίουν,
σε μιαν άχλη πρωινού μουντού μιας Κυριακής,
της ημέρας που τα σύνορα σαλεύουν…
Και τα χρώματα, που στα μάτια μας δακρύζουν,
μας κοιτούν από μακριά, μας ατενίζουν,
σ΄άλλους ουρανούς ταξίδια κάνουν
σ’ άλλα όνειρα χρώμα χαρίζουν…
“Να που ξεχνιέμαι”
Να που ξεχνιέμαι και ξεχνάω και τις στιγμές
μες στα παλιά ρολόγια
Να που τα μάτια μου σαν άχρονα κοιτάζουν
βυθισμένα στην οργή των ημερών
Να που τα χέρια μου μηχανικά κινούνται
δίχως να σκέφτομαι καθόλου, όπως παλιά
-Εκείνα τα χέρια μου που σκέφτονταν,
πώς μ’ οδηγούσαν επιδέξια…
Να που έγινα μια ασήμαντη κουκίδα
μέσα στο χάρτη του μυαλού μου.
Με βλέπω εκεί, στο σταυροδρόμι,
να κουρνιάζω σε σωρούς από βαμβάκι
Ξεκουράζομαι γλυκά απ΄τη ζωή μου.
Και δεν θέλω πια να ξαναζήσω.
Τα καινούρια και οι “αρχές” πως με τρομάζουν…
Το βαμβάκι στοργικά με αγκαλιάζει
εκεί στο σταυροδρόμι του μυαλού μου
κείτομαι ξέπνοη και ονειρεύομαι κεράσια,
δροσερά σταφύλια
παλιά, γλυκά σταφύλια οι έρωτές μου…
“Πέτρινες στιγμές”
Άλαλη απόμεινα.
Δεν έχω τίποτα να πω
Δεν έχω τίποτα να γράψω.
Τα λόγια στέρεψαν μέσα μου.
Ζω σιωπώντας.
Αναρωτιέμαι αν μετριούνται οι σιωπές στο σκοτάδι
όπως μετριούνται τα λόγια στο φως της μέρας, σαν κουκιά.
Κάποιες στιγμές η μοναξιά μου με συνθλίβει
και κάποιες άλλες, πάλι, είναι σανίδα σωτηρίας.
Τώρα τη μισώ, αύριο θα την αγαπήσω.
Ξέρω πως αυτό είν’ η ζωή: εναλλαγή αγάπης-μίσους,
ένα αδιάκοπο σκαμπανέβασμα.
Μα αργεί τόσο να γυρίσει η σελίδα
κι εγώ ήμουν πάντα υπομονετική
σαν το γάιδαρο στο λιβάδι.
Ένα ξερολίβαδο σε μιαν απόμερη πλαγιά,
αδερφή μου…
“Το λίγο μου πολύ”
Κάποια “ασήμαντη” στιγμή
Μια κουκίδα στο χάρτη
Ένας κόκκος της άμμου
Μια σταγόνα της βροχής
Ένα δάκρυ γαλάζιο της θάλασσας
στο σκούρο δέρμα του καλοκαιριού.
Αυτό είναι το λίγο μου.
Μοιάζει μ’ εφήμερο μα είναι το παντοτινό.
Το λίγο μου είναι πολύ
Πιάνει πολύ χώρο μέσα μου
Απλώνεται σαν κόκκος σινάπεως
Αυξάνει σαν φυτεία του καφέ.
Το λίγο μου, πολύ μου μοιάζει
μέσα στην ολιγάρκειά μου.
Νεραιδοχώρι, 23/7/1998
“Όταν η αρχαία τραγωδία από μέσα μου περνά”
Το τραγικό με μένα
είναι ότι πάντα βρίσκω ανώτερους τρόπους έκφρασης
για κατώτερους ανθρώπους…
κι αναλώνω σαν κερί καιόμενο
τη δημιουργική μου πνοή
πασχίζοντας να πιάσω καταιγίδες κι ανέμους.
Η τραγική ειρωνεία απέβη πια στοιχείο
καθοριστικό στην άμοιρη ζωή μου.
Και το κωμικοτραγικό είναι
πως στο σχολείο τελευταία, μου λαχαίνει πάντα
να διδάσκω αρχαίες τραγωδίες.
Πέρυσι τον “Οιδίποδα Τύραννο” του Σοφοκλή,
φέτος την “Αντιγόνη”…
Κι αυτή η δυνατή κι αγέρωχη
και συνάμα τόσο τρυφερή Αντιγόνη του αρχαίου μύθου…
Πόσες φορές αναρωτήθηκα
γιατί τόσο άδικα να κοπεί η ζωή της…
Και την πονώ σαν νά’ ναι πρόσωπο πραγματικό
πού’ ζησε και που ζει και σήμερα ανάμεσά μας…
Και δεν τολμώ να ομολογήσω φανερά
πως κάποτε παραβάλλω την εξαίσια μοίρα της,
πού’ μεινε αθάνατη στους αιώνες των αιώνων,
με τη δική μου, άγνωστη και ταπεινή…
Γρεβενά, 20/1/1998
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.